Η ανάληψη καθηκόντων εκπροσώπου κομμάτων ή αξιωματούχων από επαγγελματίες δημοσιογράφους είναι ένα πολύ παλιό και διεθνές φαινόμενο στην πολιτική επικοινωνία. Στις ανεπτυγμένες δυτικές δημοκρατίες, η πρακτική αυτή είναι, δε, πλήρως απαλλαγμένη από δεύτερες σκέψεις που αφορούν στην όποια δεοντολογική πτυχή της.

Στην Ελλάδα, μέχρι σήμερα, τα κόμματα που ανέπτυσσαν με στρατηγικό τρόπο δεξαμενές στελεχών πολιτικής επικοινωνίας ήταν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Άλλωστε, διέθεταν όχι μόνο προνομιακές σχέσεις με κέντρα δημιουργίας τέτοιων στελεχών (δημοσιογραφικοί και εκδοτικοί οργανισμοί, πανεπιστήμια-ελίτ του εξωτερικού, κολλέγια ταχύρρυθμης επανακατάρτισης κ.ά.) αλλά και την απαραίτητη ρευστότητα μέσω αστείρευτης τραπεζικής πίστωσης που επέτρεπε τη δημιουργία in house ολοκληρωμένων υπηρεσιών επικοινωνίας ή πρόσληψης επαγγελματιών εκτός κόμματος. Με την πρόσληψη Τσαπανίδου, ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να εισβάλει σε αυτό το σκηνικό. Ωστόσο, ανάμεσα σε πανηγυρικούς και φιλιππικούς, περισσότερο νόημα έχει να αναζητηθεί το σημειολογικό φορτίο της συγκεκριμένης κίνησης.

Μετά την ιδιωτικοποίηση της ενημέρωσης και την ίδρυση των πρώτων ιδιωτικών σταθμών στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο δημοκρατικός κοινωνικός έλεγχος της ολοένα και αυξανόμενης ισχύος τους είχε γίνει σύνθημα της Αριστεράς. 

Και σωστά. Γιατί η Τέταρτη Εξουσία, εδώ και πολλές δεκαετίες, δεν είναι πια ο περίοπτος δημοκρατικά ελέγχων και κοινωνικά ελεγχόμενος ‘’Τύπος’’. Δεν λειτουργείται από αδάμαστους λύκους της δημοσιογραφικής στέπας, από αδέκαστους και ρομαντικούς ερευνητές όπως αποτυπώνονται στα κινηματογραφικά νουάρ του ’50.

Αντίθετα, σήμερα, σπονδυλική στήλη των συστημικών media είναι δημοσιογράφοι, συχνά απευθείας μετοικούντες από τις καθεστωτικές φοιτητικές παρατάξεις, προστατευόμενοι παραγόντων διαπλοκής, αυτόβουλα και συνειδητά στρατευμένοι στις επιταγές του ιδιοκτήτη ο οποίος προσπαθεί να επιβάλλει στις άλλες τρεις εξουσίες τις δικές του αλλότριες βουλές. Διευκρίνιση: δεν αναφέρομαι στο πλήθος νέων, μαχόμενων και δημοκρατικών δημοσιογράφων που προσφέρουν την εργασία τους αναγκαστικά σε αυτά τα media παλεύοντας να επιβιώσουν με μισθούς 600€.

Και πλέον, εν έτει 2023, οι αλλότριες αυτές βουλές δεν αφορούν μόνο δημόσια έργα ή τραπεζικά συμφέροντα όπως συνέβαινε μέχρι και τη χρεωκοπία του ελληνικού κράτους, αλλά και σκοτεινές συνδιαλλαγές, επιχειρηματίες που βρίσκονται στο επίκεντρο φημών και ερευνών για το οργανωμένο έγκλημα. 

Ειδικά, λοιπόν, σε αυτή την ιστορική περίοδο, η Αριστερά οφείλει να καταδεικνύει ότι ο έλεγχος της ιδιωτικής ενημέρωσης και των πιστών στρατιωτών της, ακόμα και αν δεν ελέγχεται από το Σύνταγμα με τον ίδιο τρόπο που ελέγχονται οι άλλες τρεις εξουσίες, μπορεί και πρέπει να ασκηθεί αποτελεσματικά στο πεδίο της πραγματικής δημοκρατίας. 

Και το ερώτημα εν προκειμένω είναι αν αυτό το κριτήριο χαρακτηρίζει την επιλογή Τσαπανίδου. Η εν λόγω δημοσιογράφος, απ’ όσο γνωρίζω, δεν έχει βάλει τη σφραγίδα της σε κάποιο συλλογικό ή έστω εμβληματικό αγώνα που να αφορά στην ελευθερία της έκφρασης, του Τύπου, στην δημοκρατική ενημέρωση. Φυσικά, ούτε έχει πάρει θέση εναντίον τέτοιων αγώνων. Τεχνοκρατικά μιλώντας, σαν δημοσιογράφος υπήρξε επαγγελματικότατη. Και από την άλλη, δεν απαιτείται από κανέναν να επιδεικνύει αγωνιστικά μετάλλια. Η επαγγελματική αξιοπρέπεια αφ’ εαυτής δεν είναι ασήμαντη κατάκτηση στους καιρούς μας. Μιλώντας τη γλώσσα του management, η επιλογή της από τον Αλέξη Τσίπρα είναι, λοιπόν, ‘’επιτυχής’’. 

Εκτός όμως από επιτυχής, είναι και μία επιλογή διαχειριστική, μια προσθήκη ποδοσφαιρικής λογικής: ‘’είναι καλή, κάνει τη δουλειά, δεν έχει πρόβλημα με τη φανέλα, πόσα θέλει, φέρ’ την’’. Όσο αθώα και ΟΚ και αν φαίνεται αυτή η προσέγγιση, ενισχύει το φαινόμενο των συγκοινωνούντων δοχείων που συμπλέκει επικίνδυνα - και συχνά αντιδημοκρατικά  - τα συστημικά κόμματα με τα ΜΜΕ. Σε μια περίοδο που μονοπωλείται από το υπερσκάνδαλο Καϊλή, μιας ακόμα ‘’αυτοδημιούργητης’’ και ‘’λαμπερής’’ δημοσιογράφου που τα ‘’κατάφερε’’ και σαν πολιτικός της κεντρικής σκηνής, ποιο ακριβώς είναι το πολιτικό μήνυμα που εκπέμπει ο ΣΥΡΙΖΑ; Πριν ο Τσίπρας αποφασίσει ότι το ζητούμενο είναι οι ‘’δεξιότητες’’ και ο ‘’επαγγελματισμός’’, προβλημάτισε τον ηγετικό πυρήνα το ζητούμενο της ικανότητας να προσφέρει κάποιος στην προβολή των θέσεων του κόμματος όχι ως σκέτα ‘’ικανός’’ αλλά ως ‘’ικανός αριστερός’’; 

Δεν αντιλαμβάνονται στην Κουμουνδούρου ότι τα βραχυπρόθεσμα οφέλη μιας τέτοιας επιλογής δεν θα αντισταθμίσουν τη μεγάλη δοκιμασία ενώπιον της οποίας θέτουν εαυτούς: όταν προσπαθείς να μιλήσεις την τεχνοκρατική επικοινωνιακή γλώσσα του αντιπάλου, αφαιρείς από τον εαυτό σου ταυτοτικά στοιχεία που σε συγκροτούν. ‘’Στην πραγματικότητα δηλαδή, πάλι τα νέα θα σας λέω’’, ανέφερε στην ανακοίνωσή της μεταξύ άλλων η δημοσιογράφος. Δεν προβληματίζεται η βάση αλλά και πολλά στελέχη πρώτης γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ από αυτό;

Επιπρόσθετα, τίθεται και ένα άλλο δεοντολογικό ζήτημα που κάποια στιγμή θα πρέπει να συζητηθεί. Θα αποδεχόμαστε ως πολίτες αβρόχοις ποσί και στο διηνεκές ότι αυτοί οι περιώνυμοι ‘’κρυπτοχριστιανοί’’ της ενημέρωσης μπορούν να εργάζονται αντικειμενικά σε βάρος της Αριστεράς, της κοινωνικής αντίστασης και της ανατροπής των ακραίων ανισοτήτων και σε όφελος των ολιγαρχών, μέχρι τη στιγμή που το χρίσμα του προοδευτικού αρχηγού θα τους αποκαθάρει από το συστημικό στίγμα;

Κλείνω με μια προσωπική ανάμνηση που συνοψίζει βιωματικά όλες τις παραπάνω σκέψεις. Είμαστε στα 2007 και ως φοιτητής συμμετέχω στις κινητοποιήσεις ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16 και του νόμου-πλαίσιο της Γιαννάκου. Εμφανίζομαι σε παράθυρο στον τότε Alter. Τον παρουσιαστή συνδράμει ως σχολιαστής νυν βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ. Προς το τέλος της συζήτησης, ο σχολιαστής με ρωτά σε ποιό έτος είμαι και τί σπουδάζω. Του απαντώ στο 3ο έτος της Νομικής Αθήνας. ‘’Ωραία’’, μου λέει, ‘’τότε άσε τις καταλήψεις και τις διαδηλώσεις και κοίτα να πάρεις το πτυχίο σου’’. ‘’Ευχαριστούμε. Διαφημίσεις’’, καταλήγει ο παρουσιαστής.

* Ο Βαγγέλης Γέττος είναι νομικός

πηγη: https://tvxs.gr