«Ένα μονάχα σας ζητώ: Να Μην Ξεχάσετε Ποτέ» Ιούλιος Γιούσικ.

Λοιπόν, πώς τιμάμε τους ανθρώπους που στήθηκαν κάποτε μπροστά σε ένα απόσπασμα; Πως τιμάμε τους ανθρώπους που στήθηκαν κάποτε μπροστά από την κάνη των όπλων; Τι είδους Μνήμη δικαιώνει την θυσία τους και εδραιώνει την αξιοπρέπεια μας;

Ο Pierre Nora έχει διατυπώσει την άποψη ότι ο τρόπος που οι κοινωνίες «θυμούνται» και η παραγωγή πλήθος μνημονικών τόπων τις τελευταίες δεκαετίες δεν είναι άσχετος με την υποχώρηση της ζωντανής, προφορικής μνήμης μιας κοινωνίας στην οποία ο μόνος συλλογικός κανόνας είναι η αποξένωση, αφού οι ισχυρές συλλογικότητες υποχωρούν και οι «μεγάλες αφηγήσεις» τους αμφισβητούνται. Η συρρίκνωση των ψυχικών και ηθικών περιβαλλόντων μνήμης έχει δημιουργήσει (και έχει δημιουργηθεί από) την ανάγκη για κοινωνικά υποκείμενα, ατομικά και συλλογικά, που θα μπορούν να επαναδιαπραγματευτούν τις πολιτιστικές και πολιτικές μας/τους ταυτοτήτων στο παρόν.

Αλλά αυτή η επαναδιαπραγμάτευση δεν ήταν ποτέ ομοιογενής, και πολύ συχνά μπορούσε να αποτελεί αντίδραση στην αποσιώπηση που οι ισχυρές συλλογικότητες επέβαλλαν, που για τις μειονότητες στο εσωτερικό της βιώνονταν ως «το κενό στην ταυτότητα» (Κ. Μπάδα, Ευ. Ματσούκη, Προσεγγίσεις στην Υλική Μνήμη και στους Μνημονικούς Τόπους).

Στην πραγματικότητα το πλήθος των ιεροτελεστιών, των τελεστικών πράξεων (βλ. Connerton), μέσω των οποίων επικυρώνεται η «Mνήμη» έχει να κάνει με την δυναμική ισορροπία, με τον συσχετισμό δυνάμεων, μεταξύ αυτών των δύο.

Από την αναγνώριση της εθνικής αντίστασης κι έπειτα, και την ορθή επιλογή του Γοργοποτάμου ως σύμβολο της κοινής αντίστασης κατά των Γερμανών, τα Μνημεία που στήνονται σε ιεροποιημένους τόπους και οι τελετές επικύρωσης που τα συνοδεύουν κάθε χρόνο, συμπυκνώνουν την πιο δίκαιη φωνή υπενθύμισης μετά από δεκαετίες σιωπής, αλλά και την πιο τραγική αποσιώπηση των ιδιαίτερων ταυτοτήτων των θυμάτων εν μέσω τόσο πολλών θορύβων.

 Ο δυισμός βέβαια της Ιστορίας και η εγγενής αμφισημία που υπάρχει σε κάθε προσέγγισή της δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά κάθε χώρα, όπως και όλα τα πολιτικοκοινωνικά καθεστώτα που μετά την κατάρρευση ή την επανασύσταση τους κοιτούν το παρελθόν μέσα τα πλαίσια γενικευμένων ανακατατάξεων και ριζικών μετασχηματισμών με τρόπο που θα εξασφαλίζει μια σχετικά απρόσκοπτη για τα ίδια και λιγότερο επώδυνης για το σύνολο συνέχεια τους.

Παρόλα αυτά το πρόβλημα παραμένει και η προβληματική, όταν θέλεις να την δεις, (και θα πρέπει να την δεις, φυσικά κριτικά και δίχως ωραιοποιήσεις προς καμιά πλευρά) αναφύεται από κάθε χαραμάδα.

Το Ολοκαύτωμα του Μεσόβουνου πχ, τέτοιες μέρες τον Οκτώβρη του 44,  δεν είναι μόνο ένα ακόμη περιστατικό «εθνικής αντίστασης», αλλά και «πολιτικής αντίστασης» ενάντια στον φασισμό. Οι άνθρωποι που στήθηκαν μπρος απ τις κάνες των όπλων είχαν συγκεκριμένη ταυτότητα, και το πλήρωσαν τόσο ακριβά που δεν έχει δικαίωμα να τους την στερήσει κανείς. Την ίδια ώρα που έχει κάθε υποχρέωση να κρίνει όλα ανεξαιρέτως τα καθεστώτα. Αλλά η προσωπική τιμή στην ταυτότητα και στην θυσία των θυμάτων δεν αίρεται από την αναγκαία κριτική αντιμετώπιση των πολιτικών συστημάτων.

Το Μεσόβουνο δεν επιλέχθηκε (όπως κι άλλοι τόποι εδώ που τα λέμε) ως τόπο αντι-ποίνων για κάτι που είχε συμβεί στην γύρω περιοχή (συνέβη αλλού) αλλά ως συγκεκριμένο τόπο πολιτικών ποινών. Είχε οργανωμένο πυρήνα κομμουνιστών εξόριστων από την Ανάφη, σημαντικό αγροτικό κίνημα και από πριν, κι εκεί είχε (με προεξάρχοντες τους Αναφιώτες και τους νικημένους μα όχι στην ψυχή φανταρους του Αλβανικού μετώπου που μόλις είχαν επιστρέψει) ιδρυθεί η πρώτη αντιστασιακή ομάδα της ευρύτερης περιοχής.

Κι η πρώτη πράξη αντίστασής τους δεν είχε μόνο εθνικό είχε και ξεκάθαρο οικονομικό χαρακτήρα. Αφού μαζικά, σε εποχή που οι Υπηρεσίες Οικονομικής Διαχείρησης των Αρχών Κατοχής ρήμαζαν μέσα από την διαπλοκή (όχι μόνο των «αναμενόμενων» -κατά τον Γερμανικό εθνολαϊκισμό- Ελλήνων μα και των δήθεν υπεράνω Τευτόνων) τους Δήμους της χώρας και το ελληνικό «δημόσιο» (τέλος πάντων…)  αρνήθηκαν να παραδώσουν την αγροτική σοδειά τους στις αρχές Κατοχής, εκτελώντας μάλιστα τον «τελωνάρχη», τον διορισμένο από τις κατοχικές αρχές πρόεδρο του χωριού τους. 

Έτσι, κι ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των κατοχικών ολοκαυτωμάτων συμβαίνει όταν θεριεύει το αντάρτικο και οι ντόπιοι (έλληνες και τεύτονες) εκπρόσωποι του καταρρέοντα άξονα πανικοβάλλονται, δηλαδή στα 1943-1944, το Μεσόβουνο ανοίγει την τραγική σειρά ήδη από τον Οκτώβρη του ’41, 5 μόλις μήνες μετά την επικράτηση των ναζί και των συνεργατών τους. Μονάχα η αιματοβαμμένη εξέγερση κατά των φασιστικών δυνάμεων εκ Βουλγαρίας στην Δράμα και στο Δοξάτο, τόπο τριπλού μαρτυρίου όπου η υποκρισία των εθνικοφρόνων αντιβούλγαρων μακεδονομάχων της εποχής, όπως του Παζιώνη, αποκαλύπτεται όσο πουθενά αλλού, προηγήθηκε κατά έναν μήνα εκείνον τον Σεπτέμβρη του 41.

Όπως ο Δορδανάς έχει επισημάνει στο «Έλληνες Εναντίον Ελλήνων» «οι ένοπλες ομάδες στη Μακεδονία δεν είχαν καμιά σχέση με την κατοχική κυβέρνηση Ράλλη, ούτε λογοδοτούσαν σε αυτήν. Η εξάρτηση τους ήταν αποκλειστικά από τους Γερμανούς, οι οποίοι τις εξόπλιζαν και τις έλεγχαν, για να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους στη σφηκοφωλιά της Μακεδονίας, την οποία, ας μη ξεχνάμε ότι διεκδικούσαν οι σύμμαχοί τους Βούλγαροι….» (Ιστοσελίδα Σημειώσεις για τον Εμφύλιο) Και βέβαια όταν η αλήθεια είναι άβολη και πολύπλοκη για τις απλουστεύσεις μας, (όχι μόνο των αντιπάλων μας…) και βρέχει με τα απόνερα της την σύνθετη και διακομματική φύση του ελληνικού νεοφασισμού φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας, τότε είναι που πρέπει να την πούμε διπλά. Πολλοί εθνικοσοσιαλιστές είχαν υπάρξει Βενιζελικοί, όπως ο διαβόητος Πούλος, την ίδια ώρα που υπήρξαν Βασιλικοί αξιωματικοί που αρνηθήκαν να γίνουν υπηρέτες του κτήνους.

Και είναι οι συνεργάτες των Γερμανών που ρίχνουν την ιδέα για αυτόν τον τύπο τιμωρίας. Αφού οι ελληνικές δωσιλογικές αρχές της Κοζάνης με προεξάρχοντα το νομάρχη Κ. Γεωργαντά και με εισήγηση της  Χωροφυλακής παρακίνησαν τους Γερμανούς να τιμωρήσουν το ακριτικό κεφαλοχώρι που σύμφωνα με τον Βλ. Αγτζίδη «αριθμούσε 1.171 κατοίκους που προέρχονταν από χωριά της περιοχής της Νικόπολης του μικρασιατικού Πόντου, τα οποία είχαν υποστεί μεγάλες διώξεις από τους Νεότουρκους κατά την περίοδο 1915-1918 και αντέδρασαν επανδρώνοντας τις αντάρτικες ελληνικές ομάδες που δρούσαν στην περιοχή.»… Την ίδια παράδοση τιμούσαν λίγες δεκαετίες μετά.

«Άλλωστε, ένα από τα χαρακτηριστικά του Μεσοπολέμου στις προσφυγικές περιοχές της Μακεδονίας ήταν η ανάπτυξη ενός σημαντικού αριστερού κινήματος, που είχε ως βασικό πληθυσμιακό έρεισμα τους Έλληνες πρόσφυγες από το Καρς (ρωσικός Καύκασος έως τον Μάρτιο του '17). Η διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης ενισχύθηκε και εντάθηκε εξαιτίας της δράσης των Ποντίων κούτβηδων. Και το πλήρωσαν. Πράγματι, την 23η Οκτωβρίου 1941, 40 αυτοκίνητα με στρατιώτες της Βέρμαχτ, που ήρθαν  από τη Φλώρινα, την Έδεσσα και τη Θεσσαλονίκη, περικύκλωσαν το χωριό και συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους. Στα γυναικόπαιδα έδωσαν δίωρη προθεσμία να φύγουν ενώ εκτέλεσαν «ομαδικώς και δι' αυτομάτων όπλων» 135 (κατά τον νομάρχη Κοζάνης), 142 (σύμφωνα με τους Γερμανούς που λεγαν περισσότερους απ τον Νομάρχη) ή 165 (σύμφωνα με τους κατοίκους) Μεσοβουνιώτες. Στη συνέχεια οι κατοχικές δυνάμεις πυρπόλησαν το χωριό με εμπρηστικές βόμβες, εκτός από 5 σπίτια και την εκκλησία, διότι είχαν φόβο θεού και θελαν να παν στην Παράδεισο. Κάποια από τα 900 γυναικόπαιδα που μεταφέρθηκαν κυρίως στην Πτολεμαΐδα μα και σε γύρω νομούς ξανασυναντήθηκαν με τις κάννες τους λίγα χρόνια μετά στο ολοκαύτωμα της Καστράνιτσας, που έχει πια ονομαστεί σε Πύργους της Εορδαίας.

Το ίδιο το Μεσόβουνο θα ξανακαεί την Άνοιξη του 44 όταν καιγόταν όλη σχεδόν η αναπτερωνόμενη την ίδια ώρα που σπάραζε Ελλάδα. Αλλά οι πρώτοι καπνοί, όπως κι όλοι οι καπνοί, όσο κι αν έχουν καταλαγιάσει, κρύβουν πίσω τους ήρωες και προδότες, φως και σκιές. Αιτήματα για Δικαιοσύνη ή για Λησμοσύνη.

«Εν τω μεταξύ πρόσφυγες έταν, η φτώχια επερίσσευεν. Έλεγαν σ΄αούτην την εποχήν το ψωμίν ατούν ‘κι κανείτε ‘τς. Εθερίζανε τα κοκία τα κριθάρια και αν εδίναν καλόν κιφάλ και αρχίναν εθέριζαν, έλεθαν και επορεύκονταν. Τρανόν φτώχια! Ο αποικισμός εδίνεν ατς ή πέντε πρόβατα, ή πέντε αιϊδε, ή ένα βούδ ή ένα χτίνον ή ένα γάϊδαρον. Με τ’ ατά και με τ’ ατά ο ένας με τον άλλον έζησαν μέχρι το ΄40»/…/«Το ’45 είχαμ’ και την απελευθέρωση, εκλωσταμ’ πάλι σο Μεσόβουνο. Φτώχεια! Εμείς ατότες επί ξύλου κρεμάμενοι, λέγατα και σα πόντια απα δα κι απά κει, τυρρεανυμέν εσκάλωσαμε και αρθοποδίουμες κ΄ επρόλαβεν και ο εμφύλιος. Αφού επερίλαβεν και ο εμφύλιον οι Μεσοβουνιωτ’  καμμένα τα ψίατουνε, άλλος τον πατέραν ατ’  εχάσεν, άλλος τη μάναν ατ’ έχασεν, άλλος τ’ αδέλφια τ’ εχάσεν. Το Μεσόβουνον στον αγώνα έτονε και σο πρώτον  ο πρωτοστάτης.». (Αντ. Παραστατίδης, Αναμνήσεις, Πόντος και Αριστερά).

Πως τιμάμε λοιπόν την 28 του Οκτώβρη; Πώς τους ανθρώπους που στήθηκαν κάποτε μπροστά σε ένα απόσπασμα; Πως τιμάμε τους ανθρώπους που στήθηκαν κάποτε μπροστά από την κάνη των όπλων; Τι είδους Μνήμη δικαιώνει την θυσία τους και εδραιώνει την αξιοπρέπεια μας όπου κι αν πιστεύουμε; Και τι η Εκκωφαντική Σιωπή αποκαλύπτει; Τι μήνυμα στέλνουν μέσα από την μποτίλια των καιρών για μας;

Εάν ο τρόπος που θυμόμαστε είναι ποιοτικό κριτήριο της ταυτότητας μας, κι αν η αδιαφορία ή το ενδιαφέρον μπρος στην απώλεια της λέει πολλά για το τι είδους άνθρωποι και κοινωνία είμαστε, για το τι είδους κόσμο θέλουμε τα παιδιά μας να ζήσουν, τότε ίσως μπορούμε να αρχίσουμε ν’ ανασκαλεύουμε το ζήτημα τιμώντας τους δολοφονημένους και τις αλήθειες τους, όχι τις ιδεολογικές δικαιώσεις, ξεκινώντας από εκείνη την φράση μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα ενός από τους τελευταίους νεκρούς του μεγάλου αντιφασιστικού πολέμου: «Ένα Μονάχα σας ζητώ. Να μην ξεχάσετε Ποτέ.» Ιούλιος Γιούσικ, ετών 23.
πηγη: https://tvxs.gr