Έχει αποδειχτεί με επιτυχία πως η κάλυψη των μαζικών μέσων ομάδων κοινωνικής διαμαρτυρίας τείνει να «περιθωριοποιεί» ομάδες που αμφισβητούν την κυρίαρχη δομή εξουσίας. Οι απεικονίσεις της δημόσιας γνώμης γύρω από ομάδες διαμαρτυρίας μπορεί να είναι ιδιαίτερα ισχυρά σύμβολα περιθωριοποίησης. Η έρευνα έχει δείξει πως οι αντιλήψεις ενός ατόμου για την κοινή γνώμη  επηρεάζει συμπεριφορές όπως: αποδοχή προκατειλημμένων συμπεριφορών· προθυμία να στηρίξουν δημόσια μια πολιτική στάση· και ακόμη και απλές αντιληπτικές αποφάσεις. Οι έρευνες αυτός υπογραμμίζουν την δυνητική δύναμη της κοινής γνώμης και κατά συνέπεια προκαλούν ερωτήματα για το πως αντιλήψεις κοινής γνώμης επικοινωνούνται στην κάλυψη ομάδων διαμαρτυρίας από τις ειδήσεις.

Οι περισσότερες μελέτες της χρήσης της κοινής γνώμης στην ειδησεογραφική κάλυψη έχουν εστιάσει σε αναφορές δημοσκοπήσεων της κοινής γνώμης. Για παράδειγμα πολλές έρευνες εξετάζουν την χρήση και την επιρροή των αναφορών των δημοσκοπήσεων στα μέσα. Ενώ η χρήση των δημοσκοπήσεων γνώμης είναι σημαντικό πεδίο μελέτης, η κοινή γνώμη αντιπροσωπεύεται με άλλους τρόπους που δεν έχουν ερευνηθεί τόσο διεξοδικά.

Η κοινή γνώμη ενσωματώνεται στην ειδησεογραφική κάλυψη σε δύο επίπεδα: περιγραφές της δημόσιας γνώμης  στο μικροπεριγραφικό επίπεδο και γενικές αντιλήψεις της κοινής γνώμης στο μακροεννοιολογικό επίπεδο. Η παρούσα μελέτη της κάλυψης τριών αναρχικών πορειών από καθιερωμένα και εναλλακτικά μέσα εξετάζει τη χρήση τεσσάρων τύπων περιγραφής της κοινής γνώμης, σε μικροπεριγραφικό επίπεδο: (1) υποθέσεις  για την κοινή γνώμη, (2) απεικονίσεις των παραβιάσεων των κοινωνικών κανόνων και (3) των κοινοτικών νόμων, και (4) απεικονίσεις των περαστικών θεατών ως συμβόλων της κοινής γνώμης. Η ανάλυση στη συνέχεια προχωρά στο μακροεννοιολογικό επίπεδο ώστε να αντληθούν οι γενικές υποκείμενες αντιλήψεις περί κοινής γνώμης που είναι έμφυτες στις καλύψεις των αναρχικών διαμαρτυριών στα καθιερωμένα και εναλλακτικά μέσα.

Το Δημοσιογραφικό Παράδειγμα για την Κοινωνική Διαμαρτυρία

Ένα από τα κλειδιά για το αν μια ομάδα διαμαρτυρίας είναι «απομονωμένη» ή «αποδεκτή» από την ευρύτερη κοινωνία είναι η αντιμετώπιση των διαμαρτυρόμενων από τα μαζικά μέσα. Αυτή η αντιμετώπιση είναι σε μεγάλο βαθμό διαμορφωμένη από ένα τυποποιημένο δημοσιογραφικό παράδειγμα για την κάλυψη κοινωνικών διαμαρτυριών. Οι δημοσιογράφοι εκπαιδεύονται στο να εστιάζουν στις πράξεις, την σύγκρουση και ιδιαίτερα στην βία των διαμαρτυριών. Συχνά, ή έμφαση σε υπερβολικές πράξεις επισκιάζει τα ζητήματα που θέτουν οι διαδηλωτές.

Η τάση των δημοσιογράφων να αναζητούν το «ασυνήθιστο» είναι πολύ εμφανής στην κάλυψη της διαμαρτυρίας. Η κάλυψη εστιάζει προς τα άτομα που επιδεικνύουν την πιο ακραία εμφάνιση και συμπεριφορές. Στη διαδικασία αυτή, οι διαδηλωτές συχνά χαρακτηρίζονται ως πολύ πιο «αποκλίνοντες» από το καθιερωμένο από ότι πραγματικά είναι.

Οι δημοσιογράφοι εκπαιδεύονται να αναζητούν τις απόψεις των «επίσημων» θεσμικών εκπροσώπων/ ως αποτέλεσμα, η κάλυψη των διαμαρτυριών υιοθετεί «επίσημους» ορισμούς  της κατάστασης διαμαρτυρίας  με την εστίαση σε ερωτήματα όπως της «νομιμότητας των πράξεων» αντί της «ηθικής των ζητημάτων». Έτσι η κάλυψη νομιμοποιεί την επίσημη αρχή και περιθωριοποιεί τις ριζοσπαστικές ομάδες διαμαρτυρίας.

Οι μιντιακοί χαρακτηρισμοί της κοινής γνώμης είναι προϊόν αυτού του δημοσιογραφικού παραδείγματος  και έτσι συμβάλλουν μάλλον στην στήριξη της εξουσίας. Όπως γράφει ο Edelman: «Αντί να χαλιναγωγεί ένα καθεστώς, η ‘κοινή γνώμη’ ως σύμβολο μεγεθύνει την επίσημη άποψη με το να δεσμεύει την πιθανή αντίθεση». Στην ουσία οι χαρακτηρισμοί που αποδίδουν τα μέσα στην κοινή γνώμη για τις ομάδες διαμαρτυρίας, για τις απόψεις και τις πράξεις τους, είναι δυνητικά κατευθυντήριες γραμμές με έντονη επιρροή που περιορίζουν την ανάπτυξη ριζοσπαστικών μέσων τόσο με την αμφισβήτηση της νομιμότητας της ομάδας διαμαρτυρίας και συμβάλλοντας στο φόβο απομόνωσης των μελών των ομάδων και των πιθανών οπαδών.

Η Κοινή Γνώμη στο Μικροπεριγραφικό Επίπεδο

Στο μικροπεριγραφικό επίπεδο, η έννοια της κοινής γνώμης ενσωματώνεται συνεχώς στα ρεπορτάζ των ειδήσεων. Στην πιο εμφανή μορφή της, η κοινή γνώμη φανερώνεται από τον όλο και μεγαλύτερο αριθμό δημοσκοπήσεων στις ειδήσεις. Οι αναφορές στα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων είναι ξεκάθαρες απεικονίσεις της κοινής γνώμης. Μπορεί να συμβάλλουν άμεσα σε εκτιμήσεις της φύσης της κοινής γνώμης και έτσι να έχουν επίδραση στην δημόσια πολιτική. Ωστόσο, οι δημοσκοπήσεις σπάνια χρησιμοποιούνται στην κάλυψη της κοινωνικής διαμαρτυρίας. Απεικονίσεις της κοινής γνώμης  στην κάλυψη διαμαρτυριών εμφανίζονται πιο συχνά μέσα από ανεπίσημες απεικονίσεις της κοινής γνώμης.

Οι ανεπίσημες υποθλέσεις της κοινής γνώμης παίρνουν μια σειρά από μορφές. Πρώτα, σε προφανή παραβίαση των κανόνων της αντικειμενικότητας, οι δημοσιογράφοι συχνά κάνουν γενικές υποθέσεις που περιγράφουν την κοινωνική κοινή άποψη. Αυτό φαίνεται από την χρήση φράσεων όπως «η εθνική διάθεση», «το κοινό αίσθημα» ή «οι περισσότεροι άνθρωποι αισθάνονται».

Μια δεύτερη μορφή περιγραφής είναι η επίκληση κοινωνικών νορμών. Οι ειδήσεις συχνά περιέχουν σχόλια για την έκταση στην οποία ιδέες, πράξεις ή εμφανίσεις συμμορφώνονται με ή παραβιάζουν κοινωνικές νόρμες, υποδεικνύοντας έτσι τα όρια της τυπικής κοινής γνώμης. Η χρήση κοινωνικών νορμών έχει αποδειχτεί πως είναι σημαντική για την αναγνώριση αποκλίνουσας συμπεριφοράς.

Τρίτο, στο βαθμό που οι νόμοι αντιπροσωπεύουν μια κωδικοποιημένη κοινή άποψη, οι μιντιακές απεικονίσεις δράσεων που τηρούν ή παραβιάζουν κοινοτικούς νόμους αποτελούν εφαρμογές της κοινής γνώμης. Η διάκριση νομικών παραβάσεων, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις πολιτικής ανυπακοής, είναι συχνά ζήτημα ερμηνείας που προσφέρεται από δημοσιογράφους και τις πηγές τους.

Τέλος, οι ειδήσεις συχνά χρησιμοποιούν περαστικούς θεατές για να σχολιάσουν πάνω στις διαμαρτυρίες. Ο τρόπος που οι περαστικοί θεατές αξιοποιούνται συνήθως χρησιμεύει ως μια παρομοίωση της κοινής γνώμης, παρόμοιο με το «χορό» του ελληνικού δράματος όπως περιέγραψε ο Back.

Σε κάποιο βαθμό, αυτοί οι τέσσερις τύποι υπόθεσης της κοινής γνώμης μπορούν να επηρεάσουν τις αντιδράσεις του ακροατηρίου στα ζητήματα και τις πράξεις της διαμαρτυρίας, υποδεικνύοντας τί είναι τυπικό και τι θεωρείται αποκλίνον.

Η Κοινή Γνώμη στο Μακροεννοιολογικό Επίπεδο

Για να απομονώσουμε μακροεννοιολογικούς προσανατολισμούς της κοινής γνώμης μέσα στη κάλυψη των ειδήσεων, οι εναλλακτικές αντιλήψεις της κοινής γνώμης πρέπει να διαφοροποιηθούν. Οι Hennessy και Herbst αναλύουν τρεις εναλλακτικές αντιλήψεις της κοινής γνώμης: (1) η κοινή γνώμη ως αθροιστική ατομική γνώμη όπως λίγο πολύ μετράτε από τις δημοσκοπήσεις της κοινής γνώμης· (2) η κοινής γνώμη ως οι ενεργές προσπάθειες ομάδων και ατόμων να επηρεάσουν την δημόσια πολιτική· (3) η «γενική θέληση» ή «zeitgeist» που λειτουργεί ως έκφραση κοινών  πιστεύω και ηθικών αξιών κάποιας κοινωνικής ομάδας.

Ιστορικά, η πιο κοινή εννοιολογικοποίηση της κοινής γνώμης στην έρευνα της μαζικής επικοινωνίας ήταν η πρώτη από τις τρεις οπτικές. Η προβολή των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων και η σημαντική ανάπτυξη των μεθόδων έρευνας και της τεχνολογίας από τη δεκαετία του 1930 συμβάλλουν στο προσανατολισμό της κοινής γνώμης στο «ένα άτομο, μια ψήφος». Στην πιο απλουστευτική  του μορφή, αυτή η άποψη αγνοεί τις ατομικές διαφορές στην διατήρηση γνώμης λκαι την σημασία τωης ταύτισης με κοινωνική ομάδα.

Η δεύτερη άποψη για την κοινή γνώμη, ριζωμένη σε ένα πλουραλιστικό πολιτικό προσανατολισμό, οραματίζεται την κοινή γνώμη ως τη σύγκρουση των ομάδων συμφερόντων στην πολιτική αρένα. Αντίθετα με την πρώτη άποψη, αυτή η σύλληψη, που περιγράφεται από τον Blumer, δεν αντιμετωπίζει  ισότιμα την γνώμη κάθε ατόμου.  Οι ομάδες συμφερόντων οργανώνουν πόρους για να αντιπροσωπεύσουν κοινά συμφέροντα και έτσι να αυξήσουν την επιρροή των μελών της ομάδας πάνω στην δημόσια πολιτική. Τελικά, αυτή η εικόνα της κοινής γνώμης ενδιαφέρεται με την επίπτωση τέτοιων αθροίσεων στα ζητήματα κοινωνικού ενδιαφέροντος.

Η τρίτη άποψη αντιμετωπίζει την κοινή γνώμη ως ένα σύνολο κοινών νορμών, αξιών και πίστεων στην κοινωνία. Η κοινωνική ομοφωνία, η οποία είναι αντίστοιχη με την καθιερωμένη κοινή γνώμη, αποτελεί ένα σύστημα κοινωνικού ελέγχου που εξυπηρετεί την διατήρηση της κοινωνικής τάξης. Αυτό το σύστημα έχει ενσωματωμένα κίνητρα και ποινές που ενθαρρύνουν την συμμόρφωση με τις κοινωνικές νόρμες. Εν συντομία, αυτή η άποψη αντιλαμβάνεται την κοινή γνώμη  ως ένα σύνολο κοινωνικών νορμών και αξιών που επιβάλλονται από ένα σύστημα κοινωνικού ελέγχου.

Οι πρώτες δυο αντιλήψεις για τη κοινή γνώμη υποθέτουν πως η σύγκρουση είναι ενσωματωμένη στην μελέτη των ζητημάτων. Στην πρώτη άποψη, αναμένεται πως θα υπάρχει μια κατανομή οπτικών, συνήθως αντιπροσωπευόμενη από ποσοστά που είναι υπέρ ή κατά μιας συγκεκριμένης θέσης. Στην δεύτερη άποψη, ο ίδιος ο ορισμός της κοινής γνώμης υποθέτει σύγκρουση. Αν δεν υπήρχε σύγκρουση πάνω στους πόρους, δεν θα υπήρχε λόγος για το σχηματισμό των ομάδων ούτε κάποια αντίδραση για τις επιπτώσεις των αποφάσεων για την δημόσια πολιτική.

Χρησιμοποιώντας την οπτική της κοινής γνώμης ως κοινωνικής ομοφωνίας, οι απεικονίσεις της κοινής γνώμης μπορεί να αντιμετωπιστούν ως μηχανισμοί κοινωνικού ελέγχου. Αναφορές της κοινής γνώμης ενισχύουν το όριο μεταξύ του αποδεκτού και του απαράδεκτου στην κοινωνία. Για παράδειγμα, στην πολιτική αρένα, περιγράφοντας το εκλογικό αποτέλεσμα πως είναι 51% υπέρ του Bush, 42% υπέρ του Dukakis και 7% αναποφάσιστους μπορεί να μεταφέρει πως οι εναλλακτικές τρίτων κομμάτων είναι απαράδεκτες ή τουλάχιστον εκτός ορίων σοβαρής σκέψης. Στην περίπτωση της ψήφου, η ανυπακοή των κοινωνικών νορμών είναι ιδιωτική συμπεριφορά. Είναι λογικό πως οι κίνδυνοι που συσχετίζονται με την παραβίαση των νορμών να είναι πολύ μεγαλύτερη όταν η ανυπακοή είναι δημόσια όπως στη περίπτωση της κοινωνικής διαμαρτυρίας.

Το βασικό σώμα της έρευνας που έχει ερευνήσει τον ρόλο της κοινής γνώμης ως κοινωνικού ελέγχου είναι η θεωρία της «Σπείρας της Σιωπής». Αυτή η θεωρία αναφέρει πως τα άτομα μελετούν συνεχώς το περιβάλλον τους, περιλαμβανόμενων των μαζικών μέσων, για ενδείξεις κοινής γνώμης για διάφορα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, γεγονότα και ομάδες. Η αντίληψη της κοινής γνώμης λέγεται πως επηρεάζει τη προθυμία να εκφράσει απόψεις ιδιαίτερα σε καταστάσεις όπου τέτοιες γνώμες μπορεί να οδηγήσουν κάποιον να αισθάνεται κοινωνικά απομονωμένος. Η θεωρία της «Σπείρας της Σιωπής» υποστηρίζεται από μελέτες κοινωνικής ψυχολογίας οι οποίες δείχνουν την ισχύ της ομαδικής πίεσης να προκαλέσει συμπεριφορική συμμόρφωση.

Η δημόσια ορατότητα της κοινωνικής διαμαρτυρίας μπορεί να κάνει τους διαδηλωτές περισσότερο ευάλωτους στο φόβο της απομόνωσης. Όταν η ομάδα διαμαρτυρίας αντιπροσωπεύει μια μικρή μειοψηφία, κριτική των καθιερωμένων και στη περιφέρεια του πολιτικού φάσματος, η πίεση για κοινωνικό έλεγχο μπορεί να αποτρέψει την συμμετοχή πιθανών ενδιαφερόμενων στην ομάδα διαμαρτυρίας με την ενίσχυση του φόβου αποκλεισμού.

Μέθοδοι

Η παρούσα έρευνα της χρήσης μικροπεριγραφικών και μακροεννοιολογικών μορφών της κοινής γνώμης αναλύει την ειδησεογραφική κάλυψη τριών αναρχικών πορειών στην πόλη της Μινεάπολις των ΗΠΑ, στη Μινεσότα. Οι πρώτες δυο πορείες, που πραγματοποιήθηκαν στις 18 Οκτωβρίου 1986 και στις 22 Ιουνίου 1987, ήταν παρόμοιες σε χαρακτήρα. αυτές οι πορείες που οι αναρχικοί ονόμασαν «War Chest Tours», θεωρούνταν μια συνεχής σειρά από συμβολικές διαδηλώσεις μπροστά από το δημαρχείο της Μινεάπολις και εταιρικά γραφεία. Η συμβολική πράξη ήταν σχεδιασμένες για να τονίσουν την κριτική που οι αναρχικοί ασκούσαν  εναντίον της υπάρχουσας δομής εξουσίας. Για παράδειγμα, χαρτονομίσματα δολαρίων κάηκαν έξω από μια τοπική τράπεζα για να υπογραμμιστεί η αναρχική κριτική στον εταιρικό καπιταλισμό. οι αναρχικοί διένειμαν φυλλάδια τα οποία εξηγούσαν την συμβολική σημασία κάθε μιας πράξης, που περιλάμβαναν την καταστροφή μιας τηλεόρασης και το κάψιμο σημαιών των ΗΠΑ, της Σοβιετικής Ένωσης και των McDonald’s. Κάθε πορεία περιλάμβανε κάποια καταστροφή περιουσίας, συγκρούσεις με την αστυνομία της Μινεάπολις και μια σειρά από συλλήψεις.

Η Τρίτη διαμαρτυρία, στις 3 Ιουνίου 1988 στα προάστια της Μινεάπολις, ονομάστηκε «Bash the Rich». Οι διαδηλωτές διαμαρτύρονταν για τον εκτοπισμό των μειονοτήτων και των φτωχών με τον εξευγενισμό (gentrification) της περιοχής. Ξανά διάφορες συμβολικές πράξεις χρησιμοποιήθηκαν για να τονίσουν την διαμαρτυρία. Υπήρξαν πολλές συγκρούσεις με την αστυνομία που κατέληξαν σε 12 συλλήψεις.

Κάθε προσβάσιμη κάλυψη αυτών των διαμαρτυριών αναλύθηκε περιλαμβανομένων ειδήσεων από δυο μητροπολιτικές καθημερινές εφημερίδες (The Minneapolis Star και St. Paul Pioneer Press-Dispatch), μια κολεγιακή εφημερίδα (The Minnesota Daily από το Πανεπιστήμιο της Μινεσότα), μια περιφερειακή καθημερινή εφημερίδα (The Fargo Forum, που ανατύπωσε ακριβώς το τηλεγράφημα του Associated Press), τρεις εναλλακτικές εφημερίδες (Overthrow και The Guardian από την Νέα Υόρκη και την Fifth Estate από το Ντιτρόιτ) και τρεις τοπικούς τηλεοπτικούς σταθμούς (WCCO – συνεργαζόμενο με το CBS, KSTP – συνεργαζόμενο με το ABC, και KMSP – ανεξάρτητο). Η κάλυψη αποτελούνταν από 13 ρεπορτάζ στις τυπικές εφημερίδες, 4 ρεπορτάζ στις εναλλακτικές εφημερίδες και 9 ρεπορτάζ στην τηλεοπτική κάλυψη.

Η ανάλυση ξεκινά με την απομόνωση της χρήση μικροπεριγραφικών απεικονίσεων της κοινής γνώμης στα καθιερωμένα και μετά στα εναλλακτικά μέσα. Αυτές οι μικροπεριγραφικές απεικονίσεις προσφέρουν ενδείξεις για τον ακόλουθο μακροεννοιολογικό προσανατολισμό για την κοινή γνώμη.

Οι τέσσερις τύποι μικροπεριγραφικής απεικόνισης της κοινής γνώμης ορίζονται ως εξής:

  1. Υποθέσεις για την κοινή γνώμη (χαρακτηρισμοί της κοινής γνώμης ή δημόσιες αντιδράσεις στις διαδηλώσεις, οι διαδηλωτές ή τα ζητήματα που αναφέρονται)
  2. Κοινωνικές νόρμες (πράξεις και εμφανίσεις που τηρούν ή παραβαίνουν κοινωνικά πρότυπα συμπεριφοράς)
  3. Νομική συμπεριφορά (πράξεις που τηρούν ή παραβαίνουν νομικά πρότυπα συμπεριφοράς)
  4. Απεικονίσεις περαστικών θεατών (σχόλια και αντιδράσεις παρατηρητών)

Μικροπεριγραφικές Απεικονίσεις στην Ειδησεογραφική Κάλυψη των Καθιερωμένων Μέσων

Καμιά δημοσκόπηση δεν πραγματοποιήθηκε για να δείξει το φάσμα της δημόσιας αντίδρασης προς τους αναρχικούς διαδηλωτές· κατά συνέπεια, απεικονίσεις της κοινής γνώμης ήταν το προϊόν της ερμηνείας δημοσιογράφων, αρχισυντακτών και των πηγών τους.

Υποθέσεις για την Κοινή Γνώμη

Σε μερικές περιπτώσεις, οι δημοσιογράφοι χαρακτήριζαν άμεσα την δημόσια αντίδραση προς τους διαδηλωτές. Ένα παράδειγμα από την Minnesota Daily τονίζει πως οι αναρχικοί ήταν πολύ διαφορετικοί από το ευρύτερο κοινό: «Η σύγκρουση και η αντιπαράθεση είναι το ίδιο συχνές μεταξύ των συμμετεχόντων όσο και μεταξύ των αναρχικών και της ευρύτερης κοινωνίας».

Οι υποθέσεις για την κοινή γνώμη εντοπίζονταν συχνότερα σε υλικό που αποδίδονταν σε πηγές παρά σε άμεσες δηλώσεις από το δημοσιογράφο. Για παράδειγμα, και η Star Tribune και η Fargo Forum, παρέθεσαν έναν αστυνομικό της Μινεάπολις που τόνιζε την μειοψηφική θέση των αναρχικών χαρακτηρίζοντας ως «κάτι πανκιά από περιοχή του Χάνεπιν Λέικ, που καθοδηγούνται από ένα μικρό αριθμό, και το εννοώ μικρό αριθμό ανθρώπων».

Ενσωματωμένη σε ένα άλλο ρεπορτάζ της Star Tribune είναι η υπόθεση πως αν το κοινό πραγματικά καταλαβαίνει τους αναρχικούς, το κοινό θα πρέπει να υποστηρίζει τις δράσεις της αστυνομίας να «ελέγξει» τις διαδηλώσεις. Το ρεπορτάζ αναφέρει την δήλωση του υπαρχηγού της αστυνομίας Robert Lutz πως: «Αν κάποιος έχει ερωτήσεις για το πως έδρασε η αστυνομία, θα πρέπει να κοιτάξει στο λεξικό τον ορισμό του ‘αναρχικού’».

Οι αναρχικές υποθέσεις σχετικά με την κοινή γνώμη εμφανίζονται επίσης στην ειδησεογραφική κάλυψη. Συνολικά, η άποψη χαρακτηρίζει το κοινό ως παρασυρμένο από τις υπάρχουσες εξουσίες στο «μιλιταρισμό, ρατσισμό, και σεξισμό». Στη διάρκεια της ειδησεογραφικής κάλυψης από το KSTP το 1986, ένας διαδηλωτής μίλησε στην οθόνη μετά από ένα πλάνο που δείχνει την αμερικάνικη σημαία στο προσκήνιο να καίγεται, μαζί με μια σημαία με το σφυροδρέπανο και μια Τρίτη να αχνοφαίνεται στην άκρη της οθόνης:

«Θέλουμε να βάλουμε τέρμα σε κάθε εθνικισμό. Επίσης κάψαμε μια σοβιετική σημαία και μια σημαία των McDonald’s. Σκεφτόμαστε αυτούς τους τρεις από τους μεγάλους θεσμούς που έχουν την άδικη υποταγή εκατομμυρίων ανθρώπων».

Πολλές αναρχικές δηλώσεις αφήνουν να εννοηθεί πως το ευρύτερο κοινό είναι ληθαργικό και απαθές. Σε ένα άρθρο της Pioneer Press-Dispatch, ένας αναρχικός εξηγεί την ανάγκη για τακτικές που περιλαμβάνουν καταστροφή ιδιοκτησίας λέγοντας: «Δεν μοιάζει να υπάρχει άλλη τακτική που να καταφέρνει να αφυπνίσει τους ανθρώπους». Ένας άλλος διαδηλωτής δήλωσε πως: «Στηρίζω τους ανθρώπους που προσπαθούν να ξεσηκώσουν τους υπόλοιπους». Ένας χαρακτηρισμός του κοινού ως απαθούς αφήνεται να εννοηθεί στην εξήγηση ενός οργανωτή για την λογική της διαμαρτυρίας:

«Ίσως οι άνθρωποι να ανοίξουν τα μάτια τους και να καταλάβουν την κατάσταση στο κόσμο. Και ίσως να καταλάβουν πως τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν»

Κοινωνικές Νόρμες

οι κοινωνικές νόρμες ήταν μια πολύ πιο συχνή χρήση της κοινής γνώμης  στην κάλυψη των τριών διαδηλώσεων από τις καθιερωμένες εφημερίδες. Αρκετές αναφορές στην «καταχρηστική» συμπεριφορά, «χυδαία» γλώσσα και «εκκεντρική» εμφάνιση των διαδηλωτών ξεκάθαρα έδειχνα παραβίαση των κοινωνικών νορμών. Για παράδειγμα, η πρώτη παράγραφος από ένα άρθρο στην Pioneer Press-Dispatch γράφει:

«Υπήρξε αναρχία στο κέντρο της Μινεάπολις αθυτή τη Δευτέρα – γυναίκες έδειχναν τα στήθη τους, έφτυναν επιχειρηματίες που φορούσαν κοστούμια, τέχνη και κτίρια βανδαλίστηκαν με σπρέι μπογιάς, γυάλινα μπουκάλια σπάστηκαν, και άνθρωποι σπρώχτηκαν και απωθήθηκαν».

Ένα άλλο παράδειγμα από την Minnesota Daily τόνιζε την «χυδαία» και «υβριστική» γλώσσα των αναρχικών:

«Σε όλη τη διάρκεια της συγκέντρωσης, οι διαδηλωτές αναφέρονταν στην αστυνομία ως ‘γουρούνια’ και ‘τα παιδιά στα μπλε’. Σε κάποιο σημείο, η ομάδα από περισσότερους από 80 διαδηλωτές φώναζαν ‘γαμήσου’ και έδειχναν το μεσαίο τους δάχτυλο προς το Ομοσπονδιακό Κτίριο στη Μινεάπολις».

Η ειδησεογραφική κάλυψη συχνά τοποθετεί τους διαδηλωτές ως παραβάτες των κοινωνικών νορμών της ευπρέπειας με όρους εμφάνισης. Η τηλεοπτική κάλυψη συχνά ξεχωρίζει διαδηλωτές με την πιο ασυνήθιστη εμφάνιση για κοντινά πλάνα. Παρόμοια, η κάλυψη των εφημερίδων επίσης τραβά την προσοχή σε «εκκεντρικούς» διαδηλωτές:

«Οι διαδηλωτές τράβηξαν μεγάλη προσοχή καθώς κινήθηκαν στο κέντρο με τα τύμπανα τους, τις σημαίες τους και την εκκεντρική τους εμφάνιση, που περιλάμβαναν μωβ μοϊκάνες, μαύρο κραγιόν, μακριές γενειάδες, παντελόνες , μπουφάν με σκισμένα μανίκια και ένα δυο τουρμπάνια».

Η κάλυψη των διαδηλωτών συχνά συνδυάζει τις μορφές της παραβίασης των νορμών με ένα τέτοιο τρόπο που ουσιαστικά έλεγε, «αυτή είναι μια διεστραμμένη ομάδα». Για παράδειγμα, ένα τηλεοπτικό ρεπορτάζ ξεκινούσε:

«Απλά και μόνο τα ρούχα τους θα τραβούσε την προσοχή σε αυτή την ομάδα 150 ατόμων στο κέντρο της Μινεάπολις. Αλλά η ομάδα έκανε πορεία στο κέντρο φωνάζοντας αισχρότητες και βανδαλίζοντας κτίρια με γκράφιτι…. Είπαν πως η Μινεάπολις εξεγείρεται, αλλά οι περισσότεροι περαστικοί θεατές αηδίασαν από τη γλώσσα και τις πράξεις της ομάδας».

Ένα άλλο παράδειγμα της χρήσης παραβατικών προς τις νόρμες συμπεριφορών ήταν η αντιπαράθεση της τηλεοπτικής κάλυψης δυο βασικών γνωρισμάτων της διαδήλωσης «Bash the Rich» – πέτρες να πετάγονται  σε ένα ακριβό σπορ αυτοκίνητο και το προφανές ψέκασμα ενός πελάτη των McDonald’s που προσπάθησε να παρέμβει στο κάψιμο μιας σημαίας. Οι απεικονίσεις αυτών των γεγονότων επισκίασαν κάθε συζήτηση των ζητημάτων που έθεταν οι διαδηλωτές.

Το κάψιμο σημαιών, παρουσιασμένο ως αντικοινωνική συμπεριφορά, ήταν η βασική εστίαση και στην κάλυψη της πορεία του 1986. Το κάψιμο της σημαίας των ΗΠΑ στη διάρκεια της διαμαρτυρίας του 1986 έλαβε τεράστια προσοχή σε σχέση με το ταυτόχρονο κάψιμο των σημαιών της Σοβιετικής Ένωσης και της McDonald’s Corporation. Στην τηλεοπτική κάλυψη, η σημαία των ΗΠΑ ήταν στο κέντρο της οθόνης ενώ οι άλλες μόλις που αναγνωρίζονταν. Το άρθρο της Star Tribune αναφέρονταν πως κάηκαν και οι τρεις σημαίες κάηκαν, αλλά στη τρίστηλη συνοδευτική φωτογραφία φαίνονταν μόνο η σημαία των ΗΠΑ. Η λεζάντα έγραφε: «Ένας άνδρας έκαψε την αμερικάνικη σημαία μπροστά στον ουρανοξύστη της Multifoods Corporation στο κέντρο της Μινεάπολις  καθώς ένα πλήθος, περιλαμβανόμενων άλλων διαδηλωτών κοιτούσε». Η Fargo Forum στη κάλυψη της παρέλειψε να  αναφέρει την σοβιετική σημαία λέγοντας: «Έξι συνελήφθησαν την Πέμπτη σε μια πορεία διαμαρτυρίας στο κέντρο από περίπου εβδομήντα πέντε νεαρά άτομα, ντυμένα σαν πανκιά, που έβαλαν φωτιά σε σημαίες των ΗΠΑ και των McDonald’s, έβριζαν, έκαψαν χρήματα και έγραψαν γκράφιτι».

Η καθιερωμένη ειδησεογραφική κάλυψη αφιέρωσε μικρά ποσοστά αναφοράς στην άποψη των αναρχικών πως οι αστυνομικές δραστηριότητες παραβίαζαν τις κοινωνικές νόρμες. Ένα άρθρο σημείωσε μια αναρχική καταγγελία για αστυνομική βία:

«Η καταστροφή αντικειμένων δεν είναι το ίδιο με το να ασκείς βία. Κανένας δεν έκανε τίποτα για να προκαλέσει αυτό το είδος αντίδρασης που λάβαμε από την αστυνομία. Έχουμε αρκετούς ανθρώπους από άλλα μέρη και εξεπλάγησαν πολύ από την καταστολή που έχουμε σε αυτή τη πόλη. Οι μόνοι άνθρωποι που είδα να σπρώχνονται και να απωθούνται είναι οι διαδηλωτές».

Νομική Συμπεριφορά

Οι αναρχικοί αναφέρονταν συχνά ως μια ομάδα αποφασισμένη να παραβιάσουν το νόμο. Οι πρώτες φράσεις ενός τηλεοπτικού ρεπορτάζ αμφισβητεί σαρκαστικά τον αυτό-αποδιδόμενο χαρακτηρισμό και πιστεύω των διαδηλωτών, αλλά ανοιχτά κηρύσσει την εγκληματική τους κατάσταση:

«Αυτοί οι διαδηλωτές αποκαλούνται αναρχικοί. Ισχυρίζονται πως είναι εναντίον σε κάθε μορφή κυβέρνησης. Η διαδήλωση τους άρχισε ήσυχα. Τότε μερικοί αναρχικοί έγιναν βάνδαλοι, βανδαλίζοντας μερικά κτίρια του κέντρου.

Οι δημοσιογράφοι απέδωσαν τα περισσότερα σχόλια για την παραβατική συμπεριφορά σε αστυνομικούς. Τα περισσότερα ρεπορτάζ εφημερίδων και τηλεόρασης περιλάμβαναν ένα υποχρεωτικό σχόλιο από έναν αξιωματούχο της αστυνομίας που παρουσίαζε τους διαδηλωτές ως εγκληματίες. Η Star Tribune παρέθεσε τον υπαρχηγό Lutz να δηλώνει πως οι αναρχικοί ήταν «άνθρωποι που δεν έχουν κανένα σκοπό να υπακούσουν τους νόμους της κοινότητας μας». Μερικές φορές αυτά τα αποσπάσματα εξυπηρετούν το διπλό ρόλο της επίκλησης της εγκληματικότητας και της νομιμοποίησης των πράξεων της αστυνομίας. Για παράδειγμα, ο ίδιος αστυνομικός εμφανίζεται στην κάλυψη του KSTP να κάνει τη δήλωση: «Αν κάποιος από αυτούς παραβεί το νόμο, θα πρέπει να υποφέρει τις συνέπειες». Ένα παρόμοιο κλιπ εμφανίστηκε το 1988:

«Οποιονδήποτε δούμε στο δρόμο να παραβιάζει το νόμο θα πάει στη φυλακή, αναρχικός ή όχι. Δεν ελέγχουμε τη θρησκεία τους. Τους πάμε απλά στη φυλακή».

Η χρήση αποσπασμάτων από επίσημες πηγές για να σχολιάσουν τα γεγονότα της διαμαρτυρίας (αντίθετα από τον απευθείας σχολιασμό του δημοσιογράφου) μοιάζει να είναι μια διατήρηση του δημοσιογραφικού κανόνα της αντικειμενικότητας, ακόμη και αν ο συνολικός τόνος αυτών των άρθρων των καθιερωμένων εφημερίδων καταδίκαζαν τις πράξεις των διαδηλωτών.

Υπάρχει στενή σχέση μεταξύ νομικών και κανονιστικών κριτικών των αναρχικών. Φυσικά, η υπακοή στο νόμο είναι μια ισχυρή κοινωνική νόρμα· οι παραβιάσεις θεωρούνται επιτρεπτές μόνο σε καταστάσεις που ελέγχονται από ένα υψηλότερο ηθικό σκοπό. Αν και κάποια εγκλήματα που καταγράφονται στα καθιερωμένα μέσα – η πραγματοποίηση μιας πορείας δίχως άδεια, η μη χρήση καθιερωμένων διαδρομών ή ο συντονισμός των δραστηριοτήτων τους με την αστυνομία, και διάφορες φθορές – μπορεί να μην αναμένεται πως θα ενοχλήσουν ιδιαίτερα τους ανθρώπους, η ιδέα πως οι αναρχικοί είναι παραβάτες του νόμου μπορεί να έχει επίδραση στις εντυπώσεις του ακροατηρίου. Η ουσία του νομικίστικου πλαισίου της καθιερωμένης ειδησεογραφικής κάλυψης συνοψίζεται από μια επιπλέον δήλωση του υπαρχηγού: «Αυτό ξεκάθαρα αφορά για ο αν μπορούν ή όχι οι πολίτες της πόλης να παραβαίνουν το νόμο ατιμώρητα, και η απάντηση είναι ΟΧΙ!».

Απεικονίσεις Περαστικών Θεατών

Ίσως ο πιο ενδιαφέρον τρόπος με τον οποίο η κοινή γνώμη απεικονίστηκε στην ειδησεογραφική κάλυψη ήταν η χρήση περαστικών θεατών ως συμβόλων για την αντίδραση του ευρύτερου κοινού. Υπάρχουν πολυάριθμες περιπτώσεις όπου η κάλυψη των εφημερίδων περιέγραφε τη σχέση θεατών και διαδηλωτών. Οι αντιδράσεις κυμαίνονταν από απορία ως θυμό.

Ένας δημοσιογράφος της Star Tribune περιέγραψε μια συζήτηση μεταξύ δυο θεατών: «’Γιατί διαμαρτύρονται;’ Ρώτησε μια γυναίκα. ‘Είναι δύσκολο να καταλάβεις, απάντησε η άλλη γυναίκα, ‘αλλά νομίζω πως διαμαρτύρονται για τα πάντα’». Ένας άλλος θεατής καταγράφηκε στην Minnesota Daily να αποκαλεί τους αναρχικούς: «Πολύ ύποπτη ομάδα».

Η χρήση των περαστικών θεατών ήταν πολύ πιο κοινή και πιο δραματική στην τηλεοπτική κάλυψη των διαδηλώσεων. Η διάκριση φαίνεται από την την διαφορά στην χρήση θεατών να περιγράψουν το κάψιμο της σημαίας στη πρώτη διαδήλωση. Το άρθρο της Star Tribune σχολίαζε: «Μια άλλη γυναίκα έτρεξε μακριά μπροστά στο θέαμα του καψίματος της σημαίας των ΗΠΑ». Το γεγονός ήταν πολύ πιο δραματικό στην κάλυψη του KSTP. Το βίντεο, το κοντινό μιας γυναίκας να απαντά με λυγμούς στις ερωτήσεις ενός δημοσιογράφου, συνοδεύονταν από την δήλωση του δημοσιογράφου: «Το κάψιμο της αμερικάνικης σημαίας ήταν πολύ δύσκολο θέαμα για μια γυναίκα, που απλά ήταν περαστική». Ο δημοσιογράφος μετά ρωτά την γυναίκα που κλαίει αν το κάψιμο της σημαίας την ενόχλησε. «Ναι, ναι. Πέθαναν άνθρωποι για την ελευθερία που έχουν. Δεν μοιάζουν να το καταλαβαίνουν».

Το KSTP επίσης χρησιμοποίησε θεατές  στην κάλυψη της δεύτερης διαμαρτυρίας. Ο δημοσιογράφος είπε: «Κάποιοι καταστηματάρχες που είδαν τους διαδηλωτές είπαν πως δεν εντυπωσιάστηκαν από το μήνυμα τους ή τις τακτικές τους». αυτό ακολουθήθηκε από ένα σχόλιο από ένα αγανακτισμένο πωλητή: «Δεν μου αρέσει ως πολίτη μιας τόσο υπέροχης ελεύθερης χώρας».

Στο τέλος της κάλυψης του KSTP στην πρώτη πορεία, η απεικόνιση της αντίδρασης των περαστικών δείχνει ξεκάθαρα μια εχθρικότητα στο αναρχικό κίνημα:

«Δεν είδαμε κανέναν κατά μήκος αυτής της διαδήλωσης στη πόλη να δείχνει όποια στήριξη στην ομάδα αυτή. Και οι περισσότεροι άνθρωποι πραγματικά αγανάκτησαν μαζί με αυτή. Και μια γυναίκα είπε, ‘Είναι εύκολο για αυτούς να είναι εναντίον όλων επειδή οι ίδιοι δεν ασχολούνται με τίποτα’»

Η σύγχυση ήταν ακόμη μια συχνά απεικονισμένη αντίδραση των θεατών. Σε αρκετά ρεπορτάζ, οι δημοσιογράφοι είπαν πως οι περαστικοί θεατές ήταν αβέβαιοι για το πως να αντιληφθούν την ομάδα. Σε μια περίπτωση, τα σχόλια των δημοσιογράφων στηρίζονταν από μια συναισθηματικά πειστική λήψη δύο αβέβαιων κοριτσιών. Σε άλλες περιπτώσεις, οι θεατές δείχνονταν να δίνουν ελάχιστη σημασία στους διαμαρτυρόμενους. Μετά την περιγραφή των συγκρούσεων αστυνομίας-διαδηλωτών, μια ιστορία συνέχισε: «Στο μέσω της συμπλοκής σώμα με σώμα, η ζωή στα προάστια συνεχίζονταν – ποτά σε καφέ, ένας περίπατος με το μωρό».

Η απεικόνιση της κοινής γνώμης στην ειδησεογραφική κάλυψη της διαμαρτυρίας μοιάζει να έρχεται για να εδραιώσει το ρεπορτάζ καθώς ο δημοσιογράφος προσπαθεί να προσφέρει ένα νόημα στην αλυσίδα των γεγονότων. Οι περαστικοί θεατές χρησιμοποιούνται σαν ένα είδος θερμομέτρου για να δείξουν την αντίδραση του κοινού. Η χρήση των περαστικών από τους δημοσιογράφους μπορεί να μοιάζει ως το αδρό ισοδύναμο μιας πρόχειρης έρευνας της κοινής γνώμης με τη χρήση πολύ μικρού δείγματος. Ενώ ο θεατής των ειδήσεων μπορεί να καταλάβει πως ο περαστικός αντιπροσωπεύει την γνώμη ενός μόνο ατόμου, υπάρχουν αποδείξεις που δείχνουν πως αυτή η γνώμη μπορεί να έχει δυσανάλογα μεγάλη επίπτωση στην εκτίμηση του θεατή για την κοινή γνώμη.

Όταν ρωτήσαμε για τη χρήση των περαστικών θεατών στην κάλυψη της κοινωνικής διαμαρτυρίας, ένας δημοσιογράφος της Pioneer Press-Dispatch είπε πως στην κάλυψη της διαμαρτυρίας: «Θες να βρεις τι σκέφτονται όλοι οι συμμετέχοντες και ποια είναι η επίδραση της ιστορίας στους άλλους. Θέλω να έχω όσο το δυνατόν ευρύτερο φάσμα απόψεων». Όμως στο μεγαλύτερο κομμάτι οι  απόψεις των περαστικών τείνουν να είναι αρνητικές  προς την διαμαρτυρία. Εκείνοι που είναι θετικοί προς την διαμαρτυρία τείνουν να θεωρούνται μέρος της διαμαρτυρίας.

Αν η χρήση περαστικών θεατών εχθρικών προς την ομάδα διαμαρτυρίας είναι συνειδητή επιλογή από το δημοσιογράφο είναι ασαφές, αλλά η ουσία μοιάζει να είναι πως η ειδησεογραφική κάλυψη χρησιμεύει ως κοινωνικός έλεγχος που ενισχύει την κοινωνική τάξη.

Μικροπεριγραφικές Απεικονίσεις στην Ειδησεογραφική Κάλυψη των Εναλλακτικών Μέσων

Άρθρα που κάλυπταν τις αναρχικές διαδηλώσεις του 1986 στις enallaktik;ew εφημερίδες The Guardian και Overthrow. Δύο τεύχη της Fifth Estate περιλάμβαναν εκτεταμένα άρθρα μαζί με αρκετές επιστολές σταλμένες στο έντυπο σχετικά με την διαδήλωση/συνάντηση του 1987.

Υποθέσεις για τη Κοινή Γνώμη

Ανοιχτές αναφορές στην κοινή γνώμη στα έντυπα αυτά ήταν σπάνιες. Μερικά παραδείγματα βρέθηκαν στις επιστολές που δημοσιεύτηκαν στην Fifth Estate. Αντίθετα με την κάλυψη των καθιερωμένων εφημερίδων, η δημόσια αποδοχή των αναρχικών απεικονίστηκε σε αυτό το εναλλακτικό έντυπο από το Ντιτρόιτ ως πολύ ψηλή:

«Υπάρχει μια σοσιαλιστική λαϊκή κουλτούρα που έχει δημιουργήσει, μεταξύ άλλων, πολλούς συνεταιρισμούς και συνεταιριστικά εστιατόρια, και τοπικά εστιατόρια  και πιτσαρίες ακόμη έφεραν κουπόνια στη συνάντηση μας καλωσορίζοντας τους αναρχικούς στη πόλη»

Το θέμα της αποδοχής από τη κοινότητα φαίνονταν σε μια ακόμη επιστολή που σημείωνε πως η υψηλή δημόσια αποδοχή στις αναρχικές ιδέες αυξάνεται στην κοινωνία συνολικά

«Ένας γενικευμένος αντιεξουσιαστικός προσανατολισμός παίζει ρόλο στην ευρύτερη ριζοσπαστικοποίηση που έχει ξεκινήσει να σαρώνει τη χώρα από το 1980, ιδιαίτερα, αν και όχι αποκλειστικά, μεταξύ των νέων ανθρώπων».

Κοινωνικές Νόρμες

Τα καθιερωμένα και τα εναλλακτικά μέσα είχαν διαφορετική ηθική ερμηνεία των ίδιων γεγονότων. Για παράδειγμα, πολλοί άνδρες και γυναίκες διαδηλωτές έβγαλαν τις μπλούζες τους στη διάρκεια της πορείας του 1987, τα καθιερωμένα μέσα το χαρακτήρισαν αυτό «έκφυλη» συμπεριφορά. Αντίθετα, η κάλυψη του εναλλακτικού τύπου το αντιμετώπισε αυτό ως πολιτική πράξη κατά της πορνογραφίας. Η Fifth Estate εξηγεί:

«Δείτε αυτή τη πράξη ως καταγγελία μιας ομάδας που εκμεταλλεύεται κακόβουλα άλλους.  Κάποιες αδερφές και αδερφοί μας στο σημείο αυτό έβγαλαν τις μπλούζες τους. κάποπιοι είχαν γράψει στο στήθος τους προηγουμένως τις λέξεις ‘Δεν πωλείται’».

Το αντικείμενο της ηθικής κριτικής στον εναλλακτικό τύπο δεν ήταν οι διαδηλωτές, αλλά τα ανμτικείμενα της διαμαρτυρίας – η κυβέρνηση και οι επιχειρηματικοί θεσμοί. Συγκεκριμένες καταγγελίες των διαδηλωτών ήταν πιο ανοιχτές. Για παράδειγμα στην Overthrow περιλαμβάνονταν μια λίστα από συγκεκριμένους καταπιεστές:

«Τα θύματα περιλάμβαναν την WCCO-TV, που αγνοούν τον εναέριο πόλεμο στο Ελ Σαλβαδόρ και σπρώχνουν τα νέα προς στην σκανδαλοθηρία· η Pillsbury, ιδιοκτήτες της Burger King και άλλων επιχειρήσεων φαστ φουντ συμβάλλουν στην καταστροφή των μεγαλύτερων τροπικών δασών που απέμειναν στο κόσμο σε Κεντρική και Νότια Αμερική· η Minneapolis Star και Tribune, που τα διοικητικά τους συμβούλια συνδέονται με την Hormel, και που διαστρεβλώνουν συνεχώς την απεργία της P-9 στο Όστιν· το γραφείο του γερουσιαστή Durenburger, που η ψήφος του για τη βοήθεια στους Κόντρα άλλαξε όταν συνειδητοποίησε πως θα περνούσε δίχως αυτόν, ως χειρονομία καλής θέλησης προς τις ομάδες που καταλάμβαναν επανειλημμένως το γραφείο του.

Νομική Συμπεριφορά

η παραβίαση των νόμων δεν θεωρούνταν το ίδιο σημαντική για τον εναλλακτικό τύπο όσο στον καθιερωμένο. Η Guardian ανέφερε συνοπτικά: «Οχτώ άνθρωποι συνελήφθησαν για διάφορες πράξεις στη διάρκεια της πορείας». Το άρθρο κατέληγε με τη δήλωση: «Η πορεία ολοκληρώθηκε με ένα ζωηρό χορό στους δρόμους και μια τελευταία σύλληψη αφού όλοι είχαν διαλυθεί».

Όταν ζητήματα νομικών παραβιάσεων αντιμετωπίστηκαν αναλυτικότερα, ο εναλλακτικός τύπος  τα παρουσίασε πολύ διαφορετικά από τον καθιερωμένο τύπο. Η Fifth Estate προσέγγισε το ζήτημα της παραβατικότητας  στο πλαίσιο της συζήτησης των τακτικών διαμαρτυρίας, πως να αποφύγεις την σύλληψη και πως να καταβάλεις εγγύηση γρήγορα. Αντί να επικρίνουν τις παραβιάσεις των νόμων, τα εναλλακτικά μέσα αμφισβήτησαν την επιβολή του νόμου. Η αστυνομική βαρβαρότητα παρουσιάστηκε συμβολική της κρατικής καταστολής. Μια φωτογραφία που συνόδευε το άρθρο στην Fifth Estate έδειχνε έναν διαδηλωτή να μορφάζει με πόνο καθώς η αστυνομία έστριβε τα χέρια πίσω από τη πλάτη του. Η λεζάντα γράφει: «’Φιλελεύθεροι’ μπάτσοι της Μινεάπολις βασανίζουν έναν υπό κράτηση διαδηλωτή στη διάρκεια της War Chest Tour την τελευταία μέρα της Αναρχικής Συνάντησης του 1987». Πρέπει να σημειωθεί πως η αναφορά στην αστυνομία δεν ήταν τόσο σκληρή αλλού στο άρθρο:

«Τη νύχτα της Τετάρτης έγινε ένα πάρτι καλωσορίσματος στο Back Room Books, ένα αναρχικό βιβλιοπωλείο και οργανωτών της συνάντησης, που μετά από κάποια ποτά και θόρυβο, διώχτηκαν από κάποιους ζηλώτες, και αγενείς, μπάτσους. Με δεδομένη την ήπια φύση της πόλης, δεν υπήρχε κάποια από την βαρβαρότητα που κάποιος θα περίμενε, για παράδειγμα από τους μπάτσους της Νέας Υόρκης, του Λος Αντζελες ή του Σικάγο. Μερικοί άνθρωποι συνελήφθησαν και αργότερα αφέθηκαν ελεύθεροι».

Μια επιστολή στη Fifth Estate επέκρινε τις πράξεις και της αστυνομίας και των αναρχικών:

«’Νομικά’ μιλώντας, η αστυνομία είχε ένα λόγο για να διαλύσει το πάρτι. Υπήρχαν πολλοί ανήλικοι που έπιναν, και υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που έπιναν στο δρόμο. Αν και είναι πολύ πιθανό πως θα μπορούσαν να βρουν ένα άλλο λόγο, ή και κανένα λόγο για να διαλύσουν την συνάντηση, δεν βλέπω το λόγο γιατί θα πρέπει να τους δώσουμε την δικαιολογία που χρειάζονται – και να πέσουμε κατευθείαν στα χέρια τους. ναι, είμαστε αναρχικοί και δεν πιστεύουμε στους νόμους, αλλά πρέπει να κατανοήσουμε  πως για το παρόν ζούμε σε αυτή την καταπιεστική κατάσταση πραγμάτων, και αν πρόκειται να έχουμε σύγκρουση με τις αρχές, ας το κάνουμε τουλάχιστον για κάτι σημαντικό. Δεν αισθάνομαι την διάθεση να πάω στη φυλακή (ή να δαρθώ από μπάτσους) για τη μπύρα!»

Απεικονίσεις Περαστικών Θεατών

Οι αντιδράσεις των περαστικών θεατών είναι σπάνιες στην ειδησεογραφική κάλυψη των εναλλακτικών μέσων. Η μόνη άμεση συζήτηση, που εντοπίζεται στην κάλυψη της Overthrow για την πρώτη πορεία, έλεγε: «Ένας άλλος συμμετέχοντας ανέφερε πως αν και η Πορεία ξεκίνησε με 85 ανθρώπους, μέχρι το τέλος της είχε πρακτικά διπλασιαστεί με ανθρώπους να συμμετέχουν από περιέργεια και ενδιαφέρον». Η πορεία χαρακτηρίστηκε ως «αποκάλυψη» τόσο για τους συμμετέχοντες όσο και για τους περαστικούς. Οι περισσότερες αντιδράσεις που περιγράφονται στον εναλλακτικό τύπο ήταν εκείνοι των συμμετεχόντων.

Μακροεννοιολογικοί Προσανατολισμοί της Ειδησεογραφικής Κάλυψης των Μέσων

Υπάρχουν πτυχές καθενός από τους μακροεννοιολογικούς προσανατολισμούς της κοινής γνώμης που εντοπίζεται μέσα στην καθιερωμένη ειδησεογραφική κάλυψη των αναρχικών διαμαρτυριών. Το κείμενο των καθιερωμένων περιγραφών των διαμαρτυριών αποκαλύπτει πως οι δημοσιογράφοι μπορεί να αντιληφθούν την κοινή γνώμη με ένα τρόπο με τις δυο πρώτες οπτικές. Πρώτα μια αντίληψη της κοινής γνώμης ως «αθροισμένης μεμονωμένης γνώμης» υπονοείται από αναφορές στο μικρό μέγεθος της αναρχικής ομάδας σε σχέση με τον ευρύτερο πληθυσμό. Δεύτερο, η αντίληψη της κοινής γνώμης ως «οργανωμένες προσπάθειες ομάδων να επηρεάσουν την δημόσια πολιτική» επιδεικνύεται από απεικονίσεις των στόχων και των αποτελεσμάτων των διαμαρτυριών. Οι στόχοι, απεικονισμένοι ως η ανατροπή της κυβέρνησης και της εταιρικής εξουσίας, δεν επιτυγχάνονται ποτέ. Έτσι, τα μέσα χαρακτηρίζουν τις διαμαρτυρίες ως αποτυχία.

Ενώ οι δημοσιογράφοι μπορεί να εννοιολογικοποιήσουν την κοινή γνώμη ως «αθροισμένη ατομική γνώμη» ή ως «απόπειρες επηρεασμού από ομάδες της δημόσιες πολιτικής», η συντριπτική πλειοψηφία των μικροπεριγραφικών της κοινής γνώμης στον καθιερωμένο τύπο συμβάλουν σε ένα κυρίαρχο πλαίσιο ειδήσεων που συμφωνεί με την Τρίτη άποψη, «η κοινή γνώμη ως κοινωνικός έλεγχος». Αυτές οι μικροπεριγραφικές απεικονίσεις δείχνουν την απόκλιση των αναρχικών από τις κοινωνικές νόρμες. Στη διαδικασία αυτή, η καθιερωμένη κάλυψη μπορεί να περιθωριοποιήσει και να στιγματίσει τους αναρχικούς διαδηλωτές.

Είναι ξεκάθαρο πως οι διαφορές μεταξύ των καλύψεων των καθιερωμένων και εναλλακτικών μέσων πάνε πέρα από διαφορετικές προσεγγίσεις στην αντικειμενικότητα και επίσης πέρα από τις απλές ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των αντίστοιχων δημοσιογράφων τους. οι καθιερωμένες εφημερίδες και ο εναλλακτικός τύπος  μοιάζουν να εξυπηρετούν  εντελώς διαφορετικές λειτουργίες. Για τα καθιερωμένα μέσα, οι δυναμικές διαμαρτυρίες ξεκάθαρα βρίσκονται στη κορυφή πολλών κριτηρίων σπουδαιότητας. Ενώ η έντυπη και η τηλεοπτική κάλυψη τέτοιων τυπικών ειδησεογραφικών γεγονότων  μπορεί σε ένα επίπεδο να προσφέρουν γνώση για συμβάντα μέσα στο κοινωνικό σύστημα, σε ένα άλλο επίπεδο αυτή η κάλυψη τείνει να προσφέρει στήριξη και νομιμοποίηση για σημαντικούς θεσμούς στην κοινωνία. Προσφέροντας  ενδείξεις στην κοινή γνώμη για αυτό το γεγονός είναι μέρος της διαδικασίας  με την οποία η ειδησεογραφική κάλυψη των εφημερίδων εξυπηρετεί αυτή τη λειτουργία του κοινωνικού ελέγχου.

Τα εναλλακτικά μέσα από την άλλη, μοιάζουν να λειτουργούν πολύ διαφορετικά. Στη βάση της ανάλυσης της μικροπεριγραφικής απεικόνισης της κοινής γνώμης, φαίνεται πως τα εναλλακτικά μέσα στοχεύουν στο να παρέχουν ένα «καταφύγιο από το φόβο της απομόνωσης» για τους αναρχικούς. Τα άρθρα μοιράζονται το κοινό μοτίβο του «δεν είμαστε μόνοι».

Η δημιουργία της αίσθησης μιας κοινής αντιδημοφιλούς άποψης, η έκφραση της οποίας μπορεί να προκαλέσει σε κάποιον το φόβο απομόνωσης  στο γενικό πληθυσμό, μπορεί τελικά να είναι μια ενωτική δύναμη σε έναν υποπληθυσμό όπως οι αναρχικοί. Με βάση τη λογική της άποψης του Coser πως η σύγκρουση με μια εξωτερική ομάδα  οδηγεί σε εσωτερική αλληλεγγύη, μια συγκρουσιακή στάση μπορεί να αυξήσει την αλληλεγγύη μεταξύ των αναρχικών. Έτσι, όπως τα χτενίσματα και τα ρούχα που αντιτίθενται σε κοινωνικές νόρμες, οι κοινές απόψεις που μπορεί να έρχονται σε αντίθεση με την υποτιθέμενη ομοφωνία της ευρύτερης κοινωνίας μπορεί να βοηθήσει στην ενσωμάτωση μελών στην υποομάδα. Αυτό μπορεί και να ισχύει, αρκεί να υπάρχουν κάποια μέσα που να δημοσιοποιούν τις ομαδικές δραστηριότητες  και ζητήματα, κάνουν αποδεκτές αναρχικές οργανώσεις και συντονίζουν τα μέλη των ομάδων, μειώνοντας έτσι το φόβο απομόνωσης. Αυτή η λειτουργία μπορεί να προσφερθεί από τα εναλλακτικά μέσα. Επιπρόσθετα, τα εναλλακτικά μέσα μπορεί να ενισχύσουν την προθυμία των αναρχικών να εκφράσουν τις απόψεις τους και, με την προσφορά ανάλυσης των αναρχικών ζητημάτων και θέσεων, μπορούν να εξοπλίσουν τα μέλη ώστε να εκφράσουν αυτές τις θέσεις τα ίδια.

Η ειδησεογραφική κάλυψη των εναλλακτικών μέσων μπορεί να μειώσουν το φόβο της απομόνωσης, όχι μόνο δημιουργώντας μια αίσθηση κοινότητας και με την αύξηση του σώματος της γνώσης που μοιράζεται η αναρχική ομάδα, αλλά και επίσης αναρχικά και άλλα «ριζοσπαστικά» κινήματα σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Προσφέρει επίσης «πληροφορίες στρατολόγησης» για μελλοντικές αναρχικές εκδηλώσεις.

Με λίγα λόγια, η κάλυψη των ειδήσεων από τα εναλλακτικά μέσα περιλαμβάνει στοιχεία  τόσο του δεύτερου όσο και του τρίτου τύπου αντίληψης της κοινής γνώμης. Τείνει να προσανατολίζεται προς το χτίσιμο του αναρχικού κινήματος ως βιώσιμης ομάδας εξουσίας σύμφωνα με την δεύτερη αντίληψη της κοινής γνώμης. Το κάνει αυτό με την αναγνώριση της λειτουργίας του κοινωνικού ελέγχου της καθιερωμένης κοινής γνώμης και προσπαθεί να προσφέρει ένα καταφύγιο από την επιρροή με την καθιέρωση μιας διακριτής υποομάδας με το δικό της σύνολο νορμών.

Συμπέρασμα

Οι μικροπεριγραφικές απεικονίσεις της κοινής γνώμης είναι σημαντικοί ιδεολογικοί δείκτες στην ειδησεογραφική κάλυψη της κοινωνικής διαμαρτυρίας. Μπορεί να προσφέρουν πιθανώς σημαντικά σημεία και για την ερμηνεία τους από το κοινό. Αυτή η ανάλυση αποκάλυψε χαρακτηριστικές διαφορές μεταξύ της κάλυψης καθιερωμένων και εναλλακτικών μέσων για κάθε μια από τις μικροπεριγραφικές απεικονίσεις. Στα καθιερωμένα μέσα, υποθέσεις για την κοινή γνώμη συχνά εκφράζονταν μέσα από σχόλια αστυνομικών και αναρχικών. Οι επίσημες δηλώσεις τόνιζαν την αποκλίνουσα εικόνα των διαδηλωτών, ενώ οι αναρχικοί αντιπαρέθεταν τους εαυτούς τους με μια απαθή κοινωνία. Οι υποθέσεις για την κοινή γνώμη ήταν σχετικά σπάνιες στον εναλλακτικό τύπο, εμφανιζόμενες μόνο στις επιστολές προς τους συντάκτες. Οι παραβιάσεις των κοινωνικών νορμών της εμφάνισης και της συμπεριφοράς από διαδηλωτές αναλύονταν συχνά στον καθιερωμένο τύπο. Ο εναλλακτικός τύπος από την άλλη, απεύθυνε καταγγελίες παραβίασης των νορμών στην κυβέρνηση και σε εταιρικές οντότητες. Τα καθιερωμένα μέσα έκαναν τις νομικές παραβάσεις των διαδηλωτών κυρίαρχο θέμα των περισσότερων άρθρων· ο εναλλακτικός τύπος εστίασε αντίθετα σε ζητήματα αστυνομικής βαρβαρότητας. Τέλος, οι αντιδράσεις των περαστικών θεατών συχνά περιγράφονταν στην κάλυψη των καθιερωμένων μέσων, αλλά πρακτικά αγνοούνταν από τον εναλλακτικό τύπο.

Οι διαφορές σε μικροπεριγραφικές εφαρμογές της κοινής γνώμης από τα καθιερωμένα και τα εναλλακτικά μέσα συνδέονταν με τις διαφορές σε μακροπεριγραφικό επίπεδο. Η ανάλυση της καθιερωμένης κάλυψης δείχνει πως οι δημοσιογράφοι έτειναν να θεωρούν τις διαμαρτυρίες ως προσπάθειες των αναρχικών να επηρεάσουν την δημόσια πολιτική. Το γεγονός πως οι διαμαρτυρίες δεν οδήγησαν σε ουσιαστική πολιτική αλλαγή αντιμετωπίστηκε από το καθιερωμένο τύπο ως απόδειξη αποτυχίας. Με άλλα λόγια, η αποτυχία των αναρχικών θεωρούνταν ως επιπλέον απόδειξη  της απόκλισης τους από την καθιερωμένη κοινή γνώμη. Στη διεργασία αυτή, η χρήση των μικροπεριγραφικών απεικονίσεων από τα καθιερωμένα μέσα μπορεί τελικά να συνέβαλε στον κοινωνικό έλεγχο επικοινωνώντας αυτή την απόκλιση. Έτσι, υπάρχει μια έμφυτη διάκριση μεταξύ του πως οι δημοσιογράφοι εννοιολογικοποιούν την κοινή γνώμη (τύπος 1 – τμήματα του πληθυσμού σε αντίθετες πλευρές κοινωνικών ζητημάτων· και τύπου 2 – οργανωμένες ομάδες που επιδιώκουν να επηρεάσουν την δημόσια πολιτική) και το ρόλο που εξυπηρετεί το προϊόν τους στις διεργασίες της κοινής γνώμης (τύπος 3 – κοινωνικός έλεγχος).

Ένα διαφορετικό μοτίβο ξεπηδά από την κάλυψη των εναλλακτικών μέσων. Πρώτα από όλα, οι διαμαρτυρίες δεν αντιμετωπίζονταν αυστηρά ως απόπειρες αλλαγής της δημόσιας πολιτικής. Αντίθετα, παρουσιάζονταν ως επιτυχείς με την προσφορά ευκαιριών τα μέλη της ομάδας να εκφράσουν τις απόψεις και τα συναισθήματα τους. οι διαμαρτυρίες αντιμετωπίζονταν εκφραστικές δραστηριότητες , όχι απαραίτητα εξαρτώμενες από την μεταστροφή των περαστικών για επιτυχία. Αυτό υποστηρίζεται από το γεγονός πως, αντίθετα από τις καθιερωμένες θέσεις, οι αναφορές του εναλλακτικού τύπου πρακτικά αγνοούσαν τις αντιδράσεις των περαστικών. Στην ουσία, τα εναλλακτικά μέσα δεν υιοθετούν την αντίληψη των καθιερωμένων μέσων για την κοινή γνώμη ως οργανωμένων προσπαθειών  για την επιρροή της δημόσιας πολιτικής. Αντίθετα, η κοινή γνώμη αναγνωρίζονταν ως μορφή κοινωνικού ελέγχου. Μεγάλο μέρος της της κάλυψης από τον εναλλακτικό τύπο απεικονίζει  τις προσπάθειες να προσφέρει ένα καταφύγιο από την απομόνωση με την εξύμνηση της συμμετοχής, της συντροφικότητας και της ενότητας των αναρχικών. Έτσι η κάλυψη του εναλλακτικού τύπου μπορεί να βοηθήσει την εμφάνιση των αναρχικών ως κινητοποιημένης ομάδας ισχύος.

Η μάλλον τυπική χρήση ανεπίσημων απεικονίσεων της κοινής γνώμης από τα καθιερωμένα μέσα για να περιθωριοποιήσει τους αναρχικούς μπορεί να είναι αρκετά αποτελεσματική. Έτσι, οι διαδηλωτές απομονώνονται από το «ευρύτερο κοινό» ακόμη και αν μοιράζονται κάποιες απόψεις και ανησυχίες με μεγάλα μέρη του πληθυσμού. Στην ουσία, η κάλυψη των μέσων μπορεί να αποθαρρύνει το ενδιαφέρον και την συμμετοχή σε τέτοιες δραστηριότητες διαμαρτυρίας και έτσι να αναστείλει την  ανάπτυξη κριτικών κοινωνικών κινημάτων.

Αυτό γεννά ερωτήματα για μελλοντική έρευνα. Τι επίδραση έχουν οι ανεπίσημες απεικονίσεις της κοινής γνώμης πάνω στις δημόσιες τάσεις ως προς τις ομάδες διαμαρτυρίας όπως οι αναρχικοί; Η ειδησεογραφική κάλυψη των καθιερωμένων μέσων αποθαρρύνει την συμμετοχή σε τέτοια κινήματα;. επιπλέον, σε ποιο βαθμό μπορούν αυτά τα ευρήματα να γενικευτούν  σε άλλες ομάδες διαμαρτυρίας και κοινωνικά κινήματα;

Η αξία της μελέτης των ανεπίσημων απεικονίσεων της κοινής γνώμης εκτείνεται πέρα από την απλή εξέταση της κάλυψης των ομάδων διαμαρτυρίας. Για παράδειγμα, μπορεί να είναι χρήσιμο στο να κοιτάξουμε  σε άλλα φαινόμενα νέων, όπως η κάλυψη των προεκλογικών εκστρατειών. Οι ανεπίσημες αναφορές στην κοινή γνώμη προσφέρει ένα τρόπο εξέτασης του διαλόγου μεταξύ των βασικών μερών και της επακόλουθης πολιτικής ανάλυσης από τα μέσα. Πράγματι, αυτοί οι τύποι στοιχείων μπορεί να έχουν έντονη επίδραση στη διαμόρφωση των εκλογικών μοτίβων. Μπορεί επίσης να ρίξουν φως στην διατήρηση της κυριαρχίας των δύο κομμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η εφαρμογή των μικροπεριγραφικών απεικονίσεων της κοινής γνώμης μπορεί να δημιουργήσει όρια μεταξύ «αποδεκτών» και «απαράδεκτων» πολιτικών διεκδικητών με το να τονίσουν πως οι θέσεις των τρίτων πολιτικών κομμάτων αποκλίνουν από τις κοινωνικές νόρμες και την καθιερωμένη κοινή γνώμη.
Δημοσιεύθηκε την 5 Ιουλίου, 2021
πηγη:https://geniusloci2017.wordpress.com