Loading...

Κατηγορίες

Δευτέρα 20 Φεβ 2023
Γερμανία / Οι εκλογές για το Βερολίνο τρόμαξαν το Βερολίνο
Κλίκ για μεγέθυνση

 


 

Το Βερολίνο δεν ήταν ποτέ ακριβώς Γερμανία. Οι Δυτικοβερολινέζοι ένιωθαν πάντα διαφορετικοί από τους Δυτικογερμανούς και οι Ανατολικοβερολινέζοι ελαφρώς ανώτεροι από τους Ανατολικογερμανούς. Αυτό δεν έχει αλλάξει εντελώς, αν και οι ορδές των «Νεοβερολινέζων» τα τελευταία είκοσι χρόνια σίγουρα έχουν αλλοιώσει τον χαρακτήρα της πόλης.

 

Συνεπώς, το αποτέλεσμα των τοπικών εκλογών της περασμένης Κυριακής, με τον «θρίαμβο» της Χριστιανοδημοκρατίας, θα πρέπει πάντα να ερμηνεύεται λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της πρωτεύουσας. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι ο τρικομματικός συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών-Πρασίνων-Αριστεράς κυβερνά εδώ και έξι χρόνια και είναι λογικό να υπόκειται σε μια φυσιολογική φθορά μιας (μητρο)πόλης που θυμίζει μια παραφουσκωμένη βαλίτσα, έτοιμη να σκάσει.

Ομως σίγουρα το αποτέλεσμα δεν προκύπτει μέσα σε «κενό αέρος». Έχει δηλαδή επηρεαστεί και από τη συνολικότερη πολιτική κατάσταση στη χώρα. Άλλωστε, όπως συμβαίνει σε κάθε εκλογική διαδικασία σε ένα ομόσπονδο κρατίδιο, οι νικητές μιλούν για «προάγγελο των εξελίξεων» σε ομοσπονδιακό επίπεδο και οι ηττημένοι προτιμούν να στέκονται στις τοπικές ιδιομορφίες.

Μια γενικότερη τάση

Στη συγκεκριμένη λοιπόν περίπτωση, η επικράτηση των Χριστιανοδημοκρατών, που κατάφεραν μέσα σε δεκαέξι μήνες να ανεβάσουν τα ποσοστά τους κατά 10 μονάδες, βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία και με τις εθνικές δημοσκοπήσεις. Το 28% της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) είναι ανάλογο των ποσοστών που φαίνεται να διατηρεί σταθερά και ως πρώτη δύναμη σε όλες τις μετρήσεις σε εθνικό επίπεδο.

Αντιθέτως, το κόμμα του καγκελάριου Όλαφ Σολτς, το SPD, μετά βίας αγγίζει το 20% και στις εκλογές στο Βερολίνο έμεινε στο 18,4%, ελάχιστα πάνω από τους Πράσινους, που φιλοδοξούσαν να έρθουν δεύτεροι και να διεκδικήσουν αυτοί τη θέση της δημάρχου για λογαριασμό της υποψήφιάς τους Μπετίνα Γιάρας, εκτοπίζοντας τη σοσιαλδημοκράτη Φραντσίσκα Γκίφαϊ.

Οσο κι αν τα δύο κόμματα προσπάθησαν να μετριάσουν τις αρνητικές πλευρές αυτού του αποτελέσματος, είναι σαφές ότι στις ηγεσίες τους σε εθνικό επίπεδο προκαλεί προβληματισμό. Το ίδιο ισχύει ακόμα πιο έντονα για τους Φιλελεύθερους (FDP) του υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ. Το κόμμα του έμεινε εκτός Βουλής στο Βερολίνο, και το ίδιο θα συνέβαινε μάλλον και σε εθνικό επίπεδο αν γίνονταν τώρα εκλογές.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση βρίσκονται τρία κόμματα που βλέπουν ότι η συνεργασία τους αφενός είναι δύσκολη, αφετέρου κοστίζει. Αυτό θα επηρεάσει τις κινήσεις τους το επόμενο διάστημα, έστω κι αν οι επόμενες εθνικές εκλογές είναι ακόμα μακριά.

 

Για τον Ό. Σολτς η πτωτική πορεία θα πρέπει κάποια στιγμή να αναστραφεί. Μπορεί ο ίδιος να έχει αξιοποιήσει το «δικαίωμα» να πάρει κάποιες αποφάσεις σε περιπτώσεις διχογνωμίας, αλλά δίνει περισσότερο την εικόνα πως τρέχει πίσω από τις εξελίξεις. Αναγκάζεται κατά καιρούς απλώς να υποχωρήσει στις αφόρητες πιέσεις που δέχεται άλλοτε από τους κυβερνητικούς εταίρους και άλλοτε από τους ΝΑΤΟϊκούς συμμάχους. Οι γκρίνιες μέσα στο κόμμα δεν λείπουν, όπως και η αμφισβήτηση για το αν ο καγκελάριος θα μπορέσει να δείξει την απαραίτητη πυγμή που αρμόζει στη θέση του και να βελτιώσει την αποδοχή τόσο τη δική του όσο και του κόμματος από την κοινωνία.

Πώς να ξεχωρίσεις;

Για τους Πράσινους παραμένει πάντα ως στόχος να πετύχουν σε ομοσπονδιακό επίπεδο αυτό που δεν μπόρεσαν για μόλις 105 ψήφους στο Βερολίνο την περασμένη Κυριακή. Να περάσουν δηλαδή μπροστά από το SPD και να διεκδικήσουν «ισότιμα» την καγκελαρία στις εθνικές εκλογές του 2025. Αυτό είναι πολύ πιθανό να δώσει ακόμα περισσότερη συχνότητα στις διαφοροποιήσεις, αλλά και στα «τσιμπήματα» που παρατηρούνται συχνά μεταξύ της ΥΠΕΞ Αναλένας Μπέρμποκ και του αντικαγκελάριου και υπουργού Οικονομικών Ρόμπερτ Χάμπεκ. Η εξαιρετικά φιλόδοξη Μπέρμποκ μοιάζει πάντα ένα βήμα μπροστά από τον συχνά αμήχανο «σύντροφό» της και είναι σίγουρο ότι σ’ αυτή τη γραμμή θα κινηθεί και στο μέλλον.

Για τους Φιλελεύθερους τα πράγματα είναι ακόμα πιο περίπλοκα. Μπορεί να δηλώνουν ότι δεν προτίθενται να αρχίσουν «αντάρτικο» εντός της κυβέρνησης αντιπολιτευόμενοι ως… συμπολίτευση, αλλά θα πρέπει με κάποιον τρόπο να μπορέσουν να διαφοροποιηθούν από τα άλλα δύο κόμματα και να πείσουν για τη χρησιμότητά τους. Αλλιώς κινδυνεύουν να δικαιώσουν τον τίτλο του κόμματος «ασανσέρ», που τη μία φορά μπαίνει οριακά στη Βουλή και την επόμενη μένει εκτός. Μένει να φανεί πώς ο Κρίστιαν Λίντνερ προτίθεται να βελτιώσει το προφίλ του κόμματός του. Η υποψία είναι πως θα μπορούσε να επιμείνει ακόμα πιο έντονα σε ζητήματα δημοσιονομικής πειθαρχίας τόσο εντός Γερμανίας όσο και στο πλαίσιο της Ε.Ε. Είναι μια ρητορική που ακουμπάει σημαντικά κομμάτια της μεσαίας τάξης και χαμηλότερων εισοδηματικά στρωμάτων, που δεν έχουν ισχυρά αντισώματα απέναντι σε αυτής της κατηγορίας τον λαϊκισμό.

Ολα αυτά συνηγορούν στην εκτίμηση πως η κυβέρνηση Σολτς-Μπέρμποκ-Χάμπεκ-Λίντνερ δεν θα είναι και η πιο στιβαρή, αλλά ούτε και ευκίνητη το επόμενο διάστημα, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό τόσο για τη Γερμανία όσο και για την Ευρώπη.

Ο πόλεμος διχάζει την Αριστερά

Οταν το βράδυ της περασμένης Κυριακής ανακοινώνονταν οι πρώτες εκτιμήσεις για το εκλογικό αποτέλεσμα στο Βερολίνο, στα γραφεία της Die Linke ακούστηκαν πανηγυρισμοί. Ο λόγος δεν ήταν κάποια εκλογική νίκη, αλλά το γεγονός ότι οι φόβοι για σημαντικές απώλειες δεν επιβεβαιώθηκαν. Το κόμμα της Αριστεράς έχασε τελικά μόλις 2 μονάδες και κατάφερε να κρατηθεί στην τέταρτη θέση, με ποσοστό 12%. Η αντίδραση μαρτυρά την αγωνία που υπάρχει τόσο στην ηγεσία όσο και στη βάση ενός κόμματος που μοιάζει να αναζητά απεγνωσμένα τον εαυτό του.

H Die Linke έχει καταφέρει να κρατήσει τα διψήφια ποσοστά της στη γερμανική πρωτεύουσα από το 2011, αλλά η πορεία συνολικά στη χώρα είναι πτωτική. Στο Βερολίνο είχε να διαχειριστεί το λάθος των αρχών της χιλιετίας, όταν μαζί με τη Σοσιαλδημοκρατία αποφάσισαν να ιδιωτικοποιήσουν 65.000 κατοικίες για να σώσουν από τη χρεοκοπία την τοπική κυβέρνηση. Τότε η πόλη αριθμούσε 500.000 κατοίκους λιγότερους και δεν υπήρχε το σημερινό οξύτατο στεγαστικό ζήτημα, που οδήγησε στο δημοψήφισμα του 2021 υπέρ της επανακρατικοποίησης ιδιωτικών διαμερισμάτων, αίτημα που φυσικά στήριξε η Die Linke. Αλλά η «αμαρτία» εκείνης της εποχής την κυνηγά ακόμα.

Ενα δεύτερο διχαστικό ζήτημα έχει να κάνει με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η πρωτοβουλία της «ατίθασης» Ζάρα Βάγκενκνεχτ να δημοσιεύσει ένα «μανιφέστο για την ειρήνη» μαζί με προσωπικότητες που μόνο αριστερές δεν τις λες έδωσε τροφή για επικρίσεις. Το κείμενο δεν ζητά βεβαίως «υποταγή της Ουκρανίας», όπως διέγνωσαν μερικοί, αλλά διάλογο με πιο ενεργητική συμμετοχή της Γερμανίας και εγγυήσεις ασφάλειας για την αμυνόμενη χώρα. Τελικά η ηγεσία του κόμματος τάχθηκε υπέρ της συμμετοχής των μελών σε διαδηλώσεις για την ειρήνη, ζητώντας να υπάρχει σαφής αποστασιοποίηση από δεξιούς κύκλους που θα επιχειρήσουν να εμφανιστούν ως φιλειρηνιστές.

πηγη: https://www.avgi.grπηγη: https://www.avgi.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου