Loading...

Κατηγορίες

Τρίτη 24 Αύγ 2021
Uri Gordon: Αναρχισμός και Εθνικισμός. Η Επικουρικότητα της Αποδόμησης
Κλίκ για μεγέθυνση






Απόσπασμα από τον τόμο Brill’s Companion to Anarchism and Philosophy (Brill, 2017). Ο Uri Gordon είναι αναρχικός ακτιβιστής, πολιτικός επιστήμονας, δημοσιογράφος και συγγραφέας.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας





Οι αναρχικοί είναι εναντίον του εθνικισμού· όλοι το ξέρουν αυτό. Αντί του της αλληλεγγύης πέρα από τα σύνορα και του αντιεραρχικού ανταγωνισμού εντός τους, ο εθνικισμός περιλαμβάνει αφοσίωση στο κράτος με τις ένοπλες δυνάμεις και δημόσια σύμβολα του, ενθαρρύνει τους καταπιεσμένος να ταυτίζονται με τους συμπατριώτες καταπιεστές τους, μετατρέπει σε αποδιοπομπαίους τράγους μειονότητες, και θέτει τους εργάτες διαφορετικών χωρών τον ένα απέναντι στον άλλο μέσω οικονομικού ανταγωνισμού ή ανοιχτής ένοπλης σύγκρουσης. Η αντίθεση στον εθνικισμό είναι σχεδόν καθιερωμένο σημείο εκκίνησης για την αναρχική πολιτική, που αντικατοπτρίζεται σε αντιμιλιταριστικές δράσεις, τον αντιφασισμό και στην αλληλεγγύη με τους μετανάστες, για κατονομάσω μερικά. Επιπλέον, αν αναρχισμός «σημαίνει μια κοινωνική τάξη βασισμένη στον ελεύθερο συνεταιρισμό ατόμων», τότε οι αναρχικοί μπορούν μόνο να απορρίψουν την πρόταση πως τα άτομα οφείλουν την αφοσίωση τους σε μια προϋπάρχουσα συλλογικότητα εκατομμυρίων αγνώστων στην οποία δεν επέλεξαν ποτέ να γεννηθούν. Οι αναρχικοί εργάζονται προς μια κοινωνία θα φέρει το τέλος των εθνών και του εθνικισμού, μαζί με τις κοινωνικές τάξεις και κάθε μορφή κυριαρχίας.

Αυτά με την προπαγανδιστική γραμμή. Το κείμενο αυτό ωστόσο, επιδιώκει να αναλύσει κάποια φιλοσοφικά ερωτήματα που προκύπτουν, όχι από την αναρχική αντίθεση στον εθνικό σοβινισμό, αλλά από την ενασχόληση με την φυλή και την εθνοπολιτισμική ταυτότητα γενικότερα. Αντίθετα από την αναρχική έννοια του έθνους ως κρατικού κατασκευάσματος, η ιδέα μιας ομαδικής ταυτότητας επιβιώνει της κριτικής του εθνικισμού. Η ιδέα αυτή όμως φανερώνει πολύ έντονα την αντίθεση μεταξύ της αποδομιστικής τάσης της αναρχικής σκέψης  και τις απαιτήσεις της αποαποικιοποιητικής αλληλεγγύης μέσα στο αναρχικό κίνημα. Από την μια, ενώ κάποιοι αναρχικοί έχουν υιοθετήσει μια νατουραλιστική αντίληψη των «λαών» ως συστατικά της ανθρώπινης φυλής, άλλοι έχουν επιλέξει ανοιχτά να βρουν λύση σχετικά με την εθνοπολιτισμική ταυτότητα – είτε υποβαθμίζοντας την για χάρη της τάξης ή, κάτι που έχει περισσότερο ενδιαφέρον, μέσα από την αποδόμηση ισχυρισμών εθνικής και γλωσσικής συνέχειας και συγγένειας. Η τάση προς την αποδόμηση της εθνοπολιτισμικής ένταξης σε ένα λαό, πέρα από τις μεταδομιστικές της πλευρές, παραμένει χρήσιμη στην κριτική των εθνο-εθνικιστικών κρατικών ιδεολογικών και στην σύγκρουση με την ακροδεξιά.

Από την μια, η εθνοπολιτισμική ταυτότητα είναι κεντρική στα κινήματα στα οποία οι αναρχικοί συμμετέχουν ή είναι σύμμαχοι, από την χειραφέτηση των αυτοχθόνων και των μαύρων στην Βόρεια Αμερική ως τα κινήματα εθνικής απελευθέρωσης στην Τσιάπας, την Παλαιστίνη και τη Ροζάβα. Στο πλαίσιο αυτό, η αποδομιστική τάση δεν ρισκάρει να επιτεθεί στις ίδιες τις ιδιοτυπίες που δικαιούνται την αναρχική αλληλεγγύη; Είναι οι εκκλήσεις στην εθνοπολιτισμική ταυτότητα υποκείμενο αποδομιστικής κριτικής επιλεκτικά, σε μια διάκριση με βάση εχθρό ή φίλο; Ή είναι μια αναπόφευκτη απόκλιση θεωρίας και πρακτικής  που μπορεί να προσεγγιστεί ως καταγραφή των κοινωνικών αντινομιών που βρίσκονται από κάτω της, και να λυθεί μέσα από την τελική τους μεταμόρφωση; Το βασικό μου επιχείρημα εδώ είναι πως η αποδομιστική προσέγγιση προς την εθνοπολιτισμική (και έμφυλη, και άλλη) ταυτότητα είναι πολύτιμη και πρέπει να διατηρηθεί· παρόλα αυτά όμως, μια αρχή επικουρικότητας πρέπει να ισχύει στην εφαρμογή της. Αυτό δημιουργεί ένα ηθικό φίλτρο το οποίο λαμβάνει υπόψιν προσωπικά διακυβεύματα και ασυμμετρίες εξουσίας υπόψιν στην πρακτική εφαρμογή της αναρχικής φιλοσοφίας. Πλαισιώνοντας την συζήτηση με αυτούς τους όρους, χρησιμοποιών το φακό του εθνικισμού για να μελετήσω θεωρητικούς και πολιτικούς στόχους και για να προτείνω μια νέα αφετηρία για αναλύσεις αποαποικιοποιητικής αλληλεγγύης.

Ξεκινώ με μια σύντομη υπενθύμιση της υπερεθνικής σύνθεσης του αναρχικού κινήματος, και των διαφορετικών απαντήσεων του σε κινήματα εθνικής απελευθέρωσης, ως πλαίσια συζήτησης. Έπειτα, ξεκινώντας με την παραδοσιακή αναρχική κριτική του έθνους ως κρατικού κατασκευάσματος (αντίθετα από την ιδέα των λαών), δείχνω τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις  στο ρόλο της εθνικότητας στην συλλογική δράση. Αυτές είναι η νατουραλιστική προσέγγιση (που βλέπει τους ξεχωριστούς λαούς ως κομμάτι της ανθρώπινης οικογένειας)· μιας ταξικοκεντρικής προσέγγισης (που απορρίπτει την εθνοπολιτισμική προσέγγιση) και την πολιτισμική προσέγγιση. Η τελευταία, που εκφράστηκε πληρέστερα από του Rudolf Rocker, βαθαίνει την επίθεση στον εθνικισμό με το να επιτίθεται συστηματικά στην σταθερότητα και στη σημασία της συγγένειας και της γλώσσας, ως βάσεις για την εθνότητα που ο εθνικισμός διεκδικεί ως δικά του. Εξετάζοντας την αποαποικιοποιητική κριτική της οικουμενικότητας όπως εφαρμόζεται από τις δύο πρώτες προσεγγίσεις, δείχνω πως η αντι-θεσμική τάση της τελευταίας μπορεί επίσης να έρθει σε σύγκρουση με τις ιδιαιτερότητες που συμμαχούν με τον αναρχισμό στους αντιαποικιοκρατικούς αγώνες. Αν η αναρχική ηθική της αναγνώρισης εμπεριέχει ξεκάθαρα την αποδοχή την ίδια την έκφραση του καταπιεσμένου λαού – και ανθρώπων – των ταυτοτήτων και των στόχων τους, τότε η αποδόμηση μπορεί να καταστρέψει την ισορροπία μεταξύ εννοιολογικής συνέχειας και πολιτικής αλληλεγγύης. Ως λύση, προτείνω, μια ηθική αποδόμησης που βασίζεται στην αρχή της επικουρικότητας και με προσοχή στην θεσιακότητα. Ολοκληρώνω με ένα σχόλιο στην αποαποικιοποίηση της βιοπεριφερειακότητας.

Έθνος, Λαός, Τάξη και Κουλτούρα

Η αναρχική ενασχόληση με τον εθνικισμό επηρεάστηκε από την ίδια την υπερεθνική σύσταση του κινήματος και το κοσμοπολίτικό ήθος του. Ο αναρχισμός αναπτύχθηκε από την αρχή πέρα από σύνορα, χαρακτηρίστηκε από «υπερεθνικούς δεσμούς και σε πολλαπλών διευθύνσεων ροών… ιδεών, ανθρώπων, χρημάτων και οργανωτικών δομών… συχνά χτισμένα σε μεταναστευτικές διασπορές και… ενισχυμένες από το τύπο του κινήματος  και τα ταξίδια σημαντικών ακτιβιστών». Η τοπική ευρωκεντρική άποψη δεν ισχύει, αναρχικοί ήταν ενεργοί στην Αργεντινή, την Κούβα και την Αίγυπτο ήδη από την δεκαετία του 1870, ενώ κατά τις πρώτες δύο δεκαετίες του 20ου αιώνα παρατηρήθηκε η εμφάνιση πρωτοποριακών αναρχικών κινημάτων από τις Φιλιππίνες, το Περού και την Ιαπωνία ως τη Νότια Αφρική, τη Χιλή και τη Τουρκία. Στη Βρετανία και στη Βόρεια και Νότια Αμερική, η εισροή Εβραίων, Ιταλών και Ιρλανδών μεταναστών δημιούργησε πολυπολιτισμικές εργατικές κοινότητες στις οποίες επικράτησε μια ριζοσπαστική κοσμοπολίτική οπτική, αγκαλιάζοντας την διαφορετικότητα και την αλληλεγγύη πέρα από εθνικές και πολιτισμικές γραμμές. Αυτές οι υπερεθνικές συναντήσεις συνεχίζουν να κινητοποιούν το αναρχικό κίνημα σήμερα.

Οι αναρχικοί επίσης υπήρξαν πρώιμοι και σταθεροί αντίπαλοι του ρατσισμού και της δουλείας. Ο Joseph Déjacque, ένας πρώιμος Γάλλος αναρχικός με δράση στην Νέα Ορλεάνη κατά το 1850, προσέβλεπε σε μια επαναστατική συμμαχία μεταξύ των μαύρων σκλάβων και των λευκών προλετάριων, και συνέκρινε θετικά τον John Brown με το Σπάρτακο. Περίμενε πως η «τερατώδης Αμερικάνικη Ένωση, το λείψανο Δημοκρατίας, θα εξαφανιστεί» στο κατακλυσμό της επανάστασης, δημιουργώντας μια «Κοινωνική Δημοκρατία» μέσα στην οποία «Μαύροι και λευκοί, μιγάδες και ερυθρόδερμοι θα ζούσαν μαζί… και θα δημιουργούσαν μια μοναδική φυλή. Οι φονιάδες των νέγρων και των προλετάριων, τα αμφίβια του φιλελευθερισμού και τα σαρκοβόρα του προνομίου θα αποτραβηχτούν σαν του κάιμαν… στις πιο απομακρυσμένες άκρες των ελών». Αργότερα, στο αποκορύφωμα των λιντσαρισμάτων στον αμερικάνικο νότο, ο αναρχικός James F. Morton έγραψε ένα εκτεταμένο φυλλάδιο εναντίον του ρατσισμού και την χρήση του για την απανθρωποποίηση και την δικαιολόγηση φρικαλεότητες. «Η τυφλή ηλιθιότητα της φυλετικής προκατάληψης είναι απλά ασύλληπτη», έγραφε, «λειτουργεί με παρανοϊκή αδιαφορία για κάθε λογική σκέψη, και όταν αμφισβητείται δεν μπορεί να εκφέρει μια συνεκτική δικαιολογία του εαυτού της… κλείνει τα αυτιά της με τυφλή οργή».

Ο Jean Grave ως μέρος της κριτικής του πάνω στον εθνικισμό και το μιλιταρισμό, επιτέθηκε και στο παραλογισμό της φυλετικής και της πολιτισμικής ανωτερότητας, και στο μοχθηρό ρόλο τους στο να κάνουν τους εργάτες να δικαιολογούν την ίδια τους την εκμετάλλευση. Στο Moribund Society and Anarchy (1899) καταδίκασε με ένταση την αποικιοκρατία ως ξεκάθαρη ληστεία και φόνο, χλεύασε τους ισχυρισμούς της ως δύναμη «εκπολιτισμού», και υποστήριξε τις επαναστάσεις των εποικισμένων λαών. Σε ένα κεφάλαιο με τίτλο «Δεν Υπάρχουν Κατώτερες Φυλές», καταρρίπτει μια σειρά από τότε κοινά επιχειρήματα σχετικά με την κατωτερότητα των μη Ευρωπαίων και κάνει παραλληλισμό μεταξύ του ρατσισμού και του ιδιοτελή αστικού χαρακτηρισμού των φτωχών ως έμφυτα κατώτερων.

Ένα ακόμη σημαντικό πλαίσιο για την αναρχική απάντηση στον εθνικισμό ήταν η εμπλοκή με τα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα. Από την μια, οι Proudhon και Bakunin και οι δυο ήταν αντίθετοι με την πολωνική εξέγερση, που παρά την διαφορετική τους προσέγγιση και οι δύο είδαν ως μια προσπάθεια κατευθυνόμενη από την ελίτ που παράκαμπτε το κοινωνικό ζήτημα και ενθάρρυνε τον γαλλικό ή τον πρωσικό επεκτατισμό. Άλλοι, ωστόσο, πρόσφεραν στήριξη στους απελευθερωτικούς αγώνες λαών υπό ξένη κυριαρχία, μέσα στο πλαίσιο ενός επαναστατικού εγχειρήματος για την κατάργηση της κυριαρχίας και των θεσμών που την διατηρούσαν. Ο Landauer υποστήριξε τους πολέμους «επαναστατημένων λαών» εναντίον της ξένης καταπίεσης, καθώς χτίζουν «αλληλεγγύη μεταξύ όλων των λαών σε αγώνες εναντίον του πολέμου και του κράτους». Νωρίτερα ο Kropotkin υποστήριξε πως η απομάκρυνση της ξένης κυριαρχίας ήταν προϋπόθεση για την κοινωνική επανάσταση, και υποστήριξε  την εθνική απελευθέρωση «των Αρμενίων στην Τουρκία, των Φινλανδών και των Πολωνών στην Ρωσία» όπως και «των μαύρων στην Αμερική», των οποίων την κατάσταση θεωρούσε αντίστοιχη με εκείνη της ξένης κατοχής. Για τον Kropotkin, ο γνήσιος διεθνισμός έπρεπε να είναι αντίθετος με τον ιμπεριαλισμό και να «διακηρύξει την πλήρη ελευθερία κάθε έθνους ανεξάρτητα πόσο μικρό είναι, και το απόλυτο δικαίωμα του να αναπτυχθεί σύμφωνα με το τρόπο που επιθυμεί», ενώ οι αναρχικοί που υποστηρίζουν τους αγώνες για την εθνική απελευθέρωση πρέπει να στοχεύουν να «μεγεθύνουν το νόημα της εξέγερσης τους, να υψώσουν ανάμεσα τους μια σημαία που αντιπροσωπεύει μια ανώτερη ιδέα».

Στον ύστερο 20ο αιώνα, οι αναρχικοί αποστασιοποιήθηκαν από την συχνά άκριτη μαρξιστική προώθηση της συγκεντρωτικών κρατών στις πρώην αποικίες σε Αφρική και Ασία. Στο πλαίσιο της Αλεγερίας, «οι Γάλλοι αναρχικοί όπως ο Camus, ο Joyeux, ο Guerin, και εκείνοι στο Noir et Rouge, επέκριναν ανοιχτά τις πράξεις και τους προσανατολισμούς του FLN ενώ ταυτόχρονα στήριζαν την αρχή της κατάργησης της αποικιοκρατικής κυριαρχίας και την αυτοδιάθεση των Αλγερινών. Πιο πρόσφατα, ο Hakim Bey έστρεψε την προσοχή σε νέα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα που είναι «και μη ηγεμονικά και αντικαπιταλιστικά» περιλαμβανομένων των Κούρδων, των Σαχραβί, των Χαβανέζων και των Πορτορικανών, εκείνων που επιδιώκουν «μέγιστη αυτονομία για τα Αυτόχθονα αμερικάνικα ‘έθνη’», των Μεξικανών Ζαπατίστας, και «τουλάχιστον θεωρητικά του βιοπεριφερειακού κινήματος στις ΗΠΑ».

Σε όλες αυτές τις απαντήσεις στον εθνικισμό, έχει κυριαρχήσει μια διάκριση μεταξύ του «έθνους» που είναι αντιληπτή ως μια τεχνητή οντότητα κατασκευασμένη από το κράτος, και όρους όπως «εθνικότητες», «λαοί», «άνθρωποι» και «φυλές», οι οποίοι ήταν είτε δομημένοι ως πραγματικές οντότητες ή οι ίδιες ήταν αντικείμενο αποσταθεροποιητικής κριτικής. Ο εθνικισμός, στο πλαίσιο αυτό, ορίζεται και απορρίπτεται ως μια ιδεολογία αφοσίωσης σε ένα υπάρχον έθνος κράτος. Το κεντρικό επιχείρημα του Rudolf Rocker στο Εθνικισμός και Πολιτισμός ήταν πως ο εθνικισμός είχε αντικαταστήσει την θρησκεία  στην σύγχρονη εποχή ως το βασικό ιδεολογικό εργαλείο νομιμοποίησης των κυρίαρχων τάξεων. Το έθνος «δεν είναι η αιτία, αλλά το αποτέλεσμα του κράτους. Είναι το κράτος που δημιουργεί το έθνος» το οποίο είναι «το τεχνητό αποτέλεσμα του αγώνα για πολιτική εξουσία, καθώς ο εθνικισμός ποτέ δεν υπήρξε τίποτα άλλο παρά η πολιτική θρησκεία του σύγχρονου κράτους». Όσο για την εθνοπολιτισμική ταυτότητα και την ύπαρξη λαού, μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ τριών προσεγγίσεων. Θα τις ονομάσω νατουραλιστική, ταξική και πολιτισμική προσέγγιση.

Η νατουραλιστική προσέγγιση βλέπει τους λαούς ως πραγματικές οντότητες ριζωμένες σε κοινές γεωγραφικές, πολιτισμικές, γλωσσολογικές και/ή προγονικά χαρακτηριστικά. Για τον Bakunin, η πατρίδα (patria) αποτελούσε ένα «τρόπο ζωής και αίσθησης» ο οποίος είναι «πάντα το αναμφισβήτητο αποτέλεσμα μιας μακράς ιστορικής εξέλιξης». Η αγάπη για την πατρίδα μεταξύ των «πραγματικών ανθρώπων… είσαι φυσική, πραγματική αγάπη» ενώ «ο πολιτικός πατριωτισμός, ή η αγάπη για το Κράτος, δεν αποτελεί ειλικρινή έκφραση» αλλά «διαστρεβλωμένη από μέσα ψεύτικης αφαιρετικότητας, πάντοτε για το όφελος μιας μειονότητας εκμεταλλευτών». Στο άρθρο του για τον αναδυόμενο φιλανδικό εθνικισμό, ο Kropotkin τόνισε μαζί με την κληρονομιά και τη γλώσσα το ρόλο της «ενότητας μεταξύ του λαού και της περιοχής που καταλαμβάνει, από ποια περιοχή παίρνει τον εθνικό της χαρακτήρα και στην οποία αφήνει το αποτύπωμα του, ώστε να δημιουργήσει ένα αόρατο όλο μεταξύ ανθρώπων και περιοχής». Αν και αντίθετος στον εθνικισμό που προωθείται από τα υπάρχοντα κράτη, ο Kropotkin συνέχισε να θεωρεί την ανθρώπινη φυλή ως αποτελούμενη από λίγο πολύ εδαφικά ορισμένες εθνοπολιτισμικές ομάδες, ενώ εξυμνούσε την διαφορετικότητα στην «παγκόσμια οικογένεια» ενώ επιδιώκει «την ανάπτυξη τοπικών, εξατομικευμένων χαρακτηριστικών». Μια τέτοια προσέγγιση, ενώ ενθαρρύνει θετικά την πολιτισμική ποικιλία, δημιουργεί ένα συνεχές που οδηγεί από το άτομο μέσα από την εθνοπολιτισμική ομάδα και στην συνέχεια στο ανθρώπινο είδος. Παρόμοια για τον Jean Grave,

«Σίγουρα δεν θέλουμε να πούμε πως όλες οι φυλές είναι απόλυτα όμοιες· αλλά είμαστε πεπεισμένοι πως όλες έχουν συγκεκριμένες κλίσεις, συγκεκριμένες ηθικές, πνευματικές και σωματικές ικανότητες, και αν είχαν αφεθεί ελεύθερες να αναπτυχθούν ελεύθερα, θα τους είχε επιτρέψει να συμμετέχουν στο έργο του ανθρώπινου πολιτισμού»

Η νατουραλιστική προσέγγιση έτσι συχνά βασίζεται σε μια οικουμενική, ανθρωπιστική ηθική – την «πίστη στην κοινή ανθρωπότητα των λαών ανεξάρτητα από την συμμετοχή τους σε μια διαφορετικά πολιτισμικές, εθνικές και έμφυλες ομάδες, και τις συμπληρωματικές τους συγγένειες σε μια ελεύθερη κοινωνία ως έλλογα όντα»

Μια δεύτερη προσέγγιση αρνείται στην εθνοπολιτισμική ταυτότητα κάθε εγκυρότητα ως πολιτικό σημείο αναφοράς, υποκαθιστώντας την με την τάξη. Αν και δεν είναι διαδεδομένη στην αναρχική παράδοση, έχει ακουστεί πιο πρόσφατα από αυτοπροσδιοριζόμενους «αναρχικούς της ταξική πάλης». Οι Schmidt και van der Walt που βλέπουν την εθνικότητα (όπως και το φύλο) ως θεωρητικά συμπληρωματικά στην τάξη, τοποθετούν τον εθνικισμό και την εθνοπολιτισμική ταυτότητα στο ίδιο επίπεδο με την «πολιτική ταυτότητας», η τελευταία δομημένη ως αναγκαστικά ουσιοκρατική και αποσπασματική. Αντίθετα, προωθούν την ενωτική δυνατότητα της «ταξικής πολιτικής» που μπορεί να κινητοποιήσει «καθημερινούς ανθρώπους… πέρα από φυλετικές γραμμές». Εδώ, η φυλή ή η εθνικότητα αποκτούν μια εντελώς αρνητική λειτουργία, απορρίπτοντας τις αφοσιώσεις που συνεπάγονται ως ψευδή συνείδηση και αρνούμενες να δουν τις σχέσεις εξουσίας που κωδικοποιούν ως συνιστώσες τους. Στη περίπτωση της Παλαιστίνης, αυτή η προσέγγιση συχνά οδηγεί σε δηλώσεις γύρω από τα «πραγματικά συμφέροντα» του «προλεταριάτου της Γάζας και της Δυτικής Όχθης», που δεν εντοπίζονται στην αυτοδιάθεση μέσα στο υπάρχον σύστημα αλλά «στη συμμαχία με τους εργάτες παντού για να τερματιστεί κάθε εκμετάλλευση».

Μια πιο σπάνια εκδοχή του ταξισμού εμφανίζεται στο δοκίμιο του Alfredo Bonanno πάνω στην εθνική απελευθέρωση. Ο Bonanno υποστηρίζει πως οι «αναρχικοί αρνούνται να συμμετέχουν σε μέτωπα εθνικής απελευθέρωσης· συμμετέχουν σε ταξικά μέτωπα τα οποία μπορεί να συμμετέχουν ή όχι σε αγώνες εθνικής απελευθέρωσης» κάνοντάς το αυτό, υιοθετεί την άποψη του Fronte Libertaire πως «η εθνική κουλτούρα είναι ταξική κουλτούρα, και για το λόγο αυτό επαναστατική κουλτούρα». Για αυτό,

«Η εθνική βάση του σήμερα αποτελείται από το σύνολο των υπό εκμετάλλευση ανθρώπων που ζουν σε μια δεδομένη περιοχή ενός συγκεκριμένου κράτους, δεν υπάρχει κοινή εθνική βάση μεταξύ εκμεταλλευτή και εκμεταλλευόμενων. Είναι λογικό πως αυτή η ταξική βάση θα καταστραφεί μαζί με την καταστροφή του πολιτικού κράτους, όπου το εθνικό όριο δεν θα συμπίπτει πλέον με τους εκμεταλλευόμενους… αλλά με το σύνολο των ανδρών και των γυναικών που ζουν σε αυτή την περιοχή που έχουν επιλέξει να ζουν τις ζωές τους ελεύθερα»

Ο Bonanno προχωρά πέρα από την απόρριψη της εθνικότητας ως ταυτότητας – η έννοια αντίθετα απορροφάτε οντολογικά από τη τάξη. Η λογική συνεχίζει μέσα από την επαναλαμβανόμενη εφαρμογή μιας συγκεκριμένης άποψης της επαναστατικής επιτυχίας σε προεπαναστατικές συνθήκες. Καθώς μόνο η ταξική συνείδηση μπορεί να ορίσει μια μετακαπιταλιστική αναδόμηση τοπικά περιορισμένων πληθυσμών, το «εθνικό όριο της επαναστατικής διαδικασίας των ελεύθερων ομοσπονδιών» αντιστοιχεί με εκείνο ενός προλεταριάτου στη διαδικασία της αυτοκατάργησης. Πέρα από την κατάφωρη μυθοποίηση της ταύτισης της τάξης με την εθνικότητα, αυτή η διατύπωση δεν μπορεί να απαντήσει σε πραγματικότητες όπως η εθνικές διαιρέσεις μέσα στους εκμεταλλευόμενους πληθυσμούς, όπως είδαμε και στις αποικιοκρατικές περιπτώσεις και στον πολυεθνικό παγκόσμιο βορρά.

Η τρίτη, πολιτισμική προσέγγιση είναι επίσης κριτική, αλλά αντί να υποκαθιστά την εθιμική ταυτότητα με την τάξη, υπονομεύει τις εκκλήσεις σε μια κοινή συγγένεια, γλώσσα και κληρονομιά ως συστατικό των εθνικών ομάδων. Αυτό που απομένει είναι ουσιαστικά μια αντιθεσμική έννοια της λαϊκής κουλτούρας, που ταυτίζεται με τοπικοποιημένα μοτίβα ανθρώπινης αλληλεπίδρασης που παραμένει σε κίνηση καθώς μεταφέρει πληθυσμούς, πρακτικές και ιδέες. Αυτή η προσέγγιση είναι ήδη εμφανής στην θέση του Gustav Landauer  για το λαό, που στην πράξη είναι δημιουργημένο σε πλήρη αποκοπή από εθνοπολιτισμικά σημαίνοντα. Όπως σημειώνει ο Grauer, ο Landauer θεωρούσε το λαό «όχι ως πολιτικό ή οικονομικό κατασκεύασμα, και σίγουρα όχι ως βιολογική οντότητα καθορισμένη από σταθερούς και αναλλοίωτους δεσμούς αίματος… Ούτε μια κοινή γλώσσα ούτε μέτρο γεωγραφικής ενότητας» ήταν αναγκαία γνωρίσματα του εθνικού πνεύματος. Ο μυθικός λαός του Landauer είναι μια πνευματική οντότητα, «μια ισότητα ατόμων – μια αίσθηση και πραγματικότητα – που εμφανίζεται ελεύθερα στην ενότητα και να ενώσει». A priori αναρχική, αυτή η κρυμμένη ελεύθερη κουλτούρα υπάρχει κάτω από και εναντία σε ιεραρχικές κοινωνικές σχέσεις. Η οργανική και ελεύθερη ανάπτυξη του πνεύματος μεταξύ των λαών αντιπαραβάλλεται με το μηχανιστικό και καταπιεστικό κράτος, και αφοσιώνεται στην αντικατάσταση του με εθελοντισμό και αμοιβαία βοήθεια. Η έλλειψη εθνοπολιτισμικών αναφορών στη θέση του Landauer για το λαό είναι σημαντική στο ότι επιτρέπει στον οργανισμό του να αντισταθεί την ταύτιση με την εθνοτική (volkish) δεξιά. Το αποτέλεσμα είναι όμως μια αντίληψη του λαού ξεκάθαρα αποκομμένη από κάθε νατουραλιστική προϋπόθεση μιας εθνοπολιτισμικής βάσης για την δημιουργία του λαού.

Ο Rudolf Rocker  στο Εθνικισμός και Πολιτισμός, είναι πιο ξεκάθαρος. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου ασχολείται με μια ιστορική και ιδεολογική κριτική του σύγχρονου έθνους κράτους, και στο πλαίσιο αυτό θέτει την διάκριση μεταξύ του έθνους και του λαού στους γνωστούς νατουραλιστικούς όρους:

«Ένας λαός είναι το φυσικό αποτέλεσμα μια κοινωνικής ένωσης, μιας αμοιβαίας επαφής ανθρώπων που ενώθηκαν από μια συγκεκριμένη ομοιότητα εξωτερικών συνθηκών διαβίωσης, μια κοινή γλώσσα, και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά λόγω του κλίματος και του γεωγραφικού περιβάλλοντος. Με το τρόπο αυτό προκύπτουν κοινά χαρακτηριστικά, ζωντανά σε κάθε μέλος της ένωσης, και σχηματίζοντας ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της κοινωνικής της ύπαρξης»

Ωστόσο αυτή η διατύπωση είναι παραπλανητική, καθώς στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ο Rocker επαναλαμβάνει την κριτική προς τον εθνικισμό, διευρύνοντάς την σε επίθεση στην σταθερότητα και σπουδαιότητα της γλώσσας και των εθνικών δεσμών. Ενώ ο βασικός στόχος είναι να επιτεθεί στον εθνικισμό στις βασικές του υποθέσεις, η κριτική του Rocker καταλήγει να υποσκάπτει και την νατουραλιστική θέση για τον λαό. Αφού δείξει πως δεν υπάρχει «κοινότητα υλικών συμφερόντων και ταυτότητα ηθικής, ηθών και παραδόσεων» μέσα στα υπάρχοντα έθνη, ο Rocker στρέφεται στη γλώσσα. Περιγράφοντας πολλά δάνεια και μεταφραστικά δάνεια μεταξύ ευρωπαϊκών και μεσανατολικών γλωσσών, και περιπτώσεις πληθυσμών που άλλαξαν τη γλώσσα τους, καταλήγει πως ¨η γλώσσα δεν είναι το αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερης εθνικής ενότητας. Είναι μια δομή υπό συνεχή αλλαγή… πάντα σε κίνηση, πρωτεϊκή στην ανεξάντλητη δυνατότητα της να αποκτά νέες μορφές». Έτσι «δεν αποτελεί χαρακτηριστικό ενός έθνους: δεν είναι πάντοτε  αποφασιστική για την συμμετοχή σε συγκεκριμένο έθνος. Κάθε γλώσσα είναι διαποτισμένη με ξένα στοιχεία ομιλίας στα οποία ζει ο τρόπος σκέψης και η πνευματική κουλτούρα άλλων λαών».

Το επόμενο κεφάλαιο του Rocker πάνω στη φυλή, γραμμένο στη σκιά του ναζισμού, ασχολείται σε γενικές γραμμές με την αβασιμότητα του «επιστημονικού» ρατσισμού. Ωστόσο εισάγοντας αυτή την κριτική δείχνει πέρα από την απλή απόρριψη του φυλετικού σοβινισμού και προς την αμφισβήτηση της εθνοπολιτισμικής διακριτότητας. Όχι μόνο δεν υπάρχει σύνδεση μεταξύ «πνευματικών, ηθικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών» και τα «πραγματικά ή φανταστικά χαρακτηριστικά μιας φυλής», αλλά αυτά τα χαρακτηριστικά – όπως η γλώσσα – είναι από μόνα τους το αποτέλεσμα ανάμιξης και μετανάστευσης πληθυσμών. Ως αποτέλεσμα δεν υπάρχουν «καθαρές φυλές», ούτε καν «μεταξύ των αποκαλούμενων πρωτόγονων λαών» όπως οι «Εσκιμώοι ή οι κάτοικοι της Γης του Πυρός… η φυλή δεν περιγράφει κάτι σταθερό και αναλλοίωτο, αλλά κάτι σε συνεχή κατάσταση ρευστότητας, κάτι που ανακατασκευάζεται συνεχώς».

Θα επιστρέψουμε στο σχόλιο για τους αυτόχθονες λαούς αργότερα. Για την ώρα, θα πρέπει να σημειωθεί πως με την έμφαση του στη κίνηση και στην αλλαγή, ο Rocker επιδιώκει να αφαιρέσει κάθε σταθερό εθνικό χαρακτηριστικό από την πολιτισμική του θέση για το λαό. Οι λαοί είναι, υπό την έννοια αυτή, τοπικές απεικονίσεις μια παγκόσμιας διεργασίας πολιτισμικής εξέλιξης, που ταυτόχρονα δείχνει «ατελείωτη ποικιλία» και είναι παντού υποκινούμενη από «την επιθυμία για καλύτερη οργάνωση και υψηλότερο πνεύμα στην κοινωνική και ατομική ζωή που είναι βαθιά ριζωμένη στο κοινωνικό αίσθημα του ανθρώπου». Η αντίληψη του Rocker για την κουλτούρα βασίζεται έτσι στο αντίθετο της απομόνωσης και της αυτοτέλειας:

«οι πολιτισμικές ανακατασκευές και η κοινωνική διέγερση συμβαίνουν πάντοτε όταν διαφορετική λαοί και φυλές έρχονται σε στενότερη επαφή. Κάθε νέος πολιτισμός ξεκινά από μια τέτοια μίξη διαφορετικών λαϊκών στοιχείων και παίρνει την ιδιαίτερη μορφή του από αυτό… μια κουλτούρα γεννιέται ή γονιμοποιείται μόνο από την κυκλοφορία νέου αίματος στις φλέβες των εκπροσώπων της…. Σε όλες τις μεγάλες εποχές, ο πολιτισμός βάδισε πιασμένος χέρι με χέρι με την εθελοντική ένωση και ανάμιξη διαφορετικών ανθρώπινων ομάδων».

Θα ήθελα να πω πως ο Rocker προσεγγίζει μια αντιθεσμική θέση στην αποδόμηση του της γλώσσας και της φυλής ως βάσεις για τον εθνικισμό, και στην προτίμηση του στην κίνηση και την μεταβλητότητα στην πολιτισμική αντίληψη του λαού. Στην επιλογή του μιας οντολογικής παρά μιας κανονιστικής κριτικής του εθνικισμού, η προσέγγιση του έχει το στοιχείο της ακυρωτικής, εννοιολογικά μηδενιστικής τάσης που διατρέχει την αναρχική παράδοση, από την εικονοκλασία του Stirner και την «καταστροφική επιθυμία» του Bakunin ως την έκκληση της Goldman για μια επανεκτίμηση των κοινωνικών ηθών. Η τάση διατήρησε την κριτική αιχμή του αναρχισμού και την πειραματική του προσέγγιση στην κοινωνική αναδόμηση, και την χαρακτηρίζει ως προκάτοχο της μεταδομιστικής σκέψης. Βέβαια ο Rocker δεν αποδομεί πλήρως – συνεχίζει να βρίσκει «το ουσιαστικό και οικουμενικό που ενώνει όλα τα ανθρώπινα όντα» στην επιθυμία αυτή καθαυτή για πολιτισμό. Ωστόσο αυτός είναι ισχνός οικουμενισμό, που αφήνει το ουσιαστικό περιεχόμενο της πολιτισμικής έκφρασης ανοιχτό και εγγενώς μεταβαλλόμενο. Η αποδόμηση της εθνικότητας από τον Rocker έτσι προεικονίζει ευρύτερες κριτικές οντολογικής ουσιοκρατίας, επιστημολογικής θεμελιοκρατίας και κατασκευασμάτων του υποκειμένου.

Αποαποικιοποιητικές Αποσταθεροποιήσεις

Παράλληλα με τις νατουραλιστικές θέσεις για την εθνοπολιτισμική ταυτότητα, οι αναρχικοί έχουν επίσης αμφισβητήσει την σταθερότητα και την σημασία της στις κριτικές τους για τον εθνικισμό. Αυτό που συμβαίνει σε αυτές τις αμφισβητήσεις, ωστόσο, στο πλαίσιο της αναρχικής συμμετοχής ή υποστήριξης κινημάτων των οποίων η συλλογική ταυτότητα δομείται, μεταξύ άλλων, γύρω από τη κοινή γλώσσα, κληρονομιά και καταγωγή ως συστατικά στοιχεία; Θα ήθελα να πω πως η αναρχική αλληλεγγύη μέσα σε μια αποαποικιοποιητική πολιτική αμφισβητεί όλες τις προσεγγίσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω.

Η αποαποικιωμένη σκέψη μπορεί να περιγραφεί ως μια πράξη «γνωσιολογικής ανυπακοής» όπου λαοί που μοιράζονται το «αποικιοκρατικό τραύμα» μπορούν να επιτελέσουν «πολιτική και γνωσιολογική αποσύνδεση» από την δυτική κυριαρχία  και τους τρόπους σκέψεις που επιβάλλει. Οι αποαποικιοποιητικές προσεγγίσεις τοποθετούν έτσι τον συστημικό ρατσισμό στο επίκεντρο  της κοινωνικής κριτικής, και στο πλαίσιο του παρελθόντος  και παρουσιάζουν την αποστέρηση λαών από τη γη τους μέσα από κατάκτηση, δουλεία, γενοκτονία και την σύγχρονη εταιρική εξουσία. Η φυλετική διαστρωμάτωση τόσο στα εποικισμένα-αποικιακά κράτη και στην «πολυπολιτισμική» Ευρώπη, όπως και στην οικονομική και στρατιωτική κυριαρχία πάνω στον παγκόσμιο Νότο, δείχνουν την σημασία της αποικιοκρατίας όχι απλά ιστορικού γεγονότος, αλλά ως ένα σύνολο από λογικές που συνεχίζουν να διατηρούν και να εμβαθύνουν τις παγκόσμιες ανισότητες. Για τα ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα, μια αποαποικιοποιητική προσέγγιση σημαίνει πως αγώνες για κοινωνική μεταμόρφωση πρέπει να πραγματοποιηθούν με ιδιαίτερη προσοχή στην αποικιακή και έτσι φυλετικοποιημένη διάσταση της ανισότητας, αντί άκριτα να αναπαράγουν τις ίδιες δυτικές οικουμενιστικές φόρμουλες που έχουν αποκρύψει το αποικιοκρατικό εγχείρημα, και ότι η πολιτική αποαποικιοποίηση πρέπει να ενσωματωθεί στο πρόγραμμα τους για κοινωνική αλλαγή.

Οι νατουραλιστικές προσεγγίσεις χρειάζεται να απαντήσουν σε αυτή την κριτική, τουλάχιστον στο βαθμό που απευθύνονται στον οικουμενικό ανθρωπισμό. Όμως θέτει τα πιο σημαντικά προβλήματα για την ταξική προσέγγιση, ιδιαίτερα στην πρώτης της εκδοχή παραπάνω. Ο Αμερικάνος αναρχικός, που προέρχεται από φυλετική μειονότητα, Roger White αναφέρει πως ισχυρισμοί σχετικά με «την οικουμενικότητα και την προτεραιότητα της ταξικής πάλης» είναι «μέρος του φιλοσοφικού υπολείμματος της αγγλοευρωπαϊκής αποικιοκρατίας». Αυτό συμβαίνει επειδή αρνούνται στους μη λευκούς λαούς αυτή καθαυτή την ιστορική υποκειμενικότητα, οριοθετώντας την εθνική βάση των αγώνων τους ενώ προβάλλουν πάνω τους μια ευρωκεντρική αντίληψη του προλεταριάτου. Αυτό ισοδυναμεί με μια προσπάθεια «να απογυμνωθούν οι μάζες από τις εθνικές και κοινοτικές τους ταυτότητες σε αντάλλαγμα για μια εργατιστική». Αντίθετα, οι αναρχικοί θα πρέπει να θεωρούν την φυλή στο ίδιο επίπεδο με το φύλο, την τάξη, την ηλικία και άλλους αναλλοίωτους άξονες κυριαρχίας, μια διαθεματική προσέγγιση, η οποία αποφεύγει να αποδώσει σε οποιοδήποτε από αυτά τα ζητήματα αναλυτική προτεραιότητα, είναι έτσι περισσότερο σωστή θεωρητικά και συμπεριληπτική πολιτικά από ότι η ταξική αναγωγή.

Ο λεπτότερος οικουμενισμός των πολιτισμικών προσεγγίσεων μπορεί να ξεφύγει από αυτή τη συγκεκριμένη κριτική. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο ο Rocker κινείται από την απόρριψη του έθνους σε μια απόρριψη της εθνικότητας των λαών αφήνει ακόμη ένα ανοιχτό ζήτημα προς απάντηση. Η προσπάθεια του να αναιρέσει την εγκυρότητα των εθνικών και γλωσσικών ομάδων, κατανοητή στο πλαίσιο της οντολογικής του επίθεσης στον ευρωπαϊκό εθνικισμό και ρατσισμό, θα υπονόμευε επίσης το συστατικό ρόλο της κοινής καταγωγής και γλώσσας των αυτοχθόνων λαών και άλλων καταπιεσμένων εθνικών ομάδων. Ενδεικτικό είναι στο σημείο αυτό είναι η εργαλειοποίηση των αυτόχθονων λαών από τον Rocker για να ενισχύσει το επιχείρημα του εναντίον του φυλετισμού. Ενώ η γλωσσολογία και η γενετική του πληθυσμού μπορεί να προσφέρουν κάποιες υποθέσεις για την απομόνωση της ομάδας, το επιχείρημα ουσιαστικά αρνείται σε αυτές τις ομάδες την κληρονομιά τους και οδηγεί στην μη αναγνώριση στις αξιώσεις τους για αυτοπροσδιορισμό. Ωστόσο όπως αναφέρει η Ranmath,

«Εκεί που η εθνικότητα κακοποιείται και η κουλτούρα αποδεκατίζεται, είναι αναλγησία να υποτιμούμε την αξία της εθνικής περηφάνιας, διεκδικώντας το δικαίωμα να υπάρχει ως τέτοια… στο αποικιοκρατικό πλαίσιο, η υπεράσπιση της εθνικής ταυτότητας και της πολιτισμικής απόκλισης από το κυρίαρχο είναι καίριο συστατικό της αντίστασης».

Η πολιτισμική και αποδομιστική κριτική του Rocker, απευθυνόμενη στους ευρωπαϊκούς εθνικισμούς, δεν μπορεί να γενικευτεί δίχως κάποιο επιπλέον φίλτρο που θα επέτρεπε να λάβουμε υπόψιν την ασυμμετρία μεταξύ εθνοπολιτισμικών εκφράσεων που υποστηρίζονται από κράτη και εκείνων που τα κράτη επιδιώκουν να καταστείλουν, να αφομοιώσουν ή να οικειοποιηθούν ενώ αρνούνται στους φορείς τους την αυτοδιάθεση με τους δικούς τους όρους. Όπως οι αναρχικοί έχουν υποχρέωση να λάβουν υπόψιν την δική τους θέση στη σχέση τους με εθνοπολιτισμικά δομημένα κινήματα, έτσι πρέπει η αναρχική σκέψη να βρει ένα τρόπο να συμφιλιώσει την αποδομιστική τάση μέσα στην δική της πολιτική αναγνώρισης. Θα ήθελα να προτείνω μια προσωρινή απάντηση σε αυτό το δίλλημα, που μάλλον αντί να στραφεί πίσω στον νατουραλισμό, εφαρμόζει τις αρχές επικουρικότητας και ηγεσίας στο ίδιο το αποδομιστικό έργο.

Η επικουρικότητα είναι η αρχή πως οι άνθρωποι πρέπει να έχουν δύναμη πάνω σε ένα ζήτημα αναλογικά με το συμφέρον τους σε αυτό. Είναι βασικό στοιχείο στην αναρχική οργανωτική σκέψη, συνδεδεμένη με τις αξίες αποκέντρωσης και αυτονομίας. Εφαρμοσμένη σε ένα αποαποικιοποιητικό πλαίσιο, η επικουρικότητα θέτει την ηγεσία στον αντιαποικιοκρατικό αγώνα στα χέρια των αυτόχθονων ομάδων, και έχει επιπτώσεις για το τρόπο με τον οποίο μη αυτόχθονες ή πολίτες του κράτους κατακτητή μπορούν να τους προσφέρουν υποστήριξη και αλληλεγγύη. Σύμφωνα με την Walia,

«Ανάληψη ηγεσίας σημαίνει ταπεινότητα και να τιμάς τις φωνές στη πρώτη γραμμή αντίστασης… προσφορά χειροπιαστής αλληλεγγύης όπως χρειάζεται και όπως ζητιέται… η ανάληψη πρωτοβουλίας για αυτομόρφωση… η οργάνωση υποστήριξης με ξεκάθαρη συναίνεση και καθοδήγηση μιας αυτόχθονης κοινότητας ή ομάδας, το χτίσιμο μακροπρόθεσμων σχέσεων ευθύνης και να μην θεωρείται δεδομένη η προσωπική ή πολιτική εμπιστοσύνη που οι μη αυτόχθονες μπορεί να κερδίσουν από τους αυτόχθονες λαούς με το χρόνο».

Στη σύγκρουση Ισραήλ-Παλαιστίνης, όπου η ένοπλη σύγκρουση είναι συνεχιζόμενη και η διάκριση ο κανόνας, οι Ισραηλινοί αναρχικοί έχουν επίσης αναπτύξει αρχές για την συμμετοχή τους στο κοινό αγώνα με τις παλαιστινιακές λαϊκές επιτροπές στην Δυτική Όχθη. Σύμφωνα με τον Snitz,

«Η πρώτη αρχή είναι πως αν και ο αγώνας είναι κοινός, οι Παλαιστίνιοι επηρεάζονται περισσότερο από τις αποφάσεις που λαμβάνονται μέσα του, και για αυτό είναι εκείνοι που πρέπει να πάρουν τις σημαντικές αποφάσεις. Δεύτερο, οι Ισραηλινοί έχουν ιδιαίτερη ευθύνη να σέβονται την αυτοδιάθεση των Παλαιστινίων, περιλαμβανόμενων κοινωνικών ηθών και να μην επεμβαίνουν στην εσωτερική παλαιστινιακή πολιτική»

Η αποαποικιοποιητική λογική δεν είναι μόνο σχετική με τις κοινωνίες εποίκων-αποικιών, αλλά και στην Ευρώπη με δεδομένη την απορρόφηση, τον περιορισμό και την μετατροπή της μετανάστευσης από τις πρώην αποικίες και τις παρούσες ζώνες σύγκρουσης σε ζήτημα ασφαλείας. Στο πλαίσιο αυτό, οι Ευρωπαίοι ακτιβιστές ενάντια στα σύνορα και τις απελάσεις μοιράζονται την αρχή ανάληψης ηγεσίας από τα αυτοοργανωμένα κινήματα προσφύγων και μεταναστών, και αποφεύγοντας τόσο μια νοοτροπία σωτήρα και το πατρονάρισμα της επαναστατικής κατήχησης.

Να το κάνω προσωπικό για μια στιγμή: ως Ισραηλινός Εβραίος αναρχικός που έχει αποδομιστική στάση προς την εθνικότητα, το μερίδιο μου εντοπίζεται κυρίως στην αμφισβήτηση του εβραϊκού εθνικισμού και την ιδέα του εβραϊκού λαού ως δομημένου μέσα από θρησκευτικούς και πολιτικούς θεσμούς(και την δική μου εθνικιστική εκπαίδευση). Αυτό δεν σημαίνει πως π.χ. η εβραϊκή ή ιουδαϊκή κουλτούρα δεν παίζει πλέον ρόλο στην ταυτότητα μου. Αλλά αρνείται το τρόπο με τον οποίο αυτά τα γνωρίσματα δομούνται σε ηγεμονικές θρησκευτικές και/ή σιωνιστικές θέσεις για το τι είναι εβραϊκός λαός. Καθώς η δική μου αντιθεσμική θέση θα έτεινε να αποδημήσει τον λαό γενικά, γνωρίζω επίσης καλά εγχειρήματα ριζοσπαστικής αποδόμησης του λαού συγκεκριμένα. Ωστόσο, δεν αφορά εμένα να εφαρμόσω αυτή την κριτική στην εθνοπολιτισμική ταυτότητα των Παλαιστινίων , ακόμη και αν μια τέτοια εφαρμογή είναι διαθέσιμη επί της αρχής. Με τον ίδιο τρόπο, δεν είναι δουλειά των λευκών αλληλέγγυων ακτιβιστών των Παλαιστινίων να υπονομεύσουν την εβραϊκό λαό, ένα έργο που είναι περισσότερο ταιριαστό να γίνει σε άμεση παλαιστίνιο-εβραϊκή συνεργασία.

Η επικουρικότητα της αποδόμησης μπορεί επιπλέον να τοποθετηθεί μέσα στην ηθική της συνάντησης μεταξύ εποίκου και αυτόχθονων ακτιβιστών που προτείνει ο Abdou και άλλοι. Με βάση τον Levinas, προτείνουν ένα τρόπο ριζοσπαστικής συμμαχίας που χτίζει την αλληλεγγύη μέσα από την ειλικρίνεια και την αμοιβαία υπευθυνότητα. Στην ηθική αυτή. Η αναγνώριση απαιτεί πως ο έποικος θα ανατρέψει τον αποικιοκρατικό του (από)προσανατολισμό του προς το άλλο και να υιοθετήσει μια στάση που περιλαμβάνει αποδοχή του άγνωστου – την έλλειψη πρόβλεψης της ουσίας του άλλου· την γνώση της ταυτότητας του ίδιου που περιλαμβάνει μια κατανόηση της απεριόριστης ευθύνης· την προθυμία αποδοχής διαφοράς και αποφυγής της τάσης αφομοίωσης του άλλου στο ίδιο· και τέλος, μια ταπεινότητα μπροστά στο άλλο, που συνεπάγεται την ύπαρξη κουράγιου και θέλησης που είναι αναγκαία να μάθει από το άλλο.

Θα ήθελα τέλος να τονίσω τις συνέπειες της αποαποικιοποιητικής προσέγγισης για την ιδέα της βιοπεριφερειακότητας, με το εναλλακτικό μοντέλο ενός τοπικού ανήκειν. Μια βιοπεριφέρεια ορίζεται συνήθως ως μια συνεχής γεωγραφική περιοχή με μοναδικά φυσικά γνωρίσματα με όρους ανάγλυφου, κλίματος, εδάφους, υδροκρίτες, άγρια ζωή και ανθρώπινους καταυλισμούς και κουλτούρες. Καθώς είναι βασισμένη σε περιβαλλοντικές ανησυχίες, η βιοπεριφερειακότητα είναι ελκυστική για τους αναρχικούς οι πολιτικές της προεκτάσεις της εκτείνονται πέρα από τον εθνικισμό και το εθνικό κράτος στην εδαφική διάσταση της κοινωνικής οργάνωσης, καθώς οι βιοπεριοχές δεν αναγνωρίζουν αυθαίρετα πολιτικά όρια, και είναι ακατάλληλα για διαχείριση από ένα μακρινό κέντρο, ένα βιοπεριφερειακό μοντέλο είναι σύμφωνο με μια ακρατική κοινωνία και σχετίζεται οι βιώσιμες πρακτικές της είναι πιο πιθανό να προωθήσουν ένα ήθος συνεργασίας και αμοιβαίας βοήθειας στην προστασία περιφερειακών περιβαλλόντων.

Ως μια εναλλακτική στον εθνικισμό, η βιοπεριφερειακότητα προσφέρει ένα μοντέλο ανήκειν που δεν έχει σχέση με το κράτος, και παραμένει ανοιχτό στην παρεμβολή με πολλαπλές προσωπικές και συλλογικές ταυτότητες με όρους εθνικότητας, γλώσσας, πνευματικότητας, φύλου, σεξουαλικής προτίμησης, κλίσης, τρόπου ζωής κλπ. Ωστόσο, η ανάλυση πιο πάνω στοχεύει σε μια αντίληψη που εκφράζεται λιγότερο συχνά από υπέρμαχους της βιοπεριφερειακότητας, δηλαδή πως κάθε μετάβαση σε ένα τέτοιο μοντέλο θα απαιτούσε μια αποαποικιοποίηση των κοινωνικών σχέσεων στο βιοπεριφερειακό χώρο. Μια τέτοια διαδικασία, επιπλέον, είναι πιθανό να περιλαμβάνει συγκρούσεις πάνω στην αναδιανομή της εξουσίας και των πόρων σύμφωνα με φυλετικές (όπως και έμφυλες, και άλλες) γραμμές. Μέσα από ένα αποαποικιοκρατικό και επαναστατικό φακό, η βιοπεριφερειακότητα πρέπει έτσι να επιδιώξει όχι μόνο την αποκέντρωση σύμφωνα με οικολογικές γραμμές αλλά μια χειραφετική ατζέντα μέσα στην βιοπεριοχή. Από μια τέτοια θέση, , η συζήτηση θα μπορούσε να προχωρήσει σε ερωτήματα σχετικά με τις τωρινές προσπάθειες για κοινωνική μεταμόρφωση – π.χ. πως η δουλειά προς μια οικολογική μετάβαση σε μικτές κοινωνίες μπορεί να συνδεθεί με κοινωνικό ανταγωνισμό, ή πως μορφές συνάντησης λαϊκής βάσης μπορούν να γίνουν η βάση για ριζοσπαστικές ατζέντες.

Συμπέρασμα

Οι αναρχικές συναντήσεις με τον εθνικισμό, έχουν προσπαθήσει όλες, με διαφορετικούς τρόπους να αφαιρέσουν το κράτος από την οντολογία των κοινωνικών δεσμών. Ακόμη και υποστήριξη για κρατιστικά εθνικά απελευθερωτικά κινήματα συνεχίζει να υπάρχει μέσα σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα που οδηγεί στην κατάργηση συνόρων και κρατών, οραματιζόμενη μορφές περιφερειακής οργάνωσης που είναι πολυεπίπεδες και αποκεντρωμένες και πάνω στις οποίες καμιά ταυτότητα δεν έχει το μονοπώλιο, όπως και οι ίδιες οι ταυτότητες δεν ορίζονται πλέον από και μέσα σε συστήματα κυριαρχίας και αποφεύγουν δυικά και ουσιοκρατικά κατασκευάσματα. Ωστόσο αυτό το ίδιο το ενδιαφέρον στην οντολογική ρευστότητα, η τάση να διαβρώνει βεβαιότητες και να αποσταθεροποιεί βάσεις, έχει χαρακτηριστεί επίσης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις από προνόμιο και μπορεί να γίνει καταπιεστικό εργαλείο ή ένα αστόχαστο εμπόδιο στην αλληλεγγύη’ στο κείμενο αυτό έδειξα πως μια ηθική επικουρικότητας είναι αναγκαία στο να φέρει το αποδομιστικό εγχείρημα της αντεθνικής πολιτικής σε συμφωνία με τις αποαποικιοποιητικές κριτικές και τις θέσεις που τονίζουν.

Η ενσωμάτωση μιας αποαποικιοποιητικής προσέγγισης στην αναρχική σκέψη και πρακτική είναι κάθε άλλο παρά ολοκληρωμένη· ωστόσο οι πρόοδοι της προσφέρουν μια ενθαρρυντική υπενθύμιση της συνεχούς ζωτικότητας και ικανότητας του αναρχισμού να μεταμορφώνει τον εαυτό του αυτοκριτικά σε απάντηση σε νέες προκλήσεις. Με το να αντιμετωπίζει την αντίθεση που είναι έμφυτη στην επαφή του με τον εθνικισμό και την εθνοπολιτισμική ταυτότητα, οι αναρχικοί μπορούν να δημιουργήσουν πρακτικές αλληλεγγύης και μεταμόρφωσης της ταυτότητας που προεικονίζει μια κοινωνία που όχι μόνο είναι ακρατική και αταξική αλλά και αποαποικιοποιητική. Η άρνηση να παρακαμφθεί η εθνοπολιτισμική διαφορά, προσπαθεί αντίθετα να αγκαλιάσει τις περιπλοκότητες που δημιουργεί ενώ παράλληλα χτίζει μια ριζοσπαστική πρακτική, πιθανώς τοποθετεί τους αναρχικούς σε μια πολύ πιο παραγωγική αντιπαράθεση με την άκρα δεξιά από ότι ο οικουμενισμός και ο ταξικός αναγωγισμός είναι ικανοί να πετύχουν. Σε μια εποχή πο9υ το ο κρατικός εθνικισμός είναι σε άνοδο σε όλο το κόσμο, συχνά με ρατσιστική και θρησκευτική μεταμφίεση, η έκφραση τέτοιων προσεγγίσεων από τα κάτω είναι πιο επείγουσα από ποτέ.

ΠΗΓΗ: https://geniusloci2017.wordpress.com/

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου