Loading...

Κατηγορίες

Σάββατο 26 Ιούν 2021
Walter Benjamin: Χασίς στη Μασσαλία
Κλίκ για μεγέθυνση








Κείμενο
που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο One Way Street and Other Writings (Penguin Books, 2009). Ο Walter Benjamin (1892-1940) ήταν φιλόσοφος, κριτικός, δοκιμιογράφος και μεταφραστής.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας



Δημοσιεύθηκε την 26 Ιουνίου, 2021

Εισαγωγικό σημείωμα: Ένα από τα πρώτα σημάδια πως το χασίς αρχίζει να επιδρά «είναι μια αόριστη αίσθηση αναμονής και ανησυχίας· κάτι παράξενο και αναπόφευκτο πλησιάζει […] Εικόνες και ακολουθίες εικόνων, βαθιά θαμμένες αναμνήσεις ξεπροβάλλουν, ολόκληρες αισθήσεις και καταστάσεις εισβάλουν στο μυαλό, προκαλώντας ενδιαφέρον στην αρχή, μερικές φορές χαρά, μετά στο τέλος, όταν πια δεν υπάρχει διαφυγή από αυτές, αγωνία και πνευματική κόπωση. Ότι συμβαίνει, ακόμη και ότι λέει ή κάνει ένα άτομο, το εκπλήσσει και το καταβάλει. Το γέλιο του, κάθε του παρατήρηση – αυτά φτάνουν σε αυτό σα να έρχονται από έξω. Φτάνει στα βασίλεια της εμπειρίας, επίσης, που μοιάζουν με έμπνευση, διαφώτιση […] Ο χώρος μπορεί να επεκτείνεται, το πάτωμα να αρχίσει να γέρνει, ατμοσφαιρικές αισθήσεις αρχίζουν να υπάρχουν: ομίχλη, αδιαφάνεια, μια βαρύτητα του αέρα· τα χρώματα γίνονται πιο φωτεινά· τα αντικείμενα πιο όμορφα, πιθανών ογκωδέστερα, απειλητικά […] Όλα αυτά εκτυλίσσονται όχι ως μια ομαλή εξέλιξη· αντίθετα, τυπικά υπάρχει μια συνεχής εναλλαγή ονειρικών και συνειδητών καταστάσεων, μια συνεχή τελικά εξουθενωτική αίσθηση πως πέφτεις από και σε διαφορετικά επίπεδα συνείδησης· ένα άτομο μπορεί να βρίσκεται στη μέση μιας πρότασης όταν ένα τέτοιο βύθισμα ή αίσθηση πετάγματος εισβάλει […] Όλα αυτά θα αναφερθούν από το πρόσωπο που πήρε το ναρκωτικό σε μια μορφή που συνήθως διαφέρει κατά πολύ από το κανόνα. Οι συνδέσεις γίνονται δύσκολες εξαιτίας της συχνής απότομης διακοπής  κάθε μνήμης του τι έγινε πριν, η σκέψη αρνείται να πάρει μορφή ως ομιλία, και τα πράγματα μπορεί να γίνουν τόσο αυθόρμητα αστεία που για πολλά συνεχόμενα ο χασισοπότης δεν είναι ικανός για τίποτα παρά γέλιο […] Η ανάμνηση της κατάστασης μέθης είναι εντυπωσιακά καθαρή».

Αξίζει να σημειωθεί πως η μέθη από χασίς δεν έχει μελετηθεί ακόμη πειραματικά. Η καλύτερη περιγραφή της «μέθης» του χασίς προέρχεται από τον Baudelaire (Les Paradis artificiels).

Joël & Fränkel, ‘Der Haschisch-Rausch’, Klinische Wochenschrift, 1926, V. 37

 

Μασσαλία 29 Ιουλίου. Στις 7 το απόγευμα μετά από πολύ δισταγμό, πήρα χασίς. Στη διάρκεια της ημέρας είχα επισκεφτεί την Αϊξ. Με απόλυτη σιγουριά πως σε αυτή την πόλη των εκατοντάδων χιλιάδων, όπου κανείς δεν με ξέρει, δεν θα με ενοχλούσε κανείς, ξαπλώνω στο κρεβάτι. Και όμως με ενοχλούν – ένα μικρό παιδί που κλαίει.

Έχω την αίσθηση πως έχουν ήδη περάσει τρία τέταρτα της ώρας. Είναι όμως μόνο είκοσι λεπτά… είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, και έπειτα, διαβάζω και καπνίζω. Η συνηθισμένη εικόνα από το παράθυρο, στη κοιλιά της Μασσαλίας. Ο δρόμος, τόσο οικείος, μπορεί να ήταν και μια χαρακιά καμωμένη με μαχαίρι.

Στο τέλος έφυγα από το ξενοδοχείο, η επίδραση προφανώς δεν ερχόταν ή ήταν τόσο ήπια που η προφύλαξη να μείνω μπορούσε να παραληφθεί. Πρώτη στάση, το καφέ στη γωνία της Cannebière με την Cours Belsunce. Η γωνιά στα δεξιά, που κοιτά από το παλιό λιμάνι, δηλαδή όχι η συνηθισμένη μου. Και τώρα τι; Μόνο μια αίσθηση ευημερίας, μια αναμονή  πως οι περαστικοί θα με χαιρετίσουν φιλικά. Η αίσθηση μοναξιάς εξαφανίζεται πολύ γρήγορα. Το μπαστούνι μου αρχίζει να μου προσφέρει μια ιδιαίτερη απόλαυση. Γίνομαι τόσο ευαίσθητος: φοβάμαι πως η σκιά που πέφτει στο χαρτί μπορεί να με βλάψει. Η ναυτία εξαφανίζεται. Διαβάζω τα φυλλάδια στα ουρητήρια. Δεν θα εκπλαγώ να δω τον έναν ή τον άλλον να βαδίζει προς εμένα. Ωστόσο όταν δεν το κάνουν, δεν με ενοχλεί επίσης. Αλλά έχει τόσο θόρυβο για εμένα σ’ αυτό το μέρος.

Τώρα οι χρονικές και χωρικές απαιτήσεις του χασισοπότη αρχίζουν να εμφανίζονται. Είναι απόλυτα ανεξάρτητες, όλοι το ξέρουν αυτό. Οι Βερσαλλίες δεν είναι πολύ ευρύχωρες για κάποιον που έχει πάρει χασίς, ούτε είναι η αιωνιότητα είναι πολύ μεγάλη για αυτόν. Και μπροστά σε αυτό το υπόβαθρο των απέραντων διαστάσεων της εσωτερικής εμπειρίας, απόλυτης διάρκειας και αμέτρητου χώρου, μια υπέροχη, ευχάριστη διάθεση τώρα βρίσκεται στις πιθανότητες του χώρου και του χρόνου. Βιώνω αυτή τη καλή διάθεση σε απέραντο βαθμό όταν ανακαλύπτω στο εστιατόριο Basso που η κουζίνα που σερβίρει ζεστό φαγητό έχει μόλις κλείσει, αν και το ότι έκατσα ήταν με το ξεκάθαρο σκοπό να δειπνήσω ως το τέλος του χρόνου. Η αίσθηση παραμένει όπως όλα είναι και θα παραμείνουν λαμπερό, γεμάτο και πολύβουο. Πρέπει τώρα να καταγράψω πως βρήκα τη θέση μου. Κυνηγούσα τη θέα του παλιού λιμανιού, αυτή που έχει από το πάνω όροφο. Περνώντας από έξω, εντόπισα ένα άδειο τραπέζι στο μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου. Στο τέλος δεν προχώρησα πιο πέρα το πρώτο πάτωμα. Τα περισσότερα από τα τραπέζια στα παράθυρα ήταν γεμάτα. Έτσι πλησίασα ένα πολύ μεγάλο που μόλις είχε απελευθερωθεί. Ωστόσο, τη στιγμή που έκατσα η δυσανάλογη φύση του καθίσματος μου σε ένα τόσο μεγάλο τραπέζι μου φάνηκε τόσο ντροπιαστική που περπάτησα διαγώνια  σε όλο το πάτωμα ως την άλλη άκρη και έκατσα σε ένα μικρότερο που μόλις είχα προσέξει.

Το γεύμα ήρθε όμως αργότερα. Πρώτα ένα μικρό μπαρ στο λιμάνι. Ήμουν ήδη στο σημείο του να επιστρέψω, μπερδεμένος, επειδή από εκεί έμοιαζε να έρχεται μια συναυλία – μια ορχήστρα πνευστών, για την ακρίβεια. Ήμουν απλά ικανός να υποθέσω με τον εαυτό μου πως ήταν απλά ο ήχος από τις κόρνες των αυτοκινήτων. Και ήδη στο δρόμο προς το παλιό λιμάνι που η υπέροχη ελαφρότητα και η αποφασιστικότητα του βήματος καθώς το πέτρινο, ανοιχτό δάπεδο της μεγάλης πλατείας που διέσχιζα μετατράπηκε, για εμένα, στη απαλή επιφάνεια ενός επαρχιακού δρόμου πάνω στην οποία, εγώ, ένας γεροδεμένος πεζοπόρος, διάβαινα στη νύχτα. Βλέπετε, απέφευγα σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας την Cannebière, όχι απόλυτα σίγουρος για τις ελεγκτικές λειτουργίες μου. Ήταν σε εκείνη την μικρή παμπ του λιμανιού που το χασίς άρχισε να υφαίνει την πραγματική κανονική μαγεία με μια πρωτόγονη οξύτητα, σχεδόν πρωτόγνωρη για εμένα. Αυτό που έκανε, με έκανε φυσιογνωμιστή, παρατηρητή  προσώπων, και βίωσα κάτι εντελώς μοναδικό: κυριολεκτικά κόλλησα στα πρόσωπα γύρων μου, κάποια από τα οποία ήταν εντυπωσιακά τραχιά ή αποκρουστικά. Πρόσωπα που κανονικά θα έπρεπε να αποφύγω για δυο λόγους: δεν θα ήθελα να προσελκύσω την προσοχή τους, ούτε και μπορούσα να αντέξω την βαρβαρότητα τους. Ήταν λίγο πολύ μια τολμηρή θέση, αυτό το αλκοολικό καταφύγιο του λιμανιού. (Η πιο προωθημένη θέση, νομίζω, πως ήταν ακόμη ασφαλής για εμένα να προσεγγίσω αλλά πως στην μεθυσμένη μου κατάσταση είχα επιλέξει με την ίδια σιγουριά που ένα βαθιά ανήσυχο άτομο είναι σε θέση να γεμίσει ένα ποτήρι νερό, τόσο απόλυτα, στο χείλος που ούτε μια σταγόνα δεν ξεχειλίζει – κάτι που, με όλες τις αισθήσεις φρέσκιες, δεν μπορεί να γίνει). Ακόμη σε μια ασφαλή απόσταση από την οδό Bouterie, αλλά ακόμη και έτσι κανένας αστός δεν έμενε εδώ· το περισσότερο, πέρα από το πραγματικό προλεταριάτο  του λιμανιού, μια δυο οικογένειες της κατώτερης αστικής τάξης από την περιοχή.. τώρα, ξαφνικά, κατάλαβα γιατί ένας ζωγράφος (συνέβη στον , έτσι δεν είναι, ‘όπως και σε πολλούς άλλους;) μπορεί να δει την ασχήμια ως την πραγματική δεξαμενή της ομορφιάς ή μάλλον η μήτρα της, το κακοτράχαλο κομμάτι βράχου που περιέχει τον απόλυτα καλυμμένο χρυσό της ομορφιάς που λάμπει από τις ρυτίδες, ματιές, μάτια και στόματα. Θυμάμαι ιδιαίτερα μια άσχημη, πολύ ζωώδη ανδρική όψη στην οποία καθηλώθηκα ξαφνικά και σοκαριστικά από την «γραμμή της αποκήρυξης». Ήταν ιδιαίτερα τα ανδρικά πρόσωπα που με εντυπωσίαζαν. Ήταν η αρχή εκείνου του αργόσυρτου παιχνιδιού όπου σε κάθε σύνολο χαρακτηριστικών εμφανίζονταν μια γνωριμία μου· συχνά ήξερα το όνομα, συχνά όχι· η ψευδαίσθηση ξεθώριασε με το τρόπο που οι ψευδαισθήσεις χάνονται σε όνειρα: όχι αμήχανα και συμβιβασμένες αλλά ειρηνικά και με φιλικό τρόπο, σαν κάποιον που έχει κάνει το καθήκον του. Στις συνθήκες αυτές, δεν μπορούσε να υπάρχει επιπλέον ερώτημα μοναξιάς. Ήμουν η ίδια η συντροφιά μου; Μάλλον δεν ήταν τόσο απλά σαν αυτό. Ούτε μπορούσα να ξέρω αν μπορούσα να είμαι τόσο ευτυχισμένος τότε. Νομίζω πως περισσότερο ήταν κάπως έτσι: γινόμουν ο ίδιος μου ο πιο πρόθυμος, ο πιο αδιάκριτος, ο πιο θρασύς προμηθευτής μου, φέρνοντάς μου πράγματα με την υπαινικτική σιγουριά  κάποιου που ξέρει και που μελέτησε τις επιθυμίες του πελάτη του απέξω και ανακατωτά. Μετά από αυτό  άρχισε να παίρνει για πάντα να ξαναεμφανιστεί ο σερβιτόρος. Ή μάλλον, δεν μπορούσα πλέον να περιμένω να επιστρέψει στο οπτικό μου πεδίο. Πήγα στο δωμάτιο που ήταν το μπαρ και πλήρωσα στο πάγκο. Δεν ήξερα αν το φιλοδώρημα ήταν ασυνήθιστο σε ένα τέτοιο καταγώγιο. Κανονικά θα είχα δώσει έτσι και αλλιώς. Χτες, υπό την επήρεια του χασίς, αισθάνθηκα λίγο σφιχτοχέρης· από φόβο μήπως να τραβήξω την προσοχή πάνω μου από την υπερβολή μου, έκανα τον εαυτό μου να ξεχωρίζει.

Το ίδιο στη Basso. Πρώτα παράγγειλα μια δωδεκάδα στρείδια. Ο σερβιτόρος ήθελε την παραγγελία μου και για το επόμενο πιάτο. Έδειξα ένα δημοφιλές πιάτο. Επέστρεψε με την πληροφορία πως αυτό ήταν εκτός μενού. Έτσι τα μάτια μου επέστρεψαν στο μενού, τριγυρίζοντας γύρω από αυτό το αντικείμενο, ήμουν κοντά στο να πω κάποιο που έπεσε το βλέμμα μου πάνω του, το ακριβώς από πάνω, και έτσι μέχρι που έφτασα στη πάνω γραμμή. Όμως αυτό δεν ήταν απλή απληστία αλλά μια πολύ έντονη αίσθηση ευγένειας προς τα πιάτα. Θα απεχθανόμουν να τα προσβάλλω με μια άρνηση. Με τα πολλά και τα λίγα κατέληξα με pâté de Lyon. Πατέ Λυόν, σκέφτηκα παιχνιδιάρικα, γελώντας καθώς βρίσκονταν άψογα τοποθετημένο μπροστά μου στο πιάτο, και μετά με περιφρόνηση. «Αυτό το σκληρό κοτόπουλο ή κουνέλι – ότι και αν είναι. Θα μπορούσα να φάω λιοντάρι», ούτε θα μου φαινόταν απρεπές να στρέψω την πείνα μου σε ένα τέτοιο θηρίο. Τέλος πάντων, είχα κρυφά καταλήξει πως, πως άμεσα είχα τελειώσει στο Basso (είχε πάει δέκα και μισή), θα πήγαινα κάπου αλλού για ένα δεύτερο δείπνο.

Πρώτα. Όμως, το ταξίδι μου στο Basso. Περπάτησα κατά μήκος της προβλήτας, διαβάζοντας το ένα μετά το άλλο τα ονόματα των βαρκών που ήταν δεμένες εκεί. Στη πορεία, με κυρίευσε μια ανεξήγητη διάθεση χαράς και χαμογελούσα ανοιχτά σε κάθε γαλλικό όνομα καθώς τα καταμετρούσα. Για εμένα, η αγάπη που δόθηκε στις βάρκες  μέσα από τα ονόματα τους ήταν κάτι υπέροχα όμορφο και συγκινητικό. Μόνο ένα όνομα, Aero II, το οποίο με έβαλε σε σκέψεις εναέριων μαχών, με έκανε να το περάσω συνοφρυωμένος – όπως και στο μπαρ από όπου ήρθα, έπρεπε να απομακρύνω το βλέμμα μου από κάποια πολύ διαστρεβλωμένα πρόσωπα.

Στο πάνω όροφο του Basso, καθώς κοιτούσα κάτω, τα παλιά παιχνίδια ξεκίνησαν. Η περιοχή μπροστά από το λιμάνι ήταν η παλέτα μου, στην οποία η φαντασία αναμιγνύονταν με την τοπική τοπογραφία, δοκιμάζοντας εκείνο ή το άλλο εφέ δίχως να είμαι υπόλογος όπως ένας ζωγράφος που χρησιμοποιεί τη παλέτα του για να ονειρευτεί. Δίστασα να δοκιμάσω το κρασί. Ήταν μια μισή μποτίλια κασίς. Ένα κομμάτι πάγου επέπλεε στο ποτήρι. Παρόλα αυτά, ταίριαζε υπέροχα με το ναρκωτικό μου. Είχα επιλέξει τη θέση μου εξαιτίας του ανοιχτού παραθύρου, μέσα από το οποίο μπορούσα να κοιτάζω κάτω στην σκοτεινή πλατεία. Όταν το έκανα από στιγμή σε στιγμή, παρατήρησα πως η πλατεία έτεινε να αλλάζει με κάθε πρόσωπο που έμπαινε σε αυτή, ακριβώς σα να πρόσφερε βάρος σε εκείνο το άτομο, κάτι το οποίο φυσικά δεν έχει να κάνει σε τίποτα απολύτως με το πως  το πρόσωπο βλέπει το νέο του περιβάλλον  αλλά μάλλον με την ματιά των μεγάλων ζωγράφων πορτραίτων του 17ου αιώνα, εξαρτώμενη από το χαρακτήρα του προσώπου που τοποθετούν μπροστά από μια στήλη ή ένα παράθυρο, αποσπασμένο από τη στήλη ή το παράθυρο. Αργότερα έκανα αυτή τη παρατήρηση, κοιτώντας κάτω: «Από αιώνα σε αιώνα τα πράγματα γίνονται πιο ξένα».

Εδώ πρέπει να κάνω μια γενική παρατήρηση. Η μοναχική φύση αυτού του είδους ναρκωμένης κατάστασης έχει τα μειονεκτήματα του. Μιλώντας μόνο για την φυσική πτυχή, υπήρχε μια στιγμή σε εκείνο το μπαρ του λιμανιού όπου βαθιά πίεση στο διάφραγμα έψαξε την ανακούφιση σε ένα μουρμουρητό. Και δεν υπάρχει επίσης καμιά αμφιβολία πως μια πραγματικά όμορφη, πραγματικά διαφωτιστική διάσταση παραμένει αδιέγερτη. Αλλά από την άλλη η μοναξιά έχει μια επίδραση φιλτραρίσματος. Αυτό που κάποιος γράφει την επόμενη μέρα είναι κάτι περισσότερο από μια απλή λίστα εντυπώσεων· στη διάρκεια της νύχτας, η μέθη από το ναρκωτικό ξεχωρίζει τον εαυτό της από την καθημερινότητα με όμορφες πρισματικές άκρες· έχει μια δική του μορφή και είναι πιο αξιοσημείωτη. Σχεδόν θα έλεγα, συρρικνώνεται και δημιουργεί μια μορφή λουλουδιού.

Για να έρθει πιο κοντά κανείς στη λύση του γρίφου της ευτυχίας των ναρκωτικών πρέπει να σκεφτεί το μίτο της Αριάδνης. Και πως η απόλυτη ευχαρίστηση που συνδέει σε κάποιο πολύ βαθύ επίπεδο την ευχαρίστηση του ναρκωτικού με την ευχαρίστηση της δημιουργίας. Προχωράμε μπροστά· αλλά στη πορεία όχι μόνο ανακαλύπτουμε τις λεπτομέρειες της σπηλιάς στην οποία έχουμε μπει, η απόλαυση αυτής της ευτυχίας της ανακάλυψης βασίζεται απόλυτα στη βάση εκείνης της άλλης ρυθμικής απόλαυσης: το ξετύλιγμα ενός νήματος. Τέτοια σιγουριά πως το κουβάρι που ξετυλίγουμε έχει υφανθεί με ικανότητα – αυτή, σίγουρα, είναι η ευτυχία κάθε μορφής δημιουργίας, τουλάχιστον στη μορφή του γραψίματος άμετρου λόγου; Και στο χασίς είμαστε στον υψηλότερο βαθμό όντα του άμετρου λόγου που αγαπάμε την ευχαρίστηση.

Μια βαθιά στοχαστική αίσθηση ευτυχίας που με σκέπασε αργότερα στην παλιά πλατεία της Cannebière, όπου η οδός Paradis οδηγεί σε ένα πάρκο, είναι δυσκολότερο να καταλάβω τι έχει συμβεί πριν. Ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα μου, φτάνω στη πρόταση, «Κάποιος πρέπει να αγκαλιάσει την κοινοτοπία της  πραγματικότητας». Πολλές εβδομάδες πριν είχα σημειώσει ακόμη μια πρόταση στον Johannes V. Jensen, που έμοιαζε να λέει το ίδιο πράγμα: «Ο Richard ήταν ένας νεαρός άνδρας  που είχε μια αίσθηση όλων στο κόσμο που ήταν του ίδιου είδους». Αυτές οι λέξεις με ευχαρίστησαν ιδιαίτερα. Τώρα με κάνουν να συγκρίνω το πολιτικό και λογικό μήνυμα που είχαν για εμένα με το μοναδικό, μαγικό χαρακτήρα αυτού που βίωσα χθες. Εκεί που η πρόταση του Jensen η πρόταση έμοιαζε (για εμένα) να λέει πως, όπως γνωρίζουμε, τα πράγματα είναι τεχνητά και λογικά από άκρη σε άκρη, και πως αυτό που είναι ιδιαίτερο σήμερα εντοπίζεται στις λεπτομέρειες, η νέα οπτική είναι εντελώς διαφορετική. Οι λεπτομέρειες στην ουσία ήταν όλα όσα είδα: και όμως ήταν όλες ίδιες. Απορροφήθηκα στην επιφάνεια του δρόμου μπροστά μου, η οποία εξαιτίας του άπλωσα κατά τρόπο μια αλοιφή πάνω της ήταν ο ίδιος με έναν στο Παρίσι. Συχνά ακούω λόγια για «πέτρες αντί για ψωμί»». Εδώ αυτές οι πέτρες ήταν το ψωμί της φαντασίας μου, που ξαφνικά είχε αναπτύξει μια όρεξη για τη γεύση όλων όσων ήταν ίδια σε όλες τις πόλεις και τις χώρες. Και όμως ήταν με τεράστια περηφάνεια που σκέφτηκα: να μια εδώ, βρίσκομαι στην Μασσαλία έχοντας πάρει χασίς· ποιος σε αυτή τη πόλη, αναρωτήθηκα, μοιράζεται την κατάσταση μέθης μου αυτό το βράδυ, πόσοι λίγοι είναι. Όπως είμαι ανίκανος να φοβηθώ άμεση κακοτυχία, άμεση μοναξιά, ας υπάρχει πάντοτε χασίς. Η μουσική από ένα διπλανό νυχτερινό κέντρο, που ακολουθούσα, έπαιζε ένα ρόλο σε αυτή τη σκηνή. Ο G. πέρασε σε ένα ταξί.  Έγινε σε μια στιγμή, ακριβώς στο δρόμο νωρίτερα, ο U. Είχε ξεπροβάλει ξαφνικά από τη σκιά που έριχναν οι βάρκες με τη μορφή ενός αλήτη του λιμανιού και μικρο-προαγωγού. Δεν ήταν όμως μόνο γνωριμίες. Εδώ σε αυτή τη στιγμή της βαθιάς σκέψης, δυο φιγούρες (μικροαστοί, αλήτες, οτιδήποτε) μου φάνηκαν σαν τον «Δάντη και τον Πετράρχη». «Όλοι οι άνθρωποι είναι αδέρφια». Αυτό προκάλεσε ένα συρμό σκέψης που δεν μπορώ να ανακατασκευάσω πλέον. Ωστόσο ο τελευταίος του κρίκος ήταν αναμφίβολα λιγότερο κοινότοπος  σε μορφή από το πρώτο του και μπορεί πιθανώς να πέρασε σε εικόνες ζώων.

«Barnabe», έλεγε σε ένα τραμ που σταμάτησε μπροστά από εκεί που στεκόμουν. Και για μένα η τρομερά θλιβερή ιστορία του Βαρνάβα έμοιαζε κατάλληλος προορισμός για ένα τραμ που κατευθύνονταν προς τα προάστια της Μασσαλίας. Ένα πολύ όμορφο πράγμα εκτυλίσσονταν γύρω από τη πόρτα της αίθουσας χορού. Κάθε λίγο ένας Κινέζος έβγαινε έξω, φορώντας μπλε μεταξένιο παντελόνι και γυαλιστερό ροζ μεταξένιο σακάκι. Ήταν ο πορτιέρης. Κορίτσια δείχνονταν στο άνοιγμα. Αισθανόμουν πολύ ικανοποιημένος. Ήταν διασκεδαστικό να βλέπω ένα νεαρό άνδρα με ένα κορίτσι σε λευκό φόρεμα να πλησιάζει και αμέσως να σκέφτομαι, «Μόλις ξέφυγε από αυτό, ντυμένη με τα εσώρουχα της και τώρα βλέπω πως την αρπάζει πίσω». Ήμουν κολακευμένος να πιστεύω: εδώ ήμουν, κάθομαι σε έναν από τους κόμβους κάθε διασποράς, και πως «εδώ» σήμαινε όχι απλά την πόλη, για παράδειγμα, αλλά το μικρό, όχι ιδιαίτερα περιπετειώδες σημείο που καταλάμβανα εκείνη τη στιγμή. Γεγονότα πραγματοποιούνταν με τέτοιο τρόπο που το φαινόμενο με άγγιζε με ένα μαγικό ραβδί και έπεσα σε ένα προηγούμενο όνειρο. Σε τέτοιες στιγμές οι άνθρωποι και τα πράγματα συμπεριφέρονται σαν εκείνα τα αντικείμενα που φτιάχνονται από τη ψίχα του ξύλου και τις μικρές ξύλινες φιγούρες σε μια αλουμινένια προθήκη με γυάλινο κάλυμμα, που όταν τριφτεί το γυαλί, δέχονται ηλεκτρικό ρεύμα και τότε υποχρεώνονται με κάθε κίνηση, να πάρουν την πιο παράξενη αμοιβαία σχέση. Η μουσική το ενδιάμεσο δυνάμωνε και σώπαινε, θυμήθηκα τα στεγνά μπαστούνια της τζαζ. Ξέχασα τι δικαιολογία χρησιμοποιούσα για να αφήσω το πόδι μου να σημειώσει το χρόνο με αυτή. Δεν με μεγάλωσαν έτσι, και δεν έγινε δίχως εσωτερική μάχη. Υπήρχαν στιγμές που η ένταση των ακουστικών εντυπώσεων έσπρωχναν όλα τα άλλα στο πλάι. Ιδιαίτερα στο μικρό μπαρ, ξαφνικά τα πάντα (και αυτό ήταν εξαιτίας των ήχων των φωνών, όχι θορύβων από το δρόμο) σώπαινε. Και το πιο παράξενο πράγμα γύρω από αυτό τον ήχο ήταν όλες οι φωνές, κάθε μια, έμοιαζαν με διάλεκτο. Ξαφνικά, ήταν σαν οι άνθρωποι της Μασσαλίας, για εμένα, δεν μιλούσαν αρκετά καλά γαλλικά. Είχαν εγκλωβιστεί στο στάδιο της διαλέκτου. η επίπτωση της αποξένωσης που μπορεί να βρίσκεται από κάτω, που κάποτε ο Kraus κάποτε συνόψισε σε μια υπέροχη πρόταση, «Όσο πιο προσεκτικά εξετάζει κανείς μια λέξη, τόσο πιο μακρινή η ματιά που επιστρέφει», μοιάζει να επεκτείνεται στο οπτικό γενικότερα. Σε κάθε περίπτωση, βρίσκω ανάμεσα στις σημειώσεις μου τις γεμάτες απορία λέξεις, «Πως μπορούν τα αντικείμενα να αντέχουν το βλέμμα κάποιου!»

Τα πράγματα τότε ησύχασαν καθώς διάβηκα την Cannebière και τελικά μπήκα σε ένα μικρό καφέ στην Cours Belsunce για ένα παγωτό. Αυτό δεν απείχε πολύ από το άλλο καφέ, το πρώτο της βραδιάς, στο οποίο η ξαφνική πρόσβαση στην αγάπη-ευτυχία δόθηκε σε εμένα βλέποντας μερικές ίνες κροσσιών στον αέρα, με έπεισε πως το χασίς άρχισε να επιδρά. Και ανακαλώντας αυτή τη κατάσταση με κάνει να θέλω να πιστέψω πως το χασίς είναι ικανό να μας κάνει να πείθουμε τη φύση να απελευθερώνει μέσα μας, να μας κάνει λιγότερο εγωιστές, την σπατάλη εκείνη της ύπαρξης κάποιου, με την οποία έρωτας είναι γνωστός. Αν, πράγματι, σε στιγμές όταν κάνουμε έρωτα η ζωή μας ξεγλιστρά μέσα από τα δάχτυλα της φύσης σαν χρυσά νομίσματα, με τη φύση ανίκανη να συγκρατήσει εκείνα τα νομίσματα αλλά να τα αφήνει να χαθούν, ανταλλάσσοντας τα με το νεογέννητο παιδί, τότε η φύση (όχι στην ελπίδα, συγκεκριμένα, ούτε έχοντας κάποιο είδος έκφρασης) θα μας σπρώξει και με τα δυο χέρια προς την κατεύθυνση της ύπαρξης.

(1928)

πηγη:https://geniusloci2017.wordpress.com

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου