Διάλεξη που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του συνεδρίου «Ψυχανάλυση και Πολιτική» στο Μιλάνο τον Δεκέμβριο του 1973, περιλαμβάνεται στο τόμο Chaosophy: Texts and Interviews 1972-1977 (Semiotext(e), 2009).
Ο Félix Guattari (1930-1992) ήταν ψυχοθεραπευτής, φιλόσοφος, ακτιβιστής και σεναριογράφος.






Επέλεξα να μιλήσω για το φασισμό για πολλούς λόγους: επειδή είναι ένα πραγματικό πολιτικό πρόβλημα, και όχι απλά μια θεωρητική σκέψη, και επειδή πιστεύω είναι σημαντικής σημασίας έννοια, χρήσιμη στη προσέγγιση μας το ζήτημα της επιθυμίας στη κοινωνική σφαίρα. Επιπλέον, δεν είναι καλή ιδέα να συζητάμε για αυτόν ελεύθερα για όσο μπορούμε ακόμη;

Μια μικροπολιτική της επιθυμίας δεν αποτελεί πρόταση για την δημιουργία μιας γέφυρας μεταξύ ψυχανάλυσης και μαρξισμού, κοιτώντας τα ως πλήρως μορφοποιημένες θεωρίες. Αυτό μου φαίνεται τόσο ανεπιθύμητο όσο και αδύνατο. Δεν πιστεύω πως ένα σύστημα εννοιών μπορεί να λειτουργήσει με σταθερότητα έξω από το αρχικό του περιβάλλον, έξω από τις συλλογικές συνθήκες απόφανσης που το γέννησαν. Για παράδειγμα, μεγάλο μέρος της κουβέντας σχετικά με την ηδονή έχει ενδιαφέρον, αλλά σε αντίθεση με την επιθυμία, είναι απόλυτα αδύνατο να μεταφέρουν αυτές τις δυο έννοιες, που πηγάζουν από ένα ιδιαίτερο είδος πρακτικής και ορισμένο όραμα ψυχανάλυσης, στο κοινωνικό πεδίο· δεν μας βοηθούν με κανένα τρόπο να κατανοήσουμε την λειτουργία της λίμπιντο, για παράδειγμα, σε μια φασιστική κατάσταση. Για αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό πως όταν μιλώ για επιθυμία δεν δανείζομαι αυτή την έννοια από την ορθόδοξη ψυχανάλυση ή την λακανική θεωρία. Δεν ισχυρίζομαι πως βάζω τις βάσεις μιας επιστημονικής έννοιας· προσπαθώ απλά να στήσω τη σκαλωσιά για μια προσωρινή θεωρητική κατασκευή στην οποία θα συζητηθεί η λειτουργία της επιθυμίας μέσα στη κοινωνική σφαίρα. Το σημείο εκκίνησης είναι απλό: δεν είναι δυνατό να συνδεθούν μαζί στην ίδια πρόταση ο όρος «ηδονή» με τον όρο «επανάσταση». Δεν μπορείς να πεις πως θα μπορούσε να υπάρχει μια «ηδονή της επανάστασης». Σήμερα όμως δεν αισθάνεται κανείς έκπληξη να ακούσει κάποιον να μιλά για μια «επιθυμία για επανάσταση» ή για μια «επαναστατική επιθυμία». Πιστεύω πως αυτό συνδέεται με το γεγονός πως το νόημα που γενικά δίνεται στην ηδονή είναι αδιάσπαστο από ένα ορισμένο είδος ατομίκευσης της υποκειμενικότητας, και η ψυχαναλυτική ηδονή είναι ακόμη λιγότερο ανεξάρτητη από αυτού τους είδους εσωστρεφούς ατομίκευσης η οποία, που εντελώς αντίθετα, κατόρθωσε να βρει κάποιο είδος ικανοποίησης μέσα στα όρια του καναπέ. Με τη λίμπιντο και την επιθυμία, ωστόσο, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά.

Η επιθυμία δεν συνδέεται εγγενώς με μια εξατομίκευση της λίμπιντο. Μια επιθυμητική μηχανή συναντά μορφές εξατομίκευσης, δηλαδή, αποξένωσης. Ούτε η επιθυμία ούτε και η καταπίεση της είναι ιδανικός σχηματισμός· δεν υπάρχει επιθυμία-από-μόνη-της, ούτε καταπίεση-από-μόνη-της. Ο αφηρημένος στόχος ενός «επιτυχούς ευνουχισμού» είναι μέρος των χειρότερων αντιδραστικών μυστικοποιήσεων. Επιθυμία και καταπίεση λειτουργούν σε μια πραγματική κοινωνία, και χαρακτηρίζονται από την αποτύπωση της καθεμιάς από τις ιστορικές τους φάσεις. Εν είναι έτσι ζήτημα γενικών κατηγοριοποιήσεων που μπορούν να μεταφερθούν από την μια κατάσταση στην άλλη. Η διάκριση που προτείνω μεταξύ της μικροπολιτικής και της μάκροπολιτικής της επιθυμίας θα είχε τη λειτουργία από κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει στην την ρευστοποίηση της προσποιητής οικουμενικότητας των ψυχαναλυτικών μοντέλων, μια έννοια που φαινομενικά εξασφαλίζει τον ψυχαναλυτή απέναντι από πολιτικά και κοινωνικά απρόοπτα. Λέγεται πως η ψυχανάλυση ασχολείται με κάτι που γίνεται σε σμικρή κλίμακα, μόλις στη κλίμακα της οικογένειας και του προσώπου, ενώ η πολιτική ασχολείται μόνο με μεγάλες κοινωνικές ομαδοποιήσεις. Θα ήθελα να δείξω πως, αντίθετα, υπάρχει μια πολιτική που απευθύνεται στην επιθυμία του ατόμου, όπως και στην επιθυμία που εκδηλώνεται στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο. Κα έχει δυο μορφές: είτε ως μια μακροπολιτική που στοχεύει και στο άτομο και στα κοινωνικά προβλήματα, ή ως μια μικροπολιτική που στοχεύει στα ίδια πεδία (το άτομο, την οικογένεια, τα κομματικά προβλήματα, τα κρατικά προβλήματα, κλπ.). Ο δεσποτισμός που υπάρχει στις συζυγικές ή οικογενειακές σχέσεις προέρχεται από το ίδιο είδος λιμπιντικής διάθεσης που υπάρχει στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο. Αντίστροφα, δεν είναι καθόλου παράλογο να προσεγγίζουμε ένα μεγάλο αριθμό κοινωνικών προβλημάτων μεγάλης κλίμακας (για παράδειγμα, τα προβλήματα του γραφειοκρατισμού και του φασισμού),  υπό το φως της μικροπολιτικής της επιθυμίας. Το πρόβλημα έτσι δεν είναι να δημιουργηθούν γέφυρες μεταξύ πλήρως σχηματισμένων και πλήρως περιεγραμμένων πεδίων, αλλά να εγκαταστήσουμε νέες θεωρητικές και πρακτικές μηχανές , ικανές να σαρώσουν τις παλιές διαστρωματώσεις και να εγκαινιάσουν τις συνθήκες  για μια νέα άσκηση της επιθυμίας. Στη περίπτωση αυτή, δεν είναι πλέον ένα απλό ζήτημα περιγραφής κοινωνικών αντικειμένων που προϋπάρχουν, αλλά συμμετοχής σε ένα πολιτικό αγώνα ενάντια σε όλες τις μηχανές της κυρίαρχης δύναμης, είτε είναι η εξουσία του αστικού Κράτους, η εξουσία οποιουδήποτε είδους γραφειοκρατίας, η εξουσία του πανεπιστημίου, η οικογενειακή εξουσία, η φαλοκρατική εξουσία στις σχέσεις αρσενικού/θηλυκού, ακόμη και η διάχυτη εξουσία του υπερεγώ πάνω στο άτομο.

Μπορούν να διαμορφωθούν τρεις μέθοδοι προσέγγισης στα ερωτήματα αυτά: αρχικά, μια κοινωνιολογική προσέγγιση, την οποία θα αποκαλέσουμε αναλυτική-φορμαλιστική· δεύτερη, μια νέο-μαρξιστική, συνθετική διπλή προσέγγιση· και τρίτη μια αναλυτική-πολιτική προσέγγιση. Η πρώτη και δεύτερη προσέγγιση διατηρούν τη διάκριση μεταξύ μεγάλων και μικρών κοινωνικών ομαδοποιήσεων, ενώ η Τρίτη προσέγγιση προσπαθεί να πάει πέρα από αυτό το διαχωρισμό.

Η κοινωνιολογική αναλυτική φορμαλιστική σκέψη προσπαθεί να αποσυνδέσει κοινά γνωρίσματα και να ξεχωρίσει είδη, είτε με μια μέθοδο αντιληπτών αναλογιών – στην περίπτωση αυτή θα προσπαθήσει να ικανοποιήσει μικρές σχετικά διαφορές (για παράδειγμα, θα διακρίνει τους τρεις τύπους φασισμού: ιταλικό, γερμανικό και ισπανικό)· ή, με τη μέθοδο των δομικών ομολογιών – στη περίπτωση αυτή θα προσπαθήσει να καθορίσει απόλυτες διαφορές (όπως τις διαφορές μεταξύ φασισμού, σταλινισμού και των δυτικών δημοκρατιών). Από την μια, οι διαφορές ελαχιστοποιούνται, ώστε να αποσυνδέσουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, και από την άλλη, οι διαφορές μεγιστοποιούνται, ώστε να διαχωρίσουν επίπεδα και να δημιουργήσουν είδη.

Η συνθετική δυϊκή νέο-μαρξιστική σκέψη ισχυρίζεται πως πηγαίνει πιο μακριά από ένα τέτοιο σύστημα με το να αρνείται πάντοτε να αποκόψει την αντιπροσώπευση από μια ακτιβιστική κοινωνική πρακτική, αλλά γενικά αυτή η πρακτική εγκλωβίζεται σε ένα άλλο είδος κενού, αυτή τη φορά μεταξύ της πραγματικότητας των επιθυμιών των μαζών και των περιπτώσεων που υποτίθεται πως αντιπροσωπεύουν αυτές τις επιθυμίες. Το περιγραφικό σύστημα της κοινωνιολογικής σκέψης προηγήθηκε με τον περιορισμό των κοινωνικών αντικειμένων σε πράγματα, και με την αποτυχία αναγνώρισης της επιθυμίας και της δημιουργικότητας των μαζών· το ακτιβιστικό μαρξιστικό σύστημα σκέψης ξεπερνά αυτή την αποτυχία, αλλά τοποθετεί τον εαυτό του ως το συλλογικό σύστημα αντιπροσώπευσης των επιθυμιών των μαζών. Το σύστημα αυτό αναγνωρίζει την ύπαρξη μιας επαναστατικής επιθυμίας, αλλά επιβάλει διαμεσολαβήσεις πάνω της: εκείνη της θεωρητικής αντιπροσώπευσης του μαρξισμού, και εκείνη της πρακτικής αντιπροσώπευσης του κόμματος που υποτίθεται πως είναι η έκφραση της. Ένας ολόκληρος μηχανισμός από ιμάντες μετάδοσης  μπαίνει έτσι ανάμεσα μεταξύ της θεωρίας, της διεύθυνσης του κόμματος και των ακτιβιστών, έτσι που οι αναρίθμητες διαφορές που διατρέχουν την επιθυμία των μαζών να βρίσκονται «μαζοποιημένες», αποκαταστημένες σε τυποποιημένες μορφοποιήσεις  που η αναγκαιότητα τους είναι καταδικασμένη να δικαιολογηθεί στο όνομα της συνοχής της εργατικής τάξης και της κομματικής ενότητας. Έχουμε αλλάξει από την ανικανότητα ενός συστήματος πνευματικής αναπαράστασης στην ανικανότητα της κοινωνικής αντιπροσωπευτικότητας. Πράγματι, δεν είναι τυχαίο το αν αυτή η νέο-μαρξιστική μέθοδος σκέψης και δράσης είναι βαλτωμένη μέσα σε γραφειοκρατικές πρακτικές· με αυτό να οφείλεται στο γεγονός πως ποτέ δεν έχει πραγματικά αποσυνδέσει την ψευδοδιαλεκτική της από ένα ανυποχώρητο δυισμό μεταξύ αναπαράστασης και πραγματικότητας, μεταξύ της κάστας που κρατά τα συνθηματικά και τις μάζες, που ακούγονται να απομνημονεύουν και να προσηλυτίζονται σαν καλά παιδιά. Η νέο-μαρξιστική σκέψη επιμολύνει μέσω του απλουστευτικού της δυισμού μεταξύ πόλης και υπαίθρου, των διεθνών της συμμαχιών, της πολιτικής της «του στρατοπέδου της ειρήνης και του στρατοπέδου του πολέμου», κλπ. Οι δυο όροι της κάθε μιας από αυτές τις αντιθέσεις περιστρέφονται πάντοτε γύρω από ένα τρίτο αντικείμενο, αν και ένα τρίτο, ακόμη δεν αποτελεί μια «διαλεκτική σύνθεση»· αυτό το τρίτο αντικείμενο είναι, ουσιαστικά, το Κράτος, η εξουσία του Κράτους και το κόμμα που είναι υποψήφιο να πάρει αυτή την εξουσία. Κάθε τμηματικός αγώνας πρέπει να επανέρθει ξανά σε αυτά τα υπερβατικά τρίτα αντικείμενα· όλα πρέπει να πάρουν το νόημα τους από αυτά, ακόμη και όταν η πραγματική ιστορία αποκαλύπτει τι είναι στα αλήθεια – δηλαδή, δολώματα, δολώματα σαν το φαλλικό αντικείμενο στην τριαδική οιδιπόδεια σχέση. Επιπλέον, θα πρέπει να ειπωθεί πως αυτός δυισμός και το υπερβατικό του αντικείμενο αποτελούν τον πυρήνα του ακτιβιστή Οιδίποδα, που πρέπει να αντιμετωπιστεί με μια πολιτική ανάλυση.

Στη πραγματικότητα η ανάλυση αυτή αρνείται να διατηρήσει την διάκριση μεταξύ μεγάλων κοινωνικών ομαδοποιήσεων και ατομικών προβλημάτων, οικογενειακών προβλημάτων, ακαδημαϊκών προβλημάτων, επαγγελματικών προβλημάτων, κλπ. Η ανάλυση αυτή δεν ασχολείται πλέον με το να θρυμματίζει μηχανικά την προβληματική χειροπιαστών καταστάσεων  σε απλή εναλλακτική τάξεων ή στρατοπέδων. Δεν προσποιείται πλέον πως θα βρει όλες τις απαντήσεις στη δράση ενός μοναδικού επαναστατικού κόμματος που στέκεται ως ο κεντρικός θεματοφύλακας της θεωρητικής και επαναστατικής αλήθειας. Για αυτό, μια μικροπολιτική της επιθυμίας δεν θα παρουσιάζονταν πλέον πως αντιπροσωπεύει τις μάζες και πως ερμηνεύει τους αγώνες τους. κάτι που δεν σημαίνει πως θα καταδικάζει, εκ των προτέρων, κάθε κομματική δράση, κάθε έννοια κομματικής γραμμής, προγράμματος ή ακόμη και συγκεντρωτισμού, θα προχωρούσε όμως στο να εντοπίσει και σχετικοποιήσει αυτή τη κομματική δράση με όρους μιας αναλυτικής μικροπολιτικής η οποία, σε κάθε περίπτωση, θα βρίσκονταν σε αντίθεση στον μανιχαïκό δυϊσμό που αυτή τη στιγμή επιμολύνει τα επαναστατικά κινήματα. Δεν θα αναζητούσε πλέον στήριξη από ένα υπερβατικό αντικείμενο ώστε να προσφέρει στον εαυτό της ασφάλεια. Δεν θα εστιαζόταν πλέον σε ένα μοναδικό αντικείμενο – την εξουσία του Κράτους, η οποία θα κατακτιόνταν μόνο από ένα κόμμα αντιπροσώπων που θα λειτουργούσε παρά αντί για τις μάζες – αντίθετα όμως, θα επικεντρώνονταν σε μια πολλαπλότητα σκοπών, μέσα στην άμεση εγγύτητα των πιο διακριτών κοινωνικών ομάδων. Ξεκινώντας από την πολλαπλότητα των στενών αγώνων (ο όρος όμως είναι ήδη ασαφής: δεν είναι μέρος ενός ήδη συνταγμένου όλου), μπορούν να ξεπηδήσουν συλλογικοί αγώνες με πλατιούς στόχους. Δεν θα υπάρχουν πλέον μαζικά, κεντρικά διευθυνόμενα κινήματα που θα κινητοποιούσαν λίγο πολύ άτομα σε τοπική κλίμακα. Αντίθετα, θα είναι η σύνδεση μιας πολλαπλότητα μοριακών επιθυμιών που θα κατέλυαν προκλήσεις σε μεγάλη κλίμακα. Αυτό είναι που συνέβη στην αρχή του κινήματος του Μάη του ’68: η τοπική και μοναδική εκδήλωση της επιθυμίας μικρών ομάδων άρχισε  να αντηχεί με μια πολλαπλότητα καταπιεσμένων επιθυμιών που ήταν απομονωμένες και τσακισμένες από τις κυρίαρχες μορφές έκφρασης και αντιπροσώπευσης. Σε μια τέτοια κατάσταση δεν είναι πλέον μια ιδανική ενότητα η οποία  αντιπροσωπεύει και διαμεσολαβεί πολλαπλά  συμφέροντα, αλλά αντίθετα, υπάρχει μια ομόφωνη πολλαπλότητα επιθυμιών η διαδικασία της οποίας παράγει τα δικά της συστήματα ανίχνευσης και ρύθμισης. Η πολλαπλότητα επιθυμητικών μηχανών δεν αποτελείται από τυποποιημένα και ρυθμισμένα συστήματα που μπορούν να πειθαρχήσουν και να ιεραρχηθούν σε σχέση με ένα μοναδικό αντικείμενο. Είναι διαστρωματομένη σύμφωνα με διαφορετικές κοινωνικές ομαδοποιήσεις, σε τάξεις αποτελούμενες από ηλικιακές ομάδες, φύλα, γεωγραφικές και επαγγελματικές εντοπίσεις, εθνικές καταγωγές, ερωτικές πρακτικές, κλπ. έτσι δεν υλοποιεί μια ολοκληρωτική ενότητα. Είναι η ομοφωνία της επιθυμίας των μαζών, και όχι η επανομαδοποίηση τους σύμφωνα με τυποποιημένους στόχους, που θέτει τη βάση για την ενότητα του αγώνα τους. Η ενοποίηση των αγώνων είναι ανταγωνιστική προς την πολλαπλότητα των επιθυμιών μόνο όταν είναι συγκεντρωτική, δηλαδή όταν περνά από την ολοκληρωτική μηχανή του αντιπροσωπευτικού κόμματος.

Από την οπτική αυτή, η θεωρητική έκφραση δεν έρχεται πλέον μεταξύ κοινωνικού αντικειμένου και πράξης. Το κοινωνικό αντικείμενο μπορεί να μιλήσει δίχως αντιπροσωπευτικές διαμεσολαβήσεις. Για να συμπέσει ο πολιτικός αγώνας με μια ανάλυση της επιθυμίας, πρέπει να είσαι σε μια θέση να ακούσεις οποιονδήποτε μιλά από μια θέση επιθυμίας, και πάνω από όλα, «εκτός πεπατημένης». Στο σπίτι, ένα παιδί «εκτός τάξης» επιπλήττεται, και αυτό συνεχίζει στο σχολείο, στους στρατώνες, στο εργοστάσιο, στο σωματείο και στο κομματικό πυρήνα. Πρέπει πάντα να είσαι «στο σωστό δρόμο» και «εντός γραμμής». Χάρη όμως στην ίδια της τη φύση η επιθυμία έχει πάντα τη τάση να «απομακρύνεται από το αντικείμενο», «να ξεφεύγει από τη γραμμή» και να ξεστρατίζει από τη σωστή πορεία της. Μια συλλογική ρύθμιση της απόφανσης θα πει κάτι σχετικά με την επιθυμία δίχως να την παραπέμπει σε μια υποκειμενική εξατομίκευση, δίχως να την επικεντρώνει σε ένα προκαθορισμένο υποκείμενο και εκ των προτέρων κωδικοποιημένα νοήματα. Από το σημείο αυτό η ανάλυση δεν είναι κάτι που γίνεται αφού πρώτα δημιουργηθούν οι όροι και οι σχέσεις ισχύος, ή αφού αποκρυσταλλωθεί το κοινωνικό σώμα (socius) σε διάφορες κλειστές περιπτώσεις που παραμένουν κρυμμένες η μια από την άλλη: συμμετέχει στην ίδια την αποκρυστάλλωση αυτή. Η ανάλυση γίνεται αμέσως πολιτική. «Όταν ο λόγος είναι πράξη». Η διάκριση της εργασίας μεταξύ των ειδικών του λόγου και των ειδικών της πράξης σβήνει.

Οι συλλογικές συμφωνίες της απόφανσης παράγουν τα δικά τους μέσα έκφρασης – μπορεί να είναι μια ειδική γλώσσα, μια αργκό ή η επιστροφή σε μια παλιά γλώσσα. Για αυτές, η δουλειά στις σημειολογικές ροές, ή σε υλικές και κοινωνικές ροές είναι το ίδιο και το αυτό. το υποκείμενο και το αντικείμενο δεν είναι πλέον πρόσωπο με πρόσωπο, με μέσα έκφρασης σε μια Τρίτη θέση· δεν υπάρχει πλέον μια τριπλή διαίρεση μεταξύ του πεδίου της πραγματικότητας, του πεδίου της αντιπροσώπευσης ή αντιπροσωπευτικότητας και του πεδίου της υποκειμενικότητας. Έχεις μια συλλογική διαρρύθμιση η οποία είναι ταυτόχρονα, υποκείμενο, αντικείμενο και έκφραση. Το άτομο δεν είναι πλέον ο οικουμενικός εγγυητής των κυρίαρχων νοημάτων. Εδώ τα πάντα μπορούν να συμμετέχουν στην απόφανση: άτομα, όπως και ζώνες του σώματος, σημειολογικές τροχιές ή μηχανές που είναι συνδεδεμένες σε όλους τους ορίζοντες. Η συλλογική διάθεση της απόφανσης ενώνει έτσι σημειολογικές ροές, υλικές ροές και κοινωνικές ροές, πολύ πριν την πιθανή της επανοικειοποίηση της μέσα σε ένα θεωρητικό σώμα. Πως είναι δυνατή μια τέτοια μετάβαση; Μιλάμε τώρα για μια επιστροφή σε αναρχικές ουτοπίες; Δεν είναι πλάνη να θέλουμε να δώσουμε στις μάζες την άδεια να μιλούν μέσα σε μια ιδιαίτερα διαφοροποιημένη βιομηχανική κοινωνία; Πως μπορεί ένα κοινωνικό αντικείμενο – μια ομάδα υποκειμένων – να αναπληρώσει τον εαυτό του για το σύστημα της αντιπροσώπευσης και για τις ιδεολογίες; Σταδιακά, καθώς προχωρώ με αυτή τη θέση, ένα παράδοξο ρίχνεται πάνω μου: πως είναι δυνατόν να μιλάμε για τέτοιου είδους συλλογικές προδιαθέσεις απόφανσης ενώ είμαστε καθισμένοι σε μια καρέκλα μπροστά από μια ομάδα που είναι αυστηρά τοποθετημένη μέσα σε ένα δωμάτιο; Στη πραγματικότητα, όλα όσα λέω τείνει να καθιερώσει πως μια πραγματική πολιτική ανάλυση δεν μπορεί να προκύψει από μια εξατομικευμένη απόφανση, ιδιαίτερα όταν είναι η πράξη ενός ομιλητή που δεν έχει επαφή με τα προβλήματα του κοινού του! Μια ατομική δήλωση δεν έχει βαρύτητα πέρα από το βαθμό που μπορεί να συζευχτεί με τις συλλογικές συνθέσεις που ήδη λειτουργούν αποτελεσματικά: για παράδειγμα, που ήδη συμμετέχουν σε πραγματικούς κοινωνικούς αγώνες. Αν αυτό δεν συμβεί, τότε σε ποιον μιλάς; Σε έναν οικουμενικό συνομιλητή; Σε κάποιον που ήδη γνωρίζει τους κώδικες, τα νοήματα, και όλους τους πιθανούς του συνδυασμούς; Η ατομική απόφανση είναι αιχμάλωτη των κυρίαρχων νοημάτων. Μόνο μια υπο-ομάδα μπορεί να χειριστεί σημειολογικές ροές, να διαλύσει νοήματα, να ανοίξει τη γλώσσα σε άλλες επιθυμίες και να σχηματίσει άλλες πραγματικότητες!

Ας γυρίσουμε πίσω σ’ αυτό το ζήτημα του φασισμού και της σχέσης του με το σταλινισμό και του δυτικού τύπου «δημοκρατιών». Δεν ενδιαφερόμαστε στο να δημιουργήσουμε απλουστευτικές συγκρίσεις, το αντίθετο, στο να κάνουμε τα μοντέλα πιο περίπλοκα. Όποιο σταμάτημα στη διαδρομή αυτού του αναλυτικού μονοπατιού θα έρθει μόνο όταν έχει φτάσει σε μια θέση όπου κάποιος έχει ένα ελάχιστο πραγματικής αντίληψης της συνεχιζόμενης διαδικασίας. Υπάρχουν πολλά είδη φασισμών, πολλά είδη σταλινισμών και κάθε είδους αστικές δημοκρατίες. Οι τρεις αυτές ομαδοποιήσεις διασπώνται τη στιγμή που κάποιος αρχίζει να σκέφτεται, στη καρδιά κάθε ομαδοποίησης, την σχετική κατάσταση, για παράδειγμα, της βιομηχανικής μηχανής, της τραπεζικής μηχανής, της στρατιωτικής μηχανικής, της πολιτικό-αστυνομικής μηχανής, τις τέχνο-δομές του Κράτους, της Εκκλησίας, κλπ. Η ανάλυση θα πρέπει να λάβει υπόψιν τη κάθε μια από αυτές τις υποομάδες ενώ, ταυτόχρονα, να μη χάνει επαφή με το γεγονός πως, σε κάθε περίπτωση, ενδιαφέρεται μόνο για προσωρινά στάδια της μοριακής αναγωγής. Τα σύγχρονα ολοκληρωτικά συστήματα έχουν επινοήσει μια σειρά από πρωτότυπα για ένα αστυνομικό κόμμα· το ναζιστικό αστυνομικό κόμμα θα ευνοούνταν αν μελετιόνταν σε σύγκριση με το σταλινικό αστυνομικό κόμμα· στη πράξη, ίσως να είναι πιο κοντά το ένα με το άλλο από ότι οι αντίστοιχες δομές του Κράτους. Θα είχε ενδιαφέρον να ξεδιαλέξουμε τα διαφορετικά είδη επιθυμητικών μηχανών που συμμετέχουν στη σύνθεση τους. Θα ανακαλύπταμε όμως τότε  πως δεν αρκεί να βλέπουμε τα πράγματα από τόσο μακριά. Η ανάλυση θα πρέπει να προχωρά διαρκώς στη κατεύθυνση μιας μοριοποίησης του αντικειμένου της για να είναι σε θέση να κατανοήσει, από κοντά, το ρόλο που παίζει στη καρδιά των μεγάλων ομαδοποιήσεων μέσα στις οποίες λειτουργεί. δεν υπάρχει ένα ναζιστικό κόμμα· όχι μόνο εξελιχθεί το ναζιστικό κόμμα, αλλά στη διάρκεια κάθε περιόδου είχε διαφορετική λειτουργία, σύμφωνα με τα διάφορα πεδία στα οποία ξεδίπλωνε τη δράση του. Η μηχανή των SS του Himmler δεν ήταν η ίδια με τη μηχανή των SA ή με εκείνη των μαζικών οργανώσεων που επινοήθηκαν από τους αδερφούς Strasser. Ορισμένες οπτικές ημι-θρησκευτικής έμπνευσης μπορούν να εντοπιστούν στη καρδιά της μηχανής των SS – θυμηθείτε πως ο Himmler επιθυμούσε τα SS να εκπαιδευτούν χρησιμοποιώντας μεθόδους παρόμοιες με εκείνες των Ιησουιτών – να συνυπάρχουν με ανοιχτά σαδιστικές πρακτικές, όπως εκείνες του Heydrich…. Δεν μιλάμε για μια άσκοπη μελέτη, αλλά για μια άρνηση εκείνων των απλουστεύσεων που μας αποτρέπουν από το να αντιληφθούμε τη γενεαλογία και την μονιμότητα συγκεκριμένων φασιστικών μηχανισμών. Η Ιερά Εξέταση είχε ήδη δημιουργήσει ένα τύπο φασιστικού μηχανισμού που συνέχισε να εξελίσσεται και να τελειοποιείται μέχρι και σήμερα. Έτσι, βλέπουμε πως η ανάλυση των μοριακών συστατικών του φασισμού μπορούν να ασχοληθούν με μεγάλο εύρος πεδίων. Είναι ο ίδιος φασισμός υπό διαφορετικές μορφές που συνεχίζει να λειτουργεί στην οικογένεια, στο σχολείο, ή σε ένα σωματείο. Ένας αγώνας ενάντια στις σύγχρονες μορφές ολοκληρωτισμού μπορεί να οργανωθεί μόνο αν είμαστε προετοιμασμένοι να αναγνωρίσουμε την συνέχεια της μηχανής.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να προσεγγίσουμε αυτά τα ερωτήματα σχετικά με την επιθυμία στο κοινωνικό πεδίο. Μπορούμε απλά να τις αγνοήσουμε ή διαφορετικά να τις υποβαθμίσουμε σε απλουστευμένες πολιτικές εναλλακτικές. Μπορούμε επίσης να δοκιμάσουμε να κατανοήσουμε τις μεταλλάξεις τους, τις μετατοπίσεις τους και τις νέες δυνατότητες που προσφέρουν στην επαναστατική δράση. Ο σταλινισμός και ο φασισμός γενικά τοποθετούνται ως αντίθετα, καθώς φαινομενικά απαντούν σε ριζικά διαφορετικούς ορισμούς, ενώ διαφορετικοί οι τύποι φασισμού έχουν τοποθετηθεί στην ίδια κατηγορία. Και όμως, οι διαφορές είναι, ίσως, πολύ μεγαλύτερες μεταξύ των φασισμών από ότι μεταξύ ορισμένων πτυχών του σταλινισμού και ορισμένων πτυχών του ναζισμού. Δεν είναι καθόλου αντιφατικό να θέλουμε να διατηρήσουμε αυτές τις διαφορές, και ταυτόχρονα, να επιθυμούμε να διακόψουμε τη συνέχεια μιας απολυταρχικής μηχανής που επιδιώκει το στόχο της μέσα από όλες τις δομές: φασιστική, σταλινική, αστικο-δημοκρατική, κλπ. Δίχως να πάμε εντελώς πίσω στην ύστερη αυτοκρατορία του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου, η γενεαλογία της μπορεί να εντοπιστεί από την καταστολή ενάντια στους Κομμουνάρους το 1871 μέχρι και τις σύγχρονες μορφές της. Με το τρόπο αυτό, διαφορετικά ολοκληρωτικά συστήματα παρήγαγαν διαφορετικές συνταγές για μια συλλογική κατάληψη της επιθυμίας, ανάλογα με την μεταμόρφωση των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής. Πρέπει να προχωρήσουμε στην αποσύνθεση της μηχανικής της σύστασης, όπως θα κάναμε και με μια χημική ένωση, όμως μια κοινωνική χημεία της επιθυμίας που διατρέχει όχι μόνο την Ιστορία αλλά και επίσης μέσα από ολόκληρο τον κοινωνικό χώρο. Η ιστορική εγκαρσιότητα των επιθυμητικών μηχανών από την οποία εξαρτιόνται τα ολοκληρωτικά συστήματα είναι στη πράξη αναπόσπαστη από τη κοινωνική τους εγκαρσιότητα τους. για το λόγο αυτό, η ανάλυση του φασισμού δεν είναι απλά ειδικότητα των ιστορικών. Επαναλαμβάνω: αυτό που έθεσε σε κίνηση ο φασισμός χθες συνεχίζει να εξαπλώνεται με άλλες μορφές, μέσα στο σύμπλεγμα στου σύγχρονου κοινωνικού χώρου. Μια ολόκληρη ολοκληρωτική χημεία χειραγωγεί τις δομές του κράτους, πολιτικές και συνδικαλιστικές δομές, θεσμικές και οικογενειακές δομές και ακόμη και ατομικές δομές, στο βαθμό που μπορεί κανείς να μιλήσει για ένα είδος φασισμού του υπερεγώ σε καταστάσεις ενοχής και νεύρωσης.

Τι είναι όμως αυτή η παράξενη ολοκληρωτική μηχανή που υπερβαίνει το χρόνο και το χώρο; Κάποιο σκηνικό σε μια ιστορία επιστημονικής φαντασίας; Μπορώ ήδη να ακούσω τα σαρκαστικά σχόλια των λογικών ψυχαναλυτών, μαρξιστών και επιστημολόγων. «Τι σύγχυση επιπέδων! Ρίχτηκαν όλα στο ίδιο τσουβάλι…». Μπορώ να επισημάνω πως ήταν μόνο με την ανάλυση σε μοριακό και ατομικό επίπεδο που οι χημικοί κατόρθωσαν αργότερα στο να προσχωρήσουν στη σύνθεση περίπλοκων στοιχείων! Θα πουν όμως: αυτό δεν είναι παρά μηχανικός λόγος! Πράγματι· μέχρι το σημείο αυτό κάναμε μόνο μια σύγκριση. Και επιπλέον, τι νόημα έχει η αντιπαράθεση: οι μόνοι άνθρωποι που θα ανεχτούν να με ακούσουν περισσότερο είναι εκείνοι που ενδιαφέρονται για και αισθάνονται την αναγκαιότητα για τον μικροπολιτικό αντιφασιστικό αγώνα για τον οποίο μιλάω. Η εξέλιξη της κοινωνικής διαίρεσης της εργασίας έχει κάνει αναγκαία τη δημιουργία ακόμη πιο γιγαντιαίων παραγωγικών ομαδοποιήσεων. Ο γιγαντισμός της παραγωγής όμως περιλαμβάνει μια όλο και αυξανόμενη μοριοποίηση αυτών των ανθρώπινων στοιχείων που ενεργοποιούνται στους μηχανικούς συνδυασμούς της βιομηχανίας, της οικονομίας, της εκπαίδευσης, της πληροφορίας, κλπ. δεν είναι ποτέ ένα πρόσωπο που εργάζεται – το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για την επιθυμία – αλλά ένας συνδυασμός οργάνων και μηχανών. Ένα άτομο δεν επικοινωνεί με τους συνανθρώπους του: σχηματίζεται μια διανθρώπινη αλυσίδα οργάνων που προχωρά σε σύνδεση με σημειωτικές αλυσίδες και μια διασταύρωση υλικών ροών. Σήμερα οι παραγωγικές δυνάμεις προκαλούν την έκρηξη των παραδοσιακών ανθρώπινων εδαφικοτήτων, επειδή είναι σε θέση να απελευθερώσουν την ατομική ενέργεια της επιθυμίας. Με το φαινόμενο αυτό είναι μη αναστρέψιμο, και με την επαναστατική του να κλίμακα είναι αδύνατο να υπολογιστεί, τα ολοκληρωτικά-γραφειοκρατικά καπιταλιστικά και σοσιαλιστικά συστήματα είναι αναγκασμένα να βελτιστοποιούν και να σμικρύνουν διαρκώς τις καταπιεστικές τους μηχανές. Για αυτό, θεωρώ πως η διαρκής αναζήτηση για αυτή τη μηχανική σύνθεση των ολοκληρωτικών δυνάμεων είναι η αναγκαία απόρροια ενός μικροπολιτικού αγώνα για την απελευθέρωση της επιθυμίας. Τη στιγμή που παύεις να την κοιτάς άμεσα, μπορείς να μετατοπιστείς απότομα από μια θέση επαναστατικής ανοιχτότητας σε μια θέση ολοκληρωτικής περίφραξης: τότε βρίσκεσαι αιχμάλωτος γενικοτήτων και ολοκληρωτικών προγραμμάτων και η αντιπροσώπευση ανακτά τη δύναμη της. Η μοριακή ανάλυση είναι η επιθυμία για μια μοριακή ισχύ, για μια θεωρία και πρακτική που αρνείται να αποστερήσει στις μάζες την δυνατότητα τους για επιθυμία. Αντίθετα με μια πιθανή ένσταση, δεν προσπαθούμε να κοιτάξουμε την πιο μικρή πλευρά της ιστορίας, ούτε ισχυριζόμαστε όπως ο Pascal, πως αν η μύτη της Κλεοπάτρας ήταν μεγαλύτερη, ο ρους της ιστορίας θα είχε αλλάξει. Απλέ δεν θέλουμε να παραγνωρίσουμε την επίπτωση αυτής της ολοκληρωτικής μηχανής που δεν σταματά ποτέ να τροποποιείται και να προσαρμόζεται στις σχέσεις δύναμης και των κοινωνικών μεταμορφώσεων. Σίγουρα ο ρόλος του Hitler ως άτομο ήταν αμελητέος, παραμένει όμως ουσιαστικός στο βαθμό που βοήθησε στην οριστικοποίηση μιας νέας μορφής αυτής της ολοκληρωτικής μηχανής. Ο Hitler μπορεί να φανεί σε όνειρα, σε ντελίρια, σε ταινίες, στη διεστραμμένη συμπεριφορά αστυνομικών, και ακόμη στα δερμάτινα μπουφάν ορισμένων συμμοριών που, δίχως να γνωρίζουν οτιδήποτε για το Ναζισμό, αναπαράγουν εικόνες του χιτλερισμού.

Ας επιστρέψουμε σε ένα ερώτημα που αφορά, σε άλλες μορφές, την παρούσα πολιτική κατάσταση. Μετά τη πανωλεθρία του 1918 και τη κρίση του 1929, γιατί ο γερμανικός καπιταλισμός δεν κατέφυγε σε μια απλή στρατιωτική δικτατορία για στήριγμα; Γιατί ο Hitler αντί για το στρατηγό von Schleicher; Ο Daniel Guerin λέει πως το μεγάλο κεφάλαιο δίστασε να «στερήσει από τον εαυτό του αυτό το ασύγκριτο, αναντικατάστατο μέσο για την διείσδυση σε όλα τα κύτταρα της κοινωνίας, την οργάνωση των φασιστικών μαζών». Πράγματι μια στρατιωτική δικτατορία δεν διαμερισματοποιεί τις μάζες με τον ίδιο τρόπο που το κάνει ένα κόμμα οργανωμένο σαν αστυνομική δύναμη.  Μια στρατιωτική δικτατορία  δεν αντλεί από την λιμπιντική ενέργεια με τον ίδιο τρόπο με μια φασιστική δικτατορία, ακόμη και αν μερικά από τα αποτελέσματα τους μοιάζουν όμοια, και ακόμη και αν τύχει να καταφύγουν στους ίδιους τύπους καταπιεστικών μεθόδων, τα ίδια βασανιστήρια, κλπ. Η συνάντηση, στο πρόσωπο του Hitler, τουλάχιστον τεσσάρων λιμπιντικών σειρών, οριστικοποίησε την μετάλλαξη ενός μηχανισμού επιθυμίας στις μάζες:

  • Ένα συγκεκριμένο λαϊκό ύφος που τον έφερε στη θέση να καταλαβαίνει τους ανθρώπους που λίγο πολύ σημαδευτεί από την σοσιολδημοκρατική και μπολσεβίκικη μηχανή.
  • Ένα συγκεκριμένο ύφος βετεράνου του πολέμου, που συμβολίζονταν από τον Σιδερένιο Σταυρό από το πόλεμο του 1914, που έκανε δυνατό για αυτόν να αδρανοποιήσει τουλάχιστον τα στοιχεία του στρατιωτικού επιτελείου, εφόσον δεν ήταν ικανός να αποκτήσει την πλήρη εμπιστοσύνη τους.
  • Τον οπορτουνισμό ενός μαγαζάτορα, μια ευκαμψία, μια χαλαρότητα που του επέτρεπε να διαπραγματεύεται με τους μεγιστάνες της βιομηχανίας και της οικονομίας, ενώ τους επέτρεπε ταυτόχρονα να πιστεύουν πως θα μπορούσαν να τον ελέγξουν και να τον χειραγωγήσουν με ευκολία
  • Τέλος, και αυτό είναι ίσως το σημαντικό σημείο, ένα ρατσιστικό ντελίριο, μια τρελή, παρανοϊκή ενέργεια που τον συντόνισε με το συλλογικό ένστικτο θανάτου που ξεχύθηκε από τα οστεοφυλάκια του 1ου ΠΠ.

Φυσικά όλα αυτά είναι ακόμη πολύ σχηματικά. Το σημείο όμως που θα ήθελα να επιμείνω, και που θα μπορούσα μόνο να αφήσω να εννοηθεί, είναι το γεγονός πως δεν μπορούμε να θεωρήσουμε  ως αδιάφορες εκείνες τις τοπικές και μοναδικές συνθήκες που επέτρεψαν αυτή τη μηχανική αποκρυστάλλωση πάνω στο πρόσωπο του Hitler. Επιμένω πως οι ιστορικο0ψυχαναλυτικές γενικότητες δεν αρκούν: σήμερα μέσα στα πολιτικά και εργατικά κινήματα, μέσα σε γκρουπούσκουλα, στην οικογενειακή ζωή, στην ακαδημαϊκή ζωή, κλπ., γινόμαστε μάρτυρες άλλων φασιστικοποιητικών μικροκρυσταλλοποιήσεων, που συνεχίζουν από τη συνομοταξία της ολοκληρωτικής μηχανής. Προσποιούμενα πως το άτομο παίζει αμελητέο ρόλο στην ιστορία, θα ήθελαν να μας κάνουν να πιστέψουμε πως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα παρά να σταθούμε με τα χέρια δεμένα μπροστά στις υστερικές χειρονομίες ή στις παρανοϊκές χειραγωγήσεις τοπικών τυράννων και γραφειοκρατών κάθε είδους. Μια μικροπολιτική της επιθυμίας σημαίνει πως από εδώ και πέρα θα αρνηθούμε να επιτρέψουμε σε οποιαδήποτε φασιστική συνταγή να ξεγλιστρήσει, σε όποια κλίμακα και αν εμφανιστεί, περιλαμβανόμενης της κλίμακας της οικογένειας ή ακόμη και μέσα στη κλίμακα της ίδιας της δικής μας προσωπικής οικονομίας. Μέσα από κάθε είδους μέσο – συγκεκριμένα, στις ταινίες και στη τηλεόραση – καθοδηγούμαστε στο να πιστέψουμε πως ο Ναζισμός ήταν απλά μια κακή στιγμή που έπρεπε να περάσουμε, ένα είδος ιστορικού λάθους, αλλά και μια όμορφη σελίδα στην ιστορία των καλών ηρώων. Και επιπλέον, δεν ήταν συγκινητικό να δούμε τις αγκαλιασμένες σημαίες του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού; Καθοδηγούμαστε ακόμη περισσότερο στο να πιστέψουμε πως υπάρχουν πραγματικές ανταγωνιστικές διαφορές μεταξύ του φασιστικού Άξονα και των Συμμάχων. Αυτός είναι ένας τρόπος απόκρυψης της φύσης της διαδικασίας επιλογής που έχει οδηγήσει στην εξολόθρευση της φασιστικής συνταγής η οποία, μετά από κάμποσο καιρό, η αστική τάξη αποφάσισε επιτέλους πως ήταν επικίνδυνη. Ο Radek όρισε το Ναζισμό ως κάτι εξωτερικό προς την αστική τάξη, σε μια απόπειρα να σταθεροποιήσει την «τρύπια βάρκα του καπιταλισμού». Δεν ήταν όμως αυτή η εικόνα πολύ καθησυχαστική; Ο φασισμός παρέμεινε εξωτερικός μόνο σε ένα συγκεκριμένο είδος αστών, που τον απέρριψαν μόνο εξαιτίας της αστάθειας του και επειδή ανακινούσε πολύ ισχυρές δυνάμεις επιθυμίας μέσα στις μάζες. Η θεραπεία, που καλωσορίστηκε φάσεις παροξυσμού της κρίσης, αργότερα φαίνονταν υπερβολικά επικίνδυνη. Ο υπερεθνικός καπιταλισμός θα υπολόγιζε την εξολόθρευσή του στο βαθμό που άλλα μέσα ήταν διαθέσιμα με τα οποία θα έλεγχε τον ταξικό αγώνα, για να μην αναφέρω ολοκληρωτικές συνταγές για να υποτάξει την επιθυμία των μαζών: μόλις ο Σταλινισμός «διαπραγματεύτηκε» την εναλλακτική συνταγή αυτή, μια συμμαχία μαζί του έγινε εφικτή. Το ναζιστικό καθεστώς δεν κατόρθωσε ποτέ να ξεπεράσει τις εσωτερικές του αντιφάσεις· η πρακτικά ανέφικτη αποστολή του Φύρερ ήταν μια προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα είδος συμβιβασμού μεταξύ διαφορετικών μηχανών εξουσίας, οι οποίες επεδίωκαν να διατηρήσουν πλήρως την αυτονομία τους: η στρατιωτική μηχανή, οι πολιτικο-αστυνομικές φράξιες, η οικονομική μηχανή, κλπ. Την ίδια στιγμή, έπρεπε να έχει στο νου πως ο επαναστατικός αναβρασμός των μαζών απειλούσε να τις παρασύρει προς μια μπολσεβίκικου τύπου επανάσταση. Στη πραγματικότητα η συμμαχία των δυτικών δημοκρατιών και του ολοκληρωτικού Σταλινισμού δεν σχηματίστηκε για να «σώσει τη δημοκρατία». Σχηματίστηκε μόνο εξαιτίας της καταστροφικής τροπής που είχαν πάρει τα φασιστικά πειράματα, και, πάνω από όλα, σε αντίδραση προς τη θανάσιμη μορφή του λιμπιντικού μεταβολισμού που αναπτύχθηκε μέσα στις μάζες ως αποτέλεσμα των πειραμάτων αυτών. Σε όλη τη διάρκεια της περιόδου, ο πλανήτης αναταράζονταν από μια κρίση που έμοιαζε με το τέλος του κόσμου. Φυσικά, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως οι αριστερές οργανώσεις στην Ιταλία και στη Γερμανία εξολοθρεύθηκαν από την αρχή. Γιατί οι οργανώσεις αυτές κατέρρευσαν σαν πύργοι από τραπουλόχαρτα; Δεν πρόσφερα ποτέ στις μάζες μια πραγματική εναλλακτική, σε κάθε περίπτωση όχι μια που να μπορεί να αντλήσει την ενέργεια της επιθυμίας τους, ή έστω να εκτρέψει αυτή την ενέργεια από τη φασιστική θρησκεία (στο θέμα αυτό θεωρώ την ανάλυση του Reich τελική). Λέγεται συχνά πως, στο ξεκίνημα τους, τα φασιστικά καθεστώτα πρόσφεραν ένα ελάχιστο οικονομικών λύσεων στα πιο επείγοντα προβλήματα – μια τεχνητή ενίσχυση στην οικονομία, μια επαναπορρόφηση της ανεργίας, ένα μεγάλης κλίμακας προγράμματος δημοσίων έργων, έλεγχο του κεφαλαίου. Τα μέτρα αυτά έτσι συγκρίθηκαν, για παράδειγμα, με την αδυναμία των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Εξηγήσεις όπως, «Οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές είχαν κακό πρόγραμμα, κακούς ηγέτες, κακή οργάνωση, κακές συμμαχίες», θεωρούνται επαρκείς. Οι ανεπάρκειες και οι προδοσίες τους απαριθμούνται διαρκώς. Τίποτα όμως στις εξηγήσεις αυτές δεν μιλά για το γεγονός πως η νέα ολοκληρωτική επιθυμητική μηχανή μπόρεσε να αποκρυσταλλωθεί στις μάζες σε τέτοιο βαθμό που ήταν αντιληπτό, από τον ίδιο τον υπερεθνικό καπιταλισμό, πως ήταν πιο επικίνδυνη από το καθεστώς που προέκυψε από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Αυτό που σχεδόν όλοι αρνούνται να αναγνωρίσουν είναι πως η φασιστική μηχανή, στην ιταλική και γερμανική της μορφή, έγινε απειλή για τον καπιταλισμό και τον Σταλινισμό επειδή οι μάζες επένδυσαν σ’ αυτό ένα φανταστικό συλλογικό ένστικτο θανάτου. Με την επανεδαφικοποίηση της επιθυμίας τους σε ένα ηγέτη, ένα λαό, μια φυλή, οι μάζες κατάργησαν, μέσω ενός φαντάσματος καταστροφής, μια πραγματικότητα που απεχθάνονταν στην οποία οι επαναστάτες ήταν απρόθυμοί ή ανίκανοι εισβάλλουν. Για τις μάζες, η αρρενωπότητα, το αίμα, ο ζωτικός χώρος και ο θάνατος πήραν τη θέση ενός σοσιαλισμού που είχε μεγάλο σεβασμό για τα κυρίαρχα νοήματα. Και όμως, ο φασισμός επέστρεψε  σε αυτά τα ίδια κυρίαρχα νοήματα από ένα είδος έμφυτης κακοπιστίας, από μια ψευδή πρόκληση στο παράλογο και από ένα ολόκληρο θέατρο συλλογικής υστερίας και αδυναμίας. Ο φασισμός απλά έκανε μια πολύ μεγαλύτερη παράκαμψη από ότι για παράδειγμα ο Σταλινισμός. Όλα τα φασιστικά νοήματα πηγάζουν από μια σύνθετη αναπαράσταση της αγάπης και του θανάτου, του Έρωτα και του Θανάτου που είναι πλέον ένα. Ο Hitler και οι ναζί πολεμούσαν για το θάνατο, ως το και περιλαμβάνοντας το θάνατο της Γερμανίας· οι γερμανικές μάζες συμφώνησαν να ακολουθήσουν και να βρουν την ίδια τη καταστροφή τους. πως αλλιώς θα καταλάβουμε το τρόπο με τον οποίο μπόρεσαν να συνεχίσουν το πόλεμο για αρκετά χρόνια αφότου είχε εμφανώς χαθεί; Δίπλα από ένα τέτοιο φαινόμενο, η σταλινική μηχανή έμοιαζε πολύ πιο λογική, ιδιαίτερα όταν την έβλεπες από έξω. Δεν είναι παράξενο πως ο αγγλικός και αμερικάνικος καπιταλισμός είχαν ελάχιστες αναστολές για μια συμμαχία μαζί του. Μετά την διάλυση της Τρίτης Διεθνούς, ο σταλινικός ολοκληρωτισμός μπορούσε να μοιάζει στην καπιταλιστική στρατηγική ως εναλλακτικό σύστημα, έχοντας ορισμένα πλεονεκτήματα έναντι των διάφορων μορφών φασισμού και κλασικής δικτατορίας. Ποιος θα μπορούσε να είναι καλύτερα εξοπλισμένος πέρα από τη σταλινική αστυνομία και τους παράγοντες της για να ελέγξουν κάθε υπερβολικά επιθετικό κίνημα της εργατικής τάξης, των αποικιακών μαζών ή κάθε καταπιεσμένης εθνικής μειονότητας; Ο τελευταίος Παγκόσμιος Πόλεμος θα ήταν έτσι η ευκαιρία να επιλεχθούν οι πιο αποδοτικές ολοκληρωτικές μηχανές, οι καλύτερα προσαρμοσμένες στην περίοδο.

Αντίθετα με το φασισμό, οι καπιταλιστικές ολοκληρωτικές μηχανές  κατορθώνουν να διαιρέσουν, να εξειδικεύσουν και να μοριοποιήσουν τους εργάτες, αντλώντας στο μεταξύ την δυνατότητα τους για επιθυμία. Οι μηχανές αυτές διεισδύουν στις γραμμές των εργατών, των οικογενειών  τους, των ζευγαριών τους, της παιδικής τους ηλικίας· εγκαθίστανται στην ίδια τη καρδιά της υποκειμενικότητας και της εικόνας για το κόσμο των εργατών. Ο καπιταλισμός φοβάται τα μεγάλης κλίμακας κινήματα ή πλήθη. Ο στόχος του είναι να έχει αυτόματα συστήματα ελέγχου στη διάθεση του. Αυτός ο ρυθμιστικός ρόλος δίνεται στο Κράτος και στους μηχανισμούς συμβάσεων μεταξύ των «κοινωνικών εταίρων». Και όταν μια σύγκρουση ξεφεύγει από τα προκαθορισμένα πλαίσια, ο καπιταλισμός επιδιώκει να την περιορίσει σε οικονομικούς ή τοπικούς πολέμους. Από την θέση αυτή, πρέπει να αναγνωριστεί πως η Δυτική ολοκληρωτική μηχανή έχει πλέον ξεπεράσει πλήρως το Σταλινικό αντίστοιχο της. Και όμως, ο Σταλινισμός είχε το πλεονέκτημα, σε σχέση με το Φασισμό, της μεγαλύτερης σταθερότητας· το κόμμα δεν έμπαινε στο ίδιο επίπεδο με τη στρατιωτική μηχανή, την αστυνομική μηχανή και την οικονομική μηχανή. Στη πράξη, ο Σταλινισμός υπερκωδικοποίησε όλες τις εξουσιαστικές μηχανές, κρατώντας στο μεταξύ τις μάζες υπό αδυσώπητο έλεγχο. Επιπλέον, κατόρθωσε να κρατήσει την πρωτοπορία του διεθνούς προλεταριάτου δεμένο με κοντό λουρί. Η αποτυχία του Σταλινισμού, που δίχως αμφιβολία είναι μια από τις χαρακτηριστικές εξελίξεις στη σύγχρονη περίοδο, προφανώς πηγάζει από το γεγονός πως δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στην εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων και συγκεκριμένα  σε αυτό που ονομάζω μοριοποίηση της εργατικής δύναμης. Μέσα στην ΕΣΣΔ, η αποτυχία αυτή μεταφράστηκε σε μια σειρά από πολιτικές και οικονομικές κρίσεις και σε μια σειρά από διαδοχικά στραβοπατήματα που αποκατέστησαν, σε βάρος του κόμματος, μια σχετική αυτονομία στις τεχνοκρατικές μηχανές του Κράτους και της παραγωγής, στο στρατό, στις περιοχές, κλπ. έξω από την ΕΣΣΔ, αυτό μεταφράστηκε στις χαοτικές σχέσεις με τις λαϊκές δημοκρατίες – ρήξη με τη Κίνα, δημιουργία ενός de facto πολυκεντρισμού μέσα στα κομμουνιστικά κόμματα. Παντού, εθνικά και περιφερειακά ζητήματα, οι εξειδικεύσεις πήραν ξανά αποφασιστική σημασία. Μεταξύ άλλων, αυτό επέτρεψε στις καπιταλιστικές κοινωνίες να ανακτήσουν και εν μέρει να ενσωματώσουν τα τοπικά κομμουνιστικά κόμματα τους. από την θέση αυτή, ο σταλινισμός συνεχίζει να επιβιώνει σε ένα ορισμένο αριθμό κομμάτων και σωματείων, αλλά, πρακτικά, λειτουργεί πλέον στο παλιό σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο, και οι επαναστατικοί αγώνες, οι αγώνες της επιθυμίας, όπως στο Μάη του ’68 ή στο Lip, τείνουν όλο και περισσότερο να ξεφεύγουν της επιρροής του. Υπό τις συνθήκες αυτές, το καπιταλιστικό σύστημα είναι αναγκασμένο να αναζητήσει στο εσωτερικό του νέες συνταγές ολοκληρωτισμού. Και για όσο αυτές δεν βρεθούν, ο καπιταλισμός θα πρέπει να αντιμετωπίσει αγώνες σε απρόβλεπτα μέτωπα (διευθυντικές απεργίες, αγώνες μεταναστών και φυλετικών μειονοτήτων, ανυπακοή στα σχολεία, στις φυλακές, στα άσυλα, αγώνες σεξουαλικής ελευθερίας, κλπ.). Αυτή η νέα κατάσταση, που περιλαμβάνει ετερογενείς κοινωνικές ομαδοποιήσεις που η δράση τους δεν κατευθύνεται σε αμιγώς οικονομικούς στόχους, αντιμετωπίζεται με την διάχυση και εντατικοποίηση των κατασταλτικών αντιδράσεων. Παράλληλα με το φασισμό των στρατοπέδων συγκέντρωσης, που συνεχίζει να υπάρχει σε πολλές χώρες, αναπτύσσονται νέες μορφές μοριακού φασισμού: ένας βραδυφλεγής φασισμός στον οικογενειασμό, στο σχολείο, στο ρατσισμό, σε κάθε είδους γκέτο, ο οποίος υποκαθιστά προνομιακά τους φούρνους των κρεματόριων. Η ολοκληρωτική μηχανή παντού είναι σε αναζήτηση κατάλληλων δομών, που σημαίνει, δομών ικανών να προσαρμόσουν την επιθυμία σε οικονομία κέρδους. Πρέπει να εγκαταλείψουμε, μια για πάντα, την γρήγορη και εύκολη συνταγή: «Ο φασισμός δεν θα πετύχει ξανά». Ο φασισμός τα έχει «καταφέρει» ήδη, και συνεχίζει να τα «καταφέρνει». Περνά μέσα από το λεπτότερο κόσκινο· είναι σε διαρκή εξέλιξη, σε βαθμό που υπάρχει σε μια μικροπολιτική οικονομία της επιθυμίας αναπόσπαστης από την εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ο φασισμός μοιάζει να προέρχεται από έξω, αλλά βρίσκει την ενέργεια του στην καρδιά ακριβώς της επιθυμίας του καθενός. Πρέπει να πάψουμε, μια και καλή, να παραπλανούμαστε από τις κακοήθεις ανοησίες εκείνων των σοσιαλδημοκρατών που είναι τόσο έκπληκτοι που ο στρατός τους, δήθεν ο πιο δημοκρατικός στο κόσμο, εξαπολύει, δίχως προειδοποίηση, τις χειρότερες φασιστικές καταστολές. Μια τέτοια στρατιωτική μηχανή αποκρυσταλλώνει μια φασιστική επιθυμία, ανεξάρτητα από το τι μπορεί να είναι το πολιτικό καθεστώς. Ο στρατός του Trotsk, ο στρατός του Mao, ο στρατός του Castro δεν αποτελούν εξαιρέσεις: κάτι που δεν αφαιρεί από τα αντίστοιχα θετικά τους στοιχεία. Ο φασισμός, όπως η επιθυμία, είναι διάχυτος παντού, μέσα σε ολόκληρο το κοινωνικό πεδίο· εδραιώνεται στο ένα ή στο άλλο μέρος, ανάλογα με τις σχέσεις ισχύος. Μπορεί να ειπωθεί για το φασισμό πως είναι πανίσχυρος και ταυτόχρονα, παράλογα αδύναμος. Και ανάλογα αν είναι το πρώτο ή το δεύτερο εξαρτάται από την ικανότητα των συλλογικών συμφωνιών, των ομαδικών-υποκειμένων, να συνδέσουν την κοινωνική λίμπιντο, σε κάθε επίπεδο, με ολόκληρο το φάσμα των επαναστατικών μηχανών της επιθυμίας.

Δημοσιεύθηκε την 23 Μαΐου, 2024
Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας
πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com