Άρθρο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Green Perspectives 7. Η Janet Biehl είναι συγγραφέας και πολιτική ακτιβίστρια.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας.

 

 

Τα εναλλακτικά πολιτικά κινήματα της δεκαετίας του 1980 διαμορφώθηκα σε βάθος από την αντίδραση εναντίον στην «παλιού ύφους» ριζοσπαστική πολιτική. Πολύ σωστά, απέρριψαν τον απολυταρχισμό της κεντρικής επιτροπής  και τις άκαμπτες κομματικές γραμμές του μαρξισμού. Τώρα όμως το πράσινο κίνημα  είναι αντιμέτωπο με την προοπτική ενός νέου είδους απολυταρχισμού και ένα νέο είδος κομματικής γραμμής: την αυθεντία της θρησκείας, και την κομματική γραμμή της θρησκευτικής ορθοδοξίας.

Στα εναλλακτικά πολιτικά κινήματα, η πνευματικότητα αναπτύχθηκε από μια ρεαλιστική κατανόηση πως αλλαγές στη συνείδηση ήταν απαραίτητες για την κοινωνική μεταμόρφωση· διαφορετικά μια επανάσταση απλά θα διαιώνιζε τις σεξιστικές, ρατσιστικές, ομοφοβικές, και άλλες ιεραρχίες της παλιάς, σάπιας κοινωνίας. Για πολλούς, η πνευματικότητα έμοιαζε ένας αποδεκτός τρόπος για την καλλιέργεια μιας ειρηνικής, μη ιεραρχικής συνείδησης. Κάποιοι είδαν την συμμετοχή τους σε εναλλακτικά θρησκευτικές τελετές ως προσωπικό στήριγμα για το πολιτικό τους έργο. «Η γυναικεία πνευματικότητα… μας αναζωογονεί και μας συντηρεί στον αγώνα μας», έγραψε πριν χρόνια η Charlene Spretnak, και δεν υπάρχει διαφωνία με αυτή τη παρατήρηση.

Από τότε όμως, η πνευματικότητα έχει εκτοξευθεί έξω από το προσωπικό στο πολιτικό. Το δεύτερο μέρος της πρότασης της Spretnak έλεγε, «Περισσότερο από το να είναι απλά ένα εργαλείο για την βοήθεια μας ενώ πολεμάμε για μια καλύτερη ζωή, είναι κλειδί για μια καλύτερη ζωή» – και αυτόχαρακτηρίζει το σημείο στο οποίο η πνευματικότητα γίνεται πρόβλημα στα πολιτικά κινήματα. Γιατί ως το «κλειδί για μια καλύτερη ζωή», ικανοποιώντας τις πνευματικές ανάγκες των μελών ενσωματώνεται στο πυρήνα της πολιτικής ατζέντας και πρακτικής.

Είναι σαν οι μια ομάδα ανθρώπων να υποστηρίζουν πως επειδή οι άνθρωποι έχουν μεγάλες προσωπικές ανάγκες για αγάπη και σεξ, η ικανοποίηση των οποίων στηρίζει τις πολιτικές τους δραστηριότητες, το πράσινο κίνημα πρέπει να προσφέρει στους πράσινους αγάπη και σεξ ως ένα «κλειδί για καλύτερη ζωή».. στη περίπτωση αυτή το πράσινο κίνημα θα έπαυε να είναι πολιτικό κίνημα και θα γίνονταν κάτι που μοιάζει με υπηρεσία γνωριμιών. Η αν μια άλλη ομάδα υποστήριζε πως επειδή η ψυχοθεραπεία στηρίζει το πολιτικό τους έργο, η ψυχοθεραπεία είναι το «κλειδί για μια καλύτερη ζωή» και έτσι θα έπρεπε να είναι στο κέντρο του πράσινου οράματος. Το πράσινο κίνημα έτσι δεν θα ήταν πλέον πολιτική αλλά συμβουλευτική υπηρεσία.

Με τον ίδιο τρόπο, όταν μια πολιτική οργάνωση φροντίζει υπερβολικά τις πνευματικές ανάγκες των μελών του, ρισκάρει να γίνει θρησκευτικό σύνολο και να χάσει το πολιτικό του προσανατολισμό. Η πνευματικότητα, όπως η αγάπη, το σεξ, και η ψυχοθεραπεία, είναι σε γενικές γραμμές ζήτημα προσωπικής φύσης. Ένα πολιτικό κίνημα, ενώ θα πρέπει φυσικά να ενδιαφέρεται για την ψυχολογική ευημερία των υποστηρικτών του, δεν υπάρχει κυρίως για να φροντίζει τις προσωπικές τους ανάγκες. Αντίθετα, τα μέλη εθελοντικά συμφωνούν να εργαστούν για λογαριασμό ενός μεγαλύτερου πολιτικού ιδανικού.

Αυτό όμως αλλάζει σήμερα. Με την εικόνα πως η θρησκεία είναι το «κλειδί για μια καλύτερη ζωή» το πράσινο κίνημα αναγκάζεται να αναζητήσει μια «βιώσιμη θρησκεία» ( κατά τη φράση της Spretnak) ως μέρος της ατζέντας του, ενώ εκείνοι που δεν είναι πνευματικοί διαβεβαιώνονται γενναιόδωρα πως «μια πράσινη κουλτούρα θα διαθέτει άπλετο χώρο» για εκείνους.

Ποιος, μπορεί να ρωτήσει λογικά κάποιος, κάνει την «διάθεση»; Γιατί πρέπει στους πολιτικούς ακτιβιστές να «διατίθεται» χώρος για αυτούς σε ένα ξεκάθαρα πολιτικό κίνημα; Γίνεται το «κλειδί για μια καλύτερη ζωή» ένα νέο δόγμα, ίσως το ίδιο ανησυχητικό όσο εκείνο που εγκαταλείφθηκε;

Η Εκδοχή της Ιστορίας της Θεάς

Στο παραπλανητικά αντιιεραρχικό δόγμα («Η Θεά… δεν είναι εξουσιαστική μορφή· είναι μεταξύ άλλων, ένα σύμβολο αρμονίας και ενότητας μεταξύ ανθρώπων, ζώων και φύσης»), η λατρεία της θεάς ως «κλειδί για μια καλύτερη ζωή» είναι μια αμφίβολη εκδοχή της προϊστορίας. Στην εκδοχή αυτή, οι νεολιθικές κοινωνίες ήταν χειραφετημένες, ειρηνικές, μητριαρχικές – και λάτρευαν μια θεά της φύσης.

Τώρα, υπάρχει κάθε λόγος  να πιστεύουμε πως οι πρώτες κοινωνίες ήταν χειραφετικές , οργανικές, και ειρηνικές, και ήταν μάλλον μητριαρχικές, με βάση την αρχαιολογία και την εξελικτική ανθρωπολογία. Αλλά οι υποστηρικτές της θεάς υποστηρίζουν πως αυτές οι κοινωνικές ρυθμίσεις πήγαιναν χέρι-χέρι με το σεβασμό για μια Μεγάλη Θεά και ίσως προκαλούνταν από τη λατρεία της θεάς. Η σημαντική υπόθεση είναι πως η ειρήνη και η ισότητα θα ανακτηθεί αν λατρέψουμε ξανά η γη ως θεά. Χρησιμοποιώντας αποκλειστικά μυθολογικές ενδείξεις – που είναι στην καλύτερη περίπτωση αδύναμες – τέτοιες φαντασίες διατρέχουν ανεξέλεγκτα τα ειδυλλιακά λιβάδια της σύγχρονης λατρείας της θεάς.

Η Μινωική Κρήτη, για παράδειγμα, υποτίθεται πως ήταν η επιτομή μιας αισθησιακού, ελεύθερου, ειρηνικού, έμφυλα ισότιμου, φυσιολατρικού παραδείσου, ολοκληρωμένου με μια βασίλισσα (μονάρχη, αλλά ποιος νοιάζεται), ιέρειες (ιεραρχία, αλλά ποιος νοιάζεται) και θεές (υπερφυσικές, αλλά ποιος νοιάζεται). «Ξεκάθαρα η θεά ήταν ανώτερη», διακηρύσσει η Merlin Stone στο διάσημο βιβλίο της για την λατρεία της θεάς.

Η αρχαιολογική στήριξη για τις μινωικές φαντασίες, ωστόσο, είναι ιδιαίτερα αβέβαιες. Ο Σερ Arthur Evans, ο ανασκαφέας του παλατιού της Κνωσσού πάνω στο έργο του οποίου βασίζονται αυτές οι φαντασίες, σχεδόν αυθαίρεταεπέλεξαν ένα συγκεκριμένο δωμάτιο στο παλάτι ως «το Μέγαρο της Βασίλισσας» – αν και, όπως παρατηρεί ωμά η Sarah Pomeroy, «Αυτό το δωμάτιο δεν βρέθηκε με ταμπελάκι πάνω του». Ο λόγος για την αμφίβολη επιλογή του Evans; Ένα συγκεκριμένο κάθισμα – πιθανώς ένας θρόνος – στο δωμάτιο βρέθηκε να είναι κάπως χαμηλότερος και πλατύτερος από άλλους. Για το βικτωριανό Evans (που θεωρούσε τις γυναίκες ως εμπόδια στην ανασκαφή του), αυτό ήταν ικανοποιητική απόδειξη για να δείξει πως αυτό το κάθισμα ήταν γυναικείο. Ο χαρακτηρισμός του για το δωμάτιο ως «το Μέγαρο της Βασίλισσας» δημοσιεύεται και επαναδημοσιεύεται από τότε δίχως κάποια νύξη πως αυτός ο χαρακτηρισμός ήταν δίχως αρχαιολογική βάση.

Επιπλέον, η διάσημη «Θεά με τα Φίδια» της Κρήτης – υποτίθεται μια ενσάρκωση της μεγάλης θεάς – ήταν, σύμφωνα με τα λόγια του Evans, «ανασυσταμένη». Ο κορμός, το δεξί χέρι, και το κάτω μέρος της φούστας μπορεί να συναρμολογήθηκαν αυθαίρετα· το κεφάλι είναι εντελώς νέο· και το στέμμα ήταν ένα στεφάνι που μάλλον προήλθε από ένα κεφάλι λιονταριού. Ο Evans δεν έδωσε κανένα λόγο γιατί τη θεωρούσε φιγούρα μιας θεάς παρά απλή ακόλουθη ή μια συνηθισμένη γυναίκα.

Δεν υπάρχει λόγος να υποθέτουμε πως η θεά – αν υπήρξε πράγματι – ήταν θεά της φύσης. Δεν υπάρχει έννοια της φύσης ως τέτοια στην προϊστορία για να ταυτίζεται μια θεά με αυτή, πόσο μάλλον μια που θα μπορούσε να διδάξει στους ανθρώπους «μια εκλεπτυσμένη κατανόηση της σύνδεσης μας με τη Φύση και τους κύκλους της». τα βασίλεια της φύσης και της ανθρωπότητας  δεν διακρίνονταν μέχρι και την ελληνιστική εποχή. Ούτε ήταν η υποτιθέμενη θεά μια θεά της γης, ακόμη  και στα μυθολογικά στοιχεία  πάνω στα οποία βασίζονται οι υποστηρικτές της θεάς· ήταν μάλλον μια ουράνια ή ηλιακή θεά. Η Stone βρήκε πως «σχεδόν όλες οι γυναικείες θεότητες στην Εγγύτερη και την Μέση Ανατολή είχαν το τίτλο Βασίλισσα του Ουρανού, και στην Αίγυπτο όχι μόνο ήταν η αρχαία θεά γνωστή Νουτ ως ο ουρανός, αλλά ο αδερφός-σύζυγός της Γκεμπ συμβολίζονταν ως η γη».

Η προϊστορική βουκολική θεά καταστράφηκε από νομαδικές φυλές, «της βαρβαρικές ινδοευρωπαϊκές φυλές από τις Ευρασιατικές στέπες», όπως αναφέρει η Spretnak. Προφανώς κατέκτησαν τους ειρηνικούς λάτρεις της θεάς και επέβαλαν το πατριαρχικό καθεστώς που οδήγησε απευθείας στην σημερινή οικοκαταστροφή μας. «Εκκοσμίκευσαν την γη» και «έφεραν ένα θεό του ουρανού, μια πολεμική θρησκεία, και πατριαρχική κοινωνική οργάνωση. Και εδώ είναι που ζούμε σήμερα – σε μια ινδοευρωπαϊκή κουλτούρα».

Και αυτό, επίσης, είναι μια φαντασίωση. Αρχικά, η λέξη «Ινδοο-Ευρωπαίος» αναφέρεται σε μια οικογένεια γλωσσών, όχι σε κάποια εθνική ή πολιτισμική ομάδα. Οι Χετταίοι, οι Μιτάννοι, οι Κασσίτες, οι Μήδοι, και οι Πέρσες, για παράδειγμα, μιλούσαν όλοι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, αλλά δεν ήταν ένας λαός είτε εθνικά, είτε πολιτιστικά. Λάτρευαν θεούς του ουρανού και του ήλιου, αλλά το ίδιο έκαναν και πολλοί από τους λαούς που κατέκτησαν, όπως οι Αιγύπτιοι και οι Σουμέριοι. Έκαναν πόλεμο και κατακτήσεις, αλλά το ίδιο και οι σημιτικοί λαοί – όπως οι Αμορίτες, οι Ασσύριοι και οι Ιξός – όπως και κάποιοι άγνωστης προέλευσης όπως οι αποκαλούμενοι «Λαοί της Θάλασσας». Δεν θα μπορούσαν να «εκκοσμικεύσουν την φύση» επειδή, ξανά, δεν είχαν αντίληψη της φύσης για να εκκοσμικεύσουν. Ούτε δημιούργησαν την ιεραρχία ή εγκαθίδρυσαν την «πατριαρχική τάξη»: υπήρχαν ήδη ιερατικές και μοναρχικές ιεραρχίες και στην Αίγυπτο και στους Σουμέριους, και η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των μοναρχών και ιερέων ήταν ήδη άνδρες.

Ίσως το σημαντικότερο, αυτή η εκδοχή της ιστορίας αγνοεί το βαθμό στον οποίο οι ιεραρχίες  προήλθαν από τις εσωτερικές κοινωνικές εντάσεις μέσα σε πολλές κοινότητες, οδηγώντας στην σταδιακή ανάπτυξη πολιτικών και ταξικών ελίτ όπως και θρησκευτικών και έμφυλων. Και οι Κινέζοι και οι Αζτέκοι ανέπτυξαν πατριαρχία, συγκεντρωτικά κράτη, πόλεμο, και αρσενικές θεότητες δίχως καμιά βοήθεια από τους «ινδοευερωπαίους» εισβολείς.

Θεές και Έμφυλες Σχέσεις

Ούτε οποιαδήποτε άμεση αντιστοιχία μεταξύ της λατρείας της θεάς και χειραφετικών κοινωνικών σχέσεων αντέχει σε διερεύνηση. Όσο και αν θέλουμε να δεχτούμε την άποψη της Starhawk πως «το ανεξάρτητο πνεύμα της Μαγείας είναι πολύ συγγενικό με πολλά ιδανικά των ‘Ιδρυτών Πατέρων’, για παράδειγμα, η ελευθερία του λόγου και λατρείας, η αποκεντρωμένη κυβέρνηση, και τα δικαιώματα του ατόμου παρά το θεϊκό δικαίωμα των βασιλιάδων», το γεγονός παραμένει πως η λατρεία της θεάς χρησιμοποιήθηκε ιστορικά  από κυβερνήτες για να νομιμοποιήσει την πολιτική τυραννία παρά από εκείνους που επιδίωκαν να την διαβρώσουν. Για να αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα: για δυο χιλιετίες στη Μεσοποταμία, οι μονάρχες απέδιδαν την νομιμοποίηση της κυβέρνησης τους στη χάρη γυναικείων θεοτήτων, από την Νινχουρσάγκ ως την Ιστάρ· ο Ασσύριος βασιλιάς Ασουρνασιρπάλ είπε πως βάσιζε τη βασιλεία της στη χάρη της Ιστάρ αν και ήταν ήδη ο γιός ενός βασιλιά.

Ούτε και είναι απαλλαγμένη από ιεραρχία η λατρεία της θεάς. Οι ιέρειες αφθονούν, ακόμη και σύμφωνα με την βιβλιογραφία των υποστηρικτών της θεάς, ήδη από την νεολιθική και χαλκολιθική εποχή, στην Τσαταλογιούκ, και στην προδυναστική Αίγυπτο. Στους ιστορικούς χρόνους τόσο η Αιγύπτια Ίσις και η Χετταία Ηλιακή Θεά της Αρίννα ήταν γνωστές ως «ο Θρόνος». Οι ιέρειες ήταν συνηθισμένες σε όλη την αρχαία Εγγύτερη Ανατολή· και πράγματι, η Αραμαία θεά Αταργάτη λατρεύονταν σε μια πόλη της Συρίας που ονομάζονταν Ιεράπολη.

Το ζήτημα της σχέσης της λατρείας της θεάς με τις κοινωνικές και πολιτικές ιεραρχίες προκαλεί ένα ευρύτερο ερώτημα γύρω από τη σχέση του μύθου με τις κοινωνικές και πολιτικές πραγματικότητες γενικότερα. Διαμορφώνει ο μύθος την κοινωνική πραγματικότητα; πολλοί στο οικολογικό και οικοφεμινιστικό κίνημα μοιάζουν να πιστεύουν πως το κάνει. Το διάσημο άρθρο του Lynn White εντόπιζε τα αίτια της οικοκαταστροφής στη χριστιανική θρησκεία. Για την φεμινίστρια Carol P. Christ «τα θρησκευτικά σύμβολα διαμορφώνουν ένα πολιτισμικό ήθος, ορίζοντας τις βαθύτερες αξίες μιας κοινωνίας και τα πρόσωπα μέσα της». Για εκείνη, το φύλο της θεότητας που λατρεύεται από μια κουλτούρα μοιάζει να επηρεάζει άμεσα τις έμφυλες σχέσεις μέσα σε αυτή τη κουλτούρα. «Οι θρησκείες επικεντρωμένες στη λατρεία ενός άνδρα Θεού… νομιμοποιούν την πολιτική και κοινωνική εξουσία των πατέρων και των γιών στους θεσμούς της κοινωνίας».

Όλα αυτά είναι ο χονδροειδέστερος ιστορικός ιδεαλισμός, ο οποίος πήρε στις Δυτικές κοινωνίες αιώνες να ξεπεράσει. Κάποιος δεν θα ήξερε ποτέ πως ο Jules Michelet, ο Karl Marx, και ακόμη και ο Émile Durkheim προσπάθησαν ποτέ να βασίσουν την ανθρώπινη συνείδηση στις κοινωνικές πραγματικότητες. Ούτε αποτελεί έκπληξη πως τα γεγονότα δεν στηρίζουν την θέση της Christ. Τα ανθρωπολογικά δεδομένα δεν αποκαλύπτουν κάποιο μοτίβο αντιστοιχίας μεταξύ λατρεία της θεάς και υψηλής κοινωνικής και πολιτικής θέσης για τις γυναίκες. Στη πράξη, σε πολλές περιπτώσεις η λατρεία της θεάς αντιστοιχεί περισσότερο με χαμηλή θέση για τις γυναίκες. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι δύσκολο να φανταστούμε πως η λατρεία της θεάς θα μπορούσε να είναι ενδυναμωτική για τις γυναίκες, όπως ισχυρίζονται οι υποστηρικτές της θεάς. Με δεδομένης την μυθική της προέλευση, είναι δύσκολο να φανταστούμε γιατί οι γυναίκες θα ήθελαν καν να βασίσουν τον αυτοσεβασμό τους σε μια υπερφυσική φαντασία.

Ξανά, μερικά παραδείγματα είναι αποκαλυπτικά. Η θρησκεία της Μπούρμα, ο Βουδισμός Τεραβάντα, δεν έχει καν θεά. Όμως οι γυναίκες της Βιρμανίας κατορθώνουν κάπως να είναι μεταξύ των πλέον απελευθερωμένων του κόσμου· «κατέχουν δύναμη που είναι υπέροχο να βλέπεις», με κοινωνικές, νομικές, και πολιτικές ελευθερίες που είναι τουλάχιστον ίσες με εκείνες των ανδρών, παρατηρεί ο John Ferguson και η Mi Mi Khaing. Ο κινεζικός βουδισμός, αντίθετα, έχει μια θηλυκή θεότητα· στη πραγματικότητα, η Κουάν Γιν είναι η πιο λατρεμένη και περισσότερο απεικονισμένη θεότητα στο κινεζικό βουδισμό. Ωστόσο η λατρεία της δεν έχει βοηθήσει ούτε χιλιοστό τις Κινέζες γυναίκες. Η Κίνα είναι η επιτομή της πατριαρχικής κοινωνίας. Ούτε  έχει η ένθερμη λατρεία της Παρθένου της Γουαδελούπης, η μεγάλη, λατρεμένη  μητέρα θεά και εθνικό σύμβολο του Μεξικού, έχει κάνει κάτι για τις Μεξικάνες γυναίκες. Η κουλτούρα είναι τρομερά αρρενωπή, και στις μεξικάνικες οικογένειες ο πατέρας είναι ο απόλυτος κυρίαρχος και η μητέρα απόλυτα αλτρουίστρια.

Και όντως, η φεμινίστρια ανθρωπολόγος Peggy Sanday μελέτησε δώδεκα λαούς και πραγματικά βρήκε μια στενή σχέση μεταξύ λατρείας της θεάς και χαμηλής θέσης για τις γυναίκες: «Δεν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ του ποσοστού των γυναικείων θεοτήτων και της θέσης της γυναίκας», κατέληξε. Αντίθετα, διαπίστωσε, υψηλή θέση για τις γυναίκες σχετίζεται πολύ περισσότερο με την πολιτική τους συμμετοχή και την ύπαρξη των ομάδων αλληλεγγύης τους και των συμμαχιών τους από ότι η λατρεία της θεάς. Σε κάθε περίπτωση, είτε το φύλο μιας θεότητας συμβάλλει στην ιεραρχία είτε όχι, η πραγματική λατρεία μιας θεότητας οποιουδήποτε φύλου σχεδόν πάντα σημαίνει θρησκευτική ιεραρχία.

Στην πραγματικότητα, το φύλο της θεότητας που λατρεύει ένας πολιτισμός μοιάζει να έχει ελλάχιστη σχέση με τις έμφυλες σχέσεις μέσα στην ίδια την κουλτούρα. Ένα πραγματικό πλήθος από ερευνητές έχουν προειδοποιήσει εναντίον της αναζήτησης άμεσης αντιστοιχίας μεταξύ των μύθων μιας κουλτούρας και των κοινωνικών και πολιτικών πραγματικοτήτων της. Σύμφωνα με την Marina Warner, «Δεν υπάρχει λογική αντιστοιχία σε όποια κοινωνία μεταξύ εξυψωμένων θηλυκών αντικειμένων και ψηλής θέσης για την γυναίκα». Γράφει η διακεκριμένη ανθρωπολόγος Ernestine Friedl, «Αν και μπορεί να αναμένεται πως το φύλο των αρχηγών της τελετουργίας μπορεί να σχετίζεται με το φύλο των θεών,… αυτό δεν ισχύει». Η ανθρωπολόγος Ena Campbell σημειώνει πως «η λατρεία της μητέρας θεάς μοιάζει να στέκεται σε αντίστροφή σχέση με την υψηλή λαϊκή γυναικεία θέση». Η επιφανής φεμινίστρια κλασική ακαδημαϊκός Sarah Pomeroy γράφει, «Το να χρησιμοποιείται η θεωρία της μητέρας θεάς για την άντληση όποιου συμπεράσματος σχετικά με την υψηλή θέση των ανθρώπινων γυναικών της περιόδου [προϊστορία] θα ήταν ανόητο… Η μητέρα μπορεί να λατρεύεται σε κοινωνίες όπου η ανδρική κυριαρχία και ακόμη και ο μισογυνισμός είναι ξέφρενος».

Μύθος και Πραγματικότητα

Στη πραγματικότητα, η σχέση του μύθου με τη πραγματικότητα δεν είναι ποτέ απλή, πόσο μάλλον σε ένα ζήτημα τόσο συναισθηματικά φορτισμένο όσο οι σχέσεις μεταξύ των φύλων. Σύμφωνα με τις φεμινίστριες ανθρωπολόγους Sherry Ortner και Harriet Whitehead, «Το πεδίο των έμφυλων σπουδών ταλανίζεται από το αποκαλούμενο πρόβλημα ‘μύθου και πραγματικότητας’ – το πρόβλημα πως οι πολιτισμικές έμφυλες έννοιες σπάνια αντιπροσωπεύουν τις σχέσεις αρσενικού-θηλυκού, τις δραστηριότητες ανδρών και γυναικών και τις συνεισφορές ανδρών και γυναικών σε κάθε δεδομένη κοινωνία». Ακόμη η υπόθεση πως οι γυναίκες θα λάτρευαν  μια θηλυκή θεότητα και οι άνδρες μια αρσενική θεότητα δεν είναι πέρα από αμφισβήτηση. Και καθόλου δεν μπορούμε να πούμε πως αν αρχίσουμε να λατρεύουμε μια θεότητα, η κατάσταση των γυναικών θα βελτιωθεί.

Και όμως πολλοί μέσα στο οικολογικό και οικοφεμινιστικό κίνημα μοιάζουν να πιστεύουν πως αλλάζοντας απλά τους μύθους μας από «κακούς» σε «καλούς» θα αλλάξει τις κοινωνικές μας πραγματικότητες. Η Starhawk, μια κατά τα άλλα, οξυδερκής πολιτική στοχάστρια, ξεκάθαρα προσπαθεί να δημιουργήσει μια πολιτική αλλαγής μύθου με αυτό το στόχο: «Η πραγματική κοινωνική αλλαγή μπορεί να έρθει μόνο όταν οι μύθοι και τα σύμβολα τα ίδια της κουλτούρας μας αλλάξουν». Σύμφωνα με την Carol P. Christ, «Τα συστήματα συμβόλων δεν μπορούν απλά να απορριφθούν, πρέπει να αντικατασταθούν».

Η Charlene Spretnak μοιάζει να πηγαίνει αυτή την ιδέα στα άκρα της. μια πραγματική θρησκευτική ντετερμινίστρια, στην δική της εκδοχή της ιστορίας, η θρησκεία είναι ο βασικός παράγοντας  που διαμορφώνει την κοινωνική πραγματικότητα. Η Spretnak αναγνωρίζει «την ισχυρότερη κινητοποιημένη δύναμη που προσπαθεί να μας νικήσει» ως «την πατριαρχική θρησκεία» – όχι τον καπιταλισμό, όχι το έθνος-κράτος. Με παρόμοιο τρόπο, αυτό που θα μας απελευθερώσει είναι μια θρησκευτική αλλαγή, για την Spretnak· η κοινωνική αλλαγή προφανώς έρχεται αυτόματα με την θρησκευτική αλλαγή. «Θα επιθυμούσαμε η οικολογική σοφία σχετικά με τη δημιουργία του Θεού να ενσωματωθεί στο κατηχητικό όπως και στα κηρύγματα και τις προσευχές», γράφει. Μιλά ακόμη σχετικά με την ενσωμάτωση των γυναικών στις υπάρχουσες θρησκευτικές ιεραρχίες ως τρόπο διεύρυνσης «την πράσινη αρχή της μεταπατριαρχικής συνείδησης». Και είναι τόσο ένθερμα μεσσιανικό το όραμα της Spretnak που η θρησκευτική μεταρρύθμιση – της καθιερωμένης θρησκείας! – μοιάζει να είναι ο βασικός της στόχος, για την οποία η πράσινη πολιτική είναι απλά ένα όχημα. Το βιβλίο της The Spiritual Dimension of Green Politics θα μπορούσε να πιο κατάλληλα να τιτλοφορηθεί, The Green Dimension of Ecclesiastical Reform.

Πολύ απλά, η οικολογική καταστροφή δεν προέρχεται από αυστηρά πολιτικά αίτια· ούτε η μεταμόρφωση των μύθων θα την τελειώσει. Η πραγματικότητα δεν καθορίζεται από μύθους, και ο καπιταλισμός και το έθνος-κράτος δεν υπακούει στα κηρύγματα των δασκάλων των κατηχητικών.

Όχι μόνο οι υποστηρικτές της θεάς βλέπουν μια ψευδή αντιστοιχία μεταξύ μύθου και πραγματικότητας· μοιάζουν επίσης να συγχέουν το μύθο με την πραγματικότητα, την ψευδαίσθηση με τον υπαρξιακό κόσμο, ακόμη και το υπερφυσικό με το φυσικό. Όπως η ίδια η Μηχανή Ονείρων του Χόλυγουντ, αφιερωμένη στο να κάνει δυσδιάκριτη την ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα, οι υποστηρικτές της θεάς μοιάζουν να είναι αφιερωμένοι στο να κάνουν δυσδιάκριτο το όριο μεταξύ φύσικού και υπερφυσικού. «Η θεά είναι έμφυτη στη φύση, όχι ξεχωριστή από αυτή», μας λένε συχνά, μια δήλωση που αποκαλύπτει όχι μόνο αυτή την ασάφεια αλλά και μια βασική ασέβεια προς τις φυσικές διεργασίες.

Η πολιτική του μύθου βασίζεται σε μια έκκληση στις διαισθήσεις και στα αισθήματα μας, στην μυθοποιητική ευαισθησία. Αυτές οι πτυχές των εαυτών μας είναι ανίκανες να διακρίνουν μεταξύ συμβόλου και συμβολιζόμενου, μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου, μεταξύ εμφάνισης και αυθεντικού κ΄σομου – τόσο φυσικού όσο και κοινωνικού. Στην μυθοποιητική ευαισθησία, γράφουν οι H. και H.A. Frankfort, «οτιδήποτε είναι ικανό να επηρεάσει το νου, αίσθηση, ή θέληση έχει έτσι δημιουργήσει την αδιαμφησβήτητη πραγματικότητα του. Δεν υπάρχει, για παράδειγμα, κάποιος λόγος γιατί τα όνειρα δεν πρέπει να θεωρούνται λιγότερο πραγματικά από ότι εντυπώσεις που λαμβάνει κάποιος ενώ είναι ξύπνιος».

Αυτή η ανικανότητα να γίνει η αναγκαία διάκριση μεταξύ μυθικού και πραγματικού κάνει το μύθο δυνητικά πολύ επικίνδυνο στην πολιτική ζωή, είτε ως οργανωτικό εργαλείο είτε ως «κλειδί για μια καλύτερη ζωή». Σύμφωνα με το πολιτικό θεωρητικό Georges Sorel (αγαπημένο παραμυθά του Mussolini), το περιεχόμενο του μύθου δεν είναι αντικείμενο ορθολογικής συζήτησης (αντίθετα με τις ουτοπίες, στις οποίες οι δυνατότητες για το μέλλον βασίζονται λογικά στις παρούσες συνθήκες και είναι συζητήσιμες) επειδή οι μύθοι δεν προέρχονται από την  λογική. Επειδή είναι μη συζητήσιμοι, τα περιεχόμενα τους δεν μπορούν να διαπραγματευτούν ή να απορριφθούν, ούτε να εξαχθούν οι πολιτικές τους επιπτώσεις. Δεν μπορούμε να πούμε πως η πίστη στη θεά, για παράδειγμα, θα οδηγήσει σε μια χειραφετημένη κοινωνία. Ούτε θεωρητικά ούτε και σίγουρα, το μέλλον που κρύβει που κρύβει ένας συγκεκριμένος μύθος για τη πολιτική ζωή είναι αυθαίρετο – απρόβλεπτο.

Ο Sorel πίστευε πως η βασική σκέψη για τη χρήση των μύθων στην πολιτική δεν είναι το περιεχόμενο τους, η ή αλήθεια και το ψέμα τους, αλλά η αποτελεσματικότητα ή η αναποτελεσματικότητα τους – δηλαδή, η ζωντάνια ή η νεκρότητα τους, αν έχουν «απήχηση», στη σημερινή αργκό. Το πραγματικό περιεχόμενο του μύθου είναι λοιπόν όχι μόνο άγνωστο, είναι τελικά ασήμαντο. Είναι τελικά ασήμαντο αν ένας συγκεκριμένος μύθος μιλά μια ανδρική ή μια γυναικεία θεότητα, όσον αφορά την ιεραρχία και την μη ιεραρχία. Αυτό που έχει σημασία είναι το ίδιο το γεγονός πως ένας μύθος – ουσιαστικά μια φαντασία – χρησιμοποιείται εξαρχής για πολιτικούς σκοπούς.

Η πολιτικού του μύθου διευκολύνει την χειραγώγηση – που πιθανώς είναι η αιτία που ο Mussolini αγαπούσε να διαβάζει τον Sorel. Σε μια εποχή που οι άνθρωποι όλο και περισσότερο προσπαθούν  να ικανοποιήσουν τις προσωπικές τους ανάγκες σε πολιτικά κινήματα, είναι εξαιρετικά ευάλωτοι σε χειραγώγηση. Σε μια εποχή που η κοινότητα και η οικειότητα είναι όλο και περισσότερο δύσκολο να βρεθούν και να διατηρηθούν αλλά είναι αντικείμενα έντονης επιθυμίας, είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο να προσφέρεις στο κόσμο ένα μη ιεραρχικό, κοινοτιστικό μύθο μιας στοργικής μητέρας γης. Ο μύθος  παίρνει σάρκα και οστά και αντικειμενοποιείται, παρά την αναλήθεια της, και αποκτά μια επικίνδυνα κυριαρχική θέση πάνω στην αίσθηση πραγματικότητας και πολιτική συνείδηση του ατόμου.

Ακόμη και η πιο καλοπροαίρετη ιέρεια πρέπει να απευθύνεται στους κοιωννούς της θεάς όχι στο επίπεδο της πολιτικής τους ιδιότητας αλλά στο επίπεδο των συναισθηματικών αναγκών τους. Πρέπει να τους απεκδύσει από την λογική τους (»φαντάσου πως είσαι ένα δέντρο» είναι μια τυπική τελετουργική προσταγή) και σιωπηρά τους ζητά να την ακολουθήσουν στο παράλογο και αυθαίρετο μέλλον που προσφέρει ο  μύθος. Πρέπει να τους ζητήσει να διαμορφώσουν την νέα κοινωνία πάνω σε μια εποχή άγνοιας και προκατάληψης, στενομυαλιάς και παραλογισμού (ως «κλειδιά για μια καλύτερη ζωή»). Οι λάτρεις της θεάς με τη σειρά τους κλείνουν τα μάτια, προσεύχονται στη θεά, και ορμούν σε ένα μυθολογικό άγνωστο, διάσπαρτο με σημαντικούς κοινωνικούς κινδύνους.

Επειδή η πολιτική του μύθου απευθύνεται στο άλογο, ανοίγει τη πόρτα στο πράσινο κίνημα στη σκοτεινή πλευρά της οικολογικής πολιτικής για την οποία ανησυχούν τόσο πολύ τώρα οι Γερμανοί – και στη Σκοτεινή Νέα Εποχή στην οποία μοιάζει να φτάνει γρήγορα αυτή η χώρα.

Η λατρεία της θεάς είναι λιγότερο αιτία για ελπίδα από ότι σύμπτωμα μιας ασθένειας. Ζούμε σε μια κοινωνία στην οποία η χειραγώγηση του μύθου, η παραγωγή και κατανάλωση εικόνων, είναι η κυρίαρχη δραστηριότητα. Είναι μια καταναλωτική «κοινωνία του θεάματος», με εμμονή στην εμφάνιση, στην οποία όλοι ουσιαστικά οι μύθοι είναι ουσιαστικά «ψευδογεγονότα», κατά τη φράση του Daniel Boorstin. Στο πλαίσιο αυτό, η θεά είναι απλά μια ακόμη εικόνα, προωθημένη και πακεταρισμένη για μια καταναλωτική κοινωνία. Δεν είναι έκπληξη που ένας αέρας τεχνητότητας διακρίνει την λατρεία της θεάς.

Η λατρεία της θεάς όμως είναι περισσότερο επιζήμια από τις περισσότερες εικόνες επειδή απειλεί να μετατρέψει την οικολογική πολιτική σε συμβολική, εύπεπτη σούπα για λαϊκή κατανάλωση. Δεν είναι τυχαίο που βιβλία πάνω στην θεά έχουν την τάση να είναι γραμμένα σε επίπεδο έκτης δημοτικού. Η οικολογική πολιτική γίνεται καταναλωτικό αντικείμενο, εμπορευματοποιημένη από το μύθο της θεάς. Η λατρεία της θεάς συγχωνεύει εναλλακτικές πολιτικές με την κοινωνία του θεάματος, κάνοντας την εναλλακτική πολιτική δυνητικά το ίδιο φτηνή και χειραγωγική όσο η καθιερωμένη πολιτική.

Ιδιαίτερα στην σημερινή μας κοινωνία – μια κοινωνία κορεσμένη σε μύθους και νήματα εικόνων – πρέπει σοβαρά να αμφισβητήσουμε τη χρήση του μύθου σε εναλλακτικά πολιτικά κινήματα. Ο μύθος δεν καταπολεμά το μύθο. Οι κυρίαρχες τάξεις πάντοτε ενθάρρυναν συγχύσεις μεταξύ ψευδαίσθησης και πραγματικότητας στις κατώτερες τάξεις. Το γεγονός είναι πως αν μια θεά λατρεύονταν στην προϊστορία ή όχι, ήταν μια ψευδαίσθηση τότε, και είναι μια ψευδαίσθηση σήμερα. Σε μια εποχή χειραγώγησης και της τυραννίας του μύθου, είναι η απόρριψη όλων των θεοτήτων που είναι η εξιλέωση μας, το να μη πιστεύουμε σε αυτές.

Πρέπει να αποκαταστήσουμε στο οικολογικό κίνημα μια ρεαλιστική – όχι με ψευδαισθήσεις – άποψη της φύσης, και μια πολιτική – όχι θρησκευτική – άποψη της πολιτικής. Δεν πρέπει να ζητήσουμε το πολιτικό μας κίνημα απλά να εξυπηρετεί τις συναισθηματικές και αισθησιακές μας ανάγκες, όσο σημαντικές και αν είναι αυτές. Γιατί το τίμημα μπορεί να είναι η απώλεια της λογικής πολιτικής δραστηριότητας και ενός υγιούς νατουραλισμού που μας φέρνει σε πραγματική επικοινωνία με τη φύση. Το «κλειδί για μια καλύτερη ζωή» σε ένα πολιτικό κίνημα πρέπει να παραμένει πολιτικό και οικολογικό. Η οικολογική πολιτική βασίζεται σε μια σταθερή αίσθηση του εαυτού και μια σταθερή αίσθηση της διαφοράς μεταξύ ψευδαίσθησης και πραγματικότητας. Ένα οικολογικό κίνημα που ικανοποιεί τις φαντασιώσεις μας και μας μετατρέπει σε αιχμαλώτους σε θεαματικοποιημένες και εμπορευματοποιημένες κοινωνίες τελικά θα μας αποστερήσει από την ελευθερία μας ως άτομα και κοινωνικά όντα.

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com