Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση WorkingUSA: The Journal of Labor and Society 12. Ο Nathan Jun είναι ακαδημαϊκός, συγγραφέας και φιλόσοφος.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας 

 Δημοσιεύθηκε την 13 Νοεμβρίου, 2021

Εισαγωγή

Ο ρόλος που έχει παίξει και συνεχίζει να παίζει η φιλοσοφία στον αναρχισμό είναι ζήτημα μεγάλης διαφωνίας. Αντίθετα με το μαρξισμό – που όπως παρατηρεί, μάλλον πειραχτικά, είναι «το μόνο σημαντικό κίνημα που επινοήθηκε από ένα διδακτορικό» – ο αναρχισμός δεν υπήρξε ποτέ και ούτε επιθυμεί να είναι ένα αμετάβλητο, αναλυτικό, αυτοπεριορισμένο, και εσωτερικά σταθερό σύστημα ιδεών, σύνολο δογμάτων, ή θεωρία. Το αντίθετο, ο αναρχισμός από τις πρώτες μέρες του υπήρξε ένα εξελισσόμενο σύνολο συμπεριφορών και ιδεών που μπορεί να εφαρμοστεί σε ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών θεωριών, πρακτικών, κινημάτων, και παραδόσεων. Ως αποτέλεσμα της θεωρητικής ευελιξίας και ανοιχτότητας – ή ίσως ως επιπρόσθετος παράγοντας σε αυτό, ή και τα δυο – ο αναρχισμός ιστορικά έχει την τάση να τονίζει την επαναστατική πράξη  σε σχέση με την ανάλυση, και φυσικά την συζήτηση, για την επαναστατική στρατηγική. Η πρακτική έμφαση εξηγεί εν μέρει γιατί κάποιοι μαρξιστές-λενινιστές έχουν κατηγορήσει τον αναρχισμό πως είναι «αντί-ακαδημαϊκό», «αντιεπιστημονικό» και/ή «ουτοπικό» δόγμα. Επίσης εξηγεί γιατί κάποιοι αναρχικοί αντιμετωπίζουν την πολιτική θεωρία με εκνευρισμό και δυσπιστία, αν όχι ανοιχτή απέχθεια.

Στην πραγματικότητα, η αναρχική φιλοσοφία έχει μια μακρά και εντυπωσιακή ιστορία. Πολύ σημαντικότερο, συχνά έχει παίξει και συνεχίζει να παίζει ένα κρίσιμο ρόλο στις αναρχικές παρεμβάσεις στα κινήματα της εργατικής τάξης και της εργασίας. Είναι αυτή  η τελευταία πτυχή της αναρχικής φιλοσοφίας που θέλω να αναλύσω στο κείμενο που ακολουθεί – ο βαθμός στον οποίο επηρέασε αγώνες του πραγματικού κόσμου και άγγιξε τις ζωές των πραγματικών, με σάρκα και αίμα εργατών, ιδιαίτερα εκείνων που ανήκαν στην βιομηχανική, μεταναστευτική εργατική τάξη της Αμερικής των τελών του 19ου και πρώιμου 20ου αιώνα. Πολύ συχνά τα κείμενα, που διαδίδονταν, και καταναλωνόταν αχόρταγα, από αυτούς τους εργάτες αγνοούνται ως «προπαγάνδα». Ωστόσο στο βαθμό που εκφράζουν και ορίζουν τα πολιτικά, οικονομικά, και κοινωνικά πλαίσια· υποβάλλουν πολιτικούς, οικονομικούς, και κοινωνικούς θεσμούς σε αιχμηρή κριτική έναντι καθαρών και καλά ορισμένων κανονιστικών προτύπων· προσφέρουν λογικές αιτιολογήσεις των δικών τους θέσεων· και προωθούν θετικές εναλλακτικές προτάσεις, γιατί αυτά τα κείμενα να μην αντιμετωπίζονται ως φιλοσοφικά κείμενα και αναλύονται αναλόγως; Προφανών πρέπει, και το γεγονός πως έχουν αγνοηθεί για τόσο πολύ μεγάλο διάστημα από πολιτικούς φιλοσόφους, ιστορικούς, και άλλους ακαδημαϊκούς, έχει απόλυτη σχέση με την ακαδημαϊκή προκατάληψη και καμιά σχέση με την διανοητική και φιλοσοφική αξία των ίδιων των κειμένων.

Τι Είναι η Αναρχική Φιλοσοφία;

Στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, ο όρος «κλασικός αναρχισμός» συχνά χρησιμοποιείται σε σχέση με το ευρωπαϊκό αναρχικό κίνημα πριν το 1918. Μια στο τόσο, ωστόσο, ο «κλασικός αναρχισμός» μοιάζει να είναι σαν όρος ομπρέλα για το έργο τριών στοχαστών – δηλαδή, του Pierre-Joseph Proudhon, του Mikhail Bakunin και του Peter Kropotkin – οι ιδέες των οποίων είναι αρκετά κοντά φαινομενικά που μας επιτρέπει να τα αντιμετωπίζουμε ως μια μοναδική, ομογενή μονάδα. Όπως φαίνεται, ο «κλασικός αναρχισμός» είναι υπό αυτή την έννοια ακαδημαϊκός μύθος. Οι Proudhon, Bakunin και Kropotkin – στη πράξη, οι περισσότεροι που θα αναγνώριζαν τον εαυτό τους ως αναρχικό πριν το 1918 – διαφωνούσαν σε ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων: για παράδειγμα, αν και σε πιο βαθμό είναι δικαιολογημένη η χρήση βίας στην επαναστατική δραστηριότητα, ποιος είναι ή θα έπρεπε να είναι ο ρόλος των εργατικών σωματείων, ποιος θα έπρεπε να είναι ο ρόλος των γυναικών στο κίνημα, αν θα έπρεπε να προωθείται ο ελεύθερος έρωτας ή να διατηρηθούν οι «συμβατικές» σεξουαλικές σχέσεις, πως να απαντηθεί το λεγόμενο «εβραϊκό ζήτημα», αν και σε πιο βαθμό να συνεργαστούν με άλλα επαναστατικά και αριστερά κόμματα, πως και πότε θα ξεκινήσει η επανάσταση, πως η μεταεπεναστατική θα οργανωθεί, κλπ. στην πραγματικότητα, οι αναρχικοί μάλλον διαφωνούσαν περισσότερο στην ισορροπία από ότι συμφωνούσαν. Όμως κάπως παρά όλες τις τεράστιες διαφορές στις απόψεις, σε μεγάλο βαθμό κατάφεραν να μείνουν ενωμένοι δίχως εσωτερικές εκκαθαρίσεις, εκτελέσεις, δολοφονίες, ή φυλακίσεις. Πως ήταν αυτό δυνατό;

Όπως σημειώνει η L. Susan Brown, «Η αναρχική πολιτική φιλοσοφία δεν είναι υπό καμιά έννοια ένα ενωμένο κίνημα…. Μέσα στην αναρχική ‘οικογένεια’ υπάρχουν μουτουαλιστές, κολεκτιβιστές, κομμουνιστές, φεντεραλιστές, ατομιστές, σοσιαλιστές, συνδικαλιστές, και φεμινιστές». Οι διαφορετικοί «αναρχισμοί» μπορεί να προσφέρουν διαφορετικούς ορισμούς της αναρχίας, διαφορετικές αιτιολογίες για την επιδίωξη της αναρχίας, διαφορετικές στρατηγικές για την επίτευξη της αναρχίας, και διαφορετικά μοντέλα κοινωνικής, οικονομικής, και πολιτικής οργάνωσης υπό την αναρχία. Παρά αυτές τις διαφορές, όλοι οι «αναρχισμοί» αποκαλούνται ορθά έτσι χάρη στην υποστήριξη χάρη στην υποστήριξη συγκεκριμένων διακριτών ιδεών και πρακτικών. Το ερώτημα είναι φυσικά ποιες μπορεί να είναι αυτές οι ιδέες και πρακτικές. Μια κοινή παρανόηση, που έχει επαναληφθεί συχνά από τους λίγους Αγγλο-αμερικάνους φιλοσόφους που ασχολήθηκαν με το να προσεγγίσουν το ζήτημα, είναι πως ο αναρχισμός μπορεί να οριστεί αποκλειστικά με όρους αντίθεσης σε κράτη και κυβερνήσεις. Ο A.J. Simmons γράφει για παράδειγμα, πως «η αφοσίωση σε μια κεντρική απαίτηση ενώνει όλες τις μορφές αναρχικής πολιτικής φιλοσοφίας: κανένα από τα υπάρχοντα κράτη δεν είναι νομιμοποιημένο». Από φαινομενικά ακολουθεί πως το «ελάχιστο ηθικό περιεχόμενο» του αναρχισμού είναι απλά πως οι υπήκοοι μη νομιμοποιημένων κρατών δεν έχουν γενικές πολιτικές υποχρεώσεις.

Πολλοί φιλελεύθεροι φιλόσοφοι ορίζουν την πολιτική νομιμότητα με αυτό το τρόπο – δηλαδή, με όρους υποκειμένων που έχουν διάφορων ειδών πολιτικές υποχρεώσεις. Είναι ενδιαφέρον όμως, πως πολλοί από αυτούς τους ίδιους φιλοσόφους θα αρνούνταν επίσης πως οι πολίτες έχουν γενικές πολιτικές υποχρεώσεις, αν και λίγοι θα συμφωνούσαν πως αυτό αποτελεί επαρκή συνθήκη ώστε τα κράτη να είναι δίχως νομιμοποίηση, και προφανώς κανένας δεν θα αυτοπροσδιορίζονταν ως αναρχικός. Οι A. J. Simmons και Robert Paul Wolff είναι μεταξύ αυτών που πιστεύουν πως η απουσία πολιτικών υποχρεώσεων υπονοεί μη νομιμότητα, αν και οι δυο παραδέχονται πως μπορεί να υπάρχουν άλλοι ηθική ή μη-ηθική λόγοι για την υπακοή σε νόμους μη νομιμοποιημένων κρατών. Αυτό ακριβώς είναι που επιτρέπει στον Simmons να διακρίνει μεταξύ αυτού που αποκαλεί «αδύναμο αναρχισμό» και «ισχυρό αναρχισμό». Ο πρώτος είναι μια θέση που δεν προσθέτει τίποτα πέρα από το προηγούμενο «ελάχιστο ηθικό περιεχόμενο» του αναρχισμού, ενώ ο δεύτερος πιστεύει πως «η μη νομιμοποίηση ενός κράτους επιπλέον περιέχει μια ηθική υποχρέωση ή καθήκον για αντίθεση και… καταστροφή του κράτους». Ο Simmons επίσης κάνει διάκριση μεταξύ ενός «a priori αναρχισμού», που λέει πως όλα τα πιθανά κράτη είναι ηθικά μη νομιμοποιημένα, και έναν «a posteriori αναρχισμό», που υποστηρίζει πως όλα τα υπάρχοντα κράτη είναι μη νομιμοποιημένα, αλλά αρνείται πως είναι αδύνατο να υπάρξει νόμιμο κράτος.

Ο ορισμός του αναρχισμού που δίνουν ο Wolff και ο Simmons, και όλοι οι υπόλοιποι σαν αυτόν,  είναι ιδιαίτερα ιδιοσυγκρασιακοί μπροστά στην αναρχική παράδοση που συζητάμε. Η λέξη «αναρχία», που προέρχεται από την ελληνική άναρχος, δεν σημαίνει κυρίως «δίχως κυβέρνηση» ή «δίχως κράτος» αλλά αντίθετα «δίχως εξουσία». Όπως σημειώνει ο David Weick, «ο αναρχισμός είναι πολύ περισσότερα από αντικρατισμός, ακόμη και αν η κυβέρνηση (το κράτος) είναι, σωστά, η βασική εστίαση της αναρχικής κριτικής». Ως «η γενική κοινωνική και πολιτική ιδέα που εκφράζει ακύρωση κάθε [καταπιεστικής] εξουσίας», ο αναρχισμός πρώτα και κύρια είναι αφιερωμένος στην καθολική απόρριψη κάθε καταπιεστικής εξουσίας. Να είμαστε βέβαιοι, οι διάφορες σχολές αναρχισμού μπορεί να διαφωνούν μεταξύ τους σχετικά με το πως πρέπει να αντιμετωπιστεί η καταπιεστική εξουσία. Είναι όμως γενικά σύμφωνο πως η καταπιεστική εξουσία περιλαμβάνει κάθε κεντρική και ιεραρχική μορφή κυβέρνησης (πχ., μοναρχία, αντιπροσωπευτική δημοκρατία, κρατικός σοσιαλισμός, κλπ), οικονομικά ταξικά συστήματα (πχ, καπιταλισμός, μπολσεβικισμός, φεουδαλισμός, δουλεία, κλπ), αυταρχικές θρησκείες (πχ, φονταμενταλιστικό ισλαμισμό, ρωμαιοκαθολικισμό κλπ), την πατριαρχία, τον ετεροσεξισμό, το λευκό σοβινισμό και τον ιμπεριαλισμό. Όλοι οι αναρχισμοί αποκαλούνται έτσι χάρη στην υποστήριξη μιας κοινής ηθικής θέσης. Στο βαθύτερο και πιο ουσιαστικό επίπεδο ο αναρχισμός ως φιλοσοφία είναι μια ηθική· όλα όσα δέχεται ή απορρίπτει, υποστηρίζει ή καταδικάζει, πρέπει τελικά να γίνουν αντιληπτά με ηθικούς όρους.

Ποιος είναι όμως αυτός ο ηθικός σκοπός που μοιράζονται από κοινού όλοι οι αναρχικοί; Ήδη έχει αφεθεί να εννοηθεί. Ο ηθικός πυρήνας του αναρχισμού είναι η θέση πως κάθε μορφής εξαναγκαστικής εξουσίας είναι ηθικά καταδικαστέα. Σημειώστε πως η μορφή αυτής της θέσης είναι μάλλον αξιολογική παρά κανονιστική· δεν είναι οδηγίες ή προτροπή αλλά αντίθετα μια αξιακή κρίση, τέτοια που να επιβεβαιώνει πως η εξαναγκαστική εξουσία είναι, στην ουσία, «κακή». Όταν κάποιος ανατρέχει στα κείμενα των αναρχικών, κάποιος βρίσκει επιπλέον αυτή τη άποψη, αυτή την καταγγελία, να επαναλαμβάνεται τόσο συχνά που παίρνει την μορφή συνθήματος. Αυτό δείχνει εμφατικά πως ο αναρχισμός είναι βασισμένος πρώτα και κύρια σε μια αντίληψη του καλού – μια αξιολογία – παρά πάνω σε μια αντίληψη του σωστού. Από τι αποτελείται όμως αυτή η αντίληψη του καλού; Η καθολική καταδίκη ης εξαναγκαστικής εξουσίας είναι μια αρνητική κρίση – καθορίζει τι είναι «κακό» αλλά δεν υποδεικνύει άμεσα τι θεωρείται ως «σωστό» ή «αξιέπαινο».

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται από το τί σημαίνει «καλό» έναντι του «κακού» της της εξαναγκαστικής εξουσίας. Εξαρτάται επίσης, επίσης σημαντικό, από το τι σημαίνει «εξαναγκαστική εξουσία». Όπως αναφέραμε νωρίτερα, η εξουσία είναι ένα είδος σχέσης εξουσίας – που περιλαμβάνει όχι μόνο την de facto ικανότητα για άσκηση εξουσίας πάνω σε άλλους αλλά και την de jure άδεια ή εγγύηση άσκησης εξουσίας πάνω σε άλλους. Ορισμένη με το τρόπο αυτό, η εξουσία δεν μπορεί λογικά να θεωρηθεί κακή από μόνη της. και πράγματι, όλοι οι αναρχικοί στοχαστές που αναφέραμε αναγνωρίζουν πως υπάρχουν πολλές σχέσεις εξουσίας, από τις οποίες δεν είναι όλες μη αποδεκτές. Όπως σημειώνει ο Richard Sylvan, «Σκεφτείτε για παράδειγμα, τη σχέση ενός μαθητή προς μια αυθεντία σε ένα πεδίο γνώσης, που με τη σειρά του μπορεί να στηρίξει εξειδικευμένες κρίσεις με την επίκληση σε ένα ευρύτερο φάσμα αξιολογήσιμων στοιχείων…. Οποιοσδήποτε με διαθέσιμο χρόνο και κάποια ικανότητα μπορεί να προχωρήσει πέρα από την αυθεντία και να αξιολογήσει τους ισχυρισμούς που έχουν γίνει» τέτοιες σχέσεις εξουσίας, που ο Sylvan αποκαλεί «διαφανείς» ή ανοιχτές, στέκονται σε αντίθεση με

«’Αδιαφανείς’ (ή ‘κλειστές’) αρχές, που απλά στέκονται στη θέση ή τόπο τους… [ή] που αναφέρονται σε μια συμβατική νόρμα ή διαδικασία (‘έτσι γίνονται τα πράγματα’ ή ‘έτσι γίνονταν πάντοτε’) δίχως να μπορούν να κάνουν ένα βήμα πέρα από κάποιου είδους βιβλίου κανόνων… που έχει εφαρμοστεί (για κάποιους λόγους όχι ανοιχτό σε, ή έχοντας υποστεί, έλεγχο) από μια ακόμη πιο αδιαφανή εξουσία».

Οι αναρχικοί γενικά είναι αντίθετοι προς τις αδιαφανείς σχέσεις εξουσίας επειδή στερούνται αυτό που η εξουσία γενικά ισχυρίζεται πως έχει – δηλαδή, επαρκή νομιμοποίηση. Με άλλα λόγια, η αδιαφανής εξουσία είναι αυθαίρετη, που με τη σειρά του σημαίνει πως οι άνθρωποι δεν έχουν κανένα λόγο να αναγνωρίζουν την δύναμη της πάνω τους. η υποταγή σε αυθαίρετη εξουσία είναι η ίδια απαράδεκτη επειδή «αποστερεί την προσωπικότητα από τα πιο βασικά της χαρακτηριστικά· αρνείται την ίδια την έννοια πως το άτομο είναι ικανό να αντιμετωπίσει την διαχείριση της ζωής του». Διατυπωμένο με άλλο τρόπο, η αυθαίρετη εξουσία παραβιάζει την ψυχολογική και ηθική αυτονομία – την ικανότητα να σκέψη και πράξη για λογαριασμό του σύμφωνα με τη λογική και τη συνείδηση.

Δίχως μια θεωρητική ή ηθική νομιμοποίηση, η αδιαφανής εξουσία στηρίζει πάντα την εξουσία της με εξαναγκασμό και βία. Οι αναρχικοί αντιτίθενται στον εξαναγκασμό για τον ίδιο λόγο που αντιτίθενται στην αδιαφανή εξουσία πιο γενικά: επειδή παραβιάζει τον «αυτοσεβασμό και ανεξαρτησία» του ατόμου. Όπως αναφέρει ο Bakunin, η εξουσία που δηλώνει πως είναι «προνομιακή, εξουσιοδοτημένη, επίσημη, και νόμιμη, ακόμη και αν προκύπτει από καθολική ψηφοφορία…» θα εφαρμοστεί αναπόφευκτα στο τέλος μέσω βίας «για το όφελος μιας κυρίαρχης μειονότητας εκμεταλλευτών». Η υποχρεωτική υπακοή προς, ή αναγνώριση μιας, εξουσίας μέσα από τη χρήση απειλής εξαναγκασμού (βίαιης ή μη) αποτελεί μια θεμελιώδη άρνηση της ατομικής ελευθερίας, και για αυτό το λόγο και μόνο αξίζει καταδίκη. Με την αντίθεση στην «εξαναγκαστική εξουσία» έτσι, οι αναρχικοί αντιστέκονται στην αυθαίρετη εξουσία που συνδυάζεται με τη χρήση ή απειλή εξαναγκαστικών μέσων για την εξασφάλιση της. το κάνουν αυτό επιπλέον, επειδή η εξαναγκαστική εξουσία εξ ορισμού είναι σε αντίθεση με την ατομική ελευθερία.

Όμως στον αναρχισμό υπάρχουν περισσότερα από αυτό. Εν τέλει, ενώ οι αναρχικοί προφανώς εκτιμούν την ελευθερία, το ίδιο ισχύει για τους φιλελεύθερους και μη αναρχικούς σοσιαλιστές. Στη πράξη, πολλοί από τους πιο ριζοσπάστες αντιλαμβάνονταν την εξαναγκαστική εξουσία με τον ίδιο βασικό τρόπο όπως οι αναρχικοί και ήταν αντίθετοι της για τους ίδιους βασικούς λόγους. Στο σημείο αυτό ιδιαίτερης σημασίας είναι ο Άγγλος πολιτικός φιλόσοφος William Godwin, που αναφέρει στο Περί Πολιτικής Δικαιοσύνης πως η ελευθερία είναι λογικά ασύμβατη με την κυβέρνηση. Πράγματι, ο Godwin εκτιμούσε σε τέτοιο βαθμό την ελευθερία που πρότεινε την κατάργηση του κράτους. (Δεν είναι έκπληξη, για αυτό το λόγο, που ο Godwin συχνά θεωρείται ως ένας σημαντικός πρόδρομος του σύγχρονου αναρχισμού).

Πρέπει να θυμηθούμε, ωστόσο, πως η «ελευθερία» που ο Godwin και άλλοι κλασικοί φιλελεύθεροι εκτιμούν είναι η αρνητική ελευθερία («ελευθερία από»). Σίγουρα, η αρνητική ελευθερία χαίρει εκτίμησης και από τους αναρχικούς, και η φιλελεύθερη αντίληψη της αρνητικής σκέψης της αρνητικής ελευθερίας ήταν ιδιαίτερα επιδραστική στην ανάπτυξη του πρώιμου αναρχισμού, ιδιαίτερα στην μετα-Επαναστατική Γαλλία. Όμως ο Proudhon, ο πρώτος στοχαστής που ανέφερε τη δική του πολιτική θεωρία ως «αναρχισμό», αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής του στην κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και στην συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής  αντί της κατάργησης των κυβερνήσεων. Όταν μιλά για την κατάργηση των κυβερνήσεων, επιπλέον, το κάνει μόνο για να προωθήσει την θετική του πρόταση – δηλαδή, την δημιουργία ενός ομοσπονδιακού συστήματος εθελοντικών συνεταιρισμών. Το θέμα είναι, διατυπωμένοι απλά, πως ο Proudhon είναι σοσιαλιστής, όχι φιλελεύθερος, και όπως όλοι οι πρώιμοι σοσιαλιστές η βασική του ηθική και πολιτική ανησυχία δεν ήταν τόσο η ελευθερία όσο ήταν η δικαιοσύνη.

Όπως σημειώσαμε νωρίτερα, η δικαιοσύνη για τους σοσιαλιστές είναι μια λειτουργία ισότητας, που είναι σίγουρα το ύψιστο καλό του σοσιαλισμού, αν είναι κάποιο. Όπως άλλοι σοσιαλιστές, ο Proudhon κατανοεί την ισότητα όχι ως ένα αφηρημένο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης αλλά ως μια ιδανική κατάσταση πράγματων που είναι και επιθυμητή και υλοποιήσιμη. Αυτή η κατάσταση δεν περιλαμβάνει τον εξαναγκασμό των ανθρώπινων όντων σε ένα «κοινό περιβόλι» ή μετατρέποντας τους σε «άβουλα αυτόματα δίχως ανεξαρτησία ή ατομικότητα». Δεν σημαίνει «ίσο αποτέλεσμα» αλλά «ίση ευκαιρία». Έτσι γράφει ο Alexander Berkman:

«Μην κάνετε το λάθος να ταυτίσετε την ισότητα στην ελευθερία με την αναγκαστική ιδιότητα του στρατοπέδου κράτησης. Η πραγματική αναρχική ισότητα σημαίνει ελευθερία, όχι ποσότητα. Δεν σημαίνει πως κάποιος πρέπει να τρώει, να πίνει, ή να φορά τα ίδια πράγματα, να κάνουν την ίδια δουλειά, ή να ζουν με τον ίδιο τρόπο. Κάθε άλλο: το απολύτως αντίθετο ισχύει…. Οι ατομικές ανάγκες και προτιμήσεις διαφέρουν, όπως διαφέρουν οι επιθυμίες. Είναι η ίση ευκαιρία για την ικανοποίηση τους που αποτελεί την πραγματική ισότητα. Κάθε άλλο παρά ισοπεδωτική, μια τέτοια ισότητα ανοίγει την πόρτα για την μεγαλύτερη δυνατή ποικιλία δραστηριότητας και ανάπτυξης. Γιατί ο ανθρώπινος χαρακτήρας έχει ποικιλομορφία…. Η ελεύθερη ευκαιρία της έκφρασης και άσκησης της μοναδικότητας σου σημαίνει ανάπτυξη των φυσικών διαφορών και ανομοιοτήτων μας».

Αξίζει να θυμηθούμε στο σημείο αυτό πως η λέξη «αναρχία» αναφέρεται μόνο στην απουσία αναγκαστικής εξουσίας αλλά στην απουσία ενός «αρχηγού», «επικεφαλής» ή «ανώτερου» – με άλλα λόγια, στην απουσία συγκεντρωμένης δύναμης που ασκείται «από πάνω προς τα κάτω». Η αναρχική ισότητα, έτσι εμπεριέχει την ίση διανομή της εξουσίας, που με την σειρά της σημαίνει την κατηγορηματική απόρριψη του συγκεντρωτισμού και της ιεραρχίας. Μια τέτοια ισότητα είναι απαραίτητη, επιπλέον, για να μεγιστοποιηθεί η ατομική ελευθερία – όχι απλά η «ελευθερία από» (αρνητική ελευθερία) αλλά η «ελευθερία να» (θετική ελευθερία).

Η θετική ελευθερία, όπως εξηγεί η Emma Goldman, είναι αναγκαία ώστε ένα ανθρώπινο όν «να φτάσει στο μέγιστο του… να μάθει να σκέφτεται και να κινείται, να δίνει το καλύτερο του εαυτού του… να υλοποιεί την πραγματική δύναμη των κοινωνικών δεσμών που φέρνουν τους ανθρώπους κοντά, και που είναι οι αληθινές βάσεις μιας κανονικής κοινωνικής ζωής». Αυτό το απόσπασμα τονίζει δυο αναπόσπαστα γνωρίσματα της ανθρώπινης αντίληψης της ελευθερίας: πρώτα, πως η ελευθερία περιλαμβάνει την δυνατότητα του ατόμου να δημιουργήσει τον εαυτό του ή της, να αντισταθεί αυτό που ο Foucault αποκαλεί «υποκειμενοποίηση» με την καλλιέργεια νέες ταυτότητες μορφές υποκειμενικότητες· και δεύτερο, πως η ελευθερία είναι μια δυνατότητα που προκύπτει μέσα και γίνεται δυνατή από την κοινωνική ύπαρξη (όπως αναφέρει ο Proudhon, «όλοι συνδεδεμένοι και όλοι ελεύθεροι… η αυτονομία του ατόμου μέσα στην ελευθερία της συσχέτισης»). Το δεύτερο γνώρισμα διαψεύδει μια σημαντική διαφορά μεταξύ αναρχισμού και φιλελευθερισμού. Σε μια κατάσταση αρνητικής ελευθερίας, ο λογικός, εγωιστικός , ατομικός φορέας τους φιλελευθερισμού αναγνωρίζει τα συμφέροντα του (αντιληπτά όχι απλά ως προσωπικές επιθυμίες αλλά ως διάφορους σκοπούς που καθορίζονται από την οικουμενική ανθρώπινη φύση) και παίρνει μέτρα για την ικανοποίηση τους. για τους αναρχικούς ωστόσο, «η δημιουργία του ανθρώπινου όντος είναι συλλογική διαδικασία, μια διαδικασία στην οποία συμμετέχουν και η κοινότητα και το άτομο». Η ανθρώπινη υποκειμενικότητα παράγεται εν μέρει από κοινωνικές δυνάμεις, που μπορούν να είναι θετικές ή αρνητικές, όπως και από την ατομική δύναμη της αυτοπραγμάτωσης (δηλαδή «θετική ελευθερία»). Η πραγμάτωση της ατομικής ελευθερίας, όπως τονίζει ο Bakunin, βασίζεται στην αναγνώριση και «συνεργασία για την πραγμάτωση της ελευθερίας των άλλων». «Η ελευθερία μου», συνεχίζει, «είναι η ελευθερία όλων καθώς δεν είμαι απόλυτα ελεύθερος στη σκέψη και στο γεγονός, εκτός από όταν η ελευθερία μου και τα δικαιώματά μου βεβαιώνονται και επικυρώνονται στην ελευθερία και τα δικαιώματα όλων των ανδρών και γυναικών που είναι ίσοι μαζί μου». Συνοπτικά, η ελευθερία και η ισότητα είναι, για τους αναρχικούς, συμβιωτικές έννοιες: η ατομική ελευθερία είναι θετικά συνιστάμενη από και μέσω κοινωνικών σχέσεων, που είναι με τη σειρά τους θετικά συνιστάμενες από και μέσω της ατομικής ελευθερίας.

Το πρώτο γνώρισμα της αναρχικής έννοιας της ελευθερίας είναι απλά μια επανάληψη ενός σημείου που αναφέρθηκε νωρίτερα – δηλαδή, πως η ελευθερία είναι μια πρακτική αυτό-δημιουργίας, «η πιο ελεύθερη δυνατή όλων των λανθανουσών δυνάμεων του ατόμου… η επίδειξη της ανθρώπινης ενέργειας». Την ίδια στιγμή, η «επιθυμία για δημιουργία και ελεύθερη πράξη και η επιθυμία για ελευθερία και αυτό-έκφραση» δεν είναι έμφυτα χαρακτηριστικά αλλά μάλλον δυνατότητες που μπορούν να απελευθερωθούν ή να κατασταλούν σε διαφορετικό βαθμό. Η ελευθερία έτσι έχει και μια αρνητική και μια θετική διάσταση. Από την άλλη, πρέπει να γίνει κατανοητό ως προϋπόθεση για την αυτό-δημιουργία, η «ανοιχτή ανυπακοή σε, και αντίσταση σε, όλους τους νόμους  και περιορισμούς, οικονομικούς, κοινωνικούς και ηθικούς», που περιορίζουν την καλλιέργεια και την έκφραση της ατομικότητας. Από την άλλη, η ελευθερία είναι συνεκτεινόμενη με την διαδικασία της ίδιας της αυτό-δημιουργίας, κατανοητή όχι μόνο ως η καλλιέργεια της ατομικής υποκειμενικότητας αλλά επίσης της κοινωνικής υποκειμενικότητας ή συνειδητότητας που εκδηλώνονται με συγκεκριμένη μορφή σε υγιή κοινωνικά περιβάλλοντα. Είναι ακριβώς αυτή η έμφαση πάνω στην ελευθερία που διακρίνει τον αναρχισμό από άλλες σοσιαλιστικές θεωρίες, ιδιαίτερα εκείνες που αναπτύχθηκαν κατά το 19ο αιώνα. Για τον Engels και τον Lenin, πόσο μάλλον για τον Blanqui και τον Saint-Simon, η ελευθερία του ατόμου είναι υποταγμένη στο σκοπό της οικονομικής και κοινωνικής ισότητας. (Αυτό εξηγεί εν μέρει γιατί οι αναρχικοί προσδιορίζονται – και αυτοπορσδιορίζονται – ως «ελευθεριακοί σοσιαλιστές»).

Μιλώντας συγκεκριμένα, η ελευθερία και η ισότητα δεν είναι διακριτές έννοιες για τους αναρχικούς. Την ίδια στιγμή, θα ήταν λάθος να υποθέσουμε πως ο αναρχισμός απλά συνδυάζει την φιλελεύθερη έννοια της ελευθερίας με την σοσιαλιστική έννοια της ισότητας σε ένα είδος σύνθεσης. Αντίθετα, η αναρχική «ελευθερία-ισότητα» είναι απλά  μια έκφραση – ένας τρόπος έκφρασης – για την ίδια την ανθρώπινη ζωή. Με τη ζωή δεν εννοούμε την βιολογική ζωή αλλά την έμφυτη διαδικασία αλλαγής, ανάπτυξης, και πραγμάτωσης με τους όρους της οποίας οι Proudhon, Bakunin και Kropotkin (μεταξύ άλλων) περιγράφουν την ύπαρξη. Τόσο στην δυνατότητας της για αλλαγή και των πραγματικών μεταμορφώσεων της, τόσο στην μοναδικότητα και στην οικουμενικότητα της, η ανθρώπινη ζωή είναι αντανάκλαση της «ενότητας στην πολλαπλότητα», που ο Proudhon αποδίδει στο σύμπαν συνολικά. Ατομικό και κοινωνικό, κοινωνικό και οικολογικό, οικολογικό και παγκόσμιο, παγκόσμιο και κοσμικό – απλά είναι τόσα πολλά επίπεδα ανάλυσης, τα οποία, αν μπορεί να ειπωθεί πως διαφέρουν κάπου, διαφέρουν μόνο με όρους οπτικής. Για τους αναρχικούς, «υπάρχει μόνο ζωή, και είναι αρκετή» (Il ya seulement lavie, et la vie suffit).

Είναι αυτή η υβριδική έννοια – που ίσως μπορούμε να αποκαλέσουμε «ζωτικότητα» – στο οποίο η αναρχική ηθική αποδίδει την υψηλότερη αξία. Η κυριαρχία και η ιεραρχία, με τη σειρά τους είναι καταδικαστέες στο βαθμό, και μόνο στο βαθμό, που είναι αντιθετικές σε αυτή την έννοια. Ίσως στο επίπεδο της απόλυτης ηθικής είναι αρκετό να περιγράψουμε αυτή την αντίθεση με όρους περιορισμού: κυριαρχία και ιεραρχία αναστέλλουν, παρεμποδίζουν, παρακωλύουν και εν τέλει καταστρέφουν τη ζωή, και για αυτό είναι που η κυριαρχία και η ιεραρχία είναι κακά. Για τους σκοπούς μας ωστόσο, ένας μεγαλύτερος βαθμός ειδικότητας είναι αναγκαίος: πρέπει να εξηγήσουμε όχι μόνο πως η κυριαρχία και η ιεραρχία είναι αντίθετες στη ζωή αλλά επίσης πως το κάνουν. Ο Todd May έχει αναφέρει, απολύτως σωστά κατά τη γνώμη μου, πως η βασική μέθοδος πολιτικής κυριαρχίας είναι η αντιπροσώπευση, που ήδη έχουμε περιγράψει νωρίτερα ως τη γενική διαδικασία της ένταξης του ειδικού κάτω από το γενικό. Στο πολιτικό πεδίο, η αντιπροσώπευση περιλαμβάνει την αποστέρηση ατόμων και ομάδων από την ζωτικότητα τους – την δύναμη τους να δημιουργήσουν, μεταμορφώσουν, και να αλλάξουν τους εαυτούς τους. σίγουρα, η κυριαρχία συχνά περιλαμβάνει την κυριολεκτική καταστροφή της ζωτικότητας μέσω βίας και άλλων μορφών φυσικού εξαναγκασμού. Ως κοινωνικο-φυσικό φαινόμενο όμως, η κυριαρχία δεν ανάγεται σε επιθετικότητα αυτού του είδους. Το αντίθετο, η κυριαρχία λειτουργεί κυρίως με «το να μιλά για άλλους» ή «αντιπροσωπεύοντας άλλους στους εαυτούς τους» – δηλαδή, κατασκευάζοντας εικόνες, ή κατασκευάζοντας ταυτότητες, ατόμων και ομάδων. Αυτές οι μέθοδοι υποκειμενοποίησης, όπως τις αποκαλεί ο Foucault, σε κάποιες περιπτώσεις επιβάλλονται πάνω σε άτομα ή ομάδες μέσω άμεσης ή έμμεσης διαδικασίας εξαναγκασμού. Σε άλλες περιπτώσεις, οι μέθοδοι υποκειμενοποίησης επιβάλλονται και ενισχύονται πιο διακριτικά – για παράδειγμα, με την «κανονικοποίηση» σε μια κοινότητα. Το αποτέλεσμα είναι πως άτομα και ομάδες καταλήγουν να ταυτίζονται με την κανονικοποιημένη αντιπροσώπευση, να συμμορφώνονται με αυτή, και έτσι να ρυθμίζουν τους εαυτούς τους δίχως κάποιο άμεσο εξαναγκασμό. Με παρόμοιο τρόπο, οι αναρχικοί ήταν οι πρώτοι που αναγνώρισαν πως η αντιπροσώπευση δεν είναι απόλυτα μακροπολιτικό φαινόμενο. Η αντιπροσώπευση μπορεί να και υπάρχει στο μικροπολιτικό επίπεδο – δηλαδή, στο επίπεδο της καθημερινής ζωής – και πρέπει να το αποφεύγουμε και να αντιστεκόμαστε σε αυτό αναλόγως.

Ο Deleuze ισχυρίστηκε σε κάποιο σημείο πως ο Foucault ήταν ο πρώτος που μας δίδαξε για την «αναξιοπρέπεια του να μιλάς για άλλους». Αν ο Deleuze είχε διαβάσει τον Proudhon, τον Bakunin ή την Goldman, μπορεί να είχε μια πολύ διαφορετική άποψη. Γιατί πράγματι, αν κάποιος αξίζει τα εύσημα για αυτή την «ανακάλυψη» είναι ο αποκαλούμενος «κλασικός αναρχισμός». Ήταν αυτοί, που πρώτοι απέδωσαν την υψηλότερη ηθική αξία (και όχι απλά αξιοπρέπεια) στην ικανότητα των ανθρώπινων όντων και κοινοτήτων να «μιλούν για τους εαυτούς τους», να δρουν δημιουργικά για τους ίδιους, να ανοίγονται και να επιδιώκουν νέες δυνατότητες για τους ίδιους – εν συντομία, να ζουν. Έτσι ήταν ξανά οι αναρχικοί που συνειδητοποίησαν πως η πολιτική καταπίεση αποτελείται ουσιαστικά από την απόσπαση αυτής της ικανότητας από τους άλλους, και, το σημαντικότερο πως αυτή η «απόσπαση» περιλαμβάνει «να δίνονται στους ανθρώπους εικόνες [απεικονίσεις] του τι είναι και του τι επιθυμούν». Λίγη σημασία έχει αν αυτή η αντιπροσώπευση ρυθμίζεται μέσω μιας εκλογικής διαδικασίας ή επιβάλλεται από μια επαναστατική πρωτοπορία, γιατί στη πράξη είναι το ίδιο. «Η ζωογόνος φύση της ελευθερίας», γράφει ο Bakunin, «πρέπει να δημιουργείται αποκλειστικά από τα κάτω προς τα πάνω…. Μόνο άτομα, ενωμένα μέσω αμοιβαίας αλληλοβοήθειας και εθελοντικού συνεταιρισμού, μπορούν να αποφασίζουν ποιοι είναι, τι θα είναι, πως θα ζήσουν». Όταν αυτή η δύναμη καταλαμβάνεται ή παραχωρείται σε ιεραρχικούς, εξαναγκαστικούς θεσμούς κάθε είδους, το αποτέλεσμα είναι καταπίεση, κυριαρχία, ανελευθερία- με λίγα λόγια, θάνατος.

Έχω αναφέρει αλλού πως οι αναρχικοί είναι πράγματι τέτοιοι χάρη στην υποστήριξη μιας ηθικής αρχής, την αρχή της αντιεξουσίας, σύμφωνα με την οποία «πρέπει να αντιστεκόμαστε σε όλες οι μορφές της εξαναγκαστικής εξουσίας). Με επιπλέον ανάλυση, ωστόσο, πιστεύω πως αυτός ο ισχυρισμός είναι λανθασμένος. Αν και έδειξα πως ο αναρχισμός ορίζεται εν μέρει από μια θεωρία αξίας, αυτή η θεωρία αξίας δεν περιλαμβάνει άμεσα ή υποστηρίζει μια αντιεξουσιαστική αρχή, ούτε κάποια άλλη ανοιχτά κανονιστική αρχή. Το αντίθετο, είναι ξεκάθαρο πως «η κριτική της αντιπροσώπευσης στην αναρχική παράδοση πάει πολύ πιο πέρα από την πολιτική αντιπροσώπευση», εκτεινόμενη σε ένα πολύ ευρύτερο εύρος συζητήσεων περιλαμβανόμενων της ηθικής. Ο Kropotkin για παράδειγμα, υποστηρίζει πως η αξία της ατομικής και κοινοτικής ζωτικότητας αποκλείει «το δικαίωμα που απέδιδαν στους εαυτούς τους οι ηθικιστές, αυτό του διαμελισμού του ατόμου στο όνομα κάποιου ιδανικού». Στη πράξη, αν όχι μόνο στην θεωρία, η πρόταση οικουμενικών κανονιστικών αρχών και ηθικών καθηκόντων είναι απλά μια ακόμη μορφή αντιπροσώπευσης. Όπως υποστηρίζει ο Kropotkin, η εξουσία τέτοιων αρχών – η κινητήρια δύναμη που στη θεωρία έχουν πάνω μας – εξαρτάται ιδιαίτερα σε απόλυτες αντιλήψεις μιας οικουμενικής ανθρώπινης φύσης ή ουσίας, σε απεικονίσεις του «ανθρώπινου όντος» ως τέτοιου. Αυτό είναι ξανά η ίδια η φύση της καταπίεσης.

Στη θέση της κονονιστικότητας, οι αναρχικοί προσφέρουν δυο εναλλακτικές : πρώτα, μια ανθρωπολογο-γενεαλογική περιγραφή της καταγωγής και των λειτουργιών των ηθικών συστημάτων· και δεύτερο, μια πραγματιστική ή διαδικαστική θεωρία δράσης που αναφέρεται ως «προεικόνιση». Η πρώτη εναλλακτική, που διατυπώθηκε αναλυτικά από τον Kropotkin, εξετάζει την ηθική  αυτή καθαυτή από μια ανθρωπολογική, κοινωνιολογική, και επαναστατικό-ψυχολογική οπτική. Συνεχίζει εξερευνώντας το βαθμό στον οποίο συγκεκριμένα συστήματα ηθικής, που εκτείνονται από το καντιανισμό ως τον ωφελιμισμό, έχουν δράσει στην πράξη ως μηχανισμοί κυριαρχίας και ελέγχου. Ο Kropotkin έτσι δεν ενδιαφέρεται για το ερώτημα του αν, πως, και σε πιο βαθμό συγκεκριμένες πρακτικές μπορούν να δικαιολογηθούν πρακτικά· αντίθετα, ενδιαφέρεται στο ερώτημα του πως συστήματα ηθικής – ιδιαίτερα εκείνα τα συστήματα που θεωρητικά προσφέρουν κανονιστικό υπόβαθρο για την καταδίκη των καταπιεστικών πρακτικών – γίνονται καταπιεστικές πρακτικές οι ίδιες.

Η δεύτερη εναλλακτική αναφέρεται σε μια πρακτική αρχή που είναι αποδεκτή λίγο πολύ με τον ίδιο τρόπο από τους αναρχικούς τους δυο τελευταίους αιώνες. Πιο απλά, η «προεικονιστική αρχή» απαιτεί συνάφεια μεταξύ μέσων και σκοπών. Δηλαδή, αν ο στόχος της πολιτικής δράσης είναι η προώθηση κάποιας αξίας και, κατ’ επέκταση,  αντίθεση σε οτιδήποτε αντιπαλεύεται αυτή την αρχή, τα μέσα και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στη δράση πρέπει να αντικατοπτρίζουν ή να προεικονίζουν τον επιθυμητό σκοπό. Ένα χρήσιμο παράδειγμα μας δίνει ο Bakunin, που επέκρινε συγκεκριμένους μαρξιστές για την χρήση ιεραρχικών, εξαναγκαστικών μεθόδων στην επιδίωξη χειραφετικών, ελευθεριακών σκοπών: «Πως μπορεί κάποιος να επιθυμεί μια ισότιμη και ελεύθερη κοινωνία να γεννηθεί από εξουσιαστικό οργανισμό; Είναι αδύνατο!». Κάποιος επίσης μπορεί να δείξει το διάλογο μεταξύ του Kropotkin, που απέρριπτε την ατομική χρήση βίαιης «προπαγάνδας της πράξης», και του Ρώσου επαναστάτη Sergei Nechayev, που προωθούσε την χρήση τρομοκρατικών τακτικών. Όπως σημειώνει ο Paul Avrich, εκεί που ο Kropotkin επέμενε πως τα μέσα και οι σκοποί είναι «αδιαχώριστα», που σημαίνει πως οι αναρχικοί δεν πρέπει να χρησιμοποιούν τις βίαιες μεθόδους του κράτους στο στόχο της κατάργησης του κράτους, ο Nechayev πίστευε απόλυτα πως ο σκοπός και μόνο αγιάζει τα μέσα. Περισσότεροι από ένας ερευνητές παρατήρησαν πως η ακλόνητη συνεπειοκρατία του Nechayev έχει περισσότερα κοινά με το λενινισμό από ότι με τον αναρχισμό του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου αιώνα. Εκείνος ο αναρχισμός, όπως και ύστερα αναρχικά κινήματα μέσα στην Νέα Αριστερά και στους σύγχρονους πολιτικούς αγώνες, διακρίνεται εύκολα από τον ισχυρή του αφοσίωση του στην προεικονιστική αρχή – που προέρχεται άμεσα από την αναρχική αντίληψη της εξουσίας.

Οι αναρχικοί πιστεύουν πως οι σχέσεις εξουσίας, περιλαμβανόμενων εκείνων της καταπιεστικής φύσης, δεν μπορούν ποτέ να καταργηθούν πλήρως. Αυτό συνεπάγεται, μεταξύ άλλων πράγματων, πως η αναρχία είναι μια συνεχής διαδικασία ή επιδίωξη παρά ένας ομοιόμορφος σκοπός που θα επιτευχθεί μια και καλή. Για να αποφύγει την αναπαραγωγή καταπιεστικών σχέσεων εξουσίας, τα μέσα και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται σ’ αυτή τη διαδικασία οφείλουν να είναι σύμφωνα  με τους επιδιωκόμενους στόχους τους οι τακτικές που χρησιμοποιούνται στην επιδίωξη της αξίας της ελευθερίας πρέπει να ενσωματώνουν ή να αντικατοπτρίζουν αυτή την αξία. Αυτή η αρχή  δεν είναι κανονιστική συνταγή αλλά μια πραγματιστική πρόταση (ή, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Kant, ένα «υποθετικό κίνητρο»). Το σημείο της προεικόνισης δεν έχει σκοπό την δημιουργία μιας κανονιστικής κρίσης. Η λέξη «πρέπει» δεν ορίζει τι είναι ηθικά «σωστό» ή «λάθος» αλλά μάλλον τι είναι πρακτικό, συνετό, και συνεπές. Στο βαθμό αυτό, η προεικονιστική αρχή προσφέρει μια γενική διαδικασία για δράση που δεν βασίζεται σε υπερβατικές ηθικές έννοιες ή απόλυτες απεικονίσεις της ανθρώπινης φύσης. Με τα πλατιά ηθικά όρια που δημιουργήθηκαν με την προεικόνιση και την γενικότερη αναρχική αφοσίωση στην ελευθερία και την ισότητα, υπάρχει τεράστιος χώρος για ποικιλία απόψεων. Υπάρχει επίσης μια μεγάλη, πιεστική και σταθερή απαίτηση για δράση σε βάρος του λόγου. Αν συνυπολογιστούν αυτές οι απόψεις ίσως να εξηγούν γιατί οι αναρχικοί δεν έχουν διακριθεί ως ιδιαίτερα «σύνθετοι» φιλόσοφοι αν και είναι ξεκάθαρο πως ο αναρχισμός έχει έναν ιδιαίτερο σύνθετο φιλοσοφικό πυρήνα. Ίσως εξηγούν επίσης το γιατί οι αναρχικοί διατηρούσαν πάντοτε μια ουσιαστική ενότητα-στην-πολυμορφία όσον αφορά τη πολιτική φιλοσοφία τους.

Αναρχική Φιλοσοφία στην Πάλη της Εργατικής Τάξης

Στην αυτομυθοποίηση του, ο αναρχισμός περιστασιακά λέγεται πως εξελίχθηκε ανάμεσα στους χωρικούς και τις εργατικές τάξεις της Ευρώπης – σε σύγκριση ξανά με το μαρξισμό, που θεωρητικά επινοήθηκε στο μυαλό του Marx(!!). Ο Malatesta είναι χαρακτηριστικός όταν ισχυρίζεται πως ο αναρχισμός «ακολουθεί ιδέες, όχι ανθρώπους, και επαναστατεί εναντίον της της τάσης ενσάρκωσης μιας αρχής σε οποιοδήποτε άτομο… και δεν επιδιώκει να δημιουργήσει θεωρίες μέσω αφηρημένων αναλύσεων αλλά να εκφράσει τις φιλοδοξίες και εμπειρίες των καταπιεσμένων». Όπως αναφέρεται συχνά στη μυθολογία υπάρχουν μικροί κόκκοι αλήθειας. Οι Proudhon, de Cleyre, Goldman και Rocker, για παράδειγμα προέρχονταν από φτωχές οικογένειες (ο Rocker ήταν ορφανός) και ήταν κατά κύριο λόγο αυτοδίδακτοι. Αντίθετα ο Bakunin, ο Kropotkin, ο Kropotkin, ο Reclus, και ο Landauer ήταν όλοι τους πολύ καλά μορφωμένοι· οι δυο πρώτοι ήταν Ρώσοι αριστοκράτες και οι υπόλοιποι ήταν ουσιαστικά αστοί. Για αυτό, η αναρχική θεωρία είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν, μορφωμένων, κυρίως μεσοαστικών μυαλών. Η δήθεν «απλότητα», είτε είναι προσόν είτε πρόβλημα, δεν μπορεί να αποδοθεί στην αγροτική ή εργατικής της προέλευση.

Ως κίνημα ο ευρωπαϊκός αναρχισμός, ωστόσο, εξαρχής σχεδόν αποκλειστικά συσχετίστηκε με τους χωρικούς και την εργατική τάξη. Επιπλέον, ενώ ο μαρξιστικός σοσιαλισμός εδραιώθηκε στην Γαλλία, την Αγγλία, την Γερμανία και στις Κάτω Χώρες, ο ελευθεριακός σοσιαλισμός (αναρχισμός) αρχικά βρήκε τα οχυρά του στην Ισπανία, την Ιταλία, την Νότια και την Ανατολική Ευρώπη, και τις Ευρωπαϊκές Εβραϊκές κοινότητες. Δεν υπάρχει λόγος να ασχοληθούμε με τις αιτίες που βρίσκονται πίσω από αυτές τις γεωγραφικές και πολιτισμικές διαφορές. Αρκεί να πούμε πως η αρχική δημοφιλία του αναρχισμού μεταξύ των μελών της εργατικής τάξης εξηγεί γιατί τόσο πολλά αναρχικά κείμενα δημοσιεύτηκαν ως εφημερίδες, δελτία τύπου, φυλλάδια, μπροσούρες, αντίγραφα ομιλιών, και ανακοινώσεις παρά ως μεγάλου μεγέθους βιβλία – επειδή τα πρώτα ήταν, για παράδειγμα, πολύ πιο φτηνά και μπορούν να διαβαστούν από τους εργάτες ανάμεσα στις βάρδιες ή στα διαλλείματα. Στον ύστερο 19ο αιώνα και πρώιμο 20ο αιώνα, τα φυλλάδια έγιναν ένα τυπικό μέσο για πολυάριθμους αναρχικούς συγγραφείς ανάμεσα τους οι Voltairine de Cleyre και Emma Goldman στις ΗΠΑ, οι Jean Grave και Sébastien Faure στην Γαλλία, και οι Carlo Cafiero και Pietro Gori στην Ιταλία. Ακόμη και μεγαλύτερα έργα από τον Proudhon, τον Bakunin, τον Kropotkin, και άλλους ανατυπώθηκαν σε φυλλάδια συμπυκνωμένα ή σε συνέχειες για να διευκολύνουν την ανάγνωση από πολυάσχολους εργάτες.

Σε σύγκριση με ένα μαρξιστικό τόμο, που τυπικά είναι τεράστιος, πυκνός και ιδιαίτερα τεχνικός, ένα αναρχικό φυλλάδιο από την ίδια περίοδο είναι σύντομο, απλό και παθιασμένο αλλά περίτεχνα γραμμένο. Δεν είναι έκπληξη, πως η τάση των αναρχικών για όμορφη γραφή (belle écriture) συχνά χλευάζονταν ως επιπόλαια από τους επιστημονικούς σοσιαλιστές, μια κατηγορία που συνέβαλλε πολύ στην φήμη του αναρχισμού για θεωρητική ρηχότητα. (Ο Lukács, ο Gramsci, και η Luxemburg έχουν μείνει στην μνήμη όχι για το στυλ τους αλλά ως φιλόσοφοι, ενώ ο Pietro Gori, αν τον θυμούνται καθόλου, τον θυμούνται όχι για τα εξαιρετικά δοκίμια του αλλά για τα όμορφα ποιήματα και τραγούδια του). Στην πραγματικότητα, αυτό αποτελεί απλά μια ακόμη απόδειξη για τον αναρχικό πραγματισμό. Από την μια, οι εργάτες σπάνια είχαν αρκετή μόρφωση για να κατανοήσουν τις πολυπλοκότητες της μαρξιστικής διαλεκτικής. Επιπλέον, λίγοι από αυτούς είχαν το χρόνο ή την τάση να διδάξουν στους εαυτούς τους κάτι τόσο φαινομενικά άχρηστο και απομακρυσμένο από τις καθημερινές εμπειρίες τους όσο η διαλεκτική φιλοσοφία. Όχι μόνο μπορούσε η αναρχική φιλοσοφία να γραφτεί με ένα απλό και ευχάριστο στην ανάγνωση τρόπο· ήταν υποχρεωμένη να γραφτεί με αυτό το τρόπο. Εν τέλει, ο σκοπός δεν ήταν απλά να «μορφώσει» τους εργάτες αλλά να τους εμπνεύσουν, να τους τονώσει και ακόμη και να τους διασκεδάσει.

Μαθαίνουμε από το έργο του Paul Avrich πως η φιλοσοφία έπαιξε ζωτικό ρόλο στην εργατική αναρχική κουλτούρα. Επειδή οι εργατικές οικογένειες εκτιμούσαν την εκπαίδευση, ίσως πάνω από οτιδήποτε άλλο, η ανάγνωση και η μελέτη φιλοσοφικών κειμένων ήταν και κοινή και ιδιαίτερα αγαπημένη δραστηριότητα. Στη Νέα Υόρκη, στο Σικάγο, στη Βοστόνη, και σε άλλες πόλεις σε ολόκληρες τις Ηνωμένες Πολιτείες, αναρχικές ομάδες ριζοσπαστικά εργατικά σωματεία δημιούργησαν λέσχες ανάγνωσης για να προωθήσουν φιλοσοφικό και πολιτισμικό αλφαβητισμό σε όλη την κοινότητα. Ανάμεσα στους αναρχικούς εργάτες, θεωρούνταν δεδομένο πως το να είσαι μορφωμένος ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του να είσαι επαναστάτης. Ήταν επίσης κατανοητό, ωστόσο, πως επειδή η γνώση δεν δίνονταν ελεύθερα στους αδύνατους από τους ισχυρούς, οι ανίσχυροι πρέπει να αναζητήσουν την γνώση οι ίδιοι και να την μοιραστούν μεταξύ τους. αυτό το συναίσθημα ήταν η κινητήριος δύναμη πίσω από την δημιουργία δεκάδων ελευθεριακών μορφωτικών εγχειρημάτων, από αναρίθμητες ανεπίσημες αναρχικές λέσχες βιβλίου ως το πρώτο Μοντέρνο Σχολείο στην Νέα Υόρκη του 1911.

Αξίζει να αναφερθούν εδώ συνοπτικά μερικά πράγματα. Πρώτα, ο αναρχισμός ήταν πάντοτε ταγμένος σε ένα είδος «λαϊκισμού» όσον αφορά την πολιτική θεωρία. Διατυπωμένο απλά, αν οι άνθρωποι τους οποίους αφορά μια πολιτική θεωρία είναι σε γενικές γραμμές δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν, να εκτιμήσουν, ή να ταυτιστούν με αυτή τη θεωρία, τότε κάτι είναι λάθος με την ίδια τη θεωρία, ή με το τρόπο με τον οποίο είναι διατυπωμένη η θεωρία. Θα πρόσθετα αυτή την τάση στην λίστα λόγων του David Graeber για τους οποίους ο αναρχισμός δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των ακαδημαϊκών. Μιλώντας γενικά, οι ακαδημαϊκοί μοιάζουν να έχουν μια de facto, αν όχι de jure, στράτευση στον θεωρητικό ελιτισμό. (Γιατί γίνεται αυτό, το αφήνω να το εξηγήσουν οι κοινωνιολόγοι). Επειδή σε γενικές γραμμές δεν έχουμε κάποια υποχρέωση να γίνουμε κατανοητοί σε οποιονδήποτε πέρα από άλλους ακαδημαϊκούς στις πεδία ή υποπεδία μας, σχεδόν αναπόφευκτα καταλήγουμε να επικοινωνούμε τις ιδέες μας με μη λαϊκό τρόπο. Αν αποδειχτεί πως οι περισσότεροι από εμάς το προτιμούμε έτσι, είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί οι περισσότεροι από εμάς δεν είμαστε αναρχικοί. Αυτό όμως υπογραμμίζει απλά την ανοησία της απόρριψης του αναρχισμού ως «φιλοσοφικά και θεωρητικά απλοϊκού» επειδή αρνείται, και πάντοτε αρνούνταν, να παίξει το παιχνίδι σύμφωνα με τους δικούς μας (ακαδημαϊκούς) κανόνες. Το αντίθετο, είναι ακριβώς αυτή η ακλόνητη λαϊκότητα του αναρχισμού που μας δίνει το λόγο να τον πάρουμε σοβαρά ως αυθεντικά επαναστατικό και φιλοσοφία της εργατικής τάξης.

Δεύτερο, ο αναρχισμός πάντοτε ήταν αφιερωμένος στην αδιάσπαστη σχέση θεωρίας και πράξης. Οι μαρξιστές-λενινιστές μιλάνε και αυτοί για αυτό πολύ, αλλά αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα σύμφωνα με τους αναρχικούς. Το «αδιάσπαστο» εδώ δεν είναι απλά ένα θεωρητικό ή εννοιολογικό σημείο. Ένα έργο όπως το Θεός και Κράτος του Bakunin, με όλα τα λογικά και φιλοσοφικά του σφάλματα, είχε σκοπό να εμπνεύσει σκέψη και πράξη. Όλη η σωστή αναρχική φιλοσοφία είναι έτσι – γραμμένη έχοντας στο νου σχεδιαστήρια και οδοφράγματα, αίθουσες σχολείων και δρόμους. Δεν μπορείς να αλλάξεις το κόσμο δίχως να τον κατανοήσεις, και δεν μπορείς να κατανοήσεις το κόσμο δίχως να προσπαθήσεις να τον αλλάξεις. Τι αξίζει να γραφτεί ένα βιβλίο με τίτλο Θεωρία Περί Δικαιοσύνης, ή οποιοδήποτε βιβλίο πολιτικής φιλοσοφίας γενικά, αν δεν δίνει οποιαδήποτε δυνατότητα ουσιαστική πολιτική παρέμβαση; Από την άλλη, τι καλό προσφέρει το να διαμαρτύρεσαι εναντίον της κυβέρνησης ή των πολυεθνικών αν δεν μπορείς να εξηγήσεις γιατί διαμαρτύρεσαι ή τι  θα ήθελες να δεις στη θέση τους; οι αναρχικοί κατανοούσαν πάντοτε αυτή την διαλεκτική, που είναι ο λόγος  γιατί η αναρχική φιλοσοφία έχει πάρει την συγκεκριμένη και ιδιαίτερη μορφή της. αν η αναρχική φιλοσοφία δεν ασχολείται με συγκεκριμένα προβλήματα, είναι επειδή είναι αδιάφορα ως ανησυχίες στην πάλη του πραγματικού κόσμου, επειδή δεν επιτρέπουν ουσιαστική πολιτική παρέμβαση.

Τρίτο, με μερικές σημαντικές εξαιρέσεις (πχ. το έργο του Proudhon), το γεγονός πως ο αναρχισμός δεν είναι αναλυτικός ή συστηματικός μπορεί να μας δώσει ακόμη ένα λόγο γιατί τα αναρχικά κείμενα είναι σχετικά σύντομα και απλά. Ο αναρχισμός προφανώς και δεν έχει κάτι συγκρίσιμο με το Κεφάλαιο ή το Κράτος και Επανάσταση. Επιπλέον, οι αναρχικοί συνήθως δεν έχουν πρόβλημα να αποδώσουν τα εύσημα εκεί που πρέπει, ακόμη και σχετικά με τους ιστορικούς «αντιπάλους» τους. από την δεκαετία του 1860, οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές κάθε απόχρωσης δέχονται την γενική κριτική του Marx για το καπιταλισμό ακόμη και αν απορρίπτουν άλλες πτυχές της μαρξιστικής θεωρίας. Αυτό φυσικά ισχύει και για τους αναρχικούς, που δεν ανέπτυξαν ποτέ μια δική τους αναλυτική οικονομική φιλοσοφία. (Είναι ενδιαφέρον, αν και οι αναρχικοί συμφωνούσαν με τον Marx πως ο καπιταλισμός εκμεταλλεύεται τους εργάτες, υιοθέτησαν την θεωρία της υπεραξίας, και συνήθιζαν ακόμη και να χρησιμοποιούν μαρξιστική γλώσσα, προχώρησαν ένα βήμα παραπέρα με το να πουν πως η εκμετάλλευση ήταν ανήθικη και άδικη. Ως επιστημονικοί σοσιαλιστές οι Marx και Engels απέρριπταν αυτού του είδους την ηθική γλώσσα. Αλλά όπως είπε κάποτε ο Malatesta, οι εργάτες ενδιαφέρονται για αυτό που είναι σωστό, όχι για αυτό που είναι επιστημονικό).0

Τέταρτο, και σημαντικό, ας μη ξεχνάμε πως το αναρχικό κίνημα στο οποίο αναφέρομαι μέχρι τώρα πρακτικά εξαφανίστηκε με το τέλος του 2ου ΠΠ. (Αυτό ίσως είναι ακόμη ένας λόγος που ο αναρχισμός αγνοήθηκε στην ακαδημία). Ο αναρχισμός παλεύει να αναστηθεί από τότε, και ενώ υπήρξαν μερικές λανθασμένες εκκινήσεις (πχ το 1968 και το 1999), μόλις τώρα αρχίζουμε να βλέπουμε μια πραγματική αναγέννηση. Γιατί; Αρχικά, υπάρχουν αναρχικοί στοχαστές παντού πλέον, ενώ πριν υπήρχαν μόνο αναρχικοί. Λένε πως το πνεύμα του αναρχισμού δεν πεθαίνει ποτέ, και ενώ αυτό μάλλον είναι αλήθεια, το να κατέχεις το πνεύμα από κάτι δεν είναι το ίδιο πράγμα με το να ξέρεις αυτό το πνεύμα ή να το κατανοείς. Σίγουρα οι λυσσασμένοι (enragés) του 1968 και οι διαδηλωτές κατά της παγκοσμιοποίησης του 1999 ήταν στο πνεύμα τους αναρχικοί. Ήταν όμως το ίδιο είδος αναρχικών με εκείνους του 1900; Με κάποια ευρεία έννοια, ίσως, αλλά από αυστηρά ιστορική και πολιτική οπτική, η απάντηση είναι «με τίποτα».

Είναι εντυπωσιακό πως τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχουμε μάλλον μάθει περισσότερα για τους κλασικούς αναρχικούς από ότι ξέραμε για αυτούς σε ολόκληρη την περίοδο μεταξύ του 1968 και του 1999. Ο λόγος για αυτό είναι απλά πως πολλοί από αυτούς τους πρώην διαδηλωτές κατά της παγκοσμιοποίησης απέκτησαν στο ενδιάμεσο διδακτορικά και κάνουν σημαντική – και σε κάποια σημεία πρωτοποριακή – έρευνα πάνω σε κάθε πιθανή πτυχή του αναρχισμού. Αυτό δεν ίσχυε πριν δέκα χρόνια. Σήμερα μεταφράζονται καινούρια βιβλία και ερμηνεύονται καθημερινά και η γνώση μας για το κλασικό αναρχισμό μεγαλώνει και αλλάζει κατά συνέπεια, τα κείμενα του δεν κρύβονται πλέον σε σκονισμένα αρχεία. Όσο περισσότερο έρχονται στο φως, τόσο λιγότερο μπορούν να αγνοηθούν από ακαδημαϊκούς που δεν θα ήθελαν σχέση μαζί του και θα ήταν πολύ πιο χαρούμενοι δίχως αυτόν. (Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στο δικό μου πεδίο της φιλοσοφίας).

Συμπέρασμα

Είναι ο σύγχρονος αναρχισμός κίνημα της εργατικής τάξης; Η ειλικρινής απάντηση – τουλάχιστον στις ΗΠΑ – είναι «όχι ακόμα», αλλά αυτό μπορεί να αλλάζει κάπως. Η πρόσφατη αναζωπύρωση του ερευνητικού ενδιαφέροντος στον κλασικό αναρχισμό συνοδεύονταν από ελπιδοφόρες εξελίξεις στους αναρχικούς ακτιβιστικούς κύκλους. Για παράδειγμα, οι lifestyle και ταυτοτικές πολιτικές που κυριαρχούσαν μεταξύ των Αμερικάνών ριζοσπαστών από την εποχή της κορύφωσης της Νέας Αριστεράς σταδιακά δίνουν τη θέση τους σε μια ταξική, εργατικά προσανατολισμένη πολιτική. Ίσως το καλύτερο παράδειγμα αυτού του φαινομένου είναι η ζωηρή και εμφανής επανεμφάνιση των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου, των Wobblies, που τελευταία έχουν αφιερωθεί πλήρως στην οργάνωση των εργαζόμενων στον τομέα των υπηρεσιών. Αξίζει να σημειωθεί πως πολλοί από τους προαναφερθέντες ακαδημαϊκούς είναι επίσης αφοσιωμένοι ακτιβιστές. Έτσι, μπορούμε λογικά να περιμένουμε η ακαδημαϊκή τους έρευνα να διαμορφώσει, να ενημερώσει και να επηρεάσει τις ίδιες τους τις πολιτικές δραστηριότητες και εκείνες των άλλων ακτιβιστών με ενδιαφέροντες τρόπους. Πράγματι, αυτό συμβαίνει ήδη σε ετήσια και ημι-ετήσια συνέδρια για αναρχικούς ερευνητές και ακτιβιστές όπως το Renewing the Anarchist Tradition στο Μονπελιέ του Βερμόντ και το Finding Our Roots στο Σικάγο.

Για την ώρα, ωστόσο, είναι ξεκάθαρο πως η αναρχική φιλοσοφία είναι γκετοποιημένη σε ακαδημαϊκές και ακτιβιστικές υποκουλτούρες. Το ερώτημα δεν είναι απλά πως να φέρουμε (ξανά) τον αναρχισμό στους εργάτες αλλά πως θα τον κάνουμε δικό τους (ξανά) όπως και δικό μας, των ακαδημαϊκών, των ακτιβιστών.  Πέρα από σημαντικές πολιτικές, κοινωνικές, και πολιτισμικές αλλαγές, πιστεύω πως αυτό θα απαιτήσει συγκεκριμένους τύπους ανθρώπων – ανθρώπους που έχουμε γενικά χάσει και χρειαζόμαστε απελπισμένα να ξαναβρούμε: παθιασμένους προπαγανδιστές και «δημαγωγούς» σαν εκείνους της Πλατείας Μπαγκχάουζ (Bughouse Square)· ρήτορες του δρόμου· λαϊκούς διανοούμενους που μπορούν να διατυπώσουν περίπλοκες σκέψεις σε απλό, κατανοητό λόγο· συγγραφείς φυλλαδίων (μπλόγκερς;) με ποιητικές καρδιές και με ευφράδεια. Οι αναρχικοί φιλόσοφοι του χθες δεν ήταν μόνο ταλαντούχοι διανοούμενοι αλλά και «χαρισματικά πρόσωπα» που είχαν χάρισμα, γοητεία, και ηγετικές ικανότητες. Δεν υπάρχει έλλειψη μεγάλων ιδεών στο σύγχρονο αναρχισμό. Αυτό που χρειαζόμαστε οι σύγχρονοι αναρχικοί, από ότι φαίνεται, είναι σπουδαίοι άνθρωποι να τις φέρουν στη ζωή.

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com