Δημήτρης Χριστόπουλος

 
 

 

Τα κεράσια από μικρή τα φοβόμουνα. Στο χωριό δεν υπήρχε άλλη κερασιά απ’ τη δικιά μας. Μια αγριοκερασιά που έκανε κάτι μεγάλα, σα χειροβομβίδες πετροκέρασα. Το θέρος άπλωνε βαρύ τον ίσκιο της στην αυλή και μας έσωζε απ’ τα λιοπύρια. Στις χοντρές της κλάρες δέναμε σχοινιά κι αιωρούμαστε ολημερίς με τ’ αδέλφια μου. Απ’ τα χλωρά της κλωνάρια φτιάχναμε σπαθιά. Τους γειτόνους απ’ το δικό μας δέντρο τους φιλεύαμε κι οι γυναίκες ετοίμαζαν κερασόπιτα. Και το ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής μ’ αυτά γλυκαίνανε τον κόσμο για όσους πεθάναν νέοι, άκλαυτοι και μόνοι στα βουνά και στις θάλασσες.

Η θεια μου η Ασήμω με τη μαύρη τη μπολίδα, καθισμένη στο κατώφλι του σπιτιού της τ’ άλεθε μια χαρά στο άδειο από δόντια στόμα της και δυο δυο μού τα κρέμαγε σκουλαρίκια στ’ αυτιά, χτυπώντας παλαμάκια με ρυθμό:

Aνέβηκα στην κερασιά, Mαρί- Μαρία, Mαριγώ,

να κόψω ένα κεράσι - βάι τζιγκιτζέλα, βάι τζιγκιτζό.

T’ αντρόγυνο που γίνηκε,

να ζήσει, να γεράσει.

Nα κάνει δώδεκα παιδιά,

δώδεκα παλικάρια.

Nα κάνει κι ένα θηλυκό

να μη χαθεί το σόι.

Πεντέξι πάνω κάτω θα ’μουνα τότε. Κείνη τη μέρα ο αλωναριάτικος ήλιος έψησε την πέτρα, ψήθηκα κ’ εγώ στον πυρετό. Κάπου κάπου ερχόταν από μακριά του γκιόνη το λάλημα. Έφτανε βλέπεις ο καιρός του θερισμού. Το κάμα δυνάμωνε, δυνάμωνε κι εμένα ο κοιλόπονος, ώσπου η κοιλιά μού ’γινε τούμπανο. Μόνο με κεράσια ξεγελάγαμε τότε την πείνα μας. Τη νύχτα με κράτησε κοντά της η καψερή, ταμπουρωμένη στον καταρράκτη της καλύβας της, να λέει όλη την ώρα παραμύθια για χάρη μου, μέχρι που αποκοιμήθηκα στα χέρια της. «Ησύχασε, πουλάκι μου». Μια νεκρική σιωπή που έλιωνε τα σωθικά απλώθηκε τριγύρω. «Κοιμήσου, Μαριγούλα μου...».

Ξάφνου οι σκιές μεγάλωσαν κι ένας ολάκερος στρατός από αγριοκερασιές παρέλασε από μπροστά μου. Γιγαντόδεντρα που στα κλαδιά τους κρέμονταν, αντί για άλικες μπαλίτσες, σκιάχτρα από γυναίκες και μωρά. Χοροστάσι από κεράσια σκέπασε τον τόπο, πλημμύρισε τις ρούγες, τις μάντρες, έπνιξε τους ανθρώπους στα σπίτια τους.

Και είδα δεκάδες κορμιά να σέρνουν τον πύρινο χορό μες στο λάλαρο του θέρους. Και είδα τους γονιούς μου να αιωρούνται άψυχοι στο αψηλότερο κλαρί της κερασιάς. Και είδα τ’ αδέλφια μου λογχισμένα στο ξύλινο κορμί της. Και είδα τις μυλόπετρες ν’ αλέθουν σαν πίτουρο την ανθρώπινη σάρκα. Και είδα το αίμα να κοχλάζει σα νερό απ’ τη χούρχουλη του μύλου. Και είδα τον παππούλη με τα ράσα δέντρο καρβουνιασμένο στον στρόγυρα του αλωνιού.

Αθέριστα απομείνανε κείνο το καλοκαίρι τα χωράφια κι ατρύγητα τ’ αμπέλια τον Σεπτέμβρη. Κι ο ήλιος τ’ άλλο πρωινό που ξυμυτίσαμε από την καταπακτή, δεν έλεγε να ξημερώσει. «Πατέρα! Μάνα! Μαγδαληνή! Σωτήρη!» φώναζα. Κανείς δεν αποκρίθηκε, κανείς. Μανταλωμένες οι ψυχές μες στην καυτή αντηλιά. Και τα πρόσωπα δίχως πρόσωπο. Μόνο το κόμμι, το ασημένιο δάκρυ της αγριοκερασιάς, δεν έπαψε να κυλά άφθονο κάθε σούρουπο από τις πληγές της και να το συνάζουν υπομονετικά οι γυναίκες για να φτιάξουν καταπλάσματα και βάλσαμα για τις δικές τους πληγές.

Δεκαετίες κύλησαν από τότε. Κι εγώ καταδικάστηκα να ζω πεθαμένη ανάμεσα στους αποθαμένους, μετρώντας με τα δάχτυλα τα χρόνια μου. 6, 12, 18, 81… Τα δέντρα με τους κρεμασμένους, το γενεαλογικό μου δέντρο. Όσο θυμάμαι δεν πεθαίνω. Κι αυτό είναι βάσανο μεγάλο. Μόνο η σκιά της κερασιάς κατοικεί τις άδειες κάμαρες του νου μου. Οι δυο μας απομείναμε μονάχα· αυτή κι εγώ. Ποτέ δεν ξανάβαλα κεράσια στο στόμα μου, αν και τότε -τ’ ομολογώ– αυτά μου ’σώσαν τη ζωή. Ούτε σκουλαρίκια κρέμασα ούτε παιδιά έκαμα, για να κλείσουν τάχατες οι δικές μου πληγές. Σταυρό φίλησα στο γενεαλογικό μου δέντρο.

Nα κάμει κι ένα θηλυκό να μη χαθεί το σόι, με ταχτάριζε κείνο το βράδυ η θεια μου η Ασήμω.

Να μη χαθεί το σόι… το σόι… το σόι το σόι το σόι το σόι το σόι το σόι το σόι το σόι…

 Το ίδιο πάντα ψέμα.

09.06.21

*(από τη συλλογή διηγημάτων Σπουδή στο κίτρινο, εκδ. Το Ροδακιό, 2018)
πηγη: http://artinews.gr