Loading...

Κατηγορίες

Τρίτη 26 Ιούλ 2022
Ο πολυθεϊσμός και η κοινωνική αυτοθέσμιση των αξιών: Προς μια μη σχετικιστική κριτική της δεοντοκρατίας
Κλίκ για μεγέθυνση












26.07.2022, 15:03

 

 

Στο βιβλίο «Το πρόβλημα της θεμελίωσης των αξιών: Μια κριτική προσέγγιση μέσα από το έργο του Max Weber και του Κορνήλιου Καστοριάδη», το οποίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες από τις εκδόσεις Πόλις, ο Διδάκτωρ Πολιτικής Φιλοσοφίας και Κοινωνικής Θεωρίας του Παντείου Πανεπιστημίου Γιάννης Κτενάς επιχειρεί να φέρει στο προσκήνιο ένα καταστατικό -διανοητικό και πρακτικό συνάμα- δίλημμα της νεωτερικότητας, τη δυνατότητα ή μη θεμελίωσης των αξιών σε προεμπειρικές ορθολογικές βάσεις. Προκειμένου να τεκμηριώσει το συμπέρασμά του περί αδυναμίας θεμελίωσης των αξιών στις «κατηγορικές προσταγές» του Ορθού Λόγου, ο συγγραφέας προβαίνει σε μια πυκνογραμμένα διεξοδική επισκόπηση της σκέψης των δύο βασικών του επιρροών: του Max Weber και τον Κορνήλιο Καστοριάδη, για αμφότερους τους οποίους έχει επιμεληθεί συλλογικούς τόμους, «Max Weber 100 χρόνια μετά: Πολιτική, μεθοδολογία, ριζοσπαστική κριτική» (Ευρασία, 2020), και «Η σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη και η σημασία της για μας σήμερα» (Ευρασία, 2018).

Το κεντρικό ερώτημα, το οποίο τίθεται ήδη από την εισαγωγή του βιβλίου, είναι το εξής: «… αν οι νόρμες διαφέρουν τόσο πολύ από τη μία κοινωνία και τη μία εποχή στην άλλη, είναι άραγε δυνατόν να υπάρξουν κοινά αποδεκτές, πανανθρώπινες αξίες, θεμελιώσιμες σε μια καθολική λογική; Κι αν κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, πώς μπορεί να εξέλθει κανείς από αυτή την άβολη κατάσταση, αν όχι μέσω ενός ακραιφνούς ντεσιζιονισμού, μιας απόφασης που κόβει τον γόρδιο δεσμό κατά την αυθαίρετη βούληση του εκάστοτε χειριστή του ξίφους» (σελ. 14).

Αφενός, ο συγγραφέας τονίζει τους εγγενείς περιορισμούς της ορθολογικότητας, όταν επιδιώκουμε να διατυπώσουμε ηθικοπολιτικές κρίσεις περί του πρακτέου, ασκώντας κριτική στην καντιανή-εγελιανή οπτική της καθολικευσιμότητας των αρχών συγκρότησης μιας δίκαιης κοινωνικοπολιτικής διαρρύθμισης ανεξαρτήτως χωροχρονικής συνθήκης. Αφετέρου, αναγνωρίζει την ορθολογικότητα ως το κριτήριο εκείνο που μας επιτρέπει να αποτιμήσουμε τη συμβατότητα μέσων και σκοπών, δίχως, πάντως, η εν λόγω χρήση της να συνεπάγεται την άρση των δομικών αμφιβολιών αναφορικά με το ζήτημα της -μη θεμελιώσιμης- ορθολογικότητας του σκοπού αυτού καθεαυτόν.

Σε δύο εμβληματικές θέσεις στο έργο του Weber και του Καστοριάδη, τον πολυθεϊσμό των αξιών και την αυτοθέσμιση της κοινωνίας αντίστοιχα, ο Γ. Κτενάς βρίσκει το στέρεο έδαφος για να προχωρήσει στην απόκρουση των πάσης φύσεως θεμελιωτισμών, χωρίς, ωστόσο, να προσχωρεί στο «μέτωπο» του άκρατου σχετικισμού. Ειδικότερα, εκλαμβάνει τις αξίες ως «ανθρώπινες και κοινωνικές δημιουργίες» (σελ. 23), και όχι ως a priori επιταγές του Ορθού Λόγου που συγκροτούν και, συνάμα, οριοθετούν τις δυνητικές εκβάσεις της εμπειρίας. Με τη συγκεκριμένη διανοητική σκευή στέκεται κριτικά απέναντι στις κριτικές προσεγγίσεις των Putnam, Leo Strauss και τη σχολή σκέψης του αείμνηστου Κοσμά Ψυχοπαίδη, οι οποίες επιχειρούν να αναδείξουν τις αντιφάσεις και τους δογματισμούς των αντι-θεμελιωτιστικών θεωριών. Με τη σειρά του, ο συγγραφέας καταλογίζει στις θεμελιωτιστικές οπτικές «αποφασιοκρατία του Ορθού Λόγου» (σελ. 97-98), ήτοι ένα προδιαγεγραμμένο –για εμάς χωρίς εμάς- «τέλος της ιστορίας» που επιθυμεί διά των υπερβατολογικών αναφορών του να ανασυγκροτήσει αν-ιστορικά την κοινωνική ζωή.

Μέσα από τις πολιτικές και μεθοδολογικές πτυχές στο πολυδιάστατο έργο του Max Weber αντλεί την έμφαση που δίνει στην αναπόδραστη συγκρουσιακότητα των ποικίλων αξιών στο εσωτερικό της εκάστοτε κοινωνίας και, εντέλει, στην απουσία μιας ύπατης μετα-αξίας. Η έλλειψη ενός ορθολογικού δικαστηρίου-τελικού κριτή για την επίλυση των αξιακών διαφωνιών, εξάλλου, καθιστά εξ ορισμού αδύνατη την αμετάκλητη προτεραιοποίηση της μιας αξίας έναντι της άλλης ή ακόμα και της μιας ερμηνείας που προσλαμβάνει μια συγκεκριμένη αξία έναντι μιας διαφορετικής ερμηνευτικής της εκδοχής. Η –διάσημη στη βεμπεριανή σκέψη- έννοια της «αξιολογικής ουδετερότητας» επουδενί σημαίνει ότι οι αξίες δεν διαδραματίζουν κομβικό ρόλο στις κρίσεις περί του πρακτέου, αλλά συνίσταται στην αδυνατότητα μιας ορθολογικής (όπως υπερασπίζεται η δεοντοκρατική φιλοσοφική παράδοση) ή επιστημονικής (με τα μέτρα και τα σταθμά των θετικών επιστημών) αποδειξιμότητας της ορθότητας ή μη των διαφόρων αξιών που τυγχάνει να ενστερνίζονται με διακριτό τρόπο και σε διαφορετική ένταση τα άτομα-μέλη του κοινωνικού συνόλου. Η προκείμενη αδυναμία καθιστά την καθημερινή πολιτική πρακτική ως το μοναδικό πεδίο για τη δοκιμή και το αποκλειστικό μέτρο για την –εδώ και τώρα- θετική ή αρνητική αποτίμηση των ανταγωνιζόμενων αξιών. Παρ’ όλα αυτά, ωστόσο, η βεμπεριανή λογική δεν απολήγει σε ένα ακραία σχετικιστικό anything goes. Απεναντίας, εμπεριέχει ορισμένα φίλτρα που δεσμεύουν προκαταβολικά κάθε πολιτικό υποκείμενο, το οποίο εκφέρει αξιακές κρίσεις περί του πρακτέου (διαύγεια κρίσης, αντικειμενικότητα, μεθοδολογική συνέπεια), ενώ η αναστοχαστική διερεύνηση του «καλού» και του «κακού» ανάγεται, με τη σειρά της, σε μείζονος σημασίας κοινωνικοπολιτική πράξη.

Στη συνέχεια, ο Γ. Κτενάς καταπιάνεται με τη νοηματοδότηση της «αυτονομίας» και της «φαντασιακής αυτοθέσμισης της κοινωνίας», δηλαδή με τις πιο κρίσιμες έννοιες για την περιήγηση στην πολιτική φιλοσοφία του Κορνήλιου Καστοριάδη. Η μεν αυτονομία συνιστά ένα «πρόταγμα συνειδητής αυτοθέσμισης» (σελ. 156) των υπαρκτών όντων που διαβιούν εν κοινωνία (εξ αντιδιαστολής, όχι κάποιων αφηρημένων προσώπων σε μια προπολιτική κατάσταση). Η δε –οντολογικά ερμηνευόμενη- αυτοθεσμιζόμενη κοινωνία αποτελεί, διά των πολιτικών ενεργειών της σύστασης και της οργάνωσής της, τη μοναδική συγκροτητική «αξία», την «αξία» εκείνη που παράγει και (ανα)νοηματοδοτεί τις αξίες, δηλαδή «τα κριτήρια, τις νόρμες, τους κυρωμένους τρόπους σκέψης και δράσης» (σελ. 56). Συνεπεία τούτων, η δημοκρατία (ιδίως στην άμεση-συμμετοχική της εκδοχή) παρουσιάζεται από τον Καστοριάδη ως ένα ζωντανό κοινωνικοπολιτικό παίγνιο, απέχοντας παρασάγγας από τη δεοντοκρατική πρόσληψή της ως «φυσικής κατάστασης» του κόσμου. Σε ένα τέτοιο συγκείμενο, εξάλλου, οι αξίες δεν δύνανται να νοηθούν ως προεπιλεγμένοι «λόγοι» για δράση, αλλά είναι το αποτέλεσμα της δημιουργικής αυθορμησίας των συλλογικώς αναστοχαζόμενων υποκειμένων.

Ο συγγραφέας τάσσεται υπέρ της απομάγευσης του κόσμου από τα μεταφυσικά βαρίδια, τα οποία ενυπάρχουν είτε στις θεοκρατικές είτε στις εκκοσμικευμένες εκδοχές της πίστης σε μια ετερόνομα προσδιορισμένη απόλυτη αξία (Θεός, Φύση, Ιδέα, Ορθός Λόγος). Η καθολικευσιμότητα των κρίσεων περί του πρακτέου συνοδεύεται από τον κίνδυνο ενός γραφειοκρατικού «παραλογισμού του ακραίου εξορθολογισμού». Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι η εν λόγω κριτική στον γραφειοκρατικό εξορθολογισμό εμφανίζεται τόσο στον αναρχικό Καστοριάδη όταν θέτει στο στόχαστρό του τα αυταρχικά καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» όσο και στον φιλελεύθερο Weber όταν στρέφεται ενάντια στην τεχνοκρατική ροπή της αστικής, κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας.

Ο δυναμικός, πολυσυλλεκτικός χαρακτήρας των αξιών αποδεικνύεται, σύμφωνα με τον Γ. Κτενά, από το γεγονός ότι συνιστούν εν μέρει προσωπικές επιλογές μας και εν μέρει ανακάλυψη ήδη υπαρχουσών κοινωνικών σημασιοδοτήσεων. Έτσι, οι αξίες συμβάλλουν στην εξέλιξη της ιστορίας μέσα από ένα μίγμα τυχαιότητας και αναγκαιότητας. Με τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα, «ο κάθε άνθρωπος καλείται να ανταποκριθεί με τον δικό του τρόπο σε κάτι που του δίνεται από μια πηγή η οποία δεν ορίζεται από τον ίδιο: την ύπαρξη και τον κόσμο, αν θέλουμε να μείνουμε στο κλίμα του Kierkegaard, την κοινωνία και την ιστορία, αν θέλουμε να έρθουμε πιο κοντά στο ύφος του Weber και του Καστοριάδη» (σελ. 161).

Τόσο στο «μάγμα σημασιών» στον Καστοριάδη όσο και στις δύο όψεις της ορθολογικότητας (αξιακή, εργαλειακή) στον Weber είναι ευδιάκριτη η μέριμνα για έλλειψη λογικών αντιφάσεων στη σχέση μέσων-σκοπών, καθώς και για διασφάλιση εσωτερικών μηχανισμών λογοδοσίας του πράττειν, προκειμένου στο όνομα της ποικιλομορφίας των αξιών να μην κυριαρχήσει το χάος και, συνακόλουθα, η τυραννία του ισχυρότερου. Στην αντι-θεμελιωτιστική προσέγγιση του συγγραφέα υφίσταται, λοιπόν, μια πολιτική δέσμευση από αξίες και αρχές, η οποία «δεν πρόκειται ούτε για υποκειμενική αυθαιρεσία ούτε για αντικειμενικά επιβεβλημένο μονόδρομο, αλλά για ανάληψη και νέα επεξεργασία στοιχείων τα οποία μπορούν να εντοπιστούν μέσα στο μάγμα της ιστορίας που μας κάνει να είμαστε αυτό που είμαστε» (σελ. 158).

Τέλος, επιχειρείται μια συνοπτική παρουσίαση ορισμένων κριτικών επισημάνσεων σε ένα κατά τα λοιπά άρτια τεκμηριωμένο βιβλίο πολιτικής φιλοσοφίας.

Η μεθοδολογική συνέπεια και η απουσία αντιφάσεων κατά τη διεξαγωγή του αναστοχαστικού διαλόγου στη δημόσια σφαίρα γύρω από την ad hoc βέλτιστη συνδιαμόρφωση και σύνθεση των εν πολλοίς ανταγωνιζόμενων αξιών, κατά την ταπεινή μου γνώμη, δεν αποτελεί επαρκή βάση για την ποιότητα της δημοκρατικής διαπάλης σε μια ανοιχτή κοινωνία. Προκειμένου να διασφαλιστεί η νομιμοποίηση των ηθικοπολιτικών και κανονιστικών κρίσεων περί του πρακτέου στις οποίες φιλοδοξεί να καταλήξει μια συμμετοχική δημοκρατική διαδικασία, απαιτείται να εκκινήσουμε θεμελιακά από την a priori παραδοχή των τριών κορυφαίων αρχών της νεωτερικότητας (στο πιο minimal νόημά τους, το οποίο εύλογα αποδέχονται όλοι οι συμμετέχοντες/ουσες ανεξαρτήτως της ερμηνευτικής εκδοχής που υιοθετούν): ελευθερία, ισότητα, αλληλεγγύη. Η ελευθερία συνίσταται στην απουσία εξαναγκασμού κατά τη διατύπωση των υποκειμενικών κρίσεων, η ισότητα στην καθολική και ισότιμη συμμετοχή στο δημοκρατικό διάλογο και η αλληλεγγύη στη διαπροσωπική αναγνώριση των συμμετεχόντων ως συμπολιτών-«συγκοινωνών» που αναστοχάζονται γύρω από το κοινό καλό.

Θα ήθελα να κλείσω την παρούσα βιβλιοκρισία με μια ειλικρινή απορία γύρω από τη σχέση τυχαιότητας-αναγκαιότητας, ατόμου-κοινωνίας, η οποία ασφαλώς δεν αποτελεί μομφή προς τον συγγραφέα, αλλά ένα ακόμα λιθαράκι στον ανεξάντλητο ωκεανό των αβεβαιοτήτων και των δυνατοτήτων που αφήνει εκκρεμείς η απομάγευση του κόσμου. Πώς άραγε δύναται να χειραφετηθεί το άτομο όταν η κοινωνία γίνεται αντιληπτή ως κάτι διακριτό από το ίδιο, ως κάτι που εν μέρει τουλάχιστον το ετεροκαθορίζει; Και, αντιστρόφως, πώς αυτοθεσμίζεται μια κοινωνία όταν τα υποκείμενα που τη συναρμόζουν ετεροκαθορίζουν και ετεροκαθορίζονται;

*Διδάκτορας Φιλοσοφίας του Δικαίου Νομικής Σχολής ΑΠΘ

πηγη: https://www.efsyn.gr
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου