Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Critical Inquiry 44. Ο Christopher D. Berk είναι επίκουρος καθηγητής του τμήματος δημόσιας διοίκησης και πολιτικής του Πανεπιστημίου Τζορτζ Μέισον.


Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

 Δημοσιεύθηκε την 21 Αυγούστου, 2023


Περίπου στις 10 π.μ. στις 14 Μαρτίου 1973, ένας εθελοντής του παρατηρητηρίου πολιτών για τη φυλακή πρόσεξε πως υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι από το σωματείο του προσωπικού της φυλακής συγκεντρώνονταν στην είσοδο του Σωφρονιστικού Ιδρύματος της Μασαχουσέτης στο Γουόλπολ, μια φυλακή υψίστης ασφαλείας, 15 μίλια περίπου έξω από τη Βοστώνη. Για μέρες κυκλοφορούσαν φήμες μέσα στη φυλακή πως το προσωπικό θα προχωρούσε σε απεργία. Μερικές ώρες αργότερα, ολόκληρη η πρωινή βάρδια των σωφρονιστικών υπαλλήλων δήλωσε ασθένεια. Ο αιδεσιμότατος Ed Rodman, επικεφαλής του προγράμματος του εθελοντών του παρατηρητηρίου πολιτών, θυμάται: «Εκείνο το πρωί, είχα στήσει ένα τραπέζι όταν η πρώτη βάρδια εθελοντών μπήκε μέσα. Περάσαμε τη δεύτερη βάρδια στις τρεις και καθόμουν στο τραπέζι. Κάποιος από το προσωπικό με πλησίασε με ένα μεγάλο ντοσιέ. Το άφησε στο γραφείο με θόρυβο, λέγοντας, ‘Νομίζω πως αυτό είναι δικό σου’. Στο φάκελο ήταν όλα τα κλειδιά της φυλακής». Οι τρόφιμοι διεύθυναν πλέον το άσυλο, κατά κάποιο τρόπο.

Την ίδια εποχή, το Γουόλπολ ήταν η πιο βίαιη φυλακή στη Μασαχουσέτη, ίσως η πιο βίαιη σε ολόκληρη τη χώρα. Οι φόνοι ήταν συχνοί, τα μαχαιρώματα ακόμη περισσότερα. Την εβδομάδα πριν την απεργία, οι εθελοντές σημείωσαν ξανά και ξανά πως και οι τρόφιμοι και το προσωπικό ζούσαν υπό ψυχολογικά πιεστικές συνθήκες φόβου και αβεβαιότητας. Επιδεινώνοντας τα πράγματα, οι φυσικές συνθήκες μέσα στη φυλακή ήταν ανυπόφορες· ως αποτέλεσμα τόσο διαμαρτυρίας όσο και αμέλειας, πολλές πτέρυγες ήταν σκεπασμένες με σκουπίδια και οι τοίχοι στους διαδρόμους λερωμένοι με κόπρανα και ούρα.

Εκείνο το απόγευμα, ο Επίτροπος  John Boone κήρυξε κατάσταση ανάγκης. Η αστυνομία της πολιτείας στάλθηκε έξω από τη φυλακή. Το σωματείο των σωφρονιστικών υπαλλήλων ήταν σε μακροχρόνια αντιπαράθεση με την Σωφρονιστική Υπηρεσία, που επικεφαλής της ήταν ο πρόσφατα διορισμένος επίτροπος. Το σωματείο ήλπιζε πως η μαζική αναρρωτική και η ακόλουθη κατάρρευση της ασφάλειας θα προκαλούσαν αρνητική ειδησεογραφική κάλυψη στις διοικητικές πολιτικές του Boone. Ο Boone αντίθετα είδε την απεργία σαν μια ευκαιρία να διαλύσει το σωματείο των σωφρονιστικών, το οποίο έβλεπε ως εμπόδιο στην εφαρμογή μιας μαζικής μεταρρύθμισης στις φυλακές της Μασαχουσέτης. Ο Boone ρισκάρισε. Αντί να στείλει μέσα την αστυνομία της πολιτείας μετέφερε τη διαχείριση της φυλακής στο πρόσφατα δημιουργημένο και εκλεγμένο σωματείο κρατούμενων (το παράτημα στο Γουόλπολ της Εθνικής Ένωσης Μεταρρυθμίσεων Κρατουμένων [National Prisoner Reform Association, NPRA], το προσωπικό ασφαλείας αποτελούμενο από υπαλλήλους και εκπαιδευόμενους από άλλες φυλακές, και στο παρατηρητήριο πολιτών.

Μεταξύ 15 Μαρτίου και 19 Μαΐου, η NPRA ήταν η κεντρική δύναμη διακυβέρνησης των τροφίμων στο Γουόλπολ. Δεν υπήρχαν φόνοι και υπήρξε ελάχιστη βία, και οι φυλακισμένοι λειτουργούσαν τη κουζίνα και το πλυντήριο, τηρούσαν την τάξη, συνεδρίαζαν για πολιτική και δράση, και διαπραγματεύονταν με τη διεύθυνση της φυλακής. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου οι εθελοντές της παρατηρητηρίου πολιτών ήταν διαρκώς παρόντες στη φυλακή, περνώντας πάνω από 10000 ώρες μέσα στο Γουόλπολ. Οι εθελοντές αυτοί έκαναν ανεπίσημα συνεντεύξεις με τους τρόφιμους και κατέγραφαν τα διάφορα γεγονότα που λάμβαναν χώρα. Οι χειρόγραφες σημειώσεις των εθελοντών δεν είναι εύκολα προσβάσιμες, και δεν τους έχει δοθεί ακόμη ακαδημαϊκή προσοχή, ένας εθελοντής περιέγραψε τη διαδικασία ερμηνείας της δικής του εμπειρίας μέσα στη φυλακή σα να προσπαθείς να πιείς νερό από πυροσβεστική μάνικα, και αυτή η περιγραφή περιγράφει επίσης κατάλληλα την εμπειρία μου διαβάζοντας τις σημειώσεις των εθελοντών. Οι φάκελοι των εθελοντών περιέχουν θραύσματα ιστορίας σε πρωτόλεια μορφή: αποκόμματα, μερικές φορές με ημερομηνία, μερικές φορές δίχως· δακτυλογραφημένα προσχέδια εκθέσεων από την ειδική επιτροπή· προγράμματα βαρδιών των εθελοντών, φυλλάδια στρατολόγησης, και προσχέδια δελτίων τύπου· και πλήθος άλλων εγγράφων, πολλά από τα οποία έχουν υπογραμμίσεις, που άφησε η NPRA από τη δεκαετία του 1970. Σκόρπια σε μια δεκαριά μουχλιασμένα κουτιά μέσα σε μια ντουλάπα στο Κέιμπριτζ στη Μασαχουσέτη, αποτελούν ένα πρόχειρα δημιουργημένο αρχείο ενός κινήματος μεταρρύθμισης των φυλακών σε πλήρη εξέλιξη.

Η ιστοριογραφία που υπάρχει σχετικά με το Γουόλπολ, ενώ είναι ταυτόχρονα περιορισμένη και αμφιλεγόμενη, είναι βυθισμένη σε μια φιλοσοφική αντιπαράθεση πάνω με το τί σημαίνει σε μια δημοκρατία μια ομάδα να γίνει αντικείμενο φροντίδας ή κηδεμονίας. Για κάποιους τα γεγονότα στο Γουόλπολ είναι παραδείγματα χομπσιανής αναρχίας και γραφειοκρατικής αποτυχίας. Αυτή η θέση συνήθως παίρνει μια ή δυο μορφές, είτε ένα κάλεσμα για ενίσχυση του νόμου και της τάξης εντός των φυλακών ή μια τάση για μετατόπιση πόρων και υπηρεσιών στο έργο της αντιμετώπισης. Με άλλα λόγια, η συμμετοχή των κρατούμενων είναι κατανοητή ως σύμπτωμα αποτυχημένης αντιμετώπισης ή καθεστώτος ελέγχου. Θεωρείστε την αυτή την τυπική φιλελεύθερη εκδοχή. Ωστόσο μια εναλλακτική θέση προκύπτει από μια προσεκτική ανάγνωση του επεισοδίου του Γουόλπολ. Στην εκδοχή αυτή το Γουόλπολ είναι πείραμα συμμετοχικής δημοκρατίας και κοινοτικού ελέγχου. Θεωρείστε την αυτή την λιγότερο γνωστή άποψη, τη ριζοσπαστική εκδοχή.

Τι μπορούμε να συμπεράνουμε από αυτές τις δύο εκδοχές; Το παρόν δοκίμιο προσφέρει κάποιες απαντήσεις, βασισμένο σε αρχειακά έγγραφα και προφορικές ιστορίες που άφησαν πίσω οι κρατούμενοι, οι εθελοντές και το προσωπικό στο Γουόλπολ. Αντίθετα με την φιλελεύθερη, η ριζοσπαστική εκδοχή δεν προτάθηκε ποτέ συστηματικά. Ωστόσο, όπως θα αναλύσω παρακάτω, οι κεντρικές της αρχές μπορούν να αναδομηθούν από μια προσεκτική ανάγνωση των ταραγμένων γεγονότων εκείνης της άνοιξης του 1973. Οι τελευταίες σελίδες στηρίζουν τη θέση πως η ριζοσπαστική εκδοχή προσφέρει μια υποσχόμενη εναλλακτική μαρτυρία για τη σχέση μεταξύ δημοκρατίας και τιμωρίας.

Η Επιστροφή των Καταπιεσμένων

Οι φυλακές και οι μεταρρυθμιστές ταιριάζουν όπως το γάντι στο χέρι. Κάθε γενιά ανακαλύπτει ξανά από την αρχή τους τρόμους του εγκλεισμού, κάθε γενιά έχει το δικό της σύνολο συνθηκών που κεντρίζουν τη συνείδηση της και τη σπρώχνει στη δράση. Η δική μας στιγμή δεν διαφέρει. Η αγανάκτηση για τους θανάτους του Kalief Browder και της Sandra Bland, τα ρεπορτάζ για τις ιδιωτικές φυλακές, η αποκάλυψη συστηματικής κακομεταχείρισης των κρατούμενων μέσα σε μεγάλες φυλακές όπως το Ράικερς Άιλαντ, η επιβαρυντική περιγραφή του σωφρονιστικού συστήματος της Καλιφόρνια στην απόφαση στην υπόθεση Brown εναντίον Plata, και ο αυξανόμενος ακτιβισμός και η προσοχή της μαζικής επεξεργασίας σωμάτων μαύρων και λατίνων μέσα από το σωφρονιστικό σύστημα έχουν εξοργίσει το κοινό.

Ο μαζικός εγκλεισμός είναι η καθοριστική μας στιγμή, και η τωρινή μας κοινή άποψη είναι κάπως έτσι: η πρόληψη λειτουργεί και ο εγκλεισμός όχι. Οι θέσεις πως «τίποτα δε δουλεύει» των μέσων της δεκαετίας του 1970 ήταν υπερβολικές· οι πολιτικές επανένταξης μπορεί να έχουν κάποια επίδραση, αν και περιορισμένη, στην υποτροπή και στην αποχή από το έγκλημα. Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ ατόμων και θεσμών της ποινικής δικαιοσύνης (αστυνομία, φυλακή, δικαστήρια) αποτελεί ένα είδος πολιτικής εκπαίδευσης, ενθαρρύνοντας ή αποθαρρύνοντας την ενεργή συμμετοχή των πολιτών. Και υπάρχει όλο και μεγαλύτερη πίστη πως το προσεκτικό χτίσιμο από τη γραφειοκρατία της ποινικής δικαιοσύνης ενός προγράμματος σπουδών μπορεί να προωθήσει την εμπιστοσύνη και την εγκυρότητα, παράγοντες που προάγουν την συμμόρφωση με τον ποινικό νόμο. Με συνεχόμενα χρόνια όλο και χειρότερης άποψης για τις φυλακές, την μειωμένη ιδεολογική αξιοπιστία της πολιτικής του νόμου και της τάξης, και την αυξανόμενη επίγνωση γύρω από τα οικονομικά και κοινωνικά κόστη του μαζικού εγκλεισμού, υπάρχει μια νότα συγκρατημένου οπτιμισμού μεταξύ των μεταρρυθμιστών σχετικά με την αντιμετώπιση των δημοκρατικών ελλειμάτων που δημιουργούνται και από το έγκλημα και από την υπερβολική τιμωρία.

Το σύγχρονο ενδιαφέρον για τη δημοκρατία στο πλαίσιο της τιμωρίας είναι μια περίπτωση της επιστροφής των καταπιεσμένων. Στην εγκληματολογία και στη κοινωνιολογία υπάρχει μια μικρή, πλέον ανενεργή, γραμμή έρευνας από τη δεκαετία του 1970 και του 1980 πάνω στην συμμετοχή των κρατουμένων. Κοιτώντας ξανά αυτή τη βιβλιογραφία, πιστεύω, μπορεί να βοηθήσει στο να ανακτήσουμε ένα κομμάτι του κληρονομικού συλλογικού ασυνείδητου. Σε απάντηση στα συμπεράσματα της Επιτροπής για την Άτικα, ακτιβιστές, ακαδημαϊκοί και νομοθέτες συζήτησαν αν και πως θα συμπεριλάβουν τις φωνές των κρατούμενων στη διαχείριση των φυλακών. Ένα χαρακτηριστικό έργο σε αυτή τη γραμμή είναι το Who Rules the Joint?: Changing Political Culture of Maximum-security Prisons in America. Στο κείμενο αυτό, οι Charles Stastny και Gabrielle Tyrnauer χρησιμοποιούν ένα πείραμα συμμετοχικής διαχείρισης στη Φυλακή Γουάλα Γουάλα  στις αρχές της δεκαετίας του 1970 για να προωθήσουν τον «από-ολοκληρωτισμό» της κουλτούρας της φυλακής. Αγκαλιάζουν προσεκτικά την ανολοκλήρωτη προοπτική αυτού που αποκαλούν «δημοκρατία της φυλακής», την ιδέα πως οι δημοκρατικές διαδικασίες είναι, από μόνες τους, επανορθωτικές.

Η γενική αντίδραση στους Stastny και Tyrnauer ήταν πως η συμμετοχή των φυλακισμένων είναι μια αποτυχημένη συμβιβαστική θέση, που δεν ικανοποιεί ούτε τους φιλελεύθερους ούτε και τους ακτιβιστές εναντίον των φυλακών. Οι φιλελεύθεροι επικριτές από τη πολιτική δεξιά, όπως θα αναλύσω παρακάτω, τόνιζαν πως οι έγκλειστοι δεν αποτελούν κομμάτι του δήμου και πως η συμπερίληψη τους στην θεσμική διοίκηση υποβιβάζει και την δημοκρατία και τα βασικά δόγματα του εγκλεισμού. Οι αριστεροί επικριτές έλεγαν πως τα πειράματα της συμμετοχικής μεταρρύθμισης δεν μπορούν να αποφύγουν την διαρκή επιλογή μεταξύ συνείδησης και ευκολίας. Για αυτούς τους στοχαστές, τα συμμετοχικά πειράματα στο Νόρφολκ, το Σίλβερλέικ και στο Γουάλα Γουάλα είναι μαρτυρίες για την ύβρι της σκέψης του Διαφωτισμού, παραδείγματα λανθασμένων προσπαθειών κοινωνικής μηχανικής. Εν τέλει, και οι δυο θεωρούσαν τα καλέσματα για δημοκρατία στις φυλακές ως αφελή ουτοπισμό, αντικαθιστώντας ακλόνητες πολιτικές αλήθειες με ευσεβείς πόθους. Και το φιλελεύθερο επιχείρημα υπερίσχυσε.

Αυτή η ξεχασμένη φιλοσοφική στιγμή έχει ένα μη αναγνωρισμένο διπλό χαρακτήρα. Από τη μια, οι φιλοδοξίες των μεταρρυθμιστών των φυλακών της Προοδευτικής εποχής τελικά θάφτηκαν – τόσα πολλά όνειρα κατέρρευσαν, τόσα πολλά δημοκρατικά πειράματα τα απαρνήθηκε με σκληρότητα η ιστορία. Από την άλλη, οι εικονοκλάστες που απαξίωσαν την προοδευτική φυλακή δεν διατύπωσαν ποτέ ένα εναλλακτικό δημοκρατικό όραμα, μόνο μια σειρά από οριακές συνθήκες για την κρατική παρέμβαση. Η απάντηση στην συμμετοχή των φυλακισμένων, παραδόξως, εδραίωσε μόνο αυτό που αποκαλούμε την «φαντασία εγκλεισμού» μας. Ως ένα βήμα προς το να σκεφτούμε πέρα από τους διαχωρισμούς που κληρονομήσαμε, μας επιβάλλεται να επιστρέψουμε στις πολιτικές της δημοκρατίας της φυλακής. Και εδώ αρχίζει το Γουόλπολ.

15 Μαρτίου με 18 Μαΐου 1973

«Θέλουμε μια κοινότητα φυλακής τόσο ήρεμη όσο θα ήταν έξω. Θέλουμε μια φωνή στη ‘κοινωνία’ της φυλακής μας. Συμπεριφερθείτε μας σαν ανθρώπους και θα πράξουμε σαν άνθρωποι.

Πρέπει να έχεις κανόνες και δεν έχεις να κάνεις με λογικούς ανθρώπους. Είναι άνθρωποι που συνήθως δεν μπορούν να δεχτούν τη λέξη ‘ΟΧΙ’. Λέω σε ένα φυλακισμένο να κάνει κάτι και μου λέει ‘άντε γαμήσου!’. Γράφω μια πειθαρχική αναφορά για αυτόν, αλλά δεν υπάρχει διοικητική απάντηση. Υπάρχει απόλυτη κατάρρευση της τάξης εδώ».

Μέχρι τις 16 Μαρτίου, την μέρα μετά την απεργία, η κάλυψη από τα μέσα ήταν συνεχής και ο τόνος της στριγκός. Δημοσιογράφοι έλεγαν πως το Γουόλπολ ήταν σε κατάσταση χάους και πως μεθυσμένοι και φτιαγμένοι με ναρκωτικά τρόφιμοι περιφέρονταν στην φυλακή. Οι εθελοντές μέσα στη φυλακή, ωστόσο, διηγούνται μια διαφορετική ιστορία με μια σειρά από λέξεις: «ηρεμία», «χαλαρά», «χαρά». Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις εκθέσεις των εθελοντών την προηγούμενη εβδομάδα της υψηλής έντασης και επαναλαμβανόμενων εντυπώσεων πως «το μέρος μπορεί να τιναχτεί στον αέρα» ανά πάσα στιγμή. Σχεδόν όλοι οι εθελοντές που ήταν εκεί εκείνη την μέρα σημείωσαν υψηλά επίπεδα ενότητας μεταξύ των κρατούμενων. «Η ατμόσφαιρα στη φυλακή ήταν σχεδόν εκείνη μιας ρωμαϊκής γιορτής. Πολύ κίνηση μπρος πίσω, θορυβώδεις συζητήσεις και καλοδιάθετα πειράγματα. Οι πόρτες όλων των πτερύγων ήταν ανοιχτές και οι άνδρες κινούνταν ελεύθερα στο διάδρομο».

Υπήρχε ένα κύμμα πολιτικών συζητήσεων μέσα στη φυλακή, ιδιαίτερα στη διάρκεια εκείνων των πρώτων εβδομάδων μετά την απεργία. Και οι κρατούμενοι και οι εθελοντές αισθάνονταν πως ήταν μάρτυρες μιας ιστορικής στιγμής στη γέννηση της. Κάποιοι, όπως ο διαβόητος Albert DeSalvo (ΣτΜ: ο Στραγγαλιστής της Βοστώνης), εστίασε στη δυνητική δύναμη του σωματείου των κρατούμενων: «δεν ξέρουν τι έχουμε εδώ. Οι φυλακές του Ρόουντ Άιλαντ έχουν σωματεία· στο Νόρφολκ… στο Κονκορντ… στο Βερμόντ. Θα μπορέσουμε να καλέσουμε εθνική απεργία στις φυλακές». Κάποιοι στράφηκαν σε συζητήσεις τάξης και φυλής, σημειώνοντας πως οι πιο πολλοί έγκλειστοι στο Γουόλπολ ήταν φτωχοί ή είχαν εργατική καταγωγή, πως μεγάλος αριθμός  των έγκλειστων ήταν μαύροι και πως «πιο πλούσιοι άνθρωποι θα γλίτωναν για αυτά που έκαναν… οι περισσότεροι από τους άνδρες παραδέχονταν πως ήταν ένοχοι εγκλημάτων και πως άξιζε να τιμωρηθούν, αλλά το γεγονός πως άλλοι τη γλίτωναν συνεχώς… δημιούργησε μια έντονη δυσαρέσκεια μέσα τους». Και άλλοι εστίασαν στη δυνατότητα του σωματείου να επιδιώξει μικρότερες αλλαγές μέσα στη φυλακή, από την επισκευή του συστήματος θέρμανσης στην προσφορά βασικής τεχνικής εκπαίδευσης:

«Η NPRA πολεμά με τη διοίκηση. Εγώ όμως δίνω μια άλλη μάχη. Βλέπω την αυλή εκεί έξω. Δεν χρησιμοποιείται για τίποτα. Θα μπορούσαν απλά να φτιάξουν ένα ισόγειο κτίριο εκεί, μακριά από το φράχτη και πόσες γαμημένες τάξεις θα μπορούσαν να έχουν εκεί; Δεν ζητάμε ασημένια μαχαιροπίρουνα, ή σκάλα για να το σκάσουμε από δω. Δώστε μου τα εργαλεία και θα δουλέψω και θα παλέψω στη κοινωνία που υποτίθεται πως ζω. Θα φτιάξω τη δική μου σκάλα».

Με το καιρό ο χείμαρρος του διαλόγου επιβραδύνθηκε, αλλά δεν έπαψε ποτέ.

Οι εθελοντές του παρατηρητηρίου κατέγραψαν εκατοντάδες ιδεών των φυλακισμένων, και σχόλια σχετικά με τη μεταρρύθμιση των φυλακών, τόσο στο Γουόλπολ όσο και πέρα από αυτό. Μελετώντας τις σημειώσεις των εθελοντών, εντυπωσιάζεται κανείς όχι μόνο από τη δημιουργικότητα πολλών από τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις αλλά και από τον ίδιο τον αριθμό των ιδεών. Οι φυλακισμένοι ενδιαφέρονταν. Η απλή πιθανότητα του να έχουν θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, σύμφωνα με κάποιες απόψεις, ήταν κινητήριος δύναμη για την διαβούλευση και έκφραση των φυλακισμένων.

Πέρα από την αρχική ευφορία του να έχουν τον έλεγχο της φυλακής και το ξέσπασμα της συζήτησης, οι εθελοντές παρατήρησαν ένα βαθύτερο επίπεδο ενότητας («ανεπανάληπτη αλληλεγγύη», «μια πραγματικά αξιοπρόσεκτη συναδελφικότητα», «περηφάνια στην ενότητα») μεταξύ των κρατούμενων. Οι εθελοντές σημείωσαν πως οι φυλακισμένοι δεν ήταν απλά ενωμένοι εξαιτίας του κοινού μίσους για τους δεσμοφύλακες αλλά και λόγω μιας ευρείας αίσθησης κοινού πολιτικού σκοπού. Σε μια ομιλία που έγινε στο γενικό πληθυσμό των κρατούμενων μια μέρα μετά την αποχή των σωφρονιστικών υπαλλήλων, το μέλος του εξωτερικού συμβουλίου της NPRA, Obalaji Rust,

«μίλησε με σθεναρότητα λέγοντας στους κρατούμενους για το μόνο πράγμα που είχαν όλοι τους κοινό: Ήταν όλοι, όλοι τους, Μαύροι, Λευκοί ή Πορτορικανοί, καταπιεσμένοι και πως και το προσωπικό ήταν καταπιεσμένο. Όμως ο μόνος τρόπος που μπορούν να βοηθήσουν οι φυλακισμένοι στο να επιτευχθούν μεταρρυθμίσεις στις φυλακές είναι με το να συμμαζευτούν. Κάθε διαφορά που μπορεί να έχουν μεταξύ τους θα έπρεπε να αγνοηθούν, επειδή μόνο με το να μείνουν μαζί θα κέρδιζαν. Διαφορετικά θα χαθούν».

Ο Rust κέρδισε το όρθιο χειροκρότημα από τους φυλακισμένους τόσο όταν μπήκε όσο και όταν έφυγε από την αίθουσα.  Οι φυλακισμένοι δεν είχαν καμιά ψευδαίσθηση πως η περίοδος της αυτοδιεύθυνσης θα διαρκούσε. Οι περισσότεροι περίμεναν η αυτοδιεύθυνση να καταλήξει σε βία· αναφορές στην εξέγερση στην Άτικα δυο χρόνια νωρίτερα είναι διάσπαρτες στις σημειώσεις των εθελοντών. Οι κρατούμενοι πίστευαν πως τα πεπρωμένα τους ήταν συνδεδεμένα.

Σε ορισμένες πτέρυγες αυτή η ενότητα πήρε διάφορες μορφές. Φόνοι, μαχαιρώματα και σεξουαλική βία σταμάτησαν, η συμμετοχή στις διάφορες επιτροπές της NPRA αυξήθηκε, και, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι εθελοντές κατέγραψαν στις σημειώσεις τους ένα ποταμό θραυσμάτων καθημερινών συζητήσεων σχετικά με την τοπική πολιτική. Οι τρόφιμοι συμμετείχαν σε διάφορες δράσεις διαμαρτυρίας, από αποχές από την εργασία, σε απεργίες πείνας, σε συλλογικές αντιστάσεις σε τακτικές «συμπεριφορικής τροποποίησης» στις πειθαρχικές πτέρυγες. Και οργανώσεις όπως τα Μαύρα Αφρικανικά Έθνη για την Ενότητα (Black African Nations Toward Unity, BANTU) και η Μουσουλμανική Αδελφότητα ήταν κομμάτι της εξύψωσης της πολιτικής συνείδησης μεταξύ των μαύρων κρατούμενων.

Η αλληλεγγύη κράτησε για πάνω από δυο μήνες· από τις 15 Μαρτίου, τη μέρα που αποχώρησε το προσωπικό, ως τις 19 Μαΐου, τη μέρα που η πολιτειακή αστυνομία πήρε τον έλεγχο του Γουόλπολ, η γενική συλλογική ενότητα διατηρούνταν μεταξύ των περίπου 560 τροφίμων στο Γουόλπολ. Και σε αυτή την αλληλεγγύη είναι που οι φυλακισμένοι, εθελοντές του παρατηρητηρίου και εκπαιδευόμενοι πιστώνουν ως συνθήκη για δυνατότητα για διακυβέρνηση από την NPRA. Είναι σημαντικό να σημειωθεί πως αυτή η αλληλεγγύη δεν ήταν λογικό αποτέλεσμα του περιβάλλοντος της φυλακής· το ακριβώς αντίθετο, οι αναφορές των εθελοντών τονίζουν μια σειρά από χάσματα που έπρεπε να γεφυρωθούν, ή τουλάχιστον να σκεπαστούν, για να γίνει δυνατή η ενότητα.

Από την μια, το μεταφυλετικό όραμα της συλλογικής αντίστασης που διατυπώθηκε με ευγλωττία από τον Rust υποβαθμίζει τη σημασία της φυλετικής πολιτικής στο Γουόλπολ μετά την αποχή των σωφρονιστικών υπαλλήλων. Οι εθελοντές κατέγραψαν, για παράδειγμα, πως τρόφιμοι σε γενικές γραμμές χωρίζονταν από μόνοι τους κατά εθνότητα κατά το φαγητό και πως η συντριπτική πλειοψηφία των ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων ήταν μονοφυλετικές. Επιπλέον, η ελευθερία για κίνηση μεταξύ κελιών σε κάθε πτέρυγα κατέληξε σε φυλετικά ομοιογενείς θύλακες μέσα στη φυλακή. Ωστόσο, ακόμη και αν οι ισχυρισμοί για υπερφυλετική αλληλεγγύη μεταξύ των φυλακισμένων υπερβάλλουν ή αποτελούν φιλοδοξίες, με δεδομένο το πλαίσιο ακόμη και ένα ελάχιστο επίπεδο συνεργασίας είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό. Από την μια η συντριπτική πλειονότητα των φυλακισμένων στο Γουόλπολ προέρχονταν από την περιοχή της Βοστώνης, και οι δρόμοι της Βοστώνης στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 ήταν βυθισμένες στην πολιτική των συμμοριών μεταξύ της ιρλανδικής και ιταλικής μαφίας. Αν και αυτό δεν σήμαινε ανοιχτή σύγκρουση μέσα στη φυλακή, σήμαινε πως, όπως και στις γειτονιές έξω, η κοινότητα της φυλακής ήταν σε γενικές γραμμές διαιρεμένη σε ομάδες με διακριτές σφαίρες επιρροής.

Επιπλέον οι φυλετικές εντάσεις στη πόλη της Βοστώνης ήταν έντονες – μόλις ένα χρόνο μετά την απεργία στο Γουόλπολ, η Βοστώνη θα περνούσε σε ανοιχτή σύγκρουση σχετικά με την αναγκαστική μεταφορά μαθητών με στόχο τον αποδιαχωρισμό των σχολείων της Μασαχουσέτης.  Οι φυλακές είναι μέσα σε ευρύτερες κοινωνίες, και αλλαγές σε αυτή την ευρύτερη κοινωνία εκδηλώνονται στη φυλακή με περίπλοκους τρόπους. Η Ειδική Επιτροπή της Πολιτείας της Νέας Υόρκης για την Άτικα περιέγραψε τη σχέση ως εξής:

«Για τον μαύρο τρόφιμο στην Άτικα, η ατμόσφαιρα στις 8 Σεπτεμβρίου 1971, δεν διέφερε από εκείνη στις πόλεις πριν το ολοκαύτωμα στο Χάρλεμ, το Γουότς, το Νιούαρκ και το Ντιτρόιτ. Καταλήψεις, διαδηλώσεις και αιτήματα είχαν αντιμετωπιστεί με δικαιολογίες, καθυστερήσεις και καταστολή. Οργανωμένες, ειρηνικές προσπάθειες είχαν απορριφθεί ή αγνοηθεί, τρόφιμοι και προσωπικό αργότερα σχολίασαν το ίδιο, ‘Η ένταση ήταν τόσο βαριά εδώ πέρα που θα μπορούσες να την κόψεις με μαχαίρι’. Δεν χρειάζονταν οργανωτές. Όπως στις πόλεις το 1967, η κατάσταση ήταν εκρηκτική. Αυτό που χρειάζονταν ήταν μια σπίθα για να την πυροδοτήσει».

Με βάση τα συμπεράσματα  της Επιτροπής για την Άτικα, μια ομάδα ερευνητών δημόσιας πολιτικής τόνισε πως οι ευρύτερες πολιτικές συγκρούσεις μάλλον έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην υπονόμευση των παραδοσιακών σχέσεων φυλακισμένων και προσωπικού στη φυλακή του Γουόλπολ.

Η ένταση μεταξύ ρατσισμού και αλληλεγγύης στο Γουόλπολ φαίνεται πολύ καλά στο παρακάτω απόσπασμα που προσφέρουν οι σημειώσεις ενός εθελοντή:

«Στη πτέρυγα μου (5) ήταν ένας λευκός τύπος που στη διάρκεια μιας συζήτησης είπε σε ένα μαύρο άνδρα, ‘Πήγαινε να κάνεις αυτό για μένα, στο κάτω κάτω σας φέραμε εδώ για είστε σκλάβοι’. Πολύ επικίνδυνο  πράγμα να πει, σκέφτηκα. Αργότερα,… [ένας άνδρας στο παραδίπλα κελί] με παρακάλεσε να ακούσω προσεκτικά τι έλεγε…: ‘Ναι βέβαια, είναι (εμείς, όλοι πιθανότατα) ρατσιστές και προκατειλημμένοι, και όταν οι κατάδικοι δεν μπορούν να το ξεπεράσουν παίζουν παιχνίδια. Αλλά αυτοί οι τύποι είναι αδέρφια κάτω από όλα αυτά. Αδέρφια με μια βαθύτερη έννοια από ότι θα βιώσουν ποτέ οι περισσότεροι άνθρωποι, επειδή η αγάπη του ενός για τον άλλο δοκιμάζεται συνεχώς».

Η φυλετικά φορτισμένη γλώσσα ήταν συνηθισμένη· οι εθελοντές κατέγραψαν και στιγμές διαφυλετικής συνεργασίας και δείγματα φυλετικής αγανάκτησης.

Ωστόσο παρά αυτά τα ρήγματα και τις προστριβές οι κρατούμενοι στάθηκαν μαζί την άνοιξη του 1973. Αλλά πως έμοιαζε η αυτοδιεύθυνση;  Πρώτα, σκεφτείτε την επίσημη δομή. Το εσωτερικό συμβούλιο της NPRA, οι ηγέτες του σωματείου των φυλακισμένων, αποτελούνταν από είκοσι μια έδρες. Οι έδρες ήταν χωρισμένες  κατά φυλή: «εννέα Λευκοί, εννέα Μαύροι και τρεις Ισπανοί». Τα άτομα που καταλάμβαναν κάθε θέση επιλέγονταν από τη δική τους εθνική ή φυλετική ομάδα και ήταν, από διάφορες απόψεις, οι σημαντικοί μέσα στη φυλακή. Σε κάθε πτέρυγα κελιών υπήρχε ένας εκλεγμένος αντιπρόσωπος ή «αρχηγός πτέρυγας», που ήταν υπεύθυνος για τη διαχείριση όποιων θεμάτων προκύπταν στη πτέρυγα. Επιπλέον υπήρχαν κάπου τριάντα επιτροπές, υπό την επίβλεψη του εσωτερικού συμβουλίου, που διαχειρίζονταν ξεχωριστά ζητήματα της ζωής της φυλακής: μια επιτροπή κουζίνας, μια επιτροπή εκπαίδευσης, μια επιτροπή για τα προβλήματα των μαύρων και μια επιτροπή νοσοκομείου, μέσα σε ένα πλήθος άλλων, κάθε επιτροπή μπορούσε να καλέσει γενική συνέλευση του πληθυσμού των φυλακών για διαβούλευση και ψήφο, και η συμμετοχή σε αυτές τις συνελεύσεις θα κυμαίνονταν από πενήντα ως πεντακόσιους φυλακισμένους.

Η διάθεση στις γενικότερες διαβουλευτικές συνελεύσεις ήταν από ήρεμες ως γεμάτες γκρίνια αλλά γενικά ήταν πολιτισμένες. Αν κάποιος κρατούμενος ήταν μεθυσμένος ή απειλούσε κάποιον άλλο τρόφιμο, του ζητούσαν να φύγει. Όποιος ήθελε χρόνο για να μιλήσει για κάποιο ζήτημα τον έπαιρνε, και οι αποφάσεις παίρνονταν τελικά δια βοής ή με το σήκωμα των χεριών. Οι συνελεύσεις  χρησιμοποιούνταν για να τεθούν σημαντικά ζητήματα στο πληθυσμό της φυλακής· η συντριπτική πλειονότητα των καθημερινών θεμάτων διευθύνονταν μέσα στις επιτροπές ή το εσωτερικό συμβούλιο.

Η επίσημη δομή της διακυβέρνησης της NPRA ήταν το αποτέλεσμα της διαμεσολαβημένης ανακωχής μεταξύ διάφορων φατριών στην αρχή της απεργίας του προσωπικού της φυλακής. Ένας εθελοντής έγραψε, «Πολλοί φυλακισμένοι μου είπαν πως υπήρχαν πολλές συγκρούσεις μεταξύ κρατούμενων που έχουν παραμεριστεί στη διάρκεια αυτής της κρίσης – και όταν η κρίση τελειώσει, θα υπάρχουν ξανά μαχαιρώματα, ξυλοδαρμοί και φόνοι». Ο Dellelo αφηγείται:

«Η φυλετική ένταση στη φυλακή ήταν έντονη. Η Μαύρη Δύναμη ανέβαινε. Αυτό που έγινε είναι πως είπα, ‘Υπάρχει μόνο ένα χρώμα και αυτό είναι μπλε’. Οι φύλακες φορούσαν στολές που ήταν καφέ· οι φυλακισμένοι φορούσαν μπλε. Ήταν μπλε εναντίον καφέ. ‘Είσαι είτε μπλε είτε καφέ. Δεν υπάρχει ενδιάμεσο. Είμαστε όλοι μαζί σ’ αυτό’…. εξήγησα σε όλους, ‘Δεν μπορούμε να έχουμε καυγάδες για έξι μήνες. Πρέπει να συμφωνήσουμε, όχι καυγάδες. Όλοι κάνουν πίσω’. Το ερώτημα ήταν, ‘Αν κάποιος χτυπήσει κάποιον στη διάρκεια της ανακωχής, τι γίνεται τότε;’. Η απάντηση μου ήταν, ‘Όποιος παραβιάσει την ανακωχή θα τον σκοτώσουμε’. Και ήξεραν πως μπορούσα και θα το έκανα. Είχαμε τους σκληρούς σε επιφυλακή, έτσι ακόμη και αν δεν μπορούσα να βγάλω κάποιον από τη μέση ο ίδιος, είχα κάποιον να το κάνει. Αυτό έκανε πολλούς ανθρώπους να αισθανθούν, πολύ, πάρα πολύ ασφαλείς. Οι φύλακες δεν μπορούσαν να μας χειραγωγήσουν όπως πριν. Αν αρνούμασταν να τσακωθούμε μεταξύ μας, έχαναν μεγάλο μέρος της δύναμης τους. Υπήρχε τέτοια ειρήνη σε ολόκληρη τη φυλακή που δεν  είχε υπάρξει πριν».

Η διαμεσολαβημένη ανακωχή δημιούργησε μια αξιόπιστη εναλλακτική στην υπάρχουσα κοινωνική τάξη. Πέρα από εγγύηση ασφάλειας, κάθε εθνική ομάδα έπρεπε να εξασφαλίσει πως κρατούσε «το σπίτι της καθαρό» – δηλαδή, πως θα αρνιούνταν σε πληροφοριοδότες και κακοποιητές παιδιών το να ενταχθούν στις τάξεις τους. Η ανακωχή ήταν μια αναδιατύπωση, αλλά όχι απομάκρυνση, από τα βασικά δόγματα του κώδικα των καταδίκων.

Οι κανόνες ωστόσο γύρω από αυτή την ανακωχή δεν απαγόρευαν ομοιόμορφα τη βία. Αν δυο άνθρωποι είχαν μια σύγκρουση, και οι δυο πλευρές ήταν περίπου του ίδιου σωματότυπου, τότε ήταν εντάξει αν χτυπιόντουσαν – «ο κανόνας ήταν πως αν ήταν να γίνει καυγάς μεταξύ εκείνου και του άλλου που μαχαίρωσε θα ήταν ‘ένας προς έναν’ και αν κάποιος έμπαινε ανάμεσα, αυτός που μπλέκονταν θα την πάθαινε…. Ο πληθυσμός θα το επέβαλε αυτό». Μετά το καυγά, οι δύο θα «έδιναν τα χέρια, θα έκαναν ένα τσιγάρο, και θα προχωρούσαν». Η ιδέα ήταν να περιοριστεί η σύγκρουση, να αποφευχθεί μικρές φωτιές να μετατραπούν σε μαινόμενες πυρκαγιές.

Τα περισσότερα μικροπεριστατικά, όπως μικροκλοπές, λύνονταν με εκκλήσεις για αλληλεγγύη, μαζί με το ξεμπρόστιασμα του παραβάτη μπροστά από τους ομόλογους του στη πτέρυγα: «μαθαίναμε στους κατάδικούς να μη κλέβουν τα αδέρφια τους, επειδή μας κλέβει το σύστημα…. Αν ένας κατάδικος στερήσει έναν άλλο κατάδικο τα πράγματα του γίνεται αυτό που είναι το σύστημα, γίνεται γουρούνι, και έτσι εκπαιδεύουμε τους κατάδικους να μη γίνονται γουρούνια». Ωστόσο, οι αναφορές στην αλληλεγγύη στηρίζονταν, αν ήταν ανάγκη, από σκληρότερες τιμωρίες: «Φυλακισμένος που είχε μεταφερθεί από το Νόρφολκ εξαιτίας των μικροκλοπών του άρχισε να κλέβει πράγματα από τους κρατούμενους στο Γουόλπολ (πετσέτες, φαγητό, κλπ). Χθες μια ομάδα κρατούμενων τον έπιασε στο γυμναστήριο και τον έδειρε. Ήθελαν να του δώσουν ένα μάθημα». Παρόμοια, ένας κρατούμενος στην επιτροπή του νοσοκομείου που ήταν ύποπτος πως έκλεβε φάρμακα διώχτηκε από τη θέση του και κατέληξε με ένα μαυρισμένο μάτι. Άλλα παραδείγματα είναι σκόρπια σε διάφορες αναφορές των εθελοντών παρατηρητών.

Η NPRA δημιούργησε μια Επιτροπή Τακτικής, με επικεφαλής τους Ralph Hamm και Larry Rooney, που εκτέλεσαν τον ηράκλειο άθλο του να διατηρήσουν τη τάξη στη φυλακή. Θυμηθείτε ξανά, πως παρά ένα πληθυσμό φυλακισμένων που είχε εύκολη πρόσβαση σε όπλα, ούτε μαχαιρώματα ούτε φόνοι υπήρξαν εκείνους τους δυο μήνες. Ένα περιστατικό που καταγράφηκε από δυο εθελοντές είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό του πως μια μικρή σύγκρουση μπορεί να μεγεθυνθεί. Μετά από μια μάχη μεταξύ τριών ανδρών, δύο μαύρων κρατούμενων και ενός λευκού,

«Ένας λευκός ήρθε…. Μπήκε ανάμεσα στους μαύρους. Τα λόγια ήταν εναλλάξ καταγγελτικά και αδιάφορα. Το μέρος ήταν σχεδόν γεμάτο τώρα. Τελικά κάποιος χτύπησε κάποιον και ο λευκός και ένας μαύρος ήρθαν αντιμέτωποι. Σχεδόν αμέσως τράβηξαν και οι δυο μεγάλα και βαριά μαχαίρια σαν μπαλτάδες. Αυτό έκανε δύσκολο για τους άλλους (που δεν είχαν τέτοια όπλα) να μπουν ανάμεσα τους. Εγώ και [F] βγήκαμε έξω από τη πόρτα. Θα έκοβαν ο ένας το κεφάλι του άλλου. Πολύ κινητικότητα μέσα. Με κάποιο τρόπο ο καυγάς αποφεύχθηκε. Μου φάνηκε στο τέλος πως η λευκή ομάδα απλά αποχώρησε. Περίπου 100-200 ήταν εκεί μέσα».

Μιλώντας με φυλακισμένους την επόμενη μέρα, ένας άλλος εθελοντής ανέφερε πως το αρχικό επεισόδιο, η σύγκρουση μεταξύ των τριών ανδρών, ήταν «προσωπική διαφορά και όχι κάποιου τύπου φυλετικού ξεσπάσματος». Ενώ περιστατικά σαν αυτό είναι ασυνήθιστα, στιγμές σαν αυτή που μόλις ανέφερα δείχνουν ένα γενικό θέμα. Η απλή αποτροπή δεν ήταν αρκετή για να εγγυηθεί την ασφάλεια – η τάξη στο Γουόλπολ απαιτούσε ταυτόχρονα και μια ικανότητα και μια επιθυμία για αποκλιμάκωση της σύγκρουσης μεταξύ των βασικών φατριών στη φυλακή.

Συνολικά, το εύρος της διακυβέρνησης άγγιξε σχεδόν όλες τις πτυχές της ζωής στη φυλακή στη διάρκεια αυτής της περιόδου: διανομή φαρμάκων, επίλυση διαφωνιών, αναψυχή, εξωτερικοί επισκέπτες, διανομή φαγητού, ακόμη και καθημερινές καταμετρήσεις πτερύγων. Δημιουργώντας μια αξιόπιστη κοινωνική δομή έδωσε επίσης στην NPRA πλεονέκτημα στις διαπραγματεύσεις με τη διοίκηση της φυλακής, και έδωσε στην έκκληση για οργάνωση των φυλακισμένων κύρος, στις 18 Μαΐου, υπό τις ευλογίες του Boone, ο προσωρινός διευθυντής της φυλακής  αποφάσισε να φέρει μέσα την πολιτειακή αστυνομία και να καταστείλει το Γουόλπολ. Οι εθελοντές του παρατηρητηρίου διώχτηκαν από τη φυλακή για μια εβδομάδα, και όταν τους επιτράπηκε να επιστρέψουν, τους δόθηκε μόνο επιλεκτική πρόσβαση στη φυλακή. Στις 10 Ιουνίου, το πρόγραμμα των παρατηρητών διακόπηκε.

«Οι Τρόφιμοι Διευθύνουν τη Φυλακή»

Η πολιτική συμμετοχής στη φυλακή του Γουόλπολ μάλλον δεν είναι αυτό που οι δημοκρατικοί θεωρητικοί θα δημιουργούσαν σε κενό. Όπως ανέλυσαν άλλοι, η διακυβέρνηση των απελευθερωμένων χώρων μπορεί να περιλαμβάνει πρακτικές πειθάρχησης που κάποιοι μπορεί να τις βρίσκουν παράξενες ή απαράδεκτες. Τα γεγονότα  που σχετίζονται με την αυτοδιεύθυνση των κρατούμενων διαμόρφωσαν αλλά δεν καθόρισαν πως γίνονταν η εκδοχή του επεισοδίου του Γουόλπολ. Δείτε το συλλογισμό ενός εθελοντή παρατηρητή:

«Παράξενο, τι διαφορετικά νοήματα μπορούν να αποδοθούν στη φράση ‘οι τρόφιμοι διευθύνουν τη φυλακή’. Μια σειρά από ανθρώπους μου το είπαν με ένα ήρεμο, συμβατικό τρόπο, για να τονίσουν πως αναλάμβαναν την ευθύνη για τις καθημερινές διαδικασίες τους… που πριν την είχαν οι φύλακες. Οι κρατούμενοι στην ουσία διατηρούν τη τάξη. Φαντάζομαι πως αυτό που προσπαθούσε να μου μεταφέρει ο φύλακας με την αναφορά του στη ‘παρούσα κατάσταση’ ήταν πως οι κρατούμενοι είχαν πάρει κάτι ζωτικό που άνηκε στους φύλακες».

Δυο κυρίαρχες εκδοχές έχουν χρησιμοποιηθεί για να ερμηνεύσουν τα γεγονότα στο Γουόλπολ, τις δυο εκδοχές που περιέγραψα νωρίτερα ως την φιλελεύθερη και την ριζοσπαστική εκδοχή.

Η Φιλελεύθερη Εκδοχή

Η παραδοσιακή εκδοχή της μεταρρύθμισης της φυλακής συμφωνεί με την δεύτερη ερμηνεία της φράσης «οι τρόφιμοι διευθύνουν τη φυλακή», που περιέγραψε ο παραπάνω εθελοντής παρατηρητής. Για εκείνους που ενδιαφέρονται κυρίως με την διανομή των αγαθών, με την προσφορά τάξης, υποδομών και υπηρεσιών, η αυτοδιεύθυνση των κρατούμενων στο Γουόλπολ ήταν, στη καλύτερη, μια επιπόλαια απόπειρα να τα βγάλουν πέρα όπως όπως μπροστά στην άγαρμπη διαχείριση της Σωφρονιστικής Υπηρεσίας της Μασαχουσέτης.

Ένα σημαντικό μέρος της κάλυψης των εφημερίδων, εκείνους τους ταραγμένους μήνες ακολουθεί αυτή τη προσέγγιση, και στοιχεία της μελέτης που παρουσιάστηκε παραπάνω σίγουρα μπορούν να ενταχθούν σ’ αυτή την εκδοχή. Ένας δημοσιογράφος της Boston Globe τόνισε αυτό το σημείο χρησιμοποιώντας την άποψη ενός δεσμοφύλακα: «Ποιος διοικεί το Γουόλπολ; Οι φυλακισμένοι; Δεν ξέρω ποιος άλλος είναι’, είπε ο Φύλακας Arthur Dunn. ‘Έχουν αρχίσει να κουράζονται από τη διοίκηση του μέρους. Έχουν προβλήματα, ιατρικά προβλήματα, προβλήματα ουσιών. Ούτε θέλουν να ασχοληθούν με τα πρεζόνια’». Ο ηγέτης του σωματείου του προσωπικού έθεσε τα προβλήματα της διαχείρισης των φυλακισμένων πιο ωμά: «[Ο McLaughlin] είπε πως η ‘πολιτική ανεκτικότητας’ που καθιερώθηκε από τον [Σύμβουλο] Goldmark και τον [Επίτροπο] Boone έδωσε τον έλεγχο των φυλακών στα ‘κατακάθια του πληθυσμού των κρατούμενων’. Είπε πως δεν αναφέρονταν στο 98% των τροφίμων που ‘δεν αποτελούν πρόβλημα, Θέλουν να εκτίσουν τη ποινή τους και να γυρίσουν σπίτι τους. Από την οπτική αυτή η αυτοδιεύθυσνη των τροφίμων ήταν οχλοκρατία, και με τις δυο έννοιες του όρου όχλου (ΣτΜ: η λέξη mob στα αγγλικά σημαίνει και όχλος και μαφία).

Οι πολιτικοί και η διοίκηση που αρχικά στήριξαν τον Επίτροπο Boone έκαναν μια παρόμοια διάγνωση. Η υπόθεση του Γουόλπολ αφορούσε την εφαρμογή ενός προγράμματος και την γραφειοκρατία, όχι την πολιτική αναγνώριση. Ο τρόπος διοίκησης του Boone, η προσπάθεια του να παρακάμψει (ή να αγνοήσει) τις ανησυχίες του προσωπικού των φυλακών, και ένα φυλετικά τοξικό θεσμικό κλίμα σχεδόν εξασφάλιζαν τη σύγκρουση και την αναταραχή. Η φασαρία στο Γουόλπολ τελικά αντιμετωπίστηκε ως αντιπερισπασμός από μια ευρύτερη ατζέντα μεταρρύθμισης του σωφρονισμού. Μέσα σε αυτές τις ελίτ οι απεργίες του προσωπικού και των τροφίμων αντιμετωπίζονταν σαν ένα είδος ενόχλησης, το σύμπτωμα μιας μεταβατικής αντιμετώπισης.

Μια από τις πιο καθαρές και εμβριθείς εκθέσεις αυτής της ευρύτερης φιλελεύθερης εκδοχής είναι το Governing Prisons του John DiIulio. Με αφετηρία τον Alexis de Tocqueville και τον Gustave de Beaumont, το βιβλίο του DiIulio θέτει το κεντρικό πρόβλημα της μεταρρύθμισης των φυλακών ως πρόβλημα διακυβέρνησης. Ρωτά, «είναι δυνατό οι φυλακές να διοικηθούν με αποδεκτό ανθρώπινο και οικονομικό κόστος;». Η απάντηση του, εν συντομία, είναι ναι· οι άσχημες συνθήκες των φυλακών παράγονται από εμφανείς και διορθώσιμες αστοχίες στο τρόπο με τον οποίο οι φυλακές οργανώνονται και διοικούνται. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει πως η «υψηλής κηδεμονίας» (ιεραρχικές, περιοριστικές) μορφές της οργάνωσης της φυλακής είναι πιο αποτελεσματικές στο να περιορίζουν τη βία.

Το πλαίσιο της διακυβέρνησης και της κυβερνησιμότητας στην θέση του DiIulio είναι χρήσιμο, και θεωρώ πως η εννοιολογική μεταφορά  της «φυλακής ως συνταγματικής κυβέρνησης» είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική. Με μια ματιά, κάποιος μπορεί να θεωρεί μια κυβέρνηση με υποκείμενα που έχουν μικρό έλεγχο πάνω στις συνθήκες της ζωής τους μοιάζει πιο πολύ με ένα ολοκληρωτικό καθεστώς παρά μια συνταγματική δημοκρατία. Ωστόσο για τον DiIulio, το κοινό αναφοράς που θέτει τους διευθυντές δημοκρατικά προ των ευθυνών τους είναι έξω από τη φυλακή, και κατά συνέπεια δεν υπάρχει δημοκρατικό έλλειμα που δημιουργείται από τις παραστρατιωτικές μορφές διεύθυνσης της φυλακής. Οι τρόφιμοι απλά δεν αποτελούν κομμάτι του δήμου, της πολιτισμένης κοινωνίας: «Με δεδομένο τον άνομο και απολίτιστο χαρακτήρα των πολιτών τους, οι κοινωνίες φυλακισμένων οφείλουν… να είναι υποκείμενα σκληρών ελέγχων και ενός σφιχτού, υποχρεωτικού καθεστώτος εργασίας και ρουτίνας». Από αυτή την  ερμηνευτική οπτική, είναι ασαφές τι αντίδραση ή αναγνώριση – ως διαχειριστές, ως μέλη του κοινού έξω ή ως τρόφιμοι – αρμόζει σε μια ομάδα που εκφράζει τη φωνή της έξω από το συντακτικό θεμέλιο του δήμου (πόλις) της φυλακής. Αν και τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στη μελέτη παραπάνω δεν είναι προδιαθετικά, μοιάζει εμφανές πως κάτι σαν μια συμμετοχική κουλτούρα εμφανίστηκε στο Γουόλπολ στη διάρκεια εκείνων των πρώτων μηνών του 1973. Η διαβούλευση και η δημοκρατική λήψη αποφάσεων ήταν κυρίαρχα γνωρίσματα της αυτοδιαχείρισης των φυλακισμένων, και έγιναν ακόμη και εκλογές. Έτσι, ο ισχυρισμός πως ενώσεις φυλακισμένων όπως η NPRA είναι απλά παραδείγματα οχλοκρατίας μοιάζουν αβάσιμα. Στην εικόνα περί δημοκρατίας του DiIulio, οι τρόφιμοι γίνονται το «η πλευρά που δεν έχει μερίδιο» μιας πολιτικής δομής της φυλακής «πυρωμένης από το μίσος και που την κρύωσε η συγχώρεση».

Οι έννοιες της διακυβέρνησης , του αποκλεισμού και της δημοκρατικής λογοδοσίας που ορίζουν την θέση του DiIulio είναι χαρακτηριστικές αλλά περιορισμένες. Μια βασική δυσκολία είναι η περιορισμένη οπτική του DiIulio σχετικά με τη πολιτική διακυβέρνηση. Θεωρείστε τρεις διαστάσεις της άσκησης της εξουσίας. Πρώτα είναι η διακυβέρνηση, οι διαδικασίες για τη συλλογική απόφαση πως θα χρησιμοποιηθεί η εργασία και το κεφάλαιο. Αυτό μπορεί να διακριθεί από το έργο της διαχείρισης, την πραγματική δουλειά της χρήσης, ή διεύθυνσης, αυτής της εργασίας και του κεφαλαίου. Και τρίτη διάσταση είναι η νομική βάση του οργανισμού για να κυβερνά την εργασία και το κεφάλαιο μέσα στη δικαιοδοσία του. Ο DiIulio ενδιαφέρεται κυρίως για την δεύτερη έννοια της διακυβέρνησης, την διακυβέρνηση ως διαχείριση. Οι κρατούμενοι όμως στο Γουόλπολ, σε διάφορες περιστάσεις, προωθούσαν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και στις άλλες δυο διαστάσεις – επιδιώκοντας συμπερίληψη στις διαδικασίες που διανέμουν αγαθά στη φυλακή και, σε κάποιες περιπτώσεις, στην απόρριψη της ίδιας της νομιμότητας της κηδεμονίας.

Η συμμετοχή των τροφίμων, κατά την άποψη του DiIulio, έχει ένα σημαντικό χαρακτηριστικό κοινό με αυτό που οι κοινωνικοί θεωρητικοί, κατά τη τελευταία δεκαετία, έχουν καταλήξει να αποκαλούν νεοφιλελεύθερη ποινικότητα. Η νεοφιλελεύθερη ποινικότητα αναφέρεται στην ιδέα πως το κράτος πρέπει να βεβαιώσει την «ευθύνη, ικανότητα και αποτελεσματικότητα» στην διαχείριση του εγκλήματος ενώ  «δηλώνει και οργανώνει την ίδια του την ανικανότητα στο οικονομικό μέτωπο». Η λογική αυτή, σύμφωνα με τον Bernard Harcourt, είναι μια άδηλη προϋπόθεση στις σύγχρονες συζητήσεις για την πολιτική της φυλακής, και, πιο αμφιλεγόμενα, λειτουργούσε ως «συνθήκη πιθανότητας» για άνοδο του μαζικού εγκλεισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Στο Governing Prisons βλέπουμε μια παράλληλη διαμόρφωση, μια πολιτική κοινωνία ελεύθερα συνερχόμενων ατόμων  και μια αυταρχική κοινωνία της φυλακής αποτελούμενη από τους ατίθασους και παράλογους. Εδώ ωστόσο, το σημαντικό δεν είναι η «φυσική τάξη» που περιγράφεται από τον Harcourt που απλά δικαιολογεί τις οικονομικές πολιτικές της ελεύθερης αγοράς· αντίθετα, είναι μια γενικότερα έμφυτη δημοκρατική θεωρία κηδεμονίας, μια θεωρία χτισμένη στη λογική του δημοκρατικού αποκλεισμού και κοινών αναφοράς.

Ο στόχος μου δεν είναι απλά να πω πως το Γουόλπολ δείχνει μια ένταση μεταξύ του πραγματικού και του αντιπροσωπευόμενου, αν και οι φάκελοι των εθελοντών παρατηρητών ξεκάθαρα αποδεικνύουν περιγραφικές ανεπάρκειες στη φιλελεύθερη εκδοχή. Ούτε είναι ο στόχος μου να περιγράψω την τριβή μεταξύ μιας συγκεκριμένης εκδοχής και την εφαρμογή αυτής της μορφής, αν και η απόσταση μεταξύ των δυο σίγουρα μπορεί να μας πει σχετικά με τις δικές μας διαρκείς ταυτίσεις και συναισθηματικές προσκολλήσεις. Αντίθετα, αυτό που θέλω να τονίσω είναι πως η φιλελεύθερη εκδοχή μπορεί, δίχως αντιφάσεις, να παραλείψει από τη συζήτηση τις μορφές ανάγκης και πολιτικού αποκλεισμού που βιώνουν τα ανθρώπινα όντα πίσω από τους τείχους της φυλακής.

Αντίθετα από τη φιλελεύθερη εκδοχή, η ριζοσπαστική εκδοχή δεν ήταν ποτέ διατυπωμένη συστηματικά. Ωστόσο. Όπως θα αναλύσω παρακάτω. Οι κεντρικές της αρχές μπορούν να ανασκευαστούν από τις πρακτικές και τις παρατηρήσεις των κρατούμενων, των εθελοντών και του προσωπικού κατά τη διάρκεια της απεργίας. Σε απάντηση στις φιλελεύθερες εκδοχές, οι ριζοσπάστες προώθησαν μια συγκεκριμένη εικόνα της συμμετοχικής δημοκρατίας. Και όπως υποστηρίζω στο καταληκτικό μέρος [της εργασίας], η έλλειψη συστηματικής εκδοχής των πολιτικών βάσεων είναι πραγματικά μέρος αυτού που κάνει την ριζοσπαστική εκδοχή πολλά υποσχόμενη για την αποκάλυψη της σχέσης μεταξύ τιμωρίας και δημοκρατίας.

Η Ριζοσπαστική Εκδοχή

Αν επιστρέψουμε από την δεύτερη ερμηνεία της φράσης «οι τρόφιμοι διοικούν τη φυλακή» στη πρώτη, η αυτοδιεύθυνση των κρατούμενων μπορεί επίσης να γίνει κατανοητή ως επιβεβαίωση των «πολιτών σε μια κοινότητα που αναλαμβάνουν την ευθύνη για την αλλαγή των συνθηκών τους και την επίτευξη των δικών τους σκοπών». Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της NPRA αντιλαμβάνονται αυτό το συναίσθημα:

«’Θέλουμε να δούμε το Γουόλπολ να αλλάζει ώστε να είναι συμβατό με το έξω, μια κοινοτική φυλακή με αυτοδιεύθυνση, συμμετοχή των κρατούμενων και συνθήκες εργασίας όπως έξω’ είπε ο Robert Dellelo…. ‘Πρέπει να φέρουμε μαζί φύλακες και κρατούμενους και να δούμε με τι μπορούμε να ζήσουμε’…. ‘Δεν θέλουμε να διευθύνουμε τη φυλακή’, είπε ο Robert Dussault… ο ταμίας της NPRA και καταδικασμένος ληστής τραπεζών, ‘Θέλουμε απλά να έχουμε ένα λόγο στο πως λειτουργεί. Είναι το σπίτι μας’».

Με άλλα λόγια, το έξω και η φυλακή καταλαμβάνουν τον ίδιο πολιτικό και ηθικό χώρο. Μια κοινότητα είναι κοινότητα, είτε οι κάτοικοί της είναι κλεισμένοι μέσα είτε όχι. Και κάθε ομάδα σε μια κοινότητα αξίζει να έχει λόγο στο πως κυβερνιέται, επιπλέον η συμμετοχή στη φυλακή είναι ένα είδος πολιτικής εκπαίδευσης. «Άνθρωποι που δεν είχαν μπει μέσα ως ‘πολιτικοί’ κρατούμενοι», γράφει ο Howard Zinn, «που ήταν αυτό που ονομάζουμε κοινοί εγκληματίες, άρχισαν να εμφανίζονται επανενταγμένοι. Όχι όμως με το τρόπο που μιλά η κυβέρνηση περί επανένταξης».

Ενώ οι ιδιαιτερότητες της NPRA ή οι σκέψεις του Zinn σίγουρα δεν αντιπροσωπεύουν όλους τους εθελοντές παρατηρητές ή τους κρατούμενους, το γενικό πνεύμα των παρατηρήσεων τους είναι σύμφωνο με μια αναδυομένη ριζοσπαστική εκδοχή των γεγονότων στο Γουόλπολ. Στην εκδοχή αυτή η αυτοδιεύθυνση των φυλακισμένων είναι μια μορφή εφαρμοσμένης πολιτικής εκπαίδευσης, όπου κανείς αναπτύσσει την ικανότητα για περίπλοκες μορφές συμμετοχής με την εμπλοκή σε πιο βασικές συλλογικές πράξεις. Στο απόλυτο της, αυτή η λογική δείχνει προς τη πιθανότητα πως υψηλότερου επιπέδου συμμετοχή να ακυρώσει την ανάγκη για εγκλεισμό εντελώς, προσφέροντας ίσως ένα μονοπάτι προς την κατάργηση των φυλακών. Στη καρδιά της, η ριζοσπαστική εκδοχή είναι μια προέκταση της συμμετοχικής δημοκρατικής θεωρίας σε ένα άγνωστο και απίθανο θεσμό: μια φυλακή υψίστης ασφαλείας.

Το Participation and Democratic Theory της Carole Pateman μιλά και για την καινοτομία της ριζοσπαστικής εκδοχής και για όσα χρωστά στους θεωρητικούς της συμμετοχικής δημοκρατίας. Το αντικείμενο μελέτης της Pateman είναι φυσικά το εργοστάσιο, όχι η φυλακή. Ωστόσο η ανάλυση της Pateman εντοπίζει ικανοποιητικά το όραμα της αυτοδιεύθυνσης που παρουσιάστηκε από πολλούς τρόφιμους και εθελοντές στο Γουόλπολ. Γράφει:

«Η κοινωνία μπορεί να αντιμετωπιστεί ως αποτελούμενη από διάφορα πολιτικά συστήματα, η δομή και η εξουσία των οποίων έχει σημαντική επίπτωση στις ψυχολογικές ιδιότητες και στάσεις των ατόμων που αλληλοεπιδρούν μέσα τους· έτσι, για τη λειτουργία  της δημοκρατικής πολιτείας σε εθνικό επίπεδο, οι αναγκαίες ιδιότητες στα άτομα μπορούν να αναπτυχθούν μόνο μέσα από τον εκδημοκρατισμό των δομών εξουσίας σε όλα τα πολιτικά συστήματα».

Περιγραφές των εθελοντών παρατηρητών για τις προσπάθειες αφύπνισης της BANTU, τις ικανότητες που αναπτύχθηκαν στις διάφορες επιτροπές, και την πολιτική δεξιότητα που γεννήθηκε από το βόμβο της διαρκούς πολιτικής κουβέντας στον πληθυσμό των κρατούμενων, μοιάζουν όλα τους να συμφωνούν με αυτή τη προσέγγιση. Αν δεχτεί κανείς την ιδέα της φυλακής ως πολιτικό σύστημα (ή σύμφωνα με τα λόγια του DiIulio, «μια συνταγματική κυβέρνηση»), η υποστήριξη της Pateman για δημοκρατία στη βιομηχανία ανήκει στην ίδια κατηγορία όπως το κάλεσμα της NPRA για αυτοδιεύθυνση των φυλακισμένων. Επιπλέον η ομοιότητα μεταξύ της γλώσσας που χρησιμοποιεί η Pateman και εκείνη των κρατούμενων και των εθελοντών στο Γουόλπολ είναι εντυπωσιακή, ίσως επειδή η κάθε μια πιάστηκε από ένα καίριο σημείο του δημοκρατικού πνεύματος των τελών της δεκαετίας του 1960 και των αρχών εκείνης του 1970.

Υπάρχουν όρια, ωστόσο, στον ορισμό της μέγιστης συμμετοχής ως οδηγού για τη δημοκρατική μεταρρύθμιση της πειθάρχησης. Από την μια, ένα σημαντικό μάθημα από το Γουόλπολ είναι πως η συμμετοχή είναι εργαλείο διαιχείρισης, ένα εργαλείο για την επίτευξη διάφορων πολιτικών σκοπών για το άτομο και τους άλλους. Επιπλέον, τα αρχεία των παρατηρητών υπογραμμίζουν πως οι αποκλεισμοί που πιθανώς διορθώθηκαν από την αυξημένη συμμετοχή μπορούν να είναι εσωτερικά περίπλοκοι. Πάρτε για παράδειγμα την διαμεσολαβημένη ανακωχή μεταξύ των διάφορων φραξιών μέσα στο πληθυσμό των κρατούμενων. Η ανακωχή, στην ουσία, μεταμόρφωσε το κώδικά των έγκλειστων και τις διχαστικές φυλετικές πολιτικές σε ένα θεμέλιο για μια νέα πολιτική τάξη, τοποθετημένη μέσα στην υπάρχουσα τάξη της φυλακής. Ωστόσο, η προτροπή για «να κρατηθεί το σπίτι του καθενός καθαρό» με το διωγμό των πληροφοριοδοτών και των κακοποιητών παιδιών δείχνει πως οι δημοκρατικοί αποκλεισμοί έχουν επαναλαμβανόμενο ή αναδρομικό χαρακτήρα. Δηλαδή, μια δεδομένη εξαίρεση έχει το παράξενο γνώρισμα πως ορίζεται με όρους μιας απλούστερης, μικρότερης εκδοχής του ίδιου. Αν σκεφτούμε γύρω από την τάξη παρία των σεξουαλικών παραβατών συγκεκριμένα, άλλα έργα τονίζουν πως οι κοινότητες των σεξουαλικών παραβατών ήταν επίσης διαιρεμένες εσωτερικά κατά θέση, με εκείνους που διαπράττουν παραβάσεις που περιλαμβάνουν παιδιά να καταλαμβάνουν το κατώτερο επίπεδο. Το αποκλεισμένο τμήμα της πολιτικής τάξης μπορεί, το ίδιο, να έχει αποκλεισμούς  που ορίζουν τη μορφή και τη δομή αυτού του τμήματος.

Τα αρχεία των εθελοντών παρατηρητών φέρνουν στο φως ένα ακόμη ψεγάδι στην κλασική άποψη της συμμετοχικής δημοκρατίας. Θεωρητικοί όπως η Pateman προσφέρουν μια εικόνα χτισίματος του εαυτού πάνω σε μια μεθοδολογική ατομιστική οντολογία. Δηλαδή, ένας κόσμος στον οποίο το άτομο είναι το βασικό δομικό κομμάτι της κοινωνίας, ένα κοινωνικό σύμπαν τα άτομα του οποίου είναι παράγοντες με ικανότητες και προτιμήσεις. Όσοι δουλεύουν σε αυτή την οντολογική κατηγορία μπαίνουν στο πειρασμό να γράψουν πως διάφορες δυνάμεις. Είτε εσκεμμένα είτε τυχαία, συνωμότησαν για να πραγματώσουν μια προϋπάρχουσα ικανότητα για συμμετοχή μέσα στον πληθυσμό των κρατούμενων στο Γουόλπολ. Ο Zinn δίνει μια λογική εκδοχή αυτής της οπτικής. Ωστόσο, αυτή η άποψη παράγει δυο εννοιολογικές δυσκολίες.

Η πρώτη εννοιολογική δυσκολία είναι η παρακάτω: δεν μπορεί κανείς να θέσει κηδεμονευόμενους ως αυτόνομους παράγοντες όταν είναι η ίδια η αυτονομία, πιθανή ή πραγματική, των κηδεμονευόμενων που είναι υπό αμφισβήτηση στη φιλελεύθερη εκδοχή. Η επέκταση της συμμετοχικής δημοκρατικής θεωρίας στη φυλακή καταλήγει στη δημιουργία ερωτηματικών. Με άλλα λόγια, το κεντρικό πρόβλημα είναι πως η ατομιστική, ατομική αντίληψη της αυτενέργειας αποκλείει την διερεύνηση της κατασκευής και την εμφάνιση των πραγματικών ανθρώπων και οργανισμών που αναφέρουμε με τον όρο αυτενεργός παράγοντας. Ως εναλλακτική, κάποιος μπορεί να αντιμετωπίζει ως φαντασίωση την ιδέα πως ο καθένας από εμάς αποκτά και χάνει χαρακτηριστικά στη διάρκεια της ζωής – φιλοδοξία, διαφθορά, ευφυΐα, φιλανθρωπία – ενώ παραμένει σε κάποιο επίπεδο ο ίδιος, η ψυχή του. Τα ιδρύματα εγκλεισμού, για να δανειστώ μια φράση του Erving Goffman, είναι «πιεστικά σπίτια για την αλλαγή ανθρώπων» και «το καθένα είναι φυσικό πείραμα πάνω στο τι μπορεί να γίνει στον εαυτό». Αντιμετωπίζοντας τον «εαυτό» σε μια «αυτοδιεύθυνση» φυλακισμένων ως αποτέλεσμα ενός κουβαριού ιστορικών και οργανωτικών διαδικασιών αντί ως λανθάνων γνώρισμα του πολιτικού κόσμου ανοίγει μια γραμμή έρευνας που διαφορετικά θα ήταν αγνοημένη ή αποκλεισμένη.

Το δεύτερο εννοιολογικό κουβάρι, που έχει σχέση με το πρώτο, αφορά την έννοια της ικανότητας. Ένα βασικό γνώρισμα της άποψης της Pateman είναι ο ολισμός της, η αναγνώριση του πως οι ανθρώπινες ικανότητες σχηματίζονται διαϋποκειμενικά και σε αλληλεπίδραση με το κόσμο. Είναι ξεκάθαρο πως η NPRA, για παράδειγμα, δεν θα ήταν σε θέση να κυβερνήσει, και ο πληθυσμός των κρατούμενων δεν θα ήταν κυβερνήσιμος, δίχως μια σειρά από προηγούμενες εμπειρίες συλλογικής διαμαρτυρίας και την ακούραστη δουλειά για τη δημιουργία συνείδησης από εξωτερικούς ακτιβιστές. Ωστόσο, αυτός ο ολισμός συνοδεύεται από μια πολύπλοκη υπόθεση πως όλα τα αυτενεργά άτομα έχουν την δυνατότητα να είναι ολοκληρωμένοι συμμετέχοντες στην διαδικασία λήψης αποφάσεων, η υπόθεση αυτή είναι περίπλοκη επειδή, σε κάποιες περιπτώσεις, εμπεριέχει την παρουσίαση την δυνατότητα ως α-ιστορικο γνώρισμα της ανθρώπινης αυτενέργειας, αντί ως το προϊόν μιας ιστορικής διαδικασίας. «Αν είμαστε σοβαροί σχετικά με την επανένταξη, πρέπει να αναπτύξουμε ένα νέο σύνολο από προσδοκίες, βλέποντας τους φυλακισμένους όχι ως έγκλειστους, υποταγμένους και εξημερωμένους· αλλά ως ανθρώπινα όντα που είναι ικανά για ανάληψη της πλήρους ανθρώπινης ευθύνης για τις ζωές τους και τις πράξεις τους».

Αυτή η παρατήρηση, ωστόσο, υπονοεί την ανάγκη για μια θεωρητική αναθεώρηση, όχι ξεκάθαρη απόρριψη. Η επίκληση στην ανθρωπιά πάνω από τη ζωικότητα από την ad hoc επιτροπή μπορεί να αναφέρεται σε ένα απεριόριστο ή ορισμένο σύνολο από απραγματοποίητες ικανότητες. Η τελευταία διατύπωση, η πιθανότητα ως ορισμένο σύνολο πιθανών ικανοτήτων, είναι πιο εφικτό· οι πιθανές ικανότητες, όπως οι υπαρκτές ικανότητες, περιορίζονται από το ιστορικό πλαίσιο. Για παράδειγμα, μια σειρά απεργιών μικρότερης κλίμακας από τους φυλακισμένους μέσα στη φυλακή επέτρεψε συλλογική μάθηση, την παραγωγή γνώσης για τη πιθανή μορφή και σκοπό της απάντησης τόσο των φυλακισμένων όσο και του προσωπικού στην διαμαρτυρία που έγινε πολύτιμη στη διάρκεια της αποχής.

Δημοκρατικές Βάσεις

Αυτό που κάνει δυνατή την επέκταση της απόλυτης χειραφέτησης της συμμετοχικής δημοκρατίας στις φυλακές εφικτή, ακόμα και ελκυστική, είναι πως όλες οι πλευρές, και όλες οι ικανότητες, που αφορούν μια δεδομένη διαδικασία λήψης αποφάσεων είναι (ή μπορούν να είναι) γνωστές. Ως συνέπεια αυτής της υπόθεσης, ωστόσο, η καθολική συμπερίληψη παραδόξως προκαλεί την εμφάνιση αυτού που ο  Jacques Rancière αποκαλεί ως «σφάλμα μέτρησης». Όπως δείχνει με σαφήνεια η εμφάνιση, η εδραίωση και η διάλυση του σωματείου των φυλακισμένων στο Γουόλπολ, υπάρχει κενό μεταξύ της πλευράς σε μια δεδομένη διαφωνία και του τμήματος της κοινωνίας που αντιπροσωπεύει αυτή η πλευρά. Η πολιτική σε γενικές γραμμές αφορά την υπέρβαση αυτού του χάσματος, και διαφορετικοί παράγοντες, ατομικοί και συλλογικοί, εμφανίζονται και εξαφανίζονται στη πορεία ενός συγκεκριμένου πολιτικού αγώνα. «Η εμφάνιση», γράφει ο Rancière, «ιδιαίτερα η πολιτική εμφάνιση, δεν καλύπτει την πραγματικότητα αλλά στην πράξη την θρυμματίζει, εισάγει αμφιλεγόμενα αντικείμενα μέσα της, αντικείμενα που ο τρόπος παρουσίασης δεν είναι ομογενής με το τυπικό τρόπο ύπαρξης των αντικειμένων που αναγνωρίζονται με το τρόπο αυτό». Προτείνοντας ένα κόσμο όπου όλοι οι παράγοντες ήδη περιλαμβάνονται, ο καθολικός χειραφετισμός της συμμετοχικής δημοκρατίας παραμερίζει τη συζήτηση για τους «μηχανισμούς της εμφάνισης» όπου οι παράγοντες αναγνωρίζονται ως δημιουργοί πολιτικών αξιώσεων.

Η πρόκληση αυτή αποκαλύπτει μια μη αναγνωρισμένη συγγένεια μεταξύ συμμετοχικής δημοκρατίας  και της φιλελεύθερης άποψης που περιεγράφηκε νωρίτερα. Η κάθε μια προσπαθεί να αντιπροσωπεύσει και να εκφράσει ένα κόσμο διαφοράς μέσω ρητορικής· ένα κόσμο διαμαρτυριών, πειραματικών προγραμμάτων αντιμετώπισης και καθημερινής βίας των φυλακών· ένα κόσμο από πολλές Γουόλπολ που περιστρέφει και κλειδώνει αυτό που εννοείται από τον όρο δημοκρατικός συμμετέχοντας. Και η κάθε μια προστατεύει μια συγκεκριμένη εικόνα της δημοκρατίας, της αυτοκυβέρνησης, με το να επικαλείται ένα έμφυτο χαρακτηριστικό της πολιτικής τάξης. Για τον DiIulio, αυτό το έμφυτο γνώρισμα είναι ο δημοκρατικός αποκλεισμός· για τους συμμετοχικούς δημοκράτες όπως η Pateman, είναι η καθολική συμπερίληψη.

Στη χειρότερη τους, η φιλελεύθερη και η συμμετοχική άποψη δεν είναι μεταβλητέςσ· ξέρουν τα συμπεράσματα τους πριν ξεκινήσουν, στηρίζοντας κρυφά τη θέση τους, μπλοκάροντας αντιρρήσεις, προσπαθώντας να είναι ακλόνητες. Και στη καλύτερη τους, οι απόψεις αυτές μειώνουν την πολιτική της συμμετοχής στην επίλυση κάποιας αντίφασης ή την αναπαράσταση κάποιας «βαθιάς ανάγκης» της πολιτικής τάξης. Πως οι εγκληματίες δεν έχουν δικαίωμα σε πλήρη χάρτα δικαιωμάτων. Πως η ικανότητα για πλήρη συμμετοχή υπάρχει εν δυνάμει  σε όλα τα όντα. Αυτό που παραλήφθηκε στην επίκληση προς έμφυτα γνωρίσματα του πολιτικού κόσμου είναι μια ανοιχτότητα στη καινοτομία στη δημοκρατική πολιτική. Η ριζοσπαστική εκδοχή προσφέρει μια λογική εναλλακτική σε αυτό το αναλυτικό αδιέξοδο.

Μια από τις βασικές διεκδικήσεις που έγιναν από αυτούς στο Γουόλπολ ήταν πως η δημοκρατία δεν έπρεπε να περιοριστεί σε συζητήσεις του ποιος πρέπει να υπολογίζεται ως συμμετέχων αλλά θα έπρεπε να επεκταθεί σε νέες κατανοήσεις του τι σημαίνει ισότητα, ποιος την διαθέτει, και που και πως μπορεί να ασκηθεί. Με μια λέξη, η ριζοσπαστική εκδοχή της αυτοδιεύθυσνης είναι ένα όραμα συμμετοχικής δημοκρατίας που δεν είναι ούτε ιδρυματική, ούτε αντι-ιδρυματική, αλλά μη-ιδρυματική. Τονίζει την ιδέα πως η συμμετοχή δεν είναι πρωταρχική κινητήρια δύναμη για τη δημοκρατική κοινωνία, αλλά ένα εντοπισμένο επίτευγμα συνδεδεμένο και αλληλένδετο με ένα ευρύτερο σύνολο κοινωνικών διεργασιών. Και το σημαντικότερο, πως το νόημα αυτού του επιτεύγματος συνδέεται με τις αφηγήσεις που λέμε σχετικά με τη δημοκρατία. Πράξεις όπως απλές καταμετρήσεις των πτερύγων και η διατήρηση των πατωμάτων καθαρών μπορεί να είναι ταυτόχρονα αναπόσπαστα σε μια φιλοσοφία αυτοδιεύθυνσης και σε μια αυταρχική θεωρία για την διαχείριση της φυλακής. Το ριζοσπαστικό συμμετοχικό όραμα στο Γουόλπολ προσφέρει μια γραμμή έρευνας, όχι ένα σύνολο απαντήσεων: μια έρευνα στις μορφές δημοκρατίας που είναι κατάλληλες για ένα κόσμο όπου τα όρια του δήμου είναι ρευστά· μια έρευνα στις δυνατότητες που στη συνέχεια αναγνωρίζουμε ως αντιδραστικές ή επαναστατικές.

Αν και τα γεγονότα που εξέτασα εδώ έρχονται από τη δεκαετία του 1970, η διαμάχη πάνω στο νόημα τους είναι επίκαιρο για τη πολιτική της τωρινής μεταρρύθμισης των φυλακών. Απόψεις γύρω από την αντιμετώπιση και έλεγχο να πατά τη δημοκρατική γραμμή της φιλελεύθερης εκδοχής· «Η ανθρωπιά των κρατούμενων τους δίνει το δικαίωμα σε κάτι άλλο: ένα μέτρο κατανόησης, και το έλεος που απορρέει από ένα σύστημα δικαιοσύνης που οι διευθυντές του θυμούνται πως και αυτοί μπαίνουν στο πειρασμό να κάνουν κακό, και συχνά υποκύπτουν στο πειρασμό». Παρόμοια, τα δικαιώματα των φυλακισμένων και των ακτιβιστών για τη κατάργηση των φυλακών σιωπηρά απευθύνεται στον αυστηρό χειραφετισμό της συμμετοχικής δημοκρατίας· «Αν θέλουμε να κάνουμε περισσότερα από το να τερματίσουμε απλά το μαζικό εγκλεισμό – αν θέλουμε να βάλουμε ένα τέλος  στην ιστορία της φυλετικής κάστας στην Αμερική – πρέπει να αρνηθούμε τις φυλετικές δωροδοκίες, να ενώσουμε τα χέρια με ανθρώπους όλων των φυλών που δεν ικανοποιούνται να περιμένουν η αλλαγή να στάξει προς τα κάτω, και να πούμε σε εκείνους θα σταθούν στο δρόμο μας: Δεχτείτε μας όλους ή κανένα». Η Angela Davis γράφει σε ένα πρόσφατο έργο πως «επικίνδυνα όρια έχουν τεθεί στην ίδια την δυνατότητα της επινόησης εναλλακτικών. Τα ιδεολογικά όρια πρέπει να αμφισβητηθούν. Πρέπει να ξεκινήσουμε να σκεφτόμαστε με διαφορετικούς τρόπους. Το μέλλον μας κινδυνεύει. Αυτά τα όρια, τα όρια μας, τα έχουμε κληρονομήσει από τον αγώνα των προηγούμενων γενιών για την μεταρρύθμιση των φυλακών. Θαμμένες μέσα στην ιστορία αυτού του αγώνα είναι ένα σύνολο από φιλοσοφικές πηγές για την αναζωογόνηση ενός διαλόγου για την συμμετοχική δημοκρατία και τιμωρία.

 

Δείτε: Three Thousand Years and Life (1973) ντοκιμαντέρ που μιλά για την NPRA και για τα γεγονότα στη φυλακή του Γουόλπολ

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com