Κείμενο που περιλαμβάνεται στον τόμο Contemporary Anarchist Studies: An Introductory Anthology of Anarchy in the Academy (Routledge, 2009). Ο David Graeber (1961-2020) ήταν αναρχικός ακτιβιστής, συγγραφέας και ακαδημαϊκός, δίδασκε ανθρωπολογία στο London School of Economics.

Δημοσιεύθηκε την 8 Νοεμβρίου, 2021

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας.

 

Αρχικά, σκόπευα να γράψω μια κριτική αυτό-εθνογραφία για την ζωή μου στην ακαδημία. Γρήγορα συνειδητοποίησα πως το να γράψεις κριτικά για την ακαδημία είναι σχεδόν ακατόρθωτο. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, μάθαμε την έννοια της αναστοχαστικής ανθρωπολογίας, την προσπάθεια να σκαλίσουμε πίσω από την επιφανειακή αυθεντία των εθνογραφικών κειμένων για να δείξουμε τις περίπλοκες σχέσεις εξουσίας  και κυριαρχίας που τα δημιούργησαν. Το αποτέλεσμα ήταν ένα κύμα εθνογραφικού στοχασμού πάνω στη πολιτική του κλάδου. Ακόμη και ως μεταπτυχιακός φοιτητής, πάντα θεωρούσα πως κάτι παραδόξως έλλειπε. Τα εθνογραφικά κείμενα, εν τέλει, δεν είχαν γραφτεί πλήρως στο πεδίο. Έχουν γραφτεί σε πανεπιστήμια. Η αναστοχαστική ανθρωπολογία, ωστόσο, δεν είχε σχεδόν ποτέ να πει κάτι για τις σχέσεις εξουσίας υπό τις οποίες αυτά τα κείμενα ουσιαστικά συντάχθηκαν.

Εκ των υστέρων, ο λόγος μοιάζει αρκετά απλός: όταν κάποιος είναι στο πεδίο, όλη η ισχύς είναι στη μια πλευρά – ή τουλάχιστον, είναι εύκολο να φανταστεί κανείς πως ισχύει. Το να συλλογιστεί κάποιος πάνω στην ίδια του δύναμη δεν μπορεί να προσβάλλει κανέναν (στη πράξη, είναι κάτι σαν κλασική ανησυχία της ανώτερης μεσαίας τάξης), και ακόμη και αν το κάνει, αυτοί που προσβλήθηκαν μάλλον δεν μπορούν να κάνουν και πολλά για αυτό. Τη στιγμή που κάποιος επιστρέφει από το πεδίο και αρχίζει να γράφει όμως, οι σχέσεις εξουσίας αντιστρέφονται. Καθώς γράφει κάποιος ή κάποια την πτυχιακή του, τυπικά είναι άφραγκος μεταπτυχιακός φοιτητής, η καριέρα του οποίου μπορεί εύκολα να καταστραφεί από κάποια μη διπλωματική αλληλεπίδραση με κάποιο μέλος της επιτροπής. Καθώς η πτυχιακή μεταμορφώνεται σε βιβλίο, τυπικά κάποιος είναι επίκουρος ή μη μόνιμος αναπληρωτής καθηγητής, που προσπαθεί απελπισμένα να πατήσει πάνω σε πανίσχυρα δάχτυλα και να κερδίσει μια πραγματική μόνιμη εργασία. Οποιοσδήποτε ανθρωπολόγος σε μια τέτοια κατάσταση στη πράξη θα δαπανήσει πολλές ώρες αναπτύσσοντας περίπλοκες, διαφορετικές, και τρομερά λεπτομερείς εθνογραφικές αναλύσεις των σχέσεων εξουσίας που εμπεριέχει αυτό, η κριτική αυτή όμως, εξ ορισμού, δεν μπορεί ποτέ να εκδοθεί, επειδή όποιος θα το έκανε αυτό θα προχωρούσε σε ακαδημαϊκή αυτοκτονία.

Κάποιος μπορεί μόνο να φανταστεί τη κατάληξη, ας πούμε μιας γυναίκας φοιτήτριας που έγραψε ένα δοκίμιο που κατέγραφε τις σεξουαλικές πολιτικές του τμήματός της, πόσο μάλλον τις σεξουαλικές προτάσεις των μελών της επιτροπής της, ή ας πούμε κάποιον που προέρχεται από την εργατική τάξη που δημοσίευσε μια λεπτομερή περιγραφή των πρακτικών μαρξιστών καθηγητών που συχνά αναφέρουν την ανάλυση του Pierre Bourdieu για την αναπαραγωγή του ταξικού προνομίου στην ακαδημία, και που στις πραγματικές ζωές τους δρουν σαν ο Bourdieu να είχε γράψει ένα εγχειρίδιο χρήσης αντί κριτικής. Μέχρι την στιγμή που θα γίνει ανώτερο μέλος του πανεπιστημίου, και έτσι να έχει εξασφαλίσει τη θέση του, κάποιος μπορεί και να μπορέσει να δημοσιεύσει μια τέτοια ανάλυση. Αλλά ως τότε – εκτός και αναπολεί – η ίδια η κατάσταση ισχύος του εγγυάται πως πλέον δεν μπορεί να αντιληφθεί το ζήτημα.

Από την μια, οι σκέψεις μου με οδηγούν στο συμπέρασμα πως θα ήταν ασφαλέστερο να παραδεχτείς πως είσαι αναρχικός παρά να γράψεις μια ειλικρινή αυτό-εθνογραφία της ακαδημίας. Από την άλλη, είμαι αναρχικός. Και νομίζω πως τα διλλήματα που προκύπτουν από αυτή την πραγματικότητα προσφέρουν ένα ενδιαφέρον σχόλιο πάνω στην ακαδημία και στο τρόπο λειτουργίας της, που θα δείξω στο κείμενο αυτό.

Συναίνεση και Άμεση Δημοκρατία

Ολοκλήρωσα την διδακτορική μου έρευνα σε μια αγροτική κοινότητα στη Μαγαδασκάρη, στη διάρκεια μιας περιόδου στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και των αρχών εκείνης του 1990 στην οποία το μεγαλύτερο μέρος της υπαίθρου είχε εγκαταλειφθεί από το κράτος. Οι αγροτικές κοινότητες, και ακόμη και σε κάποιο βαθμό οι πόλεις, σε μεγάλο βαθμό αυτό-κυβερνιόνταν· πρακτικά κανείς δεν πλήρωνε φόρους, και αν γίνονταν κάποιο έγκλημα η αστυνομία δεν εμφανίζονταν. Οι δημόσιες αποφάσεις, όταν έπρεπε να ληφθούν, έτειναν να λαμβάνονται με βάση μια διαδικασία άτυπης συναίνεσης. Έγραψα λίγα για αυτό στην διατριβή μου αλλά, όπως οι περισσότεροι ανθρωπολόγοι, δεν το έβρισκα ενδιαφέρον για να αναφέρω για το θέμα. Στη πράξη, άρχισα να κατανοώ αναδρομικά τι ήταν ενδιαφέρον στην συναίνεση, όταν, δέκα χρόνια αργότερα, έγινα ακτιβιστής στην Νέα Υόρκη. Μέχρι τότε, όλες σχεδόν οι ο βορειοαμερικανικές αναρχικές ομάδες λειτουργούσαν με κάποια μορφή διαδικασίας συναίνεσης, και η διαδικασία λειτουργούσε τόσο καλά – πραγματικά μοιάζει να είναι η μόνη μορφή λήψης αποφάσεων που να είναι σε απόλυτη συμφωνία με την μη κάθετη οργάνωση – που είχε υιοθετηθεί ευρέως από όλους όσους ενδιαφέρονταν στην άμεση δημοκρατία.

Υπάρχει τεράστια διαφοροποίηση μεταξύ των διάφορων τύπων και μορφών συναίνεσης αλλά ένα πράγμα που είναι κοινό μεταξύ σχεδόν όλων των εκδοχών της στη Βόρεια Αμερική είναι πως είναι οργανωμένη σε συνειδητή αντίθεση με το τρόπο οργάνωσης και, ιδιαίτερα, με το τρόπο διαλόγου των κλασικών σεκταριστικών μαρξιστικών ομάδων. Οι τελευταίες είναι τυπικά οργανωμένες γύρω από κάποιον μαρξιστή θεωρητικό, που προσφέρει μια λεπτομερή ανάλυση της κατάστασης του κόσμου και, συνήθως, της ανθρώπινης ιστορίας συνολικά, αλλά ελάχιστο θεωρητικό στοχασμό σε πιο άμεσα ζητήματα οργάνωσης και πρακτικής. Οι αναρχικής έμπνευσης ομάδας τείνουν να λειτουργούν πάνω στην υπόθεση πως κανείς δεν μπορεί, ή θα έπρεπε, να μεταστρέψει ένα άλλο πρόσωπο στο να συμφωνήσει απόλυτα με τη δική του γνώμη, πως οι δομές λήψης αποφάσεων είναι μέθοδοι διαχείρισης της ποικιλομορφίας, και ως εκ τούτου πως κάποιος θα πρέπει να συγκεντρωθεί αντίθετα στην διατήρησε χειραφετικών διαδικασιών και να αντιμετωπίσει άμεσα ερωτήματα δράσης στο παρόν.

Μια από τις βασικές αρχές του πολιτικού διαλόγου, για παράδειγμα, είναι πως κάποιος είναι υποχρεωμένος να μην αμφισβητεί την ειλικρίνεια και τις καλές προθέσεις των άλλων συμμετεχόντων, ανεξάρτητα από το τι πιστεύει για τα επιχειρήματα τους. εν μέρει, και αυτό πηγάζει από το είδος διαλόγου που ενθαρρύνει: εκεί που η ψήφος ενθαρρύνει κάποιον να μειώσει τις θέσεις του αντιπάλου σε εχθρική καρικατούρα, ή οτιδήποτε χρειαστεί για να ηττηθούν, μια διαδικασία συναίνεσης βασίζεται σε μια αρχή συμβιβασμού και δημιουργικότητας όπου κάποιος αλλάζει προτάσεις μέχρι να φτάσει σε κάτι το οποίο μπορούν να ανεχτούν τουλάχιστον όλοι·

Όλα αυτά έμοιαζαν πολύ με όσα είδα στη Μαδαγασκάρη· η βασική διαφορά είναι πως οι Αμερικάνοι ακτιβιστές το μάθαιναν αυτό από το μηδέν, έπρεπε να ειπωθούν όλα αναλυτικά. Έτσι η ακτιβιστική εμπειρία έριξε νέο φως στην αρχική μου εθνογραφία. Με εντυπωσίασε όμως  πόσο πολύ η τυπική μου νοητική πρακτική – του είδους στο οποίο είχα εκπαιδευτεί να  κάνω στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, για παράδειγμα – πραγματικά μοιάζει απλά το είδος σεκταριστικής μορφής διαλόγου, που οι αναρχικοί προσπαθούσαν τόσο να αποφύγουν. Ένα από τα πράγματα που με ενόχλησαν περισσότερο γύρω από την εκπαίδευση μου ήταν ακριβώς ο τρόπος που σπρωχνόμαστε να διαβάσουμε τις θέσεις άλλων θεωρητικών: βασικά, με τον λιγότερο δυνατό επιεική τρόπο. Είχα αναρωτηθεί μερικές φορές πως μπορούσε να συμφιλιωθεί με την ιδέα πως η νοητική πρακτική είναι, σε κάποιο ανώτατο επίπεδο, ένα εγχείρημα στην επιδίωξη της αλήθειας. Στην ουσία, ο ακαδημαϊκός λόγος συχνά μοιάζει μια σχεδόν ακριβή αναπαραγωγή του είδους του λόγου που είναι τυπικός των πιο γελοίων σεκτών της πρωτοπορίας».

Αναρχισμός και η Ακαδημία

Όλα αυτά βοήθησαν να εξηγήσω κάτι άλλο: γιατί υπάρχουν τόσοι λίγοι αναρχικοί στην ακαδημία. Ως πολιτική φιλοσοφία, ο αναρχισμός περνά από μια πραγματική αναγέννηση. Οι αναρχικές αρχές – αυτονομία, εθελοντικός συνεταιρισμός, αυτό-οργάνωση, άμεση δημοκρατία, αμοιβαία βοήθεια – έχει γίνει η βάση για οργάνωση νέων κοινωνικών κινημάτων από την Καρνατάκα ως στο Μπουένος Άιρες, ακόμη και αν οι υποστηρικτές τους είναι μάλλον πιθανό να αποκαλούν τους εαυτούς τους Αυτονομιστές, Συνεταιριστές, Οριζοντιστές, η Ζαπατίστας. Όμως οι περισσότεροι ακαδημαϊκοί μοιάζουν να έχουν μόνο μια ασαφή ιδέα πως αυτό συμβαίνει, και τείνουν να απορρίπτουν τον αναρχισμό ως ανόητο αστείο (για παράδειγμα, «Αναρχική οργάνωση! Αυτό όμως δεν είναι εννοιολογική αντίφαση;»). υπάρχουν χιλιάδες ακαδημαϊκοί μαρξιστές, αλλά μόνο μια χούφτα γνωστών ακαδημαϊκών αναρχικών.

Δεν πιστεύω πως αυτό οφείλεται στο ότι οι ακαδημαϊκοί είναι αργοί. Πιστεύω πως ο μαρξισμός είχε πάντα μια επαφή με την ακαδημία που ο αναρχισμός δεν θα μπορούσε να έχει ποτέ. Ο μαρξισμός εν τέλει είναι, πιθανώς το μόνο κοινωνικό κίνημα που επινοήθηκε από άτομο που είχε καταθέσει διδακτορική διατριβή. Ο αναρχισμός από την άλλη δεν ανακαλύφθηκε ποτέ στη πραγματικότητα από κάποιον συγκεκριμένο. Αλήθεια, οι ιστορικοί τον αντιμετωπίζουν συνήθως σα να ήταν, κατασκευάζοντας την ιστορία του αναρχισμού σα να ήταν πρακτικά ένα όν πανομοιότυπο στη φύση του με το μαρξισμό: δημιουργήθηκε από συγκεκριμένους στοχαστές του 10ου αιώνα (Proudhon, Bakunin, Kropotkin, κλπ), ενέπνευσε την δημιουργία οργανώσεων της εργατικής τάξης, βρέθηκε στο επίκεντρο πολιτικών αγώνων, και ούτω καθεξής. Όμως στην πραγματικότητα αυτή η αναλογία είναι τραβηγμένη. Οι στοχαστές του 19ου αιώνα που τους πιστώνεται γενικά η επινόηση του αναρχισμού δεν θεωρούσαν πως επινόησαν κάτι ιδιαίτερα νέο. Είδαν τον αναρχισμό περισσότερο σαν ένα είδος ηθικής πίστης, μια απόρριψη κάθε μορφής δομικής βίας, ανισότητας, ή κυριαρχίας (αναρχισμός κυριολεκτικά σημαίνει «δίχως αρχηγούς»), και μια άποψη πως οι άνθρωποι είναι απόλυτα ικανοί να τα καταφέρουν δίχως αυτούς. Υπό την έννοια αυτή, πάντοτε υπήρχαν αναρχικοί, και πιθανώς, πάντοτε θα υπάρχουν.

Κάποιος αρκεί να συγκρίνει τις ιστορικές σχολές του μαρξισμού και του αναρχισμού για να δειπως μιλάμε για ουσιαστικά διαφορετικά πράγματα. Οι μαρξιστικές σχολές έχουν συγγραφείς. Όπως ο μαρξισμός ξεπήδησε από το μυαλό του Marx, έτσι έχουμε λενινιστές, μαοϊστές, τροτσκιστές, γκραμσιανούς, μαοϊκούς, αλθουσεριανούς, για να αναφέρω μερικούς. Παρατηρήστε πως η λίστα ξεκινά με αρχηγούς κρατών και σχεδόν ομαλά καταλήγει σε Γάλλους καθηγητές. Ο Pierre Bourdieu σημείωσε κάποτε πως αν το ακαδημαϊκό πεδίο είναι παιχνίδι στο οποίο οι ακαδημαϊκοί παλεύουν για την κυριαρχία, τότε ξέρεις πως έχεις κερδίσει όταν οι άλλοι ακαδημαϊκοί αρχίζουν να αναρωτιούνται πως θα φτιάξουν ένα επίθετο από το όνομά σου. Είναι μάλλον, για να διατηρήσουν την πιθανότητα να «κερδίσουν στο παιχνίδι» – να αναγνωριστούν ως πνευματικοί γίγαντες, ή τουλάχιστον, να κάτσουν στα πόδια ενός – που οι ακαδημαϊκοί επιμένουν να χρησιμοποιούν ακριβώς το είδος ιστορικών θεωριών των Μεγάλων Ανδρών που θα χλεύαζαν όταν συζητούν οτιδήποτε άλλο. Πράγματι, οι ιδέες του Foucault, όπως του Trotsky, δεν αντιμετωπίζονται ποτέ ως τα προϊόντα ενός συγκεκριμένου ακαδημαϊκού περιβάλλοντος, ως κάτι που προέκυψε από ατελείωτες συζητήσεις και επιχειρήματα σε καφέ, τάξεις, κλπ., αλλά πάντα σα να προέκυψαν από την ευφυΐα ενός ατόμου. Εδώ, ξανά, ο Μαρξισμός μοιάζει εντελώς ενταγμένος μέσα στο πνεύμα της ακαδημίας.

Οι σχολές του αναρχισμού, προκύπτουν πάντοτε μέσα από κάποιο είδος οργανωτικής αρχής ή μορφής πράξης. Αναρχοσυνδικαλιστές και Αναρχοκομμουνστές, Εξεγερτικοί και Πλατφορμιστές, Συνεργατιστές, Ατομιστές, και ούτω καθεξής. Οι αναρχικοί διακρίνονται από αυτό που κάνουν, και πως οργανώνονται για να το κάνουν. Και πράγματι αυτό ήταν στο οποίο οι αναρχικοί δαπανούσαν το χρόνο τους συλλογιζόμενοι και επιχειρηματολογώντας. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα στο είδος ευρύτερων στρατηγικών και φιλοσοφικών ερωτημάτων που μοιάζουν να απασχολούν τους μαρξιστές, όπως, «Είναι οι αγρότες μια δυνητικά επαναστατική τάξη;» (οι αναρχικοί τείνουν να πιστεύουν πως αυτό είναι κάτι που θα το αποφασίσουν οι γεωργοί), ή, «Ποια είναι η φύση τη μορφής του προϊόντος;». Αντίθετα οι αναρχικοί συνήθως μάλλον μιλούν για το ποιος είναι ο πραγματικά δημοκρατικός τρόπος για να ολοκληρωθεί μια συνέλευση, σε πιο σημείο η οργάνωση σταματά να ενδυναμώνει το άτομο και αρχίζει να καταπιέζει την ατομική ελευθερία. Είναι η «ηγεσία» αναγκαία κακό πράγμα; Ή, διαφορετικά, σχετικά με την ηθική της αντίθεσης στην εξουσία τι είναι άμεση δράση; Πρέπει κάποιος να καταδικάζει κάποιον που δολοφονεί τον αρχηγό κράτους; Είναι ποτέ σωστό το να σπας μια βιτρίνα;

Ο μαρξισμός, έτσι, είχε την τάση να είναι μια θεωρητική ή αναλυτική συζήτηση σχετικά με την επαναστατική στρατηγική. Ο αναρχισμός έτεινε να είναι μια ηθική συζήτηση για την επαναστατική πρακτική. Τώρα, αυτό επίσης αφήνει να εννοηθεί πως υπάρχει μεγάλη δυνητική συμπληρωματικότητα μεταξύ των δυο. Δεν υπάρχει λόγος γιατί κάποιος δεν μπορεί να γράψει μαρξιστική θεωρία, και ταυτόχρονα να συμμετέχει σε αναρχική πράξη· στην πραγματικότητα πολλοί άνθρωποι το έχουν κάνει, ανάμεσα τους και εγώ. Αν όμως ο αναρχισμός είναι μια ηθική πρακτικής, τότε δεν σημαίνει τίποτα το να λες πως είσαι αναρχικός εκτός και αν κάνει κάτι. Και είναι μια μορφή ηθικής που επιμένει. Πως πριν από όλα, τα μέσα κάποιου πρέπει να είναι σε συμφωνία με τους στόχους του· πως κάποιος δεν μπορεί να δημιουργήσει ελευθερία μέσα από αυταρχικά μέσα· πως όσο το δυνατό, κάποιος πρέπει να ενσαρκώνει την κοινωνία που επιθυμεί κάποιος να δημιουργήσει. Για αυτό, είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε πως κάποιος θα μπορούσε να το κάνει αυτό σε ένα πανεπιστήμιο δίχως να μπει σε άσχημους μπελάδες.

Ρώτησα κάποτε τον Immanuel Wallerstein γιατί πίστευε πως οι ακαδημαϊκοί συμμετείχαν σε τόσο σεχταριστικού τύπου διαλόγους. Έκανε σαν η απάντηση να είναι προφανής. «Καλά, η ακαδημία. Είναι ο τέλειος φεουδαλισμός». Στην ουσία, το σύγχρονο πανεπιστημιακό σύστημα αφορά το μόνο θεσμό – εκτός της βρετανικής μοναρχίας και της καθολικής εκκλησίας – που επιβίωσε λίγο πολύ άθικτος από τον ύστερο Μεσαίωνα. Τι σημαίνει πρακτικά να δρας σαν αναρχικός σε ένα περιβάλλον γεμάτο από πρυτάνεις και κοσμήτορες και ανθρώπους που φοράνε αστείες ρόμπες, διαδοχικά συνέδρια σε πολυτελή ξενοδοχεία, δίνοντας ακαδημαϊκές μάχες σε γλώσσα τόσο απόκρυφη ώστε κανένας που δεν πέρασε τουλάχιστον δυο ή τρία χρόνια σε μεταπτυχιακό τμήμα δεν μπορεί ποτέ να ελπίζει πως θα καταλάβει; Τουλάχιστον σημαίνει την αμφισβήτηση την δομή του πανεπιστημίου με κάποιο τρόπο. Έτσι πάμε πίσω στο πρόβλημα με το οποίο άρχισα: το να δρας σαν αναρχικός θα ήταν ακαδημαϊκή αυτοκτονία. Έτσι δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρα τι θα μπορούσε πραγματικά να κάνει ένας αναρχικός ακαδημαϊκός.

Επαναστάτες και το Πανεπιστήμιο

Αν κάποιος ακολουθούσε το συλλογισμό του Wallerstein, θα ήταν αναμφίβολο πως θα μπορούσε να γράψει μια ιστορία του ακαδημαϊκού σεκταρισμού, ξεκινώντας ίσως με τις θεολογικές διαμάχες μεταξύ δομινικανών και φρανσισκανών κατά το 13ο αιώνα – δηλαδή, όταν οι διαμάχες ήταν μεταξύ κυριολεκτικά αντίπαλων σεκτών – και φτάνοντας την στην προέλευση του σύγχρονου πανεπιστημιακού συστήματος στην Πρωσία των αρχών του 19ου αιώνα. Όπως τόνισε ο Randall Collins, οι μεταρρυθμιστές που δημιούργησαν το σύγχρονο πανεπιστημιακό σύστημα, κυρίως με την τοποθέτηση της φιλοσοφίας στη θέση που ως τότε κατέχονταν από την θεολογία ως βασική επιστήμη και συνδέοντας το θεσμό με ένα πρόσφατα συγκεντρωτικό κράτος, ήταν σχεδόν όλοι οπαδοί της μιας ή της άλλης μορφής φιλοσοφικού Ιδεαλισμού. Το επιχείρημα του μοιάζει ανούσια κυνικό, αλλά το μοτίβο επαναλήφθηκε σε τόσα πολλά μέρη – με τον Ιδεαλισμό να γίνεται η κυρίαρχη φιλοσοφική σκέψη ακριβώς τη στιγμή που τα πανεπιστήμια μεταρρυθμίζονταν, πρώτα στην Γερμανία, μετά στην Αγγλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ιταλία, την Σκανδιναβία, την Ιαπωνία – που είναι δύσκολο να αρνηθούμε πως κάτι υπάρχει εδώ:

«Όταν ο Kant πρότεινε να γίνει η φιλοσοφία ο ρυθμιστής των άλλων επιστημών, ακολουθούσε μια γραμμή που έκανε τις ακαδημαϊκές καριέρες από μόνες τους ανώτερες από τις καριέρες μέσα στην εκκλησία… Όταν ο Fichte οραματίστηκε τους καθηγητές πανεπιστημίου ως ένα νέο είδος βασιλιά-φιλόσοφου, έθετε με τον πιο επιδεικτικό τρόπο την τάση οι πτυχιούχοι να μονοπωλούν την είσοδο στην κυβερνητική διοίκηση. Η βάση για αυτά τα επιχειρήματα έπρεπε να δημιουργηθεί στα πλαίσια του φιλοσοφικού λόγου· αλλά το κίνητρο για την δημιουργία αυτά τα πλαίσια προήλθε ρεαλιστική αξιολόγηση πως η δομή μετακινούνταν προς μια κατεύθυνση ευνοϊκή προς μια αυτό-κυβερνώμενη ακαδημαϊκή ελίτ».

Αν είναι έτσι, εξηγεί γιατί οι οπαδοί του μαρξισμού, αυτού του μεγάλου επαναστάτη εναντίον του γερμανικού ιδεαλισμού μπορούν να σχηματίσουν ένα τέτοιο τέλειο συμπλήρωμα στο πνεύμα της ακαδημίας – το είδωλό του, ακόμη – ενώ χρησιμεύουν ως μια γέφυρα μέσω της οποίας τρόποι επιχειρηματολογίας που ήταν κάποτε τυπικές των θεολόγων μπορούν να περάσουν στα πεδία της πολιτικής.

Κάποιοι θα πουν (όπως πιστεύω πως θα έκανε ο Collins) πως αυτές οι σεκταριστικές διαιρέσεις είναι απλά αναπόφευκτα γνωρίσματα της ακαδημαϊκής ζωής. Νέες ιδέες μπορούν να εμφανιστούν μόνο μέσα από ένα κυκεώνα ανταγωνιστικών σχολών. Αυτό ίσως να είναι αλήθεια, αλλά πιστεύω πως μάλλον χάνει το νόημα. Πρώτα από όλα, το είδος των ομάδων βασισμένων στην συναίνεση που ανέφερα παραπάνω βάζουν ψηλά και στην ποικιλία των οπτικών επίσης. Όμως οι αναρχικοί δεν θεωρούν τις συζητήσεις ως διαγωνισμό στον οποίο μια θεωρία ή μια οπτική πρέπει, τελικά, να νικήσει. Για αυτό η συζήτηση σχεδόν πάντα εστιάζει στο τι πρόκειται να κάνουν οι άνθρωποι. Δεύτερο, οι σεκταριστικοί τρόποι διαλόγου με δυσκολία είναι ευνοϊκοί  για την ανάπτυξη ακαδημαϊκής δημιουργικότητας. Είναι δύσκολο να δούμε πως μια στρατηγική συστηματικής παραποίησης των επιχειρημάτων άλλων ακαδημαϊκών θα μπορούσε στη πράξη να συμβάλλει στην επέκταση της ανθρώπινης γνώσης. Είναι χρήσιμη μόνο αν κάποιος βλέπει τον εαυτό του σα να δίνει μάχη και ο μόνος σκοπός είναι να νικήσει. Κάποιος χρησιμοποιεί τέτοιες τεχνικές για να εντυπωσιάσει ένα κοινό. Φυσικά, στις ακαδημαϊκές μάχες, δεν υπάρχει κοινό – εκτός από μεταπτυχιακούς φοιτητές ή άλλους φεουδαρχικούς ακόλουθους – κάτι που τα κάνει όλα να μοιάζουν μάλλον άσκοπα, αυτό όμως δεν μοιάζει να έχει σημασία. Οι ακαδημαϊκοί πολεμιστές θα παίξουν για μη υπαρκτά κοινά με τον ίδιο τρόπο μικροσκοπικές τροτσκιστικές σέκτες των εφτά ή οχτώ μελών θα συμπεριφέρονται όλες σα να είναι κυβέρνηση σε αναμονή, και έτσι να αισθάνονται πως είναι η ευθύνη τους να διατυπώσουν τις θέσεις για τα πάντα, από τον γάμο ομοφυλοφίλων ως το πως είναι καλύτερο να λυθούν οι εθνοτικές συγκρούσεις το Κασμίρ. Μπορεί να μοιάζει αστείο. Πραγματικά, είναι αστείο. Αλλά προφανώς, είναι ο καλύτερος τρόπος για να εγγυηθεί τη νίκη σε αυτά τα αλλόκοτα ιπποτικά πρωταθλήματα που έχουν γίνει το σήμα κατατεθέν της «αυτό-κυβερνώμενης ακαδημαϊκής ελίτ» του Collins.

Η Ιδέα της Αβανγκάρντ

Φαίνεται πως έχω οδηγήσει τον εαυτό μου σε ένα είδους αδιέξοδου εδώ. Οι αναρχικοί ξεπερνούν τις σεκταριστικές τάσεις με το να εστιάζουν σε ότι έχουν κοινό οι αναρχικοί, που είναι αυτό που θέλουν να κάνουν (ανατροπή του κράτους, δημιουργία νέων μορφών κοινότητας, κλπ.). αυτό που θέλουν να κάνουν οι ακαδημαϊκοί, τις περισσότερες φορές, είναι να εδραιώσουν τις αντίστοιχες θέσεις τους. είναι ίσως καλύτερο έτσι να το δούμε και από την άλλη πλευρά.

Οι αναρχικοί έχουν μια λέξη για αυτό του είδους σεκταριστικής συμπεριφοράς. Το λένε «πρωτοπορία» (vanguardism), και τη θεωρ5ούν τυπική εκείνων που πιστεύουν πως ο σωστός ρόλος των διανοούμενων είναι να επινοούν τη σωστή θεωρητική ανάλυση της κατάστασης του κόσμου, έτσι ώστε να είναι σε θέση να οδηγήσουν τις μάζες σε ένα πραγματικό επαναστατικό μονοπάτι. Ένα χρήσιμο αποτέλεσμα της δημοφιλίας του αναρχισμού μέσα στους επαναστατικούς κύκλους  σήμερα είναι πως αυτή η θέση θεωρείται απόλυτα ξεπερασμένη. Το πρόβλημα, έτσι, αφορά που θα έπρεπε να είναι ο ρόλος των επαναστατών διανοούμενων. Ή, διατυπωμένο απλά, πως μπορούμε να ξεπεράσουμε τις βανγκαρντιστικές μας συνήθειες; Η αποσύνδεση της κοινωνικής θεωρίας από τους βανγκαρντιστικές συνήθειες μοιάζει ένα ιδιαίτερα δύσκολο έργο επειδή ιστορικά η σύγχρονη κοινωνική θεωρία και η ιδέα της πρωτοπορίας γεννήθηκαν λίγο πολύ μαζί. Πρακτικά, το ίδιο έγινε και με την ιδέα της καλλιτεχνικής αβανγκάρντ, και η σχέση μεταξύ των τριών – σύγχρονη κοινωνική θεωρία, πρωτοπορία, και της αβανγκάρντ – υποδηλώνει κάποιες απροσδόκητες δυνατότητες.

Ο όρος αβανγκάρντ επινοήθηκε πρακτικά από τον Henri de Saint-Simon ως προϊόν μιας σειράς δοκιμίων που έγραψε στο τέλος της ζωής του. Όπως ο κάποτε γραμματέας του και αργότερα αντίπαλος του, Auguste Comte, ο Saint-Simon έγραφε  στον απόηχο της Γαλλικής Επανάστασης, και ουσιαστικά αναρωτιόνταν τι είχε πάει στραβά. Και οι δυο έφτασαν στο ίδιο συμπέρασμα: η σύγχρονη, βιομηχανική κοινωνία στερούνταν κάθε θεσμού που θα μπορούσε να προσφέρει μια ιδεολογική συνεκτικότητα και κοινωνική ενσωμάτωση, αντίθετα από την φεουδαρχική κοινωνία που είχε την μεσαιωνική καθολική εκκλησία. Ο καθένας τους κατέληξε να προτείνει μια νέα θρησκεία: ο Saint-Simon την ονόμασε «Νέο Χριστιανισμό», και ο Comte ονόμασε τη δική του «Νέο Καθολικισμό». Στην αρχή, οι καλλιτέχνες θα έπαιζαν το ρόλο του ιερατείου· ο Saint-Simon δημιούργησε ένα φανταστικό διάλογο στον οποίο ένας αντιπρόσωπος των καλλιτεχνών  εξηγεί στους επιστήμονες πως, στο ρόλο τους στο να οραματίζονται πιθανές εκδοχές του μέλλοντος και εμπνέοντας το κοινό, θα παίξουν το ρόλο μιας «αβανγκάρντ» – μια «πραγματική ιερατική λειτουργία» στην ερχόμενη κοινωνία – και πως οι καλλιτέχνες θα παράξουν τα οράματα που καλλιτέχνες και βιομήχανοι θα υλοποιήσουν. Τελικά, το ίδιο το κράτος, ως καταναγκαστικός μηχανισμός, απλά θα μαράζωνε.

Ο Comte φυσικά, είναι πιο διάσημος ως ο δημιουργός της κοινωνιολογίας· πράγματι, επινόησε τον όρο για να περιγράψει αυτό που έβλεπε  ως την κύρια επιστήμη, που θα μπορούσε να κατανοήσει και να καθοδηγήσει την κοινωνία. Κατέληξε να πάρει μια διαφορετική, πολύ πιο αυταρχική  προσέγγιση στην κοινωνική μεταμόρφωση, προτείνοντας τελικά την ρύθμιση και τον έλεγχο σχεδόν κάθε πτυχής της ανθρώπινης ζωής σύμφωνα με τις επιστημονικές αρχές, με τον ιερατικό ρόλο του Νέου Καθολικισμού του να παίζεται από τους ίδιους τους κοινωνιολόγους. Είναι μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή αντίθεση επειδή, στις αρχές του 20ου αιώνα, οι θέσεις πρακτικά αντιστράφηκαν. Αντί οι αριστεροί σαινσιμονικοί να κοιτούν προς τους καλλιτέχνες για ηγεσία και τους δεξιούς κομτιανούς να θεωρούν τους εαυτούς τους ως καλλιτέχνες, είχαμε φασίστες ηγέτες σαν τον Hitler και το Mussolini να φαντάζονται τους εαυτούς τους ως μεγάλους καλλιτέχνες που ενέπνεαν τις μάζες, διαμορφώνοντας την κοινωνία σύμφωνα με τα μεγαλεπήβολα οράματα τους, και οι μαρξιστές πρωτοπόροι να οικειοποιούνται το ρόλο των καλλιτεχνών. Οι σαινσιμονικοί σε κάθε περίπτωση προσπαθούσαν να στρατολογήσουν καλλιτέχνες  για τα διάφορα εγχειρήματα, ενώσεις και ουτοπικές κοινότητες τους, αν και γρήγορα συνάντησαν δυσκολίες επειδή πολλοί μέσα στους «αβανγκάρντ» κύκλους προτιμούσαν τους πιο αναρχικούς φουριεριστές, και αργότερα, την μια ή την άλλη τάση ανοιχτά αναρχικών.

Ουσιαστικά, ο αριθμός των καλλιτεχνών του 19ου αιώνα με αναρχικές συμπάθειες είναι εντελώς εντυπωσιακή, από τον Pissaro στον Tolstoy και τον Oscar Wilde, για να μην αναφέρω σχεδόν όλους τους καλλιτέχνες των αρχών του 20ου αιώνα που αργότερα έγιναν κομμουνιστές, από τον Malevich ως τον Picasso. Αντί μιας ριζοσπαστικής πρωτοπορίας  που να οδηγεί το δρόμο προς μια μελλοντική κοινωνία, οι ριζοσπάστες καλλιτέχνες σχεδόν όλοι έβλεπαν τον εαυτό τους ως εξερευνητές νέων και λιγότερο αποξενωμένων τρόπων ζωής. Η πραγματικά σημαντική εξέλιξη στον 19ο αιώνα ήταν λιγότερο η ιδέα μιας πρωτοπορίας από ότι εκείνη του μποεμισμού (έναν όρο που επινόησε για πρώτη φορά ο Balzac το 1838): περιθωριακές κοινότητες που ζούσαν λιγότερο ή περισσότερο σε εθελοντική φτώχεια, θεωρώντας τους εαυτούς τους ως αφιερωμένους στην επιδίωξη δημιουργικών, μη αποξενωμένων μορφών ύπαρξης, ενωμένοι από ένα βαθύ μίσος για την αστική ζωή και όλα όσα αντιπροσώπευε. Ιδεολογικά, ήταν εξίσου πιθανό να είναι οπαδοί της «τέχνης για χάρη της τέχνης» ή κοινωνικοί επαναστάτες. Και στη πράξη μοιάζουν να έχουν προέλθει από την ίδια κοινωνική συγκυρία όπως οι περισσότεροι επαναστάτες του 19ου αιώνα, ή οι σημερινοί: ένα είδος συνάντησης μεταξύ συγκεκριμένων στοιχείων (εσκεμμένα) καθοδικά κινητών επαγγελματικών τάξεων, με ευρεία απόρριψη των αστικών αξιών, και ανοδικά κοινούμενων παιδιών της εργατικής τάξης – το είδος που κατάφεραν να αποκτήσουν για τα ίδια μια αστικού επιπέδου εκπαίδευση μόνο για να ανακαλύψουν πως αυτό πρακτικά δεν σήμαινε είσοδό στην αστική τάξη.

Στον 19ο αιώνα, ο όρος «πρωτοπορία» μπορούσε να χρησιμοποιείται για οποιονδήποτε που θεωρούνταν πως εξερευνούσε το μονοπάτι προς μια μελλοντική ελεύθερη κοινωνία. Οι ριζοσπαστικές εφημερίδες – ακόμη και οι αναρχικές – συχνά ονομάζονταν «Η Πρωτοπορία» (The Avant-garde). Ήταν ο Marx που άρχισε να αλλάζει σημαντικά την ιδέα με το να εισάγει την ιδέα πως το προλεταριάτο ήταν η πραγματική επαναστατική τάξη – δεν χρησιμοποίησε τον όρο «πρωτοπορία» στα δικά του κείμενα – επειδή ήταν αυτή η πιο καταπιεσμένη (ή όπως το έθεσε «ακυρωμένη» από το καπιταλισμό) και ως εκ τούτου είχε να χάσει τα λιγότερα από την κατάλυση του. Κάνοντάς το, απέκλεισε την πιθανότητα πως λιγότερο αποξενωμένες ομάδες, είτε καλλιτεχνών ή τεχνητών που συνήθως αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά του αναρχισμού, είχαν κάτι σημαντικό να προσφέρουν. Τα αποτελέσματα τα γνωρίζουμε όλοι. Η ιδέα  ενός πρωτοποριακού κόμματος αφιερωμένου και στην οργάνωση και στην προσφορά ενός ακαδημαϊκού εγχειρήματος για την πιο καταπιεσμένη ομάδα που επιλέχθηκε ως ο φορέας της ιστορίας, αλλά και ουσιαστικά ως καταλύτης της επανάστασης λόγω της προθυμίας της να χρησιμοποιήσει βία, περιεγράφηκε πρώτη φορά από τον Lenin στο σημαντικό δοκίμιο του το 1902, «Τι Πρέπει να Γίνει;»· επανέρχεται συνεχώς, στο βαθμό όπου στα τέλη της δεκαετίας 1960 ομάδες όπως η Students for Democratic Society μπορούσε να εγκλωβιστεί σε βίαιες συζητήσεις σχετικά με το αν το Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων θα μπορούσε να θεωρηθεί η πρωτοπορία του κινήματος ως οι ηγέτες του πιο καταπιεσμένου συστατικού του.

Όλα αυτά είχαν μια παράδοξη επίπτωση στην καλλιτεχνική αβανγκάρντ που όλο και περισσότερο άρχισε να οργανώνει τον εαυτό της όπως τα πρωτοποριακά κόμματα, αρχίζοντας με τους Ντανταϊστές και τους Φουτουριστές, δημοσιεύοντας τα δικά τους μανιφέστα, ενημερώσεις, καταγγέλλοντας η μια την άλλη, και γενικά κάνοντας τους εαυτούς τους (κάποιες φορές απόλυτα εσκεμμένα) παρωδίες επαναστατικών σεκτών. Η υπέρτατη συγχώνευση τους ήρθε με τους Σουρεαλιστές και τελικά με την Καταστασιακή Διεθνή, που από την μια ήταν η πιο συστηματικοί στην προσπάθεια να αναπτύξουν μια θεωρία επαναστατικής δράσης  σύμφωνα με το πνεύμα του μπεμισμού, στοχαζόμενοι πως θα ήταν πρακτικά να καταστραφούν τα όρια μεταξύ τέχνης και ζωής – την ίδια στιγμή όμως, στην ίδια την εσωτερική τους οργάνωση, έδειχναν ένα είδος τρομερού σεκταρισμού γεμάτου από πολλές διασπάσεις, εκκαθαρίσεις, και σκληρές αποκηρύξεις που ο Guy Debord τελικά παρατήρησε πως η μόνη λογική κατάληξη θα ήταν η Διεθνής να ελαχιστοποιηθεί σε δυο μέλη, ένα από τα οποία θα εκκαθαρίσει το άλλο και ύστερα θα αυτοκτονήσει. (Κάτι που τελικά δεν απείχε πολύ από αυτό που έγινε).

Η Μη Αποξενωμένη Παραγωγή

Για εμένα το πραγματικά ενδιαφέρον ερώτημα εδώ είναι: γιατί εξαρχής οι καλλιτέχνες έλκονται τόσο συχνά από την επαναστατική πολιτική; Επειδή φαίνεται να ισχύει, ακόμη σε περιόδους  και τόπους που δεν υπάρχει κάποια άλλη θέληση για επαναστατική αλλαγή, το σημείο που κάποιος μπορεί να την βρει είναι μεταξύ καλλιτεχνών, συγγραφέων, και μουσικών· ακόμη περισσότερο, στη πράξη, από ότι μεταξύ επαγγελματιών διανοούμενων. Μου φαίνεται πως η απάντηση πρέπει να έχει κάτι να κάνει με την αποξένωση. Φαίνεται να υπάρχει ένας άμεσος σύνδεσμος της εμπειρίας του πρώτα να φαντάζεσαι πράγματα και μετά να τα φέρνεις σε ύπαρξη (ατομικά ή συλλογικά) – δηλαδή, η εμπειρία συγκεκριμένων μορφών μη αποξενωμένης παραγωγής – και της ικανότητας να φαντάζεσαι κοινωνικές εναλλακτικές. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα αν αυτή η εναλλακτική είναι η πιθανότητα μιας κοινωνίας βασισμένης σε λιγότερο αποξενωμένες μορφές δημιουργικότητας.

Αυτό θα μας επιτρέψει να δούμε υπό νέα οπτική την ιστορική μετατόπιση της αντιμετώπισης της πρωτοπορίας ως σχετικά μη αποξενωμένους καλλιτέχνες (ή ίσως διανοούμενους) στο να τους δούμε ως τους αντιπροσώπους των «πιο καταπιεσμένων». Πρακτικά, θα έλεγα πως οι επαναστατικές συμμαχίες τείνουν πάντα να αποτελούνται από μια συμμαχία μεταξύ των λιγότερο αποξενωμένων της κοινωνίας και των πιο καταπιεσμένων. Και αυτό είναι λιγότερο ελιτιστικός σχηματισμός από ότι μοιάζει, καθώς επίσης φαίνεται να ισχύει πως οι πραγματικές επαναστάσεις έχουν την τάση να ξεσπούν όταν αυτές οι δυο κατηγορίες αλληλεπικαλύπτονται. Αυτό σε κάθε περίπτωση θα εξηγούσε  γιατί φαίνεται να είναι σχεδόν πάντοτε αγρότες και τεχνίτες – ή εναλλακτικά, πρόσφατα προλεταριοποιημένοι πρώην αγρότες και τεχνίτες – που ουσιαστικά ξεσηκώνονται και ανατρέπουν καπιταλιστικά καθεστώτα, και όχι εκείνοι που είναι εξοικειωμένοι επί γενιές με την μισθωτή εργασία. Τέλος, υποψιάζομαι πως αυτό θα εξηγούσε μάλλον την ιδιαίτερη σημασία των αγώνων των αυτόχθονων αγώνων σε εκείνη την παγκόσμια εξέγερση που συνήθως αναφέρεται ως το κίνημα κατά της «παγκοσμιοποίησης»: αυτοί οι άνθρωποι είναι συνήθως οι λιγότερο αποξενωμένοι και περισσότερο καταπιεσμένοι άνθρωποι στη γη, και μόλις είναι τεχνολογικά εφικτό να τους συμπεριλάβουμε σε επαναστατικές συμμαχίες, είναι σχεδόν αναπόφευκτοι πως θα έπρεπε να αναλάβουν ηγετικό ρόλο.

Ο ρόλος των αυτοχθόνων λαών, παραδόξως, μας οδηγεί πίσω στο ρόλο της εθνογραφίας. Τώρα, μου φαίνεται πως με πολιτικούς όρους, η εθνογραφία έχει αδικηθεί. Συχνά θεωρείται πως είναι από φυσικού ένα εργαλείο κυριαρχίας, το είδος της τεχνικής που χρησιμοποιείται από ξένους κατακτητές ή αποικιοκρατικές κυβερνήσεις. Στην πραγματικότητα, η χρήση της εθνογραφίας από Ευρωπαίους αποικιοκράτες είναι κάτι σαν ανωμαλία: στον αρχαίο κόσμο, για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να δει μια έκρηξη εθνογραφικού ενδιαφέροντος στην εποχή του Ηρόδοτου που εξαφανίζεται την στιγμή την στιγμή που μεγάλες πολυεθνικές αυτοκρατορίες έρχονται στο προσκήνιο. Όντως, περίοδοι μεγάλης εθνογραφικής περιέργειας έχουν την τάση να είναι περίοδοι ταχείας κοινωνικής αλλαγής και τουλάχιστον πιθανής επανάστασης. Επιπλέον, κάποιος θα μπορούσε να πει πως υπό κανονικές συνθήκες, η εθνογραφία είναι λιγότερο όπλο των ισχυρών από ότι είναι όπλο των αδύναμων. Όλοι αυτοί οι μεταπτυχιακοί φοιτητές που κατασκευάζουν περίτεχνες εθνογραφίες των τμημάτων τους που δεν μπορούν ποτέ να δημοσιοποιήσουν στην πραγματικότητα κάνουν – ίσως με ένα πιο ενημερωμένο θεωρητικά τρόπο – κάτι που όλοι σε τέτοια θέση συνηθίζουν να κάνουν. Υπηρέτες, υπάλληλοι, σκλάβοι, γραμματείς, εταίρες, μαγείρισσες, πρακτικά όλοι που εξαρτώνται από τα καπρίτσια κάποιου που ζει σε διαφορετικό ηθικό ή πολιτισμικό σύμπαν, για προφανείς λόγους προσπαθούν συνεχώς να κατανοήσουν τι σκέφτεται αυτό το πρόσωπο και πως σκέφτονται σαν αυτόν σκέφτονται, για να αποκρυπτογραφήσουν τα παράξενα τελετουργικά τους, ή να καταλάβουν πως τα πάνε με τους συγγενείς τους. Δεν φαίνεται να ισχύει ιδιαίτερα το αντίστροφο.

Φυσικά η εθνογραφία είναι ιδανικά λίγο παραπάνω από αυτό. Ιδανικά, η εθνογραφία αφορά την εκμαίευση των κρυφών συμβολικών, ηθικών, ή πραγματικών λογικών που κρύβονται πίσω από συγκεκριμένους τύπους κοινωνικής δράσης· ο τρόπος που οι συνήθειες των ανθρώπων αποκτούν νόημα  με τρόπους που οι ίδιοι δεν κατανοούν πλήρως. Μοιάζει όμως σε εμένα πως αυτό προσφέρει ένα πιθανό ρόλο για τον ριζοσπάστη, διανοούμενο που ανήκει στην πρωτοπορία. Το πρώτο πράγμα που χρειάζεται να κάνουμε είναι να κοιτάξουμε σε εκείνους που δημιουργούν βιώσιμες εναλλακτικές για την ομάδα, και προσπαθούν να κατανοήσουν ποιες θα μπορούσαν να είναι οι ευρύτερες συνέπειες αυτού που (ήδη) κάνουν.

Προφανώς αυτό που προτείνω θα λειτουργούσε μόνο αν ήταν, τελικά, μια μορφή αυτό-εθνογραφίας – με την έννοια της εξέτασης κινημάτων στα οποία κάποιος έχει ουσιαστική συμμετοχή, στα οποία κάποιος αισθάνεται μέρος. Θα έπρεπε επίσης να συνδυαστεί με ένα συγκεκριμένο βαθμό ουτοπικής προεκβολής: ένα ζήτημα της εκμαίευσης της σιωπηρής λογικής ή αρχών που βρίσκονται πίσω από συγκεκριμένες μορφές ριζοσπαστικής πρακτικής, και έπειτα, όχι μόνο της επιστροφής αυτής της ανάλυσης σε αυτές τις κοινότητες, αλλά και χρήσης της για την δημιουργία νέων οραμάτων. Αυτά τα οράματα θα πρέπει να προσφερθούν ως πιθανά δώρα, όχι οριστικές αναλύσεις ή επιβολές. Εδώ ξανά υπάρχουν υπονοούμενοι παραλληλισμοί με την ιστορία ριζοσπαστικών καλλιτεχνικών κινημάτων, που έγιναν κινήματα ακριβώς όταν έγιναν οι ίδιοι οι κριτές τους· επίσης υπάρχουν ακαδημαϊκοί που ήδη προσπαθούν να κάνουν αυτό το είδος αυτό-εθνογραφικού έργου. Τα λέω όλα αυτά όχι τόσο να προσφέρω μοντέλα  για να ανοίξω ένα πεδίο για συζήτηση, τονίζοντας πως ακόμη και ή ίδια η έννοια της πρωτοπορίας είναι πολύ πιο πλούσια σε ιστορία και γεμάτη από εναλλακτικές πιθανότητες που οι περισσότεροι από εμάς δεν θα περιμέναμε. Και προσφέρει τουλάχιστον μια πιθανή απάντηση στο ερώτημα τι είναι αυτό που πρέπει να κάνει ένας αναρχικός ανθρωπολόγος.

Δίχως αμφιβολία υπάρχουν και άλλοι.

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com