Loading...

Κατηγορίες

Δευτέρα 09 Αύγ 2021
Todd May: Ο Αναρχισμός από τον Foucault στον Ranciére
Κλίκ για μεγέθυνση











Δημοσιεύθηκε την 9 Αυγούστου, 2021









Κείμενο
που περιλαμβάνεται στον τόμο Contemporary Anarchist Studies: An Introductory Anthology of Anarchy in the Academy (Routledge, 2009). Ο Todd May είναι συγγραφέας και πολιτικός φιλόσοφος, είναι καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Κλέμσον.


Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας




Γενικά κάποιος δεν σκέφτεται πως ο αναρχισμός και η πρόσφατη γαλλική φιλοσοφική σκέψη έχουν φυσική συγγένεια. Από τους σημαντικούς στοχαστές στην πρόσφατη γαλλική φιλοσοφία που έχουν ασχοληθεί με πολιτικά ζητήματα – Jacques Derrida, Gilles Deleuze, Jean-François Lyotard, Michel Foucault, Alain Badiou, Jacques Ranciére – κανένας τους δεν ασπάζεται ανοιχτά την αναρχική παράδοση. Ανάμεσα τους μόνο ο Ranciére έχει περιστασιακά χρησιμοποιήσει τον όρο με κάθε άλλη παρά την σημασία που του αποδίδουν οι αναρχικοί. Υπάρχει μεγάλη ανταλλαγή μεταξύ αυτών των στοχαστών και της μαρξιστικής παράδοσης. Συχνά η συνδιαλλαγή περιλαμβάνει διάφορες μορφές τροποποίησης της μαρξιστικής σκέψης. Ωστόσο με δεδομένες τις συνεχείς μετατροπές που γίνονται ώστε να έρθει ο Marx σε επαφή με την σύγχρονη σκέψη, κάποιος μπορεί να αναλογιστεί μήπως είναι καλύτερα να αναζητηθεί μια νέα παράδοση στην οποία να ενσωματώσουν την σκέψη τους.

Αλλού έχω γράψει για την αναρχική οπτική που πλαισιώνει την σκέψη των Deleuze, Lyotard και Foucault. Εδώ θα ήθελα να βασιστώ σε κάποια από τα ίδια ζητήματα αλλά να τα εννοιολογικοποιήσω διαφορετικά. Οι δυο στοχαστές στους οποίους θα ήθελα ιδιαίτερα να εστιάσω είναι οι Foucault και Ranciére. Η θέση μου θα είναι, ιδιαίτερα σε συνδυασμό, ο Foucault και ο Ranciére προσφέρουν ένα πειστικό αναρχικό όραμα που ταυτόχρονα προέρχεται και συνεχίζει την αναρχική παράδοση. Αυτή η εμφάνιση, φυσικά, δεν είναι μια που αναλύουν. Αλλά εκείνοι που μάλλον έχουν διαβάσει ή συμμετάσχει στην αναρχική παράδοση θα αισθανθούν, ελπίζω, μέσα της σαν το σπίτι τους – ακόμη και αν, ίσως, κάποια από τα έπιπλα έχουν μετακινηθεί.

Θα πρέπει να ξεκινήσουμε απλά. Ένας τρόπος για να σημειώσουμε τη διαφορά μεταξύ μαρξισμού και αναρχισμού είναι να αντιπαραβάλουμε δυο όρους: εκμετάλλευση και κυριαρχία. Η εκμετάλλευση είναι ο μαρξιστικός όρος, και αν και είναι οικονομικός όρος, έχει πολιτικές προεκτάσεις. (Την εποχή που έγραφε ο Marx, φυσικά δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ πολιτικής και οικονομίας· υπήρχε μόνο πολιτική οικονομία). Η εκμετάλλευση αναφέρεται στην καπιταλιστική απόσπαση πλεονασματικής αξίας από τον εργάτη. Ουσιαστικά, καθώς η αξία ενός προϊόντος βρίσκεται στην εργασία που πάει σε αυτό, και καθώς οι εργάτες δεν λαμβάνουν το σύνολο αυτής της αξίας, υπάρχει αξία που αποσπάται στην πορεία από τον καπιταλιστή. Αυτή η αξία είναι πλεονασματική αξία. Δίχως τέλος του καπιταλιστικού συστήματος, δεν θα υπάρχει τέλος στην απόσπαση επιπλέον αξίας, δηλαδή στην εκμετάλλευση.

Η κυριαρχία, το αναρχικό «ισοδύναμο» στην εκμετάλλευση, δεν είναι απλά διαφορετικός όρος. Είναι διαφορετικό είδος όρου. Αν και πολλοί άνθρωποι που είναι απλά επιφανειακά γνώστες του αναρχισμού τον συνδέουν αποκλειστικά με μια κριτική του κράτους (ή, ακολουθώντας το Θεός και Κράτος του Bakunin, με μια κριτική της θρησκείας και του κράτους), αυτό αποτελεί παρερμηνεία ενός πιο ευέλικτου όρου. Δεν υπάρχει αναλογία της μορφής το κράτος:αναρχισμός:οικονομία:μαρξισμός. Μπορεί να ορίσουμε την κυριαρχία αντίθετα ως αναφορά ευρύτερα σε καταπιεστικές σχέσεις εξουσίας. Καθώς κάποιοι άνθρωποι πιστεύουν την εξουσία και την καταπίεση ως συμβιωτικά, μπορούμε ίσως να δοκιμάσουμε να απλοποιήσουμε τον ορισμό της κυριαρχίας ως αναφορά στις σχέσεις εξουσίας. Ωστόσο, αυτό δεν αρκεί. Για λόγους που θα δούμε όταν στραφούμε στον Foucault, η ύπαρξη της εξουσίας από μόνης της δεν είναι εγγύηση καταπίεσης.

Αν πάρουμε τον πρώτο ορισμό, μπορούμε να δούμε γιατί είναι διαφορετικό είδος έννοιας από εκείνη της εκμετάλλευσης. Αρχικά ενώ η εκμετάλλευση είναι ουσιαστικά μια οικονομική έννοιας, η κυριαρχία είναι ουσιαστικά πολιτική. Αναφέρετε σε σχέσεις εξουσίας. Δεύτερο, και κυριότερο για τους σκοπούς μας, η κυριαρχία είναι πιο ελαστική έννοια από την εκμετάλλευση. Μπορεί να αναφέρεται σε σχέσεις σε μια πληθώρα από κοινωνικές αρένες. Υπάρχει οικονομική κυριαρχία, σίγουρα, αλλά υπάρχει επίσης και φυλετική κυριαρχία, έμφυλη κυριαρχία, σεξουαλική κυριαρχία, εκπαιδευτική κυριαρχία, οικογενειακή κυριαρχία, κλπ. Η κυριαρχία αντίθετα από την εκμετάλλευση, μπορεί να υπάρξει σε κάθε πεδίο κοινωνικής εμπειρίας. Η εκμετάλλευση, αν και οι συνέπειες της εντοπίζονται σε όλο το πολιτικό φάσμα, είναι ιδιαίτερα εντοπισμένη σε μια συγκεκριμένη κοινωνική σφαίρα: τη σφαίρα της εργασίας.

Στην διάκριση αυτή των δύο εννοιών, μια ολόκληρη πολιτική φιλοσοφία υπάρχει στα σπάργανα. Δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε αυτή τη σκέψη για πολύ. Επιτρέψτε μου όμως να πω, ωστόσο, πως αν το βασικό πρόβλημα των ανθρώπινων σχέσεων είναι η εκμετάλλευση, τότε ο κατάλληλος τρόπος για να την αντιμετωπίσουμε είναι μέσα από μια παρέμβαση που επικεντρώνεται στην οικονομική σφαίρα. Αυτό απαιτεί ειδικούς σε αυτή τη σφαίρα. Εν τέλει, αν κάθε καταπίεση είναι, τελικά, οικονομική καταπίεση, τότε θα άντεχε στην λογική πως η αντίσταση σε αυτή την καταπίεση θα έπρεπε να καθοδηγηθεί από εκείνους με οικονομική εξειδίκευση. Αυτό δίνει μια ιδιαίτερη θέση σε εκείνους που η γνώση τους εντοπίζεται σε αυτή τη σφαίρα. Εδώ κάποιος μπορεί να δει την ιδέα ενός κόμματος πρωτοπορίας που έχει ηγετικό ρόλο σε κάθε πολιτικό αγώνα, δηλαδή, ένα κόμμα ειδικών των οποίων η ανάλυση και παρέμβαση δείχνει το δρόμο για πολιτική αντίσταση. Εναλλακτικά, όπου το ουσιαστικό πρόβλημα των ανθρώπινων σχέσεων είναι η κυριαρχία, τότε δεν μπορεί να υπάρξει κόμμα πρωτοπορίας, επειδή ο πολιτικός αγώνας πραγματοποιείται σε ευρύ φάσμα πεδίων. Μπορεί να υπάρχουν ειδικοί στην μια ή στην άλλη μορφή κυριαρχίας, αλλά δεν υπάρχουν ειδικοί στην κυριαρχία γενικά. Η αναρχική αντίσταση στην μαρξιστική πρωτοπορία, έτσι, μπορεί να εντοπιστεί στις θεμελιώδεις έννοιες που ο καθένας χρησιμοποιεί για να αναλύσει την κοινωνική πραγματικότητα και τον αγώνα.

Θα ήθελα να εστιάσω σε μια διαφορετική, αν και όχι εντελώς άσχετη, πτυχή της κυριαρχίας. Αν η κυριαρχία είναι ελαστική, τότε οι διαφορετικές της εμφανίσεις δεν μπορούν να απλοποιηθούν σε μια ειδική μορφή κυριαρχίας. Για παράδειγμα, η έμφυλη κυριαρχία μπορεί να σχετίζεται στην εκμετάλλευση, αλλά δεν μπορεί ελαχιστοποιηθεί σε εκμετάλλευση. Μπορεί κάλλιστα να διασταυρώνονται, και μάλλον το κάνουν. Αλλά η κάθε μια έχει το δικό της χαρακτήρα που απαιτεί την δική της ανάλυση και παρέμβαση. Η εντοπισμένη και διαθεματική ανάλυση των κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων αντικαθιστούν μια μοναδική, εκτεταμένη ανάλυση που περιλαμβάνει ολόκληρο το κοινωνικό χώρο. Πρέπει να κατανοήσουμε την ιστορία και το χαρακτήρα μιας ιδιαίτερης μορφής κυριαρχίας, πως λειτουργεί, και πως σχετίζεται με, ενισχύει, και ενισχύεται από, άλλες μορφές κυριαρχίας.

Ας προσθέσουμε ακόμη μια ιδέα, μια που περιπλέκει την ιδέα της εξουσίας που είναι έμφυτη μέσα στον ορισμό της κυριαρχίας. Συχνά σκεφτόμαστε την εξουσία με απλούς όρους: μια σχέση εξουσίας υπάρχει όταν το Α κάνει το Β να κάνει ότι θέλει το Α, ακόμη και ενάντια στη θέληση του Β. (Αν θέλουμε να ενσωματώσουμε την έννοια της εξουσίας εδώ, μπορούμε να τροποποιήσουμε την τελευταία φράση κάπως σαν «ενάντια στη θέληση ή άλλα συμφέροντα του Β»). Το να σκεφτόμαστε με αυτό το τρόπο κουβαλά μαζί του δυο υποθέσεις γύρω από την εξουσία: πρώτα, πως εφαρμόζεται πάντοτε συνειδητά· και δεύτερο, πως συνίσταται πάντοτε στο κάποιος (ή κάποια ομάδα) σταματά κάποιον άλλο (ή κάποια άλλη ομάδα) από το να κάνει κάτι που υπό διαφορετικές συνθήκες θα έκανε για να κάνει κάτι που υπο διαφορετικές συνθήκες δεν θα έκανε.. είναι στην ανατροπή αυτών των δύο υποθέσεων που ο Foucault κάνει την συμβολή του στην αναρχική σκέψη.

Οι μελέτες του Foucault, ιδιαίτερα εκείνες πάνω στη φυλακή (Επιτήρηση και Τιμωρία) και στη σεξουαλικότητα (Η Ιστορία της Σεξουαλικότητας 1ος Τόμος), δείχνουν πως η εξουσία μπορεί να λειτουργήσει όχι μόνο συνειδητά αλλά και υποσυνείδητα και ανώνυμα. Μας δείχνουν επίσης πως η εξουσία δεν είναι μόνο περιοριστική, αλλά και δημιουργική. Δεν σταματά απλά τα άτομα από το να κάνουν ορισμένα πράγματα. Μπορεί να λειτουργήσει με το να πλάσει τους ανθρώπους σε συγκεκριμένα είδη όντων. Στο βιβλίο του για την τιμωρία, ο Foucault γράφει,

«Θα ήταν λάθος να πούμε πως η ψυχή είναι μια παραίσθηση, ή μια ιδεολογική συνέπεια. Αντίθετα, υπάρχει, έχει μια πραγματικότητα, παράγεται μόνιμα γύρω, πάνω, μέσα στο σώμα από την λειτουργία μιας εξουσίας που ασκείται πάνω σε εκείνους που τιμωρούνται»

Δεν μπορούμε, φυσικά, να αναφέρουμε τις λεπτομέρειες των ιστορικών μελετών που προσφέρει ο Foucault, μπορούμε να δείξουμε μια από αυτές ώστε να δώσουμε μια αίσθηση περί τίνος πράγματος μιλά. Στην ιστορία του της σεξουαλικότητας, ο Foucault ασχολείται με την σεξουαλική επανάσταση των δεκαετιών του 1960 και του 1970 με την θέση δεν ήταν τόσο χειραφετική όσο λέγονταν κάποτε. Η σεξουαλικότητα δεν απελευθερώθηκε επειδή, για πολλές εκατονταετίες, ήταν ακριβώς η σεξουαλικότητα που μας όριζε. Το σεξ είχε γίνει το μυστικό της ταυτότητας μας. Εντοπίζει αλλαγές στην αλλαγή της Καθολικής εξομολόγησης (από την εξομολόγηση πράξεων στην εξομολόγηση επιθυμιών), μαζί με άλλες αλλαγές (για παράδειγμα, η έμφαση πάνω στις μελέτες πληθυσμού στην πολιτικο-οικονομική πρακτική του 18ου αιώνα) ώστε να δείξει την αυξανόμενη έμφαση στο σεξ τους τελευταίους αιώνες. Αντί να υπομείνουμε μια βικτωριανή καταπίεση της σεξουαλικότητας που απελευθερώθηκε μόλις στο ύστερο κομμάτι του 20ου αιώνα, αντίθετα σταδιακά γίναμε όντα της σεξουαλικότητας. Η σεξουαλική επανάσταση, όπως και η ψυχανάλυση πριν από αυτή, είναι σύμπτωμα της ιστορικής μας κληρονομιάς, όχι επανάσταση εναντίον της.

Αυτό δεν σημαίνει πως δεν κάναμε σεξ πριν τον 17ο και 18ο αιώνα. Αντίθετα σημαίνει πως μια σειρά από πρακτικές συνέκλιναν εκείνη την περίοδο για να μας κάνουν να σκεφτούμε εμάς και να δημιουργήσουμε πραγματικά τους εαυτούς μας ως όντα της σεξουαλικότητας. Οι επιθυμίες μας, ιδιαίτερα οι σεξουαλικές μας επιθυμίες, έχουν γίνει το «Μεγάλο Μυστικό» του ποιοι είμαστε. Αυτό είναι το γιατί, για παράδειγμα, η ομοφυλοφιλία έχει γίνει ζήτημα της στιγμής, ιδιαίτερα για εκείνους που είναι θρήσκοι. Αντί να αποτελεί απλά ένα ζήτημα του ποιος κάνει τι με ποιόν, είναι ζήτημα ταυτοτήτων, του ποιος είναι κανείς.

Στις ιστορικές αυτές μελέτες, ο Foucault παρουσιάζει δύο ιδέες: πως η εξουσία μπορεί να λειτουργήσει με διακριτικότερους τρόπους από το μοντέλο του Α να αναγκάζει το Β να κάνει αυτό που θέλει το Α· και πως η εξουσία μπορεί να δημιουργήσει πράγματα που δεν υπήρχαν πριν. Συνδυάζοντας αυτές τις δυο ιδέες, φτάνουμε σε δυο συμπεράσματα. Πρώτα, αν η εξουσία είναι δημιουργική με το τρόπο που περιγράφει ο Foucault, και αν εμφανίζεται μέσα στο κυκεώνα των πρακτικών στις οποίες συμμετέχουμε, τότε μπορεί να υπάρξει καταπίεση δίχως να υπάρχουν καταπιεστές. Καθώς η εξουσία δεν είναι απλά ζήτημα του τι κάνει το Α στο Β, αλλά μπορεί να είναι ζήτημα τι είναι φτιαγμένο να είναι το Α από τις πρακτικές στις οποίες συμμετέχει, τότε είναι πιθανό το Α να καταπιεστεί δίχως να υπάρχει Β που να ασκεί πρακτικά την καταπίεση. Οι ομοφυλόφιλοι, για παράδειγμα, ως ομοφυλόφιλοι, δεν είναι προϊόν μιας συνωμοσίας ανθρώπων που μισούν όσους κοιμούνται με άτομα του ίδιου φύλου. Αντίθετα, είναι προϊόν ενός περίπλοκου δικτύου πρακτικών που έχει θέσει το σεξ στο κέντρο της αίσθησης του ποιοι είμαστε. Μπορεί να θέσουμε το ζήτημα λίγο ανορθόδοξα, ως εξής: οι ομοφυλόφιλοι καταπιέζονται επειδή έγιναν ομοφυλόφιλοι, η οποία είναι μια θέση που περιέχει καταπίεση στην κοινωνία.

Το δεύτερο συμπέρασμα, με μια αίσθηση συμπληρώματος στο πρώτο είναι πως μπορεί να υπάρξουν σχέσεις που δεν είναι καταπιεστικές. Αν ο έχει δίκιο, τότε υπάρχουν σχέσεις εξουσίας που βρίσκονται μέσα σε πολλές από, αν όχι σε όλες, τις πρακτικές μας. Οι πρακτικές μας, μεμονωμένα και σε συνδυασμό με άλλες , μας δημιουργούν διαρκώς ώστε να είμαστε συγκεκριμένα όντα. Και καθώς η εξουσία είναι παντού, δεν μπορούμε να αποφύγουμε να αναρωτιόμαστε ποιες σχέσεις εξουσίας είναι καταπιεστικές και ποιες όχι. Κοιτώντας σε μια σχέση εξουσίας, πρέπει να αναρωτηθούμε αν δημιουργεί κάτι που είναι κακό για εκείνους που υποβάλλονται σε αυτή. Και απαντώντας αυτό το ερώτημα, δεν μπορούμε απλά να πούμε πως καθώς είναι μια σχέση εξουσίας είναι κακή. Αυτό κάνει την πολιτική αναζήτηση αναπόφευκτα ηθική, ένα σημείο που συχνά οι μαρξιστές δεν αναγνωρίζουν. Θα επιστρέψουμε σε αυτό αμέσως.

Η επανεννοιολογικοποίηση της εξουσίας από τον Foucault προσθέτει μια διάσταση στην έννοια της κυριαρχίας. Όπως έχουμε δει, η κυριαρχία είναι μια ελαστική έννοια που μπορεί να βρεθεί σε ένα εύρος σφαιρών της κοινωνικής ύπαρξης. Μπορούμε τώρα να δούμε πιο καθαρά γιατί η κυριαρχία είναι πιο χρήσιμη πολιτική έννοια από την εκμετάλλευση μόνη της. Η εκμετάλλευση, υπονοώντας πως υπάρχει ένα αρχιμήδειο σημείο για πολιτικό αγώνα, παραβλέπει το πλούτο των πρακτικών που σχηματίζουν τον αιθέρα των ζωών μας. Αυτές οι πρακτικές μα δημιουργούν να είμαστε αυτοί που είμαστε, και το κάνουν ώστε να μας δημιουργήσουν με τρόπους που είναι το ίδιο καταπιεστικοί (και πραγματικά να ενισχύουν) την εκμετάλλευση. Αν και ο Foucault ποτέ δεν θεώρησε τον εαυτό του αναρχικό ή συντάχθηκε με την αναρχική παράδοση, η ιστορική του ανάλυση και το εννοιολογικό του πλαίσιο έχουν έναν προσανατολισμό που βλέπει την πολιτική ως ζήτημα κυριαρχίας αντί απλά εκμετάλλευσης. Επιπλέον, διευρύνοντας την έννοια της εξουσίας, ο Foucault επεκτείνει την σκέψη στην λειτουργία της κυριαρχίας. Όπως είδαμε παραπάνω, η κυριαρχία αναφέρεται σε καταπιεστικές σχέσεις εξουσίας σε πολλές διαφορετικές κοινωνικές αρένες. Αυτό που μας προσφέρει η ανάλυση του Foucault είναι ιστορικές μαρτυρίες του πως δημιουργούνται διάφορες σχέσεις εξουσίας, και, επιπλέον, συγκεκριμένα μια πιο διαφορετική έννοια της λειτουργίας της εξουσίας σήμερα. Η έννοια της εξουσίας ως δημιουργικής, που δεν είναι απλά περιοριστική, είναι μια σύγχρονη λειτουργία της εξουσίας εν μέρει επειδή, όπως δείχνουν οι ιστορίες του Foucault, αυτός ο τύπος εξουσίας απαιτεί πιο προηγμένη τεχνολογία και μεγαλύτερο πληθυσμό από ότι είχε υπάρξει ως τώρα.

Αυτή η προέκταση μπορεί να δημιουργήσει το ερώτημα πως να επινοήσουμε την αντίσταση. Εν τέλει, αν οι σχέσεις εξουσίας είναι παντού και είναι παντού δημιουργώντας εμάς, στο όνομα τίνος πράγματος θα εκδηλωθεί η πολιτική αντίσταση; Ο ίδιος ο Foucault ήταν πάντοτε επιφυλακτικός πάνω στο ζήτημα αυτό. Είδε τον εαυτό του ως κάποιον που προσφέρει νοητικά εργαλεία για την πάλη, αλλά ήταν απρόθυμος να συμμετάσχει είτε σε κανονιστική ή στρατηγική συζήτηση. Αυτό γινόταν εν μέρει λόγω της άποψης του πως οι όροι της πάλης πρέπει να αποφασιστούν από εκείνους που αντιστέκονται παρά από τους διανοούμενους που μιλάν πολύ συχνά στο όνομά τους. Ωστόσο, υπάρχουν τρόποι να χαρακτηριστεί η κανονικότητα της πάλης δίχως την οικειοποίηση της ακεραιότητας της ίδιας της αντίστασης. Ένας τρόπος χαρακτηρισμού της προέρχεται από έναν πρόσφατο Γάλλο στοχαστή, τον Jacques Ranciére, που είναι θετικός ως προς τις ιστορίες του Foucault και ευαίσθητος προς την απροθυμία του να μιλήσει στο όνομα άλλων.

Η διανοητική τροχιά του Ranciére ξεκίνησε όταν ήταν μαθητής του Louis Althusser και πήρε την δική του πορεία στον απόηχο της γαλλικής εξέγερσης των φοιτητών και των εργατών τον Μάιο του 1968. Εκείνη την εποχή, ενώ ο Althusser επέκρινε την εξέγερση, ο Ranciére άρχισε να απομακρύνεται από ένα μαρξισμό που συχνά πρότεινε μια διάκριση εργασιών μεταξύ των διανοούμενων που σκέφτονται και καθοδηγούν την πολιτική αντίσταση και εργατών που απλά την υλοποιούν. Ο Ranciére πέρασε χρόνια ερευνώντας την ιστορία των προ-μαρξιστικών εργατικών κινημάτων του 19ου αιώνα, και στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, ανέπτυξε μια πολιτική θεώρηση που αντανακλούσε αυτή την έρευνα.

Για τον Ranciére, μια πολιτική που τιμά το όνομα δημοκρατική είναι εκείνη που είναι ριζοσπαστικά χειραφετική με ένα ιδιαίτερο τρόπο. Είναι μια πολιτική που πηγάζει από την υπόθεση της ισότητας. Με άλλα λόγια, μια δημοκρατική πολιτική πρέπει να έχει ως βάση της την υπόθεση μεταξύ των ατόμων που παλεύουν πως είναι ίσοι μεταξύ τους και προς εκείνους που τους καταπιέζουν και τους θεωρούν λιγότερο από ίσους. Μια δημοκρατική πολιτική είναι τελικά μια αντίσταση ενάντια στους μηχανισμούς μιας τάξης που διανέμει ρόλους πάνω στη βάση ιεραρχικών υποθέσεων. Όπως έχει πει,

«Η πολιτική συμβαίνει μόνο όταν αυτοί οι μηχανισμοί σταματούν εντελώς υπό την επίδραση μιας υπόθεσης που είναι απόλυτα ξένη σε αυτούς, που όμως δίχως αυτή κανένας από αυτούς δεν θα μπορούσε τελικά να λειτουργήσει: την υπόθεση της ισότητας οποιουδήποτε και όλων»

Ο Ranciére αποκαλεί την τάξη εναντίον της οποίας μιας δημοκρατική πολιτική υλοποιείται, αστυνομία:

«Η πολιτική γενικά θεωρείται ως ένα σύνολο από διαδικασίες όπου η συσσώρευση και συναίνεση συλλογικοτήτων επιτυγχάνεται, η οργάνωση εξουσιών, η διανομή τόπων και ρόλων, και των συστημάτων για νομιμοποίηση αυτής της κατανομής. Προτείνω να δοθεί σε αυτό το σύστημα διανομής και νομιμοποίησης ένα άλλο όνομα. Προτείνω να το αποκαλούμε αστυνομία»

Η αστυνομία, ένας όρος που ο Ranciére χρησιμοποιεί με αναφορά στις μελέτες της αστυνόμευσης των πληθυσμών του Foucault κατά το 17ο και 18ο αιώνα, μπορεί στην ουσία να αναγνωστεί με αυτή την πιο ευρεία φουκωκιανή μέθοδο. Η αστυνομική τάξη είναι το σύνολο των ρόλων και το κανονιστικό τους πλαίσιο που εξασφαλίζει συγκεκριμένες μορφές κυριαρχίας. Δημιουργεί ανθρώπους να συμπεριφέρονται συγκεκριμένα, μεταφέρει αυτές τις δημιουργίες σε άλλους τρόπους είναι, επιτρέπει σε κάποιους ανθρώπους να κρίνουν άλλους με συγκεκριμένους τρόπους, κλπ. Με ελάχιστη υπεραπλούστευση, μπορούμε να πούμε πως η αστυνομική τάξη αποτελεί το πλαίσιο για την κυκλοφορία της εξουσίας που περιγράφει ο Foucault.

Οι δημοκρατικές πολιτικές πηγάζουν όταν υπάρχουν συγκεκριμένες αντιστάσεις σε αυτή την αστυνομική τάξη. Αυτό που χαρακτηρίζει αυτές τις αντιστάσεις είναι πως συμβαίνουν στο όνομα της ισότητας εκείνων που αντιστέκονται. Μπορεί να δείξουμε στο κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων των ΗΠΑ, το Μάη του ’68 στη Γαλλία, και πιο πρόσφατα στο κίνημα των Ζαπατίστα στο Μεξικό ως παραδείγματα μιας περισσότερο ή λιγότερο δημοκρατικής πολιτικής. Αυτό που είναι κλειδί στην κατανόηση της άποψης του Ranciére είναι το να κατανοήσουμε το ρόλο που παίζει η έννοια της ισότητας. Πρώτα και κύρια, δεν είναι μια απαίτηση, αλλά μάλλον υπόθεση. Μπορεί να υπάρχουν απαιτήσεις σχετικές με μια δημοκρατική πολιτική· πράγματι, συνήθως υπάρχουν. Ωστόσο, αυτό που χαρακτηρίζει ένα πολιτικό κίνημα ως δημοκρατικό δεν είναι οι απαιτήσεις που κάνει αλλά οι υποθέσεις από τις οποίες πηγάζουν.

Το να απαιτούμε απλά ισότητα είναι το να θέτουμε το σύνολο της πολιτικής δύναμης στα χέρια εκείνων που είναι οι δέκτες αυτών των απαιτήσεων. Παρόμοιο είναι το να θέσουμε τον εαυτό μας σε μια θέση που είναι τελικά παθητική. Η απαίτηση για ισότητα είναι να είσαι θύμα, ακόμη και αν είσαι θυμωμένο και οργανωμένο. Εναλλακτικά, το να υποθέτεις ισότητα είναι να είσαι ενεργητικός. Είναι το να βλέπεις τον εαυτό σου κυρίως ως ισότιμο εκείνων που καταπιέζουν τον άλλο ή είναι οι ευεργετημένοι από αυτή την καταπίεση. Και τότε, μόνο δευτερευόντως, εμφανίζονται οι απαιτήσεις. Εμφανίζονται όμως όχι από έλλειψη που έχουν οι καταπιεσμένοι που απαιτεί να ικανοποιηθεί από άλλους. Αντίθετα, πηγάζουν από την αναγνώριση της ισότητας κάποιου, που απαιτεί να την εμποδίζουν άλλοι. Είναι δυνατό αντί αδύναμο· ενεργό αντί παθητικού.

Κατά την άποψη του Ranciére, αυτό που προκύπτει από μια δημοκρατική πολιτική είναι ένα πολιτικό υποκείμενο. Στη πράξη, ζητά την εμφάνιση μιας υποκειμενοποίησης της δημοκρατικής πολιτικής. Εκεί που κάποτε υπήρχαν διασκορπισμένα άτομα κυριαρχούμενα από τους μηχανισμούς μιας αστυνομικής τάξης, με την εμφάνιση μιας δημοκρατικής πολιτικής υπάρχει ένα συλλογικό αντικείμενο αντίστασης: οι προλετάριοι, οι γυναίκες, οι Παλαιστίνιοι, οι Αφροαμερικάνοι κλπ. Και όπως ο Foucault δείχνει πως συγκεκριμένες μορφές κυριαρχίας προκύπτουν μέσα σε ορισμένες ιστορικές τροχιές, ο Ranciére επινοεί το πως η αντίσταση σε αυτές τις μορφές κυριαρχίας μπορούν να συμβούν δίχως την καταφυγή σε κάποια μορφή πολιτικής ταυτότητας. Αν οι χαρακτηρισμοί της αστυνομικής τάξης είναι όπως τους περιέγραψε ο Foucault (για παράδειγμα, ο ομοφυλόφιλος), η άρνηση αυτής της αστυνομικής τάξης συμβαίνει στο όνομα ενός γνωρίσματος που απορρίπτει αυτούς τους χαρακτηρισμούς (για παράδειγμα, ισότητα). Ο Foucault συχνά, εσφαλμένα, έχει συσχετισθεί με τις πολιτικές ταυτότητας. Αυτό γίνεται εξαιτίας της ειδικότητας των ιστορικών του αναλύσεων. Αυτό που δείχνει ο Ranciére είναι πως κάποιος μπορεί να χρησιμοποιήσει την ανάλυση του Foucault δίχως να πρέπει να αγκαλιάσει μια τέτοια τελικά αυτοκαταστροφική πολιτική θέση.

Επιπλέον, η πολιτική του Ranciére είναι σύμφωνη με τις βαθιές αρχές που διαμορφώνουν τον αναρχισμό. Αν η ισότητα είναι ο ακρογωνιαίος λίθος μιας δημοκρατικής πολιτικής, αυτό σημαίνει πως δεν υπάρχει πρωτοπορία, καμιά αναγκαία διάκριση μεταξύ εκείνων που σκέφτονται και εκείνων που δρουν. Σημαίνει επίσης, ταυτόχρονα με αυτό, πως η διαδικασία της πολιτικής είναι ουσιαστική – όχι απλά τα αποτελέσματα της. Αυτό είναι ένα σημείο πάνω στο οποίο συχνά επιμένουν οι αναρχικοί. Το πως παλεύουμε και αντιστεκόμαστε αντικατοπτρίζει το όραμα μας του πως θα πρέπει να μοιάζει μια κοινωνία. Δεν μπορούμε να αντισταθούμε τώρα, και να δημιουργήσουμε ισότητα αργότερα. Με δεδομένη την εμπειρία των επαναστατικών κινημάτων του 20ου αιώνα, αυτή η πραγματικότητα θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρη ως τώρα. Είναι μια αλήθεια που αναγνωρίζεται από τους αναρχικούς, θεωρητικά διατυπωμένη από τον Ranciére, και καλά προετοιμασμένη από τις ιστορίες που αφηγήθηκε ο Foucault. Αν είναι να κουβαλήσουμε μαζί μας τα μαθήματα του παρελθόντος, τότε, πρέπει να αντιληφθούμε και να κάνουμε αγώνα όχι με δημοκρατία ως ένα τελικό στόχο, αλλά δημοκρατικά στην ίδια του την εξέλιξη. Με το τρόπο αυτό, μια αναρχική ερμηνεία αυτών των πρόσφατων στοχαστών μπορεί να ενωθεί με τα αναρχικά κείμενα των τελευταίων δύο αιώνων, και να δείξουν το δρόμο πιο ξεκάθαρα προς ένα μέλλον πιο δημοκρατικό από τις εποχές που ζούμε τώρα.

ΠΗΓΗ: https://geniusloci2017.wordpress.com/

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου