Loading...

Κατηγορίες

Παρασκευή 30 Δεκ 2022
Ότι είναι βίαιο δεν διαρκεί. Quod est violentum, non est durabile
Κλίκ για μεγέθυνση















Νίκος Καζαντζάκης





30.12.2022, 10:33
 
 

«Ομηρική μονομαχία στην Τροία και καζαντζακική στον Ψηλορείτη»

Μονομαχία Έκτορα – Αίαντα. Μια τιτανομαχία που έληξε ειρηνικά με ανταλλαγή δώρων.Από τη ραψωδία Ή της Ιλιάδος.

Ο Αίας ο Σαλαμίνιος, ο πύργος των Αχαιών, φόρεσε τα άρματα από αστραφτερό χαλκό γρήγορα γρήγορα και όρμησε μπροστά, ίδιος ο Άρης πάλλοντας το κοντάρι του μ` ένα άγριο χαμόγελο στα χείλη. Οι Αργίτες χάρηκαν θωρώντας τον, όμως οι Τρώες ένιωσαν
άγριο φόβο να τους κυριεύει καθώς έβλεπαν την ορμή και τη δύναμη προσωποποιημένη.

Ακόμα και του Έκτορα βαριά η καρδιά χτυπούσε, να φύγει όμως δεν μπορεί, αφού `χε αντροκαλέσει. Ο Αίας με τεράστια ασπίδα πλησιάζει, φτιαγμένη από δέρματα εφτά βοδιών μεγάλων και στρώση είχε από χαλκό που δόρυ δεν τρυπούσε. Τα δέρματα τα δούλεψε ο πρώτος ο ταμπάκης, Τυχίο τον καλούσανε πετσωματής σπουδαίος που την ασπίδα έστρωσε μ` εφτά τομάρια ταύρων και πάνω τους εφάρμοσε τη χάλκινη τη στρώση και δεν μπορούσε δόρυ πια να την διαπεράσει. Μ` αυτήν προστατευότανε ο γιος του Τελαμώνα ο ξακουστός σ` όλη τη γη ο Αίας ο γενναίος. Πλησίασε τον Έκτορα και δυνατά του λέει.

«Γιε του Πριάμου αρχηγέ των Τρώων, μπορεί ο πιο δυνατός από μας ο ανίκητος Αχιλλέας να μην πολεμά γιατί έχει θυμώσει με τον αρχηγό μας τον Αγαμέμνονα, αλλά πρέπει να ξέρεις ότι είμαστε πάρα πολλοί που μπορούμε να ανταποκριθούμε στο αντροκάλεσμα σου.
Εμπρός λοιπόν, τον πόλεμο άνοιξε πρώτος εσύ και χτύπα!»

Ο Έκτορας απάντησε: « Αία το γνωρίζω ότι είσαι σπουδαίος πολεμιστής αλλά δε σε φοβάμαι. Γνωρίζω από πόλεμο, μάχες και μονομαχίες. Γνωρίζω από όπλα, ασπίδες, κοντάρια, άρματα, άλογα. Γνωρίζω πολύ καλά τον χορό του πολέμου που έχει κορυφαίο χορευτή τον γιο του Δία τον θεό του πολέμου Άρη. Δεν είμαι παιδί ή γυναίκα που δε γνωρίζουν τον πόλεμο. Δε με τρομάζει κανείς αντίπαλος ούτε τα βαριά του λόγια και οι καυχησιές του. Δε θα σε κτυπούσα ποτέ πισώπλατα. Η μονομαχία μας θα είναι καθαρή και φανερή σε όλους».

Αμέσως εξακόντισε με δύναμη το μακρύ του δόρυ που βρήκε την ασπίδα του Αίαντα και πέρασε την χάλκινη στρώση και τις έξι, από τις επτά, στρώσεις των δερμάτων.

