Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 21 Νοέ 2021
Φιλοξενία. -Χίλια καλώς ορίσατε, χίλια και δυό χιλιάδες
Κλίκ για μεγέθυνση








www.namuseum.gr



21.11.2021, 10:21




Η αγάπη και η ευγνωμοσύνη στα μάτια των φιλοξενούμενων.

- Εὐχαριστῶ τό βλέμμα σου γιά τή φιλοξενία.

-Το άξιο θαυμασμού τελετουργικό της ομηρικής φιλοξενίας.

-Το σπίτι μας να σκέφτεσαι πως είναι και δικό σου.

«χαῖρε, ξεῖνε, παρ' ἄμμι φιλήσεαι· αὐτὰρ ἔπειτα
δείπνου πασσάμενος μυθήσεαι ὅττεό σε χρή.»  Χαίρε ξένε, στο σπίτι μας θα βρεις φιλοξενία  κι αφού δειπνίσεις θα μας πεις για την ανάγκη που `χεις. Οδύσσεια, α` 123-125.

Φιλοξενία: Ύψιστη αρετή για τους αρχαίους Έλληνες. Ηθικό χρέος, ιερός κανόνας και νόμος των θεών ήταν η φιλοξενία. Οι ξένοι, προστατευόμενοι των θεών, σταλμένοι από τους θεούς, θεωρούνταν πρόσωπα ιερά που έπρεπε να τους αποδοθούν τιμές, σεβασμός και δώρα.

-Ο Όμηρος μας πληροφορεί συχνά και με λεπτομέρειες για τον ιερό θεσμό της φιλοξενίας. Ο Δίας, συγκεκριμένα ο Ξένιος Ζευς προστάτευε τον ξένο και ανήγαγε την φιλοξενία σε ύψιστη ανθρώπινη ενέργεια.  Εθεωρείτο ύβρις η αφιλοξενία και η κακή συμπεριφορά στους ξένους. Για τη φιλοξενία, εκτός του Διός,  «αρμόδιοι» θεοί ενίοτε ήταν και η Ξενία Αθηνά και οι Διόσκουροι. Ο ξένος διέμενε στον ξενώνα και η φιλοξενία του ήταν ιερή πράξη που ακολουθούσε ένα τελετουργικό που έδειχνε σεβασμό στον ξένο. Απλοί πολίτες μπορούσαν να φιλοξενήσουν βασιλείς αλλά και βασιλείς φιλοξενούσαν απλούς πολίτες. Ο ξένος φεύγοντας από το σπίτι που τον φιλοξενούσε έπαιρνε δώρα ενώ ο ίδιος επικαλείτο τους θεούς για την ευτυχία των ανθρώπων που τον στέγασαν και του πρόσφεραν φαγητό. Πριν το φαγητό οι βοηθοί φρόντιζαν τους ξένους, να πλύνουν τα χέρια τους χύνοντας νερό από μια κανάτα στα χέρια του φιλοξενούμενου, πάνω από μία λεκάνη.

-Στην Οδύσσεια ο Όμηρος περιέγραψε με τον δικό του αξεπέραστο ποιητικό τρόπο πολλές φιλοξενίες, από τις οποίες ξεχωρίζουν εκείνες του Νέστορα προς τον Τηλέμαχο στη γ` ραψωδία, του Μενελάου και της Ωραίας Ελένης πάλι προς τον Τηλέμαχο, στη δ` ραψωδία, η ξεχωριστή τελετουργική φιλοξενία του Οδυσσέα από τον βασιλιά των Φαιάκων  Αλκίνοο, στις ραψωδίες η`, θ`, ι`,.. η φιλοξενία του Μέντη από τον Τηλέμαχο στην α` ραψωδία, η φιλοξενία του Οδυσσέα από τον χοιροβοσκό Εύμαιο στη ραψωδία ξ`, η φιλοξενία του ζητιάνου- Οδυσσέα από την Πηνελόπη στις ραψωδίες σ` και τ`,..

Το «τυπικό» της ομηρικής φιλοξενίας.

-Ο ξένος έκανε το λουτρό του, με τη βοήθεια των γυναικών που εργάζονταν στο σπίτι ή στο παλάτι, λουζόταν, άλειφε το σώμα του με αρωματικά έλαια ή ελαιόλαδο, ντυνόταν με καθαρά ρούχα που πρόσφερε ο οικοδεσπότης, και καθόταν σε αναπαυτικό κάθισμα μέχρι την ώρα του γεύματος. Το γεύμα ήταν χορταστικό και διαρκούσε πολύ με συζητήσεις και ανταλλαγές πληροφοριών. Στη φιλοξενία του Τηλέμαχου από τον Μενέλαο στη Σπάρτη στο τραπέζι και στις συζητήσεις συμμετείχε και η Ωραία Ελένη.

-Η υποδοχή του ξένου ήταν πάντα εγκάρδια, με προσφώνηση και χειραψία. Ακολουθεί η πρόσκληση σε φιλοξενία. Το δόρυ του ξένου φυλάσσεται μέχρι την αναχώρηση του, το άρμα συντηρείται και αποθηκεύεται ενώ τα άλογα έχουν ιδιαίτερη φροντίδα και περιποίηση μέχρι το τέλος της περιόδου της φιλοξενίας.

- Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο οικοδεσπότης οργανώνει, προς τιμήν του ξένου, επίσημη υποδοχή με γιορτή ή ακόμη και αγώνες, όπως έκανε ο βασιλιάς των Φαιάκων Αλκίνοος για τον Οδυσσέα. Οδύσσεια, ραψωδία θ`.

-Ενίοτε ο φιλοξενούμενος απολαμβάνει την περίφημη μουσική των θεόπνευστων ραψωδών όπως ήταν ο αοιδός Δημόδοκος, στο ανάκτορο των Φαιάκων. Οδύσσεια, ραψωδία θ`.

-Ο σεβασμός στους ξένους, ίσως, είχε αφετηρία  την πίστη ότι οι ίδιοι οι θεοί, ήταν οι ξένοι μεταμορφωμένοι, που ζήτησαν φιλοξενία για να ελέγξουν τη συμπεριφορά των οικοδεσποτών.

- Οι ξένοι ήταν καλοδεχούμενοι, γιατί ήταν για τους περισσότερους η μόνη επαφή με τον έξω κόσμο και άρα μια πηγή πληροφοριών για όσα συμβαίνουν σε άλλους τόπους.

-  Ο Περικλής πρεσβεύει ότι οι Αθηναίοι πρέπει να διατηρούν την Αθήνα ανοικτή και φιλόξενη πόλη σε όλους, να  καλοδέχονται τους ξένους και να τους προτρέπουν να γνωρίσουν τον πολιτισμό της Αθήνας. Θουκυδίδου, Περικλέους Επιτάφιος,

-Δημόσια φιλοξενία: Όταν οι ξένοι πλήθυναν, οι πόλεις- κράτη θεσμοθέτησαν τη δημόσια φιλοξενία. Η Πόλις ανέθετε την φιλοξενία των ξένων σε πολίτες που μπορούσαν αξιοπρεπώς να ασκήσουν το λειτούργημα της φιλοξενίας. Η δημόσια φιλοξενία έφερνε κοντά ξένους μεταξύ τους πολιτισμούς, καλλιεργούσε συνθήκες αμοιβαίας φιλοξενίας και απετέλεσε ένα αρχετυπικό πρότυπο γι          αυτό που σήμερα καλούμε «ξενοδοχείο». Η προστασία των ξένων ήταν μέλημα των «προξένων».

-Η «καλή ώρα» της φιλοξενίας στο «Συμπόσιον του Πλάτωνος».

