Άρθρο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Raven 9. O Camillo Berneri ήταν καθηγητής φιλοσοφίας και αναρχικός ακτιβιστής, πήρε μέρος στον Ισπανικό εμφύλιο και δολοφονήθηκε το Μάιο του 1937 από τους Κομμουνιστές.


Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

Δημοσιεύθηκε την 26 Ιουλίου, 2022





Ενώ διάβαζα το βιβλίο του Carlo Rosselli, Socialisme Liberal σημείωσα αυτό το απόσπασμα (και μεταφράζω):

Μια πεσιμιστική εικόνα των μαζών σημαίνει στην πραγματικότητα μια πεσιμιστική εικόνα του ανθρώπου μιας και οι μάζες δεν είναι παρά το άθροισμα ατόμων. Αν οι μάζες θεωρηθούν ανίκανες να κατανοήσουν την αξία ενός αγώνα για την ελευθερία, ακόμη και με ένα ακατέργαστο πρωτόλειο τρόπο, τότε με την ίδια λογική ο ίδιος ο άνθρωπος θεωρείται κλειστός σε κάθε ένστικτο που δεν είναι αυστηρά ωφελιμιστικό. Κάθε όνειρο κοινωνικής μετάνοιας κόβεται από τις ρίζες, και η πίστη στα δημοκρατικά ένστικτα καταπνίγεται· η πίστη βασίζεται πάνω στην έννοια της βασικής ταυτότητας μεταξύ ανθρώπινων όντων και ορθολογικού οπτιμισμού σχετικά με την ανθρώπινη φύση».

Δεν δέχτηκα ποτέ δίχως ερωτηματικά συγκεκριμένες νιτσεϊκές τάσεις από τη πλευρά συγκεκριμένων ατομιστών που προορίζονταν να καταλήξουν ως γραμματείς στο Υπουργείο Εργασίας ή χειρότερα, αλλά εξίσου δεν έγλυψα ποτέ τις μπότες ενός «αφυπνισμένου και εξελιγμένου» προλεταριάτου, ούτε ακόμη και σε συναντήσεις. Και δεν κατανοώ την ευγενική γλώσσα που χρησιμοποιείται από τους κομμουνιστές αρχιερείς. Σε ένα άρθρο (αναφέρω ένα μεταξύ χιλιάδων) από την Azione Antifascista, τον Ιούνιο του 1933, διαβάζω πως ο Gramsci  είναι «προλεταριακό πνεύμα». Που άκουσα ξανά αυτή τη φράση; Ψάχνω στη μνήμη μου. Α, θυμήθηκα! Ήταν στο Le Pecq όταν ντυμένος στα ρούχα μου της οικοδομής, με ξάφνιασε ένας από τους κομμουνιστές επιστάτες. «Τώρα, Berneri,  θα μάθεις τι είναι το προλεταριακό πνεύμα!». Έτσι μου απευθύνθηκε. Μεταξύ του ανακατέματος της άμμου και δυο κουβάδων έρματος αναλογιζόμουν το ¨προλεταριακό πνεύμα». Και όπως πάντοτε αναδύθηκαν μνήμες από τη καρδιά για να με βοηθήσουν να ξεκαθαρίσω το πρόβλημα. Οι πρώτες επαφές μου με το προλεταριάτο: εδώ ήταν που αναζήτησα  για το υλικό που θα μου έδινε ένα ορισμό. Δεν βρήκα το «προλεταριακό πνεύμα». Βρήκα ξανά τους παλιούς μου συντρόφους: νεαρούς σοσιαλιστές της Ρέτζιο Εμίλια και των γύρω περιοχών. Ήταν γενναιόδωροι στη καρδιά, ανοιχτοί στο μυαλό, επίμονοι στη θέληση. Τότε άρχισα να γνωρίζω τους αναρχικούς. Ο Torquato Gobbi ήταν ο δάσκαλος μου· εκείνα τα βράδια με ομίχλη στην οδό Εμίλια, κάτω από τα περιστύλια που αντηχούσαν από τις προσπάθειες μου να αντισταθώ στα ήρεμα επιχειρήματα του. Ήταν βιβλιοδέτης, εγώ μαθητής στο λύκειο, ακόμη «παιδί του μπαμπά» και αγνοούσα, έτσι, το πραγματικό, μεγάλο πανεπιστήμιο της ζωής. Μετά από αυτό, πόσοι πολλοί εργάτες στη καθημερινότητα μου! Αλλά αν στον ένα βρήκα τη σπίθα που άναψε τις δικές μου σκέψεις, αν σε ένα άλλο ανακάλυψα τις εκλεκτικές συγγένειες, αν σε ένα άλλο μπορούσα ακόμη να είμαι ανοιχτός και να τον εμπιστεύομαι σαν αδερφό, πόσους άλλους κενούς βρήκα, πόσοι πολλοί με ενόχλησαν με τις αλαζονικές ανοησίες τους, πόσοι πολλοί με αηδίασαν με το κυνισμό τους! Το προλεταριάτο ήταν «ο λαός»: αυτοί οι ημι-αστοί στο κόσμο των οποίων είχα ζήσει, ο φοιτητικός κόσμος στον οποίο είχα ζήσει· με μια λέξη, το πλήθος. Και οι πιο διανοούμενοι και αυθόρμητοι από τους εργάτες συντρόφους μου ποτέ δεν μου μίλησαν για το «προλεταριακό πνεύμα».

Ήταν από αυτούς τους ίδιους που έμαθα πόσο αργά η σοσιαλιστική προπαγάνδα και οργάνωση προχωρούσε. Μετά όταν αναμίχτηκα με αυτή τη προπαγάνδα και την οργάνωση είδα το προλεταριάτο, το οποίο μου φαίνονταν, γενικά, όπως μου φαίνεται ακόμη σήμερα, μια τεράστια δύναμη που έχει άγνοια του εαυτού της· που φροντίζει τα συμφέροντα της με ένα χαζό τρόπο· που μάχεται με απροθυμία για ιδεαλιστικά κίνητρα και μακροπρόθεσμους σκοπούς, που κουβαλάει το βάρος  ενός απεριόριστου αριθμού προκαταλήψεων και αχρεία άγνοια και παιδιάστικες ψευδαισθήσεις. Η λειτουργία των ελίτ μου φαίνονταν ξεκάθαρη: να δώσει το παράδειγμα του θάρρους, της αυτοθυσίας, της επιμονής· θυμίζουν τις μάζες οι ίδιοι πάνω στο ζήτημα της πολιτικής καταπίεσης και οικονομικής εκμετάλλευσης, αλλά και σε εκείνη της ηθικής και πνευματικής κατωτερότητας των πλειοψηφιών. Έτσι ώστε να περιγράψουν την αστική τάξη και το προλεταριάτο με το πινέλο της απλουστευτικής δημαγωγίας στις καρικατούρες της σοσιαλιστικής Avanti! και οι ρήτορες των πολιτικών συναντήσεων μου φαίνονταν κακόγουστοι και επιζήμιοι.

Υπήρχε, και δυστυχώς ακόμη υπάρχει, μια σοσιαλιστική ρητορική που είναι τρομερά αντιεκπαιδευτική. Οι κομμουνιστές συμβάλλουν, περισσότερο από κάθε άλλο κόμμα της πρωτοπορίας, προς τη διαιώνιση της. Ανικανοποίητοι με το «προλεταριακό πνεύμα» έχουν επινοήσει την «προλεταριακή κουλτούρα». Όταν ο Lunaciarsky πέθανε, κάποιες κομμουνιστικές εφημερίδες είπαν πως «ενσάρκωνε την προλεταριακή κουλτούρα». Πως ακριβώς ένας διανοούμενος συγγραφέας αστικής καταγωγής (και η πολυμάθεια είναι ο καπιταλισμός της κουλτούρας) μπορούσε να αντιπροσωπεύει την «προλεταριακή κουλτούρα» είναι το ίδιο μυστήριο με την «μαρξιστική γυναικολογία» – όρος που ενόχλησε και τον ίδιο τον Stalin. Η αναρχική εφημερίδα Le Reveil στη Γενεύη, μιλώντας εναντίον του όρου «προλεταριακή κουλτούρα» παρατήρησε:

«Ο προλετάριος είναι, εξ ορισμού, και πολύ συχνά στη πραγματικότητα, ένα αδαές άτομο του οποίου η κουλτούρα είναι αναγκαστικά πολύ περιορισμένη. Σε κάθε πεδίο του παρελθόντος έχει παραχωρήσει μια κληρονομιά ανυπολόγιστης αξίας που δεν μπορεί να αποδοθεί σε καμιά συγκεκριμένη τάξη. Ο προλετάριος διεκδικεί, αρχικά, μια μεγαλύτερη συμμετοχή στη κουλτούρα, γιατί είναι μια μορφή πλούτου που δεν θέλει να στερείται πλέον. Αστοί στοχαστές, συγγραφείς και καλλιτέχνες μας έχουν δώσει έργα σημαντικά για την χειραφέτηση μας. Όμως αυτοπροσδιορισμένοι προλετάριοι διανοούμενοι συχνά μας έχουν σερβίρει με δύσπεπτα φαγητά».

Η «προλεταριακή κουλτούρα» υπάρχει, περιορίζεται όμως σε μια τεχνογνωσία και σε ένα εγκυκλοπαιδικό ψήγμα γνώσης που στηρίζεται σε συνήθειες περιστασιακού διαβάσματος. Ένα χαρακτηριστικό της προλεταριακής κουλτούρας είναι πως αγνοεί σχετικά τις προόδους στις επιστήμες και τις τέχνες. Ανάμεσα στους αυτοδίδακτους θα βρεις φανατικούς μαθητές του μονισμού του Haeckel, του υλισμού του Büchner, ακόμη και του κλασικού πνευματισμού, δεν θα βρεις όμως κανένα μεταξύ πραγματικά καλλιεργημένων ανθρώπων. Κάθε θεωρία θα αρχίσει να γίνεται δημοφιλής και θα βρει το δρόμο της προς την «προλεταριακή κουλτούρα», που είναι άπληστη για πολυτέλειες. Όπως ένα λαϊκό μυθιστόρημα είναι γεμάτο με πρίγκιπες, μαρκησίες και δεξιώσεις σε αίθουσες χορού. Όσο πιο δημοφιλές και επιθυμητό είναι ένα τέτοιο βιβλίο από τους αυτοδίδακτους τόσο πιο δύσπεπτο και δυσνόητο.

Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους έχουν διαβάσει ποτέ την Κατάκτηση του Ψωμιού ή το διάλογο Μεταξύ Χωρικών,  αλλά έχουν διαβάσει το Κόσμο ως Βούληση και Παράσταση ή την Κριτική του Καθαρού Λόγου. ένα καλλιεργημένο πρόσωπο, για παράδειγμα, που ενδιαφέρεται για τις φυσικές επιστήμες και δεν έχει γνώση υψηλότερων μαθηματικών θα είναι προσεκτικό ώστε να μην κάνει κριτική στον Einstein. Ένα αυτοδίδακτο άτομο όμως, συνολικά, είναι χυδαία βιαστικό στις επικρίσεις του, και, γενικά, απολαμβάνει να μιλά με δύσκολο τρόπο.

Για τους μισοκαλλιεργημένους δεν είναι τρομακτική προοπτική το να αρχίσουν ένα περιοδικό, για να μη πω μια εβδομαδιαία εφημερίδα. Θα γράψει για την σκλαβιά στην Αίγυπτο, ηλιακές κηλίδες, τον «αθεϊσμό» του Giordano Bruno, τις «αποδείξεις» της μη ύπαρξης του Θεού, και την εγκελιανή διαλεκτική. Αλλά για τη δική του δουλειά, τη ζωή του ως εργάτη, δεν θα πει κουβέντα.

Το αυτοδίδακτο άτομο παύει να είναι τέτοιου είδους μόλις κατορθώσει να δημιουργήσει μια πραγματική κουλτούρα για τον ίδιο. Αλλά σε αυτές τις συνθήκες η κουλτούρα του δεν είναι πλέον της εργατικής τάξης. Ένας καλλιεργημένος εργάτης σαν τον Rudolf Rocker είναι σαν ένα μαύρο που τον έφεραν στην Ευρώπη σαν μωρό και ανατράφηκε από μια καλλιεργημένη οικογένεια ή κολλέγιο. Η καταγωγή, όπως το χρώμα του δέρματος, δεν μετρά. Κανείς δεν θα δει στον Rocker τον πρώην σαμαρτζή. Όταν όμως προβάλει ο Grave από τον εκχυδαϊσμό του Kropotkin του, υπενθυμίζει, δυστυχώς, πως ήταν τσαγκάρης.

Η αποκαλούμενη κουλτούρα της εργατικής τάξης είναι, εν συντομία, μια παρασιτική συμβίωση της πραγματικής κουλτούρας, που παραμένει ακόμη αστική ή ημι-αστική. Είναι ευκολότερο να εμφανιστεί ένας Tita Ruffo ή ένας Mussolini από το προλεταριάτο από ότι ένας επιστήμονας ή φιλόσοφος. Αυτό δεν οφείλεται επειδή η ευφυΐα είναι μονοπώλιο μιας τάξης, αλλά επειδή το 99% του προλεταριάτου, έχοντας αφήσει τη βασική εκπαίδευση, αποστερείται μιας συστηματικής κουλτούρας εξαιτίας μιας ζωής εργασίας και εξαχρείωσης. Η μόρφωση και η εκπαίδευση για όλους είναι από τα ευγενικότερα δόγματα του σοσιαλισμού και από μια κομμουνιστική κοινωνία θα προκύψει μια φυσική ελίτ. Στο παρόν όμως είναι γκροτέσκο να μιλάμε για την «προλεταριακή κουλτούρα» του φιλόλογου Gramsci ή για το «προλεταριακό πνεύμα» του αστού Terracini. Το σοσιαλιστικό δόγμα είναι δημιούργημα αστών διανοούμενων. Αυτό, όπως σημειώνει ο De Max στο Beyond Marxism «είναι λιγότερο δόγμα του προλεταριάτου όσο δόγμα για το προλεταριάτο». Οι βασικοί ακτιβιστές και θεωρητικοί του αναρχισμού, από τον Godwin ως τον Bakunin, από τον Kropotkin ως τον Cafiero, από τον Mella στον Faure, από τον Covelli στον Malatesta, από τον Fabbri στον Galleani, από τον Gori ως τη Voltairine de Cleyre, ήταν αριστοκρατικής ή μεσοαστικής καταγωγής. Ο Proudhon, με την εργατική καταγωγή του, είναι μεταξύ όλων των αναρχικών συγγραφέων εκείνος που επηρεάστηκε περισσότερο την μικροαστική ιδεολογία και συναισθήματα. Ο Grave, ένας τσαγκάρης, έπεσε στον πιο αστικό τύπο δημοκρατικού σωβινισμού. Και είναι αδιαμφισβήτητο πως οι συνδικαλιστές ακτιβιστές με εργατική καταγωγή, από τον Rossoni ως τον Meledandri, προσφέρουν, αναλογικά, το μεγαλύτερο αριθμό παραδειγμάτων.

Ο ρωσικός λαϊκισμός και ο σορελιανισμός είναι δυο μορφές του εργατιστικού ρομαντισμού, του επίσημου κληρονόμου αυτού που ήταν ο δημαγωγικός μπολσεβικισμός. Ο Gorki, που είναι ένας από τους συγγραφείς περισσότερο και πιο ολοκληρωμένα μεταξύ της εργατικής τάξης, γράφει:

«Όταν αυτοί [οι προπαγανδιστές] μιλούσαν για το λαό αισθάνθηκα με μιας πως έβλεπαν τον εαυτό τους διαφορετικά από εμένα. Αυτό με εξέπληξε και με έκανε διστακτικό προς εμένα. Για αυτούς ο λαός ήταν η ενσάρκωση της σοφίας, της πνευματικής ομορφιάς, της καλοσύνης και της ευγένειας της καρδιάς, μοναδικό, σχεδόν θείο, δεξαμενή όλων όσων είναι όμορφα, σπουδαία και δίκαια. Αυτός ο λαός σίγουρα δεν ήταν ο λαός που ήξερα».

