Loading...

Κατηγορίες

Παρασκευή 06 Αύγ 2021
Emily Gaarder: Αντιμετωπίζοντας την Βία Κατά των Γυναικών. Εναλλακτικές στον Κρατικό Νόμο και Τιμωρία
Κλίκ για μεγέθυνση












Κείμενο που περιλαμβάνεται στον τόμο Contemporary Anarchist Studies: An Introductory Anthology of Anarchy in the Academy (Routledge, 2009). Η Emily Gaarder είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια κοινωνιολογίας και ανθρωπολογίας στο τμήμα ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα στο Ντουλούθ.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

 

Εισαγωγή

Πολύ συχνά οι αναρχικοί υποθέτουν πως απλά να «είσαι» αναρχικός δείχνει μια στάση ενάντια σε κάθε καταπίεση. Το αποτέλεσμα είναι μια έλλειψη προσοχής σε θέματα όπως το φύλο. Το φύλο και η πατριαρχία είναι δίχως θεωρητικοποίηση σε μεγάλο μέρος της αναρχικής σκέψης· έτσι συνεπάγεται πως ο αναρχισμός δεν έχει αντιμετωπίσει ικανοποιητικά τα πρακτικά ζητήματα των γυναικών. Οι αναρχικοί που επίσης προσδιορίζονται ως φεμινιστές έχουν παλέψει με αυτές τις θεωρητικές και πρακτικές εντάσεις. Μια πιο εμφανής «πρακτική» ανάγκη για τις γυναίκες είναι η ελευθερία από την σωματική και σεξουαλική κακοποίηση, και η απάντηση σε αυτά τα τραύματα όταν συμβαίνουν. Στο κείμενο αυτό, εξερευνώ το παρακάτω ερώτημα: Πως μπορούμε να αποτρέψουμε τη βία εναντίον των γυναικών και να απαντήσουμε σε αυτά τα χτυπήματα δίχως να στραφούμε στο νόμο και την κυβερνητική εξουσία;

Οι αναρχικοί δεν ήταν πάντα ξεκάθαροι γύρω από τέτοια ζητήματα, εκτός από το να υποθέσουν πως η βία θα εξαφανιστεί όταν οι άνθρωποι απελευθερωθούν από την κυριαρχία του Κράτους. Ο πυροβολισμός κατά της Voltairine de Cleyre, την αναρχική φεμινίστρια του 19ου αιώνα, είναι μια εξαιρετική απεικόνιση του. Το Δεκέμβριο του 1902, η de Cleyre ήταν στο δρόμο της για να παραδώσει ένα ιδιαίτερο μάθημα. Καθώς ανέβηκε σε ένα τραμ, ο Herman Helcher, ένας πρώην μαθητής της, σήκωσε ένα πιστόλι και την πυροβόλησε εξ επαφής στο στήθος. Πυροβόλησε ακόμη τρεις φορές, καρφώνοντας τις επόμενες σφαίρες στην πλάτη της. Η de Cleyre κατόρθωσε να τρέξει μισό τετράγωνο πριν καταρρεύσει. Οι σφαίρες δεν αφαιρέθηκαν ποτέ από το σώμα της και υπέφερε στην υπόλοιπη ζωή της από τις συνέπειες των σφαιρών.

Η de Cleyre αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον Helcher ως αυτόν που της επιτέθηκε ή να κάνει μήνυση εναντίον του. Αντίθετα έκανε την ακόλουθη δήλωση στην εφημερίδα Philadelphia North American:

«Το παιδί, που λένε, πως με πυροβόλησε είναι τρελό. Η έλλειψη κατάλληλης τροφής και υγιεινής εργασίας τον έκαναν έτσι. Θα πρέπει να τον βάλουμε σε άσυλο. Θα ήταν προσβολή προς το πολιτισμό αν τον στέλναμε στη φυλακή για μια πράξη που ήταν το προϊόν ενός άρρωστου εγκεφάλου.

Λίγο πριν με πυροβολήσει, ο νεαρός άνδρας μου είχε στείλει ένα γράμμα που ήταν θλιβερό – δεν έχω τίποτα να φάω, μέρος για να κοιμηθώ, καμιά δουλειά. Πριν από αυτό δεν είχα νέα του για δυο χρόνια….

Δεν αισθάνομαι μίσος προς αυτόν. Αν η κοινωνία ήταν έτσι δομημένη ώστε να επιτρέψει σε κάθε άνδρα, γυναίκα ή παιδί να ζήσει μια κανονική ζωή δεν θα υπήρχε βία στο κόσμο. Με γεμίζει με τρόμο το να σκέφτομαι τις βάρβαρες πράξεις που γίνονται στο όνομα της κυβέρνησης. Κάθε πράξη βίας βρίσκει την ηχώ της σε μια άλλη πράξη βίας. Το ρόπαλο του αστυνομικού παράγει εγκληματίες».

Αρκετούς μήνες αργότερα πραγματοποίησε μια διάλεξη με το τίτλο «Έγκλημα και Τιμωρία» επικρίνοντας την υποκρισία του κράτους και καταγγέλλοντας το σύστημα των φυλακών. Κατηγόρησε την κυβέρνηση πως ήταν ο «μεγαλύτερος των δολοφόνων», λέγοντας πως τα μεγαλύτερα εγκλήματα πραγματοποιούνται από την ίδια την κυβέρνηση. Όπως δηλώνει σωστά η de Cleyre, η βία πρέπει να γίνει αντιληπτή μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο της ανισότητας. Αυτό όμως που καταλήγει να λείπει από την ανάλυση, ωστόσο, είναι η αναφορά στην έμφυλη βία που προκύπτει μέσα στην ανδροκρατούμενη κοινωνία. Η απίστευτη σταθερότητα των αρχών της de Cleyre είναι για εμένα αξιοθαύμαστη αλλά και θλιβερή. Ο αναρχισμός της δεν είχε χώρο για να αναγνωρίσει το κακό που της έγινε. Η θέση της πως η «συγχώρεση είναι καλύτερη από την οργή» είναι αξιοθαύμαστη, όπως και η ανάλυση της για το ρόλο του κράτους στην εγκληματικότητα. Δεν μπορώ παρά να εύχομαι η de Cleyre να είχε την υποστήριξη μιας κοινότητας ή ενός θεωρητικού πλαισίου που θα της είχε επιτρέψει να ασχοληθεί με το πρόβλημα της βίας των ανδρών κατά των γυναικών δίχως την επίκληση της κυριαρχίας του Κράτους.

Το κείμενο αυτό ξεκινά έναν τέτοιο διάλογο. Αρχίζω με μια σύντομη εισαγωγή στην αναρχική φεμινιστική σκέψη σχετικά με την έμφυλη καταπίεση. Μετά στρέφομαι στις φεμινίστριες στα πεδία του νόμου και της εγκληματολογίας που έχουν με παρόμοιο τρόπο αμφισβητήσει την εξάρτηση από το Κράτος για την προώθηση της δικαιοσύνης  για τις γυναίκες. Στη συνέχεια ακολουθεί μια συζήτηση για επανορθωτική δικαιοσύνη, μια φιλοσοφία και κίνημα που κερδίζει έδαφος ως μια εναλλακτική για το κρατικά ελεγχόμενο μηχανισμό της αντιμετώπισης του εγκλήματος και της τιμωρίας. Τέλος επεξεργάζομαι αν το κοινοτικό μοντέλο της επανορθωτικής δικαιοσύνης μπορεί να αντιμετωπίσει μια ιδιαίτερη μορφή έμφυλης καταπίεσης: την βία κατά των γυναικών.

Έμφυλη Καταπίεση

Ο αναρχοφεμινισμός βλέπει ένα από τα κύρια σημεία της γυναικείας καταπίεσης (στη πράξη, κάθε μορφής καταπίεσης) στο Κράτος. Το Κράτος και η πατριαρχία αντιμετωπίζονται ως δίδυμες εκτροπές. Η καταστροφή του Κράτους είναι η καταστροφή ενός βασικού παράγοντα της πατριαρχίας· η κατάργηση της πατριαρχίας είναι η κατάργηση του Κράτους όπως υπάρχει σήμερα. Ο αναρχοφεμινισμός λέει πως ένα πλήρως υλοποιημένο αναρχικό κίνημα πρέπει να μεταμορφώσει όλες τις ιεραρχικές σχέσεις – κυβέρνηση και θρησκευτικούς θεσμούς, αλλά και επίσης την σεξουαλικότητα και την οικογένεια. Αντί να αντιμετωπίζεται οι ταξικοί, φυλετικοί και έμφυλοι διαχωρισμοί ως την βασική μορφή κυριαρχίας πάνω στις οποίες βασίζονται όλες οι άλλες, βλέπουν την ιεραρχία και τους την επίσημοποιημένη εξουσία ως το μηχανισμό που και δημιουργεί και υποστηρίζει κάθε μορφή καταπίεσης. Ο αναρχικός φεμινισμός προσφέρει ένα «αναλυτικό μοντέλο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλαπλές σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής δίχως να επιμένει απαραίτητα πως η μια είναι πι σημαντική από τις άλλες».

Ένα βασικό αδιέξοδο για τον αναρχοφεμινισμό είναι αν και πως το τέλος του Κράτους θα ισοδυναμεί με το τέλος της πατριαρχίας. Υπό μια έννοια, ο αναρχοφεμινισμός βασίζεται στην ιδέα πως όταν το Κράτος πάψει να υπάρχει, κάθε μορφή καταπίεσης (για παράδειγμα, ο ρατσισμός, ο σεξισμός) θα χαθεί επίσης. Είναι η αιτία της, και η λύση της, έμφυλης καταπίεσης (και μιας από τις εμφανέστερες εκδηλώσεις της – η σεξουαλική και φυσική βία κατά των γυναικών από άνδρες) πλήρως συνδεδεμένη με το πρόβλημα του Κράτους; Μια εναλλακτική οπτική λέει πως «οι ανδρικές μορφές κυριαρχίας πάνω στις γυναίκες επιτυγχάνονται κοινωνικά όπως και οικονομικά, πριν τη δράση του νόμου, δίχως ρητές κρατικές πράξεις, συχνά σε προσωπικά πλαίσια της καθημερινής ζωής». Αυτό προκαλεί ένα σημαντικό ερώτημα: Θα συνεχιστεί η έμφυλη καταπίεση (και βία) μέσα σε μια ακρατική κοινωνία;

Ξέρουμε αρκετά για τις κοινωνικές συνθήκες που βοηθούν στην δημιουργία και διατήρηση της έμφυλης βίας. Τραύματα όπως βιασμοί και ενδοοικογενειακή βία είναι «έμφυλα» στο ότι «είναι ενδεικτικά των σεξουαλικών/έμφυλων σχέσεων εξουσίας». Οι άνδρες που κακοποιούν τις γυναίκες  συνήθως έχουν έντονες απόψεις γύρω από τα ανδρικά δικαιώματα, προνόμιο και τις έμφυλες προσδοκίες γύρω από την αποδεκτή γυναικεία συμπεριφορά. Αυτές οι απόψεις δημιουργούνται και συντηρούνται από κοινωνικούς θεσμούς που καλλιεργούν την ανισότητα. Η βία ενός κακοποιητή είναι μια επιλογή σχεδιασμένη για έλεγχο και εκφοβισμό. Όταν οι γυναίκες  δεν έχουν την ίδια πρόσβαση ή ευκαιρίες για λήψη αποφάσεων (είτε προσωπικές, είτε πολιτικές), ή να στηρίξουν τις ίδιες και τα παιδιά τους, τότε γίνεται δύσκολο για τις γυναίκες να έχουν πρόσβαση στην προσωπική τους δύναμη και αυτονομία. Αυτό δεν εντοπίζεται μόνο σε μεμονωμένα νοικοκυριά αλλά και στις οικονομικές, πολιτισμικές και πολιτικές δομές πολλών κοινωνιών. Στην περίπτωση βίας από σύντροφο, οι γυναίκες τιμωρούνται όταν αντιστέκονται την άκαμπτη έμφυλη ιστορία  των ανδρών ως ηγεμόνες – όταν διαφωνούν, όταν δεν κρατούν τα παιδιά ήσυχα, όταν ζητούν πρόσβαση στα χρήματα. Σε σχέσεις και νοικοκυριά όπου οι άνθρωποι μοιράζονται την λήψη αποφάσεων,  η διαπροσωπική βία είναι σπάνια. Οι κοινωνίες όπου οι άνθρωποι μοιράζονται την λήψη αποφάσεων και έχουν ισότιμη πρόσβαση στις βασικές ανάγκες όπως η κατοικία και η τροφή θα αποδειχτούν σημαντικές στην αντιμετώπιση του πλέγματος της έμφυλης καταπίεσης.

Οι στόχοι του αναρχισμού – η ελευθερία και η προσωπική ελευθερία – ταιριάζουν με αυτό. Ωστόσο η αποβολή της έμφυλης καταπίεσης περιλαμβάνει κάτι περισσότερο από αυτό. Ενώ μπορούμε να αναγνωρίσουμε τις κοινωνικές ανισότητες που συμβάλουν σημαντικά στην βία, «η καταδίκη αυτή δεν φτάνει μακριά στην επεξήγηση ενός οικουμενικού και διαδεδομένου φαινομένου: η σωματική και σεξουαλική κακοποίηση από άνδρες προς γυναίκες και παιδιά που γνωρίζουν». Πολύ περισσότερα πρέπει να ειπωθούν πάνω σε αυτό το ζήτημα, και ένας τέτοιος διάλογος πρέπει  να περιλαμβάνει τοις φωνές των γυναικών που έχουν βιώσει έμφυλη βία. Αντί για τις αστυνομικές ή νομικές παρεμβάσεις, χρειαζόμαστε πρακτικές εναλλακτικές για να διακόψουμε τον πάντα υπάρχοντα φόβο βίας στη ζωή των γυναικών – είτε είναι παρακολούθηση, βιασμός, σεξουαλική παρενόχληση, ή ξυλοδαρμός. Πως απαντάμε όταν ένας άνδρας απειλεί να σκοτώσει τη σύντροφό του αν τον εγκαταλείψει; Όταν κάποιος παρενοχλεί μια πρώην σύντροφο μέσω μηνυμάτων πενήντα φορές την ημέρα; Όταν μια γυναίκα ξυπνά από μια νύχτα γλεντιού για να διαπιστώσει πως ο «φίλος» της την έχει βιάσει;

Έχω ακούσει πολλές «ανεπίσημες» αναφορές για τους καινοτόμους τρόπους που οι αναρχικοί και οι φεμινίστριες έχουν απαντήσει στην έμφυλη βία. Χρειάζεται να ακούσουμε περισσότερες από αυτές τις ιστορίες – για το τι δούλεψε, τι δεν δούλεψε, και γιατί – για να χτίσουμε με ζωντανή γνώση αμοιβαίας βοήθειας και άμεσης δράσης σχετικά με τη βία εναντίον των γυναικών. Ακόμη και αν η έμφυλη καταπίεση χαθεί μαζί με την αποδόμηση του Κράτους, είναι απαραίτητο ένα σχέδιο για το ενδιάμεσο, όπως και γέφυρες για να περάσουμε απέναντι. Η διαδικασία του χτισίματος εναλλακτικών και της μάθησης πως να τις βιώσουμε θα είναι μακρά. Έτσι, μια βιώσιμη αναρχική απάντηση στη βία κατά των γυναικών είναι εξαιρετικά αναγκαία.

Φεμινίστριες Αμφισβητούν το Νόμο και το Ποινικό Σύστημα Δικαίου

Η ιστορία δείχνει πως ο νόμος, μαζί με άλλους θεσμούς του Κράτους, είναι ευθυγραμμισμένος δομικά και με το καπιταλισμό και την πατριαρχία και παίζει βασικό ρόλο στην διατήρηση των κυρίαρχων σχέσεων της κοινωνίας. Η συμμετοχή στο διάλογο μέσα στο νόμο αντί της αμφισβήτησης της αναγκαιότητας της τελικά ενισχύει την εξουσία του νόμου να ορίζει και να καθορίζει τις ζωές των γυναικών. Κριτικές της κρατικής τιμωρίας συχνά λένε πως τέτοιες απαντήσεις είναι χαρακτηριστικές μορφών εξουσίας και ελέγχου. Ο Messerschmidt για παράδειγμα, περιγράφει την αστυνόμευση ως μηχανισμό με τον οποίο η θέση της αρρενωπής εξουσίας και ηγεμονίας εξασφαλίζεται.  Υπάρχει επίσης το ερώτημα της «έγκρισης» της βίας που διαιωνίζεται όταν το ίδιο το κράτος απαντά βίαια στη βία, όπως οι μαζικές φυλακίσεις και η θανατική ποινή. Η εξάρτηση σε από το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης βοηθά στη νομιμοποίηση της επέκτασης της βιομηχανίας του εγκλεισμού. Έτσι ένας όλο και μεγαλύτερος αριθμός φεμινιστριών ακαδημαϊκών και ακτιβιστών αναγνωρίζουν τις επιπτώσεις  των σκληρότερων ποινών στα πιο περιθωριοποιημένα μέλη της κοινωνίας, και προειδοποιούν κατά της χρησιμοποίησης ταξικών και φυλετικών προκαταλήψεων στο όνομα της φεμινιστικής δικαιοσύνης.

Κάποιες φεμινίστριες συνεχίζουν να μάχονται για σκληρότερους νόμους και επιβολή εναντίον της έμφυλης βίας. Δεν το κάνουν μόνο επειδή μια τέτοια δράση ίσως προσφέρει ανακούφιση σε γυναίκες που βιώνουν βία, αλλά επειδή ο νόμος είναι ένα μέσο να μεταφερθεί (σε κοινωνικό επίπεδο) πως τέτοιες πράξεις είναι λάθος. Η Barbara Hudson παρουσιάζει το δίλημμα ως εξής: «Πως κάποιος ξεφεύγει από τις τιμωρητικές απαντήσεις οι οποίες – που ακόμη και όταν εφαρμόζονται – αποκτηνώνουν ακόμα περισσότερο τους δράστες, δίχως, με την επιείκεια της αντίδρασης, να δώσουν την εντύπωση πως η σεξουαλική… βία είναι αποδεκτή συμπεριφορά;». Είναι έτσι ξεκάθαρο πως κάποιες φεμινίστριες παραμένουν αβέβαιες σχετικά με την χρήση του νόμου για να επηρεάσουν την κοινωνική αλλαγή. Ωστόσο το ερώτημα παραμένει: Αν όχι ο νόμος, τότε τι παραμένει για να εξασφαλίσει την ελευθερία των γυναικών από την βία των ανδρών; Όπως εξηγούν οι DeKersedy και Schwartz: «Τα προβλήματα για αυτές τις αντίθετες γνώμες είναι πως εν και είναι βέβαιες πως η αυξημένη παρέμβαση είναι πρόβλημα, πολλοί δεν μπορούν να εντοπίσουν μια εναλλακτική στην αστυνόμευση που να μπορεί να προσφέρει μια κάποια τουλάχιστον προστασία στις γυναίκες από τις ορδές αρπακτικών ανδρών που κατοικούν την κοινωνία».

Επανορθωτική Δικαιοσύνη: Φιλοσοφία και Πρακτικές

Σε τι διαφέρει η επανορθωτική δικαιοσύνη από το παρόν σύστημα δικαιοσύνης; Οι επανορθωτικές προσεγγίσεις στην δικαιοσύνη εστιάζουν στην επανόρθωση των βλαβών  που προκλήθηκαν από το έγκλημα και την δημιουργία ενός ενεργού ρόλου για τις ενδιαφερόμενες πλευρές. Η επανορθωτική δικαιοσύνη τονίζουν την αναγνώριση της ζημιάς, την διαδικασία επούλωσης, και επανένταξης. Οι παρεμβάσεις λειτουργούν προς την κοινωνική δικαιοσύνη μέσω θεραπευτικών συναντήσεων μεταξύ θυμάτων και δραστών, που στηρίζονται από μέλη της κοινότητας. Οι Sullivan και Tifft αναφέρουν την μεταμορφωτική δυνατότητα της επανορθωτικής δικαιοσύνης, τονίζοντας την έμφαση της στην συμμετοχή σε μη ιεραρχικές κοινωνικές διεργασίες σχετικά με συγκρούσεις, διαφωνίες, και στην «καθημερινή ζωή». Ενώ η επανορθωτική δικαιοσύνη έχει συνδεθεί κάποιες φορές με αναρχικά και άλλα ακρατικά μοντέλα δικαιοσύνης, δεν είναι αποκλειστικά ταυτισμένη με τον αναρχισμό, ούτε και πολλοί υποστηρικτές του θα προσδιορίζονταν έτσι. Η επανορθωτική δικαιοσύνη συχνά βασίζεται σε κάποια σχέση με το Κράτος για να δέχεται παραπεμπτικά από αξιωματικούς αναστολής, δικαστές, και άλλους αξιωματούχους δικαστηρίων, ή για να έχει επαφή με έγκλειστα άτομα. Ωστόσο, πολλά προγράμματα είναι βασισμένα στη κοινότητα και τα διαχειρίζονται άμισθοι εθελοντές.

Αν και η επανορθωτική δικαιοσύνη συχνά αναφέρεται ως «νέα» προσέγγιση στην ποινική δικαιοσύνη, στην πραγματικότητα είναι μια πανάρχαια μέθοδος που χρησιμοποιείται σε πολλά μέρη του κόσμου. Οι ρίζες της εντοπίζονται στις πρώιμες φιλοσοφίες των Μαορί της Νέας ζηλανδίας, των Ινδιάνων της Βόρειας Αμερικής, και τις θρησκευτικές παραδόσεις του κομφουκιανισμού, του βουδισμού και του πρώιμου χριστιανισμού.  Κάποιες κοινές εκφράσεις επανορθωτικής δικαιοσύνης σήμερα είναι ο διάλογος θύματος-θύτη, οι οικογενειακές συνεδρίες, και κύκλοι. Οι διάλογοι θύματος-θύτη, οργανώνονται με ένα εκπαιδευμένο διαμεσολαβητή, στη διάρκεια του οποίου θύμα και θύτης ενθαρρύνονται να αναγνωρίσουν το τραύμα που προκλήθηκε, να επανορθώσουν, και να αποφασίσουν μελλοντικές πράξεις. Οι οικογενειακές συνεδρίες  αξιοποιούνται τακτικά στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία ως απάντηση στην εγκληματικότητα ανηλίκων. Οι κύκλοι (που αποκαλούνται με διάφορα ονόματα, κριτικοί, ειρηνευτικοί ή θεραπευτικοί) φέρνει τους ανθρώπους κοντά «για να κατανοήσουν ο ένας τον άλλο, να ενισχύσουν δεσμούς, και να επιλύσουν κοινοτικά προβλήματα». Βασίζονται στην παράδοση των Αυτόχθονων Αμερικανών της χρήσης ενός ραβδιού ομιλίας, ένα αντικείμενο που περνά από άτομο σε άτομο σε κύκλο. Αυτή η διαδικασία βασίζεται στη συλλογική σοφία των κοινοτήτων για τη λήψη αποφάσεων και την επίληση συγκρούσεων. Οι κύκλοι χρησιμοποιούνται ευρέως από κοινότητες στη Βόρεια Αμερική και αυξάνουν σε δημοτικότητα σε πολιτείες όπως η Μινεσότα.

Διευρύνοντας το Δίκτυο Κοινωνικής Ευθύνης: Συμπεριλαμβάνοντας τις Κοινότητες

Η επανορθωτική δικαιοσύνη αναθέτει ένα κεντρικό ρόλο στις κοινότητες για την επίλυση προβλημάτων εγκληματικότητας. Οι κοινότητες προσφέρουν στήριξη και εφαρμογή· και τα δυο θεωρούνται απαραίτητα για να σταματήσει η βία και να διορθωθούν οι ζημιές που προκλήθηκαν από αυτή. Φίλοι, οικογένειες, και γείτονες στηρίζουν τα θύματα αναγνωρίζοντας το τραύμα και προσφέροντας χειροπιαστή βοήθεια στο μέλλον. Η κοινότητα επίσης ρυθμίζει την συμπεριφορά εκείνων που προκαλούν κακό. Η επανορθωτική προσέγγιση είναι «αναμφισβήτητα είναι υπέρ απλωμένων δικτύων, μόνο που είναι τα δίκτυα της κοινότητας αντί ο κρατικός έλεγχος που απλώνεται». Η κοινωνική αποδοκιμασία είναι ένας ρυθμιστικός μηχανισμός στο επανορθωτικό μοντέλο. Ο δράστης και αναγκάζεται να σταματήσει την συμπεριφορά του/της, και υποστηρίζεται για να το κάνει.

Οι διαδικασίες στις οποίες τα μέλη της κοινότητας κάποιου συμμετέχουν είναι πιο πιθανό να αντιμετωπίσουν την φυλή, την εθνικότητα, και τη κουλτούρα δίχως στερεότυπα. Η επανορθωτική δικαιοσύνη έχει επίσης την δυνατότητα να αυξήσει την προθυμία των θυμάτων να αναφέρουν το έγκλημα καθώς προσφέρει μια σειρά από ευέλικτες παρεμβάσεις. Αυτά προσφέρουν εναλλακτικές  για τα άτομα (και τις κοινότητες) που δεν εμπιστεύονται το σύστημα του ποινικού δικαίου. Τα προγράμματα αντιμετώπισης βιασμού και καταφύγια θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας δείχνουν πως οι κοινότητες παίζουν βασικό ρόλο στην απάντηση στη βία κατά των γυναικών. Όμως οι κοινοτικές προσπάθειες συχνά είναι αποσπασματικές ή αναθέτονται σε ένα μοναδικό οργανισμό που μόνιμα είναι υποχρηματοδοτούμενος και υποστελεχωμένος. Δεν θα πρέπει να υποθέτουμε πως οι κοινότητες έχουν αρκετούς πόρους (συναισθηματικούς, υλικούς, ή άλλους) για να στηρίξουν τις γυναίκες ή για να τιμωρήσουν ικανοποιητικά τη βία των γυναικών. Η Stubbs αναφέρει πως μερικές γυναίκες στρέφονται στα δικαστήρια γιατί οι οικογένειες και οι φίλοι τους δεν είναι υποστηρικτικοί, δεν μπορούσαν να προσφέρουν αποτελεσματική στήριξη, ή γιατί τέτοια βοήθεια κατέληξε σε βία εναντίον των υποστηρικτών των γυναικών. Επιπλέον, η Stubbs τονίζει πως η δουλειά της «κοινότητας» μπορεί στα αλήθεια να πέφτει κυρίως στους ώμους των γυναικών. «Η κοινοτική παρέμβαση πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από ευφημισμός για την άμισθη εργασία των γυναικών».

Επιπρόσθετα, τι γίνεται αν οι νόρμες της κοινότητας με το να ξεκαθαρίσουν επαναλαμβάνουν τις υπάρχουσες δομές εξουσίας όπως ο σεξισμός και ο ρατσισμός; Η κοινότητα και/ή τα μέλη της οικογένειας μπορεί να υιοθετούν τις δικαιολογίες του δράστη για την συμπεριφορά του. Οι συνεντεύξεις των McGillivray και Comasky με κακοποιημένες γυναίκες Αβορίγινες, για παράδειγμα, δημιούργησαν αμφιβολίες στο αν οι γυναίκες θα αισθάνονταν ασφαλείς ή υποστηριγμένες  σε μια διαδικασία με βάση την κοινότητα. Μια γυναίκα σημείωσε, «Νομίζω θα ήταν καλό πράγμα. Αλλά θα μπορούσε να είναι και τρομακτικό πράγμα επίσης, ανάλογα με το ποιος εμπλέκεται ή ποιου η οικογένεια θα είναι εκεί». Μια άλλη γυναίκα είπε, «Μπορεί να λειτουργήσει αρκεί να υπάρχει καλή επίβλεψη όπου το άτομο ή το θύμα δεν θα χρειάζονταν να ανησυχεί για το αν το ακολουθούν ή ακόμη και αν το σκοτώσουν». Η ακτιβιστική οργάνωση Incite! Women of Color against Violence προβάλουν ανάλογους προβληματισμούς για το πως να δημιουργηθεί πραγματική κοινοτική υπευθυνότητα. Όπως παρατηρούν, «οι ακτιβιστές κατά της φυλακής συχνά υποστηρίζουν άκριτα προγράμματα επανορθωτικής δικαιοσύνης ως εναλλακτικές στον εγκλεισμό δίχως να συλλογίζονται πως θα εξασφαλίσουν ότι αυτά τα μοντέλα προσφέρουν ασφάλεια για τα θύματα»

