Απόσπασμα από την διπλωματική εργασία με τίτλο «Η διάδοση του ακροδεξιού λόγου στο σχολείο σε εποχή κρίσης. Αν και πώς ενσωματώνεται στο λόγο των μαθητών» στο τμήμα Κοινωνιολογίας του Πάντειου Πανεπιστημίου

 

Σχολείο/αναπαραγωγή και ιδεολογία

Το σχολείο αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς σταθμούς στη συνειδησιακή συγκρότηση των πολιτών ενός κράτους. Έχει τη δυνατότητα να καλλιεργεί και να μεταδίδει ηθικούς και αξιακούς κώδικες στο σύνολο του πληθυσμού από πολύ μικρή ηλικία. Προσφέρει λοιπόν, το ιδανικό περιβάλλον για την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης. Η τελευταία είναι ένα από ένα από τα δομικά συστατικά στοιχεία που συνενώνουνε τα σύγχρονα έθνη- κράτη. Η καλλιέργεια μιας κοινής εθνικής ταυτότητας αποτελεί την απαραίτητη βάση για την εμπέδωση του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας που προωθείται μέσα από τις σχολικές δομές, όπως θα αναλυθεί παρακάτω.

Η εκπαίδευση «διαπλάθει» τους νέους για να τους προσανατολίσει στις θέσεις και τις λειτουργίες (τα επαγγέλματα) που έχει ανάγκη ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας. Όμως αυτός ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας δεν απορρέει από κάποιο τεχνολογικά ουδέτερο επιμερισμό των έργων σε μία κοινωνία ίσων ατόμων- πολιτών, αλλά προκύπτει ως αποτέλεσμα των σχέσεων κυριαρχίας/ υποταγής που δομούν την κοινωνία μας: των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας και της κοινωνικής ιεραρχίας που προκύπτει από αυτές.

 

Ο ιδεολογικός αυτός ρόλος του σχολείου θεωρείται από ορισμένους μαρξιστές κοινωνιολόγους η σημαντικότερη κοινωνική του αποστολή. Στη διαστρωματωμένη ταξικά βιομηχανική κοινωνία, ο καταμερισμός της εργασίας σε άλλους επιφυλάσσει δημιουργική ζωή και οικονομική άνεση, επαγγελματικό κύρος και κοινωνική εξουσία και άλλους τους καταδικάζει σε μονότονη και αλλοτριωτική εργασία, λιγότερα υλικά αγαθά και στέρηση πνευματικών κινήτρων. Όπως γράφει ο Γάλλος κοινωνιολόγος Claude Grignon: «Ο σημαντικότερος ρόλος του σχολείου, είναι ότι πείθει τα μέλη των λαϊκών τάξεων να δεχτούν τις συνθήκες ζωής και εργασίας που προορίζονται γι’ αυτά. Το σχολείο πείθει εκείνους ακριβώς που η οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση είναι τέτοια, ώστε θα μπορούσε να τους στρέψει προς την αμφισβήτηση της κοινωνικής τάξης πραγμάτων που τους επιφυλάσσει τη χειρότερη θέση. Τους πείθει να δέχονται σαν φυσική ή αναπόφευκτη την κοινωνική μοιρασιά που τους αδικεί».

Θεωρητικοποιώντας την άποψη αυτή ο Γάλλος μαρξιστής Louis Althusser γράφει ότι στην προηγμένη βιομηχανική κοινωνία το σχολείο είναι ο σημαντικότερος θεσμός για την αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας, ή κατά λέξη, «το σχολείο είναι ο κυριότερος ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους» . Κανένας άλλος θεσμός δεν έχει εξασφαλισμένο ακροατήριο παιδιών από όλες τις κοινωνικές τάξεις για πολλές ώρες της ημέρας, όλη την εβδομάδα επί σειρά ετών. Ακριβώς σε αυτή την ηλικία που τα παιδιά είναι ευάλωτα, το σχολείο αναλαμβάνει να μεταδώσει τα διάφορα «savoir- faire» ενδεδυμένα με τον μανδύα της κυρίαρχης ιδεολογίας ή την κυρίαρχη ιδεολογία καθεαυτή.

Σχολείο και εθνική ταυτότητα

Το σχολείο, επομένως, είναι ο κατεξοχήν κοινωνικός θεσμός μέσα από τον οποίο μαζί με τη μετάδοση των γνώσεων καλλιεργείται και αναπαράγεται η εθνική ταυτότητα των νέων γενεών. Στα σύγχρονα έθνη κράτη το σχολείο εξασφαλίζει τη διαμόρφωση και την αναπαραγωγή της εθνικής ταυτότητας. Επομένως, ο εκπαιδευτικός θεσμός, έχει κεντρική σημασία για την περιγραφή και την αξιολόγηση του έθνους και των άλλων εθνών, που είναι κυρίαρχη σε μία κοινωνία.

Η υποχρεωτική εκπαίδευση καθιερώθηκε σταδιακά ως μηχανισμός απαραίτητος για την εδραίωση και την αναπαραγωγή των εθνών κρατών. «Ο χαρακτήρας που έχει σήμερα το σχολείο συνδέεται με την ιστορική διαμόρφωση των εθνών- κρατών τα τελευταία διακόσια χρόνια. (…) Ο σχολικός μηχανισμός, κεντρικά σχεδιασμένος, αποκτά από τότε μία ενοποιητική λειτουργία, η οποία στοχεύει ταυτόχρονα στη μετάδοση γνώσεων και στην καλλιέργεια της εθνικής ταυτότητας» . Από την άποψη αυτή απορρέει, ότι το σχολείο εξασφαλίζει τη συγκρότηση, την εδραίωση και την αναπαραγωγή της εθνικής ταυτότητας μέσα απ’ τα μαθήματα που προάγουν την εθνική διαπαιδαγώγηση, αλλά και μέσα από άλλες σχολικές δραστηριότητες, όπως είναι οι σχολικές γιορτές, οι εκπαιδευτικές εκδρομές κτλ. «Η εθνική διαπαιδαγώγηση αποτελεί επομένως, ένα θεμελιακό μηχανισμό των σύγχρονων κρατών, που νομιμοποιεί την αρχή με βάση την οποία έχουν συγκροτηθεί, δηλαδή την ταύτιση πολιτικών και πολιτιστικών ιδιοτήτων του έθνους» . Κάτι τέτοιο αναφέρει και ο Antony Smith, τονίζοντας ότι «βασική συνιστώσα στην παραγωγή και την αναπαραγωγή της εθνικής ταυτότητας μετά τη δημιουργία του έθνους- κράτους αποτέλεσε το ενιαίο και κρατικό εκπαιδευτικό σύστημα {…}Η “εθνική διαπαιδαγώγηση”, που στα σύγχρονα κράτη παίρνει επίσης τη μορφή της διαπαιδαγώγησης του πολίτη, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την αναπαραγωγή της εθνικής ταυτότητας και κεντρικός της μηχανισμός είναι το εθνικό σχολικό, σύστημα».

Μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι το σχολικό σύστημα στα σύγχρονα κράτη είναι αυτό που καλλιεργεί εκείνα ακριβώς τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά που θεωρούνται κριτήρια της εθνικής ιδιαιτερότητας. Αυτά είναι το συγκεκριμένο γλωσσικό ιδίωμα που προωθεί, η εδαφική διάσταση της εθνικής ταυτότητας, καθώς και οι κοινές ιστορικές μνήμες και οι κοινοί μύθοι καταγωγής. Με άλλα λόγια, «διαμορφώνει συλλογικές αναπαραστάσεις για το έθνος και την εθνική ταυτότητα μέσα από την παραγωγή επίσημης εκπαιδευτικής γνώσης».

Αναλυτικό πρόγραμμα

Στο κεφάλαιο αυτό θα μελετήσουμε τη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητα όπως αυτή παρουσιάζεται και δομείται μέσα απ’ το σχολικό αναλυτικό πρόγραμμα. Το τελευταίο αφορά τόσο τα σχολικά εγχειρίδια όσο και τους σχολικούς εορτασμούς των εθνικών επετείων και τις παρελάσεις.

Σχολικά Εγχειρίδια

Ο εθνικός εαυτός συγκροτεί ένα σημαντικό άξονα στα σχολικό εγχειρίδια πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Όπως αναφέρει η Αβδελά που έχει διερευνήσει την εθνική ταυτότητα στα βιβλία της γλώσσας του δημοτικού και του γυμνασίου, ο εθνικός εαυτός «θεμελιώνεται παρουσιάζοντας μία συνέχεια στην πορεία του χρόνου, όπου τα βασικά χαρακτηριστικά του εθνικού υποκειμένου παραμένουν αναλλοίωτα». Στην ανάλυση της αναφέρει πέντε κεντρικούς άξονες γύρω απ’ τους οποίους κινούνται τα βιβλία.

Οι άξονες αυτοί είναι: η εξύψωση και η ανωτερότητα του εθνικού εαυτού, τοποθετώντας τον στο χώρο, και εξυμνώντας την ελληνική φύση. Η εθνική εικόνα της ένδοξης πατρίδας εμφανίζεται συμπαγής. Η επιλεκτική χρήση του παρελθόντος αφήνει στη σκιά ορισμένα ιστορικά γεγονότα που θα μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη στέρεα αυτή εικόνα του πατριωτισμού των Ελλήνων· Η σύνδεση με την αρχαιότητα. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός παρουσιάζεται ως θεμελιώδης αναφορά και ως στέρεα βάση του εθνικού εαυτού. Τονίζεται η συμβολή των αρχαίων προγόνων μας στην εξέλιξη της επιστήμης, της φιλοσοφίας και των τεχνών· Η Ορθοδοξία αποτελεί επίσης ένα κεντρικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας. Επομένως, η σύνδεση με το παρελθόν επιτυγχάνεται και δια μέσου της ορθοδοξίας, η οποία για ακόμα μία φορά εκφράζει μία μακρά συνέχεια στο χρόνο. Το θρησκευτικό στοιχείο εμφανίζεται άμεσα ή συνειρμικά σε κείμενα που αφορούν στην υπεράσπιση της πατρίδας, ταυτίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο την ορθοδοξία με τον εθνικό εαυτό σε όλη την ιστορική του πορεία.· Ο εθνικός «άλλος» αποτελεί αναπόφευκτα ένα σημείο αναφοράς για τη συγκρότηση του εθνικού εαυτού, γι αυτό και συμπεριλαμβάνεται στους άξονες που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην δημιουργία της εθνικής ταυτότητας. Οι μετανάστες των ασιατικών και αφρικανικών χωρών αναφέρονται αποσπασματικά και στερεοτυπικά, και μάλιστα πολλές φορές δεν αναφέρονται σαν χώρες, αλλά σαν φυλές ή σαν λαοί. Σε αντίθεση, οι χώρες της Ευρώπης (όταν λέμε Ευρώπη εννοούμε τη δυτική Ευρώπη), αναφέρονται ως κράτη εξελιγμένα και πολιτισμένα. Όπως αναφέρει και η Αβδελά οι πολιτισμοί αξιολογούνται και τοποθετούνται σε μία ιεραρχική κλίμακα, στην κορυφή της οποίας τοποθετείται ο δυτικοευρωπαϊκός. Η ανωτερότητά του τελευταίου διαφαίνεται από την επίδραση που ασκεί πάνω στους άλλους, τους λιγότερο «αναπτυγμένους» πολιτισμούς, χάρη στην τεχνολογική και οικονομική εξέλιξή του. Μάλιστα σε συνδυασμό με την αρχαιοελληνική προέλευση του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού, «ο εθνικός εαυτός εμφανίζεται έτσι κληρονόμος ενός πολιτισμού του οποίου η σημασία είναι καθολικά, αναγνωρισμένη».

Η εθνική ταυτότητα, τα χαρακτηριστικά της οποίας μεταδίδονται και μέσω των σχολικών εγχειριδίων, καλλιεργείται μέσα από μία συγκεκριμένη εικόνα στους μαθητές, οι οποίοι υποχρεούνται να διαβάζουν και πολλές φορές να αποστηθίζουν τμήματα των σχολικών εγχειριδίων. Επομένως, αν η εικόνα που καλλιεργείται απ’ τα σχολικά εγχειρίδια είναι αυτή που περιγράφηκε παραπάνω, μπορούμε να υποθέσουμε τη γενική εικόνα που έχουν οι μαθητές στο μυαλό τους τόσο για τον εθνικό «εαυτό» όσο και για την εθνικό «άλλο». Η εικόνα αυτή βέβαια ενισχύεται και από άλλες παραμέτρους της κοινωνικής ζωής, ωστόσο τα σχολικά εγχειρίδια διαδραματίζουν έναν σημαντικό ρόλο.

Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να επισημανθεί το σχόλιο της Καραμανώλη «ότι η άγνοια των μαθητών για τα εγκλήματα του ναζισμού και του φασισμού κατά της ανθρωπότητας, σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό, οφείλεται στο ότι η παρουσία του φασιστικού φαινομένου στα   σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, είναι ελλιπής έως και ανύπαρκτη σε κάποιες τάξεις. Πιο συγκεκριμένα, η προσέγγιση του φασισμού γίνεται αδρομερώς στη Στ’ Δημοτικού, αφού διδάσκονται λίγα πράγματα σχετικά με το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ίδιο συμβαίνει και στην Γ’ Γυμνάσιου, ενώ η προσέγγιση του φασισμού είναι λιγότερη εποπτική στο βιβλίο της Γ’ Λυκείου σε σύγκριση με το βιβλίο της Γ’ Γυμνασίου».

Εορτασμοί των εθνικών επετείων και παρελάσεις

Ο σχολικός εορτασμός κατά τις ημέρες των εθνικών επετείων, καθώς και ο συνδυασμός τους με τις μαθητικές παρελάσεις, εντάσσεται στα πλαίσια της ευρύτερης εθνικής διαπαιδαγώγησης των μαθητών, όπως προβλέπεται από το σχολικό αναλυτικό πρόγραμμα. Στην υποενότητα αυτή, θα αναλυθεί με συντομία, τόσο ο σχολικός εορτασμός των εθνικών επετείων στο σχολείο, όσο και οι μαθητικές παρελάσεις.

Ξεκινώντας απ’ την περιγραφή μίας τυπικής σχολικής γιορτής, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι κατά τη διάρκεια ολόκληρου του μήνα της εθνικής επετείου, το σχολείο είναι στολισμένο με εθνικά και θρησκευτικά σύμβολα (σημαίες, εικόνες, κάδρα κτλ). Μία μέρα πριν την εθνική επέτειο, γίνονται στο σχολείο εκδηλώσεις, απαγγελίες ποιημάτων, παρουσιάσεις θεατρικών παραστάσεων, αλλά και παρουσίαση τραγουδιών, με εθνικό και θρησκευτικό περιεχόμενο, τα οποία δουλεύονται επιμέρους στις τάξεις σίγουρα ένα μήνα πριν την παρουσίαση τους. Επιπλέον, στο σχολικό εορτασμό, βρίσκονται παρόντες σημαιοφόροι και παραστάτες, οι οποίοι συνήθως εκκλησιάζονται μαζί με τους υπόλοιπους συμμαθητές τους, την ίδια μέρα ή μία μέρα πριν, ενώ ορισμένοι μαθητές αναλαμβάνουν να καταθέσουν στεφάνια στα μνημεία των ηρώων.

Όλη αυτή η διαδικασία στην οποία συμμετέχουν οι μαθητές για περισσότερα από 12 χρόνια, διακατέχεται από μία έντονη συγκινησιακή φόρτιση, η οποία προσδίδει μία συναισθηματική διάσταση στα γεγονότα και εντυπώνεται έντονα στο υποσυνείδητο των μαθητών. Όπως αναφέρει ο Καστοριάδης, οι μαθητές βιώνουν ένα «μάγμα φαντασιακών σημασιών» , που η ίδια η κοινωνία παρέχει και εσωτερικεύουν ένα εθνικό πολιτισμικό υλικό που επιδιώκει την απόδοση της ιστορικής πραγματικότητας. Οι Έλληνες Χριστιανοί παρουσιάζονται με γενναιότητα, ηρωισμό και ανδρεία, η οποία υπερέχει κατά πολύ από τον εκάστοτε «εθνικό εχθρό», ο οποίος παρουσιάζεται πάντοτε υποτιμημένος. Παράλληλα, οι εθνικοί μύθοι που συνοδεύουν την ιδέα του έθνους, όπως είναι η ταύτιση του ελληνισμού με την ορθοδοξία, το «ΟΧΙ» του Μεταξά, η λειτουργία των «κρυφών σχολειών», ακόμα και η ίδια η ημερομηνία της εθνικής επετείου, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των σχολικών εορτών, γεγονός που τους προσδίδει ιστορική υπόσταση.

Μέσα από τον εορτασμό των εθνικών επετείων στα σχολεία, συγκροτείται μία γενική αντίληψη στην πλειοψηφία των μαθητών, η οποία προσδίδει μία βιολογική υπόσταση στο έθνος, το οποίο παρουσιάζει μία γραμμική συνέχεια στο χρόνο και στο χώρο.

Όσον αφορά στις μαθητικές παρελάσεις, συμβάλλουν κι αυτές στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης. Η μαθητική παρέλαση πήρε για πρώτη φορά χαρακτήρα επίσημο, και συμπληρωματικό στην στρατιωτική παρέλαση, το 1936, με εντολή του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά. Οι μαθητικές παρελάσεις συνοδεύτηκαν από σχολικές γιορτές, «γυμναστικές επιδείξεις», «λαμπαδηφορίες» κτλ., διαδικασίες που είχαν ως βασικό σκοπό την ανάπτυξη της στρατιωτικής συνείδησης της νεολαίας. Οι παρελάσεις, ως εθνικιστικές τελετές, βρέθηκαν και πάλι στο επίκεντρο, κατά τη διάρκεια της χούντας των συνταγματαρχών. Παρόλα αυτά από το 1936 μέχρι σήμερα, συνεχίζουν να γίνονται παρελάσεις, παρά το γεγονός ότι είναι ένα έθιμο με σαφή μιλιταριστικό χαρακτήρα, που καθιερώθηκε από δικτάτορα, και προβάλλει την αισθητική και την κουλτούρα φασιστικών καθεστώτων.

Συντηρητισμός και εκπαίδευση

Σε έρευνα που έγινε για το γερμανικό ίδρυμα Friedrich Ebert στην Αθήνα, μελετώντας τις λιγοστές έρευνες που προϋπήρχαν, διαπιστώθηκε ότι «“παραδοσιακές” αξίες του ελληνικού εθνικισμού, όπως η οικογένεια, η πατρίδα και η θρησκεία/εκκλησία, κατέχουν κρίσιμες θέσεις στο αξιακό σύστημα της νεολαίας στην Ελλάδα.{..,}Επίσης, από τα δεδομένα των λιγοστών σχετικών ερευνών προκύπτουν σημαντικά στοιχεία συντηρητισμού αλλά και αυταρχισμού για ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας». Τα στοιχεία αυτά, φυσικά και δεν προέκυψαν ξαφνικά, αλλά υπονοούν τη συστηματική καλλιέργεια συντηρητικών και αυταρχικών απόψεων και πρακτικών στην κοινωνία και κατ’ επέκταση στη νεολαία κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Αυτός ο διάχυτος συντηρητισμός και αυταρχισμός, μπορεί εύκολα να καταλήξει να εκφράζεται με τη συμμετοχή των νέων σε κάποιο ακροδεξιό μόρφωμα ή έστω με την αποδοχή ή ανοχή ακροδεξιών λογικών και πρακτικών.

Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά την πίστη στην οικογένεια, «είναι χαρακτηριστικό ότι η οικογένεια καταλαμβάνει σταθερά την υψηλότερη θέση μεταξύ των κοινωνικών αξιών των νέων» . Όπως προκύπτει απ’ τα δεδομένα των ερευνών της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς, η οικογένεια θεωρούνταν η πιο σημαντική αξία για τη πλειονότητα της νεολαίας: «το 1997 το 81,7% και το 1999 το 86,4% των νέων θεωρούσαν την οικογένεια “πολύ σημαντική”. {…}Μάλιστα “η οικογένεια αναδύεται ως η μόνη ασφαλής σανίδα σωτηρίας” που προστατεύει το άτομο από τους συχνά διεφθαρμένους, αφιλόξενους, ενίοτε εχθρικούς προς τους πολίτες, θεσμούς»   .

Μία ακόμα αξία που φαίνεται να κατέχει ιδιαίτερα σημαντική αξία για μία μεγάλη μερίδα των νέων είναι η πατρίδα. Μάλιστα όπως αναφέρουν οι Μαρβάκης κ.α., «η νοηματοδότηση της έννοιας “πατρίδα” περιλαμβάνει συχνά εθνικιστικές αναφορές». Συγκεκριμένα, «στην πρώτη έρευνα της ΓΓΝΓ (2000) η “πατρίδα” κατατάχθηκε μεταξύ των πιο σημαντικών κοινωνικών αξιών με το 72,1% των νέων να τη θεωρεί “πολύ σημαντική”, ενώ το 94,9% “πολύ” ή “αρκετά σημαντική”. Στην ίδια έρευνα το 91,8% δήλωνε ότι αισθάνεται πολύ (64,5%) ή αρκετά (27,3%) περήφανος που είναι Έλληνας, ενώ παρόμοια είναι τα ποσοστά εθνικής υπερηφάνειας (93%) που καταγράφηκαν μεταξύ των μαθητών 15¬18 ετών στην έρευνα “Έθνος και Δημοκρατία στην Ελληνική Εκπαίδευση” {.} Μάλιστα, η έρευνα “Έθνος και Δημοκρατία στην Ελληνική Εκπαίδευση” που διεξήχθη από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) στα τέλη της δεκαετίας του 1990 φωτίζει καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο οι νέοι αντιλαμβάνονταν τότε την έννοια του έθνους: σε μεγάλο βαθμό ως μία ομοιογενή βιολογικά και πολιτισμικά ομάδα».

Επιπλέον, σχετικά με τη σχέση των νέων με την θρησκεία και την ορθόδοξη εκκλησία, τα δεδομένα των ερευνών των τελευταίων δεκαετιών για τη νεολαία «αποτυπώνουν από τη μια τη σπουδαιότητα της θρησκευτικής πίστης για ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας και από την άλλη τη συγκριτικά με άλλους θεσμούς υψηλή εμπιστοσύνη ενός μεγάλου κομματιού της νεολαίας στην εκκλησία». Πιο συγκεκριμένα, «Η “πίστη στον Θεό” καταγράφηκε ως αρκετά ή πολύ σημαντική αξία για το 91,3% των νέων που συμμετείχαν στην πρώτη έρευνα της ΓΓΝΓ (2000) για τη νεολαία. Ταυτόχρονα η εκκλησία ως θεσμός συγκέντρωνε την εμπιστοσύνη του 68,6% των νέων».

Ακόμα, σε έρευνα που διεξήγαγε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η ΓΓΝΓ έγινε απόπειρα μεταξύ άλλων να μετρηθεί και ο “αυταρχισμός”/ “φιλελευθερισμός” των νέων. «Με βάση τη γνώμη των νέων για διάφορα κοινωνικά ζητήματα, υπολογίστηκε ότι το 29% των νέων της έρευνας μπορούσε να ενταχθεί στην ομάδα των “αυταρχικών” και το 54% στην ομάδα εκείνων που είχαν “ενδιάμεση θέση”, ενώ μόλις το 17% εντασσόταν στους “μη αυταρχικούς”. Από τα δεδομένα συνάγεται ότι για ένα σημαντικό κομμάτι της νεολαίας η ιεραρχία, η πειθαρχία, η υπακοή στους νόμους και η αυστηρότητα αυτών ήταν πολύ σημαντικά ζητήματα. (…) Ορισμένες απόψεις των νέων, αν και αποσπασματικές, είναι χαρακτηριστικές: το 44,3% δήλωνε ότι “η λογοκρισία είναι αναγκαία”, το 74,2% ότι “εκείνοι που κάνουν παρανομίες πρέπει να τιμωρούνται πιο αυστηρά” {…}, ότι το 45,7% πίστευε ότι για μερικά εγκλήματα η θανατική ποινή είναι η καλύτερη, το 31% ότι “πρέπει να υπακούμε στους νόμους ακόμη κι αν είναι λάθος”, το 24% ότι “το σχολείο οφείλει να διδάσκει υπακοή στην εξουσία”, ενώ το 51,8% συμφωνούσε ότι “οι νέοι στην Ελλάδα δε σέβονται τους γονείς τους”.

Μία ακόμα σημαντική παράμετρος που αποτελεί μέρος του γενικότερου συντηρητισμού που καλλιεργείται στους νέους και στην κοινωνία γενικότερα, είναι η στάση των νέων απέναντι στους μετανάστες. Η τελευταία, όπως επισημαίνεται από έρευνες που έχουν μελετήσει οι Μαρβάκης κ.α. φαίνεται να κινείται στις παρυφές του ρατσισμού. Οι πρακτικές της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους μετανάστες και τις μετανάστριες, επηρεάζουν σημαντικά τις απόψεις και τις στάσεις της νεολαίας απέναντι «στους ξένους». Από τα δεδομένα της Social European Survey προκύπτουν μια σειρά από σταθερά ρατσιστικές αντιλήψεις απέναντι στους μετανάστες κατά την τελευταία δεκαετία: «στις τέσσερις φάσεις της έρευνας, στις οποίες συμμετείχε η Ελλάδα από το 2002 ως το 2010, πάνω από το 50% των νέων έως 30 ετών συμφωνούσε με τη δήλωση ότι “η πολιτιστική ζωή στη χώρα υποβαθμίζεται εξαιτίας των μεταναστών”». Επίσης, καταγράφηκε έντονη ομοφοβία σε ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας, αν και τελευταία το ποσοστό του τείνει να μειωθεί. Ωστόσο μέχρι στιγμής δεν έχει διερευνηθεί η αντιμετώπιση των νέων σε άλλες κοινωνικές ομάδες, που φαίνεται να βιώνουν απαξιωτική αντιμετώπιση στην ελληνική κοινωνία, όπως είναι οι Ρομά, άτομα με αναπηρία, θρησκευτικές ομάδες κτλ.

Ακόμα, τα τελευταία χρόνια τα αισθήματα ανασφάλειας και απαισιοδοξίας έχουν μάλλον επιδεινωθεί. Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της VPRC για τη νεολαία με τίτλο «Νεολαία και Ελληνική Κοινωνία 2009», το 87% των συμμετεχόντων, ηλικίας 18-34, δήλωσαν πως αισθάνονται ότι η εποχή που ζούμε είναι «μία εποχή ιδιαίτερα δύσκολη για τους νέους» και σε ποσοστό 63%, είπαν ότι «οι σημερινοί νέοι βρίσκονται σε χειρότερη θέση σε σχέση με την προηγούμενη γενιά». Επίσης, το 62,7% των νέων δήλωσε «πολύ ή μάλλον δυσαρεστημένο» για την πορεία των πραγμάτων στη ζωή του, και το 83,9% «λίγο ή καθόλου αισιόδοξο για το μέλλον του»

Τέλος, πολύ έντονη φαίνεται να είναι και η δυσπιστία της νεολαίας απέναντι στο πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο. Στη δημοσκόπηση της VPRC (2009), οι νέοι δηλώνουν ότι «μάλλον δεν εμπιστεύονται τα πολιτικά κόμματα», σε ποσοστό 90%, «το κοινοβούλιο» σε ποσοστό 75%, «το κράτος και τη δημόσια διοίκηση», σε ποσοστό 86%, «τα συνδικάτα και το συνδικαλισμό», σε ποσοστό 68%, «τα ΜΜΕ», σε ποσοστό 85%, «την αστυνομία», σε ποσοστό 54%, «τη δικαιοσύνη» σε ποσοστό 52%, «την εκκλησία» σε ποσοστό 52%, «την εκπαίδευση» σε ποσοστό 84%, και σε μικρότερο βαθμό «το δημόσιο πανεπιστήμιο» σε ποσοστό 37%.

Δημιουργία πυρήνων της Χρυσής Αυγής στα σχολεία

Η «Χρυσή Αυγή» σε σύγκριση με άλλους πολιτικούς χώρους διαθέτει ένα απ’ τα πιο οργανωμένα και πολυπληθή δίκτυα νεολαίας. Μάλιστα, σε πολλά σχολεία λειτουργούν πυρήνες της «Χρυσής Αυγής» με φανερή δράση και πολιτική λειτουργία. Δυστυχώς, το εν λόγω πολιτικό μόρφωμα έχει επιλέξει τα σχολεία ως προνομιακό χώρο για την εξάπλωση των ναζιστικών ιδεών και τη διεύρυνση της επιρροής της στη νέα γενιά.

Όπως τονίζει η ιστορικός Καραμανώλη, «η “Χρυσή Αυγή” στο σχολικό χώρο εργάζεται μεθοδικά και συστηματικά έχοντας ως γνώμονα και εκμεταλλευόμενη τα βασικά χαρακτηριστικά της εφηβείας, δηλαδή την ανάγκη για ένταξη σε κάποια ομάδα, την τάση του νέου να δοκιμάζει ακραία πράγματα, τη ροπή του προς την παραβατικότητα, την ανάγκη του να έχει πρότυπα, αλλά και να αποτελεί ο ίδιος πρότυπο για τους άλλους, την τάση του για εξωλογικές αναζητήσεις και κυρίως τη γοητεία της βίας και την επιβολή μέσω της βίας, στοχεύει στον εθισμό σε ακραίες φασιστικές νοοτροπίες και συμπεριφορές. Ο φασισμός προβάλλεται επιδέξια ως “μόδα” και αντίδραση στο κοινωνικοπολιτικό σύστημα».

Για να κατορθώσει η Χρυσή Αυγή την διείσδυση στη μαθητική κοινότητα, ξεκίνησε μία προσπάθεια, προτού ακόμα αναδειχθεί σε κοινοβουλευτικό κόμμα. Τον Αύγουστο του 2006 στην Αθήνα, δημιουργήθηκε μία νέα οργάνωση, η Οργάνωση Ελληνόψυχων Μαθητών (Ο.Ε.Μ.). Όπως επισημαίνεται σε άρθρο στο εκπαιδευτικό site alfa vita «Οι δύο πρώτες συνελεύσεις της έγιναν στα γραφεία του Ιδρύματος του ΛΑΟΣ Ίων Δραγούμης. Στη συνέχεια οι συναντήσεις των μελών της πραγματοποιούνταν στα γραφεία της εθνικιστικής εφημερίδας “Στόχος” καθώς οι περισσότεροι – όπως παραδέχονταν σε αναρτήσεις τους – ανήκαν ή προσεγγίζονταν από τη Χρυσή Αυγή. Στους κόλπους της περιελάμβανε “εθνικιστές, Ναζί, έλληνες υπέρ της δικτατορίας”. Οι δράσεις της Οργάνωσης προβάλλονταν από τον “Στόχο” που και σήμερα με δημοσιεύματά του στηρίζει τον Νίκο Μιχαλολιάκο. Ο παλαιός εκδότης του Γιώργος Καψάλης ήταν ιδρυτής ανάλογης ομάδας, της Οργάνωσης Ελληνόψυχων Νέων Μέγας Αλέξανδρος, στις αρχές του ’90».

Τα μέλη της Οργάνωσης Ελληνόψυχων Μαθητών γράφουν πως αποτελούν «αυτόνομη ομάδα που δεν έχει σχέση με πολιτικά κόμματα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι φιλική προς τα διάφορα εθνικιστικά και πατριωτικά κόμματα-κινήματα» . «Στις 11 Δεκεμβρίου 2007 όμως μέλος του φόρουμ συνομιλίας των Ελληνόψυχων Μαθητών αναφέρει για την προσέγγισή τους από τη Χρυσή Αυγή: “Από τα λεγόμενά τους είναι φανερό ότι θέλουν συνεργασία μαζί μας”. Άλλο μέλος έχει στο προφίλ του φωτογραφία με το σήμα του Μετώπου Νεολαίας της Χρυσής Αυγής – στις γιορτές του οποίου κάποιοι συμμετέχουν – και άλλοι αναγράφουν γνωστά συνθήματα της οργάνωσης όπως “εναντίον όλων” και “ξημερώνει η Χρυσή Αυγή του Ελληνισμού”. Άλλο μέλος παραπέμπει στην ιστοσελίδα της “Αντεπίθεση”, η οποία άρχισε να λειτουργεί το 2005 “ως βήμα της εθνικιστικής νεολαίας”, όπως την παρουσίασε η ίδια Χρυσή Αυγή. Μέλη των Ελληνόψυχων Μαθητών συμμετέχουν και σε πορείες της Χρυσής Αυγής για τα Ίμια και σε άλλες πορείες με δικά τους, χωριστά πανό ή ως κομμάτι της νεοναζιστικής οργάνωσης».

Η οργάνωση «Ελληνόψυχοι Μαθητές» φαίνεται πως είχαν δημιουργήσει τουλάχιστον έξι πυρήνες στην Ελλάδα (σε Ρόδο, Ηλιούπολη, Καρδίτσα, Βόρεια Ελλάδα, Ξάνθη και Μαγνησία) και μια ομάδα γυναικών στα πρότυπα της Χρυσής Αυγής . «Βάσει των κανόνων της οργάνωσης, κάθε πυρήνας έπρεπε να έχει τουλάχιστον τρία μέλη και να δρα στις γειτονιές επί έναν μήνα. Κάθε πυρήνας θα επιδείκνυε το έργο του στις συνελεύσεις της οργάνωσης, ενώ όσοι βρίσκονταν στην επαρχία θα έστελναν απολογισμό και φωτογραφίες με e-mail. Παράλληλα καλούσαν τα μέλη τους να μοιράσουν φυλλάδια σε σχολεία, ενώ οργανώνονταν και στα γήπεδα σε αγώνες της εθνικής ομάδας μπάσκετ. Στις 4 Νοεμβρίου 2008 ο πυρήνας τους στη Ρόδο ανακοινώνει με ανάρτησή του τη μετατροπή του σε πυρήνα της Χρυσής Αυγής. “Η δράση μας συνεχίζεται κανονικά, με την ίδια σχεδόν σύσταση, ως πυρήνας του Λαϊκού Συνδέσμου Χρυσή Αυγή, στον οποίον ήμασταν οι περισσότεροι ανέκαθεν προσκείμενοι. Πιστεύουμε ότι ο καιρός θα δικαιώσει τις αποφάσεις μας”, γράφουν.

Στα κεντρικά γραφεία της Χρυσής Αυγής είχε βρεθεί ως μαθητής γυμνασίου ο 18χρονος σήμερα Δημήτρης, ο οποίος είχε μιλήσει πρώτη φορά στα «ΝΕΑ» στις 23 του περασμένου Φεβρουαρίου για την εξάπλωση της οργάνωσης στα σχολεία. Ο ίδιος δηλώνει και σήμερα εθνικιστής και ενεργός υποστηρικτής της Χρυσής Αυγής, την οποία είχε ανακαλύψει όπως και άλλοι νέοι διαδικτυακά το 2008. Στα 16 του επισκέφθηκε τα κεντρικά γραφεία της οργάνωσης μαζί με έναν ενήλικο φίλο του, μέλος της οργάνωσης. Εκεί, δύο φορές την εβδομάδα, πραγματοποιούνταν ομιλίες του Μετώπου Νεολαίας. Άλλωστε το Μέτωπο είχε δώσει το σύνθημα προσέλκυσης οπαδών από τον Σεπτέμβριο του 2008 στο μπλογκ «Αντεπίθεση», καλώντας σε «αγώνα στα σχολεία, στα γυμναστήρια, όπου συχνάζουν παιδιά και νέοι». «Δεν μου είπε κανείς» δεν μπαίνεις μέσα γιατί είσαι ανήλικος»», λέει ο Δημήτρης. Στη Νεολαία συμμετείχαν έφηβοι από την ηλικία των 16 και νεαροί έως 25 ετών. «Είχα δει υποστηρικτές που έλεγαν να οργανωθούν για να χτυπήσουν αναρχικούς, αλλά επιμένω ότι στα μέλη του Μετώπου δεν δίνονταν εντολές για επιθέσεις», λέει ο Δημήτρης. Στις 26 Σεπτεμβρίου 2009 όμως στην καθιερωμένη γιορτή του Μετώπου Νεολαίας, στην οποία μίλησε όπως πάντα ο Νίκος Μιχαλολιάκος, προβλήθηκε βίντεο από «δράση» του Μετώπου στο Παλαιό Εφετείο. Οι νεαροί της Χρυσής Αυγής είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο εκεί, χτυπώντας με ρόπαλα και πέτρες μετανάστες υπό την ανοχή της Αστυνομίας.

Συμπεράσματα για τη σύνδεση του σχολείου με την ακροδεξιά

Το σχολείο είναι ο ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους που συμβάλλει στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας των νέων γενεών. Τόσο οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί, όσο και τα σχολικά εγχειρίδια σε συνδυασμό με το κρυφό αναλυτικό πρόγραμμα   συμβάλλουν στην διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης. Η τελευταία καλλιεργείται με την ανάπτυξη του πατριωτικού συναισθήματος, το οποίο με τη σειρά του σφυρηλατείται κάνοντας ιστορικά άλματα απ’ την αρχαία Ελλάδα, στα βυζαντινά χρόνια, και τέλος στην ελληνική επανάσταση και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο του 1940. Όλα αυτά συνδέονται με την ελληνική ορθόδοξη εκκλησία και την υποτιμητική παρουσίαση του εθνικού «άλλου».

Ο εθνικός εαυτός συγκροτείται και διαρθρώνεται γύρω απ’ την αδιάσπαστη συνέχεια στο χώρο και στον χρόνο. Η πατρίδα ανάγεται σε υπέρτατη αξία και διαχρονικό ιδανικό. Τα χαρακτηριστικά εκείνα που διατηρούνται αναλλοίωτα στο χρόνο ξεκινώντας από τα αρχαία χρόνια και περνώντας από γενιά σε γενιά μέχρι σήμερα, είναι η φιλοπατρία, η γενναιότητα και η αγάπη για την ελευθερία. Η αξία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού παρουσιάζεται ως σημείο αναφοράς τόσο για την σύνθεση της εθνικής ταυτότητας, όσο και για την εξέλιξη του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού, ο οποίος είναι πρώτος στην ιεραρχική κλίμακα των πολιτισμών που υπονοείται και στον οποίο ανήκει η Ελλάδα σήμερα. Σημαντικό ρόλο στη σύσταση της εθνικής ταυτότητας παίζει η καλλιέργεια της θρησκευτικής πίστης. Τέλος, ο εθνικός άλλος παρουσιάζεται είτε αποκομμένα, αποσπασματικά και εξωτικά (όταν πρόκειται για μη ευρωπαϊκούς λαούς), υποτιμημένος (όταν πρόκειται για τους εθνικούς μας αντιπάλους), και να υπερέχει επιστημονικά και πολιτισμικά (όταν αφορά την σημερινή δυτική Ευρώπη).

Μέσα σ’ αυτό το σχολείο, έχει καταφέρει να εισχωρήσει η Χρυσή Αυγή, μέσω διάφορων υποομάδων που έχει δημιουργήσει με αυτόν ακριβώς το σκοπό. Έτσι, όπως αναφέρει η κ. Καραμανώλη, στα σχολεία παρατηρούνται ολοένα και συχνότερα εκδηλώσεις βίας, επιθετικότητας, ξενοφοβίας και φασιστικής βίας. Αφορμή για την άσκηση λεκτικής και επιθετικής βίας, μπορεί να αποτελεί οποιαδήποτε μορφή διαφορετικότητας (στο χρώμα, στο φύλο, στη θρησκεία ή και αλλού.)

Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω ότι το σχολείο μπορεί απ’ τη μια να καλλιεργεί ένα έδαφος γόνιμο για την ανάπτυξη της ακροδεξιάς ιδεολογίας (για τους λόγους που περιγράφηκαν πρωτύτερα), απ’ την άλλη όμως αφήνει και περιθώρια για την αμφισβήτηση της. Κατά την προσωπική μου άποψη, η εκμετάλλευση αυτών των χαραμάδων που αφήνει το σχολικό σύστημα, εξαρτώνται σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό, απ’ τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι προς το παρόν, (τουλάχιστον στις μικρότερες βαθμίδες της εκπαίδευσης που δεν πιέζονται από την εξεταστέα ύλη) έχουν αρκετή παιδαγωγική ελευθερία στο εκπαιδευτικό τους έργο.
πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com