Λίστα αντικειμένων
Ο Ερντογάν εγκαταλείπει το δόγμα της δυτικής, ευρωπαϊκής Τουρκίας. Επαναδιαπραγματεύεται τους όρους ισχύος της σκληρά ανταγωνιστικά και με την Ε.Ε., και με τις ΗΠΑ
ΤΗΣ ΣΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ*
Τα τελευταία χρόνια, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας μοιάζει να σπάει τη μεταπολεμική, δυτικόστροφη κανονικότητα την οποία η χώρα φαινόταν να υπηρετεί με -άλλοτε σχετική, άλλοτε απόλυτη- αφοσίωση. Οι τεταμένες σχέσεις ανάμεσα στην Τουρκία και την Ε.Ε., καθώς και τις ΗΠΑ δείχνουν ότι η Τουρκία εγκαταλείπει αυτό που φαινόταν να αποτελεί δόγμα τής εξωτερικής της πολιτικής από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, δηλαδή το δόγμα της δυτικής, ευρωπαϊκής Τουρκίας. Η διαδικασία αποδυτικοποίησης, αποευρωπαϊσμού της Τουρκίας δεν περιορίζεται μόνο στην εξωτερική πολιτική της, αλλά φαίνεται να ακουμπά την ίδια την ταυτότητά της, το στοιχείο συνοχής του λαού της.
Πράγματι, η Τουρκία φαίνεται περισσότερο παρά ποτέ να μετατρέπεται σε μια ανατολίτικη χώρα, που αλλάζει εξωτερικό προσανατολισμό, γιατί αλλάζει ταυτότητα. Πώς όμως έγινε το πέρασμα από τον -πριν από μόλις μερικά χρόνια- «δημοκράτη, εξευρωπαϊστή Ερντογάν» στον αυταρχικό, «ανατολίτη Ερντογάν»; Πώς και πότε έγινε το πέρασμα από την Τουρκία του Ερντογάν, παράδειγμα μουσουλμανικού εκδημοκρατισμού και ευρωπαϊκού προσανατολισμού, απέναντι σε μια επικίνδυνη μουσουλμανική Ανατολή, σε μια Τουρκία παράγοντα αποσταθεροποίησης της περιοχής; Τελικά, η Ευρώπη και οι ΗΠΑ επένδυσαν σε μια Τουρκία του Ερντογάν δημοκρατική ή σε μια Τουρκία του Ερντογάν ισχυρή στην περιοχή, με όχημα το Ισλάμ;
Η πολιτική του Ερντογάν -όπως άλλωστε το έχουμε γράψει πολλές φορές- ήταν ευθύς εξαρχής μια νεοφιλελεύθερη, συντηρητική πολιτική. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι το νέο στοιχείο που κινητοποιήθηκε ως πολιτικός φορέας χειραφέτησης των πληθυσμών (Τούρκων και Κούρδων), ως φορέας εκδημοκρατισμού και πλουραλισμού απέναντι στον κεμαλικό αυταρχισμό ήταν η θρησκεία. Όμως, αυτό ακριβώς το συντηρητικό στοιχείο, η θρησκεία, ήταν που θεωρήθηκε πριν από μερικά χρόνια, και από την Ε.Ε. και από τις ΗΠΑ, πως αποτελούσε το στοιχείο ανανέωσης του ευρωπαϊκού, δυτικού προσανατολισμού τής χώρας. Ο κεμαλισμός δεν ήταν χρήσιμος πλέον ως παράδειγμα ευρωπαϊκού, δυτικού και κοσμικού κράτους στην περιοχή. Η αποσταθεροποιημένη, λόγω των θρησκευτικών ανταγωνισμών που η ίδια η Δύση αναμόχλευσε, Μέση Ανατολή χρειαζόταν ένα άλλο παράδειγμα, ένα άλλο ισχυρό, ισλαμικό ευρωπαϊκό, δυτικό παράδειγμα, έναν ανανεωμένο συνομιλητή ασφαλείας ανάμεσα σε Ευρώπη και Ανατολή.
Ο Ερντογάν ανταποκρίθηκε απολύτως σε αυτό τον νέο ρόλο. Η Ε.Ε. και οι ΗΠΑ, λοιπόν, επικέντρωσαν τον νέο διάλογο που άνοιξαν με την Τουρκία στη δύναμή της στην περιοχή, μια δύναμη που επιδίωκαν να οφείλεται στο Ισλάμ (όχι πλέον στον στρατό). Έτσι, θεώρησαν ότι αυτή η Τουρκία, με ισλαμική ταυτότητα, ήταν δυτική και ευρωπαϊκή. Ειδικά η Ε.Ε., ακόμα κι όταν πίεζε την Τουρκία για εκδημοκρατισμό και εξευρωπαϊσμό στο πλαίσιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, δεν επένδυσε σε αυτά. Κι αυτό γιατί ποτέ δεν αποφάσισε μέχρι πού φτάνουν τα σύνορά της κι αν σε αυτά συμπεριλαμβάνεται και η Τουρκία, όπως ποτέ δεν αποφάσισε ποια είναι η γειτονιά της και πώς θέλει να είναι αυτή (ποια είναι, για παράδειγμα, η πολιτική θέση τής Ε.Ε. για το κουρδικό, για τη Συρία ή το Ιράκ, γι’ αυτή, δηλαδή, την πολύπαθη γειτονιά της). Οι εσωτερικές αδυναμίες της Ε.Ε. να ορίσει δημοκρατικά και με πλουραλιστική συνέπεια τα πολιτισμικά, πολιτικά, κοινωνικά και ιστορικά χαρακτηριστικά τής Ευρώπης, καθώς και οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί και ηγεμονισμοί αντανακλώνται πάντα και στον τρόπο που εντέλει αντιλαμβάνεται τον κόσμο της, τα σύνορά της και τη γειτονιά της. Γι’ αυτό λοιπόν δεν επένδυσε σε μια Τουρκία δημοκρατική, αλλά σε μια Τουρκία ικανή να επικαιροποιήσει στις νέες συνθήκες και ανάγκες τον παλιό της ρόλο: αυτόν του ορίου ασφαλείας ανάμεσα στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή.
Ο Ερντογάν, στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης και συντηρητικής ιδεολογίας του, στο πλαίσιο επίσης των νέων όρων διαλόγου με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ, προσπάθησε να δώσει τη δική του ερμηνεία σε αυτό τον ρόλο: τουρκοϊσλαμικός ηγεμονισμός ως ισχυρό χαρτί διαπραγμάτευσης της θέσης της Τουρκίας στην παγκοσμιοποιημένη αγορά. Αυτό προϋπέθετε και συνεπαγόταν την επαναδιαπραγμάτευση στο εσωτερικό της ταυτότητας της Τουρκίας, η οποία εντάθηκε μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016. Όταν ο Ερντογάν, αντί να ενισχύσει τις συμμαχίες του με τον δημοκρατικό κόσμο της Τουρκίας (Τούρκους και Κούρδους), ενίσχυσε τις συμμαχίες του με τις εθνικιστικές δυνάμεις, και μάλιστα τις πιο ακραίες. Ο αυταρχισμός τού Ερντογάν, προϊόν της νεοφιλελεύθερης, εθνικιστικής και ανταγωνιστικής πολιτικής του, επινοεί μια ταυτότητα που είναι πρωτίστως εθνικιστική -όχι ισλαμική-, δεν είναι όμως ανατολίτικη, είναι νεοφιλελεύθερη και μετα-δυτική, μετα-ευρωπαϊκή. Σε μια χώρα με αδύναμους ήδη τους δημοκρατικούς θεσμούς, η κυριαρχία του νεοφιλευθερισμού, βάση εσωτερικής συνοχής αλλά και αφετηρία διαλόγου με τη Δύση, οδήγησε σε αυταρχισμό και ακροδεξιό λοξοκοίταγμα.
Οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ βασίζονταν πάντα -όπως και με τον Ερντογάν- στην ικανότητα της πρώτης να επιβάλλει στο πλαίσιο της Δύσης πρωτίστως τη δύναμή της στην περιοχή (και δευτερευόντως να αποδεικνύει τον εκδημοκρατισμό της). Να εγγυάται, λοιπόν, στο όνομα της Δύσης, την ασφαλή οριοθέτηση ανάμεσα στον δυτικό και τον ανατολίτικο κόσμο (είτε αυτός ήταν κάποτε ο κόσμος του κομμουνισμού, είτε ο μουσουλμανικός). Σήμερα, στην όλο και πιο νεοφιλελεύθερη, ανταγωνιστική, εθνικιστική, παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, η Τουρκία επαναδιαπραγματεύεται τους όρους ισχύος της σκληρά ανταγωνιστικά και με την Ε.Ε. και με τις ΗΠΑ, στο πλαίσιο ωστόσο αυτής της παγκοσμιοποιήμενης μετα-Δύσης και όχι μιας κάποιας Ανατολής. Σε αυτή τη μετα-Δύση (την οποία η ίδια η Ε.Ε. συμμερίζεται), η Τουρκία έχει επικαιροποιήσει τον παραδοσιακό ρόλο του ορίου ασφάλειας της Ευρώπης, ενός ορίου που η ίδια η Ευρώπη είναι ανίκανη να θέσει και να υπερασπιστεί.
Πράγματι, ενώ η Ε.Ε. καταγγέλλει, και δικαίως, σε όλους τους τόνους τον αυταρχισμό του Ερντογάν, το έλλειμμα δημοκρατίας στην Τουρκία, την έλλειψη κράτους δικαίου, τις φυλακίσεις κ.λπ., συνάπτει, ωστόσο, την ευρωτουρκική συμφωνία για το προσφυγικό και καθιστά την Τουρκία κατεξοχήν εγγυήτρια δύναμη των ανθρώπινων ροών από την Ανατολή (με ό,τι σημαίνει Ανατολή στον ευρωπαϊκό κόσμο των στερεοτύπων) προς την Ευρώπη. Η ΕΕ έχει καταστήσει την αυταρχική πρακτική της
Τουρκίας συνιστώσα του περιεχομένου της ευρωπαϊκής αντίληψης
περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αλληλεγγύης, το μέτρο διαφύλαξης του δικού της ανθρωπισμού και, κυρίως, τον τόπο εκτόνωσης των εσωτερικών ανταγωνισμών και εθνικιστικών μέχρι ηγεμονικών τάσεων στο εσωτερικό της. Οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ε.Ε. φαίνεται να βρίσκονται σε μηδενικό σημείο, ωστόσο ο παραδοσιακός ρόλος της Τουρκίας, γνωστός ήδη από την οθωμανική εποχή, έχει επικαιροποιηθεί στο νέο πλαίσιο του μετα-δυτικού, μετα-ευρωπαϊκού κόσμου, που είναι και η ίδια η Ε.Ε..
* Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ, καθηγήτρια Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο