Λίγες μέρες μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, το Κίεβο υπέβαλε επίσημα αίτηση ένταξης -και μάλιστα με «ταχεία διαδικασία» (fast track)- στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τον Μάρτιο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ανέθεσε στην Επιτροπή να ετοιμάσει «γνώμη» (opinion/avis) για την αίτηση αυτή κατά την καθιερωμένη διαδικασία. Η Επιτροπή αναμένεται να υποβάλει τη γνώμη της μέσα στον Ιούνιο.

Υποστηρίζω εδώ πως το συμφέρον της ΕΕ, όπως και η προάσπιση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, επιβάλλουν να μη δοθεί συνέχεια στην αίτηση της Ουκρανίας και οι θεσμικές μας σχέσεις με αυτήν να παραμείνουν για το ορατό μέλλον στο ισχύον καθεστώς σύνδεσης. Το ίδιο εξάλλου πιστεύω και για τη Μολδαβία και την Γεωργία που ακολούθησαν το Κίεβο υποβάλλοντας και αυτές αιτήσεις ένταξης.

Η Ουκρανία είναι θύμα μιας απολύτως παράνομης επίθεσης και εύλογα αναζητεί όλα τα δυνατά στηρίγματα για να αμυνθεί. Ο Ζελένσκι είναι κατανοητό να διατυπώνει και υπερβολικές ή μη ρεαλιστικές αξιώσεις. Βέβαια, όταν οι αξιώσεις αυτές υπερβαίνουν κάποια όρια, ο ίδιος και η χώρα του χάνουν την αξιοπιστία τους και δίνουν την εντύπωση πως μετατρέπονται σε όργανα δυνάμεων που έχουν άλλους στόχους από την υπεράσπιση της Ουκρανίας. Και υπερβαίνει τέτοια όρια όταν απαιτεί η Δύση να κηρύξει στην ουσία παγκόσμιο πόλεμο ή να υιοθετήσει κυρώσεις που θα τινάξουν την παγκόσμια οικονομία στον αέρα, ή ακόμα όταν μιλά για γενοκτονία ή καταγγέλλει χώρες και ηγέτες που τον βοηθούν. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που εξετάζω εδώ είναι το δικό μας συμφέρον, της Ευρώπης και της διεθνούς ειρήνης.

Κατά τη γνώμη μου, η Ένωση θα πρέπει να απαντήσει απορριπτικά στην ουκρανική αίτηση με το παρακάτω σκεπτικό.

Όχι στην παραπέρα κλιμάκωση

 

Η ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ και κάθε βήμα προς αυτήν θα σήμαιναν πρόσθετη σημαντική κλιμάκωση της αντιπαράθεσης της Δύσης και της Ευρώπης με τη Ρωσία, πράγμα κατά τη γνώμη μου μη επιθυμητό και επικίνδυνο.

Για τη Ρωσία τυχόν ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ θα έπληττε ουσιώδη οικονομικά και στρατηγικά της συμφέροντα. Υποστηρίζεται βέβαια πως δεν είναι αποδεκτό μια χώρα να αντιτίθεται στην ελεύθερη επιλογή του εξωτερικού προσανατολισμού μιας άλλης. Όμως η Ρωσία θεωρεί πως οι επιλογές των γειτόνων της δεν μπορούν να πλήττουν τη δική της ασφάλεια και συμφέροντα. Και παρά τα όσα ακούγαμε πριν από τον Φεβρουάριο (τότε σχετικά την ένταξη στο ΝΑΤΟ), σήμερα οι πάντες και στη Δύση θεωρούν δεδομένο πως μια λύση του ουκρανικού θα περιλαμβάνει την ουδετεροποίηση και την μη ένταξή της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Άρα, το βασικό επιχείρημα της Μόσχας γίνεται επί της αρχής αποδεκτό. Όπως έχει γίνει δεκτό στο παρελθόν πως η Κούβα δεν θα πρέπει να έχει πυραύλους που να μπορούν να πλήξουν τις ΗΠΑ ή πως η Κύπρος δεν μπορεί να ενωθεί με την Ελλάδα.

Η άποψη πως η ένταξη στην ΕΕ αποτελεί μια «light» εκδοχή ης ένταξης στο ΝΑΤΟ και άρα δεν θα προκαλέσει την ανάλογη αντίδραση της Μόσχας δεν ευσταθεί. Πέρασαν οι καιροί όπου η Μόσχα διαφοροποιούσε την ΕΕ από το ΝΑΤΟ. Εδώ και αρκετά χρόνια, ΕΟΚ και ΝΑΤΟ είναι για τη Ρωσία «το ίδιο συνδικάτο» και στην αντίληψη αυτή συνέβαλε η ΕΕ, ευθυγραμμιζόμενη με την επιθετική  αντι-ρωσική πολιτική των ΗΠΑ. Να θυμίσω πως τα γεγονότα του 2014 πυροδοτήθηκαν από τη συμφωνία σύνδεσης με την ΕΕ (και όχι με το ΝΑΤΟ) και από την επιμονή της Ευρώπης να επιβάλει στο Κίεβο να επιλέξει ανάμεσα στην ΕΕ και τη Ρωσία, αποκλείοντας τη διατήρηση στενών δεσμών και με τους δύο. Να θυμίσω επίσης, πως η ΕΕ δεν είναι πια (και καλώς) μια απλή οικονομική ένωση, έχει σαφή πολιτική, ακόμη και αμυντική διάσταση, έχει δε υιοθετήσει και ρήτρα αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής (άρθρο 42.7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση).

Η γραμμή ένταξης της Ουκρανίας στην ΕΕ υπηρετεί συνεπώς τη στρατηγική αυτών που επιζητούν τη συνέχιση και κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία, μέχρι μια (αμφίβολη) αποφασιστική ήττα της, αδιαφορώντας για το πρόσθετο αίμα (Ουκρανών κυρίως) που μια τέτοια εξέλιξη συνεπάγεται, για την παγκόσμια οικονομική κρίση που θα προκαλέσει και για τον κίνδυνο εκτροχιασμού του πολέμου σε πυρηνικό ολοκαύτωμα.

Οι δυνάμεις της λογικής -που τελευταία ακούγονται ευτυχώς όλο και περισσότερο ιδίως στην Ευρώπη, αλλά και στην Αμερική- απορρίπτουν αυτήν την τυχοδιωκτική στρατηγική. Για την Ευρώπη, πέρα από τους κινδύνους και το κόστος της κλιμάκωσης, υπάρχει ένας ακόμη λόγος.. Για μας, μια επιθετική Ρωσία αποτελεί ασφαλώς απειλή, ενώ και το σημερινό της καθεστώς πόρρω αφίσταται από τις ευρωπαϊκές αξίες. Αυτός είναι και βασικός λόγος που επιθυμούμε μια ισχυρή ατλαντική σχέση. Όμως η συντριβή και περιθωριοποίηση της Ρωσίας δεν είναι προς το συμφέρον μας. Η ύπαρξη μιας ισχυρής Ρωσίας (όπως και Κίνας) είναι ένα σημαντικό αντίβαρο στην αμερικανική παγκόσμια μονοκρατορία που η ιστορία των τελευταίων δεκαετιών δείχνει πως και αυτή πολύ συχνά δεν συμβαδίζει με τα συμφέροντα και τις αξίες μας. Ας θυμηθούμε μόνο την περιπέτεια Τραμπ, που δεν αποκλείεται και να επαναληφθεί. Με τη Ρωσία περιθωριοποιημένη ή με τη Ρωσία ως εχθρό, η Ευρώπη γίνεται υποτελής δορυφόρος των ΗΠΑ, μακριά από κάθε αυτονομία.

Όχι στη εγκατάλειψη του ευρωπαϊκού σχεδίου

Η Ουκρανία απέχει μίλια (δεκαετίες, είπε ο πρόεδρος Μακρόν) από τον να πληροί τα κριτήρια για προσχώρηση στην ΕΕ (τα «κριτήρια της Κοπεγχάγης»). Μέσα στο σημερινό κλίμα (εύλογης) καταγγελίας του καθεστώτος Πούτιν, συχνά λησμονείται πως η Ουκρανία είναι ένα κράτος με εξόχως προβληματική δημοκρατία και οικονομία, όπου κυβερνούν ολιγάρχες («κλεπτοκρατία» το έχουν χαρακτηρίσει), τα περισσότερα αντιφρονούντα κόμματα έχουν τεθεί εκτός νόμου, οι πολιτικές στο εθνοτικό ζήτημα είναι απαράδεκτες. Στον τομέα της διαφθοράς και της ελευθεροτυπίας η κατάσταση είναι κακή, αισθητά χειρότερη σε σχέση με όλες τις βαλκανικές χώρες που επιδιώκουν την ένταξη.

Η είσοδος στην ΕΕ μιας μεγάλης χώρας 50 εκατομμυρίων κατοίκων, με καθυστερημένη οικονομία, προβληματική δημοκρατία και σε ρήξη με τον μεγάλο της γείτονα, θα λειτουργούσε προφανώς διαλυτικά για την ΕΕ, τη συνοχή και την εμβάθυνσή της. Θα δυσχέραινε καίρια κάθε φιλόδοξο σχέδιο για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Δεν είναι περίεργο πως την ουκρανική ένταξη υποστηρίζουν ακριβώς όσοι θέλουν την Ένωση μια απλή κοινή αγορά και ένα γεωπολιτικό παράρτημα του ΝΑΤΟ. Πρώτοι ανάμεσά τους οι Βρετανοί, που αφού οι ίδιοι έφυγαν, ενώ καταγγέλλουν καθημερινά την Ένωση, ήταν πάντα -και συνεχίζουν και σήμερα να είναι!- οι πιο θερμοί οπαδοί της μεγάλης διεύρυνσης, ιδίως προς την κατεύθυνση της γειτονιάς της Ρωσίας (μέχρι και το Καζακστάν, υποστήριζε ήδη προ εικοσαετίας ένα think tank τους).

Η ανακήρυξη της Ουκρανίας σε υποψήφιο μέλος θα ήταν λάθος μήνυμα

Η αλήθεια είναι πως λίγοι εισηγούνται σήμερα την άμεση ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ, αν και η ίδια η ουκρανική ηγεσία, όπως και οι πιο θερμοί της υποστηρικτές εντός της Ένωσης (Πολωνία, βαλτικές χώρες κλπ.) απαιτούν να ακολουθηθεί μια διαδικασία «fast track», διαδικασία που βέβαια δεν προβλέπεται, αφού το χρονοδιάγραμμα της ένταξης είναι συνάρτηση της εκπλήρωσης των κριτηρίων από το υποψήφιο μέλος. Για την Ουκρανία, όπως ήδη σημειώθηκε, αυτό θα σήμαινε πολλά χρόνια ή και δεκαετίες.

Υποστηρίζεται όμως ότι πρέπει να δοθεί ένα «ισχυρό πολιτικό μήνυμα» στην Ουκρανία πως έχει «ευρωπαϊκή προοπτική», δηλαδή προοπτική να γίνει μέλος. Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται να της δοθεί το καθεστώς του υποψήφιου μέλους. Προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να κλίνουν αρκετοί στην ΕΕ, περιλαμβανομένης ίσως και της Επιτροπής που δεν αποκλείεται να περιλάβει τέτοια πρόταση στη «γνώμη» της. Προς τα εκεί «δείχνουν» και η διατύπωση που υιοθέτησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Μάρτιο, πως «η Ουκρανία ανήκει στην ευρωπαϊκή οικογένεια», η δήλωση της προέδρου της Επιτροπής πως οι Ουκρανοί «είναι δικοί μας και τους θέλουμε μέσα», αλλά ακόμη και η -πάντως πιο διφορούμενη- διατύπωση του ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καλεί τα θεσμικά όργανα της ΕΕ «να εργαστούν προς τη χορήγηση καθεστώτος υποψήφιας χώρας στην Ουκρανία, […] με βάση τα επιτεύγματα [merits] της χώρας αυτής».

Ας θυμίσουμε εδώ για την ιστορία πως η ισχύουσα συμφωνία σύνδεσης με την Ουκρανία δεν προβλέπει την ευρωπαϊκή της προοπτική. Περιέχει όμως στο προοίμιο μια διατύπωση που φαίνεται να μην «κλείνει» το ζήτημα («η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνωρίζει τις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Ουκρανίας και χαιρετίζει την ευρωπαϊκή επιλογή της»). Ωστόσο, οι Ολλανδοί καταψήφισαν τη συμφωνία με δημοψήφισμα και για να παρακαμφθεί το «όχι» τους και να τους καθησυχάσουν, οι Ευρωπαίοι ηγέτες υιοθέτησαν απόφαση (τον Δεκέμβριο 2016) που διατράνωνε χωρίς διφορούμενα πως η Ουκρανία δεν έχει ευρωπαϊκή προοπτική.

Κατά τη γνώμη μου το αναγκαίο πολιτικό μήνυμα της ΕΕ για στήριξη της Ουκρανίας θα είναι λάθος να περιλαμβάνει την «ευρωπαϊκή προοπτική» και ακόμη περισσότερο το τυπικό καθεστώς υποψήφιας χώρας:

  • Πρώτον, γιατί αυτό θα συμβάλει στην παραπέρα όξυνση της αντιπαράθεσης με τη Μόσχα σε μια πολύ επικίνδυνη περίοδο.
  • Δεύτερον, επειδή θα κοροϊδεύαμε τους Ουκρανούς και ιδιαίτερα το τμήμα εκείνο της κοινωνίας που είναι γνήσια δημοκρατικό και φιλοευρωπαϊκό. Θα καλλιεργούσαμε την ψευδαίσθηση πως η ένταξη στην ΕΕ και όχι η διαπραγμάτευση και ο συμβιβασμός με τη Ρωσία είναι η λύση στο πρόβλημά τους, την ώρα που γνωρίζουμε πολύ καλά πως ένταξη δεν υπάρχει ούτε στον μακρινό ορίζοντα. Το «ισχυρό πολιτικό μήνυμα» θα ήταν ένα παραπλανητικό μήνυμα.
  • Τρίτον, επειδή η ΕΕ θα έχανε κάθε αξιοπιστία εκεί που η ατζέντα της διεύρυνσης έχει νόημα, στα Δυτικά Βαλκάνια. Την ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων την έχουμε υποσχεθεί εδώ και 22 χρόνια. Σοβαρά γεωπολιτικά εμπόδια για την υλοποίησή της δεν υπάρχουν, οι χώρες αυτές είναι μικρές και πιο «προχωρημένες» από την Ουκρανία όσον αφορά τα κριτήρια ένταξης. Και όμως η όλη διαδικασία καρκινοβατεί επί χρόνια, σκανδαλωδώς στην περίπτωση της Βόρειας Μακεδονίας, κυρίως λόγω της «ενταξιακής κόπωσης» μεγάλων κρατών μελών ή και εθνικών εγωισμών ορισμένων άλλων. Οι λαοί λοιπόν των Βαλκανίων θα έβλεπαν να τους «προσπερνά» η Ουκρανία με κραυγαλέα παραβίαση όλων των όρων που επί χρόνια χρησιμοποιούμε για να τις καθυστερήσουμε (κριτήρια Κοπεγχάγης, επίλυση διαφορών με γείτονες, «απορροφητική ικανότητα» της Ένωσης), ενώ οι ίδιοι παραμένουν στη λίστα αναμονής. Με άλλα λόγια, το «ισχυρό πολιτικό μήνυμα» προς την Ουκρανία θα ήταν ένα ισχυρό λάθος μήνυμα προς τα Βαλκάνια και ως προς την αξιοπιστία μας.

Συνοψίζω:

Η ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ όπως και υποσχέσεις για ένταξη αποτελούν στη σημερινή φάση της πολεμικής σύγκρουσης με τη Ρωσία βήμα προς την παραπέρα κλιμάκωση της αντιπαράθεσης και εντάσσονται αναπόφευκτα στην τυχοδιωκτική στρατηγική των γερακιών της Δύσης. Οι θιασώτες αυτής της στρατηγικής επισημαίνουν μεν ορθά πως μια δικαίωση του επιτιθέμενου αποτελεί επικίνδυνο προηγούμενο για τη διεθνή κοινότητα (όπως και σε τόσες άλλες περιπτώσεις που επιτιθέμενη ήταν η Δύση). Αποσιωπούν όμως τους κινδύνους, το αίμα και τις γεωπολιτικές συνέπειες της πολιτικής που αυτοί προωθούν. Και βέβαια αποσιωπούν την ευθύνη και της Δύσης για το ότι φθάσαμε σε τέτοια δύσκολα διλήμματα, όπου πάντως προέχει η παγκόσμια ειρήνη και η αυτοσυντήρηση της Ευρώπης. Μας λένε πως φοβούνται την ατιμωρησία του Πούτιν, αλλά στην πραγματικότητα φοβούνται περισσότερο την αμφισβήτηση της αμερικανικής μονοκρατορίας.

Κατά τη γνώμη μου, η ΕΕ θα πρέπει να αντισταθεί στις πιέσεις να μετατρέψει το ευρωπαϊκό σχέδιο σε εργαλείο ενός νέου Ψυχρού Πολέμου, θυσιάζοντας σε αυτό κάθε φιλοδοξία και αυτονομία για την Ευρώπη. Υπάρχουν σήμερα ενδείξεις πως στο Παρίσι, το Βερολίνο, αλλά και αλλού, οι αντιστάσεις στις πιέσεις αυτές ενισχύονται, τουλάχιστον ως προς την υποψηφιότητα της Ουκρανίας. Έχει γι’ αυτό ενδιαφέρον και η τοποθέτηση της Αθήνας, αν δηλαδή ο κ. Μητσοτάκης θα συμπαραταχθεί με τις δυνάμεις της λογικής ή θα εμείνει στον δρόμο του πρώτου οπαδού της Ουάσιγκτον που φαίνεται να έχει επιλέξει.

Στόχος μας θα πρέπει να είναι ο άμεσος τερματισμός των εχθροπραξιών, η στήριξη της Ουκρανίας στη δύσκολη σχετική διαπραγμάτευση, η έναρξη μιας επίπονης διαδικασίας αντιστροφής της σημερινής ψυχροπολεμικής δυναμικής και η ολοκλήρωση της βαλκανικής διεύρυνσης. Και βέβαια η εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στο βάθος  μιας τέτοιας πορείας υπάρχει η οικοδόμηση μιας νέας αρχιτεκτονικής ευρωπαϊκής ασφαλείας που θα περιλαμβάνει και τη Ρωσία Μόνο σε ένα τέτοιο -δυστυχώς πια απώτερο- περιβάλλον  θα μπορούμε να αντιμετωπίσουμε και την όποια ευρωπαϊκή προοπτική των ανατολικών μας γειτόνων.

* Του Σωτήρη Βαλντέν, Ειδικού Συμβούλου ΕΛΙΑΜΕΠ, πρώην στελέχους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, επικεφαλής της μονάδας στρατηγικής για τη διεύρυνση.

πηγη: https://tvxs.gr