Χρησιμοποιώντας Επανορθωτική Δικαιοσύνη για την Αντιμετώπιση Ενδοοικογενειακής Βίας

Στα παρακάτω τμήματα, προσφέρω μια συνοπτική οπτική του πως θα μοιάζει ίσως η επανορθωτική παρέμβαση, εστιάζοντας στο ειδικό παράδειγμα της ενδοοικογενειακής βίας. Ενώ η επανορθωτική δικαιοσύνη έχει προοπτική να μειώσει και να αντιμετωπίσει την έμφυλη βία, είναι σε γενικές γραμμές αδοκίμαστο πεδίο. Οι φεμινίστριες ακαδημαϊκοί και οι σύμβουλοι θυμάτων έχουν θέσει σημαντικές ανησυχίες σχετικά με την επανορθωτική διαδικασία και τη χρήση της στην ενδοοικογενειακή βία, και τα ερωτήματα τους απαιτούν σημαντική προσοχή. Όπως αναφέρει η Ruth Busch, «Είναι σωστή επιφύλαξη: αυτή στην οποία αγνοούμε στο πεδίο της ενδοοικογενειακής βίας με ρίσκο άλλων ζωών».

Το παράδειγμα που περιγράφουμε παρακάτω βασίζεται τόσο στην υπάρχουσα ενημέρωση στα υπάρχοντα προγράμματα, και τις δικές μου εμπειρίες μέσα σε μια κοινοτική ομάδα επανορθωτικής εμπειρίας που πρόσφατα άρχισε κριτικούς κύκλους για θέματα ενδοοικογενειακής βίας. Αυτή η ομάδα της κοινότητας συναντώταν για περίπου τέσσερα χρόνια πριν δοκιμάσει μια πιλοτική υπόθεση. Τονίζω αυτό το σημείο για να υπογραμμίσω ξανά την προετοιμασία και την προσοχή που πρέπει να χρησιμοποιηθεί όταν παρεμβαίνουμε σε περιπτώσεις ενδοσυντροφικής βίας. Οι παρεμβάσεις φέρουν το κίνδυνο εκδίκησης εναντίον των θυμάτων, και οι κοινότητες πρέπει να έχει την γνώση, τους πόρους, και την συνέχεια αν θέλουν να αναλάβουν μια τέτοια διεργασία.

  • Τα βασικά του Κύκλου

Η κοινότητα έχει μια ευκαιρία  να διακόψει τους κύκλους της κακοποίησης με το να κρατά τους κακοποιητές υπόλογους, να στηρίζει τα θύματα, και να δρα σαν σύμμαχος και στο θύμα και στον κακοποιητή στην θεραπευτική τους μετάβαση προς μια υγιή ζωή στην κοινότητα. Οι κριτικοί κύκλοι μπορούν να προσφέρουν και την υποστήριξη και την αναγκαία επιβολή για να σταματήσει η ενδοοικογενειακή βία και να διορθώσει τις βλάβες που προκλήθηκαν από αυτή. Ο κύκλος αποτελείται από διάφορα μέλη της κοινότητα που αποφασίζουν τις δυναμικές και το τραύμα που περιλαμβάνονται στο παράπτωμα, τις κατάλληλες τιμωρίες, την αποκατάσταση του θύματος(ων), και επανένταξη του δράστη στην κοινωνία που έβλαψε. Όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται με συναίνεση, περιλαμβανόμενης της όποιας «ποινής» που αναμένεται να ακολουθήσει ο δράστης. Οι κύκλοι συναντώνται εβδομαδιαία, ανά δεκαπενθήμερο ή μηνιαία, συνήθως για τουλάχιστον ένα χρόνο. Η ενδοοικογενειακή βία τείνει να περιλαμβάνει εδραιωμένα μοτίβα σκέψης και ιστορίες κακοποίησης, έτσι οι κύκλοι συνεχίζουν για όσο η διαδικασία κρίνεται χρήσιμη ή επωφελής. Επειδή το πλαίσιο κάθε  παραπτώματος είναι διαφορετικό, εξατομικευμένες στρατηγικές δημιουργούνται σύμφωνα με τις ανάγκες του θύματος και του θύτη, δίνοντας στις ενδιαφερόμενες πλευρές ευκαιρίες να βρουν λύσεις κατάλληλες για την οικογένεια και την κουλτούρα τους.

  • Ασφάλεια

Η ευημερία και η ασφάλεια του θύματος είναι προτεραιότητα. Τα θύματα επιλέγουν αν και πως  πειθυμούν να συμμετέχουν στην διαδικασία. Πολλές θα επιλέξουν να μην συμμετέχουν στους κύκλους που περιλαμβάνουν τους κακοποιητές τους, αλλά μπορεί να προσφέρουν πληροφορίες μέσω ενός τρίτου μέρους, όπως ένα εκπρόσωπο του θύματος. Στα θύματα προσφέρονται οι δικοί τους θεραπευτικοί κύκλοι, που πραγματοποιούνται ξεχωριστά από το κύκλο του δράστη. Τα θύματα έχουν ανάγκη να ακουστούν οι δικές τους ιστορίες δίχως κατηγορία ή κρίση, να έχουν φωνή στο να καταστεί ο κακοποιητής τους υπόλογος, και να ορίσουν τι στήριξη έχουν ανάγκη για να αισθανθούν ασφαλείς και να το ξεπεράσουν. Ο εκπρόσωπος του θύματος και επιζώσες ενδοοικογενειακής βίας είναι πάντα παρόν στους κριτικούς κύκλους για τους κακοποιητές. Τουλάχιστον ένα μέλος του κύκλου έχει σταθερή επαφή με το θύμα, πέρα από την παρουσία του κακοποιητή, για να εκτιμά την ασφάλεια και άλλα θέματα σε σταθερή βάση.

  • Η Αλλαγή του κακοποιητή

Ο κύκλος βάζει ως προτεραιότητα την ανάγκη οι κακοποιητές να αναλάβουν την ευθύνη τους και να είναι υπόλογοι. Η λογοδοσία του κακοποιητή ορίζεται ως μια κατανόηση της επίπτωσης των πράξεων του, συμφωνώντας να συμμετέχει σε μια διαδικασία εξέτασης των αξιών και των μοτίβων πίσω από την κακοποίηση, και αναλαμβάνοντας δράση για την αλλαγή της συμπεριφοράς του. Ενώ ο κύκλος μπορεί να καταδικάζει τις πράξεις του, προσφέρει επίσης στήριξη ώστε να τον βοηθήσει να αλλάξει. Ο δράστης επιλέγεται μέσα από μια διαδικασία ελέγχου, για να αναγνωριστεί αν είναι έτοιμος και πρόθυμος να συμμετέχει σε μια τέτοια διαδικασία. Αυτό περιλαμβάνει την ανάληψη της ευθύνης για τη βία, και μια εκφρασμένη επιθυμία για αλλαγή. Οι κύκλοι εφαρμογής επίσης εκτιμούν αν ο κύκλος έχει επαρκείς πόρους για να ανταποκριθεί σε αυτόν που ζητά βοήθεια. Για παράδειγμα, κακοποιητές με ψυχική ασθένεια που δεν είναι υπό παρακολούθηση ή ενεργούς εθισμούς σε ναρκωτικά ή αλκοόλ δεν είναι καλοί υποψήφιοι για κύκλους. Τέτοια άτομα γενικά χρειάζονται παρεμβάσεις πέρα από αυτά που μπορεί να προσφέρει ο κύκλος της κοινότητας. Αν και οι κύκλοι μπορεί να είναι τρομερά αποτελεσματικοί στο να βοηθήσουν τα άτομα να διατηρήσουν την νηφαλιότητα τους, οι δράστες πρέπει να είναι καθαροί (και να δεσμευτούν πως θα μείνουν έτσι) ώστε να μπορούν να προχωρήσουν με το έργο.

  • Αντιμετωπίζοντας Βασικές Αιτίες και Ανισορροπίες Εξουσίας

Τα μέλη της κοινότητας δεν είναι υποχρεωτικά καλά εκπαιδευμένα σχετικά με την ενδοοικογενειακή βία. Μπορεί να κατηγορούν θύματα, να υποβαθμίζουν το τραύμα, ή να αισθάνονται μπερδεμένοι για το πως θα βοηθήσουν. Η ενδοοικογενειακή βία είναι αποτέλεσμα περίπλοκων παραγόντων, που περιλαμβάνουν την παρουσία καταπίεσης και σεξισμού στην κοινωνία, την κοινωνικοποίηση, την ανικανότητα διαχείρισης συναισθημάτων, και την απόφαση ενός ατόμου να χρησιμοποιήσει κακοποιητικές πράξεις για να κερδίσει την εξουσία και έλεγχο πάνω σε ένα άλλο άτομο. Οι επανορθωτικές πρακτικές χρειάζεται να αναγνωρίσουν τις ανισορροπίες εξουσίας που υπάρχουν μεταξύ θύματος και κακοποιητή, και να εκπαιδεύσουν όλα τα μέλη του κριτικού κύκλου ώστε να κατανοήσουν τις ιδιαίτερες δυναμικές της ενδοοικογενειακής βίας. Οι κύκλοι χρειάζεται να είναι ευαίσθητοι σε – και ικανοί να διακόπτουν – δικαιολογίες για τη βία και τις κακοποιητικές δυναμικές που μπορεί να εμφανιστούν )ανεξαρτήτως πόσο διακριτικά) σε ένα κύκλο.

  • Έμφαση στην Θεραπευτική Διαδικασία

Στα θύματα/επιζώσες παρέχονται χειροπιαστά μέσα υποστήριξης και ευκαιρίες για θεραπεία. Η θεραπεία περιλαμβάνει την ευκαιρία για αφήγηση σε ένα κοινό που ενθαρρύνει την αφήγηση και επικυρώνει την ιστορία. Η Judith Herman αναφέρει πως αυτό το είδος  δημόσιας γνώσης συχνά είναι ουσιαστικό για την απόλυτη λύση του τραύματος. Οι δημόσιες αφηγήσεις από τα θύματα μπορούν να θεωρηθούν ως έμφυτα πολιτικές. Γράφει, «Η θύμηση και η αφήγηση της αλήθειας για τρομερά γεγονότα είναι προαπαιτούμενο τόσο για την επανόρθωση της κοινωνικής τάξης και για την θεραπεία του θύματος». Οι κακοποιητές ενθαρρύνονται να αναλάβουν την ευθύνη για τις πράξεις τους και υποστηρίζονται στο να αλλάξουν την συμπεριφορά τους. ο στόχος είναι η αποκατάσταση των υγειών ανθρώπινων όντων και σχέσεων, και η ενίσχυση τόσο του θύματος όσο και του θύτη ώστε να ζήσουν ελεύθεροι από βία.

Συμπεράσματα

Ένας πολύ γνωστός στόχος του αναρχισμού είναι η καταστροφή του Κράτους. «Δεν είναι όμως αρκετό το να καταστρέψουμε», έγραψε ο Kropotkin· «Πρέπει επίσης να ξέρουμε να χτίσουμε…». Κάθε κριτική στο Κράτος δημιουργεί το ερώτημα με τι θα πρέπει να αντικαταστήσουμε το Κράτος και πως θα δημιουργήσουμε ένα τέτοιο εγχείρημα. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το ερώτημα αν οι κοινότητες  μπορούν να αποτρέψουν και να απαντήσουν σε έμφυλα τραύματα δίχως το Κράτος, και τι θα χρειαστεί για να το κάνουν. Οι επικριτές της επανορθωτικής δικαιοσύνης αναρωτιούνται αν τέτοιες πρακτικές λειτουργούν μόνο σε ουτοπικές συνθήκες – «αβίωτες» με δεδομένη την σημερινή κατάσταση των πραγμάτων. Το ίδιο ερώτημα έχει γίνει για τον αναρχισμό. Ο Ferrel απαντά, «Η ανικανότητα μας να φανταστούμε εναλλακτικές, ή να φανταστούμε πως οι εναλλακτικές μπορούν να λειτουργήσουν, μπορεί να μας αποκαλύψει περισσότερα για την δύναμη του σημερινού συστήματος από ότι για τις ίδιες τις εναλλακτικές»

Ο αναρχισμός πιστεύει πως το Κράτος έχει μεγάλο συμφέρον στο να ελέγχει όλες τις μεθόδους επίλυσης σύγκρουσης και της κατανομής εξουσίας. Η δύναμη των σημερινών θεσμών μας έχει πρακτικά στερήσει να μοιραζόμαστε κοινοτική γνώση, να αλληλοβοηθιόμαστε με άλλους, και να απαντάμε άμεσα σε ηθικά προβλήματα. Ο αναρχισμός υποστηρίζει πως ένας από τους λόγους που τα μέλη της κοινότητας  είναι λιγότερο πιθανό να παρέμβουν σε ζητήματα εγκλήματος είναι πως έχουν χάσει την αίσθηση της υπευθυνότητας για τους άλλους και την «κοινοτική γνώση» που είναι απαραίτητα για την αντιμετώπιση συγκρούσεων.

Πως αρχίζουν οι άνθρωποι να συμπεριφέρονται με τρόπους που αναπτύσσουν την δική τους αίσθηση συμπόνιας, επάρκειας και ικανότητας; Αυτά τα ερωτήματα είναι βασικά σε κάθε είδος επανάστασης, «καθώς μια αίσθηση για τις ικανότητες και τις δυνάμεις κάποιου είναι ακριβώς αυτό που μπορεί να αρνηθούν οι καταπιεστές στους καταπιεσμένους». Η αναρχική φεμινιστική ομάδα Mujeres Libres, για παράδειγμα, προσπάθησε να αναπτύξει στρατηγικές ενίσχυσης που θα επέτρεπαν στις προηγουμένως υποταγμένες γυναίκες να πραγματώσουν τις ικανότητες τους. Όπως εξηγεί η Martha Ackelberg:

«Όταν οι άνθρωποι ενώνονται για να ασκήσουν έλεγχο πάνω στο χώρο εργασίας τους, στην κοινότητα τους, τις συνθήκες των καθημερινών τους ζωών, την εμπειρία των αλλαγών που κάνουν ως δικής τους. αντί της ενίσχυσης της αίσθησης αδυναμία που συχνά συνοδεύει μικρές βελτιώσεις που προσφέρονται από την κορυφή μιας ιεραρχικής δομής, μια στρατηγική άμεσης δράσης επιτρέπει στους ανθρώπους να δημιουργήσουν την δική τους δύναμη»

Η επανορθωτική δικαιοσύνη ταιριάζει με τις αναρχικές απόψεις που επιδιώκουν να αντικαταστήσουν το Κράτος μέσα από την δημιουργία μιας πληθώρας εθελοντικών οργανισμών. Οι αναρχικές φιλοσοφίες της αλληλοβοήθειας και της άμεσης δράσης έχουν υλοποιηθεί σε πολλά ιδανικά και διεργασίες της επανορθωτικής δικαιοσύνης, μεταξύ τους συναντήσεις πρόσωπο με πρόσωπο (άμεσες) μεταξύ των ατόμων, και το ρόλο της κοινότητας στην διευκόλυνση της θεραπευτικής διαδικασίας και της επίλυσης των προβλημάτων. Ο Γερμανός αναρχικός Gustav Landauer μιλά για αυτό ακριβώς: «Το κράτος δεν είναι κάτι που μπορεί να καταστραφεί με μια επανάσταση, αλλά μια συνθήκη, μια συγκεκριμένη σχέση μεταξύ ανθρώπινων όντων, ένας τρόπος συμπεριφοράς· το καταστρέφουμε αντιπαραβάλλοντας άλλες σχέσεις, με το να συμπεριφερόμαστε διαφορετικά». Αυτό είναι το πνεύμα της διαδικασίας της επανορθωτικής δικαιοσύνης. Καθώς η επανορθωτική δικαιοσύνη ωριμάζει, τόσο ως κοινωνικό κίνημα και ως βιώσιμη πρακτική για αποτροπή τραύματος και επανόρθωσης, μπορεί να φέρει ένα πειστικό μοντέλο που περιλαμβάνει τόσο την έκκληση για ασφάλεια των γυναικών και την έκκληση για την κατάργηση των κρατικά νομιμοποιημένων συστημάτων νόμου και τιμωρίας.
ΠΗΓΗ: https://geniusloci2017.wordpress.com/

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου