Κείμενο που δημοσιεύτηκε στα πρακτικά του 1ου Διεθνούς Συνεδρίου της Επιθεώρησης Scuola Democratica με τίτλο Education and Post Democracy που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2019. Η Claudia Gina Hassan είναι καθηγήτρια κοινωνιολογίας στο τμήμα φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Ρώμης ΙΙ. Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

 

 

Εισαγωγή

Η κοινωνιολογική έρευνα έχει προσπαθήσει να εξηγήσει το πως, τοπ πότε, και το πόσες με, με την εξερεύνηση του κόσμου των θυμάτων γυναικοκτονίας και εκείνου των δραστών. Ωστόσο, το ερώτημα  γιατί η γυναικοκτονία συμβαίνει είναι αναπόφευκτο, και η κοινωνιολογική έρευνα δεν μπορεί να αποφύγει την ενασχόληση μαζί του, αλλά την ίδια στιγμή είναι το πιο δύσκολο ερώτημα και σίγουρα δεν έχει μια σαφή και απλή απάντηση. Έχουν περάσει κάμποσα χρόνια – ήταν το 1976 – από τότε που ο όρος γυναικοκτονία  επινοήθηκε από την Diana Russell, προκαλώντας μια πραγματική αλλαγή  στην αντίληψη του φαινομένου. Η δημιουργία της λέξης γυναικοκτονία αντιστοιχούσε, στην πράξη, σε μια πραγματικότητα που δεν είχε κωδικοποιηθεί ακόμη. Ήταν μια σημαντική διαίσθηση και πολιτισμική λειτουργία που μας επέτρεψε να ορίσουμε τα όρια ενός κοινωνικού φαινομένου. Η γυναικοκτονία. Είναι η μισογυνιστική δολοφονία  που είναι κοινωνικό φαινόμενο του οποίου τα στοιχεία κακίας, μίσους και περιφρόνησης παίζουν σημαντικό ρόλο. Χρόνια μετά την επινόηση του όρου, δεν μπορούμε να πούμε πως η χρήση του είναι κοινή και ομόφωνη, τόσο που η τελευταία έκθεση που δημοσιεύτηκε από το Γραφείο για το Έγκλημα και τα Ναρκωτικά του ΟΗΕ τονίζει – σε μια υποσημείωση, και με κάθε επιστημονική σοβαρότητα – πως ο όρος γυναικοκτονία χρησιμοποιείται με εισαγωγικά όταν αναφέρεται σε ένα φαινόμενο που δεν είναι ξεκάθαρα ορισμένο και είναι ανοιχτό σε ερμηνεία, αλλά δεν χρησιμοποιείται με εισαγωγικά όταν αναφέρεται σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπου η λέξη περιλαμβάνεται στις εθνικές νομοθεσίες. Ανεξάρτητα από αυτή την ειδίκευση της πρώτης πρότασης αυτής της εισαγωγής δεν είναι σύμπτωση που οι λέξεις ανθρωποκτονία γυναικών και όχι η γυναικοκτονία, που είναι κοινής χρήσης: μια επιλογή που δείχνει την παγκόσμια αντίληψη της λέξης. Παρόλα αυτά, μεγάλο έργο έχει γίνει από την μελέτη της Russell, και θα αναλογιστούμε αυτό το έργο και τη προσπάθεια και θα κατανοήσουμε τις συνέπειες και τις δυνατότητες της να δημιουργήσουν συλλογική συνείδηση, κριτική γνώση, και ιδιαίτερα της πολιτισμικής μεταλλαγής. Ο σκοπός σχετικών αναρίθμητων δράσεων και ερευνών είναι μια μεγάλη επένδυση στο χτίσιμο μιας επίγνωσης που βασίζεται σε μια διαφορετική ιδέα της σχέσης μεταξύ των φύλων. Παρόλα αυτά, το πραγματικό πολιτισμικό επίκεντρο δεν βασίζεται στην γενική γνώση, αλλά στις μεταλλάξεις που η γνώση προκαλεί στις νοοτροπίες, τους τρόπους ύπαρξης, τις συλλογικές εμπειρίες και – ίσως πάνω από όλα – πάνω στην ικανότητα να συναισθανθούν τις γυναίκες θύματα του παρόντος και του παρελθόντος με έναν μη επιφανειακό και προσωρινό τρόπο. Έρευνες, πρωτοβουλίες και η προσοχή των μέσων δημιουργούν και προωθούν συμβολικά νοήματα, και είναι πεδία για συζήτηση και διάλογο: είναι μια δημόσια σφαίρα και ενεργοποιητές γνώσης από μόνα τους. έτσι ο ρόλος τους αποτελείται από την αναπαράσταση και σε κάποιες περιπτώσεις  την δημιουργία κοινωνικών αντιπροσωπεύσεων. Με δεδομένα τα παραπάνω, η απάντηση στο αρχικό ερώτημα αυτής της εισαγωγής πρέπει να απαντηθεί στην μακροπρόθεσμη κουλτούρα, σε συμβολικά συστήματα, και στην κοινωνική κατασκευή της εικόνας της γυναίκας.

 

Γυναικοκτονία και Πολιτισμική Ιστορία

Στην Ιταλία, δεν θα χρειαστεί να κοιτάξουμε πολύ πίσω  στο χρόνο για να αποκαλύψουμε την πολιτιστική ιστορία  και το συμβολικό σύμπαν της κυριαρχίας πάνω στις γυναίκες:  η νομική και πολιτισμική θεσμοθέτηση της βίας κατά των γυναικών υπήρχε στο ποινικό μας κώδικα μέχρι και το 1981, την χρονιά που τελικά καταργήθηκε. Το Άρθρο 587 περιέγραφε τους όρους του «φόνου τιμής». Η κοινωνική καταδίκη τέτοιων ανθρωποκτονιών δεν υπήρχε, ή ακόμη χειρότερα: εκείνοι που δεν υπερασπίζονταν  την τιμή τους ήταν εν δυνάμει αντικείμενα καταγγελίας από την κοινωνία ή τις κοινότητες στις οποίες ανήκαν. Το άρθρο καταργήθηκε, αλλά η βία παρέμεινε. Σήμερα οι στατιστικές μας λένε πως μια γυναίκα δολοφονείται κάθε τρεις μέρες – αν και στην Ιταλία, παρά την υψηλότερη εμφάνιση έμφυλης βίας, υπάρχει χαμηλότερο ποσοστό τέτοιων εγκληματών σε σχέση με τις χώρες της βόρειας Ευρώπης.

Προκαθορισμένα μοντέλα εμπειρίας και δράσης επιστρέφουν σε αυτό το συμβολικό σύμπαν, κυκλοφορούν, και διαδίδουν την επιβεβαιωτική δύναμη των ανδρών πάνω στις γυναίκες. Μπορούμε έτσι να απαντήσουμε  στο αρχικό ερώτημα όπως ένα μέρος της σχετικής διεθνούς βιβλιογραφίας έχει κάνει – κυρίως με την προσπάθεια να κατανοήσουμε τις δυναμικές και τις μεθόδους της γυναικοκτονίας – μπορούμε όμως επίσης να ψάξουμε μέσα στη μακρόχρονη πολιτισμική και συμβολική ιστορία. Μια από τις μεθοδολογίες που χρησιμοποιείται είναι η αναζήτηση των κινήτρων πίσω από τις πράξεις γυναικοκτονίας μέσα από την ανασύσταση του ρόλου των ανδρών, που επιβάλλουν την κυριαρχία  και εξουσία πάνω στις γυναίκες. Συνήθως οι συγκεκριμένες έρευνες δείχνουν έναν ανδρόγυνο ανδρικό ρόλο που επιβάλει κυριαρχία και εξουσία στο θηλυκό. Η καθιερωμένη κοινωνιολογία, αντίθετα συχνά αναφέρεται σε συγκρουόμενες θεωρίες κοινωνικής σύγκρουσης σε γενικά, και πολύ λιγότερο στη διαπροσωπική βία.

Οι διαφορετικοί τύποι κακοποίησης δημιουργούν εννοιολογική σύγκρουση και βίαια πλαίσια στα οποία η ηγεμονία των ανδρών είναι νομιμοποιημένη, κάτι που επιβεβαιώνει την ύπαρξη έμφυλης ανισότητας. Η γυναίκα συμβολικά αντιπροσωπεύει το έμβλημα αυτής της κυριαρχίας: είναι το πεδίο εξέλιξης και διαιώνιση του «συμβολικού κεφαλαίου» που κατέχουν οι άνδρες μέσα από την έξη και πρακτικές τους. μια τέτοια πολιτισμική παράδοση κυριαρχίας  είναι η πιο δύσκολη ως τη μεταμόρφωση πτυχή, στο ότι προκαλεί μια ενδοβολή του μοντέλου από τις ίδιες τις γυναίκες, που έτσι παίρνουν μέρος στο φαύλο κύκλο της υποταγής και της συμβολικής βίας. Η γνώση της συμβολικής βίας έτσι δεν είναι αρκετή, όπως η ασυνείδητη τάση σε κάποιο βαθμό βρίσκεται κάτω από το σύμπαν των αισθήσεων με τη μορφή πνευματικών δομών και έξης. Με άλλα λόγια, η μάχη δεν είναι μόνο εναντίον αυτού που είναι εξωτερικό αλλά ως ένα βαθμό μπορούμε να την δούμε ως μια ενδοψυχική μάχη εναντίον των αδικιών του κοινωνικού κόσμου, που δρουν και επικάθονται πάνω στην μακροπρόθεσμη κουλτούρα. Η πρώτη εμπειρία της κυριαρχίας – έτσι με μια ευρεία έννοια της πολιτικής του κοινωνικού κόσμου – βιώνεται μέσα στην μικροκοινωνική πραγματικότητα της οικογένειας, στο ότι η τελευταία δείχνει ήδη σεξουαλικές διαφοροποιήσεις, την έμφυλη διάκριση της εργασίας, και σχέσεις που περιέχουν μια συμβολική κυριαρχία ή ηγεμονία· όμως το σύστημα αυτό αλληλεπικαλύπτεται από τις εξίσου πολιτικές σφαίρες της εργασίας και του σχολείου. Κατά την άποψη του Bourdieu, το σχολείο είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα τόπου συμβολικής βίας.

Επιδείξεις τιμής και αρρενωπότητας είναι τα σύμβολα ανδρισμού που υιοθετούν οι άνδρες. Είναι τα κλειδιά για να την κατανόηση του σύμπαντος της ανδρικής βίας, καθώς και της σύγκρουσης στις μεταδημοκρατικές κοινωνίες. Οι σχέσεις εξουσίας στις συγκρούσεις βασίζονται πάνω στρις αρχές της κατωτερότητας, του αποκλεισμού, της κυριαρχίας, και του ελέγχου και η κοινωνική σύγκρουση είναι εσωτερικά μια δια-φυλετική σχέση εναντίον των έμφυλων ρόλων. Ένας τέτοιος πολιτισμικός μηχανισμός κάνει την βία να μοιάζει ως κάτι φυσιολογικό στα μάτια των θυμάτων.

Ο Bourdieu λέει πως η τάξη του κοινωνικού κόσμου και η ανδρική κυριαρχία – η οποία διατηρείται με μέσα απαγορεύσεων και υποχρεώσεων – είναι μάλλον εύκολα υλοποιήσιμες σε μια σχέση κυριαρχίας, κακοποίησης, και αδικίας. Οι πιο απαράδεκτες συνθήκες ζωής συχνά μοιάζουν ανεκτές και ακόμη και φυσιολογικές· η ανδρική κυριαρχία είναι το παράδειγμα μιας τέτοιας παράδοξης υποταγής που προκαλείται από συμβολική, μαλακή, και βάναυση βία, η οποία είναι αόρατη ακόμη και στα μάτια των ίδιων των θυμάτων. Είναι επίσης κρυμμένη από τα μάτια των κυρίαρχων· είναι θαμμένη και ενσωματωμένη ως φυσική, ενώ είναι ουσιαστικά ένα κοινωνικό και πολιτισμικό κατασκεύασμα. Σύμφωνα με τον Bourdieu η συμβολική βία εναντίον των γυναικών εφαρμόζεται με την συνέργεια των νοητικών δομών που είναι ασυνείδητες· είναι βαθιά ριζωμένες δομές που – όπως στην περίπτωση της ανδρικής κυριαρχίας – αναγνωρίζονται μέσω της συμπεριφοράς, της παιδείας, και των μοντέλων που εμφανίζονται. Ταυτόχρονα, οι γλωσσικές δομές είναι σωματικές δομές που ενσωματώνουν τους εαυτούς τους στις κατηγορίες αντίληψης, εκτίμησης και αξιολόγησης, και την ίδια στιγμή στις αρχές που οι δράσεις και οι συμβολικές αδικίες βασίζονται με τη σειρά τους πάνω στις αδικίες του εκπαιδευτικού συστήματος και του ανδρικού φύλου. Είναι έτσι πολύ δύσκολο να απελευθερωθούμε και να μεταμορφώσουμε τους μηχανισμούς κυριαρχίας που είναι εσωτερικό κομμάτι της υποκειμενικότητας και των πνευματικών δομών μας.

Γυναικοκτονία και Θεωρία των Αποδιοπομπαίων Τράγων

Στο πεδίο της κοινωνιολογίας, δυο βασικά ρεύματα ερμηνεύουν τα δεδομένα σχετικά με την γυναικοκτονία: συμμετρική βία και ασύμμετρη βία – που υπογραμμίζει την έμφυλη βία απόλυτα ξεκάθαρα. Το εννοιολογικό πλαίσιο αναφοράς που εμφανίζεται – και στο οποίο ανήκουν οι θεωρητικοί και της συμμετρικής και της ασύμμετρης βίας – είναι η θεωρία της σύγκρουσης. Τα επιχειρήματα, πάνω στα οποία βασίζεται η έρευνα αυτών των ερευνητών, είναι: η εξουσία, η κυριαρχία, και η ανισότητα οδηγούν στη σύγκρουση. Μπορεί να αναφερθούμε στο εννοιολογικό πλαίσιο της ασύμμετρης βίας  και να καταγράψουν διαφορετικά είδη κακοποίησης και κακομεταχείρισης που χρησιμοποιούνται για να εδραιώσουν την εξουσία πάνω στις γυναίκες. Αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν σεξουαλική, λεκτική, ψυχολογική, διατροφική, και παροδική κακοποίηση, οι οποίες δημιουργούν εννοιολογικούς μηχανισμούς σύγκρουσης και βίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ανδρική ηγεμονία «θεωρείται ως δεδομένη», και αυτή η δεδομένη ηγεμονία δικαιολογεί την έμφυλη κυριαρχία όπως και τους ρόλους του κυρίαρχου και του κυριαρχούμενου. Κάθε μικροκοινωνική και μακροκοινωνική μελέτη επιβεβαιώνει αυτού του είδους την ανισότητα – στην πρώτη περίπτωση η οικογενειακή ανισότητα, και στη δεύτερη περίπτωση πολιτικό-κοινωνική ανισότητα. Για αυτό, η δομική ανισότητα καταγράφεται στο μικρο-επίπεδο και στον ιδιωτικό χώρο και στις ευρύτερες κοινωνικές δομές.

Η εμπειρία της σεξουαλικής παραβίασης του γυναικείου σώματος σχετίζεται αυστηρά με μια ιστορία απαραβίαστου που έχει καθιερωθεί από το ανδρικό φύλο συνολικά, με το ανδρικό σώμα ιστορικά και ανθρωπολογικά να μην παραβιάζεται και να είναι απαραβίαστο από το αντίθετο φύλο. Η σεξουαλική βία διαμορφώνει τον εαυτό της ως μια ειδική μορφή αόρατης βίας από τους άνδρες κατά των γυναικών. Συμβαίνει σε στενές και προσωπικές σχέσεις: η γυναίκα ξέρει το δολοφόνο της, που μπορεί να είναι πρώην σύζυγος, πρώην σύντροφος, ή μέλος της οικογένειας.

Διαφορετικές προσεγγίσεις υπάρχουν στις σύγχρονες θεωρίες γυναικοκτονίας. Η Corradi έχει αναγνωρίσει πέντε: μια φεμινιστική προσέγγιση· μια κοινωνιολογική προσέγγιση· μια εγκληματολογική προσέγγιση που βασίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα· και μια προσέγγιση που αναλύει την γυναικοκτονία στο πλαίσιο της αποικιοκρατικής κυριαρχίας. Η φεμινιστική προσέγγιση βλέπει την ανδρική εξουσία ως εργαλείο κυριαρχίας πάνω στις γυναίκες· είναι μια φιλοσοφία που έχει φέρει μεγάλο κίνητρο για έρευνα, και έχει αναγνωρίσει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του φαινομένου, αλλά που έχει καταλήξει να γενικεύσει έντονα το τελευταίο. Η κοινωνιολογική προσέγγιση, αντίθετα, έχει αναδημιουργήσει τα πλαίσια, καταστάσεις, και διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ του κακοποιητή και του θύματος.

Επιπλέον σε αυτές τις προσεγγίσεις, θα τολμούσα να προτείνω μια ανθρωπολογική ερμηνεία της γυναικοκτονίας, μέσα στο πλαίσιο της μιμητικής θεωρίας και της δυσαρέσκειας. Όπως υπογραμμίζει ο Girard, η δυσαρέσκεια είναι εκείνη που ο μιμητής αισθάνεται προς το μοντέλο του, στο ότι το δεύτερο αμποδίζει τις προσπάθειες του πρώτου να κατακτήσει το αντικείμενο της επιθυμίας και των δύο. Όταν εκφράζεται καθολικά, αυτή η επιθυμία για μίμηση του επιλεγμένου μοντέλου οδηγεί στην χρόνια και ακάθαρτη βία. Για να εξαγνιστεί από αυτή την «μόλυνση» χρησιμοποιεί μια πράξη βάναυσης και αγνής βίας. Επιλέγει ένα τυχαίο θύμα – ένα αποδιοπομπαίο τράγο – και μεταφέρει την συλλογική βία μακριά από την ομάδα και προς αυτό. Η επιλογή ενός τέτοιου θύματος είναι απόλυτα αυθαίρετη. Αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση της γυναικοκτονίας, όπου το θύμα ή θυματοποιημένο υποκείμενο είναι κάποια κοντινή, προσωπική επαφή, και με την οποία ο κακοποιητής έχει μια σύνδεση. Όπως όμως το παρένθετο θύμα, η γυναίκα δεν καταστρέφεται ψυχολογικά, ακόμη και πριν να εξοντωθεί σωματικά, επειδή έχει κάνει κάτι κακό, αλλά επειδή είναι ο ζωντανός μάρτυρας της πραγματικής αιτίας της εσωτερικής κρίσης των ανδρών. Ο άντρας έτσι αναδημιουργεί το μηχανισμό του αποδιοπομπαίου τράγου. Η ανάλυση του Girard επιβεβαιώνει πως η κοινότητα – και συγκεκριμένα η σύγκρουση μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού – υλοποιείται σε μια προσπάθεια να ελέγξει το φόβο του αγνώστου. Η διάπραξη της γυναικοκτονίας είναι φυγή από το άγνωστο και την αλλαγή. Θα ήταν καθησυχαστικό για εμάς να πιστέψουμε πως οι δολοφόνοι συζύγων και αρραβωνιαστικών είναι όλοι πνευματικά ασταθείς ή εντελώς παρανοϊκοί. Αντίθετα, ο αριθμός και η συχνότητα των γυναικοκτονιών μας λέει  πως είναι ένα φαινόμενο προς ταξινόμηση μεταξύ της «κανονικής» κατηγορίας των καθημερινών γεγονότων, και τα αίτια του θα μελετηθούν επίσης στο επίπεδο της ιστορίας της μακροπρόθεσμης κουλτούρας. Η εικόνα του αποδιοπομπαίου τράγου γεννήθηκε κυριολεκτικά για να διοχετεύσει κάθε διχαστική δύναμη σε μια μοναδική κατεύθυνση ή σε ένα μοναδικό στόχο. Είναι έτσι που όλη η εσωτερική βία κατευθύνεται προς την γυναίκα. Η καταστροφική δύναμη της βίας χτυπά το θύμα της και δεν ασχολείται με μια πιθανώς αυτοκαταστροφική εσωτερική κρίση. Αξιώνει την ιδιοκτησία της ζωής της γυναίκας. Όπως στις αρχαίες θυσίες, η αρχή της ενοχής αγνοείται, έτσι η επιλογή της θυματοποίησης μιας γυναίκας υπονοεί μια χιμαιρική υπόθεση ενοχής, και η σύγχυση παράγει και αναζητά μια δράση: την γυναικοκτονία.
Δημοσιεύθηκε την 19 Ιουνίου, 2021 

πηγη:https://geniusloci2017.wordpress.com/