Με το πέρασμα ενός μήνα, πια, από τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη και με την απότομη αποκλιμάκωση, μέχρι και εξαφάνιση, της συζήτησης για την παρουσία του στην ιστορία, γράφω λίγα πράγματα για την προσωπική και συλλογική διαχείριση ενός ιστορικού μεγέθους, όπως ήταν αυτός. Μάλλον, για τη προσπάθεια διαχείρισής του. Για τον τρόπο που ο Θεοδωράκης πάντα εισέβαλε στη ζωή και στη σκέψη μας.

Ήταν Ιούνιος. Και στη Θεσσαλονίκη Θα γίνονταν το βράδυ τα εγκαίνια του Θεάτρου Γης. Το θέατρο είχε δημιουργηθεί σε ένα παλιό νταμάρι. Έναν χώρο εκτελέσεων από τους Ναζί. Τα εγκαίνια, λοιπόν, θα ήταν μια συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη με την Μαρία Φαραντούρη, με το Άξιον Εστί και τις Μικρές Κυκλάδες. Εγώ ημουν στη Β' λυκειου. Την επόμενη μέρα έδινα μαθηματικά. Η μητέρα μου αποφάσισε να παμε στη συναυλία. "Έτσι κι αλλιώς δεν θα γράψει!", είπε στον πατέρα μου που δυστρόπησε. Δεν ήθελε να χάσω αυτήν την ευκαιρία.

Ο Θεοδωράκης ήταν για εμένα η πολιτική ιστορία της Ελλάδας. Ήταν η συναυλία στην πτώση της Χούντας που έβλεπα τα καλοκαίρια στην ΕΡΤ, στην επέτειο της Αποκατάστασης της Δημοκρατίας. Ήταν η μουσική του Ζ που ένα άλλο βράδυ καλοκαιριού, ενώ πάλι είχα εξετάσεις, ο πατέρας μου μπήκε στο δωμάτιο μου και μου είπε να αφήσω τα βιβλία και να έρθω να δω την ταινία μαζί του. Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν η ιστορία του πατέρα μου, οι αγώνες της γενιάς του, οι Λαμπράκηδες. Και εκείνο το βράδυ εγώ τον έβλεπα μπροστά μου. Να διευθύνει με το γνωστό του νεύρο. Και στο τέλος πήρε το μικρόφωνο και είπε "Σιγά μην έχανα την ευκαιρία να τραγουδήσω μαζί σας". Και είπαμε όλοι μαζί το "Ειμαστε δυο, είμαστε τρεις". Κι εγώ, για λίγο, πολύ λίγο, έζησα κάτι από τη Μεταπολίτευση.

Είδα από τότε κι άλλες φορές τον Θεοδωράκη. Στο Θέατρο Δάσους, το βράδυ της 11ης Σεπτεμβρίου να δηλώνει συγκλονισμένος από όσα είχαν γίνει. Στο Σύνταγμα, σε μια μεγάλη συναυλία υπέρ της Παλαιστίνης στις μέρες μιας μεγάλης επίθεσης Ισραήλ να απαγγέλει δύο στίχους του Γεωργουσόπουλου. "Να το πιστέψω πως μες στο τανκ, είναι το εγγόνι της Άννα Φρανκ;". Μια συναυλία, μάλιστα, που ταίριαζε πολύ στον ενωτικό ρόλο που διεκδικούσε ο Μίκης, γιατί την είχαν συνδιοργανώσει οι πάντες! Η Παλαιστινιακή Παροικία, η ΓΣΕΕ, η ΑΔΕΔΥ, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, οι πολιτικές νεολαίες όλων των κομμάτων μαζί (Ν. ΠΑΣΟΚ, ΚΝΕ, Ν. ΣΥΝ, ΟΝΝΕΔ, Ν. ΔΗΚΚΙ), η ΠΟΕΣΥ, η ΕΣΗΕΑ και πολλοί δήμοι της Αθήνας. Αλλά καμία φορά δεν είναι σαν εκείνη, την πρώτη που τον είχα δει. Και η συγκίνηση εκείνη, η συγκίνηση της κάθε φοράς που ακούω την μουσική του και φέρνω στο νου τα γεγονότα, τους αγώνες με τα οποία συνδέεται είναι ένα από τα πολλά που για πάντα θα χρωστάω στους γονείς μου.

Όμως, τον Θεοδωράκη τον είδα, τον είδαμε όλοι μας, και μια φορά ακόμη. Στην συγκέντρωση για το Μακεδονικό, στο Σύνταγμα. Ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών. Περιφρουρούμενο από φασίστες που του φώναζαν «Μίκη αλλάζεις την ιστορία», από Κασιδιαραίους που τον καλωσόριζαν πίσω στο σπίτι του, ως πρώην μέλος της ΕΟΝ του Μεταξά. Χυδαιότητες, λαθροχειρίες και πηχτές καθαρές βλακείες χόρεψαν εκείνη τη μέρα γύρω από τον Θεοδωράκη. Και τους έδωσε ο ίδιος το δικαίωμα να το κάνουν. Και υπεράνω κριτικής δεν είναι κανένας. Τα στερνά τιμούν τα πρώτα. Σύμφωνοι. Μπορούν, όμως, και να τα διαγράφουν;

Όπως αφηγείται ο ίδιος ο Θεοδωράκης, σε ένα ταξίδι του στην Κούβα τριγυρνούσε με τον Τσε Γκεβαρα. Παντού τριγύρω υπήρχε το σύνθημα "Πατρίδα ή θάνατος". Κάποια στιγμή, περνώντας έξω από ένα σφαγείο, είδε το σύνθημα γραμμένο κι εκεί. Γύρισε, τότε, και είπε στον Τσε:

«Αγαπητέ σύντροφε, εδώ κοροϊδεύετε τα ζώα».
«Γιατί;» απόρησε ο Τσε. Κι ο Μίκης συμπλήρωσε:
«Ε, μα τι πατρίδα ή θάνατος; Εδώ δεν υπάρχει επιλογή για τα ζώα, μόνο θάνατος!». Κι ο Τσε γελούσε.

Τι να πεις, λοιπόν; Τι να πεις για έναν άνθρωπο που μπορούσε να κάνει αστειάκια με τον Τσε Γκεβαρα, να σηκώνει το τηλέφωνο και να παίρνει τον Φιντέλ Κάστρο κι όποιον άλλο ηγέτη ήθελε. Έναν άνθρωπο που είναι αυτό που οι αμερικανοί λένε "bigger than life". Και πώς να του κάνεις κριτική για τις ανορθογραφίες του; Ο Θεοδωράκης είχε περάσει πια στην ιστορία πολύ πριν πεθάνει. Και το ήξερε. Κι αυτό, ίσως, επηρέασε και τις κινήσεις του. Αλλά την ιστορία, πριν την κριτικάρουμε, πρέπει πρωτίστως να την ερμηνεύσουμε. Να δούμε περιόδους, συγκυρίες, μικρές και μεγάλες στιγμές.

Όχι για να συγχωρέσουμε, για να ξεχάσουμε, να δικαιολογήσουμε. Αλλά ούτε και για να τιμωρήσουμε. Δεν χρειάζεται πάντα να κουνάμε το δάχτυλο στην ιστορία και στα πρόσωπα. Ακόμη κι αν έχουμε εν μέρει δίκιο.

Τελικά, ο Μίκης Θεοδωράκης στην προσπάθειά του να ενώσει την Ελλάδα, ίσως να έγινε ο ίδιος σαν την Ελλάδα. Μια λάμψη από αντιφάσεις. Όπως η Ελλάδα που στις καλύτερες στιγμές της νιώθεις περήφανος κι ευλογημένος που την ζεις. Και τις χειρότερες δεν το πιστεύεις ότι τις ζεις. Η Ελλάδα που εμείς μπορεί να της σούρνουμε τα μύρια όσα, αλλά όταν το κάνει άλλος ανταριαζόμαστε και του το κόβουμε. Η Ελλάδα που μας απωθεί και που την διεκδικούμε κάθε στιγμή.

Και έτσι, ο Θεοδωράκης, με τις αντιφάσεις και τις βαθιές χαράδρες που "δικαιολογείται" να έχει ένα ψηλό βουνό, διάβηκε μέρη πολλά, αλλά έκανε στο τέλος έναν εντυπωσιακό κύκλο. Όχι τόσο επειδή ζήτησε να τελειώσει τη ζωή του "σαν κομμουνιστής". Αλλά κυρίως επειδή ζήτησε να γραφτεί στον τάφο του πως "Πολέμησε τον Δεκέμβρη". Όμως, ο Δεκέμβρης του '44, τα Δεκεμβριανά, δεν ήταν η Εθνική Αντίσταση. Ήταν η σύγκρουση του ΕΑΜ με τους Άγγλους, την κυβέρνηση και τους συνεργάτες των Ναζί που τους έβγαλαν από το Γουδή και τους έδωσαν όπλα για να χτυπήσουν αυτούς που λίγο πριν είχαν πετάξει από το κορμί της Ελλάδας τη σβάστικα. Ήταν το πρελούδιο του Εμφυλίου. Και αυτό είναι μια σπουδαία δήλωση. Είναι μια κατάφαση σε μια συγκρουσιακή ενότητα, όχι σε μια ενότητα άκαπνη και αφελή. Στο τέλος της ζωής του ο Θεοδωράκης θύμισε πως η ενότητα δεν έρχεται με την επίκλησή της. Και πως ο διχασμός δεν είναι πάντα για κακό. Γιατί μακροπρόθεσμα μπορεί να φέρει τις ισορροπίες της νέας ενότητας.

Βόλεψε πολλούς που η τελευταία πολιτική παρέμβαση του Θεοδωράκη ήταν για το Μακεδονικό. Τους βοήθησε να "ξεχάσουν" την προτελευταία. Που ήταν ενάντια στα Μνημόνια. Ήταν η παρουσία του στο Σύνταγμα, μαζί με τον Μανώλη Γλέζο. Όταν έφαγαν μαζί μας, δίπλα μας, τα χημικά. Εμείς, αυτό δεν το ξεχνάμε. Εμείς, ας θυμίζουμε για πάντα πως όχι μόνο η Χούντα, αλλά και η "κοινοβουλευτική δημοκρατία" της Δεξιάς φυλάκισε, εξόρισε, βασάνισε τον Μίκη Θεοδωράκη και απαγόρευσε την μετάδοση των τραγουδιών του. Να το θυμίζουμε ακριβώς για να συγκρουόμαστε. Να συγκρουόμαστε με την παλιά ψευδεπίγραφη βρώμικη ενότητα των νικητών του Εμφυλίου. Για να φέρουμε μια νέα ενότητα, με μία νέα ποιότητα. Αληθινή, συνειδητή, καθαρή. Δημοκρατική. Όσο εφικτή είναι.

* Ο Σταύρος Παναγιωτίδης είναι υποψήφιος διδάκτορας ιστορίας
πηγη: https://tvxs.gr