Λίστα αντικειμένων
Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
Η δοκιμασία της γλώσσας: Στη γενική αμηχανία και σαστιμάρα που έχει προκαλέσει η παγίδα του χρέους, δέχεται και η γλώσσα τη δική της σκληρή δοκιμασία: τα στόματα αφρίζουν μέσα σε διαρκή έξαρση προπαγανδιστικής ρητορείας στις οθόνες των τηλεοράσεων – η παραπλάνηση του εαυτού μας και των άλλων γίνεται μέσω της καταστροφής του όποιου κοινού παρονομαστή.
Το πρόβλημα είναι ο «άλλος», ο «απέναντι», δεν είμαστε εμείς: οι αντίπαλοι και υπαίτιοι για τα δεινά μας απλώνονται με τη «φαντασία» μας στο χώρο και το χρόνο – δεν «ευθύνονται» μόνο για το σήμερα, «ευθύνονται» και για το «χθες» και για το «αύριο». Το «χθες» και το «αύριο». Το «χθες» παρουσιάζεται ως αστοχία και απρονοησία, το «αύριο» ως κίνδυνος, το «σήμερα» ως διαρκής παρεκτροπή: εννοείται πάντοτε του «άλλου», του «απέναντι» - δεν υπάρχει καν περιθώριο για την ελάχιστη υποψία, ότι ίσως να είμαστε και εμείς μέρος του προβλήματος. Εμείς με την αβλεψία μας, τις εμμονές μας, τα μικρά και μεγάλα μας πάθη, τις απρονοησίες μας, τις ανοησίες μας, την ανεπάρκειά μας: υπάρχει μια γενικότερη αντίληψη του «έχω δίκιο» που κρύβεται πίσω από τον πληθυντικό «έχουμε δίκιο» - εμείς οι «δεξιοί», οι «αριστεροί», οι αστοί, οι πληβείοι, οι προοδευτικοί, οι συντηρητικοί, οι προχωρημένοι και οι οπισθοβατικοί, οι «πάνω», οι «κάτω», οι «δίπλα», οι «παραδίπλα», οι «παλιοί», οι νέοι. Σε αυτές τις πρόχειρες αλλά τοξικές διατάξεις εχθρού και φίλου η γλώσσα υπόκειται στο δικό της μαρτύριο: παραπλανούμε τους εαυτούς μας και τους άλλους προσποιούμενοι ότι διαθέτουμε και θεωρητικό υπόβαθρο – ο δημοσιογραφικός λόγος και η δημόσια αρθρογραφία βρίθουν από παραδείγματα.
Ο αρθρογράφος: Πως αποκρινόμαστε στη συνθήκη που έχει επιβάλλει η παγίδα του χρέους στην καθημερινότητά μας; Ποιες «θεωρίες» ανακαλύπτουμε εμείς ο «θεωριστές» (Γκαίτε) για να αποκριθούμε και να ανταποκριθούμε στα ερωτήματα της συγκυρίας;
Ο αρθρογράφος της εφημερίδας «Η Καθημερινή» και τακτικός συζητητής σε διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές Πάσχος Μανδραβέλης «θεωρητικολογεί» επί ορισμένων θεμάτων σε πρόσφατο άρθρο του στην αθηναϊκή εφημερίδα [Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013]: «Η θεωρία των προβοκατόρων» είναι το θέμα του – ο τίτλος του άρθρου στο σώμα του κειμένου εγκλείεται σε εισαγωγικά («η θεωρία των προβοκατόρων»).
Τούτη η «θεωρία» αναφέρεται σε «έναν από τους πιο διαδομένους μύθος της μεταπολίτευσης» που αφορά το ρόλο των προβοκατόρων στις διαδηλώσεις: κατά πρώτον έχουμε εδώ έναν ακόμη τύπο εκδαιμόνισης της «μεταπολίτευσης» [Βλ. το άρθρο στο Διαδίκτυο: Όμηρος Ταχμαζίδης, Η κατάσταση των πραγμάτων και η πολιτική επιταγή των καιρών] – αυτό σαν μια πρώτη παρατήρηση επί της «θεωρίας των προβοκατόρων».
Η «θεωρία», που δεν είναι ακριβώς «θεωρία», εφόσον εγκλείεται σε εισαγωγικά, είναι ένας «μύθος», αλλά και αυτός ο «μύθος» δεν αναφέρεται στην πρωταρχική σημασία της λέξης μύθος, αλλά υπονοεί μια «κατασκευή»: η «θεωρία των προβοκατόρων» είναι ένας «μύθος», υπό την έννοια μιας «κατασκευής» που επινόησε η πολιτική Αριστερά – κατά τον Πάσχο Μανδραβέλη «σύμφωνα με αυτόν, για περίπου σαράντα χρόνια αστυνομικοί δέρνουν, τραυματίζουν, καίνε αστυνομικούς, μόνο και μόνο για να βγάλουν το κακό όνομα στην Αριστερά ή το «Κίνημα»».
Το μέγεθος της υπερβολής και το ειρωνικό ύφος αποκαλύπτει την κριτική του αρθρογράφου ως υποκρισία: δεν είναι ο έλεγχος μιας θέσης ή πράξης που προέχει, αλλά ο άκοπος και ανερμάτιστος στιγματισμός του αντιπάλου – έτσι κάποιοι περιστασιακοί και συγκυριακοί «ισχυρισμοί» καταλήγουν να γίνονται «θεωρία» και «μύθος», και… παραλογισμός.
Μάλιστα, σύμφωνα με τον αρθρογράφο της «Καθημερινής» «δεν είναι ο μόνος παραλογισμός που με το «λέγε λέγε» της ιδεολογικά κυρίαρχης Αριστεράς επικράτησε στον τόπο»: εδώ επαναλαμβάνεται μια ακόμη πτυχή της εκδαιμόνισης της μεταπολίτευσης – η τελευταία είναι η περίοδος της ιδεολογικής κυριαρχίας της Αριστεράς. Η «θεωρία» γίνεται «μύθος», ο «μύθος» «παραλογισμός»: ο ισχυρισμός ότι η αστυνομία χρησιμοποιεί προβοκάτορες είναι «παράλογος» ή «αβάσιμος»; (Θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε χίλιους δύο λόγους, εκτός του παραλογισμού, για να ερμηνεύσουμε «λογικά» την προέλευσή του).
Ο Πάσχος Μανδραβέλης δεν ενδιαφέρεται για λεπτομέρειες: για αυτόν προέχει ο στιγματισμός του αντιπάλου, του «άλλου», στο πλαίσιο μιας λογικής στρατοπέδων [βλ. το άρθρο στο Διαδίκτυο: Όμηρος Ταχμαζίδης, Το υβρίδιο της «κεντροαριστεράς» και άλλα συναφή…] – μόνο που τώρα το ένα στρατόπεδο οφείλει να έχει μια ιδιομορφία, να εμπεριέχει δύο διαφορετικά στρατόπεδα σε ένα, να είναι κάτι σαν συγκερασμός των «άκρων».
Η επιχειρηματολογία του Πάσχου Μανδραβέλη συνδράμει στην ακραία ανοητολογία της υπερσυντηρητικής πολιτικής Δεξιάς περί «άκρων»: έτσι η «θεωρία» περί προβοκατόρων καταλήγει στην υποτιθέμενη ταύτιση των «άκρων» - γιατί αυτή η «θεωρία» «μετεξελίχθηκε και το κυριότερο άρχισε να χρησιμοποιείται από την ακροδεξιά».
Εδώ, πέρα από την χοντροκομμένη και εξωπραγματική απλούστευση, έχουμε και το κλασσικό πλέον σχήμα του ιστορικού αναθεωρητισμού, όπως εκφράστηκε από τον Ernst Nolte και προκάλεσε τη λεγόμενη «διαμάχη των ιστορικών» στην Γερμανία στα μέσα της δεκαετίας του 1980 με αφορμή ένα άρθρο του κοινωνικού φιλοσόφου Γιούργκεν Χάμπερμας σε εφημερίδα της Φρανκφούρτης: ο νατσισμός ως απάντηση στην πρακτική του μπολσεβικισμού – στην περίπτωση του Πάσχου Μανδραβέλη η νατσιστική πολιτικοποιημένη συμμορία (ο ευφημισμός «μόρφωμα» που συνηθίζεται και χρησιμοποιεί και ο Πάσχος Μανδραβέλης είναι παραπλανητικός και υποβαθμίζει τον πραγματικό κίνδυνο του νατσιστικού φαινομένου, όπως υποβάθμιση του φαινομένου δηλώνει και η αριστερή αντιφασιστική φλυαρία) ακολουθεί την Αριστερά στη χρησιμοποίηση της «θεωρίας των προβοκατόρων».
Η «Ακροδεξιά» και η πιο ακραία της μορφή, ο νατσισμός δεν χρειάστηκε ποτέ την Αριστερά για να ανακαλύψει τις θεωρίες συνομωσίας και τους προβοκάτορες, όλος ο «λόγος» της είναι διάχυτος από αυτού του είδους τους παραλογισμούς, και το κυριότερο: σε αντίθεση με την Αριστερά συμμετέχει συχνά ως συνεργάτης προβοκάτορας στις παρυφές διαφόρων υποσυστημάτων εξουσίας – εδώ υπάρχει μια ολόκληρη παράδοση και η περίπτωση της συνεργασίας του γραφικού «αρχηγού» με τις υπηρεσίες πληροφοριών της χώρας αφήνουν ανοικτό προς συζήτηση το ζήτημα του εκδημοκρατισμού της ελληνικής πολιτείας (αντί να φλυαρούμε μικρόνοα και να επινοούμε προβλήματα εκεί όπου δεν υπάρχουν, καλό θα ήταν να ασχοληθούμε με σημαντικότερα ζητήματα).
Η «κυρίαρχη» Αριστερά: Ο Πάσχος Μανδραβέλης για να υποστηρίξει τους αβάσιμους ισχυρισμούς του, επιστρατεύει έναν ακόμη πιο έωλο ισχυρισμό: έναν βασικό ισχυρισμό της νέας υπερσυντηρητικής Δεξιάς των ποικίλλων αποχρώσεων – ότι η Αριστερά κυριαρχεί ιδεολογικά στη χώρα εδώ και σαράντα χρόνια.
Κάποιοι συμπεριφέρονται σα να ζουν σε ξένη χώρα: ο ισχυρισμός περί κυρίαρχης ιδεολογικώς Αριστεράς είναι μια άμεση προσπάθεια επίρριψης ευθύνης στον αντίπαλο για τη σημερινή κατάντια της χώρας – η Αριστερά δεν υπήρξε ούτε μια στιγμή κυρίαρχη ιδεολογικά και πολιτικά στην περίοδο της «μεταπολίτευσης», ακόμη και όταν το ΠΑΣΟΚ και τα Κομμουνιστικά Κόμματα συγκέντρωναν μαζί γύρω στο 60% των ψήφων.
Παρόμοιες «κρίσεις» και «ισχυρισμοί» προσκρούουν στα στοιχειώδη πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα: αντί να ασχολούμαστε με τις υποτιθέμενες βλάβες που προκάλεσαν οι άλλοι στη χώρα, καλό θα ήταν να αναλογισθούμε τις δικές μας ελλείψεις και αδυναμίες – θα ήταν μακρύς ο κατάλογος της απαρίθμησης των αντιδράσεων από το 1974 έως σήμερα των συντηρητικών δυνάμεων σε προοδευτικά μέτρα εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού της ελληνικής κοινωνίας. Δεν αναφερόμαστε μόνο στην αλλαγή αντιλήψεων και στην κοινωνική συνείδηση: θα πρέπει κανείς να είναι γενναιόδωρος προς τον αντίπαλο και ο Πάσχος Μανδραβέλης δεν έχει την τόλμη να φανεί γενναιόδωρος – η λογική των στρατοπέδων απαγορεύει την πολιτική γενναιοδωρία και αυτό φαίνεται πως είναι κάτι το οποίο μοιράζεται ο αρθρογράφος της «Καθημερινής» με πολλούς από τους αντιπάλους του, που… κατακεραυνώνει.
Last but not least, εάν κυριαρχούσε ιδεολογικά και πολιτικά η Αριστερά στα χρόνια της μεταπολίτευσης δεν θα είχαμε, για παράδειγμα το πιο ανδροκρατούμενο κοινοβούλιο στην Ευρώπη (τα παραδείγματα μπορούν να πολλαπλασιαστούν, αλλά δεν θα είχε νόημα και, εκτός τούτου, δεν το επιτρέπει και η έκταση του άρθρου): εάν θέλουμε να υπάρξει ανασυγκρότηση της χώρας, όπως και εάν τη φαντάζεται και την εννοεί ο καθένας μας, χρειάζεται πρώτα να ανασυγκροτήσουμε την πραγματικότητα στην οποία ζούμε και ενεργούμε, γιατί πολύ φοβούμαι ότι συνεχίζουμε να ζούμε ο καθένας στη δική του ξεχωριστή… πραγματικότητα.
Τα περί κυριαρχίας της Αριστεράς στην μεταπολίτευση είναι ακόμη μια ιδεολογική παραμόρφωση της πολιτικής πραγματικότητας μέσα στην οποία ζούμε: το κρίσιμο ερώτημα δεν αφορά τα φληναφήματα ή όχι των «συνωμοσιολόγων», αλλά τη στάση των θεσμικών παραγόντων του δημοκρατικού πολιτεύματος απέναντι στις αρχές και τις αξίες που το διέπουν.
Και εδώ δε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ζούμε στην καλύτερη δυνατή… δημοκρατία – τα υπόλοιπα είναι για να γεμίζουμε σελίδες εφημερίδων, να αυξάνουμε το ατομικό συμβολικό κεφάλαιο μας, να προσθέτουμε πρόσκαιρη αναγνωρισιμότητα και κοινωνικό γόητρο στον «εαυτό» μας.
Οι αντισημίτες: Η συσχέτιση της «Άκρας Αριστεράς» με την «Άκρα Δεξιά» εμφανίζεται μονομερώς στο άρθρο του Πάσχου Μανδραβέλη: στην ουσία πρόκειται για μια υποτυπώδη διαμάχη γνωμηγητόρων (opinion leaders) – ο αρθρογράφος της συντηρητικής Δεξιάς «Καθημερινής» ξιφουλκεί κατά δύο «Αριστερών» αρθρογράφων, του Γιώργου Δελαστίκ («Έθνος» και «Πριν») και του Τάκη Φωτόπουλου («Ελευθεροτυπία»).
Ο γνωμηγήτορας της «Καθημερινής» παραθέτει ως πειστήριο για την σχέση των «άκρων» ένα απόσπασμα από άρθρο του Γιώργου Δελαστίκ στην εφημερίδα «Πριν» (22.9.2013) και ένα από άρθρο του Τάκη Φωτόπουλου από την «Ελευθεροτυπία» (22.9.2013).
Το απόσπασμα από το κείμενο του Γιώργου Δελαστίκ έχει ως εξής: «πυκνώνουν αμφιβολίες για το κατά πόσο ο δολοφόνος έδρασε όντως πρωτοβουλιακά ή αν σκότωσε εκτελώντας εντολές κάποιων άγνωστων σ΄ εμάς κέντρων, διαφορετικών από την ηγεσία της Χρυσής Αυγής». Ο γνωστός για τις αντισημιτικές του θέσεις Γιώργος Δελαστίκ δεν κατονομάζει τα «Κέντρα» που αναφέρει, αλλά ο Τάκης Φωτόπουλος δε διστάζει να ανακαλύψει πίσω από το αίμα του νεαρού δολοφονημένου στον Πειραιά τον αιώνιο Drahtzieher: «Τα όργανα της Υπερεθνικής και της Σιωνιστικής ελίτ (πολιτικά, οικονομικά, ΜΜΕ, ΜΚΟ κλπ.) ομόφωνα απαιτούν την απαγόρευση της Χρυσής Αυγής».
Ο φιλελεύθερος Πάσχος Μανδραβέλης παραγνωρίζει εντελώς τον κοινό ιδεολογικό παρονομαστή των δύο αρθρογράφων, τον αντισημιτισμό, τον πολιτικό τους αντισημιτισμό: η παραγνώριση οφείλεται στον διακαή πόθο του να συσχετίσει με τρόπο απόλυτο την «Αριστερά» με την «ακροδεξιά» (με κεφαλαίο και πεζό γράμμα αντίστοιχα) και να αναδείξει τον αντιδημοκρατικό τους χαρακτήρα – «φυσικά δεν υπάρχει καμία συνωμοσία για το αριστερό ξέσπασμα υπέρ της Χρυσής Αυγής. Περισσότερο έχει να κάνει με τις εμμονές αυτού του χώρου κατά της αστικής δημοκρατίας και με δόγμα «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» καταλήγουν σε παράλογα συμπεράσματα».
Ο παραλογισμός των δύο «Αριστερών» γνωμηγητόρων δεν οφείλεται στον αντισημιτισμό τους, αλλά σε μια εργαλειακή λογική ιδεολογικής-πολιτικής αντιπαράθεσης με τη δημοκρατία: προφανώς ο φιλελεύθερος γνωμηγήτορας αγνοεί το δηλητηριώδη αντισημιτισμό των δύο «Αριστερών» αντιμάχων του – από την άλλη ο Πάσχος Μανδραβέλης και μαζί του όλοι εμείς θα πρέπει να αναρωτηθούμε για την προνομιακή θέση που κατέχουν στο σύστημα της ελληνικής δημοσιότητας άτομα που εκφέρουν έναν τόσο ακραίο και παράλογο αντισημιτικό λόγο προσβάλλοντας θανάσιμα την «αρχή της δημοσιότητας» (Ι. Καντ) και του στοιχειώδους ορθού λόγου, που είναι απαραίτητος για τη συγκρότησή της.
Οι αντισημίτες αυθυπνωτίζονται, αλλά όσοι από εμάς, ανεξαρτήτως πολιτικών τοποθετήσεων στα επί μέρους, αγωνιούν για την έξοδο της χώρας από την παγίδα του χρέους θα πρέπει να αλλάξουμε λόγο και στάση απέναντι στα πράγματα: η λογική των στρατοπέδων σωρεύει αδιέξοδα και δυσχεραίνει οποιαδήποτε εφικτή προοπτική απαγκίστρωσης από τις δαγκάνες του χρέους – η πολιτική συνείδηση δε διαμορφώνεται in vitro αλλά ως απόκριση (Εν αρχή ήν η απόκριση – Am Anfang war die Antwort, Bernhard Waldenfels) απέναντι σε μια συγκεκριμένη πραγματικότητα, την οποία «διαμορφώνουμε» γλωσσικά ( οι λέξεις μας διαμορφώνουν τον κόσμο, ο κόσμος διαμορφώνει τις λέξεις μας).
Τα «άκρα»: Απομένει να αναλογισθούμε ποιον κόσμο μας προετοιμάζει η συγκεχυμένη γλώσσα της «θεωρίας» που δεν είναι «θεωρία», του «μύθου» που δεν είναι «μύθος», της «κυριαρχίας» που απουσιάζει από την ιστορική πραγματικότητα ή υπάρχει σε ψήγματα, του ευφημισμού περί «μορφώματος», του «μύθου» που είναι «παραλογισμός»: τι κόσμο μας προετοιμάζει η ερμηνεία των κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων με ψυχολογισμούς ( «Οι παραλληλίες με την ακροδεξιά που πολλάκις εμφανίζεται εξηγούνται μόνο ψυχαναλυτικά»), οι υπεραπλουστεύσεις στην ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων – επειδή το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής ιστοριογραφίας κινείται ακόμη σε πρωτόγονο επίπεδο είναι προφανές ότι και η ευρύτερη συνείδηση της ιστορίας στη χώρα μας δεν μπορεί να αντέξει τις εσωτερικές εντάσεις και να φέρει μια υποφερτή ισορροπία στη σχέση με το παρελθόν, έτσι πάντοτε θα αναζητιούνται διαφορετικές παραδόσεις ταύτισης και είναι αυτή η αναζήτηση που στην Ελλάδα παίρνει εξαιρετικά αιχμηρό και χυδαίο χαρακτήρα [ Βλ. τις επιθέσεις εναντίον της Μαρίας Ρεπούση ή την επίθεση των νεοποντιστών στις απόψεις μου για την υποτιθέμενη γενοκτονία των Ποντίων].
Οι αναφορές του Πάσχου Μανδραβέλη στο Σύμφωνο Μολότωφ – Ρίμπεντροπ δεν αξίζουν σχολιασμού: ο αρθρογράφος αγνοεί πολλά στοιχεία από τη διεθνή έρευνα και βιβλιογραφία και αναπαράγει τα στερεότυπα των ακροδεξιών τηλεπλασιέ «βιβλίων» με σκοπό την ταύτιση της «Αριστεράς» με την «ακροδεξιά» και δη με τον χιτλερισμό.
Η πολιτική ρητορική περί «άκρων» θα είχε κάποιο νόημα, αν θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε την Χρυσή Αυγή στα άκρα: αλλά όπως είναι αφελές να περιλαμβάνει κανείς στο «συνταγματικό τόξο» κόμματα, όπως το ΚΚΕ, είναι εξίσου αφελές να θεωρεί κανείς τη Χρυσή Αυγή απλώς ως… «άκρο».
Η λεπτή διάκριση των πραγμάτων κάνει τη διαφορά: κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να γίνονται συσχετίσεις και συγκρίσεις στους λόγους και τις συμπεριφοράς, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μας διαφεύγουν οι «ποιοτικές» διαφορές στα κρίσιμα σημεία – μια συζήτηση που αγνοεί η ελληνική δημοσιότητα παραδομένη στη λογική των στρατοπέδων και του στιγματισμού του αντιπάλου.
Η εμπιστοσύνη: Με τον Niklas Luhmann θα μπορούσαμε να διερωτηθούμε κριτικά για τους όρους της δυνατότητας να υπάρξει εμπιστοσύνη στην πολιτική και κοινωνική μας κουλτούρα. Καταχωνιασμένη ανάμεσα στις αράδες του προχειρογραμμένου κειμένου του Πάσχου Μανδραβέλη βρίσκεται η δυσπιστία προς τον «άλλον», τον «αντίπαλο», που γίνεται «εχθρός».
Μια νέα πολιτική κουλτούρα ανάκτησης της εμπιστοσύνης περνάει μέσα από την αλλαγή της δημόσιας γλώσσας: δημοσιογραφικά κείμενα σαν και αυτό με τον τίτλο «θεωρία των προβοκατόρων» προσθέτει νέες δόσεις δυσπιστίας στην πολιτική συνείδηση στην ήδη υπάρχουσα… υπερδόση της προβοκατορολογίας - χρειαζόμαστε επειγόντως μια άλλη γλώσσα.