Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Journal of History Culture and Art Research 2. Ο A. Barış Ağır είναι λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Κορκούτ Άτα στο Οσμανίγιε.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

Δημοσιεύθηκε την 28 Φεβρουαρίου, 2022

 

Ποίηση, Πατριωτισμός και το Πνεύμα Του Σύγχρονου Πολέμου

Οι στρατιώτες που πολέμησαν στον 1ο ΠΠ βίωσαν μια απερίγραπτη εμπειρία και εσωτερίκευσαν τις σοκαριστικές στιγμές μαζί με τα πήγματα. Οι άνδρες στα χαρακώματα τσακίστηκαν ψυχολογικά και συναισθηματικά και εκείνοι που ήταν αρκετά τυχεροί ώστε να γυρίσουν σπίτι, επέστρεψαν σε μια κοινωνία εντελώς αποκομμένη από την αποστολή τους και οι συνέπειες του πολέμου προκάλεσαν ψυχολογικά τραύματα. «Οι εμπειρίες τους στο μέτωπο έφερε υστερία, ψυχολογική κατάρρευση, αφωνία, παράλυση, και άλλες παράξενες σωματικές ασθένειες». Ο 1ος ΠΠ γέννησε αυτά τα ψυχολογικά συμπτώματα υπό το όνομα «σοκ βομβαρδισμού» (shell shock) που εμφανίζονταν στο σώμα και τη ψυχή του στρατιώτη με διάφορους τρόπους. «Δεν είναι ξεκάθαρο αν ο όρος ‘σοκ βομβαρδισμού’ επινοήθηκε πρώτα από το στρατιωτικό ιατρικό προσωπικό ή ήταν φράση κάποιου στρατιώτη, αλλά υιοθετήθηκε όχι μόνο από γιατρούς και νοσοκόμες αλλά και από υποστηρικτές και αντιπάλους του πολέμου για να περιγράψουν οποιοδήποτε ψυχολογικό τραύμα που προκλήθηκε από τον πόλεμο. Στο βιβλίο του Shell Shock Cinema ο Anton Kaes γράφει για την ιστορία του όρου «σοκ βομβαρδισμού»:

«Αν και τα συμπτώματα από το σοκ βομβαρδισμού – απώλεια όρασης, ακοής και ομιλίας· αμνησία· παράλυση· και ξαφνικές εκρήξεις βίας – είχαν καταγραφεί σε προηγούμενους πολέμους, ο ίδιος ο όρος δεν επινοήθηκε παρά έξι μήνες μετά την έναρξη του 1ου ΠΠ. Τον Φεβρουάριο του 1915, ένα άρθρο με τίτλο ‘Contribution to the Study of Shell Shock’ έκανε την εμφάνιση του στο The Lancet, την κορυφαία βρετανική ιατρική επιθεώρηση, στο οποίο ο στρατιωτικός γιατρός Charles S. Myers περιέγραψε την τύφλωση και απώλεια μνήμης που βίωσαν τρεις στρατιώτες του μετώπου μετά από βαρύ βομβαρδισμό. Επειδή δεν μπορούσε να βρεθεί κάποιο σωματικό τραύμα, ο Myers υπέθεσε πως το σοκ που προκλήθηκε από την έκρηξη των βλημάτων και τις εκρήξεις των χειροβομβίδων προκάλεσε κάποιες μη εντοπίσιμες ακόμη σωματικές αλλαγές (για παράδειγμα, μικρσκοπικά τραύματα) στον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό. Το σοκ βομβαρδισμού θεωρήθηκε εδώ ως σωματική κατάσταση, ή βασικά μια πολεμική εκδοχή αυτού που το 1899 ο Γερμανός νευρολόγος Hermann Oppenheim είχε ονομάσει ‘τραυματική νεύρωση’».

Αυτή η τραυματική νεύρωση και το σοκ βομβαρδισμού ήταν σημαντικά για την λογοτεχνία του 1ου ΠΠ. Σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, ο πόλεμος επηρέαζε πάντα την πολιτική, φιλοσοφική και λογοτεχνική απεικόνιση του ήθους, επειδή «η εμπειρία της βίας ασκεί τρομερή πίεση στα έθνη, τα πρόσωπα, τις ιδέες και τη γλώσσα». Ως το πρώτο μεγάλο, καταστροφικό συμβάν και σημείο καμπής του 20ου αιώνα, ο 1ος ΠΠ επηρέασε την τέσχνη και την αισθητική βαθιά και προκάλεσε την μεταμόρφωση τους. «Αυτός ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος προκάλεσε μια βαθιά ρήξη στα καθιερωμένα αξιακά πρότυπα και έτσι άνοιξε χώρο στον πολιτισμικό χρόνο μέσα στον οποίο ριζοσπαστικός καλλιτεχνικός πειραματισμός μπορούσε να αναπτυχθεί».

Η μελέτη του 1ου ΠΠ διαφέρει ανάλογα με το τομέα μελέτης και ένας από αυτούς είναι η λογοτεχνία περιλαμβανομένης της φαντασίας, του δράματος, της ποίησης, των ημερολογίων, των επιστολών και των εφημερίδων. Λέγοντας πως η ποίηση είναι η τέχνη που προστατεύει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια περισσότερο, θα ήταν απίθανο να σταθεί αδιάφορη μπροστά στην τεράστια σφαγή. Έτσι με το να είναι μια από τις μεγαλύτερες αλλαγές στην παγκόσμια ιστορία και γκρεμίζοντας το υπάρχον ήθος, αυτός «ο πόλεμος έκανε την ποίηση να υπάρξει» και γέννησε πολλούς ποιητές. «στη διάρκεια του 1ου ΠΠ, κάθε ικανός σωματικά άνδρας αναμένονταν να βάλει μια στολή και να πολεμήσει για τη χώρα του. Ο στρατιώτης-ποιητής  ρίχτηκε και αυτός στα χαρακώματα. Κομμάτι της πιο αξιομνημόνευτης ποίησης για τον πραγματικό πόλεμο και πραγματικούς άνδρες με στολή ήρθε από τους Άγγλους ποιητές που πολέμησαν σε εκείνο το πόλεμο». Οι ποιητές που έγιναν μάρτυρες του πολέμου στο μέτωπο ενσωμάτωσαν τις εμπειρίες τους στις λογοτεχνικές τους ζωές και χρησιμοποίησαν την ποίηση ως μέσο αντίθεσης στο πόλεμο. Διαμόρφωσαν τα έργα τους για να επικρίνουν τις απειλές εναντίον της ανθρωπότητας. «Στρατιώτες ποιητές όπως ο Wilfred Owen έπρεπε συχνά να εκφράσουν τις συναισθηματικές πτυχές των πολεμικών τους εμπειριών μέσα από μια γλώσσα περιορισμένη από αποπνικτικές συμβάσεις και εχθρικές ιδεολογίες». Όπως παραθέτει ο Gökmen από τον Samuel Hynes:

«Μια γενιά από αθώους νεαρούς άνδρες, με τα μυαλά τους γεμάτα από αφηρημένες έννοιες όπως Τιμή, Δόξα, Ηρωισμός, Ιπποσύνη, Σταυροφορία και Αγγλία, πήγαν στο πόλεμο για να κάνουν τον κόσμο ασφαλή για την δημοκρατία, την ειρήνη και τη δικαιοσύνη. Σφαγιάστηκαν σε ανόητες μάχες σχεδιασμένες από ηλίθιους στρατηγούς. Εκείνοι που επιβίωσαν ήταν κλονισμένοι, απογοητευμένοι και πικραμένοι από τις πολεμικές τους εμπειρίες, και είδαν πως οι πραγματικοί τους εχθροί δεν ήταν οι Γερμανοί, αλλά οι γέροι στις πατρίδες τους που τους είπαν ψέματα. Απέρριψαν τις αξίες και τα ιδανικά της κοινωνίας που τους είχε στείλει στο πόλεμο, και κάνοντάς το αυτό διαχώρισαν την απογοητευμένη τους γενιά από το παρελθόν και από την πολιτισμική τους κληρονομιά».

Ο 1ος ΠΠ αντέστρεψε το περασμένο ιπποτικό ύφος του πατριωτισμού και «οδήγησε σε μια ρήξη μεταξύ του παραδοσιακού κόσμου στον οποίο ο πόλεμος ήταν ακόμη σε γενικές γραμμές συνδεδεμένος με ιπποτικά ιδανικά – με τον ηρωισμό και τη δόξα όπως είναι στο λεξιλόγιο της πατριωτικής προπαγάνδας – και την απόρριψη αυτών των ιδεών χάρη στην απογοήτευση που είχε ήδη εμφανιστεί κατά διάρκεια του πολέμου. (…) Μεγάλο μέρος αυτού που σήμερα ονομάζουμε ‘αντιπολεμική ποίηση’ κατευθύνεται εναντίον της ηρωικής αποθέωσης του θανάτου στον πόλεμο». Στην πολεμική ποίηση οι κρίσεις των νεαρών ανδρών, έχοντας σταλείς το μέτωπο με ρομαντικά ιδανικά όπως ηρωισμός και δόξα, παρουσιάζονται ως οι κατεστραμμένες μορφές της ψευδαίσθησης ενός ουτοπικού κόσμου. «Σε ταύτιση με το επίσημο παράδειγμα, οι φιλοπόλεμοι ποιητές της πολυθρόνας παρουσίασαν το πόλεμο ως συνέχεια της ομηρικής παράδοσης του πολεμιστή και διατήρησαν ένα ιπποτικό ρομάντζο μιας δίκαιης, πατριωτικής και θεϊκής σταυροφορίας». Αυτό το πλαίσιο του ρομαντικού ιδεαλισμού υποσκάφτηκε από τους ποιητές του πολέμου που «χρησιμοποίησαν την ποίηση της προειδοποίησης, του ρεαλισμού ξα της σάτιρας ως μέσο για να επιτεθούν στους παλιούς ιπποτικούς θρύλους και επίσημους ηρωικούς μύθους του πολέμου». Αντιμετωπίζοντας θέματα όπως τα διλήμματα του σύγχρονου ανθρώπου, απορρίπτοντας την θρησκεία και αμφισβητώντας την ύπαρξη του θεού, την ασημαντότητα των πολιτικών συστημάτων…, η ποίηση του πολέμου είναι μια σημαντική κίνηση στην πορεία προς την νεότερη ποίηση που στέκετε σε αντίθεση με την προηγούμενη νατουραλιστική και σημαίνει μια αλλαγή στην ποιητική σκέψη του 20ου αιώνα. Επειδή ο 1ος ΠΠ γνώρισε μια νέα μορφή πολεμικής σύρραξης – όπως τα χαρακώματα, τα τοξικά αέρια, την αεροπορία, τα πολυβόλα – η έκφραση της φύσης στην ποίηση επίσης άλλαξε και η φύση που θεραπεύει το νου και τη ψυχή μεταμορφώθηκε σε μια καταστροφική περιοχή και σε σύμβολο του τρόμου, έγινε έτσι ένας «ερημότοπος». Ως εκ τούτου, η ποίηση του πολέμου είναι μια «μετατόπιση από τον βουκολικό κόσμο των ποιητών της γεωργιανής περιόδου στον ζοφερό σαρκασμό εκείνων των ποιητών που προσπάθησαν να ξεπεράσουν την ακοινωνησία του πολέμου». «Ποιητές που γνώρισαν αυτό το πόλεμο, όπως ο Siegfried Sassoon, ο Rupert Brooke και ο Wilfred Owen, μεταξύ άλλων, δεν μπορούσαν απλά να γράψουν ποίηση που να εξυμνεί τη φύση: η τρομερή εμπειρία του πολέμου άφησε το αποτύπωμα της στη σκέψη τους όπως καις την φαντασία τους». «Καθώς οι παραδοσιακές τεχνικές και η συμβατική ηρωική ρητορική ήταν ανίκανη να μεταφέρουν την σύγχρονη τραγωδία, (…) η αντιπολεμική ποίηση έφερε το ρεαλισμό, την καθημερινή γλώσσα και την αμεσότητα του μηνύματος στην ποίηση». Η Puissant εξηγεί την γλώσσα της ποίησης του πολέμου ως εξής:

«Τόσο το παραδοσιακό λεξιλόγιο όσο και το ποιητικό ύφος έγινε ανεπαρκές όταν ήρθε αντιμέτωπο με την εμπειρία της πρώτης γραμμής ξεπερνώντας όλα όσα ήταν γνωστά μέχρι εκείνη τη στιγμή.. πάνω από όλα, ο πόλεμος ανέτρεψε την ιδέα της προόδου που είχε κυριαρχήσει στην βρετανική σκέψη κατά τον 19ο αιώνα. Ο σύγχρονος πόλεμος ανάγκασε πολλούς συγγραφείς να προσαρμόσουν τις ιδέες τους περί ποίησης στη νέα κατάσταση και να απορρίψουν εκείνες της αφηρημένες έννοιες που έκαναν τον πόλεμο να μοιάζει οικείος. Για να συλλάβουν την αμφίσημη κατάσταση του σύγχρονου πολέμου, οι ποιητές απομακρύνθηκαν από διάφορα ποιητικά μέσα έκφρασης της ασάφειας. Μαζί με την ειρωνεία και την ενισχυμένη της μορφή του σαρκασμού, ο κυνισμός, η σάτιρα και η παρωδία ήταν ανάμεσα σε εκείνα τα συχνά χρησιμοποιημένα συνθετικά εργαλεία για το σχολιασμό του παραλογισμού του πολέμου. Συχνά αναλάμβαναν ένα καθαρτικό ρόλο για να αντισταθμίσουν τις εντάσεις, το φόβο και την θλίψη των εμπειριών της πρώτης γραμμής επιτρέποντας την έκφραση προσωπικών θέσεων ως προς το πόλεμο».

Η γλώσσα της ποίησης του πολέμου φανερώνει μια ποικιλία θεμάτων όπως το μαρτύριο και οι πόνοι, ο θάνατος, η κακομεταχείριση των στρατιωτών, η βία, η καταστροφή, η αποστροφή κατά των μηχανοποιημένων όπλων. Η σύγχρονη ποίηση του πολέμου δείχνει την σκηνή των χαρακωμάτων, του καπνού, των βομβαρδισμών, της επίθεσης, της αιματοχυσίας, της ασχήμιας και του θανάτου. Ο Ahmed Abu Baker συνοψίζει τα χαρακτηριστικά της ποίησης του πολέμου ως εξής:

«Βλέπουμε πως το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης ποίησης του πολέμου ασχολείται με την βαρβαρότητα και τις ακρότητες του πολέμου. Οι ποιητές προσπαθούν να αλλάξουν την θετική στάση κάποιων ανθρώπων προς το πόλεμο με την εξερεύνηση σε βάθος της πνευματικής κόλασης που γεννά, και περιγράφοντας τον σωματικό και συναισθηματικό πόνο που οι άνθρωποι πρέπει να υπομείνουν στη διάρκεια και μετά το πόλεμο. Ο τρόμος, η ασχήμια και η βαρβαρότητα του πολέμου έγινε το βασικό θέμα στην ποίηση των ποιητών του πολέμου όπως ο Siegfried Sassoon και ο Wilfred Owen, των οποίων η από πρώτο χέρι εμπειρία του πολέμου έκανε τα ποιήματα τους ζωντανές απεικονίσεις του άσχημου προσώπου του πολέμου».

Ένα Αντιπολεμικό Μανιφέστο: Dulce Et Decorum Est

Γράφοντας τα σημαντικότερα ποιήματα του, που τον έφεραν στο πάνθεον των σημαντικότερο ποιητών, μεταξύ 1917 και 1918, ο ποιητής του πολέμου Wilfred Owen είναι γνωστός ως κάποιος που έδειξε την ατμόσφαιρα του πολέμου πιο αντικειμενικά. Όπως γράφει ο Rawlinson παραθέτοντας τον Ian Hamilton, «ήταν η εμπειρία του πολέμου, ο απρόσμενος τρόμος του πολέμου των χαρακωμάτων, τον μετέτρεψε στον ποιητή που εκτιμούμε τόσο πολύ σήμερα». Σύμφωνα με τον Reisman, «ο Wilfred Owen έδειξε την μεγαλύτερη δυνατότητα για να συνεχίσει και να επεκτείνει την τέχνη της ποίησης από κάθε άλλο από τους στρατιώτες-ποιητές του 1ου ΠΠ». Ως άτομο που γνώρισε την βαρβαρότητα της μάχης μέσα στο μέτωπο, ο Owen αντιπαραβάλει τις συνθήκες του πολέμου που φαντάζονταν με εκείνες πο0υ βρήκε και παρουσιάζει την πραγματικότητα του πολέμου στη μνήμη της ανθρωπότητας. Ο Santanu Das αναφέρετε σε αυτή τη μνήμη του πολέμου μέσα από μερικές εικόνες  που μπορούν να βρεθούν στην ποίηση του πολέμου: «Σκοτάδι, όπλα, λάσπη, βροχή, αέριο, σφαίρες, οβίδες, συρματοπλέγματα, ποντίκια, ψείρες, κρύο, κρυοπαγήματα: αυτές οι εικόνες που έχουν διαμορφώσει την σύγχρονη μνήμη του πολέμου οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην ποίηση των χαρακωμάτων του Owen, του Sassoon, του Graves και του Rosenberg που εξέφρασε την αλήθεια του πολέμου». Αντλώντας την δύναμη τους από αυτή τη πραγματικότητα και «αναμιγνύοντας την αισθητική με την ηθική, την ποίηση με τη συμπόνοια», τα ποιήματα του Owen είναι σαν σκηνές από ένα δραματικό έργο που απεικονίζει την δυστυχία του πολέμου. Αντί πομπωδών πολιτικών διακηρύξεων, τα ποιήματά του παρουσιάζουν ιστορίες μέσα στις οποίες βλέπουμε σωματικούς και ψυχολογικούς αγώνες στρατιωτών και του ενσαρκωμένου πόνου τους. Ο Daniel Hipp γράφει πως:

«»Ως πολίτης, ήταν δυνατό, αν όχι να αγνοήσεις το πόλεμο, τότε να τον παραποιήσεις με όρους των αξιών με τις οποίες έμοιαζε να έχει ξεκινήσει. Ως στρατιώτης, ωστόσο, ο Owen διαπίστωσε, όπως και οι περισσότεροι στρατιώτες, την κενότητα αυτών των στάσεων και την αχρηστία του εσωτερικευμένου βικτωριανού ελιτισμού του. Ως ποιητής που σύντομα θα βρίσκονταν να αναρρώνει από σοκ βομβαρδισμού, επεδίωξε να αντικαταστήσει αυτές τις αξίες με μια κατανόηση ενός εναλλακτικού και προσωπικού σκοπού για το πόλεμο»

Αν και τα ποιήματα του βασίζονται στα ιδανικά των Ρομαντικών, τονίζουν επίσης «την διάκριση μεταξύ λογοτεχνίας της ομορφιάς και του πολέμου». Τα ποιήματα του εστιάζουν στις ζωές και τους θανάτους των στρατιωτών και είναι σαν δραματικές σκηνές που κουβαλούν το πεδίο της μάχης στο προσκήνιο. Το πιο διάσημο ποίημα του, το Dulce Et Decorum Est, γράφτηκε προς το τέλος του πολέμου ενώ βρίσκονταν στο νοσοκομείο στο Κρέγκλοκχαρτ εξαιτίας του σοκ βομβαρδισμού. Γραμμένο υπό την επίδραση του τολμηρού ύφους ενός άλλου ποιητή του πολέμου Siegfried Sassoon, τον οποίο ο Owen συνάντησε στο νοσοκομείο, το ποίημα ξεχωρίζει, με την πρώτη ματιά, με το πλούτο της εικονογραφίας που μεταφέρει. Θεματικά, συναντάμε έναν ποιητή που ήδη αναγνώρισε πως απογοητεύτηκε με τον κόσμο: Η ζωή τελείωσε, αξίες όπως η πίστη στο Θεό, ο εθνικισμός, η ελπίδα, ο πολιτισμός είχαν ήδη γίνει ψέμα. «Ο τίτλος προέρχεται από μια λατινική φράση στον Οράτιο, που σημαίνει ‘Είναι γλυκό και άξιο να πεθάνει κανείς για την πατρίδα του. Γλυκό! Και Ένδοξο!’· ο τίτλος δείχνει πως ο Owen προσπάθησε να κάνει κάτι περισσότερο από το να καταγράψει το γεγονός. Ο σκοπός του ήταν να επιτεθεί στην ιδέα πως η θυσία είναι ιερή· ήλπιζε να καταστρέψει την ωραιοποιημένη ευπρέπεια του πολέμου».

Το Dulce Et Decorum Est παρουσιάζει μια σκηνή από στρατιώτες που στάλθηκαν στον πόλεμο με μια ισχυρή εθνικιστική ιδέα, αλλά έπρεπε να αντιμετωπίσουν την φοβερή πραγματικότητα. Στο ποίημα, παρουσιάζεται μια στιγμή πολέμου στην οποία περιλαμβάνεται μια ομάδα στρατιωτών. Το ποίημα αποτελείται από τρεις σκηνές, η κάθε μια ασχολείται με μια διαφορετική εμπειρία. Ανοίγει με τους στίχους που παρουσιάζουν την πραγματικότητα του πολέμου:

Διπλωμένοι στη μέση, σαν γέροι ζητιάνοι σε κουρέλια

Στραβοπόδηδες, βήχοντας σαν γριές, βρίζαμε μέσα στη λάσπη

Μέχρι να γυρίσουμε την πλάτη στις στοιχειωμένες φωτοβολίδες

Και προς τη μακρινή μας ανάπαυλα ξεκινήσαμε

Στην πρώτη στροφή, έχοντας εκπέσει της δύναμης και περάσει σε μια καταθλιπτική κατάσταση, οι συνθήκες των στρατιωτών ενώνονται με τα σύμβολα της άνοιας και της ανικανότητας, έτσι δείχνει τον αναπόφευκτο πόνο και υποφέρουν από τα συμπτώματα του σοκ του βομβαρδισμού. «Διπλωμένοι στη μέσα σαν γέροι ζητιάνοι» και «βήχοντας σαν γριές», οι στρατιώτες αυτοί είναι σωματικά παραμορφωμένοι και βαδίζουν προς ένα χώρο που να μπορούν να αναπαυθούν δίχως να σκεφτούν κάποιο ιδανικό ηρωισμού. Ο Owen εδώ επικρίνει την προπαγάνδα της κυβέρνησης και μας προσφέρει μια πραγματική εικόνα της άσχημης ψυχικής και σωματικής κατάστασης των στρατιωτών που «μας δίνει την ωμή και μη αρεστή αλήθεια της στρατιωτικής δράσης που ως τώρα έμενε κρυφή από την πολιτική εμπειρία».

Ο 1ος ΠΠ ήταν μια μάχη στην οποία τα χημικά όπλα χρησιμοποιήθηκαν ευρέως για να αποκαρδιώσουν και για να τραυματίσουν. Το 1917, οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν το πιο αποτελεσματικό χημικό αέριο που ονομάζονταν «αέριο μουστάρδας» εναντίον Βρετανών στρατιωτών. Ήταν ένα υγρό και η βασική του χρήση ήταν να εξουδετερώσει τον εχθρό. Εξαιτίας αυτού του αερίου, πολλοί στρατιώτες πέθαναν με αγωνία, πολλοί από αυτούς υπέφεραν από δερματικές βλάβες και πνευμονικά τραύματα. «Ήταν ένα καθημερινό τρομακτικό γεγονός που ο στρατιώτης ποιητής βρήκε τρόπο να το μετατρέψει σε ποίηση». Με την αρχή του χημικού πολέμου, οι Βρετανοί βελτίωσαν την μαζική παραγωγή μασκών για να προστατέψουν τον στρατό, ακόμη και τα σκυλιά και τα άλογα φορούσαν μάσκες. Ο Owen μιλά για την εμπειρία του με το αέριο όταν περιγράφει να βλέπει έναν καταδικασμένο στρατιώτη να πνίγεται καθώς οι πνεύμονές του γέμιζαν με υγρό. Στο δεύτερο μέρος του ποιήματος, οι στρατιώτες αιφνιδιάζονται με μια ξαφνική επίθεση με αέριο και σώζουν τις ζωές τους με μεγάλη δυσκολία. Στο σημείο αυτό η φωνή του αφηγητή τονίζει και δίνει έμφαση στο ότι ένας στρατιώτης δεν κατάφερε να βάλει την μάσκα του και αποκόπηκε από την ομάδα. Αυτό είναι το σημείο καμπής που αλλάζει οδυνηρά το ύφος του ποιήματος:

Αέριο! ΑΕΡΙΟ! Γρήγορα παιδιά – Μια έκσταση προσπάθειας

Μόλις που πρόλαβαν να βάλουν τα άχαρα κράνη,

Κάποιος ακόμη όμως φώναζε και παραπατούσε

Και πάσχιζε να κινηθεί σαν κάποιος σε φλόγες ή ασβέστη. –

Χαμηλά μέσα στην καταχνιά και το παχύ πράσινο φως,

Σαν μέσα σε μια πράσινη θάλασσα, τον είδα να πνίγεται.

Ξεκινώντας την στροφή με πεζά και μετά με κεφαλαία, ο Owen προειδοποιεί και τους στρατιώτες και τους αναγνώστες για την επίθεση με αέριο. Σοκαρισμένος και απελπισμένος, αυτός ο στρατιώτης είναι πάνω στη λεπτή γραμμή μεταξύ ζωής και θανάτου και «η σαγήνη του θανάτου μπερδεύεται με αποστροφή και φόβο, όπως και θυμό για τη σπατάλη ζωής». Η λέξη «πνίγεται» σημαίνει πως αυτός ο στρατιώτης πνίγεται μέσα στα σωματικά του υγρά. Βλέποντας τις τελευταίες στιγμές και την ανατριχιαστική αγωνία του θανάτου αυτού που ξέμεινε πίσω, η φωνή του αφηγητή (ή η περσόνα του) παρατηρεί την φύση του αερίου με τις εικόνες του «πράσινου φωτός» και της «πράσινης θάλασσας» και με αυτά περιγράφει ένα δελφικό κάτω κόσμο, με το τρόπο του ότι είναι αργά για να σωθεί. Στην τελευταία στροφή, βλέπουμε πως, ανήμποροι να σταματήσουν το μαρτύριο του, οι στρατιώτες βάζουν το σύντροφο τους σε ένα κάρο και το ποίημα μετατρέπεται σε μια προκλητική ερώτηση προς τον αναγνώστη. Αποδομένη με τις φωνές της βίας και του θανάτου, αυτή η ονειρική σκηνή, που είναι μεταξύ  πραγματικότητας και φαντασίας, δεν θα εμποδίσει την φωνή του αφηγητή και θα μετατραπεί σε εφιάλτη περιβάλλοντας τα όνειρα του.

Εν κατακλείδι, το ποίημα αυτό συμβολίζει το διαλυμένο σύστημα αξιών και η σωματική και ψυχολογική δυστυχία του πολέμου αποδίδονται με αποτελεσματικές απεικονίσεις. Ο Owen είναι αποτελεσματικός όταν διηγείται την κρίση μιας ομάδας στρατιωτών και την κρίση ενός ατόμου ταυτόχρονα. «Η σύγκρουση του ποιήματος λαμβάνει χώρα κυρίως στην σχέση μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου μισού μεταξύ του αφηγητή και του στρατιώτη, μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος, και μεταξύ του Owen και του άμεσα απευθυνόμενου κοινού του». Με την φράση «Αν μπορούσες να ακούσεις», ο Owen σπρώχνει το ποίημα του προς τα έξω και περιλαμβάνει τον αναγνώστη του μέσα σε αυτό. Έτσι τους σκουντά και δημιουργεί ένα αφυπνιστικό ποίημα. «Κλείνοντας το ποίημα με τον δικαιολογημένο θυμό προς το ‘Το αρχαίο Ψέμα’ του πατριωτισμού που οδήγησε αυτόν και άλλους νεους άνδρες στη μάχη δείχνει πως ο αγώνας του Owen κάθε άλλο παρά έχει τελειώσει».

Μπορείτε να διαβάσετε το ποίημα εδώ

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com