Ο Aruro Lbariola, από τον οποίο πήρα το παραπάνω απόσπασμα στο Al di là del capitalism e del Socialismo (Πέρα από το καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, Παρίσι, 1933), το συνεχίζει με αυτές τις μνήμες:

«Θα μπορούσα να προσθέσω τη προσωπική μου εμπειρία σ’ αυτό. Γεννήθηκα σε ένα περιβάλλον τεχνητών-καλλιτεχνών που εργάζονταν σε άμεση επαφή με τις εργατικές τάξεις και ήταν και οι ίδιοι τμήμα της εργατικής τάξης. Οι εργάτες που ήξερα από τα πρώτα μου χρόνια της ζωής μου ήταν από κάθε πλευρά άνθρωποι άξιοι συμπόνοιας, ενστικτώδεις, εύπιστοι, με προδιάθεση προς τις προλήψεις, προσανατολισμένοι προς τον υλισμό, και την ίδια στιγμή τρυφεροί και απλοί με τα παιδιά τους, ανίκανοι να αντλήσουν από τη δική τους ζωή ως εργάτες μια έστω σκέψη [που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως] ειδική για την τάξη τους. Εκείνοι που, αποβάλλοντας τις προλήψεις και τις προκαταλήψεις της τάξης τους, ήρθαν στο σοσιαλισμό, τον είδαν μόνο από υλιστική πλευρά, ως ένα κίνημα με στόχο να τους δώσει το μερίδιο τους. Και φυσικά περίμεναν τέτοια βελτίωση από τα χέρια των ηγετών τους που μετατοπίστηκαν από το να είναι είδωλα σε προδότες ανάλογα με την κατάσταση της στιγμής, δίχως δική τους ευθύνη, θετική ή αρνητική. Είναι αδιαμφισβήτητο πως ο σοσιαλισμός πράγματι βελτίωσε τη μοίρα τους από κάθε σκοπιά· και τολμώ να πω πως η πρώτη μου παρόρμηση στη κατεύθυνση του σοσιαλισμού ήρθε από τη συμπόνοια που η μιζέρια των εξαθλιωμένων μου προκάλεσε και από την εμπειρία μου της βελτίωσης που τους πρόσφερε το κίνημα».

Ο Malatesta σίγουρα δεν έβλεπε το προλεταριάτο μέσα από τα ροζ γυαλιά του Kropotkin, και ο Luigi Fabri έγραψε σε ένα άρθρο, αναφερόμενος στην εξεγερτική περίοδο μετά το [Πρώτο] πόλεμο: «Πολλοί άνθρωποι, ανάμεσα στους φτωχούς, πολλοί εργάτες πίστευαν σοβαρά πως έφτανε η στιγμή που δεν θα δούλευαν ή που μόνο τα αφεντικά θα δούλευαν». Όποιος αναλογιστεί την ιστορία του εργατικού κινήματος θα δει την κυριαρχία μιας αρκετά κατανοητής ηθικής ανωριμότητας, αλλά τέτοια που έδωσε το εμφανές ψέμα στους κόλακες των μαζών.

Το τέχνασμα του να ονομάζονται πρωτοποριακές ομάδες και εργατικές ελίτ ως «προλεταριακές» πρέπει να καταργηθεί άμεσα. Οι δημαγωγοί κολακεύουν το πλήθος αλλά το αποκόβουν από τις αλήθειες που είναι ουσιαστικές σε κάθε πραγματική χειραφέτηση. Ένας «εργατικός πολιτισμός», μια «προλεταριακή κοινωνία», μια «δικτατορία του προλεταριάτου», αυτοί είναι όροι που πρέπει να εγκαταλειφθούν. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως «συνείδηση της εργατικής τάξης» και «συνείδηση της αστικής τάξης». οι Έλληνες δεν πολέμησαν για τη δόξα όπως ισχυρίζονταν ο Renan. Κοι ούτε πολεμά το προλεταριάτο για την «αίσθηση του μεγαλείου» όπως μόχθησε να δείξει στο σκέψεις Πάνω στη Βία ο Sorel.

Ο ιδεώδης εργάτης του μαρξισμού και του σοσιαλισμού είναι μυθική προσωπικότητα. Ανήκει στη μεταφυσική του σοσιαλιστικού ρομαντισμού, όχι στην ιστορία. Στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην αυστραλία είναι τα εργατικά συνδικάτα που ζητούν περιοριστικές πολιτικές μετανάστευσης. Ο εργάτης (βλ. Maly r. Beard, A Short History of the American Labour Movement, Νέα Υόρκη, 1928) έπαιξε μόνο ένα μίζερο ρόλο στην χειραφέτηση  των μαύρων στις Ηνωμένες Πολιτείες και οι μαύροι εργάτες, ακόμη και σήμερα, αποκλείονται από σχεδόν κάθε κλαδική συνδικαλιστική οργάνωση. Κινήματα που μποϋκοτάρουν φασιστικές δικτατορίες, αποικιοκρατικά εγκλήματα, κλπ. είναι αδύναμα και ανεπιτυχή. Απεργίες ταξικής αλληλεγγύης ή με αυστηρά πολιτικούς στόχους είναι υπερβολικά σπάνιες.

Αυτή η ωφελιμιστική νοοτροπία, αυτή η ανοησία, αυτή η γενική αδράνεια, είναι ιδιαίτερα αληθής για το βιομηχανικό προλεταριάτο.

Κάθε τόσο, όταν τυχαίνει να διαβάσω ή να ακούσω να εξυμνείται το βιομηχανικό προλεταριάτο ως η επαναστατική και κομμουνιστική ελίτ, θυμάμαι προσωπικές εμπειρίες ή καταλήγω να κάνω ψυχολογικές παρατηρήσεις. Καταλήγω να πιστεύω πως σε αυτούς που τονίζουν αυτό που μου μοιάζει με μύθο, υπάρχει είτε το ξεμυάλισμα ενός «επαρχιώτη»  που μετκινήθηκε πρόσφατα σε ένα μεγάλο βιομηχανικό κέντρο ή κάπως γοητευμένος με ένα τύπο επαγγέλματος. Όταν διαβάζω την lOrdino Nuovo του Gramsci, ιδιαίτερα στη πρώτη φάση της ως εφημερίδα, ψυχολογικές παρατηρήσεις με οδήγησαν να απορρίψω τη συνεχή εξύμνηση της μεγάλης βιομηχανίας ως δημιουργού ενότητας/ομοιογένειας, κομμουνιστικής ωριμότητας από πλευράς των εργατών γραφείου, κλπ.

Για παράδειγμα, φαντάστηκα τον Gramsci να φτάνει στο Τορίνο από την γενέτειρα του την Σαρδηνία και μαγεμένο από τη λειτουργία της βιομηχανικής μητρόπολης. Οι μεγάλες διαδηλώσεις, οι συγκεντρώσεις των ειδικευμένων εργατών, η πυρετώδης απεραντότητα του ρυθμού της ζωής του συνδικάτου της βιομηχανικής πόλης – αυτά, είπα στον εαυτό μου, τον γοήτευσαν. Η ρωσική μπολσεβίκικη λογοτεχνία μου φαίνονταν σαν αντίγραφο της ίδιας ψυχολογικής διαδικασίας. Σε μια χώρα σαν την Ρωσία όπου οι μάζες ήταν τρομερά οπισθοδρομικές, η Μόσχα, το Πέτρογκραντ και τα άλλα βιομηχανικά κέντρα πρέπει να έμοιαζαν με οάσεις της κομμουνιστικής επανάστασης. Εμπνευσμένοι από τον μαρξιστικό βιομηχανισμό οι μπολσεβίκοι πρέπει να γοητεύτηκαν από το εργοστάσιο, όπως οι Ρώσοι επαναστάτες της εποχής του Bakunin οδηγούνταν στο να γοητευτούν από τη Δυτική κουλτούρα.

Στην Ιταλία η αίγλη της βιομηχανίας σε εκείνους που συνδέονταν με την lOrdine Nuovo μου φαίνονταν, έτσι, βασικά σαν μια αντίδραση παρόμοια με εκείνη του φουτουρισμού.

Μια ακόμη πτυχή που μπορεί να προσφέρει μια εξήγηση ήταν εκείνη της φυσικής τάσης των βιομηχανικών τεχνητών – μια τάση κοινή σε όλα τα εξειδικευμένα πεδία – να βλέπουν στην «βιομηχανία/το άλφα και το ωμέγα της ανθρώπινης προόδου». Και στο πλαίσιο αυτό μου φαίνονταν σημαντικό πως υπήρχαν πολλοί μηχανικοί ανάμεσα στους ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Είμαι ακόμη της ίδιας άποψης και βρίσκω νέες επιβεβαιώσεις στη στάση κάποιων από τους δημοκράτες (ρεπουμπλικάνους) που έχουν επηρεαστεί από την κομμουνιστική ιδεολογία.

Ένα τυπικό παράδειγμα είναι εκείνο του A. Chiodini, που στο τεύχος του Problemi della Rivoluzione Italiana Φεβρουάριου του 1933 επικρίνοντας τις αγροτικές και επικεντρωμένες στο νότο πολιτικές του Giustizia e Libertā δηλώνει:

«Το βιομηχανικό προλεταριάτο είναι η μόνη αντικειμενικά επαναστατική δύναμη στη κοινωνία. Επειδή μόνο το προλεταριάτο είναι σε θέση να απελευθερώσει τον εαυτό του από την κλειστή ταξική νοοτροπία και να ανέρθει στην αξιοπρέπεια της τάξης, μια συλλογική δύναμη που έχει επίγνωση του ιστορικού της καθήκοντος.

Η ιταλική επανάσταση, όπως όλες οι επαναστάσεις, μπορεί να είναι έργο μόνο ομοιογενών δυνάμεων ικανών να κινητοποιηθούν από μακροχρόνια ιδανικά.

Τώρα η μόνη ομοιογενής δύναμη που είναι ικανή να πολεμήσει για ένα συγκεκριμένο ιδανικό ελευθερίας και που να μπορεί να δώσει την μάχη για ένα μακροπρόθεσμο στόχο και όχι για δεδομένο χρονικό όριο είναι η εργατική τάξη. Σήμερα είναι αυτή η τάξη η οποία, έχοντας περάσει τόσες δοκιμασίες και τραγωδίες, έχει δικαίωμα να αναλάβει το ρόλο της ηγετικής επαναστατικής τάξης».

Το ότι το βιομηχανικό προλεταριάτο είναι μια από τις βασικές επαναστατικές δυνάμεις με κομμουνιστική έννοια είναι πολύ προφανής για να χρειάζεται κάποια ανάλυση. Αλλά από την άλλη είναι εμφανές επίσης πως η ομοιογένεια του προλεταριάτου αυτού βρίσκεται περισσότερο σε υλικά παρά σε πνευματικά ζητήματα και επιπλέον σε εκείνο το άθροισμα ατόμων, τα οποία στη μεγάλη πλειοψηφία τους είναι μισθωτοί δίχως πραγματικές διαφορές, είτε πραγματικές είτε φανταστικές.

Ο ιδιαιτερισμός του βιομηχανικού εργάτη είναι πολύ εμφανής για να επιτρέψει τις γενικές και γενικευμένες κολακείες που κάνουν πολλοί μαρξιστές.

Ο κορπορατιστικός εγωισμός των Ηνωμένων Πολιτειών έχει οδηγήσει σε μια πραγματική πολιτική ξενοφοβία και οι τυπικά βιομηχανικές εταιρείες εμφανίζονται πάντα μεταξύ εκείνων που είναι πιο επίμονοι στο να ζητούν από τη κυβέρνηση να περιορίσει την μετανάστευση εργατών. Το ίδιο ισχύει και τη Νέα Ζηλανδία. Αλλά ας περιοριστούμε στην Ιταλία. Οι βιομηχανικοί εργάτες πάντοτε προτιμούσαν την βιομηχανική δύναμη. Το βιβλίο του Gaetano Salvemini, Tendenze vecchie e necessitā muove del movimento operaio italiano (Παλιές Τάσεις και Νέες Ανάγκες για το Ιταλικό Εργατικό Κίνημα, Μπολόνια, 1922), προσφέρει πλούτο παραδειγμάτων. Το παρακάτω μου φάνηκε ως το πιο χαρακτηριστικό.

Το 1914 οι εργάτες στη βιομηχανία ζάχαρης, 4500 από αυτούς – δηλαδή ένας πολύ μικρός αριθμός – ήταν το αντικείμενο προστατευτικών μέτρων από τους ρεφορμιστές σοσιαλιστές, που παρότρυναν την κυβέρνηση να πάρει μέτρα ελέγχου εισαγωγών στη ζάχαρη δίχως να λάβει υπόψιν την καταστροφική συνέπεια στην βιομηχανία εξαιτίας της υψηλής τιμής της πρώτης ύλης. Η δράση αυτή έβλαψε τις τσέπες όλων των Ιταλών καταναλωτών, τους ανάγκασε να πληρώνουν υψηλότερες τιμές  όχι μόνο για τη ζάχαρη αλλά και για τις μαρμελάδες και τις κονσέρβες. Όχι μόνο αυτό, αλλά μείωσε την εσωτερική ζήτηση για τα τελευταία, περιόρισε τις εξαγωγές και έτσι περιορίζοντας την πιθανότητα απασχόλησης για τους εργάτες στη βιομηχανία. Έτσι, οι εργάτες ζάχαρης θα έπρεπε να απαιτήσουν την προστασία και των δυο βιομηχανιών ή το ελεύθερο εμπόριο στη ζάχαρη, καθώς έτσι θα μπορούσαν να απορροφήσουν από την ανάπτυξη της βιομηχανίας μαρμελάδων και κονσερβών. Αυτό ήταν το γενικό συμφέρον. Αλλά πως να περιμένεις οι εργάτες της βιομηχανίας ζάχαρης, που πήραν «ψηλούς μισθούς, αντίθετα με άλλους εργάτες» (Avanti!, 10 Μαρτίου 1910) να θυσιάσουν την προνομιούχα θέση τους;

Ένα ακόμη παράδειγμα: πριν τον (πρώτο) πόλεμο υπήρχαν 37 ορυχεία λιγνίτη στην Ιταλία που, το 1913, έβγαλαν 700000 τόνους καύσιμου. Στη διάρκεια του πολέμου, το κόστος εισαγόμενου κάρβουνου ανέβηκε σε αστρονομικά επίπεδα, έγινε κερδοφόρα η εκμετάλλευση ακόμη και των πολύ φτωχών κοιτασμάτων. Ο αριθμός των ορυχείων υπό εκμετάλλευση αυξήθηκε σε 137 αλλά η παραγωγή δεν αυξήθηκε περισσότερο από 400000 τόνους, μέρος των οποίων προήλθε από πιο εντατική εκμετάλλευση των παλιών ορυχείων. Μετά το πόλεμο το κόστος του εισαγώμενου κάρβουνου έπεσε, η απαίτηση για λιγνίτη μειώθηκε.

Οι καινούριοι ανθρακωρύχοι, σχεδόν όλοι τους χωρικοί από τις γύρω περιοχές, απειλήθηκαν με απόλυση ή με μείωση των μισθών. Υπήρξαν μεγάλες διαδηλώσεις, το σύνθημα τους: Όχι απολύσεις! Και ένας σοσιαλιστής βουλευτής, πρόεδρος ενός συνεργατικού εξορυκτικού συνεταιρισμού, πίεσε την κυβέρνηση να κρατήσει την παραγωγή του λιγνίτη στα επίπεδα της περιόδου του πολέμου – πράγματι, να τους σπρώξει προς τα 4 εκατομμύρια τόνους το χρόνο. Ζήτησε επίσης οι σιδηρόδρομοι να μετατρέψουν ένα αριθμό από μηχανές για χρήση λιγνίτη και να πληρώνουν παραπάνω τους θερμαστές για να τους αποζημιώσουν για την παραπάνω δουλειά που χρειάζονταν, να αναγκάσει με νόμο όλες τις δημόσιες υπηρεσίες, όπου μπορούσε να γίνει δίχως πρόβλημα,  ο λιγνίτης να αντικαταστήσει το κάρβουνο· να επιδοτήσει η κυβέρνηση τις εταιρείες που ανέλαβαν να χτίσουν εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο το λιγνίτη, και να εξαιρέσει αυτές τις ίδιες εταιρείες από την δίωξη για κερδοσκοπία στη διάρκεια του πολέμου.

Με άλλα λόγια, αυτός ο σοσιαλιστής βουλευτής ζητούσε να δαπανηθούν εκατομμύρια απλά για να κρατηθούν στη δουλειά μερικές εκατοντάδες ανθρακωρύχοι, οι περισσότεροι από τους οποίους θα μπορούσαν να επιστρέψουν στα χωράφια.

Πρέπει να σημειωθεί πως οι διαδηλώσεις των ανθρακωρύχων στην ανθρακοφόρο λεκάνη του Βαλντάνο καθοδηγούνταν από την USI (ΣτΜ: αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση, μέλος της AIT). Το παραπάνω παράδειγμα είναι έτσι διπλά ενδιαφέρον και πρέπει να μελετηθεί προσεκτικά επειδή δείχνει ένα πεδίο (τον προστατευτισμό) που παραμελήθηκε από τους αναρχικούς που συμμετέχουν στις συνδικαλιστικές ενώσεις  κα δείχνει το είδος των προβλημάτων που θα επανεμφανιστούν για εμάς σε μια επαναστατική περίοδο (η τάση συγκεκριμένων κατηγοριών εργατών να προσπαθούν να κρατήσουν βιομηχανίες ανοιχτές που πλέον είναι ζημιογόνες για την οικονομία).

Ποια ήταν η στάση των αναρχικών που συμμετείχαν στην CGL και στην USI για τη συνεργασία μεταξύ σοσιαλιστών και αφεντικών; Όταν οι αρχηγοί της FIOM (Ιταλικό Συνδικάτο Εργατών Μετάλλου) έδωσε προτεραιότητα στα συμφέροντα 30000 χαλυβεργατών που ζούσαν στο προστατευμένο κόσμο του προστατευτισμού και της κρατικής επιχορήγησης έναντι εκείνων των 270000 εργατών μετάλλου που είχαν να κερδίσουν τα πάντα με το να έχουν φτηνές πρώτες ύλες στη διάθεση τους, ποια ήταν η στάση των αναρχικών της FIOM; Θεωρώ πως οι αναρχικοί που αποτελούσαν μέρος των εργατικών οργανώσεων δεν είχαν ξεκάθαρη εικόνα του ρόλου τους ως εκπαιδευτών. Θα ήταν ταξική εργασία επιμόρφωσης το να θυμίσουν πως τα εκατομμύρια που δόθηκαν για την προστασία παρασιτικών βιομηχανιών αποσπάστηκαν εκβιαστικά σε μεγάλο βαθμό από μεγάλο αριθμό άλλων Ιταλών εργατών. Οι αναρχικοί επέτρεψαν στους εαυτούς τους να τους προσπεράσουν οι σοσιαλιστές έχοντας, για δημαγωγικούς λόγους, παραδώσει εκείνο το δίκαιο και όμορφο πείσμα των ημερών που ο εκλογισμός, η γραφειοκρατία και η συνεργασία με τους αστούς δεν είχε θριαμβεύσει ακόμη. Στους βιομήχανους της Λιγουρίας που απέλυαν 3000 εργάτες και απείλησαν να απολύσουν ακόμη 20000 μέσα σε ένα μήνα αν η κυβέρνηση αρνποούνταν να σταματήσει να μειώνει τις επιδοτήσεις στο εμπορικό ναυτικό, η σοσιαλιστική Avanti!, που τότε υπεύθυνος ήταν ο ρεφορμιστής Leonida Bissolati, απάντησε:

«Οι εργάτες ξέρουν πως τα εκατομμύρια που δόθηκαν για την προστασία της ναυτιλίας έχουν αποσπαστεί από μεγάλο αριθμό άλλων Ιταλών εργατών· για αυτό αρνούνται να ανεχτούν την συνέχιση μιας κατάστασης πραγμάτων στην οποία οι εργάτες μιας περιοχής πληρώνονται για το ψωμί τους με τη πείνα των εργατών στην υπόλοιπη Ιταλία». (Avanti!, 24 Ιανουαρίου 1901).

Ο βαθμός χυδαιότητας στον οποίο είχε φτάσει η συνεργασία μεταξύ εργατών και αφεντικών στις βιομηχανικές περιοχές φαίνεται από το γεγονός πως οι αποκαλούμενοι επαναστάτες προκάλεσαν αναταραχή για να αποσπάσουν από τη κυβέρνηση έργο για την πολεμική βιομηχανία. Στη Unita της 11ης Ιουλίου 1913, ο Salvemini γράφει:

«Ο Εμπορικός Σύλλογος της Σπέτζια, που διευθύνεται από συνδικαλιστές, ρεπουμπλικάνους και επαναστάτες συνδικαλιστές, οργανώνουν γενική απεργία.

Για να διαμαρτυρηθούν για το φόνο κάποιου εργάτη; – Όχι

Για να διαμαρτυρηθούν για την άδικη ταξική απόφαση κάποιου δικαστή; – Όχι

Σε αλληλεγγύη με κάποια ομάδα απεργών εργατών; – Όχι

Για να αντισταθούν σε κάποια παράνομη πράξη από πλευράς πολιτικών ή κυβερνητικών αρχών; – Όχι

Τότε γιατί; – Για να διαμαρτυρηθούν εναντίον μιας κυβέρνησης που απειλεί να πάρει από το ναυπηγείο της Σπέτζια την ανακατασκευή του θωρηκτού Αντρέα Ντόρια.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως με τη πρώτη ευκαιρία οι υπονομευτές της Σπέτζια θα οργανώσουν στην ίδια τους τη πόρτα κάποια ‘πένθιμη συνάντηση διαμαρτυρίας’ εναντίον της ‘αντιπαραγωγικής’ δημόσιας δαπάνης.

Δεν έχει καμιά αξία πως επικεφαλής αυτού του… επαναστατικού κινήματος διαμαρτυρίας ήταν μια κοοπερατίβα αποτελούμενη από εργάτες μετάλλου (Giornale dItalia, 24 Απριλίου). Και αξίζει να σημειωθεί πως η αναταραχή στη Σπέτζια πραγματοποιήθηκε την ίδια εποχή το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας Ανσάλντο στην ετήσια αναφορά του διαμαρτύρονταν πως δεν είχε αρκετές παραγγελίες. Την ίδια στιγμή οι εργάτες στο ναυπηγείο Ορλάντο στο Λιβόρνο διαδήλωσαν για να απαιτήσουν το Κράτος να βριε δουλειά για αυτό το ναυπηγείο (Avanti!, 14 Μαΐου 1914). Και οι Ναπολιτάνοι βουλευτές πίεσαν τον πρωθυπουργό Giolliti για ‘νέες παραγγελίες κιλλίβαντες, κανόνια, πυροκροτητές και βλήματα ώστε να μην υπάρξουν άλλες απολύσεις εργατών μετάλλου (Corriere della Sera, 24 Μαΐου). Και η κληρικές-μετριοπαθείς-εθνικιστικές εφημερίδες έκαναν καμπάνια για να παραγγείλει τέσσερα νέα θωρηκτά η Κυβέρνηση από τα ναυπηγεία».

Στη διάρκεια της Κόκκινης Εβδομάδας (Settimana Rosa) τα βιομηχανικά κέντρα παρέμειναν κλειστά. Στη διάρκεια της προπαγάνδισης υπέρ της συμμετοχής στο πόλεμο τα βιομηχανικά συμπλέγματα ήταν οι περιοχές που η αντιμιλιταριστική καμπάνια εστίασε λιγότερο ενεργά. Στη διάρκεια της μεταπολεμικής αναταραχής οι βιομηχανικές περιοχές ήταν εκείνες που αντέδρασαν πιο αργά. Κανένα βιομηχανικό κέντρο δεν εξεγέρθηκε εναντίον του φασισμού με το τρόπο που το έκαναν η Πάρμα, η Φλωρεντία ή η Αγκόνα και οι μάζες της εργατικής τάξης δεν έχουν δείξει συλλογικά  την επιμονή ή το πνεύμα θυσίας σαν εκείνο της Μολινέλα.

Οι αγροτικές απεργίες στις περιφέρειες της Μόντενα και της Πάρμα παραμένουν, στην ιστορία του ιταλικού ταξικού πολέμου, μοναδικές στον επικό τους αγώνα. Και οι πιο αφοσιωμένοι από τους ακτιβιστές των εργατών προέρχονται από την Πούλια (στο Νότο). Τίποτα από όλα αυτά δεν αναγνωρίζεται. Οι άνθρωποι γράφουν και μιλούν για την Κατάληψη των Εργοστασίων αλλά η κατάληψη της γης, πολύ μεγαλύτερης σημασίας, έχει σχεδόν ξεχαστεί. Το βιομηχανικό προλεταριάτο εξυμνείται, ενώ όπως ο καθένας που έζησε και πολέμησε στις αγροτικές περιοχές ξέρει, η ύπαιθρος πάντοτε τροφοδότησε τους πρωτοποριακούς ακτιβισμούς στις πόλεις και πάντοτε έδειξε τη γενναιοδωρία της στον αγώνα, ειδικά αναφορικά με τα εργατικά συνδικάτα.

Εύκολη πρόβλεψη: κάποιος μανδαρίνος θα πει δεν έχω «προλεταριακό πνεύμα» και κάποιοι αναγνώστες θα υποθέσουν πως προσπαθώ να υποτιμήσω το προλεταριάτο.

Μια ηχώ απαντά εκ μέρους μου: εκείνη του θερμού χειροκροτήματος που, στα ναυπηγεία και στα πολεμικά εργοστάσια, χαιρετά την ανακοίνωση του ότι θα φτιαχτεί ένα υποβρύχιο ή θα φτιαχτούν κανόνια.

Αυτό που απαντά εκ μέρους μου είναι η κομμουνιστική τακτική της δράσης μέσα από τις μεγάλες βιομηχανίες για οικονομικές απαιτήσεις.

Αυτό που απαντά εκ μέρους μου, πάνω από όλα, είναι η παραίτηση του ιταλικού προλεταριάτου, ειδικά του βιομηχανικού προλεταριάτου. Το να περιμένεις να ξυπνήσουν οι άνθρωποι, το να μιλάς για μαζική δράση, το να υποβαθμίσεις τον αντιφασιστικό αγώνα στην ανάπτυξη και συντήρηση των δομών του Κόμματος και του Συνδικάτου, αντί να επικεντρώνεσαι στην επαναστατική πράξη η οποία, μόνο, μπορεί να διαλύσει την ατμόσφαιρα της ηθικής ταπείνωσης στην οποία υποκύπτει το σύνολο του ιταλικού προλεταριάτου, αυτό είναι δειλία, ηλιθιότητα και προδοσία.

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com