Απάντησε αμέσως ο Αίας σημαδεύοντας τον Έκτορα με το μακρύ του κοντάρι. Η αιχμή του δόρατος πέρασε όλα τα στρώματα της ασπίδας, τρύπησε τον χάλκινο θώρακα και έφτασε στη σάρκα σκίζοντας τον χιτώνα του Έκτορα. Έπειτα όρμησε ο ένας εναντίον του άλλου σαν λιοντάρια ή σαν κάπροι που παλεύουν για το ταίρι τους. Η μπίκα του δόρατος του Έκτορα ζέβλωσε όταν κτύπησε με δύναμη την ασπίδα του Αίαντα στο κέντρο της. Ο Αίας μ` ένα άλμα βρέθηκε κοντά στον Έκτορα και τον κτύπησε με το ακόντιο. Ο Έκτορας καλύφθηκε με την ασπίδα αλλά η αιχμή τον βρήκε λίγο στον λαιμό και τον λάβωσε. Ο Πριαμίδης πιάνει μια μεγάλη μαύρη, τραχιά πέτρα και την πετά με δύναμη στον Αίαντα. Εκείνος την απέκρουσε με την ασπίδα του. Η πέτρα βρήκε την ασπίδα στον ομφαλό, στη μέση, και μέγας βρόντος ακούστηκε καθώς έπεσε η πέτρα πάνω στο χάλκινο στρώμα της ασπίδας. Ο Αίας σήκωσε και αυτός μια μυλόπετρα ακόμα μεγαλύτερη και την εκσφενδόνισε εναντίον του αντιπάλου του και του έσπασε την ασπίδα. Το κτύπημα από την ασπίδα μεταφέρθηκε στον Έκτορα, που έχασε την ισορροπία του, παραπάτησε και έπεσε κάτω από την τσακισμένη ασπίδα του. Όμως εκεί που έπεσε εκεί και πετάχτηκε όρθιος πάνω, με τη βοήθεια του Απόλλωνα. Ήταν η ώρα να κτυπηθούν με τα ξίφη. Όμως στην αρένα της μονομαχίας εμφανίστηκαν οι κήρυκες των θεών και των ανθρώπων, οι μεσάζοντες. Ήταν ο Ιδαίος και ο Ταλθύβιος που έστελναν οι Τρώες και οι Αχαιοί για να κάνουν τον σασμό. Οι δυο σοφοί κήρυκες στάθηκαν ανάμεσα στους αντιμαχόμενους και σήκωσαν ψηλά τα σκήπτρα τους, τα ιερά τους κηρύκεια που συμβόλιζαν την εξουσία που τους είχε δώσει ο θεός των κηρύκων, ο Ερμής. Μίλησε πρώτος ο Ιδαίος.

« Άντρες γενναίοι και οι δυο, ατρόμητοι λεβέντες, τη μάχη αμέσως πάψετε πριν πέσετε στο χώμα ξέπνοοι και χωρίς ζωή στα άψυχα κορμιά σας. Ο Δίας που μας κυβερνά σας θέλει και τους δύο γιατί πολύ σας αγαπά και ξέρει την αξία και την τιμή που έχετε στο αντροπάλεμα σας. Πρέπει να σταματήσετε, έφτασε και η νύχτα κι εσείς ακόμα μάχεστε μα δεν το θέλει ο Δίας εσείς να συνεχίσετε μέσα στη μαύρη νύχτα».

Ο Αίας είπε στον Ιδαίο: « Ας αποφασίσει ο Έκτωρ πως θα συνεχίσουμε μια που εκείνος προκάλεσε αυτήν τη μονομαχία».

Είπε τότε ο Έκτωρ: « Ω Αίαντα περήφανε, θεόρατε στο μπόι αλλά και σε παλληκαριά, σε γνώση και αξία. Απ` όλους τους συντρόφους σου πρώτος στο δόρυ είσαι. Προτείνω εδώ να πάψουμε τη μάχη ανάμεσα μας και δώρα ν` ανταλλάξουμε ενθύμια φιλίας και σεβασμού στον πόλεμο τον αναμεταξύ μας».
 

Μονομαχία καπετάν Μανούσακα – Νουρήμπεη στην Κρήτη του 1889. Μια αιματηρή σύγκρουση που έληξε με τον θάνατο του ενός και τον βαρύ τραυματισμό του άλλου.

Νίκου Καζαντζάκη, « Ο καπετάν Μιχάλης» σ.222-227.

Ελεύθερη απόδοση με σεβασμό στο αυθεντικό κείμενο του συγγραφέα.

Ένας λιγερόκορμος νεαρός καβαλάρης με άσπρο σαρίκι και ασημένιες πιστόλες και μαχαίρια στο ζωνάρι, έφτασε στα κτήματα του καπετάν Μανούσακα, αδελφού του καπετάν Μιχάλη. Ο Μανούσακας ξεχώρισε το καταστρόγγυλο, κάτασπρο πρόσωπο του Νουρήμπεη με το μαύρο μουστάκι και αποθαύμασε το περήφανο άτι του.

Ο Μανούσακας κατάλαβε: Εμένα θέλει ο σκύλος, είπε μέσα από τα δόντια του.

-Ωρα καλή καπετάν Μανούσακα!

-Καλώς τον καπετάν Νουρήμπεη. Για πού με το καλό;

-Εσένα θέλω, είπε και γέλασε. Εσύ δε σήκωσες ένα γάιδαρο στους ώμους σου και τον έβαλες μέσα στο ιερό τζαμί μας να προσκυνήσει; Ήρθα να δω τι πλάτες είναι αυτές που σήκωσαν ένα μεγάλο γάιδαρο.

-Τις πλάτες μου δε θα τις δεις ποτέ. Ο Μανούσακας πλάτες δε δείχνει.

-Άμα δει ζόρι και τον πισινό του θα δείξει.

-Σκύλος δε με δάγκασε να μη λυσσάξει. Έχε το νου σου.

-Θεριό είμαι κι εγώ Μανούσακα. Μα δεν είναι πρέπον να παινεύομαι.

-Ίντα ζητάς στον τόπο μου; τι θέλεις;

-Μανούσακα, πρέπει να πλερώσεις για τη μεγάλη προσβολή που έκαμες στην Τουρκιά.

-Να πλερώσω. Έκαμα το κέφι μου, να πλερώσω. Νάρθει ο χαρατσάρης να πλερώσω.

-‘Ηρθε του απάντησε ο Νουρήμπεης.

-Του λόγου σου;

-Ναι, του λόγου μου. Με πέμπει η Τουρκιά που τη ξεγιβέντισες. Με πέμπει και ο κύρης μου από τον Άδη που τον σκότωσε το σόι σου. Έχω πολλά να ξεπλερώσω στο σόι σου Μανούσακα. Προχτές ακόμα, ο αδερφός σου ο καπετάν Μιχάλης μπήκε καβαλάρης μέσα στον τούρκικο καφενέ, πέταξε όξω με το κριμπάτσι τους αγάδες, άδειασε τον καφενέ και ζήτησε να πιει μόνος τον καφέ του μέσα στο δικό μας καφενέ. Βοά η Τουρκιά του Μεγάλου Κάστρου. Ζητά εκδίκηση. Δε μπορώ να χτυπηθώ με τον καπετάν Μιχάλη. Είμαστε αδερφοκτοί. Θα κτυπηθώ με σένα.

Περπάτησαν μέχρι το αλώνι του Μανούσακα και αποφάσισαν να κτυπηθούν εκεί. (2).

Ο Νουρήμπεηης έδεσε το άλογο του σ` ένα χαμοπούρναρο, να μη βλέπει τον σκοτωμό που θα γίνει. Την ίδια ώρα ο Μανούσακας καθάριζε το αλώνι από τις πέτρες και τα ξύλα που είχαν μαζευτεί με τον καιρό.

-Έχουμε τόπο είπε ο Μανούσαακας. Σ` αυτό το αλώνι αν θέλουμε γλεντάμε αν θέλουμε σκοτωνόμαστε. Ίντα θέλεις Νουρήμπεη;

-Να σκοτωθούμε.

-Όπως αγαπάς.

Ο Νουρήμπεης ένιωθε τη δύναμη του πάνω από τη δύναμη του Μανούσακα. Ο θυμός του για το σόι του αντιπάλου του, είχε ξεχειλίσει την κούπα της υπομονής του. Ήταν και πιο νέος, είχε εμπιστοσύνη στη δύναμη του. Επαέ στην Κρήτη λέμε πως δεν πάει για σκοτωμό ο ίσος μα ο περίσος.(1). Σφίγγω το ζωνάρι μου και ανασκουμπώνομαι.

-Κι εγώ βγάζω από το ζωνάρι τις μπιστόλες μου. Η μια μου χρειάζετα, την άλλη, θωρείς, την κρεμώ στο κλαδί.

-Νουρήμπεη, κρέμασε και την άλλη. Ωραίες είναι. Θα τις πάρω να τις κρεμάσω στον τοίχο του σπιτιού μου άμα σε σκοτώσω.

Μανούσακα οψές το μεσημέρι που περνούσες από το μετόχι μου στάμάτησες, έβγαλες τη μπιστόλα σου, έριξες του αέρα και μ` αντροκάλεσες.

Φώναξες δυνατά: «Σκουτελοβαρίσκω σου, Νουρήμπεη» κι εγώ αντιστέκομαι σου μωρέ Μανούσακα. Όποιον πάρει ο Χάρος είπε ο Νουρήμπεης και βρόντηξε με τη μπιστόλα του στον αέρα. Κρέμασε την κουμπούρα, άχνιζε ἀκόμα, δίπλα στὴν ἄλλη.

Στάθηκε ὁ ἕνας απέναντι στὸν ἄλλο, μὲ ἀνοιχτά, τὰ πόδια. Κοιτάχτηκαν· δὲν εἶχαν ἀκόμα ἀνάψει τα αἷματά τους, περίμεναν κοίταζοντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.

Έψαχναν νὰ βροῦν λόγια χοντρά, προσβλητικά, γιὰ ν' ἀγριέψουν, νὰ τους έρθει η διάθεση νὰ σκοτωθοῦν.(3).

Φτύνω τὰ γένια του Μουχαμέτη σου! είπε ὁ Μανούσακας κι έφτυσε στον αέρα.

Φτοῦ στὸ Χριστό σου τὸν μπάσταρδο! Απάντησε ο Νουρής.

Ἔβρισαν τοὺς Θεούς τους, μὰ τὰ αἷματά τους δὲν ἔπαιρναν φωτιά. Τα βαλαν ὕστερα μὲ τὴν Παναγιὰ καὶ μὲ τὸ σουνούτεμα, μὲ τὸ Σουλτάνο καὶ τὴ ρωμιοσύνη· μὰ δὲ φανατίστηκαν όσο χρειά ζονταν γιὰ νὰ σκοτωθοῦν.

- Γιά πές, μωρέ Νουρή, ἀλεύρι!

Ο Νουρής φοβήθηκε τὴν παγίδα, κρατήθηκε· ἀκούμπησε το χέρι του στη μέση, περίμενε.

- Γιὰ πὲς ἀλεύρι, ξανασούριξε ὁ Μανούσακας· ὁ καπετάν Μιχάλης σε γυρεύει! Σ' ἔπιασε, λέει, ἀπὸ τὴ ζωνάρα καὶ σὲ σφεντούρηξε πάνω στα κεραμίδια. Ετσά θα σ` αρπάξω κι εγώ.

Εἶπε, καὶ χύθηκε νὰ τὸν πιάσει ἀπὸ τὴ μέση. Μα αὐτὸς ἀναζεύλισε σβέλτα, ξέφυγε· ἔδωκε ἕνα σάλτο πίσω, τράβηξε ἀπὸ τὴ ζώνη του τὸ δίστομο μαυρομάνικο. Τὰ μάτια καὶ τῶν δύο γέμισαν αἷματα.

- Γκιαούρη!

– Σκύλε!

Σήκωσε ὁ Νουρῆς τὸ μαχαίρι, χίμηξε· μὰ πρόλαβε ὁ Μανού σακας, ζεύλωσε το κορμί, παρά τρίχα να πέσει ο μπέης καταγῆς. Ο Μανούσακας, ὡς ήταν ζευλωμένος, ἔδωκε μιὰ μὲ τὴν κεφάλα του, με όλη του τὴ δύναμη, καὶ τὸν κουτούλησε στην κοιλιά. Κόντεψε να λιποθυμήσει ο Νουρής ἀπὸ τὸν πόνο, μὰ πετρο κάρδισε, μάζεψε κι αὐτὸς ὅλη του τὴ δύναμη, κι ὡς ἦταν ἀκόμα σκυμμένος ὁ Μανούσακας, τοῦ 'μπηξε το μαχαίρι πέρα ως πέρα στα νεφρά. Μπήκε βαθιά, έσπασε κόκαλα· ἔσκυψε ὁ Νουρής, τὸ ξεκάρφωσε, τὸ αἷμα τινάχτηκε ζεστό καὶ τὸν περίλουσε. Εσυρε φωνὴ χαρούμενη, έγλειψε λαχταριστὰ τὴ λάμα του μαχαιριοῦ, ἀλείφτηκαν τα χείλια του καὶ τὰ μουστάκια του μ' αίματα.

- Γιὰ τὸν κύρη μου! φώναξε παίρνω τὸ αἷμα του πίσω!

Ο Μανούσακας παραπάτησε, στηρίχτηκε στον κορμό του δέντρου.

- Σκύλε, μουρμούρισε, μ' ἔφαγες.

-Ξοφλήσαμε, απάντησε ο Νουρήμπεης.

Τὸν ζύγωσε ἀργοπατώντας, στραβοπατώντας, σὰ λιοντάρι.Τὰ ρουθούνια του ἀνοιγόκλειναν μυρίζοντας το αίμα.

- Έλα πιὸ κοντά... Ελα πιο κοντά... μουρμούριζε ὁ Μανούσακας, ποὺ ἔνιωθε νὰ χάνεται ἡ δύναμή του . Ο Νουρής πλησίασε μὲ τὸ μαχαίρι σηκωμένο.

- Αλλη μια μαχαιριά, φώναξε ζυγώνοντας, ἄλλη μιά, γκιαούρη, στην καρδιά, γιὰ τὴν Τουρκιὰ ποὺ ρεζίλεψες, ἐσύ,κι ὁ καπετάν Μιχάλης, ὁ ἀδερφός σου!

Εἶχε πιὰ πλησιάσει, καὶ ζύγιαζε τὸ μαχαίρι, ποῦ νὰ βρεῖ τὴν καρδιὰ νὰ χτυπήσει· και ξαφνικά χύθηκε σαν ἀστραπή στον πεσμένο Μανούσακα. Αυτός πρόλαβε, ἀναμέρισε, καὶ τὸ μαχαίρι χτύπησε τὸν πουρναρίσιο κορμό γίνηκε δυὸ κομμάτια· μάζεψε ὁ Μανούσακας τὴ δύναμή του, ἔσκυψε καὶ τοῦ 'μπηξε τὸ μαχαίρι του βαθιά στ' ἀχαμνά του.

Μούγκρισε σὰν τὸ βουβάλι ὁ Μπέης, μὰ μπόρεσε, κυβέρνησε τὸν πόνο, ἀνάσπασε ἀπὸ τὸ μαραμένο πια χέρι τοῦ Μανούσακα τὸ μαχαίρι.

-Γιὰ τὴν Τουρκιά! οὔρλιασε καὶ τοῦ τό 'μπηξε στην καρδιά.

Γκρεμίστηκε ὁ Μανούσακας, σωριάστηκε στὴ ρίζα τοῦ πουρναριοῦ· ἀστραπὴ πέρασε ἀπὸ τὸ νοῦ του ἡ γυναίκα του ἡ Χριστινιά, τὰ παιδιά του, ή μάντρα, το μισοκουρεμένο κριάρι κι ὁλομεμιᾶς μαύρη πυκνή πάχνη σκέπασε τὰ μάτια του, δὲν ἔβλεπε πια τίποτα. Χώθηκε μπρούμυτα το κεφάλι του μέσα σὲ μια λακκούβα αἷμα, κόλλησε.

Εἶχε ἀνακαθίσει δίπλα του ὁ Νουρής, τὸ αἷμα ἔτρεχε ἀπὸ τὰ μπατζάκια, λίμναζε στὴ γῆς, πλάι ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ Μανούσακα. Δριμύς, ἀβάσταχτος πόνος τὸν θέριζε. Είχε πιάσει καὶ μὲ τὰ δυό του χέρια τα πληγωμένα του αχαμνὰ καὶ μούγκριζε. Κοίταξε γύρα του ὁ ἥλιος είχε γείρει, τὸ βουνό ἀντιλαλοῦσε ἀπὸ τὰ ἀρνοκούδουνα, ἀγέρας σηκώθηκε.

- Αλλάχ, Αλλάχ, βόηθα με να φτάσω τὸ ἄτι, να καβαλήσω! ἀναστέναξε ο Νουρής κι ἔκαμε νὰ σηκωθεῖ.

Πιάστηκε ἀπὸ τὸν κορμὸ τοῦ δέντρου, ξεκρέμασε τὶς ἀσημένιες πιστόλες, τις πέρασε στη ζώνη του. Έσκυψε, πῆρε τὸ βοσκοράβδι του Μανούσακα να στηρίζεται.

Ο Μανούσακας σφάδαζε μέσα στον επιθανάτιο ρόγχο.

Ο Νουρήμπεης τον κοίταξε και είπε:

-Τήρησα τον όρκο μου Γκιαούρη μα με έφαγες και συ. Καλύτερα να μου κάρφωνες την καρδιά παρά την αντροσύνη μου..

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1). Ίσος πόλεμον ου ποιεί. Παροιμία από την αρχαία Ελλάδα.

(2). Κι επήγαν και παλέψανε στα μαρμαρένια αλώνια,
κι όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει,
κι όθε χτυπάει ο Χάροντας, το αίμα τράφο κάνει. Έπος του Διγενή Ακρίτα

(3). Θυμός εγείρει μάχην, μάχη δε γεννά λοιδορίας, αι δε λοιδορίαι πληγάς, πληγαί δε τραύματα. Εκ δε τραυμάτων, πολλάκις θάνατος. Μέγας Βασίλειος,

 

1*. Αρχιτέκτων. Ιστορικός Αρχιτεκτονικής. Ιστορικός Τέχνης.

2*. Αφιερωμένο στην φίλη Αθανασία Αποστολοπούλου που επιλύει δύσκολα ζητήματα, και θέτει ερωτήματα, δικαιοσύνης, αξιοκρατίας, ακριβοδικίας, αλληλεγγύης και εξουσίας, όπως αυτά ανακύπτουν στις δύσκολες και οριακές συνθήκες των ανθρώπινων σχέσεων.

πηγη: https://www.efsyn.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου