Μετά τις εκλογές και την πορεία διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. που ανακοίνωσε ο Αλέξης Τσίπρας, η συζήτηση περιστρέφεται, ανεξαρτήτως ιδεολογικού πρόσημου, γύρω από την κατανομή εσωκομματικών εξουσιών και επιρροών. Γεγονός που όχι μόνο αφήνει την κοινωνία αδιάφορη, αλλά απογοητεύει ανθρώπους, περιορίζει την εμβέλεια της Αριστεράς, την καθηλώνει. Γιατί, όπως αποδεικνύεται, το κόμμα δεν είναι η λύση του προβλήματος, είναι το ίδιο το πρόβλημα.
Το κομματικό ασυνείδητο
Υπάρχει μια ολόκληρη βιβλιοθήκη με έργα που αφορούν το πολιτικό κόμμα. Ολοι οι θεωρητικοί έγραψαν γι’ αυτό. Πριν όμως βυθιστούμε στις σελίδες τους και αρχίσουμε να εκσφενδονίζουμε τσιτάτα εναντίον αλλήλων, ας σκεφτούμε πού εδράζεται όλη αυτή η περί κόμματος φιλολογία και αν έχει κάποια παραγωγική συνάφεια με την δική μας εποχή. Τα κόμματα της Αριστεράς δημιουργήθηκαν σε μια εποχή που η πλειοψηφία ήταν αναλφάβητη, ολιγογράμματη, όπου η πληροφόρηση και η επικοινωνία ήταν περιορισμένη σε κάποιες κοινωνικές ελίτ.
Γεννήθηκαν προκειμένου να ανοίξουν στην κοινωνική πλειοψηφία και στις υποδεέστερες τάξεις το πεδίο της πολιτικής, να τις πληροφορήσουν, να τις οργανώσουν ιδεολογικά και πρακτικά, να μετατρέψουν την καθημερινή τους ματαίωση και δυσαρέσκεια σε πολιτική προσδοκιών και αγωνιστικότητα. Τον ρόλο αυτό ερχόταν να τον εκπληρώσει το πολιτικό κόμμα, που βασιζόταν σε μια συγκεντρωτική και ιεραρχική «καθοδήγηση» και διάχυση της γνώσης, της πληροφόρησης με βάση τη στράτευση των μελών τους.
Η θεωρία περί της «ταξικής συνείδησης» που «έρχεται απ’ έξω», από την «πρωτοπορία», και απευθύνεται στη «μάζα» που βρίσκεται στο στάδιο του «αυθόρμητου» ήταν η θεωρητική δικαιολόγηση αυτής της πρακτικής. Δεν άλλαξαν και πολλά με την υιοθέτηση μιας περισσότερο εξευγενισμένης αντίληψης περί του κόμματος ως «συλλογικού νου» (Γκράμσι).
Πού βρισκόμαστε όμως σήμερα; Μπορεί κανείς να σκέφτεται ακόμη με όρους «καθοδήγησης», στράτευσης και υπακοής στη γραμμή; Είναι σε θέση τα κομματικά κέντρα να επεξεργαστούν ιδέες για τις δημόσιες πολιτικές, για την πόλη ή την εκπαίδευση, τις τέχνες ή τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, χωρίς επαφή και συνεργασία με ομάδες πολιτών που έχουν και τη γνώση και την εμπειρία του χώρου, από τα νέα κοινωνικά κινήματα ή τις ποικίλες δικτυώσεις της κοινωνίας των πολιτών; Τι είδους «καθοδήγηση» μπορεί να προσφέρουν σε μια σύγχρονη κοινωνία κόμματα του παλαιάς κοπής «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού»;
Οταν ιδρύθηκαν αυτού του τύπου τα κόμματα χρειάζονταν για να εμφυσήσουν ταξική συνείδηση, ώστε η εργατική τάξη να αναλάβει τα ιστορικά της καθήκοντα, να ανατρέψει την αστική τάξη και να φέρει τον σοσιαλισμό. Τα αποτελέσματα όπου η οργάνωση νέων κοινωνιών πέρασε από την κομματική δίοδο δυστυχώς τα είδαμε. Αλλά πιστεύει κανείς ότι βρισκόμαστε πλέον εκεί; Ολο αυτό το άρρητο υπόβαθρο παραδοχών, ας το ονομάσουμε κομματικό ασυνείδητο, δεν είναι ένας τεράστιος αναχρονισμός, μια τροχοπέδη της σύγχρονης Αριστεράς;
Απελευθέρωση από το κόμμα
Η Αριστερά αν έχει μέλλον είναι για να εκφράσει τις ιδέες της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της δημοκρατίας, του ανθρωπισμού, της ισόρροπης ανάπτυξης ανάμεσα στη φύση και στην κοινωνία. Ο δυναμισμός της πρέπει να προέρχεται τόσο από τον μετασχηματισμό των ελπίδων, όσο και του θυμού των ανθρώπων για τον σφετερισμό των δικαιωμάτων τους, της επινοητικότητάς τους και των δημόσιων πόρων. Αλλά η σύγχρονη κατάσταση είναι απείρως πιο σύνθετη για να αντιμετωπιστεί από έναν κομματικό μηχανισμό που αναλώνεται σε απαντήσεις στους αντιπάλους του, δίνοντας μάχες περιχαράκωσης και οπισθοφυλακής.
Οι σύγχρονοι πόροι αντίστασης αλλά και συγκρότησης ενός νέου εναλλακτικού σχεδίου είναι πολύ περισσότεροι, διαφοροποιημένοι και διάχυτοι στην κοινωνία. Αρκεί να μπορείς να τους δεις, να έχεις τη διάθεση και την ικανότητα να τους ακούσεις, να δημιουργήσεις σχέσεις εμπιστοσύνης, να μπορείς να βρίσκεσαι σταθερά και ανεπιφύλακτα ως συμμέτοχος και δρων στα δίκτυα που τους γεννούν και τους ανανεώνουν. Εκφραση όλων αυτών πρέπει να είναι η σύγχρονη Αριστερά. Δεν μπορεί η κομματική να είναι η μόνη γλώσσα που μιλάει. Δεν μπορεί το κόμμα να είναι το μόνο της σώμα. Πρέπει να απελευθερωθεί από αυτό.
Η ανασυγκρότηση του ελληνικού αστισμού
Πού βρισκόμαστε σήμερα στην Ελλάδα; Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν είναι μια κυβέρνηση που παραπαίει. Ας μην παίρνουμε τις επιθυμίες μας για πραγματικότητα. Μετά από μια δεκαετία κρίσης, ο ελληνικός αστισμός ανασυγκροτείται και αυτό εκφράζει αυτή η κυβέρνηση με ένα μεγάλο άνοιγμα. Το άνοιγμα αυτό δεν πρέπει να το βλέπουμε μόνο ως άθροισμα πολιτικών τάσεων, δηλαδή από τους μακεδονομάχους ώς τους εκσυγχρονιστές, αλλά κυρίως ως μπλοκ εξουσίας με κοινωνικά ερείσματα, πολιτική διαχείριση, με μέσα επικοινωνίας και κυρίως με στρατηγική. Το επιτελικό κράτος δεν είναι για διακωμώδηση.
Είναι μια επιλογή ανασυγκρότησης της πολιτικής εξουσίας με σαφείς κοινωνικές στοχεύσεις. Αυτή η πολιτική εξουσία δεν ήλθε ως άμυνα στα παλιά προνόμια, αλλά ως επιθετική αλλαγή της ελληνικής κοινωνίας, των διαστρωματώσεών της, της κινητικότητας, της ταυτότητας των νέων, των συμπεριφορών και των στάσεων. Ο ριζοσπαστισμός δεν είναι προνόμιο της Αριστεράς, ο δεξιός ριζοσπαστισμός αποδεικνύεται σήμερα ισχυρός και αποφασιστικός ακόμη και παραβιάζοντας τη νομιμότητα.
Αλλά ποιος ο χαρακτήρας των μεταρρυθμίσεων που επιχειρεί και σε ποιες κατευθύνσεις; Τα παραδείγματα είναι πολλά και ο πόλεμος που έχει εξαπολυθεί καθολικός, ολομέτωπος, τακτικός και άτακτος. Πλήττει το Δημόσιο προς όφελος του Ιδιωτικού, την εργασία, την κατοικία, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό, το περιβάλλον. Διαχειρίζεται τη χώρα με όρους χρηματιστηρίου και τζόγου. Αναδιατάσσει τη ροή των δημόσιων πόρων και τη διανομή τους. Τα κέρδη στους ισχυρούς, οι υποσχέσεις στους πολλούς. Η ανασυγκρότηση του ελληνικού αστισμού συντελείται με καταιγιστικούς ρυθμούς σε βάρος της ελληνικής κοινωνίας και διαφημίζεται ως όφελός της.
Η δημιουργία του αντίπαλου δέους
Αλλά η διαπίστωση αυτή για να παράξει μια διαχωριστική γραμμή, μια γραμμή πολιτικής σύγκρουσης, έχει ανάγκη από μια απαιτητική βεντάλια εναλλακτικών ιδεών, κοινωνικών συσπειρώσεων, σχεδίων. Είναι προφανές ότι αυτές δεν μπορούν να προέλθουν από στενούς κομματικούς μηχανισμούς. Η πολιτικοποίηση της κοινωνίας δεν περνάει εδώ και καιρό μέσα από κόμματα. Η Αριστερά πρέπει να βρει νέους τρόπους να συνδεθεί και να συμβαδίσει με τα ρεύματα που παράγουν νέες λύσεις για να συμμαχήσει, να στηρίξει, να συγκροτήσει μαζί τους συναρμογές. Οχι ιεραρχικά, όχι ως φυσικό σώμα, αλλά μέσα από τη σύνδεσή της με δίκτυα επιστημονικά, κοινωνικά, αυτοδιοικητικά, κινηματικά, συνδικαλιστικά, ευρωπαϊκά, πολιτισμικά, από σχέσεις διαρκούς κατανόησης, διαλόγου, διαπραγμάτευσης, οικοδόμησης ενός νέου μπλοκ εξουσίας με όρους ισότιμης συμμετοχής. Πώς αλλιώς θα προκύψει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο;
Η κοινοβουλευτική δημοκρατία λειτουργεί με κόμματα. Και τα κόμματα ως μηχανισμοί της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας κυβερνούν μόνο όταν πετυχαίνουν να διαμορφώσουν μπλοκ εξουσίας. Το ερώτημα ποιο σώμα ταιριάζει στην Αριστερά είναι κεντρικό για την πολιτική φυσιογνωμία της. Τα διλήμματα αν θα είναι ριζοσπαστική ή θα μετακινηθεί προς το Κέντρο δεν έχουν νόημα γιατί η πολιτική συναρτάται με τον τρόπο που παράγεται.
Η συμμετοχικότητα και η λειτουργική δικτύωση, φυσική και τεχνολογική, είναι δύο βασικές παράμετροι επιτυχίας. Οι θεωρίες της συμμετοχικής στροφής, της διαφορετικότητας, της κοινότητας, της χειραφέτησης και των δικτύων, μαζί με τον τεχνολογικό εγγραμματισμό δείχνουν το πεδίο εφαρμογών μιας νέας οργανωτικής μορφής για μια Αριστερά ανοιχτή, πλουραλιστική, πολυκεντρική και με αυτοπεποίθηση. Η πληροφόρηση, ο δημόσιος διάλογος, οι κοινότητες, η επικοινωνία, οι πρωτοβουλίες, η δικτύωση, με μια λέξη όλος ο πολιτικός σχεδιασμός και η δράση περνούν μέσα από αυτά. Με δυο λόγια, η Αριστερά ή θα είναι ανοιχτή και δημοκρατική ή θα αντιληφθεί ξαφνικά (και επώδυνα) τι εννοούσε ο Καβάφης στο ποίημα «Τείχη».
* Τέως υπουργός Πολιτισμού
**Ιστορικός
πηγη: https://www.efsyn.gr