Loading...

Κατηγορίες

Τετάρτη 14 Αύγ 2019
Μερικοί από τους καλύτερους φίλους μου
Κλίκ για μεγέθυνση
 

Στην πορεία της πρόσφατης πολεμικής γύρω από της επιθέσεις του στους Γερμανούς, ο υφυπουργός Στέφανι προέβαλε, σαν απόδειξη των καλών προθέσεών του, το γεγονός ότι η πρώτη γυναίκα του ήταν Γερμανίδα. Αδύναμο επιχείρημα, στ’ αλήθεια: αν ήταν η τωρινή του γυναίκα, κάτι πάει κι έρχεται, αλλά, αφού ήταν η πρώτη (την οποία προφανώς παράτησε ή τον παράτησε), αυτό είναι προφανώς ένδειξη ότι ποτέ του δεν κατάφερε να τα πάει καλά με τους Γερμανούς.

 

Το επιχείρημα της συζύγου είναι πολύ σαθρό: αν θυμάμαι καλά, ο Σελίν είχε μια εβραία σύζυγο, ο Μουσολίνι είχε για πολύ καιρό μια εβραία ερωμένη, αλλ’ αυτό δεν εμπόδισε κανέναν απ’ τους δυο, έστω και με διαφορετικούς τρόπους, να έχουν σαφέστατα αντισημιτικά συναισθήματα.

Υπάρχει μια έκφραση που, ιδίως στην Αμερική, έχει γίνει παροιμιώδης: «Some of my best friends» («Μερικοί από τους καλύτερους φίλους μου»)… Όποιος αρχίζει έτσι για να ισχυριστεί ότι μερικοί από τους καλύτερους φίλους του είναι εβραίοι (πράγμα που μπορεί να συμβεί στον καθένα) συνήθως συνεχίζει με ένα «αλλά» ή ένα «κι όμως» και αμέσως εξαπολύει έναν αντισημιτικό φιλιππικό. Στη δεκαετία του 70, ανέβηκε στη Νέα Υόρκη μια κωμωδία για τον αντισημιτισμό με αυτόν ακριβώς τον τίτλο Some of my best friends. Όποιος ξεκινάει έτσι παίρνει αμέσως τη σφραγίδα του αντισημίτη – τόσο που κάποτε, χάριν παραδοξότητας, αποφάσισα ότι για να αρχίσω μια αντιρατσιστική ομιλία, έπρεπε να ξεκινήσω ως εξής: «Μερικοί από τους καλύτερους φίλους μου είναι αντισημίτες…»

To Some of my best friends αντιπροσωπεύει ένα παράδειγμα αυτού που στην κλασική ρητορική ονομαζόταν concessio ή παραχώρηση: αρχίζουμε μιλώντας καλά για τον αντίπαλο και δείχνοντας ότι συμμεριζόμαστε μια από τις  απόψεις του, κι έπειτα περνάμε στο καταστροφικό μέρος. Αν ξεκινούσα μια επιχειρηματολογία με το «μερικοί από τους καλύτερους φίλους μου είναι Σικελοί», είναι βέβαιος ότι βάζω υποψηφιότητα για το Βραβείο Μπόσι.

Aς επισημάνουμε επί τροχάδην ότι, έστω κι αν είναι πιο σπάνιο, λειτουργεί εξίσου καλά και το αντίθετο τέχνασμα: δεν μπορώ να θυμηθώ αν έχω αγαπημένους φίλους στο Τέρμολι Ιμερέζε, στην Καμπέρα και στο Νταρ-ες-Σαλάμ (και είναι μάλλον εντελώς τυχαίο), αλλά αν ξεκινήσω μια ομιλία λέγοντας «δεν έχω φίλους στην Καμπέρα», κατά πάσα πιθανότητα αυτό που επακολουθεί είναι ένας ασυγκράτητος ύμνος για την αυστραλιανή πρωτεύουσα.

θα ήταν διαφορετική μια πολιτική επιχειρηματολογία, βάσει της οποίας, ας υποθέσουμε, ξεκινάμε αποδεικνύοντας με στατιστικά στοιχεία ότι η μεγάλη πλειοψηφία των Αμερικανών ανατίθεται στον Μπους και η μεγάλη πλειοψηφία των Ισραηλινών ανατίθεται στον Σαρόν, και στη συνέχεια περνάμε στην κριτική αυτών των δύο κυβερνήσεων. Αλλά το μεμονωμένο παράδειγμα δεν αρκεί· δεν αρκεί να παραθέσουμε τον Άμος Οζ για το Ισραήλ και τη Σούζαν Σόνταγκ για τις Ηνωμένες Πολιτείες.

 

Στη ρητορική, αυτό ονομάζεται exemplum και έχει ψυχολογική αξία, αλλά όχι αξία επιχειρήματος. Δηλαδή η αναφορά στο συγκεκριμένο, είτε πρόκειται για τη Σόνταγκ είτε για μερικούς από τους καλύτερους φίλους μου, δεν έχει τη δυνατότητα να στηρίξει γενικά συμπεράσματα. Το γεγονός ότι μου έκλεψαν κάποτε το πορτοφόλι στο Άμστερνταμ δεν μου δίνει το δικαίωμα να συμπεράνω ότι όλοι οι Ολλανδοί είναι κλέφτες (πράγματι, τέτοιου είδους συμπεράσματα βγάζει μόνο ένας ρατσιστής), παρ’ ότι είναι ακόμα πιο μεγάλο αμάρτημα να επιχειρηματολογείς ξεκινώντας απευθείας από το γενικό (όλοι οι Σκωτσέζοι είναι τσιγκούνηδες, όλοι οι Κορεάτες βρομούν σκόρδο), κάνοντας το πολύ πολύ μια υποχώρηση ότι, όλως παραδόξως, όλοι οι Σκωτσέζοι που γνώρισα πάντα με κέρασαν απλόχερα τα ποτά μου και μερικοί από τους καλύτερους  κορεάτες φίλους μου μυρίζουν μόνο ακριβά και ραφινάτα άφτερ σέιβ.

Οι ακροβασίες πάνω στο γενικό είναι πάντοτε επικίνδυνες και απόδειξη είναι το παράδοξο του Επιμενίδη από την Κρήτη που ισχυριζόταν ότι όλοι οι Κρητικοί είναι ψεύτες. Προφανώς, αν αυτό το λέει ένας Κρητικός, εξ ορισμού ψεύτης, τότε είναι ψέμα ότι οι Κρητικοί είναι ψεύτες· αλλά, αν κατά συνέπεια οι Κρητικοί είναι ειλικρινείς, τότε ο Επιμενίδης έλεγε αλήθεια ισχυριζόμενος ότι όλοι οι Κρητικοί είναι ψεύτες. Και ούτω καθεξής επ’ άπειρον. Στην παγίδα αυτή, έπεσε και ο Απόστολος Παύλος που ισχυρίστηκε ότι πράγματι οι Κρητικοί ήταν ψεύτες, αφού το παραδεχόταν ακόμα και ένας απ’ αυτούς.

Αυτά είναι αστειάκια ενός σεμιναρίου λογικής ή ρητορικής, αλλά αυτό που βγαίνει σαν συμπέρασμα είναι ότι πρέπει να είμαστε καχύποπτοι κάθε φορά που ακούμε κάποιον να ξεκινάει με μια παραχώρηση. Και στη συνέχεια, θα ήταν ενδιαφέρον, ιδίως στην εποχή μας, να αναλύσουμε τις διάφορες μορφές παραχώρησης που ακούγονται στον πολιτικό στίβο, όπως οι διακηρύξεις σεβασμού (εν γένει) για τη δικαστική εξουσία, η αναγνώριση της εργατικότητας πολλών εξωκοινοτικών, ο θαυμασμός για τον μεγάλο πολιτισμό των Αράβων, οι εκφράσεις βαθύτατης εκτίμησης στο πρόσωπο του προέδρου της Δημοκρατίας και ούτω καθεξής.

Αν κάποιος ξεκινάει με μια παραχώρηση, προσέξτε τι θα επακολουθήσει. Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.

[I’espresso, Αύγουστος 2003.]

Αντικλείδι

 
 
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου