Loading...

Κατηγορίες

Δευτέρα 08 Αύγ 2022
Πειρατές- Κουρσάροι και Ναυαγιστές
Κλίκ για μεγέθυνση









Μέρος ‘Α

 

Ένα σημαντικό κεφάλαιο στην νεώτερη ιστορία του ανατολικού μεσογειακού χώρου είναι η άσκηση της πειρατείας. Η μέθοδος της πειρατείας, ειδικότερα στους μέσους χρόνους της οθωμανικής κυριαρχίας στην Μεσόγειο, έπαιξε σημαντικό ρόλο στις αυτοκρατορίες της Ευρώπης και τις βοήθησε να ασκούν πολιτικές πιέσεις, να επεκταθούν, να εδραιωθούν ή να χάσουν κομμάτια της κυριαρχίας τους. Μέσα από την πειρατεία συσσωρεύτηκε πλούτος στα χέρια λίγων και δημιουργήθηκαν πολλές οικονομικά ισχυρές οικογένειες που στην συνέχεια έπαιξαν σημαντικό εξουσιαστικό ρόλο. Επίσης η πειρατεία μπορούσε να διαμορφώσει τις τιμές πολλών προϊόντων.

 

Έτσι ένα εξεζητημένο και ακριβό προϊόν μπορούσε από την μια στιγμή στην άλλη, να υποτιμηθεί λόγω μεγάλης πειρατικής διάθεσης. Η πειρατεία επίσης επέδρασε στην καθημερινότητα των κατοίκων που ζούσαν σε παραθαλάσσιες περιοχές. Διαμόρφωσε τα ήθη και τις συνήθειές τους. Πολλοί πληθυσμοί μετακινήθηκαν και άλλοι οργανώθηκαν σε σχέση με τους πειρατές που έπρεπε να αντιμετωπίσουν, διαμορφώνοντας την αρχιτεκτονική των οικισμών. Οι πειρατικές επιδρομές και ο συγχρωτισμός των πειρατών με τους κατοίκους για άλλους ήταν πρόβλημα αλλά και για κάποιους άλλους ήταν το μέσω ώστε να ευημερήσουν και να ανταπεξέλθουν στην πραγματικότητα. Πολλοί μετέπειτα αγωνιστές της επανάστασης του 1821 είχαν ανδρωθεί ως πειρατές και κουρσάροι και είχαν αποκτήσει αξιόλογη εμπειρία σε μάχες στεριάς και θάλασσας. Σε αυτήν τους την πειρατική τους φάση, ίσως να είδαν ότι η μεγάλη οθωμανική αυτοκρατορία δεν ήταν ανίκητη.

Στο σημείο αυτό όμως πρέπει να διευκρινιστεί ότι αυτό που γενικά ονομάζεται σήμερα πειρατεία, διαχωρίζεται σε τρεις κατηγορίες:

α) Πειρατεία. Οι πειρατές λεηλατούσαν πλοία χωρίς καμιά διάκριση εθνικότητας, για δικό τους όφελος, με σκοπό το κέρδος και το προσωπικό τους συμφέρον. Επίσης λεηλατούσαν και παραθαλάσσιες περιοχές. Ζούσαν εκτόςκαι κατά του νόμου και βιοπορίζονταν από την άσκηση πειρατείας. Η εκποίηση της λείας (άνθρωποι, ζώα, εμπορεύματα και πλοία) λάμβανε χώρα σε λιμάνια που είχε καθιερωθεί η αγορά προϊόντων πειρατείας, όπως η Μήλος τα Κύθηρα και το Οίτυλο της Μάνης. Εάν το εμπόρευμα ήταν ευπαθές η εκποίηση του γινόταν όπως όπως στις πιο κοντινές περιοχές όπου το κέρδος του θα ήταν σαφώς λιγότερο. Οι αιχμάλωτοι των πειρατών ήταν καταδικασμένοι να γίνουν κωπηλάτες πειρατικού πλοίου ή ως σκλάβοι να αγοραστούν σε κάποιο σκλαβοπάζαρο ή αν ήταν τυχεροί να ελευθερωθούν  ύστερα από καταβληθέντα λύτρα. Ο πειρατής συνήθως διέθετε μικρά ευκίνητα κωπήλατα σκάφη, τα πειρατικά ιστιοφόρα επίσης διέθεταν κουπιά ώστε να μπορούν να διαφεύγουν εύκολα σε οποιαδήποτε καιρικές συνθήκες.

β) Κούρσος. Οι κουρσάροι ήταν διορισμένοι από κράτη ή και ιδιώτες που εν καιρώ πολέμου χτυπούσαν εχθρικά εμπορικά πλοία. Τα κουρσάρικα πλοία όφειλαν να έχουν υψωμένη την σημαία του κράτους που υπηρετούσαν, καθώς και να είναι εφοδιασμένα με τα απαραίτητα χαρτιά άδειας κούρσου. Λεηλατούσαν πλοία που έπλεαν στην ανοιχτή θάλασσα ενώ απαγορευόταν να χτυπήσουν πλοία που ήταν αγκυροβολημένα μέσα σε λιμάνι. Η μοναδική πληρωμή του πληρώματος ήταν η λεία του κούρσου. Μέχρι το 1856 το διεθνές δίκαιο προστάτευε τους κουρσάρους και την δράση τους.

γ) Ναυαγιστές. Μια ιδιαίτερη άσκηση πειρατείας ήταν και η στεριανή. Σε αυτήν ειδικεύτηκαν από τα πρώτα χρόνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας οι κάτοικοι της Μάνης και αργότερα αυτοί της Πάτμου, της Μυκόνου, της Σάμου και άλλων νησιών του Αιγαίου, εκμεταλλευόμενοι τις βραχώδης ακτές των περιοχών τους. Οι λεγόμενοι ναυαγιστές ή κακαβούληδες[1], με πονηρό τρόπο  οδηγούσαν τα πλοία στους βράχους όπου ναυαγούσαν και εκεί τα λεηλατούσαν. Τα πλοία έπλεαν προς τις ξέρες βλέποντας φώτα που υποδήλωναν κάποιον οικισμό ή όρμο όπου μπορούσαν να αγκυροβολήσουν. Τα φώτα δεν ήταν όμως κάποιος οικισμός, αλλά μανιάτες με φανάρια ή βόδια και κατσίκια που στα κέρατα τους είχαν φανάρια και κινούνταν στο κακοτράχαλο τοπίο της Μάνης. Η μέθοδος του ναυαγισμού μέχρι και τις αρχές του 17ου αιώνα ήταν για την περιοχή της Μάνης αρκετά διαδεδομένη, καθώς η φτώχεια του πληθυσμού έκανε απαγορευτική την εξεύρεση κάποιου έστω μικρού πλοιαρίου για άσκηση πειρατείας. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι οι καλόγεροι της περιοχής βοηθούσαν τους στεριανούς πειρατές, ανάβοντας φανάρια σε σπηλιές, κάνοντας έτσι παραπειστικά σήματα στα πλοία που τα οδηγούσαν κατευθείαν επάνω στους στεριανούς πειρατές. Μια άλλη μέθοδο ναυαγισμού ήταν και το κόψιμο των κάβων των πλοίων που αγκυροβολούσαν ώστε αυτά να οδηγηθούν στα βράχια.  Αργότερα, τον 18ο και 19ο αιώνα τα πράγματα άλλαξαν και η Μάνη εξελίχτηκε σε μια πειρατική περιοχή με πολλούς ικανούς πειρατές που έπλεαν όλη την Μεσόγειο, χωρίς όμως να εγκαταλείψουν και την μέθοδο του ναυαγισμού.

Οι ιδιαίτερες περιπτώσεις της Μήλου, της Κιμώλου και της Μυκόνου

Όπως ήταν φυσικό η παρουσία πειρατικών πλοίων στο Αιγαίο γέμιζε φόβο τους καραβοκύρηδες καθώς και τους κατοίκους παραθαλάσσιων περιοχών. Εξαίρεση όμως αποτελούσαν οι κάτοικοι της Μήλου, της Κιμώλου και της Μυκόνου. Τα τρία αυτά νησιά υπήρξαν τόποι όπου γινόταν η πώληση της πειρατικής λείας, αλλά και τόποι διασκέδασης των πειρατών. Η Μήλος υπήρξε σημαντικός σταθμός πειρατών από τα μέσα του 16ου αιώνα. Αρκετοί κάτοικοι της Μήλου πλούτισαν αγοράζοντας φθηνά την λεία των πειρατών και μεταπουλώντας τη αργότερα στην αγορά σε καλύτερη τιμή. Τα σπίτια τους στα τέλη του 17ου αιώνα ήταν διώροφα. Μέσα από περιγραφές περιηγητών μαθαίνουμε ότι ο συγχρωτισμός των κατοίκων με τους πειρατές είχε ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση των ηθών. Ο έκλυτος βίος των πειρατών και των κατοίκων της Μήλου γίνεται αντικείμενο πολλών σχολιασμών στα γραφόμενα των περιηγητών. Σχολιάζουν τις πολύ κοντές φούστες και τα «ελαφρά» φορέματα των κοριτσιών και υπογραμμίζουν ότι όταν κάποιο ξένο πλοίο καταφθάνει στο νησί, το λιμάνι γεμίζει με κορίτσια και μανάδες που τρέχουν να υποδεχτούν τους ξένους, με ερωτική διάθεση και χάδια.

Η Μήλος εν μέσω οθωμανικής κυριαρχίας, το 1677 απέκτησε πειρατή βασιλιά! Ο Ιωάννης Κάψης με τα αδέρφια του Τρομάρα και Νίκο εξορμούσαν με δύο γαλέρες από τον Μύτικα της Αιτωλοακαρνανίας και σάλπαραν σε όλο στο Αιγαίο και το Ιόνιο. Ο Κάψης σε μια στάση του στην Μήλου γνώρισε την κόρη ενός πλούσιου προύχοντα όπου και την παντρεύτηκε αφήνοντας στην άκρη τον πειρατικό βίο. Μετά από την σύντομη ανάπαυλα ο Κάψης γίνεται πάλι πειρατής με αφορμή την δολοφονία του αδελφού του Τρομάρα από τους Οθωμανούς. Ο Κάψης κατατρέχει τους Οθωμανούς, ισχυροποιείται με πλοία, άνδρες και όπλα και επιστρέφει στην Μήλο, όπου διώχνει τους Οθωμανούς και χρήζει τον εαυτό του βασιλιά του νησιού. Η στέψη γίνεται στον μητροπολιτικό ναό  από τον λατίνο επίσκοπο των καθολικών δόν Καμίλλο. Για τρία χρόνια η Μήλος είναι ελεύθερη από την Οθωμανική κυριαρχία και υπακούει στους νόμους του πειρατή. Ο Κάψης συγκροτεί όλες τις λειτουργίες ενός κράτους με δικαστήριο, αστυνομία, στρατό και φοροεισπρακτικό μηχανισμό. Η κυριαρχία του Κάψη όμως φαίνεται πως περιορίζονταν από την εξουσία της εκκλησίας και των προεστών που ακόμα διεκδικούσαν μεγάλο μερίδιο από τους φόρους των κατοίκων. Το 1680 η κυριαρχία του Κάψη τελειώνει. Οι Οθωμανοί των συλλαμβάνουν, τον οδηγούν στην Κωνσταντινούπολη και τον απαγχονίζουν. Οι εκδοχές για το πώς οδηγήθηκε στα χέρια των Οθωμανών είναι δύο: α) Ο Κάψης παραπλανήθηκε από τους Οθωμανούς λέγοντας του ότι ήρθαν για να τον τιμήσουν και να του προσφέρουν δώρα και οδηγήθηκε σε μια γαλέρα όπου βρίσκονταν τα δώρα… β) Ο Κάψης ηγήθηκε εξέγερσης ενάντια των φόρων που έπρεπε οι κάτοικοι να πληρώνουν στο πατριαρχείο και στου προεστούς. Οι εξεγερμένοι ανατρέπουν τον αρχιεπίσκοπου Μήλου και Κιμώλου Γεράσιμο Μοδινό και τους προεστούς. Στην συνέχεια το πατριαρχείο και οι προεστοί ζητούν την βοήθεια των Οθωμανών. Μια οθωμανική αρμάδα αγκυροβολεί στην Μήλο και καταστέλλει την εξέγερση συλλαμβάνοντας τους πρωταίτιους, ανάμεσα τους και τον Κάψη.

Ένας άλλος τόπος διασκέδασης ήταν και η Κίμωλος. Το νησί απέκτησε πειρατική φήμη μετά το 1670. Μέσα από τα γραφόμενα των περιηγητών της εποχής πληροφορούμαστε, ότι οι ιερείς του νησιού έπιναν κρασί και έπαιζαν χαρτιά με τους πειρατές και χόρευαν στα πανηγύρια. Και όλα αυτά με την δικαιολογία της προσέλκυσης του ποιμνίου στις εκκλησίες! Οι γυναίκες του νησιού περιγράφονται από τους περιηγητές ότι ασχολούνται με την πλεκτική και ότι έκαναν έρωτα με τους πειρατές κερδίζοντας έτσι αρκετά χρήματα.

Τέλος η Μύκονος στα τέλη του 17ου αιώνα περιγράφεται ως τόπος που η πειρατεία του έδωσε ζωή. Πολλοί κάτοικοι εντάχθηκαν στου πειρατικούς στόλους και συνέπραξαν παρέα με τους πειρατές. Οι γυναίκες υπερτερούσαν 4:1 προς τους ντόπιους άνδρες και περιγράφονται ως ανεξάρτητες. Δεν ήθελαν συζύγους και ζούσαν ελεύθερα με τους πειρατές. Αυτή η σχέση των κατοίκων της Μυκόνου και ιδιαίτερα των γυναικών με τους πειρατές φαίνεται να είχε περάσει και στην λαϊκή παράδοση του νησιού. Σε δημοσιευμένη έρευνα του 1941 έχε καταγραφεί έθιμο όπου τα κορίτσια του νησιού φτιάχνουν στην άμμο έναν άνθρωπο που αναπαριστά τον νεκρό πειρατή «Κραντονέλλο». Τον νεκροστολίζουν με φύκια και άνθη αποκλειστικά της θάλασσας και στην συνέχεια λένε τον παρακάτω στίχο: «Κραντονέλλο, Κραντονέλλο, όταν σε’ παιρνε το ρέμα, ας με έπαιρνε και μένα» και χοροπηδώντας επάνω στο ομοίωμα εξαφανίζουν κάθε ίχνος από τον νεκρό Κραντονέλλο.[2] Το έθιμο, που στις μέρες μας έχει απαλειφθεί, ίσως να διατηρεί μια καθημερινότητα του παρελθόντος όπου στις ακτές του νησιού θα ξεβράζοντας άψυχα σώματα πειρατών, που ήταν τόσο αγαπητοί στις γυναίκες της Μυκόνου.  

Ερημώσεις οικισμών και μετακινήσεις

Οι συχνές πειρατικές λεηλασίες των νησιών του 16ου αιώνα ως και τις αρχές του 18ου είχαν ως αποτέλεσμα την ερήμωση τους. Τέτοια νησιά ήταν τα Κύθηρα, η Σάμος, η Ίος, η Φολέγανδρος, η Σίφνος, η Ηρακλειά, και η Σχοινούσα. Επίσης υπήρχαν πολλές μαζικές μεταναστεύσεις εξ’ αιτίας των πειρατικών οχλήσεων.

Η Σάμος για παράδειγμα από το 1475 και για 100 περίπου χρόνια παρέμενε έρημη εξαιτίας των συχνών πειρατικών επιθέσεων. Η Πύλη επανοίκισε το νησί από το 1577 παραχωρώντας προνόμια στους νέους κατοίκους.

Δύο χρόνια μετά, εποικίστηκε και το νησί της Ίου με αλβανούς, που είχε ερημωθεί το 1558 μετά από πειρατική εισβολή.

Το 1660 οι κάτοικοι της Σίφνου εγκαταστάθηκαν στην Κίμωλο, χτίζοντας ένα νέο χωριό, και στην Φολέγανδρο που ήταν έρημη και ακατοίκητη.

Το 1660 ο τούρκος πειρατής Ντουρατζήμπεης λεηλάτησε το Γαλαξίδι. Έσφαξε, βίασε και έκαψε την πόλη. Οι εναπομείναντες κάτοικοι κατέφυγαν στα βουνά ερημώνοντας την πόλη και επέστρεψαν 13 χρόνια μετά όταν πληροφορήθηκαν τον θάνατό του.

Το 1613 οι κάτοικοι του Γέροντα της Μικράς Ασίας εγκατέλειψαν τις εστίες τους και εγκαταστάθηκαν στην Κω.

Το 1642 όλοι οι κάτοικοι της Ηρακλειάς και της Σχοινούσας εγκατέλειψαν τις εστίες λόγω πειρατικών οχλήσεων.

Το 1670 (για άλλους 1673) η οικογένεια των Γιατραίων από την Μάνη, μετά από ξέσπασμα βεντέτας με την οικογένεια των Στεφανοπουλέων, και με την απειλή του πειρατή Γερακάρη μεταναστεύουν με 570 άτομα στην Τοσκάνη, όπου και δεν γυρίζουν ποτέ.  Λίγα χρόνια μετά του 1675 η οικογένεια Στεφανόπουλου, μετά από τις κτηνωδίες που διέπραττε ο πειρατής Γερακάρης σε βάρος τους με 730 άτομα, μεταναστεύουν στην Κορσική όπου επίσης δεν ξαναγυρίζουν ποτέ.[3]

Κινήσεις των κατοίκων για την αντιμετώπιση των επιδρομών.

Τα νησιά και πολλές παραθαλάσσιες περιοχές είτε μέσω της κεντρικής διοίκησης ( Πύλη, βενετική διοίκηση) είτε αυτόνομα, προσπάθησαν να οργανώσουν ένα σύστημα άμυνας απέναντι στους πειρατές. Φτιάχτηκαν νέα φρούρια ή επισκευάστηκαν τα παλιά. Μεταξύ 16ου και 17ου αιώνα επισκευάστηκαν τα κάστρα στα Κύθηρα, στη Λήμνο, στην Λέσβο, στην Νάξο, στη Κεφαλονιά , στη Ζάκυνθο, στη Κω και στο Καστελόριζο, έτσι ώστε να μπορέσουν να προστατευτούν οι κάτοικοι από τις πειρατικές επιδρομές. Οργανώθηκε φρούρηση στις παραλίες και υπήρχαν άτομα που ειδοποιούσαν τους κατοίκους για την έλευση πειρατών, με φωτιές που άναβαν από τις βίγλες (παρατηρητήρια). Οι κάτοικοι της Τήνου από τα μέσα του 16ου αιώνα πραγματοποιούσαν βάρδιες σε πύργους και βίγλες συνολικά σε 24 σημεία του νησιού. Βίγλες σώζονται και στο νησί της Σίφνου. Είναι στρογγυλά χτίσματα στις κορυφές του νησιού και είναι τοποθετημένα έτσι ώστε να έχουν θέα του άλλου δεξιά και αριστερά. Έτσι δημιουργούσαν μια αλυσίδα που κάλυπτε όλο το νησί από τον νότο στην δύση και έτι με φωτιές ή με καπνό ειδοποιούσαν το νησί για τον ερχομό πειρατών. Τέτοιες αλυσίδες από βίγλες υπάρχουν ακόμα στην Κρήτη και στην Χίο. Επίσης γύρω στον 16ο αιώνα οι οικισμοί οχυρώνονται και η κατασκευή οικιών προσανατολίζεται και αποκτά αμυντικό χαρακτήρα. Στην Άνδρο και στα Μεστά της Χίου οι ακραίοι τοίχοι του οικισμού δεν είχαν παράθυρα στο εξωτερικό και ενώνονταν μεταξύ τους δημιουργώντας ένα αδιαπέραστο τοίχος και οι δρόμοι είχαν πύλες ώστε να κλείνουν κάθε νύχτα. Η ίδια αρχιτεκτονική επικρατεί και στην Μόλυβο της Λέσβου.

Ελευθερόκοκκος


[1] Κακάβι στην τοπική διάλεκτο της Μάνης σημαίνει κατσαρόλα. Η παράδοση θέλει τους μανιάτες να εφορμούν στα ναυαγισμένα πλοία με κατσαρόλες στα κεφάλια για κράνη.

[2] Για περισσότερα βλ .Αλεξάνδρα Κραντονέλλη,  Ιστορία της Πειρατείας – Στους Μέσους χρόνους της Τουρκοκρατίας 1538-1699, σελ. 410-411, όπου αναφέρεται στην Κατερίνα Κακούρη: Ο Κραντονέλλος της Μυκόνου, Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών 1941

[3] Ο πειρατής Γερακάρης ήταν παντρεμένος με κόρη της οικογένειας Γιατραίων όπου κλέφτηκε με κάποιον από την οικογένεια Στεφανάκου. Ο Γερακάρης συμμάχησε με του Οθωμανούς, έγινε μπέης όλης της Μάνης και εκδικήθηκε και τις δύο οικογένειες, σκοτώνοντας αρκετούς, μέχρι που αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν.

Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.174, Σεπτέμβριος 2017

πηγη: https://anarchypress.wordpress.com

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου