Δημοσιεύθηκε την 26 Φεβρουαρίου, 2022


Το κείμενο είναι η εισήγηση στην εκδήλωση της ΕΕΔΑΠ «Ιστορία και Συγκυρία της Ελληνικής Ιθαγένειας» που διοργανώθηκε στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 2005. Ο Τάσος Κωστόπουλος είναι δημοσιογράφος και ιστορικός ερευνητής.

Όταν μιλάμε για τις στερήσεις της ιθαγένειας Ελλήνων πολιτών, αναφερόμαστε σε μια διοικητική πρακτική που εφαρμόστηκε στη χώρα μας σε λιγότερο ή περισσότερο μαζική κλίμακα για έξι συνεχόμενες δεκαετίες, με διαδικασίες που διεξάγονταν κατά κανόνα εν κρυπτώ, προστατευμένες από κάθε λογής εθνικά και υπηρεσιακά απόρρητα, μακριά από το δημόσιο βλέμμα και οποιονδήποτε δημοκρατικό έλεγχο. Η αδιάλειπτη συνέχιση αυτής της πρακτικής θα μπορούσε άλλωστε να θεωρηθεί ως η πιο απτή απόδειξη της συνέχειας του κράτους, ανεξάρτητα από κυβερνητικές και πολιτειακές μεταβολές ή από τους κατά καιρούς αναπροσανατολισμούς των συμμαχιών της χώρας.

Ένας ποσοτικός απολογισμός αυτής της πρακτικής είναι ουσιαστικά αδύνατος, καθώς ένα μεγάλο μέρος από αυτές τις αφαιρέσεις ιθαγένειας δεν δημοσιεύθηκε ποτέ ούτε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ούτε πουθενά αλλού. Γνωρίζουμε μόνο κάποια επιμέρους στατιστικά στοιχεία, που αφήνουν απλώς να διαφανεί η έκταση του φαινομένου. Με βάση το ΛΖ’ Ψήφισμα του 1947 και τις διατάξεις που το διαδέχθηκαν, έχασαν την ιθαγένειά τους κατά τη δεκαπενταετία 1948-1963 τουλάχιστον 22.366 Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες ή μετανάστες, στους οποίους πρέπει να προστεθούν άλλα 2.800 θύματα των ίδιων διατάξεων (κυρίως του άρθρου 20 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας) στη διάρκεια της χούντας. 60.044 «αλλογενείς» έχασαν την ιθαγένειά τους μεταξύ 1955 και 1997 βάσει του άρθρου 19 του ΚΕΙ ενώ απροσδιόριστος παραμένει ο αριθμός των ιθαγενειών που αφαιρέθηκαν (τόσο πριν όσο και μετά τη θέσπιση του ΚΕΙ) με βάση τις προγενέστερες αντίστοιχες διατάξεις ενός προεδρικού διατάγματος του 1927, ή βάσει του μεταξικού Α.Ν. 2280/40 και του κατοχικού 580/43. Και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, πάντως, μπορούμε με ασφάλεια να μιλάμε για αρκετές δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους: μια συγκεντρωτική καταγραφή των υπηρεσιών ασφαλείας υπολόγιζε το 1973 ότι 75.886 «φυγάδες» της δεκαετίας του ’40 είχαν στερηθεί την ιθαγένειά τους ‘ αφαιρώντας απ’ αυτό τον αριθμό τις 25.000 περίπου δημοσιευμένες περιπτώσεις του ΛΖ’ Ψηφίσματος και του άρθρου 20 του ΚΕΙ, καθώς και τους λιγότερους από 10.000 μη μουσουλμάνους «αλλογενείς» Έλληνες πολίτες που έχασαν την ιθαγένειά τους βάσει του άρθρου 19, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα υπόλοιπο 45.000 περίπου «φυγάδων» που αντιμετωπίστηκαν με βάση αυτές τις παλιότερες διατάξεις -στους οποίους θα πρέπει να προστεθούν επίσης πολλές χιλιάδες ιθαγένειες «αλλογενών» (Βλάχων, Εβραίων και Σλαβομακεδόνων) που αφαιρέθηκαν, με βάση το διάταγμα του 1927, στα προπολεμικά χρόνια.

Κάνοντας σήμερα τον απολογισμό έξι δεκαετιών κρατικής πολιτικής στο συγκεκριμένο ζήτημα, αξίζει να σταθούμε σε δυο πάγια και διαχρονικά στοιχεία της: (α) τον έλεγχο των («εθνικών», κοινωνικών και πολιτικών) φρονημάτων των υπό εκκαθάριση πολιτών, που αποτέλεσε τη σπονδυλική στήλη του όλου συστήματος, και (β) τη γενικευμένη αυθαιρεσία που χαρακτηρίζει την εφαρμογή των (ούτως ή άλλως προβληματικών) διατάξεων της υφιστάμενης σχετικής νομοθεσίας, από μηχανισμούς που δρούσαν υπό την προστασία του υπηρεσιακού ή «εθνικού» απορρήτου (και -μέχρι ένα σημείο- της αυτολογοκρισίας των ΜΜΕ για «εθνικούς» λόγους), χωρίς τον παραμικρό δημόσιο έλεγχο των ενεργειών τους.

Τα νομοθετήιιατα

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή: από τις νομοθετικές διατάξεις, βάσει των οποίων διεκπεραιώθηκε στη διάρκεια του 20ου αιώνα η αφαίρεση της ιθαγένειας των ανεπιθύμητων Ελλήνων πολιτών.

Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να διακρίνουμε τα σχετικά νομοθετήματα σε δυο βασικές κατηγορίες: η πρώτη στόχευε στην εκκαθάριση των εθνικών, εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, ενώ η δεύτερη στην πάταξη του κοινωνικού και πολιτικού εχθρού. Στην πράξη βέβαια, όπως θα δούμε παρακάτω, οι δυο αυτές εκδοχές «εσωτερικού εχθρού» άλλοτε εναλλάσσονταν κι άλλοτε ενοποιούνταν από τα στερεότυπα της κυρίαρχης εθνικοφροσύνης σε ένα και το αυτό μόρφωμα.

Η πρώτη κατηγορία εγκαινιάζεται με το προεδρικό διάταγμα της 12ης Αυγούστου 1927, το οποίο προέβλεπε ότι «αλλογενείς Έλληνες υπήκοοι» οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τη χώρα «άνευ προθέσεως επανόδου», «αποβάλλουσι» αυτόματα την ελληνική ιθαγένεια -όπως και τα παιδιά τους, τα «αποδημούντα μετ’ αυτών»- μόλις η συνδρομή των παραπάνω προϋποθέσεων διαπιστωθεί «εξ οιουδήποτε σχετικού γεγονότος». Αρμόδιος να αποφανθεί για «την περί μη επανόδου πρόθεσιν και παν σχετικόν» ήταν αρχικά ο Υπουργός Εξωτερικών και στη συνέχεια αυτός των Εσωτερικών. Η σχετική υπουργική απόφαση θεωρούνταν απλή βεβαιωτική πράξη, διαπιστωτική μιας ήδη υφιστάμενης κατάστασης, η δε «πιστοποιούμενη» απώλεια της ιθαγένειας επερχόταν αναδρομικά από την ημέρα της αναχώρησης του «αλλογενούς».

Με τη θέσπιση του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας το 1955, η παραπάνω διάταξη θα αντικατασταθεί από το (τυπικά ηπιότερο) άρθρο 19 του ΚΕΙ. Με αυτό, η αυτόματη αναδρομική απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας, αφ’ ης στιγμής «διαπιστωθεί» η «πρόθεση μη επανόδου» του «αλλογενούς», μετατράπηκε σε δυνητική ‘ όσο για τα ανήλικα παιδιά του εν λόγω «αλλογενούς» που βρίσκονταν εκτός Ελλάδας, για να στερηθούν την ιθαγένειά τους θα έπρεπε να έχουν χάσει τη δίκιά τους είτε «αμφότεροι οι γονείς» τους είτε «ο επιζών τούτων»*. Παρά το ρατσιστικό χαρακτήρα (και την προφανή αντισυνταγματικότητα) του διαχωρισμού των Ελλήνων πολιτών σε «ομογενείς» και «αλλογενείς», η διάταξη αυτή διατηρήθηκε «προσωρινά» σε ισχύ για 24 ολόκληρα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, με βάση ειδική διάταξη του Συντάγματος του 1975, για να καταργηθεί το 1998 κάτω από την πίεση του Συμβουλίου της Ευρώπης, που απειλούσε να ασκήσει κατά της Ελλάδας δίωξη για ρατσισμό.

Η δεύτερη κατηγορία νομοθετικών διατάξεων εγκαινιάστηκε στη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας (Α.Ν. 2280/40) και της Κατοχής (Ν. 580/43), με αρχικό πεδίο εφαρμογής όσους είχαν πολιτογραφηθεί (όχι γεννηθεί) Έλληνες πολίτες -κατηγορία που, στη δεδομένη συγκυρία, περιλάμβανε σχεδόν το μισό πληθυσμό της χώρας- και οι οποίοι κρίνονταν ένοχοι λιποταξίας (ή, στην περίπτωση των Αρμενίων και Τσερκέζων προσφύγων, μη εκπλήρωσης των στρατιωτικών υποχρεώσεών τους), διάπραξης «πράξεων ασυμβιβάστων προς την ιδιότητα του Έλληνος πολίτου και αντιθέτων προς τα συμφέροντα της Ελλάδος, προς όφελος ξένου κράτους» αλλά και «πράξεων αντιβαινουσών εις την δημοσίαν τάξιν, την εσωτερικήν ή εξωτερικήν Ασφάλειαν του Κράτους και εις το κοινωνικόν καθεστώς» – αδικήματα στα οποία το 1943 προστέθηκε και αυτό της εθνικής «αναξιότητος». Προϊόν της δωσιλογικής κυβέρνησης Ράλλη, και ως εκ τούτου αυτοδίκαια άκυρη, η τελευταία αυτή διάταξη θα διατηρηθεί μεταπολεμικά σε ισχύ με ειδική απόφαση του Υπ. Συμβουλίου. Στην πράξη, οι παραπάνω νόμοι (οι μόνοι που μπορούσαν να εφαρμοστούν και εις βάρος πολιτών που δεν είχαν εγκαταλείψει τη χώρα) χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για την αφαίρεση της ιθαγένειας «αλλογενών» πολιτών που είχαν προηγουμένως αθωωθεί από τα Ειδικά Δικαστήρια Δωσίλογων.

Το καθοριστικό βήμα σ’ αυτό το πεδίο θα αποτελέσει, ωστόσο, το εμφυλιοπολεμικό ΛΖ’ Ψήφισμα της Βουλής το Δεκέμβριο του 1947. Οι διατάξεις του πρόβλεπαν την αφαίρεση της ιθαγένειας Ελλήνων πολιτών, «διαμενόντων προσωρινώς ή μονίμως εις το εξωτερικόν», οι οποίοι, «διαρκούσης της παρούσης ανταρσίας» (δηλ. του Εμφυλίου) «δρουν αποδεδειγμένως αντεθνικώς ή ενισχύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπον τον κατά του Κράτους διεξαγόμενον συμμοριακόν αγώνα». Η ευθύνη για τις σχετικές προτάσεις ανήκε σε μια τριμελή επιτροπή (με μέλη έναν ανώτερο δικαστικό, έναν διευθυντή του ΥΠ.ΕΞ. κι έναν αστυνομικό διευθυντή) ’ αρμόδιο να αποφανθεί ήταν το Συμβούλιο Ιθαγένειας του Υπ. Εσωτερικών, η απόφαση του οποίου ήταν δεσμευτική για τον υπουργό. Προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικράτειας κατά της απόφασης επιτρεπόταν, δεν είχε όμως ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Παρόλο που ο Εμφύλιος τέλειωσε ως γνωστόν το φθινόπωρο του 1949, το ΛΖ’ Ψήφισμα παρέμεινε σε εφαρμογή για άλλα 13 χρόνια -μέχρι τον Ιούλιο του 1962, οπότε το ΣΤΕ κήρυξε και επίσημα το νομικό τερματισμό της «ανταρσίας». Ακόμη και τότε, ωστόσο, το Ν.Δ. 4234/62 (με το οποίο καταργήθηκαν όσα νομοθετήματα του Εμφυλίου συνδέονταν ρητά με τη διάρκεια της «ανταρσίας») φρόντισε να υπαγάγει την περίπτωση των Ελλήνων πολιτών που «δρουν ή έδρασαν αντεθνικώς» στο εξωτερικό «προς εξυπηρέτησιν των διαλυθέντων ή διαλυθησομένων κομμάτων και οργανώσεων» της Αριστεράς στις διατάξεις του άρθρου 20 του ΚΕΙ. Το τελευταίο προέβλεπε (κι εξακολουθεί να προβλέπει) κυρίως την έκπτωση από την ελληνική ιθαγένεια κάθε πολίτη «παραμένοντος εν τη αλλοδαπή» ο οποίος «ενήργησε προς όφελος αλλοδαπής Πολιτείας πράξεις ασυμβιβάστους προς την ιδιότητα του Έλληνος και αντιθέτους προς τα συμφέροντα της Ελλάδος».

Το ζύγισμα της συνείδησης

Καθοριστικός μηχανισμός για την εξατομίκευση των υπό εκκαθάριση «εχθρών» υπήρξε, σε όλες τις περιπτώσεις, η αποτίμηση των «φρονημάτων» τους από τις υπηρεσίες ασφαλείας. Προφανές στην περίπτωση του εξοβελισμού των αμιγώς «πολιτικών» ή «κοινωνικών» αντιπάλων του καθεστώτος, αυτό το υπηρεσιακό ζύγισμα των συνειδήσεων επιστρατεύθηκε επίσης για το διαχωρισμό των προβάτων από τα ερίφια όσον αφορά τους δυνάμει «αλλογενείς» Έλληνες πολίτες.

Σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας, «ως αλλογενής νοείται ο καθ’ οιονδήποτε τρόπον αποκτήσας την ελληνικήν ιθαγένειαν, έλκων την καταγωγήν, απωτέραν ή ου, εκ προσώπων ανηκόντων εις διαφορετικήν εθνότητα», ο οποίος «δια των συναφών ενεργειών του και της εν γένει συμπεριφοράς του εξέφρασε αισθήματα μαρτυρούντα έλλειψιν ελληνικής εθνικής συνειδήσεως, εις τρόπον ώστε να μην δύναται να θεωρηθεί αφομοιωθείς εις την ελληνικήν εθνότητα, την οποίαν απαρτίζουν τα συνδεόμενα δια κοινών ιστορικών παραδόσεων, πόθων και ιδανικών πρόσωπα». Η «έλλειψις ελληνικής συνειδήσεως», λοιπόν, σε συνδυασμό με την καταγωγή -«απωτέραν ή ου»- είναι αυτή που θέτει τον α ή τον β Έλληνα πολίτη εκτός τους «γένους» των καθαρών Ελλήνων. Την ίδια «ιδεολογική» ερμηνεία του όρου υιοθετούν και μια σειρά νομοθετικά ή κανονιστικά κείμενα, με κυριότερες τις εγκυκλίους του Υπ. Εσωτερικών που ρύθμισαν τις πρακτικές εφαρμογές της διάκρισης μετά το 1955. Φυσικά, στη σχετική νομολογία συναντάμε και αποκλίνουσες ερμηνείες, άλλοτε βασισμένες στο «φυλετικό» αποκλειστικά κριτήριο κι άλλοτε σε αυτό της «εθνικής συνείδησης» και μόνο, ανεξαρτήτως «καταγωγής» -σε καμιά περίπτωση όμως δεν αποτελούν τον κανόνα.

Καθολικά αποδεκτή γίνεται ωστόσο μια άλλη διαχωριστική γραμμή, αυτή μεταξύ ορθοδόξων χριστιανών και αλλοθρήσκων. Αν οι δικαστές του Συμβουλίου της Επικράτειας αισθάνονται υποχρεωμένοι να τεκμηριώσουν λχ το χαρακτηρισμό κάποιου σλαβόφωνου μετανάστη ως «αλλογενούς» με ρητή αναφορά στην (υποτιθέμενη) συνεργασία του με την υπερπόντια «αυτονομιστική “σκοπιανή ’ κίνηση», οι μουσουλμάνοι ή εβραίοι Έλληνες πολίτες θεωρούνται πάντοτε εκ προοιμίου «αλλογενείς». Αποκαλυπτική μπορεί να θεωρηθεί εδώ η ακραία περίπτωση ενός Ελληνοεβραίου κατοίκου του Ισραήλ ο οποίος δεν πήρε την ισραηλινή υπηκοότητα, διατήρησε στενή επαφή με το εκεί ελληνικό προξενείο, συμμετείχε σε κάθε ελληνική εθνική γιορτή ή εκδήλωση, πρωταγωνίστησε στη συγκέντρωση βοήθειας προς τους σεισμοπαθείς του Ιονίου κι αρθρογραφούσε τακτικά σε ισραηλινές εφημερίδες υπέρ των ελληνικών θέσεων, αλλά παρόλα αυτά στερήθηκε την ιθαγένειά του ως «αλλογενής» με βάση το Π.Δ. του 1927 ’ όταν το Συμβούλιο Ιθαγένειας δικαίωσε σχετική εισήγηση του ελληνικού προξενείου Ιεροσολύμων κι ανακάλεσε τη σχετική υπουργική απόφαση, από τα παραπάνω δείγματα αφοσίωσης του συγκεκριμένου ατόμου στην Ελλάδα συνήγαγε όχι την ιδιότητα του «ομογενούς», αλλά την ενδεχόμενη πρόθεση παλινόστησής του στην Ελλάδα.

Ενδιαφέρουσα είναι επίσης η επισκόπηση των επιμέρους κριτηρίων, τα οποία οι κανονιστικές εγκύκλιοι του Υπ. Εσωτερικών απαριθμούν ενδεικτικά ως κατάλληλα για το διαχωρισμό μεταξύ «ομογενών» και «αλλογενών». «Η επί μακράν διακοπή πόσης επαφής με τας ελληνικός προξενικός αρχάς» και «η αποφυγή παρουσίας ή συμμετοχής εις εθνικός ή άλλας εορταστικάς εκδηλώσεις υπέρ της Ελλάδος ή γενικού ελληνικού ενδιαφέροντος θέματα» θεωρούνται δηλωτικά μη ελληνικού γένους ‘ αντίθετα, για την απόκτηση της ιδιότητας του ομογενούς καθοριστικές θεωρούνται η «συμμετοχή εις Ελληνοχριστιανικός Κοινότητας και Συλλόγους», η «δραστηριότης προς τόνωσιν του εθνικού φρονήματος», η «συμμετοχή εις εκδηλώσεις εθνικής σημασίας», ακόμη και η τακτική «παρακολούθησις θείων λειτουργιών» }

Η αυθαιρεσία

Το δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό της έμπρακτης εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων υπήρξε η γενικευμένη αυθαιρεσία -προϊόν, κατά κανόνα, της αδιαφάνειας και του κλίματος «εθνικής σκοπιμότητας» που περιέβαλε εξαρχής την όλη διαδικασία.

Καθοριστικής σημασίας αποδείχθηκε εδώ η αδυναμία άμυνας των θιγόμενων απέναντι στις κατηγορίες που τους βαρύνουν. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΣΤΕ κατά τη δεκαετία του ’40, η αφαίρεση της ιθαγένειας θεωρούνταν όχι ποινή αλλά διοικητικό μέτρο για τη λήψη του οποίου δεν απαιτούνταν ούτε τα ατράνταχτα αποδεικτικά στοιχεία τα αναγκαία για δικαστική καταδίκη ούτε καν η προηγούμενη ακρόαση του ίδιου του θιγόμενου. Κατά την πρόσφατη πάλι νομολογία του ίδιου δικαστηρίου, οι αρχές δεν έχουν υποχρέωση να ακούσουν την άποψη του θιγόμενου αν ο τελευταίος θεωρηθεί «αγνώστου διαμονής»21 ’ η δικαιολογία αυτή επιστρατεύθηκε συστηματικά στο πρόσφατο παρελθόν, χωρίς να χρησιμοποιηθούν οι διαδικασίες κλήτευσης που προβλέπονται από την ελληνική έννομη τάξη σε τέτοιες περιπτώσεις. Τέλος, αν ο θιγόμενος προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικράτειας, ζητώντας την ακύρωση της σχετικής υπουργικής απόφασης, ο δικηγόρος του είναι πολύ πιθανό να μην έχει πρόσβαση στα στοιχεία της δικογραφίας που συνήθως χαρακτηρίζονται «άκρως απόρρητα» .

Μια από τις πιο οφθαλμοφανείς αυθαιρεσίες, που δεν περιορίστηκε βέβαια στο ζήτημα των ιθαγενειών, ήταν η πλασματική «παράταση» του Εμφυλίου ως το 1962, έτσι ώστε να δικαιολογείται η συνεχιζόμενη προσφυγή στα έκτακτα μέτρα που αποφασίστηκαν κατά τη διάρκειά του. Στην περίπτωση του ΛΖ’ Ψηφίσματος, ωστόσο, αυτή η αυθαιρεσία επεκτάθηκε σε όλη την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων: μολονότι ρητός στόχος του ψηφίσματος ήταν η αποβολή από τον εθνικό κορμό ενός «ελάχιστου αριθμού επωνύμων προσώπων» χωρίς ουδόλως να θιγεί «ο κονιορτός των ανωνύμων ανθρώπων» της ομογένειας που διάκεινταν φιλικά προς την Αριστερά, τελικά το μέτρο εφαρμόστηκε συλλογικά για δεκάδες ή εκατοντάδες κάθε φορά πολιτικούς πρόσφυγες και μετανάστες, οι οποίοι θεωρήθηκαν -με βάση μια τυποποιημένη αιτιολογία- σαν «αποδεδειγμένως δρώντες αντεθνικώς εν τω εξωτερικώ και ενισχύοντες τον κατά του Κράτους διεξαγόμενον συμμοριακόν αγώνα». Καθόλου σπάνια, οι σχετικές λίστες περιλάμβαναν έτσι νεογέννητα βρέφη «αντεθνικώς δρώντα και ενισχύοντα τον συμμοριακόν αγώνα» ή ανθρώπους που υποτίθεται ότι δρούσαν «αποδεδειγμενως εν τω εξωτερικώ», ενώ είχαν σκοτωθεί στη διάρκεια του Εμφυλίου, πολύ πριν προλάβουν να διασχίσουν τα σύνορα. Με αποτέλεσμα, όπως επιγραμματικά επισήμανε ο Φαίδων Βεγλερής, «όλα τα διατάγματα αφαιρέσεως ιθαγένειας με βάση το ΛΖ’ Ψήφισμα [να] βρίσκονται σε αντίθεση με τους όρους» που έθετε αυτό το ίδιο το «έκτακτο» νομοθετικό κείμενο.

Διαφορετικής τάξης προβλήματα συναντάμε στην περίπτωση των «αλλογενών». Όταν οι αναχωρούντες δεν είχαν πραγματικά πρόθεση να επιστρέφουν, μια συνήθης πρακτική των αρμόδιων υπηρεσιών ήταν να τους αποσπούν σχετικές γραπτές δηλώσεις. Το μέτρο αυτό εφαρμόστηκε κατά το συλλογικό εκπατρισμό μειονοτικών ομάδων, τα μέλη των οποίων έφευγαν για να εποικίσουν τη χώρα που αποτελούσε το «εθνικό τους κέντρο» -όπως οι Βλάχοι που επρόκειτο να εγκατασταθούν στη Δοβρουτσά με βάση την ελληνορουμανική συμφωνία του 1926, ή οι Αρμένιοι και Εβραίοι φαντάροι του κυβερνητικού στρατού στους οποίους δόθηκε η ευκαιρία να ξεφύγουν από τα δεινά του Εμφυλίου μεταναστεύοντας οικογενειακά στην ΕΣΣΔ και το Ισραήλ αντίστοιχα. Μολονότι κι αυτές οι επιλογές δεν ήταν πάντοτε απαλλαγμένες από το στοιχείο του καταναγκασμού (τυπικό δείγμα οι εβραίοι πολιτικοί κρατούμενοι που απελευθερώθηκαν το 1951-53 με την υπογραφή τέτοιας δήλωσης κι αμέσως απελάθηκαν στο Ισραήλ), τουλάχιστον εδώ υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία μιας κάποιας συναίνεσης του ενδιαφερομένου, ανεξάρτητα από τις συνθήκες που επέτρεψαν την απόσπασή της.

Λιγότερο σαφή υπήρξαν τα πράγματα στην περίπτωση άλλων «αλλογενών». Στη Θράκη, λχ, ως βάση για την ενεργοποίηση του άρθρου 19 χρησιμοποιούνταν μέχρι τα μέσα τουλάχιστον της δεκαετίας του ’80 ένα τυποποιημένο «πιστοποιητικόν αναχωρήσεως αλλογενούς εξ Ελλάδος άνευ προθέσεως επανόδου». Τα εν λόγω έγγραφα εκδίδονταν σε τυποποιημένα έντυπα ύστερα από αίτηση της Χωροφυλακής, υπογράφονταν από τον κοινοτάρχη ή τον ιμάμη και βεβαίωναν ότι ο περί ου «είναι Τούρκος το γένος και αναχώρησε δια Τουρκίαν άνευ προθέσεως επανόδου, καθόσον εξεποίησε την ακίνητον περιουσίαν του και ουδέν κατέλιπε εν Ελλάδι» ‘ κάποιες τουλάχιστον φορές, η τυποποιημένη αυτή «τεκμηρίωση» έχει διαγράφει από τους συντάκτες των πιστοποιητικών με μαρκαδόρο.

Στην πράξη, όπως πληροφορούμαστε από μια έκθεση του Έλληνα πρεσβευτή στην Άγκυρα (και σημερινού διοικητή της ΕΥΠ) που διέρρευσε στον Τύπο, ένα 40% των 50.000 περίπου ιθαγενειών που αφαιρέθηκαν από μουσουλμάνους της Θράκης βάσει του άρθρου 19 αφαιρέθηκε χωρίς τη θέλησή τους. Η σχετική αρθρογραφία των ΜΜΕ έχει καταγράψει περιπτώσεις μουσουλμάνων της Θράκης που στερήθηκαν την ιθαγένειά τους (ως «αποδημήσαντες άνευ προθέσεως επανόδου») ενώ φύλαγαν τις οικονομίες τους σε ελληνικές τράπεζες, ήταν ασφαλισμένοι στην Ελλάδα, είχαν υποβάλει αίτηση για άδεια εργασίας στην Κομοτηνή ή μόλις είχαν αγοράσει σπίτι στο χωριό τους ’ σε πιο ακραίες περιπτώσεις, η «αποδημία» τους έφτανε μέχρι τα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά, χωρίς να έχουν καν περάσει τα σύνορα της χώρας, ή μέχρι τη μονάδα όπου υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία την ημέρα που έπαψαν να είναι Έλληνες πολίτες. Την πιο εύγλωττη διάψευση της αναλήθειας των υπηρεσιακών «διαπιστώσεων» συνιστά, τέλος, η ύπαρξη ενός αριθμού «ανιθαγενών» πρώην Ελλήνων πολιτών που εξακολουθούν να ζουν στη Θράκη, για τους οποίους θα μας μιλήσει αναλυτικά στη συνέχεια ο κ. Μουσταφά.

Ακόμη πιο σκοτεινά είναι τα πράγματα στην περίπτωση της αφαίρεσης ιθαγενειών για «αντεθνική συμπεριφορά». Σύμφωνα με κανονιστικό διάταγμα της κυβέρνησης Τσολάκογλου, που διατηρήθηκε σε ισχύ μεταπολεμικά, ως αποδεικτικά στοιχεία μπορούν εδώ να χρησιμοποιηθούν όχι μόνο δικαστικές αποφάσεις αλλά και κάθε είδους υπηρεσιακά έγγραφα ή «μαρτυρικοί καταθέσεις», ακόμη και «πληροφορίαι παρεχόμενοι υπό παντός προσώπου, κρινόμεναι βάσιμοι». Με δεδομένη την αδιαφάνεια της όλης διαδικασίας και την αδυναμία των ενδιαφερομένων να πληροφορηθούν και να αντικρούσουν όσα τους βαρύνουν, οι αναπόφευκτες παρενέργειες του όλου συστήματος είναι κάτι παραπάνω από προφανείς.

Τις διαπιστώνουμε ήδη από την πρώτη «μαύρη λίστα» που κατάρτισαν το 1930 οι αρμόδιες υπηρεσίες των Υπουργείων Εξωτερικών κι Εσωτερικών, με τα ονόματα 924 Σλαβομακεδόνων που επρόκειτο να χάσουν την ιθαγένειά τους σαν «μεταναστεύσαντες άνευ προθέσεως επανόδου» -από τους οποίους, όμως, τουλάχιστον 150 είχαν ήδη επιστρέψει στην Ελλάδα! Μέσα από τις διαδοχικές αναθεωρήσεις αυτής της «λίστας» κατά τα επόμενα χρόνια, τις οποίες μπορούμε να παρακολουθήσουμε χάρη στη διασταύρωση εγγράφων από διάφορα δημόσια και ιδιωτικά αρχεία της εποχής που έχουν ανοίξει τα τελευταία χρόνια στην ιστορική έρευνα, προβάλλει η εικόνα της πιο απόλυτης αυθαιρεσίας: μεταξύ των προγραμμένων συγκαταλέγονται πρόσωπα «μη εγγεγραμμένα εν τοις μητρώοις και άγνωστα εν τω τόπω εξ ου κατάγονται», άλλα πάλι «βαρυνόμενα με πληροφορίας τινάς» που εκ των υστέρων κρίθηκαν «ανεπαρκείς», ακόμη και άτομα τα οποία ταξινομήθηκαν ως μονίμως «ύποπτα μόνον διότι ήσαν εγγεγραμμένα εις τον κατάλογον», χωρίς κανείς να μπορεί να εξηγήσει πώς βρέθηκαν εκεί. Δεν λείπουν τέλος οι κατηγορίες ότι το περιεχόμενο της «λίστας» υπήρξε συχνά προϊόν εκβιασμών από ανώνυμους ή επώνυμους εθνικόφρονες «εκμεταλλευτάς» με τις σωστές προσβάσεις στο μηχανισμό κατάρτισής της.

Ανάλογα ιδιοτελή συμφέροντα έχουν καταγγελθεί επίσης, και μάλιστα από κατεξοχήν υπεύθυνα χείλη, ως η πραγματική αιτία μεταγενέστερων αφαιρέσεων ιθαγενειών, με βάση είτε το ΛΖ’ Ψήφισμα είτε το άρθρο 19. Εντυπωσιακές είναι τέλος οι αποκαλύψεις των εγγράφων που περιέχονται στο πρόσφατο βιβλίο του στρατηγού Γρυλλάκη, απ’ όπου προκύπτει ότι τόσο η απειλή έκδοσης «ερυθρού δελτίου» όσο και η υπόσχεση επαναπατρισμού, χρησιμοποιούνται αφειδώς ως μέσα εκβιασμού για τον εξαναγκασμό σλαβόφωνων υπερατλαντικών μεταναστών από τους οποίους έχει αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια να μετατραπούν σε πληροφοριοδότες των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών.

Ουσιαστικά, βρισκόμαστε μπροστά στο κουρέλιασμα κάθε έννοιας κράτους δικαίου, με πρωταγωνιστή το πλέγμα εκείνο των μυστικών υπηρεσιών, μια πτυχή της ευαγούς δραστηριότητας των οποίων παρελαύνει τούτες τις μέρες στα πρωτοσέλιδα και τις οθόνες των ΜΜΕ (χωρίς, φυσικά, όλη αυτή η σκανδαλολογία να οδηγεί και στη διατύπωση των απαραίτητων συμπερασμάτων ή σε κάποιο συνεκτικό αίτημα εκδημοκρατισμού).

Οι επιβιώσεις

Θα κλείσω την παρούσα εισήγηση με μια σύντομη αναφορά σε όσα από τα στοιχεία της παραπάνω πρακτικής εξακολουθούν να επιβιώνουν στις μέρες μας, σε πείσμα των τριών δεκαετιών της κοινοβουλευτικής μας Δημοκρατίας και των αυξανόμενων ευαισθησιών που παρατηρούνται την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία για την προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων.

Πρώτα και κύρια, παρά την πανθομολογούμενη αντισυνταγματικότητά του, το άρθρο 20§1.γ’ του ΚΕΙ εξακολούθησε να εφαρμόζεται ‘ διατηρήθηκε μάλιστα αυτούσιο στο νέο Κώδικα Ιθαγένειας του 2004. Καθοριστική επ’ αυτού αποδείχθηκε μια απόφαση του ΣΤΕ, εν έτει 1989, σύμφωνα με την οποία η αφαίρεση ιθαγένειας για πράξεις που θεωρούνται (από τους αρμόδιους μηχανισμούς) «ασυμβίβαστες προς την ιδιότητα του Έλληνος και αντίθετες προς τα συμφέροντα της Ελλάδος», «κινείται μέσα στα συνταγματικά πλαίσια», παρά τη σαφώς στενότερη πρόβλεψη του άρθρου 4§3 του Συντάγματος, το οποίο ως προϋπόθεση για τη στέρηση της ιθαγένειας ορίζει την «ανάληψη υπηρεσίας σε ξένη χώρα αντίθετης με τα εθνικά συμφέροντα».

Η δεύτερη επιβίωση αφορά όχι τις πρακτικές καθαυτές αλλά τα αποτελέσματά τους. Η κατάργηση του άρθρου 19, τον Ιούνιο του 1998, έγινε «εφεξής» -χωρίς να θίγεται το κύρος των 60.044 αφαιρέσεων ιθαγένειας που πραγματοποιήθηκαν βάσει της καταργούμενης ρατσιστικής διάταξης. Εξίσου σημαντική μπορεί να θεωρηθεί η μη ενεργοποίηση της (λίγο πολύ άγνωστης) συνταγματικής πρόβλεψης για δικαστική επανεξέταση όλων των στερήσεων ιθαγένειας που έγιναν πριν από το 1975. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσαν οι αφαιρέσεις ιθαγενειών από τη χούντα με βάση το άρθρο 20 του ΚΕΙ, που επανεξετάστηκαν βάσει ειδικού νομοθετικού διατάγματος της Μεταπολίτευσης. Οι αφαιρέσεις ιθαγενειών επί χούντας με βάση το άρθρο 19, αντίθετα, εξακολουθούν να θεωρούνται έγκυρες.

Η σημαντικότερη μεταπολιτευτική «τομή στη συνέχεια» των αφαιρέσεων ιθαγένειας υπήρξε, ωστόσο, η θέσπιση μιας νέας ρατσιστικής διάκρισης. Ο λόγος για τη ρήτρα περί «Ελλήνων το γένος» (και μη) που περιέχεται στην υπουργική απόφαση 106841 του 1982 τη σχετική με τον επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων του Εμφυλίου. Εκτός από έμμεση αναγνώριση της ύπαρξης Σλαβομακεδονικής μειονότητας στη Β. Ελλάδα (και μάλιστα με το χειρότερο δυνατό τρόπο: με μια διαδικασία αποκλεισμού), εφόσον μεγάλο μέρος από αυτούς τους «μη Έλληνες το γένος» έχει στενούς συγγενείς -ακόμη και πρώτου βαθμού- Έλληνες πολίτες που εξακολουθούν να ζουν σε αυτό που ο Κωστής Στεφανόπουλος αποκάλεσε το 1980 «περιοχές με ευαίσθητες πληθυσμιακές συνθέσεις, όπου υπάρχουν άνθρωποι με μειωμένη εθνική συνείδηση», η συγκεκριμένη ρύθμιση λειτούργησε ταυτόχρονα ως η σωσίβια λέμβος για τον σκληρό πυρήνα των μηχανισμών και της ιδεολογίας της μετεμφυλιακής εθνικοφροσύνης. Σε εποχές γενικευμένης «εθνικής συμφιλίωσης», όχι μόνο ένα τμήμα των «εαμοβούλγαρων συμμοριτών» εξακολούθησε να είναι υπόλογο στις υπηρεσίες που ήταν ανέκαθεν επιφορτισμένες με το ζύγισμα της συνείδησής του, αλλά και διατηρήθηκαν σε μεγάλο βαθμό ατόφια και τα σχετικά εμφυλιοπολεμικά ιδεολογήματα, όπως είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε όταν, το καλοκαίρι του 2003, η τότε πολιτική ηγεσία του ΥΠ.ΕΞ. τόλμησε να υποσχεθεί το κλείσιμο αυτής της τελευταίας πληγής του Εμφυλίου.

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com