Γιώργος X. Παπασωτηρίου 
17.03.23
 
 

Η ζωή δεν υποφέρεται χωρίς την υγρασία της ελπίδας, χωρίς εκείνον τον τραγουδισμένο καημό απ’ όπου δραπετεύει ο πόνος. Αλλά όταν η ελπίδα διαψεύδεται, τότε η έκρηξη είναι χειρότερη από εκείνη που προκύπτει από την απελπισία. Αυτό συνέβη με την ελπίδα που «πούλησε» ο Κυριάκος Μητσοτάκης και απεδείχθη σάπια, ψεύτικη, αντιδημοκρατική, αυταρχική, φονική, εγκληματική.

Μαζί με την «ελπίδα» του Μητσοτάκη, όμως, εξαερώθηκε και η ελπίδα που προβάλλουν τα δύο άλλα κόμματα τα οποία κυβέρνησαν τη χώρα: ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ. Φρόντισαν γι’ αυτό οι επικοινωνιολόγοι του Μαξίμου και τα πετσωμένα μίντια, αλλά και τα ίδια τα δύο κόμματα της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, τα οποία αρθρώνουν έναν πολιτικό λόγο που κινείται στο πλαίσιο του ισχύοντος συστήματος.

Οι πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς που γεννήθηκαν στο «Δρόμο», από τις μεγάλες διαδηλώσεις κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, από το μεγάλο κίνημα των «πλατειών» (Αθήνα, Μαδρίτη, Occupy Wall Sreet), χάθηκαν στους λαβύρινθους του συστήματος, κατασπαράχθηκαν από το Μινώταυρο της εξουσίας ή μεταλλάχθηκαν σε συστημικές δυνάμεις. Από τη στιγμή που εγκατέλειψαν την κινηματική τους δράση, όταν απεκδύθηκαν την εναλλακτική και την ελπίδα της ουτοπίας στο όνομα του ρεαλισμού, όταν στο νερωμένο κρασί τους δεν έμεινε σταγόνα κρασί και υιοθέτησαν συστημικούς "τρόπους", όταν τελικά το «αλλιώς» έγινε μια «αριστερή δεξιά» ή μια «δεξιά της αριστεράς», τότε οι πολίτες τους τιμώρησαν και ένα μεγάλο μέρος τους στράφηκε στην δεξιά ή ακόμη και στην δήθεν αντισυστημική «ακροδεξιά», η οποία συμμαχεί με την δεξιά (δες κυβέρνηση Μελόνι, ή την υποστήριξη από την ακροδεξιά του Χριστοδουλίδη στην Κύπρο κ.ά.). 

Όπως αποδείχθηκε και με τη σοσιαλδημοκρατία, η αριστερά δεν μπορεί να λειτουργεί ως «ΜΚΟ» ούτε να παίζει στο γήπεδο της δεξιάς. Η ουσιαστική πολιτική ανατροπή επισυμβαίνει όταν διαφοροποιείται η κοινωνική προέλευση των οργάνων της εξουσίας. Το θέμα δηλαδή δεν είναι μόνο αν έχεις την κυβέρνηση και όχι την  εξουσία (όπως έλεγαν κάποιοι του ΣΥΡΙΖΑ), αλλά να ξέρεις και τι να κάνεις την εξουσία. «Έχουμε επανάσταση, όταν μεταβάλλεται η ταξική σύσταση των Κοινοβουλίων, όταν τροποποιείται ο δημοκρατικός τρόπος λήψης αποφάσεων... Έχουμε επανάσταση όταν η πειθαρχία, η συμβολική τάξη, η διδασκαλία στα εκπαιδευτικά κέντρα τροποποιούνται και μετασχηματίζονται», έγραφε ο Λινέρα για τη Βολιβία. Εκεί όπου, παρά τα λάθη, η αριστερά άντεξε, γιατί είχε οργανωθεί σε βάθος μέσα στην κοινωνία, και ανέτρεψε τόσο στο «δρόμο» όσο και στην κάλπη το πραξικόπημα που οργανώθηκε από τις ΗΠΑ.

Δεν έχουμε αλλαγή, όμως, όταν έχουμε και πάλι τις ελίτ (με δεξιό ή αριστερό μανδύα) στην εξουσία. Δεν έχουμε αλλαγή όταν έχουμε μια κοινωνία των επιδομάτων («assistantship»). Προπάντων δεν έχουμε αλλαγή, όταν δεν αλλάζει ο τρόπος σκέψης και η συμβολική τάξη, δηλαδή ο πρακτικός, καθημερινός τρόπος με τον οποίο κάνουμε «συνήθεια» τους νέους κανόνες, όταν δεν επαναξιώνονται οι αρχές και οι χαρές του Εμείς και της αυτοδιαχείρισης, όταν το περιεχόμενο της εκπαίδευσης είναι υπερσυντηρητικό, όταν τα μίντια είναι ελεγχόμενα από τους ολιγάρχες.

Για να συμβεί η αλλαγή απαιτούνται λαϊκά κινήματα, η ενεργοποίηση του πληθυσμού μέσα από αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς, που δεν θα λειτουργούν σαν αποστειρωμένες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, αλλά θα αναπτύσσουν την «ποίησή» τους μέσα στην πολιτική Πράξη, στη δράση, στο δρόμο, στις γειτονιές, εκεί όπου δημιουργούνται οι νέες σχέσεις αλληλεγγύης, εκεί όπου αλλάζει ο τρόπος ζωής και ο συσχετισμός των αξιών, εκεί όπου δημιουργείται η νέα αριστερά της αξιοπρέπειας, της αλληλεγγύης και μιας νέας συλλογικότητας, εκεί όπου αρθρώνεται ο πολιτικός λόγος που βάζει τον άνθρωπο πάνω από τα κέρδη και δεν τον αντιμετωπίζει ως «πράγμα».   

Ο Ερνέστο Σάμπατο στο «Άνθρωποι και γρανάζια» έγραφε ότι η ελπίδα βρίσκεται στον αγώνα για μια νέα σύνθεση: «όχι μια απλή ανάσταση του ατομικισμού, αλλά τη συμφιλίωση του ατόμου με την κοινότητα· όχι τον εκτοπισμό του ορθού λόγου και της μηχανής, αλλά στον αυστηρό περιορισμό στα εδάφη που τους αναλογούν (…) Το βασίλειο του ανθρώπου δεν είναι ο στενόχωρος και αγχωτικός χώρος του ίδιου του εγώ, ούτε η αφηρημένη κυριαρχία της συλλογικότητας, αλλά εκείνη η ενδιάμεση ζώνη στην οποία συνηθίζουν να λαμβάνουν χώρα ο έρωτας, η φιλία, η κατανόηση, η συμπόνια. Μόνο η παραδοχή αυτής της αρχής θα μας επιτρέψει να θεμελιώσουμε αυθεντικές κοινότητες, αντί για κοινωνικές μηχανές»*.

Μια τέτοια αριστερά  έχει προοπτική γιατί μπορεί να δώσει προ-οπτική, δηλαδή ελπίδα.


*Απόσπασμα κειμένου που δημοσιεύτηκε στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ) – 07/09/2001

πηγη: http://artinews.gr