Από τις 29 Μαΐου, μόλις βγήκαν τα επίσημα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου (Ερντογάν 52,18%, Κιλιτσντάρογλου 47,82%), ήρθε η ώρα να γίνει ένας απολογισμός, ιδίως στις τάξεις της αντιπολίτευσης.

Πολιτικοί, αρθρογράφοι και ειδικοί προσπαθούν να αναλύσουν τους λόγους της νίκης του Ερντογάν και, φυσικά, τους λόγους της ήττας της αντιπολίτευσης.

Υπάρχουν όμως και εκείνοι στην αντιπολίτευση που συμπεριφέρονται σαν να μην συνέβη τίποτα. Και άλλοι που συνεχίζουν να εμπνέουν ελπίδα με στόχο την ανατροπή του καθεστώτος του Μοναδικού Ανθρώπου.

  • Παρά την οικονομική κρίση και τις ζημιές που προκάλεσε ο σεισμός, οι ψηφοφόροι του Ερντογάν εξακολουθούσαν να τον υποστηρίζουν. Γιατί υπάρχει μια προσκόλληση, ακόμη και μια ηθική εξάρτηση, από τον Ηγέτη, ο οποίος τους προσφέρει «μια ισχυρή Τουρκία ενάντια στους ξένους εχθρούς», «μια μουσουλμανική Τουρκία», «μια Τουρκία και έναν Πρόεδρο, ηγέτη ενός φανταστικού σύμπαντος». Τα τελευταία 20 χρόνια, ο Ερντογάν έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια μάζα ανθρώπων που είναι «περήφανοι για τον εαυτό τους και για τον μεγάλο και μοναδικό ηγέτη τους». «Μπορεί να είμαι φτωχός, αλλά έχω την τιμή να είμαι Τούρκος και μουσουλμάνος», λένε οι υποστηρικτές του καθεστώτος. Έτσι, κάθε αντίθεση στον Ερντογάν στιγματίζεται ως «τρομοκρατία», «αυτονομισμός», «προδοσία του κόμματος» και «αθεΐα».
  •  Ο Ερντογάν έχει καταφέρει να χρησιμοποιήσει όλους τους μηχανισμούς του κράτους, συμπεριλαμβανομένου του Ανώτατου Εκλογικού Συμβουλίου (YSK) και των μέσων ενημέρωσης. Περισσότερος από τον μισό πληθυσμό αγνοούσε τις θέσεις της αντιπολίτευσης ή ακόμη και την ύπαρξή της. Η αντιπολίτευση δαιμονοποιήθηκε και ταυτίστηκε με τους «Κούρδους τρομοκράτες» και τους «πράκτορες ξένων δυνάμεων», την αχίλλειο πτέρνα της πλειοψηφίας των Τούρκων. Η προεκλογική εκστρατεία δεν ήταν ούτε ελεύθερη, ούτε ανεξάρτητη, ούτε δίκαιη, διότι οι εκπρόσωποι της αντιπολίτευσης αποκλείστηκαν, λογοκρίθηκαν και συνελήφθησαν.
  • Η κυβέρνηση μπόρεσε να εξαπατήσει εύκολα. Ο αριθμός των ψηφοφόρων ήταν μεγαλύτερος από τον αριθμό των πολιτών! Επιπλέον, η κυβέρνηση είχε παραχωρήσει την τουρκική υπηκοότητα σε χιλιάδες αλλοδαπούς (Σύρους, Αφγανούς, πολίτες των κρατών του Κόλπου). Οι κατάλογοι στις κάλπες δεν αντιστοιχούσαν στους καταγεγραμμένους καταλόγους του YSK. Η νοθεία δεν περιοριζόταν σε αυτούς τους καταλόγους και στις διπλές και μερικές φορές τριπλές ψήφους που έδιναν οι υποστηρικτές του καθεστώτος. Ο Ερντογάν δεν μπορούσε να θέσει υποψηφιότητα, σύμφωνα με τον νόμο, επειδή μέχρι τώρα δεν μπορούσε να προσκομίσει το πρωτότυπο του πανεπιστημιακού του πτυχίου. Επιπλέον, σύμφωνα με τον νόμο, δεν είχε δικαίωμα να θέσει υποψηφιότητα για τρίτη φορά. Η αντιπολίτευση παρέμεινε σιωπηλή σε αυτά τα δύο σημεία και δεν μπόρεσε να ελέγξει τις κάλπες ή τις λίστες.
  • Το καθεστώς είχε επιβάλει τους πολιτικούς του κανόνες και η αντιπολίτευση τους είχε αποδεχθεί οικειοθελώς. Ήταν ένας ανταγωνισμός μεταξύ δύο μετώπων, εθνικιστικών, θρησκευτικών, υπερασπιστών των μεγάλων κρατικών σκοπών και ηθικά συντηρητικών. Και τα δύο μέτωπα απαιτούσαν οικονομικό φιλελευθερισμό. Δεν υπήρχε ανταγωνισμός, μόνο μιμητισμός από την πλευρά της αντιπολίτευσης. Το εκλογικό σώμα επέλεξε τον αρχιτέκτονα του πρωτοτύπου και δεν στήριξε το αντίγραφο.
  •  Ο Ερντογάν μπόρεσε, παρά την ολομέτωπη καταστολή, να παρουσιάσει στο εκλογικό σώμα και στις ξένες δυνάμεις «μια δημοκρατική χώρα» και «ένα κράτος δικαίου», τα οποία, έστω και άθελά της, πιστοποίησε η αντιπολίτευση. Έτσι επιβεβαιώθηκαν οι δύο πολιτικές αρχές: «ένας δικτάτορας δεν οργανώνει εκλογές που πρόκειται να χάσει» και «δεν μπορείς να ανατρέψεις έναν δικτάτορα στην κάλπη».
  • Υπήρχαν και άλλοι δύο λόγοι για τη νίκη του Ερντογάν: Το κυβερνητικό μπλοκ, με τον Ερντογάν και τους συμμάχους του στην ακροδεξιά, τους ριζοσπάστες Τούρκους και Κούρδους ισλαμιστές και τους εθνικιστές όλων των αποχρώσεων, μπόρεσε να υιοθετήσει έναν ενιαίο λόγο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.  Ενώ το μπλοκ της αντιπολίτευσης, η «Τραπέζη των 6», που ήταν μια συνομοσπονδία αποτελούμενη από κεμαλιστές, συντηρητικούς δεξιούς, μετριοπαθείς ισλαμιστές και δεξιούς φιλελεύθερους, όλοι τους κατά του Ερντογάν, παρουσίασε μια ανομοιογενή, διασκορπισμένη και ανοργάνωτη εικόνα.

Επιπλέον, το Κόμμα του Προέδρου, υποστηριζόμενο από κρατικούς θεσμούς, είχε διεξάγει μια καλά σχεδιασμένη και αποτελεσματική εκστρατεία σε σύγκριση με την αντιπολίτευση.  Η αντιπολίτευση βασίστηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ η κυβέρνηση στηρίχθηκε στην επιτόπια προπαγάνδα, με προσωπικές επισκέψεις σε χιλιάδες ψηφοφόρους.  

Το ΑΚΡ έχει 11 εκατομμύρια μέλη, ενώ το αντίπαλό του CHP έχει μόνο 1 (ένα) εκατομμύριο.

Ένας χρήστης του διαδικτύου που πρόσκειται στην αντιπολίτευση, κάτοικος μιας συντηρητικής συνοικίας σε μια μεσαίου μεγέθους πόλη της Ανατολίας, εξηγεί τον κόσμο του ΑΚΡ:

«Για αυτούς τους ανθρώπους το ΑΚΡ δεν είναι απλώς ένα πολιτικό κόμμα. Είναι ένα περιβάλλον, μια κοινότητα στην οποία αισθάνονται άνετα, όπου μπορούν να διεκδικήσουν ελεύθερα τη θρησκευτική και ηθική τους ταυτότητα. Είναι πολυάριθμοι και έχουν συχνές και έντονες κοινωνικές σχέσεις, αλλά μόνο με τους συνανθρώπους τους ή τους γείτονές τους. Δεν αναμειγνύονται με άλλους, με ξένους. Ούτε πρακτικά ούτε πνευματικά. Η πλειονότητα αυτών των ανθρώπων δεν έχει λάβει καλή εκπαίδευση. Υπάρχουν πολύ λίγοι άνθρωποι που έχουν απολυτήριο. Η ατομικότητα δεν υπάρχει ανάμεσά τους, γιατί βρίσκονται πάντα σε μια ομάδα, μικρή ή μεγάλη. Δρουν σε οικογένειες και κοινότητες. Γι' αυτούς, το τζαμί είναι ταυτόχρονα ιερός και κοινωνικός χώρος. Είναι το κέντρο του δικτύου. Είναι σε θέση να βρουν λύσεις σε όλα τα προβλήματά τους, είτε οικονομικά, είτε υλικά, είτε ψυχολογικά, χάρη στους κρατικούς θεσμούς που διοικούνται από ανθρώπους του ΑΚΡ».

Τελικά, οι λόγοι της νίκης του Προέδρου δεν μπορούν να γίνουν κατανοητοί μόνο από την πολιτική ανάλυση, αλλά απαιτούν μια κοινωνιολογική, και ως εκ τούτου δομική, ανάλυση της Τουρκίας.

*Ο Ραγκίπ Ντουράν είναι Τούρκος δημοσιογράφος

πηγη: https://tvxs.gr