Loading...

Κατηγορίες

Τρίτη 15 Ιούν 2021
Χρίστος Ηλιόπουλος: Nietzsche και Stirner
Κλίκ για μεγέθυνση








Κείμενο που είναι παρμένο από το βιβλίο Οι Αναρχικές Πτυχές στο Έργο του Φρειδερίκου Νίτσε (Ελευθεριακή Κουλτούρα, 2009).
Ο Χρίστος Ηλιόπουλος έχει σπουδάσει Εφαρμοσμένες Μαθηματικές και Φυσικές Επιστήμες και διδάκτορας Πολιτικής Φιλοσοφίας και Θεωρίας.

 

«Κοιτάξτε τον Στίρνερ. κοιτάξτε τον φιλήσυχο εχθρό κάθε καταναγκασμού.

Για την ώρα. πίνει ακόμα μπίρα, ύστερα θα πιει αίμα σαν να ‘ταν νερό

Μόλις οι άλλοι βγάλουν την άγρια κραυγή ‘Κάτω οι βασιλιάδες’

Ο Στίρνερ στοχάζεται αμέσως Κάτω οι νόμοι’.. και δηλώνει με αξιοπρέπεια.

Δεσμεύετε τη θέληση και τολμάτε να λέγεστε ελεύθεροι

Πόσο συνηθισμένοι είστε λοιπόν στη δουλεία!

Κάτω το δόγμα, κάτω ο νόμος!»

Φρ. Ένγκελς, Ο θρίαμβος της πίστης

Ο χαρακτηρισμός του Μαξ Στίρνερ ως αναρχικού εντάσσεται σε μια διφορούμενη συζήτηση γύρω από την προσωπικότητα και την φιλοσοφία του, ανάλογη με αυτήν που έχει ξεκινήσει και για τον Νίτσε. Η πρώτη «ένταξή» του στον αναρχικό χώρο οφείλεται ουσιαστικά στον Φρειδερίκο Ένγκελς που στο έργο του «Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασσικής γερμανικής φιλοσοφίας», τον τοποθετεί πλάι στο Προυντόν και τον Μπακούνιν. Στη συνέχεια, ο αναρχικός βιογράφος του Μακάυ ενστερνίζεται αυτή την άποψη και κάποιες ομάδες αναρχικών «τρομοκρατών» σε Ιταλία και Γαλλία στο τέλος του 19ου αιώνα φαίνεται να εμπνέονται από τις στιρνερικές διδαχές. Ωστόσο, υπάρχουν πάρα πολλά σημεία βάσει των οποίων κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί πως ο χαρακτηρισμός αυτός για τον Στίρνερ είναι επιπόλαιος, αν όχι καταχρηστικός. Κάτι κοινό, δηλαδή, ανάμεσα σε Στίρνερ – Νίτσε και στην σχέση τους με την Αναρχία.

Ο λόγος για τον οποίο αναφέρομαι στη σύνδεση Νίτσε – Στίρνερ, στους κόλπους μιας μελέτης που εξετάζει τη συγγένεια του πρώτου με τις αναρχικές ιδέες, έχει να κάνει με το ότι ο δεύτερος, ακόμα και αν μπορούσε να διαχωριστεί πλήρως από την αναρχική θεωρία (κάτι που θεωρώ αδύνατο), έχει επηρεάσει τόσους πολλούς μεταγενέστερούς του (Χένρι Ντέιβιντ Θόροου, Μπέντζαμιν Τάκερ) αποκαλούμενους, λίγο – πολύ, αναρχικούς, σε βαθμό να θεωρείται ως η πιο εξέχουσα μορφή του αναρχοατομικισμού ή ατομικιστικού αναρχισμού μαζί με τον Βρετανό Γουίλιαμ Γκόντγουιν. Επιπρόσθετα, είναι δημοφιλής η άποψη ότι ο Νίτσε επηρεάστηκε από τη σκέψη του Στίρνερ. Υπό αυτό λοιπόν το πρίσμα θα πραγματευτώ στο παρόν κείμενο την πιθανή φιλοσοφική συγγένεια των δύο στοχαστών, ως μια έμμεση σύγκριση του Νίτσε με το προαναφερθέν αναρχικό ρεύμα.

Ένα πρώτο, φαινομενικά, κοινό σημείο είναι τα δύο «αντικείμενα μελέτης» τους. Τόσο ο Μοναδικός του Στίρνερ όσο και ο Υπεράνθρωπος του Νίτσε είναι δύο οντότητες με αυτονομιστικά χαρακτηριστικά σε σχέση με το περιβάλλον τους και χαρακτηρίζονται από μια ανάγκη για ικανοποίηση των επιθυμιών τους. Παρ’ όλα αυτά, οι αφετηρίες τους αλλά και η διαδρομή τους είναι διαφοροποιημένες.

Ο Μας Στίρνερ είναι μαθητής του Χέγκελ και από τον δάσκαλό του «κληρονομεί» δύο χαρακτηριστικά, ένα συμβολικό και ένα μεθοδολογικό. Το πρώτο είναι η αντιστοιχία του Μοναδικού με το Απόλυτο, εγελιανό, Πνεύμα. Όπως και στον Χέγκελ, έτσι και στον Στίρνερ ο Μοναδικός, αυτή τη φορά, είναι ο γεννήτορας του ίδιου του εαυτού του, αλλά και δημιουργός όλων όσων κείνται έξω από αυτόν, στοχεύοντας στην αποτίναξη της αλλοτρίωσης που του έχει επιβληθεί από τις εξωτερικές συνθήκες και προσπαθώντας έτσι να ξαναβρεί την πραγματική του ουσία.

Το δεύτερο έχει να κάνει με τον τρόπο που πορεύονται τόσο το εγελιανό Πνεύμα όσο και ο Μοναδικός. Και η πορεία αυτή είναι ξεκάθαρα διαλεκτική. Η τριαδική διάταξη του Χέγκελ στη «Φαινομενολογία του Πνεύματος» αντικαθίσταται από τις διαδοχικές βασιλείες, στην ανθρώπινη ζωή, του ρεαλισμού, του ιδεαλισμού και του εγωισμού:

«Το παιδί ήταν ρεαλιστικό. πιασμένο από τα πράγματα αυτού του κόσμου, ώσπου σιγά – σιγά κατάφερε να πάει πίσω από τα πράγματα. Ο νέος ήταν ιδεαλιστικός. εξουσιασμένος από σκέψεις, ώσπου έγινε, αφού δούλεψε γι’ αυτό. Άντρας, ο εγωιστικός άντρας, που χειρίζεται τα πράγματα και τις σκέψεις σιιμφωνα με την ευχαρίστηση της καρδιάς του και θέτει το προσωπικό του συμφέρον πάνω απ’ όλα» [Στίρνερ, «Μια ανθρώπινη ζωή», σ. 37]

Από την άλλη πλευρά, ο Νίτσε χαρακτηρίζεται από σοπενχαουρικές καταβολές. Ο Υπεράνθρωπος αντιστοιχεί στην κατάφαση προς τη ζωή και πορεύεται με βάση τη βούλησή του. Και όπως έδειξα και στα προηγούμενα κεφάλαια, η πορεία αυτή απορρίπτει κάθε στοιχείο διαλεκτικής. Μια, λοιπόν, βασικότατη διαφορά ανάμεσα σε Στίρνερ και Νίτσε είναι πως αν και κάνουν χρήση δύο όμοιων, περιγραφικά, όρων (ΜοναδικόςΥπεράνθρωπος) οι διαφορετικές φιλοσοφικές τους καταγωγές τους οδηγούν και σε διαφορετικά μονοπάτια.

Μια σύμπνοια παρατηρείται ανάμεσα στους δύο στοχαστές σε ό,τι έχει να κάνει με τις αντιλήψεις τους περί εξωτερικών περιορισμών και δικαίου. Ο Στίρνερ κάνει χρήση του όρου Μοναδικός για να απεγκλωβιστεί από ορισμούς και περιορισμούς: ηθική, κράτος, κοινωνία, θρησκεία, διαπροσωπικές σχέσεις, όλα επιδιώκουν να περιορίσουν τον Μοναδικό και να τον θέσουν υπό τον έλεγχό τους και γι’ αυτό είναι πέρα για πέρα απορριπτέα. Στο βωμό του συμφέροντος του Εγώ πρέπει να θυσιαστούν όλα όσα απαιτούν την αφοσίωσή μας. Πρέπει να παραβούμε τους όρκους μας, να αγνοήσουμε την πίστη μας, να καθορίσουμε τον εαυτό μας και όχι να καθοριζόμαστε από οιαδήποτε ηθική – το «γνώθι σαυτόν» πρέπει να αντικατασταθεί από το «κάνε τον εαυτό σου να αξίζει». Και αυτό γιατί με το πρώτο γνωμικό ο άνθρωπος καλείται να κρίνει τον εαυτό του βάσει μιας καθολικής αρχής και αφηρημένης κανονικότητας, κάτι που τελικά τον απομακρύνει από το ίδιο του το Εγώ. Αντίθετα, η δεύτερη πρόταση φαντάζει ως επίκληση της δημιουργικότητας του Εγώ και οικοδόμησης ενός σύμπαντος όπου η συνάντηση με τους άλλους διέπεται από πλήρη ανεξαρτησία. Θεωρώ πως το «κάνε τον εαυτό σου να αξίζει» του Στίρνερ με το «πρέπει να γίνεις ο άνθρωπος που είσαι» του Νίτσε (όπως ερμηνεύτηκε στο δεύτερο κεφάλαιο της παρούσας μελέτης) αποτελούν προτάσεις δίδυμες, ακριβώς επειδή απελευθερώνουν όλη τη δυνητική ισχύ του Μοναδικού και του Υπερανϋρώπου, αντίστοιχα.

Στην ίδια συλλογιστική εδράζεται και η απόρριψη του δικαίου που προσομοιάζει στην «πέρα από το καλό και το κακό» προσέγγιση του Νίτσε αλλά και στην κριτική του τελευταίου έναντι οποιουδήποτε «επέκεινα»:

«Επικαλούμενος το δίκαιο, υποτάσσομαι στην ετυμηγορία μιας ανώτερης δύναμης. Γι’ αυτό το λόγο, στο δίκαιο, παρμένο με την απόλυτη έννοια, ταιριάζει να αντιπαραθέσω όχι το δικό μου δίκαιο, αλλά τη δύναμή μου. Εχω το δικαίωμα να κάνω ακριβώς αυτό το οποίο είμαι ικανός να κάνω… Το δίκαιο είναι πάνω από Μένα. είναι απόλυτο και υπάρχει σε κάτι ανώτερο απ’ όπου φτάνει σε Μένα υπό τη μορφή χάριτος. Το δίκαιο είναι μια χάρις που μου παρέχει ο δικαστής. Η δύναμη και η ισχύς δεν υπάρχουν παρά σε Μένα που είμαι δυνατός και ισχυρός». [Αβρόν, σ. 74)

Κάτι που, αν και αναμενόμενο, αξίζει να αναφερθεί είναι η απέχθεια του Στίρνερ για τα πολιτικά κόμματα, άλλο ένα σημείο σύμπλευσης με τον Νίτσε. Για τον Στίρνερ, λοιπόν, το κόμμα είναι μια μικρογραφία του κράτους. Και εκεί ακριβώς έγκειται η κριτική του προς τους φιλελεύθερους που από τη μια προσπαθούν να προστατέψουν την ατομικότητά τους από την κρατική κυριαρχία και επιβουλή και από την άλλη προσχωρούν σε πολιτικά κόμματα τα οποία λειτουργούν με διαδικασίες που μοιάζουν καθ’ όλα με αυτές που ακολουθεί το κράτος. Όταν το κόμμα επιδιώκει να επιβάλλει στα μέλη του δόγματα και ιερές αρχές, τότε η ελεύθερη θέληση του Εγώ, ο εγωισμός, εξεγείρεται, αδυνατεί να συμβιβαστεί και να περιοριστεί.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η άποψη του Στίρνερ περί επανάστασης και εξέγερσης ενάντια στο κράτος. Στην πρώτη περίπτωση, η ανατροπή της κρατικής κυριαρχίας δεν αποβλέπει παρά στην αντικατάστασή της από έναν άλλο τύπο κράτους. Τρανταχτό παράδειγμα η Γαλλική Επανάσταση όπου επιφανείς αναρχικοί, αν και την εξύμνησαν ως απόδειξη τού ότι η αποτίναξη μιας δυναστευτικής κυριαρχίας είναι δυνατή, δεν παρέλειψαν να ασκήσουν κριτική για την τροπή που πήρε η επαναστατική διάθεση των μαζών. Αυτό που είναι συνεπές προς το Εγώ είναι η εξέγερση. Ο Μοναδικός επανακτά τα όσα το κράτος του στέρησε και έκλεψε, χωρίς να τοποθετεί, για να το περιγράψω με νιτσεϊκούς όρους, νέα είδωλα στη θέση των παλιών.

Αυτή η στιρνερική διαφοροποίηση επανάστασης-εξέγερ­σης φαίνεται σύμφωνη με τη νιτσεϊκή μεταστοιχείωση των αξιών. Ο Νίτσε τονίζει πως οι τρέχουσες αξίες, πολιτικές, θρησκευτικές, κοινωνικές κ.λ.π., δεν χρήζουν μετασχηματισμού και βελτίωσης αλλά ανατροπής και κατάργησης. Ο Υπεράνθρωπος πρέπει να φτιάξει τις νέες, δικές του αξίες. Σε αυτό το σημείο συναντιόνται ο μηδενισμός του Νίτσε με αυτόν του Στίρνερ και παρόλη την προαναφερθείσα ατμόσφαιρα σύμπλευσης πρέπει να σημειωθεί μια διαφορά. Ο άνθρωπος, για τον Νίτσε, πρέπει να αρνηθεί (υπερβεί) αυτό που είναι (τον εαυτό του) υπέρ αυτού που μπορεί να γίνει (Υπεράνθρωπος). Ο Μοναδικός, αντίθετα αρκείται στο να επανοικειοποιηθεί όλα όσα του έχουν στερήσει οι εκφάνσεις του μη Εγώ.

Επανέρχομαι στο ζήτημα της ελευθερίας επιθυμώντας να προσθέσω κάτι σημαντικό. Για τον Στίρνερ, υπάρχει ένα σοβαρό ζήτημα σύγκρουσης των όρων ελευθερία και ιδιοκτησία. Αυτό, λέει, που συνήθως επιδιώκουμε και επικαλούμαστε είναι απελευθέρωσή από το τάδε ή από το δείνα, μη αντιλαμβανόμενοι πως η απελευθέρωσή μας από ό,τι μας ενοχλεί, είναι κενή περιεχομένου αν δεν μπει στην υπηρεσία της μοναδικότητάς μας. Δεν αρκεί να απαλλαχθούμε απ’ όσα δεν θέλουμε, πρέπει και να κατέχουμε όσα επιθυμούμε. Δεν πρέπει να είμαστε μόνο «ελεύθεροι άνθρωποι» αλλά και «ιδιοκτήτες». Εδώ ξαναπαρουσιάζεται ο νιτσεϊκός Υπεράνθρωπος που δεν αρκείται στην αποτίναξη αυθεντιών και περιορισμών αλλά λαχταρά να καταστεί ένα ον δημιουργικό. Παραπέμπω και πάλι στη διήγηση του Ζαρατούστρα για τις «τρεις μεταμορφώσεις» όπου η καμήλα, που υπομονετικά κουβαλά στην καμπούρα της όλα τα βάρη των κοινωνικών συμβάσεων μεταμορφώνεται σε λιοντάρι που καταστρέφει κάθε ίχνος οφειλής. Όμως αυτό δεν αρκεί για τον Ζαρατούστρα. Το λιοντάρι πρέπει, με τη σειρά του, να μεταμορφωθεί σε παιδί που με την αγνότητα και την καθάρια ματιά του θα μπορέσει να καταστεί δημιουργός νέων αξιών.

Θέλω να κλείσω αυτό το κεφάλαιο τονίζοντας το κύριο, ίσως, στοιχείο που συνδέει τον Μαξ Στίρνερ με τον Φρειδερίκο Νίτσε. Πρόκειται για την κοινή τους πεποίθηση πως η μοναδικότητα περιλαμβάνει το δικαίωμα στη διαφορά. Και για τους δύο στοχαστές ο κίνδυνος παραμονεύει στην «πλέμπα» και στην ισοπεδωτική ομοιομορφία που, κατ’ αυτούς, πρεσβεύουν πολιτεύματα και ιδεολογίες όπως η δημοκρατία και ο σοσιαλισμός. Η αέναη προσπάθεια τόσο του Μοναδικού όσο και του Υπεράνθρωπου έχουν να κάνουν με τον διαχωρισμό του Εγώ από ό,τι δεν είναι Εγώ και με τη διαφοροποίηση του Κυρίου από τον Δούλο, αντίστοιχα. Το εξίσου σημαντικό εδώ είναι πως και οι δύο αναγνωρίζουν σε αυτή την ανισότητα την πραγματική ισότητα. Μια ισότητα άνιση ή μια ίση ανισότητα: Οι αντιθέσεις μεταξύ των «υποκειμένων» παύουν να λαμβάνουν χώρα από τη στιγμή που δεν υφίσταται η σύγκριση, από τη στιγμή που έχει συντελεστεί ένας ολοκληρωτικός διαχωρισμός. Αυτό, τελικά, που και οι δύο άρρητα διαχέουν στο έργο τους είναι η ιδέα μιας κοινωνίας Μοναδικών και Υπεράνθρωπων (για Στίρνερ και Νίτσε αντίστοιχα), δίνοντας, αν και αινιγματικά, μια πιο κοινοτιστική και, υπό προϋποθέσεις, αναρχική χροιά στην ελιτίστικη, ατομικιστική και αριστοκρατική τους σκέψη. Δημοσιεύθηκε την 3 Ιουνίου, 2020

πηγη:https://geniusloci2017.wordpress.com

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου