Απόσπασμα από το βιβλίο
In Defense of Anarchism (Harper & Row, 1970) όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δευκαλίων 7. Ο Robert Paul Wolff είναι πολιτικός φιλόσοφος.


Μετάφραση Τίτος Πατρίκιος

 

Η Έννοια της αυθεντίας

Πολιτική είναι η άσκηση της εξουσίας του κράτους, ή η προσπάθεια επηρεασμού αυτής της άσκησης. Επομένως πολιτική φιλοσοφία είναι, για να είμαστε ακριβείς, η φιλοσοφία του κράτους. Αν θέλουμε λοιπόν να προσδιορίσουμε το περιεχόμενο της πολιτικής φιλοσοφίας και το κατά ποσό πράγματι υπάρχει, πρέπει να ξεκινήσουμε από την έννοια του κράτους.

Το κράτος είναι ένα σύνολο προσώπων που έχουν και ασκούν την υπέρτατη αυθεντία μέσα σε ένα δοσμένο εδαφικό πλαίσιο. Ακριβέστερα, θα έπρεπε να πούμε ότι κράτος είναι ένα σύνολο προσώπων που έχουν την υπέρτατη αυθεντία μέσα σε ένα δοσμένο εδαφικό πλαίσιο η πάνω σε έναν ορισμένο πληθυσμό. Μια νομαδική φυλή μπορεί να παρουσιάζει τη δομή της κρατικής αυθεντίας, εφόσον οι υπήκοοί της δεν υπάγονται στην υπέρτατη αυθεντία ενός κράτους με εδαφικό πλαίσιο. Το κράτος μπορεί να περιλαμβάνει όλα τα πρόσωπα που υπάγονται στην αυθεντία του, όπως συμβαίνει με το δημοκρατικό κράτος σύμφωνα με τούς θεωρητικούς του. Μπορεί επίσης να αποτελείται από ένα μόνο άτομο στο οποίο υποτάσσονται όλα τα άλλα. Μπορούμε να αμφιβάλουμε για το να πράγματι υπήρξε ποτέ μονοπρόσωπο κράτος, μολονότι ο Λουδοβίκος ο ΙΔ’ αυτό είχε προφανώς στο μυαλό του όταν διακήρυξε πως «L’Etat c’est moi». Το διακριτικό γνώρισμα του κράτους είναι η υπέρτατη αυθεντία, η αυτό που οι πολιτικοί φιλόσοφοι ονόμαζαν «κυριαρχία». Έτσι ενώ από τη μια μεριά μιλάμε για «λαϊκή κυριαρχία», που είναι η αντίληψη πως κράτος είναι ο λαός, από την άλλη μεριά το γεγονός ότι η λέξη «κυρίαρχος» έχει επίσης τη σημασία του «ανώτατου άρχοντα» εκφράζει την υποτιθεμένη συγκέντρωση της ανώτατης αυθεντίας στη μοναρχία.

Η αυθεντία είναι το δικαίωμα που έχει κανείς να άρχει, και συσχετικά, το δικαίωμα που έχει να τον υπακούσουν. Πρέπει να διακρίνουμε την αυθεντία από την εξουσία, που είναι η ικανότητα που έχει κανείς να εξαναγκάζει στη συμμόρφωση είτε με τη χρήση είτε με την απειλή βίας. Όταν δίνω το πορτοφόλι μου σ’ έναν κλέφτη που με σημαδεύει με το πιστόλι του, το κάνω γιατί η τύχη που μού επιφυλάσσει είναι χειρότερη από την απώλεια των χρημάτων. Δέχομαι πως έχει εξουσία πάνω μου, άλλα ποτέ δεν θα παραδεχόμουν πως έχει αυθεντία, δηλαδή πως έχει το δικαίωμα να μου ζητήσει τα χρήματα μου και πως εγώ έχω την υποχρέωση να του τα δώσω. Από την άλλη μεριά, όταν η κυβέρνηση μου επιβάλλει ένα φόρο, τον πληρώνω (στην κανονική περίπτωση) έστω κι αν δεν έχω τη διάθεση, έστω κι αν νομίζω πως μπορώ να τα καταφέρω να μην πληρώσω. Όπως και να είναι, πρόκειται για τη νόμιμη κυβέρνηση, που έχει επομένως το δικαίωμα να με φορολογεί. Η κυβέρνηση έχει πάνω μου αυθεντία. Καμιά φορά βέβαια την κοροϊδεύω, αλλά ακόμα κι έτσι αναγνωρίζω την αυθεντία της. Γιατί ποιος θα μπορούσε να πει ότι «κοροϊδεύει» έναν κλέφτη;

Το να διεκδικείς την αυθεντία σημαίνει να διεκδικείς το δικαίωμα να σε υπακούσουν. Τότε τί είναι το να έχεις αυθεντία; Μπορεί να σημαίνει πως έχεις αυτό το δικαίωμα, η μπορεί να σημαίνει πως η διεκδίκηση του έχει αναγνωριστεί και έχει γίνει αποδεκτή από εκείνους στους οποίους απευθύνεται. Ο ορός «αυθεντία» είναι αμφίσημος, έχει μια περιγραφική και συνάμα μια κανονιστική σημασία. Βέβαια και η περιγραφική ακόμα σημασία αναφέρεται σε κανόνες και υποχρεώσεις, αλλά αυτό το κάνει περισσότερο περιγράφοντας τι πιστεύουν οι άνθρωποι πως οφείλουν να πράξουν παρά βεβαιώνοντας ότι οφείλουν να το πράξουν.

Στις δύο έννοιες της αυθεντίας αντιστοιχούν δύο έννοιες του κράτους. Περιγραφικά, το κράτος μπορεί να οριστεί ως το σύνολο των προσώπων στα οποία έχει αναγνωριστεί πως έχουν υπέρτατη αυθεντία μέσα σ’ ένα εδαφικό πλαίσιο – δηλαδή έχει αναγνωριστεί από εκείνους στους οποίους προ-βάλλεται η αυθεντία. Η μελέτη των μορφών, των γνωρισμάτων, των θεσμών και της λειτουργίας των de facto κρατών – για να τα ονομάσουμε μ’ αυτόν τον τρόπο – αποτελεί το χώρο της πολιτικής επιστήμης. Αν πάρουμε τον ορό στην επιτακτική του σημασία, τότε κράτος είναι ένα σύνολο προσώπων που έχουν το δικαίωμα να ασκούν την υπέρτατη αυθεντία μέσα σ’ ένα εδαφικό πλαίσιο. Η ανακάλυψη, ανάλυση και κατάδειξη των μορφών και άρχων της νόμιμης αυθεντίας – δηλαδή του δικαιώματος του άρχειν – καλείται πολιτική φιλοσοφία.

Τί σημαίνει υπέρτατη αυθεντία; Μερικοί πολιτικοί φιλόσοφοι, μιλώντας για την αυθεντία με την κανονιστική της σημασία, έχουν υποστηρίξει πως το πραγματικό κράτος έχει την τελική αυθεντία σε όλα τα θέματα που υπάγονται στη δωσιδικία του. Ο Jean-Jacques Rousseau, λογού χάρη, βεβαίωνε πως το κοινωνικό συμβόλαιο με το οποίο συγκροτείται μια δίκαιη πολιτική κοινότητα «δίνει στην πολιτεία το απολυτό πρόσταγμα απέναντι στα μέλη που τη συγκροτούν κι αύτη η εξουσία, όταν κατευθύνεται από τη γενική θέληση, ονομάζεται κυριαρχία». Ο John Locke, από την άλλη μεριά, υποστήριζε πως η υπέρτατη αυθεντία του δίκαιου κράτους επεκτείνεται μόνο στα ζητήματα που αρμόζει στο κράτος να ελέγχει. Το κράτος είναι ασφαλώς η υπέρτατη αυθεντία, αλλά το δικαίωμά του να διατάζει δεν γίνεται απολυτό. Ένα από τα ερωτήματα στα οποία η πολιτική φιλοσοφία πρέπει να δώσει απάντηση είναι το κατά ποσό υπάρχει κάποιο οροί στην κλίμακα των θεμάτων όπου ένα δίκαιο κράτος έχει αυθεντία.

Μια διαταγή που στηρίζεται στην αυθεντία πρέπει επίσης να τη διακρίνουμε από ένα επιχείρημα που στηρίζεται στην πειθώ. Όταν με διατάζουν να κάνω κάτι, μπορεί να προκρίνω να συμμορφωθώ ακόμα κι όταν δεν με απειλούν, γιατί έχω καταλήξει να πιστεύω πως πρόκειται για κάτι που οφείλω να κάνω. Αν τα πράγματα έχουν έτσι, τότε, για την ακρίβεια, δεν υπακούω σε μια διαταγή, αλλά μάλλον αναγνωρίζω τη δύναμη ενός επιχειρήματος ή την ορθότητα μιας επιταγής. Η λειτουργία του προσώπου που δίνει τη «διαταγή» συνίσταται απλώς στο να δημιουργεί την αφορμή που με κάνει να αποκτήσω επίγνωση του καθήκοντος μου. Κι αυτόν το ρόλο μπορεί σε άλλες περιστάσεις να τον εκπληρώσει ένας φίλος που με νουθετεί, η ακόμα η ίδια μου η συνείδηση. Διαστέλλοντας τον ορό, θα μπορούσα να πω ότι η επιταγή έχει αυθεντία πάνω μου, εννοώντας απλώς ότι οφείλω να πράξω σύμφωνα μ’ αυτήν. Αλλά το ίδιο το πρόσωπο δεν έχει καμιάν αυθεντία — η, για να είμαι ακριβέστερος, η συμμόρφωση μου στη διαταγή του δεν αποτελεί αναγνώριση εκ μέρους μου κάποιας τέτοιας αυθεντίας. Έτσι η αυθεντία εδρεύει στα πρόσωπα: την έχουν – να τύχει πράγματι να την έχουν – δυνάμει του τί είναι και όχι δυνάμει του τί διατάζουν. Το καθήκον μου να υπακούω είναι ένα καθήκον απέναντι στα πρόσωπα αυτά και όχι απέναντι στον ηθικό νομό ή σ’ εκείνους που ωφελούνται από τις πράξεις που με διατάζουν να εκτελέσω.

Υπάρχουν βέβαια πολλοί λόγοι που οι άνθρωποι αναγνωρίζουν τις αξιώσεις αυθεντίας. Ο πιο συνηθισμένος, να πάρουμε το σύνολο της ανθρώπινης ιστορίας, είναι απλώς η επιτακτική δύναμη της παράδοσης. Το γεγονός ότι κάτι έχει πάντα γίνει με έναν ορισμένο τρόπο φαίνεται στους περισσοτέρους ανθρώπους σαν ένας εντελώς πρόσφορος λόγος για να το ξανακάνουν με τον ίδιο τρόπο. Γιατί πρέπει να υποταχτούμε σ’ ένα βασιλιά; Διότι πάντοτε, υποτασσόμασταν στους βασιλιάδες. Γιατί πρέπει ο πρωτότοκος γιος του βασιλιά να γίνει βασιλιάς με τη σειρά του; Διότι οι πρωτότοκοι γιοι ήταν πάντοτε οι διάδοχοι του θρόνου. Η δύναμη του παραδοσιακού στοιχείου είναι τόσο βαθιά χαραγμένη στο μυαλό των ανθρώπων που ακόμα και η γνώση της βίαιης και τυχάρπαστης καταγωγής μιας δυναστείας δεν μειώνει την αυθεντία της στα μάτια των υπηκόων της.

Μερικοί άνθρωποι αποκτούν την αίγλη της αυθεντίας χάρη στα προσωπικά τους εξαιρετικά προσόντα, είτε σαν μεγάλοι στρατιωτικοί ηγέτες, είτε σαν άγιες φυσιογνωμίες, είτε σαν δυναμικές προσωπικότητες. Αυτοί οι άνθρωποι προσελκύουν γύρω τους οπαδούς και μαθητές που τους υπακούν ολόψυχα, χωρίς να λογαριάζουν ή κι ακόμα πηγαίνοντας αντίθετα στο προσωπικό τους συμφέρον. Οι οπαδοί πιστεύουν ότι ο ηγέτης έχει δικαίωμα να διατάζει, δηλαδή ότι έχει αυθεντία.

Σήμερα, σ’ έναν κόσμο με γραφειοκρατικούς στρατούς και θεσμοθετημένες θρησκείες, όπου λίγοι βασιλιάδες έχουν απομείνει και όπου δεν υπάρχουν πιά άλλοι προφήτες, το συνηθέστερο είναι η αυθεντία να απονέμεται σ’ εκείνους που κατέχουν επίσημες θέσεις. Όπως έδειξε ο Weber, αυτές οι θέσεις φαίνονται στους περισσοτέρους ανθρώπους σαν κάτι που αποδίδει αυθεντία επειδή ορίζονται από ορισμένους γραφειοκρατικούς κανονισμούς που έχουν την ιδιότητα της δημοσιότητας, της γενικότητας, τού προβλεπτού κ.ο.κ. Οι αντιδράσεις μας απέναντι στα ορατά σημεία της επίσημης ιδιότητας, όπως είναι οι έντυπες μορφές και τα εμβλήματα, γίνονται εξαρτημένες. Μερικές φορές μπορεί να δικαιώνουμε με σαφήνεια στο μυαλό μας μια νόμιμη αξίωση αυθεντίας, όπως όταν λογού χάρη συμμορφωνόμαστε σε μια διαταγή επειδή προέρχεται από έναν εκλεγμένο δημόσιο λειτουργό. Το πιο συχνό όμως είναι μόλις βλέπουμε μια στολή να νιώθουμε πως ο άνθρωπος που τη φοράει έχει το δικαίωμα να μάς κάνει να τον υπακούσουμε.

Το ότι οι άνθρωποι αποδέχονται τις αξιώσεις υπέρτατης αυθεντίας είναι προφανές. Όμως το ότι οι άνθρωποι οφείλουν να αποδέχονται τις αξιώσεις υπέρτατης αυθεντίας δεν είναι και τόσο φανερό. Επομένως η πρώτη μας ερώτηση πρέπει να είναι η ακόλουθη: κάτω από ποιες συνθήκες και για ποιους λόγους ένας άνθρωπος έχει υπέρτατη αυθεντία πάνω σ’ έναν άλλο άνθρωπο; Η ίδια ερώτηση μπορεί να τεθεί και με την εξής διατύπωση: κάτω από ποιες συνθήκες μπορεί ένα κράτος (που νοείται κανονιστικά) να υπάρξει;

Ο Κάντ έχει δώσει μια κατάλληλη ονομασία σ’ αυτού του είδους τη διερεύνηση. Την αποκάλεσε «παραγωγή» (Deduktion), εννοώντας μ’ αυτόν τον ορό όχι την απόδειξη μιας πρότασης από μίαν άλλη, αλλά την κατάδειξη της νομιμότητας μιας έννοιας. «Όταν μια έννοια είναι εμπειρική, η παραγωγή της επιτελείται απλώς με την προβολή παραδειγμάτων των αντικειμένων της. Για παράδειγμα η παραγωγή της έννοιας ενός άλογου συνίσταται στην επίδειξη ενός άλογου. Αφού υπάρχουν άλογα, πρέπει να είναι νόμιμο να χρησιμοποιούμε αύτη την έννοια. Κατά παρόμοιο τρόπο, η παραγωγή της περιγραφικής έννοιας του κράτους συνίσταται απλώς στην προβολή των αναρίθμητων παραδειγμάτων ανθρώπινων κοινοτήτων όπου μερικοί άνθρωποι έχουν την αξίωση να ασκούν την υπέρτατη αυθεντία στους υπολοίπους, οι οποίοι και τούς υπακούσουν. Αλλά όταν η έννοια είναι μη-εμπειρική, η παράγωγη της πρέπει να διενεργηθείς κατά διαφορετικό τρόπο. Όλες οι κανονιστικές έννοιες είναι μη-εμπειρικές γιατί αναφέρονται όχι στο είναι αλλά στο δέον. Άρα δεν μπορούμε να αιτιολογήσουμε τη χρήση της έννοιας της (κανονιστικής) υπέρτατης αυθεντίας παρουσιάζοντας παραδείγματα. Πρέπει να καταδείξουμε με ένα a priori επιχείρημα ότι μπορούν να υπάρξουν μορφές ανθρώπινης κοινότητας στις οποίες μερικοί άνθρωποι έχουν το ηθικό δικαίωμα να άρχουν. Κοντολογίς, το βασικό έργο της πολιτικής φιλοσοφίας είναι να εξασφαλίσει την παραγωγή της έννοιας τον κράτους.

Για να ολοκληρώσουμε αυτήν την παραγωγή, δεν φτάνει να δείξουμε πως υπάρχουν περιστάσεις όπου οι άνθρωποι έχουν την υποχρέωση να κάνουν αυτό που οι de facto κρατικές αρχές διατάζουν. Ακόμα και όταν πρόκειται για την πιο άδικη κυβέρνηση υπάρχουν συχνά σοβαροί λόγοι να την υπακούσει κανείς και όχι να την αψηφήσει. Μπορεί η κυβέρνηση να έχει διατάξει τούς υπηκόους της να κάνουν κάτι που στα πράγματα είχαν ήδη την ανεξάρτητη υποχρέωση να το κάνουν. Η πάλι μπορεί οι αρνητικές συνέπειες της ανυπακοής να είναι πολύ σοβαρότερες από την αναξιοπρέπεια της υποταγής. Η κυβερνητική διαταγή μπορεί να υπόσχεται ευεργετικά αποτελέσματα, είτε σκόπιμα είτε όχι. Γι’ αυτούς τούς λόγους, όπως και για λόγους σύνεσης, αυτός που συμμορφώνεται στις διαταγές της κυβέρνησης, στης οποίας την αυθεντία υπάγεται de facto, μπορεί και να ενεργεί σωστά. Αλλά τίποτα απ’ αυτά δεν ξεκαθαρίζει το ζήτημα της νόμιμης αυθεντίας, που συνίσταται στο δικαίωμα που έχει κάποιος να διατάζει, και στη σύστοιχη υποχρέωση που έχει κάποιος άλλος να υπάκουη στο πρόσωπο που δίνει τη διαταγή.

Αυτό το τελευταίο πρέπει να υπογραμμιστεί όσο πιο έντονα γίνεται. Η υπακοή δεν συνίσταται στο να κάνεις κάτι που κάποιος σου λέει να κάνεις; Συνίσταται στο να κάνεις αυτό που σου λέει να κάνεις επειδή σου λέει να το κάνεις. Έτσι η νόμιμη η de jure αυθεντία αναφέρεται στις βάσεις και τις πηγές της ηθικής υποχρέωσης.

Αφού είναι αδιαφιλονίκητο πως υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι άλλοι άνθρωποι έχουν αυθεντία πάνω τους, θα μπορούσαμε να κάνουμε τη σκέψη πως είναι δυνατό να χρησιμοποιήσουμε αυτό το γεγονός για να αποδείξουμε ότι κάπου και κάποτε πρέπει να υπήρξαν άνθρωποι που πραγματικά είχαν νόμιμη αυθεντία. Δηλαδή θα μπορούσαμε να σκεφτούμε πως, μολονότι μερικές αξιώσεις για απόκτηση αυθεντίας ίσως και να μην είναι ορθές, δεν γίνεται όλες αυτές οι αξιώσεις να μην είναι ορθές γιατί τότε θα ήταν αδύνατο να έχουμε την έννοια της νόμιμης αυθεντίας. Με ένα παρόμοιο επιχείρημα μερικοί φιλόσοφοι προσπάθησαν να δείξουν πως οι εμπειρίες μας δεν είναι όνειρα, ή, γενικότερα, πως στην εμπειρία το καθετί δεν είναι απλό φαινόμενο και όχι πραγματικότητα. Το θέμα είναι ότι τέτοιοι όροι όπως «όνειρο» και «φαινόμενο» ορίζονται σε αντιδιαστολή με όρους όπως «άγρυπνη συνείδηση» η «πραγματικότητα». Γι’ αυτό χρήση των παραπάνω όρων μπορεί να γίνει μόνο όταν αντιμετωπίζουμε καταστάσεις όπου κάποιες εμπειρίες είναι όνειρα και άλλες δεν είναι, η κάποια πράγματα είναι απλώς φαινόμενα και άλλα πραγματικότητα.

Οποιαδήποτε και να είναι η εν γένει ισχύς τους, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση της αντιπαράθεσης της de facto με την de jure αυθεντία, γιατί η βασική συνιστώσα και των δύο εννοιών, δηλαδή το «δίκαιο», εισάγεται στη συζήτηση από τη γενικότερη περιοχή της ηθικής φιλοσοφίας. Στο μέτρο που μάς απασχολεί η δυνατότητα ύπαρξης ενός δίκαιου κράτους, δεχόμαστε ότι ο ηθικός λόγος έχει νόημα και ότι η παραγωγή εννοιών όπως «δίκαιο», «καθήκον» και «υποχρέωση» γίνεται κατά πρόσφορο τρόπο.

Αυτό που μπορούμε να συναγάγουμε από την ύπαρξη de facto κρατών είναι ότι οι άνθρωποι πιστεύουν στην ύπαρξη νόμιμης αυθεντίας γιατί βέβαια ένα de facto κράτος δεν είναι παρά το κράτος που οι υπήκοοί του πιστεύουν ότι είναι νόμιμο (δηλαδή ότι όντως έχει την αυθεντία που διεκδικεί για τον εαυτό του). Μπορεί αυτοί που πιστεύουν κάτι τέτοιο να κάνουν λάθος. Μπορεί πράγματι κάθε πίστη στην αυθεντία να είναι λαθεμένη – μπορεί να μην υπάρχει στην ιστορία της ανθρωπότητας ούτε ένα κράτος που να έχει η που να είχε ποτέ το δικαίωμα να το υπακούσουν. Μπορεί μάλιστα να είναι αδύνατο να υπάρξει τέτοιο κράτος. Αυτό είναι το ζήτημα που πρέπει να προσπαθήσουμε να ξεκαθαρίσουμε. Αλλά όσο οι άνθρωποι πιστεύουν στην αυθεντία των κρατών, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι έχουν την έννοια της de jure αυθεντίας.

Η κανονιστική έννοια τού κράτους, ως της ανθρώπινης κοινότητας που έχει την έννομη αυθεντία μέσα σε ένα εδαφικό πλαίσιο, ορίζει το αντικείμενο της κυρίως πολιτικής φιλοσοφίας. Όμως, ακόμα κι να αποδειχτεί αδύνατη η παραγωγή της έννοιας – να, δηλαδή, δεν μπορεί να υπάρξει de jure κράτος – και πάλι μπορούν να τεθούν πολυάριθμα ηθικά ζητήματα αναφορικά με τη σχέση τού ατόμου με τα de facto κράτη. Μπορούμε να θέσουμε το ερώτημα, λογού χάρη, κατά ποσό υπάρχουν κάποιες ηθικές αρχές που θα έπρεπε να καθοδηγούν το κράτος όταν νομοθετεί, όπως η αρχή τού ωφελιμισμού, κι ακόμα κάτω από ποιες συνθήκες είναι σωστό για το άτομο να υπακούει στους νομούς. Μπορούμε να διερευνήσουμε τις κοινωνικές ιδέες της ισότητας και της επιτυχίας, ή την αρχή της ποινής, ή τη δικαιολόγηση τού πολέμου. Όλες αυτές οι αναζητήσεις είναι ουσιαστικά εφαρμογές των γενικών ηθικών αρχών στα επιμέρους φαινόμενα της (de facto) πολίτικης. Γι’ αυτό και θα ταίριαζε εδώ να επαναφέρουμε μια λέξη που κακοτύχησε και να ονομάσουμε αυτόν τον κλάδο της μελέτης της πολιτικής καζουιστική πολιτική. Αφού υπάρχουν άνθρωποι που αναγνωρίζουν τις αξιώσεις αυθεντίας, υπάρχουν de facto κράτη. Εφόσον δεχόμαστε ότι ο εν γένει ηθικός λόγος είναι νόμιμος, τότε πρέπει να υπάρχουν ηθικά ζητήματα που προκύπτουν ως προς τα κράτη αυτά. Επομένως, η καζουιστική πολιτική ως κλάδος της ηθικής πράγματι υπάρχει. Μένει να αποφασίσουμε κατά ποσό υπάρχει η κυρίως πολιτική φιλοσοφία.

Η έννοια της αυτονομίας

Αυτό που η ηθική φιλοσοφία βασικά προαποδέχεται είναι ότι οι άνθρωποι είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους. Απ’ αύτη την προαποδοχη συνεπάγεται αναγκαία, όπως έδειξε ο Κάντ, ότι οι άνθρωποι είναι μεταφυσικά ελεύθεροι, πράγμα που σημαίνει ότι κατά κάποια έννοια είναι ικανοί να εκλέγουν πως θα πράξουν. Με το να μπορεί να εκλέγει πως θα πράξει, ένας άνθρωπος γίνεται υπεύθυνος, αλλά η εκλογή δεν είναι καθαυτή αρκετή να αποτελέσει ανάληψη της ευθύνης για τις πράξεις που κάνει. Η ανάληψη της ευθύνης από κάποιον ενέχει την προσπάθεια προσδιορισμού τού τί πρέπει να κάνει και, όπως επισήμαναν οι φιλόσοφοι από την εποχή τού ’Αριστοτέλη και πέρα, αυτό τού δημιουργεί την πρόσθετη επιβάρυνση να αποκτήσει γνώσεις, να σκεφτεί πάνω στα κίνητρα, να προβλέψει τα αποτελέσματα, να κρίνει τις αρχές, κ.ο.κ.

Η υποχρέωση ενός ανθρώπου να αναλάβει την ευθύνη των πράξεων του δεν απορρέει από την ελεύθερη βούληση του και μόνο, διότι για την ανάληψη της ευθύνης απαιτείται κάτι περισσότερο από την ελευθερία της εκλογής. Μόνο επειδή ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να συλλογίζεται πάνω στις εκλογές που κάνει μπορούμε να πούμε ότι είναι συνεχώς υποχρεωμένος να αναλαμβάνει την ευθύνη τους. Είναι πολύ σωστό που οι ηθικοί φιλόσοφοι βάζουν μαζί τα παιδιά και τούς τρελούς στην κατηγορία εκείνων που δεν είναι πλήρως υπεύθυνοι για τις πράξεις τους, γιατί όπως οι τρελοί θεωρούνται ότι δεν έχουν ελευθερία εκλογής, έτσι και τα παιδιά δεν έχουν ακόμα αναπτυγμένο το λογικό τους. Είναι μάλιστα ορθό να αποδίδουμε στα παιδιά ένα μεγαλύτερο βαθμό ευθύνης, γιατί οι τρελοί, καθώς δεν έχουν ελεύθερη βούληση, είναι εντελώς ανεύθυνοι, ενώ τα παιδιά, στο μέτρο που το λογικό τους έχει κατά έναν τρόπο αναπτυχθεί, μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνα (δηλαδή μπορεί να τούς ζητηθεί να αναλάβουν την ευθύνη των πράξεων τους) σ’ έναν αντίστοιχο βαθμό.

Κάθε άνθρωπος που έχει και ελεύθερη βούληση και λογικό είναι υποχρεωμένος να αναλάβει την ευθύνη των πράξεων του, ακόμα κι να δεν τυχαίνει να έχει μπει ενεργητικά σε μια συνεχή πορεία στοχασμού, έρευνας και μελέτης σχετικά με το τί πρέπει να κάνει. Ένας άνθρωπος διακηρύσσει μερικές φορές πως είναι διατεθειμένος να αναλάβει την ευθύνη για τις συνέπειες των πράξεων του, ακόμα κι να δεν τις έχει εξετάσει προσεκτικά η δεν σκοπεύει να τις εξετάσει στο μέλλον. Μια τέτοια δήλωση αποτελεί φυσικά πρόοδο σε σχέση με την άρνηση της ανάληψης ευθύνης· τουλάχιστον αναγνωρίζει πως υπάρχει η υποχρέωση. Αλλά αυτό δεν απαλλάσσει τον άνθρωπο από το καθήκον να μπει σε μια πορεία στοχασμού, πράγμα που ως εδώ έχει αποφύγει να το κάνει. Είναι αυτονόητο πως ένας άνθρωπος μπορεί να αναλάβει την ευθύνη των πράξεων του και όμως να μην πράττει σούστα. Όταν περιγράφουμε κάποιον ως υπεύθυνο άτομο, δεν υπονοούμε ότι πάντοτε κάνει το σωστό, αλλά απλώς ότι δεν παραμελεί το καθήκον που έχει να προσπαθεί να εξακριβώσει τι είναι σωστό.

Ο υπεύθυνος άνθρωπος δεν είναι ιδιότροπος ούτε αναρχικός, γιατί πράγματι αναγνωρίζει πως δεσμεύεται από ηθικούς καταναγκασμούς. Αλλά εμμένει πως αυτός και μόνο είναι ο κριτής αυτών των καταναγκασμών. Μπορεί να ακούει τις συμβουλές των τρίτων, αλλά τις υιοθετεί μόνο εφόσον ο ίδιος κρίνει κατά ποσό είναι καλές συμβουλές. Μπορεί να μαθαίνει από τούς τρίτους τί ηθικές υποχρεώσεις έχει, αλλά μόνο με την έννοια που ένας μαθηματικός μαθαίνει από άλλους μαθηματικούς, δηλαδή με το να πληροφορείται από μέρους τους για επιχειρήματα που αναγνωρίζει την εγκυρότητά τους ακόμα κι να δεν τα έχει σκεφτεί ο ίδιος. Δεν μαθαίνει με την έννοια που κάποιος μαθαίνει από έναν εξερευνητή, δηλαδή με το να δέχεται σαν αληθινές τις περιγραφές του για πράγματα που ο ίδιος δεν μπορεί να δει.

Αφού ο υπεύθυνος άνθρωπος φτάνει σε ηθικές αποφάσεις που τις εκφράζει ως προς τον εαυτό του με τη μορφή προσταγών, μπορούμε να πούμε ότι δίνει στον εαυτό του νομούς, ότι αυτονομοθετείται. Κοντολογίς, είναι αυτόνομος. Όπως υποστήριξε ο Κάντ, η ηθική αυτονομία είναι συνδυασμός ελευθερίας και ευθύνης. Είναι υποταγή σε νομούς που κάποιος φτιάχνει για τον εαυτό του. Ο αυτόνομος άνθρωπος, στο βαθμό που είναι αυτόνομος, δεν υπόκειται στη θέληση ενός άλλου ανθρώπου. Μπορεί να κάνει αυτό που τού λέει κάποιος άλλος, αλλά όχι επειδή τού είπε να το κάνει. Επομένως είναι, με την πολιτική έννοια της λέξης, ελεύθερος,

Αφού η ευθύνη για τις πράξεις του είναι συνέπεια της ικανότητας που έχει να εκλέγει, ο άνθρωπος δεν μπορεί ούτε να την εγκαταλείψει ούτε να την παραμερίσει. Μπορεί όμως να αρνηθεί να την παραδεχτεί, είτε εσκεμμένα είτε απλώς παραλείποντας να αναγνωρίσει τούς ηθικούς του προσδιορισμούς. Όλοι οι άνθρωποι αρνούνται να αναλάβουν την ευθύνη των πράξεων τους σε κάποια στιγμή της ζωής τους, και μερικοί παραμελούν τα καθήκοντα τους με τέτοια σταθερότητα που περισσότερο δίνουν την εντύπωσή μεγάλων παιδιών παρά ενηλίκων. Εφόσον η ηθική αυτονομία είναι απλώς η προϋπόθεση για την ανάληψη από κάποιον της πλήρους ευθύνης των πράξεων του, έπεται ότι οι άνθρωποι μπορούν να χάσουν την αυτονομία τους κατά βούληση. Δηλαδή, ένας άνθρωπος μπορεί να αποφασίσει να υπακούσει στη διαταγή ενός άλλου ανθρώπου χωρίς να κάνει την παραμικρή προσπάθεια να κρίνει για λογαριασμό του κατά ποσό αυτό που τον διατάζουν να κάνει είναι καλό ή γνωστικό.

Αυτό το σημείο έχει ιδιαίτερη σημασία, και δεν πρέπει να το συγχέουμε με τον ψευδή ισχυρισμό ότι ο άνθρωπος μπορεί να παραιτηθεί από την ευθύνη των πράξεων του. Ακόμα και όταν υποταχτεί στη θέληση κάποιου άλλου, ένα άτομο παραμένει υπεύθυνο για ό,τι κάνει. Αλλά με το να αρνείται να εξετάσει την ηθική πλευρά του ζητήματος, με το να δέχεται ως οριστικές τις διαταγές των άλλων, χάνει την αυτονομία του. Ο Rousseau έχει επομένως δίκιο όταν λέει ότι ένας άνθρωπος δεν μπορεί να γίνει δούλος έστω και με τη δική του εκλογή, αν εννοεί ότι ακόμα και οι δούλοι είναι ηθικά υπεύθυνοι για τις πράξεις τους. Αλλά έχει λάθος αν εννοεί ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να μπουν εκούσια σε θέση δουλείας και απερίσκεπτης υπακοής.

Υπάρχουν πολλές μορφές και βαθμοί απώλειας της αυτονομίας. Μπορεί κανείς να παραιτηθεί από την ανεξαρτησία της κρίσης του ως προς ένα μονό ζήτημα, η αναφορικά με ένα μόνο τόπο ζητήματος. Ένα σχετικό παράδειγμα είναι όταν εμπιστεύομαι την τύχη μου στα χέρια του γιατρού μου. Ακολουθώ τότε όποιαν αγωγή μού καθορίσει, αλλά μόνο σε ό,τι σχετίζεται με την υγεία μου. Δεν τον κάνω και νομικό μου σύμβουλο. Μπορεί κανείς να χάσει την αυτονομία του ως προς μερικά ή ως προς όλα τα ζητήματα για μια ορισμένη χρονική περίοδο, ή για ολόκληρη τη ζωή του. Μπορεί να υποταχτεί σε όλες τις διαταγές, οποίες κι να είναι, εκτός από ορισμένες ειδικές πράξεις (όπως να σκοτώσει) τις οποίες ορχείται να εκτελέσει. Με το παράδειγμα τού γιατρού γίνεται φανερό ότι υπάρχουν τουλάχιστον μερικές καταστάσεις όπου είναι λογικό να παραιτηθεί κανείς από την αυτονομία του. Και μάλιστα μπορούμε να αναρωτηθούμε κατά ποσό, σ’ έναν πολύπλοκο κόσμο τεχνικών γνώσεων, είναι λογικό να μην κάνουμε κάτι τέτοιο.

Αφού η έννοια της ανάληψης και της απώλειας της ευθύνης είναι κεντρική στη συζήτηση που ακολουθεί, αξίζει να αφιερώσουμε λίγο περισσότερο χώρο για το ξεκαθάρισμα της. Το να αναλαμβάνει κανείς τις ευθύνες για τις πράξεις του σημαίνει πως παίρνει τις τελικές αποφάσεις σχετικά με το τί θα πρέπει να κάνει. Για τον αυτόνομο άνθρωπο, δεν υπάρχει αυτό που, με τη στενή έννοια, το λέμε διαταγή. Αν κάποιος στον κύκλο μου διατυπώσει κάτι που έχει την πρόθεση διαταγής, και αν ο ίδιος ή μερικοί άλλοι περιμένουν πως η διαταγή αύτη θα εκτελεστεί, εγώ θα λάβω υπόψη μου το γεγονός αυτό στις σκέψεις που θα κάνω. Μπορεί τότε να αποφασίσω πως πρέπει να εκτελέσω αυτό που με διατάζει να κάνω. Μάλιστα το γεγονός ότι η διαταγή προέρχεται απ’ αυτό το πρόσωπο μπορεί και να είναι ο παράγοντας που στην συγκεκριμένη κατάσταση μού κάνει επιθυμητή την εκτέλεση της. Για παράδειγμα, να είμαι σ’ ένα πλοίο που βυθίζεται και ο πλοίαρχος δίνει διαταγή να μπούμε στις βάρκες, και να όλοι οι άλλοι υπακούσουν στον πλοίαρχο επειδή είναι, ο πλοίαρχος, μπορεί να καταλήξω στην απόφαση ότι καλύτερα είναι να κάνω αυτό που λέει, αφού η σύγχυση που θα προκαλούσε η ανυπακοή μου θα ήταν γενικά επιζήμια. Αλλά στο μέτρο που παίρνω μια τέτοια απόφαση, δεν υπακούω στη διαταγή τον δηλαδή δεν τού αναγνωρίζω πως έχει αυθεντία πάνω μου. Την ίδια απόφαση θα έπαιρνα, και για τούς ίδιους ακριβώς λόγους, αν κάποιος επιβάτης είχε αρχίσει να «δίνει» διαταγές και, μέσα στη σύγχυση, είχε κατορθώσει να επιβληθεί.

Στην πολιτική, όπως και γενικά στη ζωή, συχνά οι άνθρωποι χάνουν την αυτονομία τους. Για το γεγονός αυτό υπάρχει μια σειρά από αιτίες, όπως επίσης υπάρχει και μια σειρά από επιχειρήματα που το δικαιολογούν. Οι περισσότεροι άνθρωποι, όπως το έχουμε κιόλας σημειώσει, νιώθουν τόσο έντονα τη δύναμη της παράδοσης η της γραφειοκρατίας που δέχονται ασυλλόγιστα τις αξιώσεις αυθεντίας τις οποίες προβάλλουν οι κατ’ όνομα άρχοντές τους. Μέσα στην ιστορία τού ανθρώπινου γένους μόνο κάποια σπάνια άτομα είναι εκείνα που υψώνονται για να αμφισβητήσουν το δικαίωμα των κυρίων τους να διατάζουν και το καθήκον των ίδιων και των συνάνθρωπων τους να υπακούν. Όμως, από τη στιγμή που μπαίνει η επικίνδυνη ερώτηση, μπορούν να προβληθούν ποικίλα επιχειρήματα με σκοπό να αποδείξουν την αυθεντία των αρχόντων. Ένα από τα παλαιοτέρα είναι ο ισχυρισμός τού Πλάτωνα πως οι άνθρωποι πρέπει να υποτάσσονται στην αυθεντία εκείνων που έχουν ανώτερη γνώση, σοφία, η διορατικότητα. Μια εκλεπτυσμένη σύγχρονη εκδοχή αυτού τού επιχειρήματος είναι πως η μορφωμένη μερίδα ενός δημοκρατικού λαού είναι καταλληλότερη για την πολιτική δράση, ενώ το απληροφόρητο τμήμα τού εκλογικού σώματος είναι προτιμότερο να παραμένει παθητικό, αφού το μόνο αποτέλεσμα που έχει η είσοδος του στον πολιτικό στίβο είναι να ενισχύει τις ενέργειες των δημαγωγών και των εξτρεμιστών. Μάλιστα αρκετοί Αμερικάνοι πολιτικοί επιστήμονες φτάνουν στο σημείο να ισχυρίζονται πως η απάθεια των αμερικανικών μαζών είναι αιτία σταθερότητας και συνεπώς κάτι καλό.

Ο ηθικός προσδιορισμός απαιτεί να αναγνωρίσουμε την ευθύνη και να πραγματώσουμε την αυτονομία οπουδήποτε και οποτεδήποτε είναι δυνατό. Μερικές φορές αυτό συνεπάγεται μελέτη και στοχασμό από την ηθική άποψή· άλλες φορές τη συλλογή ειδικών και, μάλιστα, τεχνικών πληροφοριών. Για παράδειγμα, ο σημερινός Αμερικανός πολίτης είναι υποχρεωμένος να κατέχει αρκετές γνώσεις από τη σύγχρονη επιστήμη ώστε να μπορεί να παρακολουθεί τις συζητήσεις γύρω από την πυρηνική πολιτική και να καταλήγει σε ανεξάρτητα συμπεράσματα. Τα εμπόδια που υπάρχουν στο σύγχρονο κόσμο για να πετύχει κανείς πλήρη και λογική αυτονομία είναι μεγάλά, και ίσως ανυπέρβλητα. Παρ’ όλα αυτά, όσο αναγνωρίζουμε την ευθύνη για τις πράξεις μας και παραδεχόμαστε τη δύναμη τού λογικού μας, άλλο τόσο πρέπει να παραδεχόμαστε τη συνεχή υποχρέωση που έχουμε να κάνουμε τον ίδιο μας τον εαυτό δημιουργό των διαταγών στις οποίες είναι δυνατόν να υπακούσουμε. Το παράδοξο της μοίρας τού ανθρώπου στο σύγχρονο κόσμο είναι ότι όσο πληρέστερα αναγνωρίζει το δικαίωμα και το καθήκον του να είναι κύριος τού εαυτού του, τόσο περισσότερο γίνεται το παθητικό αντικείμενο μιας τεχνολογίας και μιας γραφειοκρατίας που την πολυπλοκότητα τους δεν έχει καμιάν ελπίδα να την καταλάβει. Δεν έχουν περάσει παρά μερικές εκατοντάδες χρονιά από τότε που ένας κανονικά μορφωμένος άνθρωπος μπορούσε να ισχυρίζεται πως καταλαβαίνει τα βασικά ζητήματα που σχετίζονται με τη διακυβέρνηση της χώρας του εξίσου καλά με το βασιλιά ή το κοινοβούλιο του. Η ειρωνεία είναι πως ο σημερινός απόφοιτος της μέσης εκπαίδευσης που δεν είναι σε θέση να κατέχει σε βάθος τα ζητήματα εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής, για τα οποία καλείται να ψηφίσει, θα μπορούσε πολύ εύκολα να συλλάβει τα πολιτικά προβλήματα τού 18ου αιώνα.

Η σύγκρουση μεταξύ αυθεντίας και αυτονομίας

Το διακριτικό γνώρισμα του κράτους είναι η αυθεντία, το δικαίωμα να άρχει. Η πρωταρχική υποχρέωση του ανθρώπου είναι η αυτονομία, η άρνηση να άρχετε. Φαίνεται λοιπόν πως στη σύγκρουση μεταξύ της αυτονομίας του ατόμου και της υποτιθέμενης αυθεντίας του κράτους δεν είναι δυνατό να υπάρξει λύση. Εφόσον ο άνθρωπος εκπληρώνει την υποχρέωση του να γίνει δημιουργός των αποφάσεών του, θα αντιστέκεται στην αξίωση του κράτους να έχει πάνω του αυθεντία. Δηλαδή θα αρνείται πως έχει καθήκον να υπακούει στους νομούς του κράτους μόνο και μόνο επειδή είναι νομοί. Μ’ αυτή την έννοια θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο αναρχισμός είναι η μονή πολιτική δοξασία που αρμόζει στο χαρακτήρα της αυτονομίας.

Βέβαια, ένας αναρχικός μπορεί να δεχτεί την ανάγκη να συμμορφώνεται στο νομό σε ορισμένες περιστάσεις ή για ένα διάστημα. Μπορεί μάλιστα να αμφιβάλλει ότι υπάρχει πράγματι κάποια προοπτική για την εξάλειψη του κράτους ως ανθρώπινου θεσμού. Αλλά δεν θα αντικρίσει ποτέ τις διαταγές του κράτους ως νόμιμες, δεν θα θεωρήσει ποτέ ότι έχουν δεσμευτική ηθική δύναμη. Από μίαν άποψη, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τον αναρχικό ως άνθρωπο χωρίς πατρίδα, γιατί, παρά τούς δεσμούς που τον δένουν με τη χώρα όπου μεγάλωσε, έχει την ίδια ακριβώς ηθική σχέση με την κυβέρνηση «του» που έχει και με την κυβέρνηση οποιασδήποτε άλλης χώρας όπου τυχαίνει να βρίσκεται για ένα διάστημα. Όταν πηγαίνω για διακοπές στη Μεγάλη Βρετανία, υπακούω στους νομούς αυτής της χώρας τόσο για λόγους προσωπικού συμφέροντος που υπαγορεύονται από τη φρόνηση όσο και λόγω ευνόητων ηθικών διαλογισμών σχετικά με την αξία της τάξης, με τις γενικά θετικές συνέπειες που έχει η διατήρηση ενός συστήματος ιδιοκτησίας, κ.ο.κ. Γυρίζοντας στις Ενωμένες Πολιτείες, έχω την αίσθηση πως μπαίνω πάλι στη δική μου χώρα, κι αν συλλογιστώ λίγο αυτό το θέμα, βρίσκω πως έχω μια διαφορετική, μια στενότερη σχέση με τούς αμερικάνικους νομούς. Οι νόμοι αυτοί έχουν θεσπιστεί από τη δική μου κυβέρνηση, και εγώ επομένως έχω μίαν ειδική υποχρέωση να τούς υπακούω. Αλλά ο αναρχικός μου λέει πως αύτη μου η στάση είναι καθαρά συναισθηματική και δεν έχει καμιάν αντικειμενική ηθική βάση. Κάθε αυθεντία είναι εξίσου παράνομη, μολονότι βέβαια αυτό δεν σημαίνει πως είναι εξίσου αξία ή ανάξια ενίσχυσης, και η υπακοή μου στους αμερικάνικους νομούς πρέπει να εκπορεύεται, αν θέλω να είμαι ηθικά αυτόνομος, από τούς ίδιους διαλογισμούς που καθορίζουν τη στάση μου στο εξωτερικό.

Το δίλημμα που θέσαμε μπορεί να εκφραστεί συνοπτικά με την έννοια του de jure κράτους. Αν όλοι οι άνθρωποι έχουν μόνιμη υποχρέωση να πραγματώνουν τον ύψιστο βαθμό δυνατής αυτονομίας, τότε γίνεται φανερό πως δεν υπάρχει κράτος του οποίου οι υπήκοοι να έχουν ηθική υποχρέωση να υπακούσουν στις διαταγές του. Άρα γίνεται φανερό ότι η έννοια του de jure, του νόμιμου, κράτους είναι κενή, και ότι ο φιλοσοφικός αναρχισμός φαίνεται να είναι η μονή λογική πολιτική πεποίθηση για ένα φωτισμένο άνθρωπο.

*Σημείωμα του Τίτου Πατρίκιου για την απόδοση των όρων στην μετάφραση του κειμένου

Δημοσιεύθηκε την 15 Αυγούστου, 2021

ΠΗΓΗ: https://geniusloci2017.wordpress.com/