Αλλά σύ, ή δ` ός, πώς έχεις προς το εθέλειν αν ιέναι άκλητος επί δείπνον; Πλάτωνος, Συμπόσιον, 174 a, b.

Ώ, φάναι, Αριστόδημε, εις καλόν ήκεις όπως συνδειπνήσεις, εί δ` άλλου τινός ένεκα ήλθες, είς αύθις αναβαλού, ως και χθές ζητώνσε ίνα καλέσαιμι, ούχ οίος τ` ή ιδείν. Αλλά Σωκράτη ημίν πώς ούκ άγεις; Πλάτωνος, Συμπόσιον, 174 e.

Λαγίδου φιλοξενία

Ο Πτολεμαίος Φιλοπάτωρ εστιά

βασιλικώς τον Μέδονα τον σοφιστήν —

των ψυχικών δυνάμεων ερευνητήν.

Ο βασιλεύς επί τω ξένω γαυριά.

Άλλοτ’ ο σοφιστής εν τη φθοροποιά

Ρώμη πτωχός εις μέγαν εξουσιαστήν

προσέφερε το έργον του. Ο δε· «Αυτήν

λάβε την μναν και άγε. Λήρος μ’ ανιά».

«Ω ύβρις, ύβρις! Μελετών το άπειρον

εχάραξα παν αίσθημα διάπυρον,

πάσαν μου την καρδίαν εις τον πάπυρον

»τούτον…» Αλλά οικτείρων τον δικτάτορα,

διέκοψε τα έπη τα διάτορα.-

Τίμα τον Πτολεμαίον Φιλοπάτορα.

Κ.Π.Καβάφης,1893. Κρυμμένα ποιήματα 1882- 1923.

Φιλοξενία στην Κρήτη.

-Ο ξένος, αυτός ο άγνωστος θεός.

-Ξένε, αν το καταδέχεσαι, κόπιασε να κονέψεις στο φτωχικό μου.

Την άλλη μέρα βραδιάστηκα κοντά σ’ ένα χωριό· πεινούσα, ήμουν κουρασμένος ολημέρα να περπατώ στα κατσάβραχα· δε γνώριζα κανένα στο χωριό και μήτε κάτεχα τ’ όνομά του. Μα ήμουν ήσυχος· ήξερα, όποια πόρτα κι αν χτυπήσεις σε κρητικό χωριό, θα σου ανοίξει· θα στρωθεί για το χατίρι σου τραπέζι και θα κοιμηθείς στα πιο καλά σεντόνια του σπιτιού. Ο ξένος είναι ακόμα στην Κρήτη ο άγνωστος θεός· κι όλες μπροστά του οι πόρτες κι οι καρδιές ανοίγουν.

Μπήκα στο χωριό, νύχτωνε πια, οι πόρτες όλες σφαλιχτές, μες στις αυλές τα σκυλιά μυρίστηκαν τον ξενομπάτη κι άρχισαν να γαβγίζουν. Πού να πάω; ποιαν πόρτα να χτυπήσω; Εκεί που καταφεύγουν όλοι οι ξένοι, στο σπίτι του παπά. Οι παπάδες στα χωριά μας δεν είναι μορφωμένοι, λίγα τα γράμματά τους, δεν μπορούν να συζητούν θεωρητικά για τα δόγματα του χριστιανισμού· μα ζει ο Χριστός μέσα στην καρδιά τους, και κάποτε τον βλέπουν με τα μάτια τους, πότε στο προσκεφάλι ενός λαβωμένου στον πόλεμο, πότε, την άνοιξη, να κάθεται κάτω από μιαν ανθισμένη μυγδαλιά.

Μια πόρτα άνοιξε, μια γριούλα με το λυχνάρι στο χέρι πρόβαλε να δει ποιος είναι ο ξένος που μπήκε τέτοια ώρα στο χωριό. Στάθηκα.

—Πολλά τα έτη, κυρά μου, της είπα γλυκαίνοντας τη φωνή μου να μην τρομάξει, είμαι ξένος, δεν έχω  πού να κοιμηθώ· κάμε μου τη χάρη να μου δείξεις το σπίτι του παπά.

—Μετά χαράς, παιδί μου· θα κρατώ και το λυχνάρι να μη σκοντάψεις. Ο Θεός, ας είναι καλά, αλλού έριξε το χώμα, αλλού τις πέτρες· σ’ εμάς έλαχαν οι πέτρες· κοίτα χάμω πού πατάς κι ακλούθα μου.

Μπήκε μπροστά με το λυχνάρι, στρίψαμε τη γωνιά, φτάσαμε σε μια δοξαρωτή πόρτα· απόξω ήταν κρεμασμένο ένα φανάρι.

—Να το σπίτι του παπά, είπε η γριούλα.

Σήκωσε το λυχνάρι, έριξε το φως στο πρόσωπό μου, αναστέναξε· έκαμε κάτι να πει, το μετάνιωσε.

—Ευχαριστώ, κυρούλα, της είπα, και να με συμπαθάς· καληνύχτα.

Με κοίταξε, δεν έφευγε.

—Αν το καταδέχεσαι, είπε, κόπιασε να κονέψεις στο φτωχικό μου.

Μα εγώ χτυπούσα κιόλας την πόρτα του παπά. Άκουσα βαριά βήματα στην αυλή, η πόρτα άνοιξε, πρόβαλε μπροστά μου ένας γέροντας με χυμένα μακριά μαλλιά στους ώμους, με κάτασπρα γένια· χωρίς να με ρωτήσει ποιος είμαι και τι θέλω, άπλωσε το χέρι.

—Καλώς όρισες, μου ’πε · είσαι ξένος; κόπιασε μέσα.

Μπήκα· άκουσα φωνές, πόρτες ανοιγόκλεισαν, μερικές γυναίκες τρύπωξαν στη διπλανή κάμαρα βιαστικές κι εξαφανίστηκαν. Μ’ έβαλε ο παπάς και κάθισα στον καναπέ.

—Να συμπαθάς τη γυναίκα μου, την παπαδιά, είπε· είναι λίγο αδιάθετη, εγώ θα σου μαγερέψω, θα σου βάλω σοφρά να δειπνήσεις, θα σου στρώσω το κρεβάτι να κοιμηθείς.

Η φωνή του ήταν βαριά και θλιμμένη· τον κοίταξα· ήταν χλωμός πολύ και τα μάτια του πρησμένα και κατακόκκινα σα να ’χε κλάψει. Δεν έβαλα τίποτα κακό στο νου μου, έφαγα, κοιμήθηκα, και το πρωί ήρθε ο παπάς και μου ’φερε σ’ ένα δίσκο ψωμί, τυρί και γάλα. Άπλωσα το χέρι, τον ευχαρίστησα και τον αποχαιρέτησα.

—Πήγαινε στην ευκή του Θεού, παιδί μου, μου ’πε· ο Χριστός μαζί σου.

Έφυγα. Στην άκρα του χωριού ένας γέρος πρόβαλε· έβαλε το χέρι στο στήθος, με χαιρέτησε.

—Και πού πέρασες τη νύχτα, παιδί μου; με ρώτησε.

—Στου παπά το σπίτι, γέροντα, αποκρίθηκα.

Ο γέρος αναστέναξε.

—Ε, τον κακομοίρη, είπε, και δεν κατάλαβες τίποτα;

—Τι να καταλάβω;

—Ο γιος του, ο μοναχογιός του, πέθανε χτες το πρωί· δεν άκουσες τις γυναίκες που τον μοιρολογούσαν;

—Δεν άκουσα τίποτα, γέροντα· τίποτα.

—Τον είχαν στη μέσα κάμαρα του σπιτιού και θα τον μοιρολογούσαν σιγανά, να μην ακούσεις και να στενοχωρηθείς. Άε στο καλό!

Τα μάτια μου είχαν βουρκώσει.

—Τι κλαις; έκαμε ο γέρος ξαφνιασμένος· είσαι νέος, δε συνήθισες ακόμα το θάνατο· άε στο καλό!  

Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, ΚΒ`, Κρήτη,  σ.373-375.

Η σπλαχνική και άδολη φιλοξενία των γονιών μου.

-Είμαι ξένος, δεν έχω  πού να κοιμηθώ.

Κάθε χρόνο την περίοδο του λιομαζώματος ερχόταν στο Ηράκλειο στρατιές εργατριών και εργατών, από τη Θράκη κυρίως, να δουλέψουν στις ελιές. Μέχρι να φύγουν, για τα χωριά όπου θα άρχιζαν το λιομάζωμα, έμεναν υπαίθρια,  κυρίως  κάτω από την Χανιόπορτα, τη μνημειακή πόρτα του Μεγάλου Κάστρου. Ο πατέρας μου περνούσε συχνά από εκεί και πάντα ερχόταν το βραδάκι σπίτι με 15- 20 εργάτες και εργάτριες. Η μάνα μου τους καλωσόριζε, τους έδειχνε τα κατατόπια να πλυθούν και ν` αλλάξουν, τους έδειχνε τις τουαλέτες της μεγάλης αυλής, το μεγάλο δωμάτιο της γιαγιάς για να κοιμηθούν και εν τω μεταξύ με τη βοήθεια της ξαδέρφης Μαρινιώς και των κοριτσιών της γειτονιάς της Σεβαστής, της Ψεβώς, της Νότας, της Στάσας- είχε ετοιμαστεί η μεγάλη καζάνα που βρισκόταν στην παραστιά της αποθήκης της γιαγιάς Ζουμπουλιάς. Στην καζάνα ψηνόταν  μεγάλη ποσότητα φαγητού: 5-6 όρνιθες βραστές με πατάτες και κρεμμύδια. Θυμάμαι ακόμα βραστά κολοκύθια, ζυμωτό ψωμί, τυρί, ντομάτες, ελιές τσακιστές, αυγά βραστά, παξιμάδι 4-5 λογιών( σταρένιο, κρίθινο, μιγάδι, εφτάζυμο..) μυζήθρα και στο τέλος από ένα- δύο καλιτσούνια ο καθ` ένας. Δεν θυμάμαι κρασί ή ρακή αλλά θυμάμαι  την αγάπη και την ευγνωμοσύνη στα μάτια των ξένων ανθρώπων. Ηράκλειο Κρήτης 1955-1965.

Ἡ Φιλοξενία

Γίνεται κάποτε νά καλύπτει ὁ ἕνας ἄνθρωπος

τόν ἄλλον μέ φῶς. Εἶναι τό βλέμμα

τῆς ἀγάπης πού ἔχει τήν ἀρχή του στό ἄπειρο.

Σχημάτιζε πάνω μου μιά σκέπη

τό βλέμμα σου μέ κάτι κλαδιά φωτεινά,

ἀπροσδιόριστα. (Δέν ἔβρισκε τρόπο,

θυρίδα νά μπεῖ, ὁ ἀέρας πού φύσαγε).

Τόσο, πού φεύγοντας, ἔνιωθα ἔπειτα

τήν ἀνάγκη νά εὶπῶ, ἄν ὄχι μέ λέξεις,

μ’ ἕνα χαμόγελο, ἄϋλο σχεδόν:

“Εὐχαριστῶ

τό βλέμμα σου γιά τή φιλοξενία”.

Νικηφόρος Βρεττάκος, Ηλιακός Λύχνος, 1984.

 

1*. Αρχιτέκτων. Ιστορικός Αρχιτεκτονικής. Ιστορικός Τέχνης.

2*. Στην καστρινή σπουδαία των γραμμάτων Ρέα Γαλανάκη.

πηγη: https://www.efsyn.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου