Loading...

Κατηγορίες

Δευτέρα 06 Μάρ 2023
Ο μύθος της δικαστικής ουδετερότητας
Κλίκ για μεγέθυνση












EUROKINISSI/ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ




06.03.2023, 15:31
 
 
ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (3)

Οπως είπαμε στα προηγούμενα, σε δύσκολες υποθέσεις που έχουν δύο υποστηρίξιμες αλλά αντίθετες αποφάσεις, οι δικαστές δεν ερμηνεύουν τυπικά τις λέξεις του νόμου αλλά κατασκευάζουν την απόφαση (https://www.efsyn.gr/themata/politika-kai-filosofika-epikaira/379234_dikaio-kai-politiki-2-oi-dikastes). Η κατασκευή αυτή χρησιμοποιεί μια γενική φιλοσοφική και ηθική θεώρηση για τη λειτουργία της δημοκρατικής κοινωνίας και τις αξίες του δικαίου. Οι πεποιθήσεις των δικαστών επηρεάζουν της επιχειρηματολογία συνειδητά ή ασυνείδητα. Κάποιοι δικαστές ακολουθούν τις λεκτικές διατυπώσεις του νόμου όταν αυτό είναι δυνατό – συνήθως δεν είναι. Αλλοι ερμηνεύουν πιο δημιουργικά και με κάποια αυτονομία.

Στην άλλη άκρη, οι δικαστές γίνονται νομοθέτες, καθώς οι ρίζες τους ως ερμηνευτών έχουν από καιρό ξεπεραστεί από τη φύση τής γεμάτης γενικές και αφηρημένες έννοιες νομοθεσίας. Αν η δικαστική λειτουργία ήταν αμιγώς τεχνική, θα χρειαζόμασταν μόνο τεχνοκράτες νομικούς ή, καλύτερα, γλωσσολόγους και ερμηνευτές της λογοτεχνίας. Ενας υπολογιστής θα συνέδεε τον νόμο με τα πραγματικά περιστατικά και presto θα είχαμε την απόφαση. Ομως, η γλώσσα αντιστέκεται σε τέτοιες μηχανιστικές απόψεις, ενώ μια νομολογία που δεν παίρνει υπόψη της το κοινωνικό περιβάλλον και τις επιπτώσεις της απόφασης είναι και ανόητη και βλαπτική. Οι δικαστές λειτουργούν υποχρεωτικά σήμερα, είτε το αναγνωρίζουν είτε όχι, ως δημιουργοί κανόνων και ως πολιτικοί παράγοντες.

Η θεωρία του κράτους δικαίου υποστηρίζει ότι μπορεί να μεταφράζει πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις σε διαφωνίες περί της ερμηνείας του νόμου, να τις αναθέτει σε τεχνικούς του δικαίου, δικηγόρους και δικαστές, και έτσι να οδηγεί στην επίλυσή τους και την κοινωνική ειρήνη. Ωστόσο, οι αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων, όπως υποστηρίξαμε, κατάργησαν σημαντικές πολιτικές της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ που είχαν στέρεο νομικό υπόβαθρο και συστηματικά υποστηρίζουν τα μεγάλα συμφέροντα. Η Δικαιοσύνη από πεδίο επίλυσης έγινε πεδίο διεξαγωγής της πολιτικής σύγκρουσης.

Για να κατανοήσουμε την ουσία της αντιπαράθεσης πρέπει να εξετάσουμε τον ρόλο της νομικής ιδεολογίας. Δυστυχώς, οι νομικές σπουδές στην Ελλάδα ελάχιστα ασχολούνται με τέτοια θέματα και η μεθοδολογία της δικαστικής απόφασης εξαντλείται σε κοινοτοπίες για το πώς επιτυγχάνεται η ορθή ή «αντικειμενική» ερμηνεία του νόμου. Αν δεν υπάρξει μια συστηματική κριτική θεωρία του δικαίου, κάτι που γίνεται σε όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου, δεν θα αποφευχθεί η ευκαιριακή πολιτικοποίηση της κριτικής προς τους δικαστές, ούτε θα κατανοήσουν τον ρόλο τους οι νομικοί του μέλλοντος.

Θρησκευτική παιδεία και ιδεολογία

Οι πρόσφατες υποθέσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 86 του Συντάγματος αποτελούν πολύτιμο εργαστήρι για την κατανόηση της νομικής ιδεολογίας. Ας πάρουμε μια χαρακτηριστική απόφαση του ΣτΕ το 2018 για τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών. Με πλειοψηφία μίας ψήφου, το δικαστήριο ακύρωσε το νέο πρόγραμμα του μαθήματος, επειδή δεν έχει ορθόδοξο κατηχητικό χαρακτήρα και δίνει πληροφορίες για άλλα δόγματα και θρησκείες. Η απόφαση στηρίχτηκε στη συνταγματική αναφορά στην «επικρατούσα θρησκεία» και στην ελευθερία «της θρησκευτικής συνειδήσεως» (άρθρα 3, 13 και 16 του Συντάγματος).

Επιχειρηματολογεί η πλειοψηφία: «Η έννοια της «θρησκευτικής» συνειδήσεως είναι, εν όψει και της χρήσεως οριστικού άρθρου [της συνειδήσεως], συγκεκριμένη και δεν αφορά σε οποιοδήποτε έθνος και σε οποιοδήποτε θρήσκευμα». Ως ανάπτυξη της συνείδησης νοείται η «εμπέδωση και η ενίσχυση της συγκεκριμένης αυτής [ορθόδοξης] θρησκευτικής συνειδήσεως». Αν το μάθημα εισάγει στοιχεία από άλλα δόγματα και θρησκείες, «καλλιεργεί αμφιβολίες… προκαλεί σύγχυση… και με τη σύγχυση και με τον επιδιωκόμενο αναστοχασμό των μαθητών κλονίζει την ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση». Το ΣτΕ καταλήγει ότι «το κράτος δεν μπορεί να στερήσει από τους μαθητάς που ασπάζονται ορισμένη θρησκεία το δικαίωμα… να διδάσκονται αποκλειστικά τα δόγματα της πίστεώς των».

Εδώ έχουμε μια συνηθισμένη παραποίηση της έννοιας του «δικαιώματος». Το κράτος υποχρεούται να παρέχει παιδεία που αποσκοπεί στην «ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών». Η υποχρέωση του κράτους μετατρέπεται σε «δικαίωμα» των μαθητών σε ορθόδοξη θρησκευτική εκπαίδευση. Οπως όλα τα δικαιώματα έχει κατ’ αρχάς απόλυτο χαρακτήρα. Ετσι αυτό το ανύπαρκτο «δικαίωμα» οδηγεί στον αποκλεισμό της γνωριμίας άλλων δογμάτων ή θρησκειών και παραβιάζει τα «δικαιώματα» των αλλόθρησκων, αλλόδοξων και άθεων μαθητών να μην υπόκεινται σε προσηλυτισμό. Για τους δικαστές της μειοψηφίας, το «πίστευε και μη ερεύνα» και ο κατηχητικός χαρακτήρας του μαθήματος «θα ισοδυναμούσε όχι με ανάπτυξη αλλά με «επιβολή θρησκευτικής συνείδησης» συγκεκριμένου περιεχομένου, η οποία αντίκειται στις αρχές της θρησκευτικής ουδετερότητας και της πολυφωνίας». Η άποψη ότι ο στοχασμός και ο αναστοχασμός σε κεντρικά υπαρξιακά ερωτήματα οδηγούν σε σύγχυση παραβιάζει τις φιλελεύθερες αρχές που υπηρετεί η παιδεία. Η αντιδραστική και παράλογη αυτή ιδεολογία παρουσιάζεται ως νομική αλήθεια.

Παρουσίασα αυτή την υπόθεση γιατί είναι χαρακτηριστικά «εύκολη». Κανένας νομικός δεν θεωρούσε ότι ήταν δυνατό να γίνει δεκτή η προσφυγή που αντιτίθεται στη νομολογία και αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Εγινε αμφιλεγόμενη γιατί κατασκευάστηκε μια απίθανη ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων που οδηγούσε στο λάθος αποτέλεσμα. Την ερμηνεία αυτή υιοθέτησαν εννιά δικαστές, την άλλη οκτώ. Δεν ήταν ούτε η μόνη ούτε η «σωστή».

Ερμηνεία ή εξουσία;

Είναι αστείο να υποστηρίξει κάποιος ότι το άρθρο «της» στη φράση «της θρησκευτικής συνείδησης» καθορίζει τι μάθημα θα γίνεται. Η απόφαση δεν αφορά το νόημα των λέξεων αλλά επιλογή μιας προφανώς λαθεμένης άποψης. Οταν η επιλογή εκφράζει γενικά αποδεκτές αξίες ή συμφέροντα, η απόφαση μπορεί να παρουσιαστεί ως ορθή ερμηνεία των λέξεων. Ομως, πολλές υποθέσεις που καταλήγουν στο ΣτΕ αφορούν έντονες πολιτικές και αξιακές συγκρούσεις και ασυμβίβαστα κοινωνικά συμφέροντα. Δεν σημαίνει ότι οι εννιά είναι καλύτεροι νομικοί από τους οκτώ ή ότι η άποψή τους αποτελεί την «αυθεντική» ερμηνεία του Συντάγματος. Σημαίνει, απλώς, ότι η μία άποψη επιλέχτηκε από έναν παραπάνω δικαστή. Επειδή, ακριβώς, δεν υπάρχει μια ορθή και γενικά αποδεκτή λύση του προβλήματος, επικρατεί η πλειοψηφία.

Η νομική επιχειρηματολογία αποτελεί τον επιφανειακό τρόπο θεμελίωσης της απόφασης. Η νομική θεμελίωση περιλαμβάνει νομικά επιχειρήματα, ιδεολογικές ή πολιτικές επιλογές των δικαστών που δεν αναφέρονται και, τέλος, ασυνείδητα κίνητρα που δεν τα ξέρουν ούτε οι ίδιοι οι δικαστές, όπως συμβαίνει με όλους μας. Στις πολιτικά αμφισβητούμενες υποθέσεις το δικαστήριο δεν ερμηνεύει το δίκαιο. Η ίδια η απόφαση δημιουργεί δίκαιο. Δεν ακολουθεί η απόφαση έναν προϋπάρχοντα κανόνα, παρότι εμφανίζεται ως τέτοια. Η ίδια η απόφαση δημιουργεί τον κανόνα της και αλλάζει τον συσχετισμό δύναμης. Οχι μόνο δεν τηρείται η διάκριση των εξουσιών –μια θεωρία που εφαρμόζεται κυρίως μέσω των εξαιρέσεών της– αλλά αντίθετα αναγνωρίζεται έμμεσα ο πολιτικός και ιδεολογικός ρόλος των δικαστηρίων. Οι μέθοδοι δικαστικής ερμηνείας είναι, επομένως, διαδικασίες παραγωγής «υποκειμένων» ερμηνείας και επιβολής εξουσίας παρά τρόποι πρόσβασης στο νόημα του κειμένου.

Σε υποθέσεις με πολιτικό διακύβευμα η ουδετερότητα των δικαστών είναι αδύνατη. Αλλά ο ισχυρισμός περί ουδετερότητας δεν είναι ούτε ψέμα ούτε απάτη αλλά νομιμοποιητικός μύθος. Οι μύθοι αποτελούν τις «ιερές» ιστορίες του παρόντος: αποκαλύπτουν «αυτονόητες» αλήθειες στους «πιστούς» τους, που τους επιτρέπουν να βλέπουν τον κόσμο συνεκτικά από τη σκοπιά των συμφερόντων τους, και προφανείς παρανοήσεις στους αντιπάλους. Οι «πιστοί» έχουν επενδύσει πολλά στον μύθο τους και αδυνατούν να τον αναγνωρίσουν ως τέτοιο, βάζοντας κάτω από το χαλί ό,τι τον υποσκάπτει. Δεν είναι, λοιπόν, ο μύθος μια ψεύτικη κατανόηση του κόσμου αλλά η περιγραφή του από μία μόνο προοπτική που εμφανίζεται ως καθολική.

*Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, διευθυντής του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς»

πηγη: https://www.efsyn.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου