Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 εκδηλώθηκε χαράματα Παρασκευής. Τα σχολεία ήταν προγραμματισμένο να κλείσουν την επόμενη μέρα (το Σάββατο) για τις διακοπές του Πάσχα. Για τους μαθητές, που φυσικά δεν καταλάβαιναν τι σημαίνει πραξικόπημα, η έναρξη των διακοπών μια μέρα νωρίτερα ήταν δώρο Θεού. Κατά τη διάρκεια της επταετούς Χούντας που ακολούθησε καθιερώθηκε το «Πάσχα στον στρατώνα». Κάτι γιορτές, όπου οι καημένοι οι φαντάροι έψηναν κάθιδροι αρνιά και οι αξιωματικοί χόρευαν τσάμικα με τους επισκέπτες, κυρίως «υγιών» κοινωνικών φρονημάτων. Μεράκλωναν κάτι συνταξιούχοι εθνικόφρονες και χτυπούσαν τα παπούτσια μέσα στο δουλοπρεπές χορευτικό πάθος. Με χαρούμενη εκδηλωτικότητα έγλειφαν τους χουντικούς οργανωτές, ιδίως τους ασφαλίτες με τα γυαλιά ηλίου.
Η επιμόλυνση μιας πολύ σημαντικής λαϊκής γιορτής για την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, όπως είναι το Πάσχα, με μια κατασταλτική και ψευδή ασφαλίτικη «χαρά» (έναν κατευνασμό των σκληρών συμπλεγμάτων που απελευθερώνονταν στο πλαίσιο του χουντισμού), δεν διέστρεφε μόνο τη μεγάλη εκκλησιαστική ποίηση που ηχεί όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα (και όχι μόνο τη θεατρικά υποβλητική Μεγάλη Παρασκευή), αλλά νόθευε τις παρέες και τους διονυσιασμούς στις γειτονιές, καθώς επίσης και το μόνο καθαρό και ανεξίθρησκο πάθος, αυτό των παιδιών για μπάλα, κυνηγητό και ερωτικά μυστικά. Όλα, βέβαια, συνέβαιναν όταν την ίδια στιγμή οι εξόριστοι στο Παρθένι και στο Λακκί της Λέρου δέχονταν στο βιαστικό επισκεπτήριο τις οικογένειές τους. Οι επισκέψεις των οικογενειών των εξόριστων στην πλαγιά, έξω από το στρατόπεδο του Παρθενίου (παρουσία φυσικά χωροφυλάκων, φρουρών), ήταν μια παρηγοριά. Ξαναγνωρίζονταν τα παιδιά με τους πατεράδες, αγγίζονταν ξανά οι σύζυγοι, μετέθεταν ακόμα έναν χρόνο τον έρωτα, φλογώνοντας.
Ολες οι σημαντικές πολιτιστικές εννοιολογήσεις, διεκδικούμενες ή κατακτημένες, η ερωτική ένταση, η πολιτιστική παράδοση και οι διονυσιασμοί, η θρησκευτική πίστη, το παιχνίδι, το οικογενειακό δέσιμο, η αταξία, η ελευθερία, το σκασιαρχείο, καταστρέφονταν μέσα σε μια χουντική υπερδιαύγεια, σε μια συνθήκη όπου ο παντεπόπτης οφθαλμός ενός υπερθεσμικού οργάνου καταστολής μπορεί να ορίζει τα πεδία ανοχής, τα πεδία επιείκειας, το αμετάκλητο σύνορο μιας στενής νομιμότητας. Αυτές οι ξεχασμένες πολιτικές και πολιτιστικές ολισθήσεις, που καθόρισαν την πολιτική πραγματικότητα και τον κληροδοτούμενο πολιτισμό της, φαίνεται ότι έχουν πάψει να επενεργούν, να θέτουν κάποια ερμηνευτικά μέτρα στη σύγχρονη πολιτική σκηνή. Τα μεγάλα ρήγματα που επέφερε η Χούντα στη σύγχρονη σκηνή αποσημαίνουν, αποσημασιοδοτούν, επανεννοιολογούν.
Σήμερα, σε συνθήκες πολιτικής αποδόμησης και αποδρομής, το δικαιοκρατικό μοντέλο ερμηνείας της Ιστορίας σαρώνεται όχι μόνο από τους διάφορους πολιτικά σχεδιασμένους αναθεωρητισμούς (που στο κάτω-κάτω η επιστήμη και η έρευνα μπορούν να τους αποκρούσουν), αλλά και από μια βαθιά συλλογική αμνημοσύνη. Ίσως αυτή η αμνημοσύνη είναι το άλλο πρόσωπο της πολιτικής αγραμματοσύνης.
Οταν απολύθηκε ο πατέρας μου Αλέξης Σεβαστάκης, τον Μάρτιο του 1971, από το στρατόπεδο στο Παρθένι Λέρου, κάποιο απόγευμα με εξέταζε στην Ιστορία (προαγωγικές εξετάσεις πέμπτης Δημοτικού). Είχα κρυμμένο το βιβλίο ενός συμμαθητή ο οποίος το ξέχασε στο σπίτι μας (φανταστείτε μελετητικό πάθος) και διάβαζα κανονικά αυτά που με ρωτούσε ο πατέρας και υποτίθεται ότι θα έπρεπε να γνωρίζω. Θρίαμβος. Ήταν τόσο αφελής που δεν υποπτευόταν την κλοπή. Έχοντας θητεύσει τέσσερα χρόνια στον ακρόκοσμο των εξόριστων, έπρεπε να επανεκπαιδευτεί στην κανονική ζωή. Που έχει μέσα της την πιο αντιπραξικοπηματική αντιστασιακή πράξη: να κλέβεις λίγες στιγμές παιχνιδιού, δηλαδή να εξακολουθείς πεισματικά να αγαπάς.
από:https://www.avgi.gr