Απόσπασμα από την διδακτορική διατριβή Ο Κόσμος της Εργασίας: Γυναίκες και Άνδρες στην Παραγωγή και Επεξεργασία του Καπνού (Ιωάννινα, 2007). Η Μαρία Αγελή είναι διδάκτορας κοινωνικής λαογραφίας.

 

Αδιέξοδα και Αγώνες Καπνεργατών και Καπνοπαραγωγών. Δύο Γεγονότα





Η ίδρυση των πρώτων Εργατικών Κέντρων. Οι απεργίες των καπνεργατών και η απαρχή της εργατικής νομοθεσίας (1908-1918). «Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ιδρώτα μας ποτίζουμε τη γη για να γεννά […] /Αγκαλιαστείτε, αδέλφια, ορθοί! Με μια καρδιά, μια γνώμη/Δικαιοσύνη, βρόντηξε και λάμψε, Προκοπή!»(Κ. Παλαμάς).

Κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αι. αναφέρεται η ίδρυση πολλών νέων εργατικών σωματείων (150 σωματεία). Αυτή η «ιδρυτική βουλιμία», όπως τη χαρακτηρίζει ο Σπόρος Κορώνης θα συνεχιστεί ως τα 1914. Αποτέλεσε μάλιστα και αιτία του συνδικαλιστικού νόμου της ίδιας χρονιάς (νόμος 281/1914 «Περί Σωματείων»). Όμως παρά τον πολλαπλασιασμό των σωματείων, ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης παρέμενε ανοργάνωτο. Την ανάγκη αυτή αναλαμβάνουν να καλύψουν τα Εργατικά Κέντρα σε τοπικό επίπεδο. Τα πρώτα Εργατικά Κέντρα στην Ελλάδα ιδρύθηκαν από το 1908 ως το 1918. Το έτος 1908 θα πρέπει να θεωρηθεί τομή όσον αφορά τον εκσυγχρονισμό των δομών της χώρας και της προσπάθειας οργάνωσης των εργατών όχι πια σε συντεχνιακές οργανώσεις, αλλά σε Εργατικά Σωματεία , τα οποία ιδρύουν και τα Εργατικά Κέντρα στην Ελλάδα.

Ο Βόλος αναδεικνύεται ως χώρος ανάπτυξης ενός εργατικού κινήματος με αξιώσεις πανελλαδικής πρωτοπορίας. Η ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Βόλου (Ε.Κ.Β.),στις 14 Δεκεμβρίου 1908, με πρωτοβουλία των καπνεργατών, αποτελεί σταθμό στην πορεία του Εργατικού Κινήματος της Ελλάδας. Ακολουθεί η ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Λαρίσης 1910 και σε λίγες μέρες η ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Αλμυρού. Με τη δημιουργία αυτών των Εργατικών Κέντρων αρχίζει στην Ελλάδα το καθαυτό συνδικαλιστικό κίνημα.

Την ίδια χρονιά (1910) ιδρύεται το Εργατικό Κέντρο Αθήνας (Ε.Κ.Α.) και το 1912 το Εργατικό Κέντρο Πειραιώς (Ε.Κ.Π.)Ακολουθεί στα 1914 η ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Χανίων. Μέχρι τα 1918 είχαν ιδρυθεί Εργατικά Κέντρα στην Πάτρα, στο Αγρίνιο, στη Θεσσαλονίκη, στην Καλαμάτα, στην Κέρκυρα, στην Ερμούπολη, στο Ηράκλειο και στη Μυτιλήνη.

Τα εργατικά Κέντρα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο Ελληνικό Εργατικό Κίνημα, εξαιτίας της απουσίας μεγάλων Εθνικών Ομοσπονδιών, της διασποράς των Εργατικών Κλάδων, αλλά και του χαρακτήρα των διεκδικήσεων, που απαιτούσαν αλληλεγγύη και κινητοποιήσεις σε τοπική κλίμακα.

Οι προθέσεις του Κράτους να ελέγξει το εργατικό κίνημα εκδηλώθηκαν στην προσπάθειά του να διαλύσει τα Εργατικά Κέντρα που ανέπτυξαν «ανεξάρτητες, έστω και μετριοπαθείς πρωτοβουλίες, (Βόλος, Λάρισα)».

Στην απόληξη αυτής της περιόδου, σημαντικό επίσης ρόλο για την οργάνωση του Ελληνικού Εργατικού κινήματος αποτέλεσε η ίδρυση της ΓΣΕΕ (1918). Στα τέλη Οκτωβρίου 1918 συγκαλείται το Ιδρυτικό Συνέδριό της. (Ιδιαίτερα σημαντικά για την πορεία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος, είναι τα μεσοπολεμικά συνέδρια της ΓΣΕΕ). Λίγες μέρες μετά το Ιδρυτικό Συνέδριο της ΓΣΕΕ ιδρύεται το Εργατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ). Στην ίδρυσή του μετέχουν σοσιαλιστικές οργανώσεις μεταξύ των οποίων και η Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης, αλλά και το Σοσιαλιστικό Κέντρο του Γιαννιού. Το ΣΕΚΕ αρχικά εντάσσεται ιδεολογικά και από άποψη πολιτικής πρακτικής στην Ευρωπαϊκή Σοσιαλιστική Κίνηση της περιόδου και ήδη από το Ιδρυτικό του Συνέδριο αυτοπροσδιορίζεται ως το Ελληνικό τμήμα της Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Το 1924 το ΣΕΚΕ μετονομάστηκε σε ΚΚΕ με κύριο στόχο το σχηματισμό εργατοαγροτικής Κυβέρνησης.

Ένα μικρό κύμα απεργιακών κινητοποιήσεων θα σημαδέψει την περίοδο αυτή, κατά την οποία ο Βόλος και η Καβάλα φαίνεται να αποτελούν το δίπολο της Ελληνικής επαρχίας, όπου αναπτύχθηκε ένα σημαντικό εργατικό κίνημα χάρη κυρίως στους καπνεργάτες.

Θα αναφέρουμε ενδεικτικά κάποιες από τις καπνεργατικές απεργίες της περιόδου προκειμένου να γίνει κατανοητό μέσα από τα γεγονότα, πώς η οργάνωση των εργατών εξελίσσεται και αρχίζει να συγκροτείται σε ταξική ταυτότητα:

Στις 23 Φεβρουάριου 1909 κηρύσσεται καπνεργατική απεργία στο Βόλο, με αίτημα την αύξηση των αμοιβών και τη μείωση του ωραρίου, το οποίο υπερέβαινε τις δώδεκα ώρες. Στο υπόμνημά τους οι εργάτες ζητούν διαβαθμίσεις στα ημερομίσθια ανάλογα με το είδος της εργασίας, αφού ως γνωστόν υπήρχε ένας καταμερισμός εργασιών και διάφορες ειδικότητες εργαζομένων. Οι διαπραγματεύσεις όμως με την εργοδοσία αποβαίνουν άκαρπες. Ο Βόλος αναστατώνεται για αρκετές μέρες. Επεμβαίνουν οι αρχές και πολιτικοί παράγοντες της πόλης, αλλά οι καπνεργάτες δεν εκφοβίζονται και διεκδικούν με μαχητικότητα τα αιτήματά τους.

Στις 2 Μαρτίου η απεργία πήρε βίαιη τροπή με επίθεση σε καπναποθήκες που λειτουργούσαν με απεργοσπάστες. Ακολουθούν συγκρούσεις με τη χωροφυλακή και το στρατό, ρίχνονται πυροβολισμοί, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν τρεις καπνεργάτες. Τα αιματηρά γεγονότα συγκλονίζουν την τοπική κοινωνία. Το Εργατικό Κέντρο Βόλου με ψήφισμα τίθεται στο πλευρό των εργατών. Η κυβέρνηση στέλνει ενισχύσεις στρατού και αστυνομικών δυνάμεων. Οι απεργοί επιτίθενται ακόμα και στους έφιππους χωροφύλακες που συνοδεύουν το Νομάρχη και τον Εισαγγελέα. Η εργατιά της Θεσσαλίας «αναταράζεται» κατά την έκφραση του Κ. Χατζόπουλου.

Τις επόμενες μέρες πραγματοποιούνται διαπραγματεύσεις, προφυλακίζονται συνδικαλιστές, αλλά τελικά τα αιτήματα των καπνεργατών γίνονται δεκτά εξαιτίας του φόβου επέκτασης των απεργιών και σε άλλες πόλεις. Ήδη στις 2 Μαρτίου απεργούν και οι καπνεργάτες στην Καρδίτσα, η οποία λύθηκε στις 9 Μαρτίου 1909. Ο επίλογος της απεργίας των καπνεργατών του Βόλου γράφεται με τη δίκη των καπνεργατών τον Οκτώβριο του 1909. Σύντομα όμως οι καπνοβιομήχανοι αθετούν τη συμφωνία για το ωράριο και προσπαθούν να επαναφέρουν τη 12ωρη ημερήσια εργασία.

Στις 10 Φεβρουάριου του 1910, ξεσπά πάλι στο Βόλο απεργία, η οποία διαρκεί τρεις εβδομάδες και λήγει με νίκη των καπνεργατών. Ο χρόνος εργασίας εξακολουθεί να ταλαιπωρεί τους εργάτες και να αποτελεί ένα άλυτο πρόβλημα.

Στις 31 Ιανουάριου 1911 ξεσπάει νέα απεργία με βασικά αιτήματα το ωράριο εργασίας, καλύτερες συνθήκες στο χώρο εργασίας και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Οι απεργοί προτείνουν ένα περιοδικό ωράριο, ανάλογα με την εποχή, για λόγους προστασίας της υγείας τους.

Αξίζει να αναφερθεί ότι εκδίδονται ψηφίσματα συμπαράστασης από τα Εργατικά Κέντρα Βόλου, Λάρισας και Αλμυρού. Οι καπνεργάτες του Αγρίνιου στέλνουν οικονομική ενίσχυση 5.000 δραχμές και οι καπνεργάτες της Λάρισας 3.000 δραχμές. Οι καπνεργάτες της Καρδίτσας, διαθέτουν από δύο ημερομίσθια ο καθένας για υποστήριξη των απεργών. Παράλληλα προγραμματίζονται απεργίες στο Αγρίνιο, Λαμία, Αλμυρό, Καρδίτσα κι άλλες πόλεις. Προκειμένου να προλάβει εξάπλωση των απεργιακών κινητοποιήσεων η κυβέρνηση προτείνει στους εργοδότες συνδιαλλαγή για τη λήξη της απεργίας. Ως προς το αποτέλεσμα της απεργίας, οι απόψεις διίστανται: Ο Γ. Κορδάτος αναφέρει ότι υποχώρησαν οι καπνεργάτες χωρίς να ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους, ενώ ο Μ. Γκιόλιας αναφέρει ότι ικανοποιήθηκαν τα αιτήματα των καπνεργατών, γεγονός που δικαιολογεί τις πανηγυρικές εκδηλώσεις των εργατών που προβάλλει ο τοπικός τόπος.

Αξιοσημείωτη είναι η μεγάλη «Παμμακεδονική» απεργία των καπνεργατών που πραγματοποιείται στα 1914, την επαύριο των Βαλκανικών Πολέμων. Η απεργία ξέσπασε πρώτα στην Καβάλα (24 Μαρτίου 1914) και σύντομα θα επεκτάθηκε και στη Δράμα και στο Πράβι (Ελευθερούπολη). Στη Θεσσαλονίκη άρχισε στις 28 Μαρτίου. Η απεργιακή επιτροπή από εκπροσώπους όλων των σωματείων επέλεξε ως έδρα την Καβάλα. Η απεργία διήρκησε είκοσι μέρες και αφορούσε τριάντα χιλιάδες περίπου καπνεργάτες της περιοχής. Τα αιτήματα των απεργών ήταν: βελτίωση των αποδοχών και ωρών εργασίας, θεσμοθέτηση του ρόλου του συνδικάτου στο χώρο εργασίας, διατήρηση της κατοχής από τους άνδρες καπνεργάτες της ανώτερης ειδικότητας των ντεκτσήδων. Ενώ οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται στην Καβάλα με την διαμεσολάβηση των κυβερνητικών αρχών, η Θεσσαλονίκη (όπου βρίσκεται η έδρα της Εργατικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας, γνωστή ως Φεντερασιόν), γίνεται το σκηνικό έντονων συγκρούσεων μεταξύ απεργών, απεργοσπαστών και αστυνομίας με ενδιαφέροντες συνδυασμούς φύλου και εθνότητας.

Η απεργία λήγει με μερική ικανοποίηση της πρώτης συλλογικής σύμβασης εργασίας στον Ελλαδικό χώρο. Αρκετούς μήνες μετά οι αρχές θα προχωρήσουν στη δίωξη και στην εκτόπιση τριών Εβραίων στελεχών της Φεντερασιόν καθώς και των καπνεργατών που πρωτοστάτησαν στην απεργία, επικαλούμενες κυρίως λόγους εθνικής ασφαλείας. Ο απόηχος των απεργιακών αγώνων της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα αποτυπώνεται στο ποίημα του Κ. Χατζόπουλου Ένα Παραμύθι, που δημοσιεύεται στο Νουμά του 1910:

«Ρίχνε ό,τι κόβει την ορμή σου, χίμα/σαν ακράτητη θάλασσα πλατεία/ Κάθε άλλο μεγαλείο μπροστά σου, τρίμμα/ ας πέση απ’ την γερή σου τη γροθιά/ Αιώνες δεν απόστασες να γέρνης/σαν το νωθρό το βόδι στο ζυγό,/ να σου θερίζουν άλλοι ό,τι σπέρνεις,/αρμούς να τρέφεις, στάζοντας ιδρό;\…\ Και συ να λαχταράς, να μη χορταίνης, και το πικρό σου, το ξερό ψωμί! «Πικρό ψωμί! Ξερό ψωμί», ξεχύθη/κραυγή βραχνή, βοή βαρειά, βαθειά,/ σα να στενάξαν χίλια μύρια στήθη/ από της γης τα πέρατα πλατιά».

Η απαρχή της εργατικής νομοθεσίας

Οι απεργιακοί αγώνες των εργατών θέτουν άμεσα το πρόβλημα για ουσιαστική εργατική και κοινωνική πολιτική από το κράτος: Ήδη ο Ελ. Βενιζέλος από το Μάρτιο του 1911 σχετικά σε αγόρευση του στη Διπλή Βουλή, μιλάει περί «ιδεών της κοινωνιστικής Δημοκρατίας» και τονίζει ότι το αστικό καθεστώς δεν μπορεί «να μη βλέπη παντάπασι των κινδύνων, ο οποίος επέρχεται κατά τον εικοστόν αιώνα εκ των κάτω», (δηλαδή από τις εργατικές τάξεις). Για τούτο: «Η δύναμις του αστικού καθεστώτος είναι να προλαμβάνη τας εκρήξεις δια της εγκαίρου ικανοποιήσεως των δικαίων αξιώσεων των τάξεων εκείνων των εργατών, των αποκλήρων της κοινωνίας».

Ο Βενιζέλος λοιπόν έχοντας την πολιτική πρόθεση να ολοκληρώσει την αστική κοινωνία έβαλε από τους πρώτους στόχους του την εκπόνηση μιας νομοθεσίας που θα οργάνωνε την παροχή εργασίας, για να ευνοήσει έτσι την ανάπτυξη και διαστρωμάτωση της εργατικής τάξης και να προλάβει τυχόν «εκρήξεις». Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν από το 1909 ως το 1914 να ψηφιστούν ορισμένοι εργατικοί νόμοι και να τεθούν οι βάσεις προστασίας των εργαζομένων. Οι νόμοι αυτοί, αποτελούν την απαρχή της Ελληνικής εργατικής νομοθεσίας και για πρώτη φορά η Βουλή ασχολείται με το εργατικό ζήτημα

Ως το 1909 το νεοελληνικό κράτος είχε θεσπίσει μόνο τρεις εργατικούς νόμους. Την περίοδο 1909-1914 όμως ψηφίζονται μια σειρά νόμων που προστατεύουν την παιδική εργασία των γυναικών, την υγεία των εργαζομένων, την αποζημίωση των εργατών που παθαίνουν ατυχήματα εξαιτίας της εργασίας τους κ.ά.

Οι νόμοι οι οποίοι ψηφίζονται την περίοδο αυτή είναι:

L Ο νόμος ΓΥΝΕ’, «Περί Κυριακής αργίας». Πρόκειται για νόμο που θεσπίστηκε στις 3 Δεκεμβρίου1909, με τον οποίο καθιερώνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα η Κυριακή ως ημέρα αργίας, που αν και παλαιό αίτημα των εργαζομένων δεν θεωρείται αίτημα «αιχμής» και αυτό γιατί ήδη σε πολλούς επαγγελματικούς κλάδους ή σε πολλές περιοχές ήδη η Κυριακή ως αργία ίσχυε εθιμικά και όπου δεν ίσχυε ο νόμος δεν στάθηκε ικανός να την καθιερώσει και διαπιστωνόταν η παραβίασή του.

ΙΙ. Ο νόμος ΓΠΛΒ’, «Περί συστάσεως Τμήματος Εργασίας και Κοινωνικής Πρόνοιας», ο οποίος ψηφίστηκε στις 12 Νοεμβρίου 1911. Με το νόμο αυτό ιδρύεται στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας υπηρεσία με σκοπό την έρευνα και τη μελέτη των όρων εργασίας στη βιοτεχνία, στο εμπόριο και τη βιομηχανία, την επίλυση διαφορών εργατών και εργοδοτών, τη μελέτη ξένων νομοθεσιών και την προπαρασκευή νομοσχεδίων προκειμένου να βελτιωθούν οι υγιεινές συνθήκες και τα οικονομικά των Ελλήνων Εργατών, την επίβλεψη εφαρμογής των εργατικών νόμων, τη λειτουργία των ενώσεων αλληλοβοήθειας, την οργάνωση των ταμείων αλληλασφάλειας και συντάξεων εργατών.

ΙΙΙ. Ο νόμος ΓΠΛΔ’, «Περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών και περί ωρών εργασίας», που θεσπίζεται 19/21 Νοεμβρίου 1911 και αποσκοπεί στην προστασία της υγείας, της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας των εργατών.

  1. IV. Ο νόμος ΔΚΘ’, «περί εργασίας γυναικών και ανηλίκων» που θεσπίζεται 24 Ιανουάριου/4 Φεβρουάριου 1912. Με το νόμο αυτό η προβλεπόμενη προστασία για τα παιδιά μπορεί να συνοψιστεί σε μια γενική απαγόρευση της απασχόλησης των παιδιών, εφόσον δεν έχουν συμπληρώσει το 12° έτος της ηλικίας τους. Δυο χρόνια μετά την ψήφιση του νόμου όμως ο Κ. Χατζόπουλος με βάση τις εκθέσεις της Επιθεώρησης Εργασίας, καταγγέλλει την παραβίασή του σε όλες σχεδόν τις εργατουπόλεις.
  2. V. Ο νόμος ΔΑ’, «Περί πληρωμής των ημερομισθίων των εργατών και περί των μισθών των υπηρετών και υπαλλήλων» (1912). Ο νόμος αυτός ρυθμίζει τον τρόπο καταβολής των ημερομισθίων στους εργάτες, καθώς και τις νόμιμες κρατήσεις και τα πρόστιμα.
  3. VI. Ο νόμος ΔΚΗ’, «Περί κανονισμού της υπηρεσίας των σιδηροδρομικών και τροχιοδρομικών υπαλλήλων (1911). Με το νόμο αυτό ρυθμίζονται οι όροι της σύμβασης εργασίας μεταξύ των επιχειρήσεων και του προσωπικού, νϊΐ. Ο νόμος 551, «Περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθοντων εργατών και υπαλλήλων» (1914). Με το νόμο αυτό για πρώτη φορά εισάγεται στην Ελλάδα ο θεσμός της γενικής ασφάλειας των εργατών και υπαλλήλων της βιομηχανίας, βιοτεχνίας και κάθε επιχείρησης. Η αποζημίωση φυσικά καταβάλλεται από τον εργοδότη, που επιβαρύνεται επίσης με τα έξοδα νοσηλείας και φαρμάκων του τραυματία

VIII. Ψηφίζεται επίσης ο νόμος 281, «Περί σωματείων», που αποτελούσε παραχώρηση της Κυβέρνησης Βενιζέλου προς την εργατική τάξη και συνέβαλε στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η διάταξη για την κατάργηση των συντεχνιών, δηλαδή των ενώσεων εκείνων που είχαν μέλη τους τόσο εργάτες, όσο και εργοδότες.

Μεσοπόλεμος: Οι φάσεις των Καπνεργατικών Αγώνων. Κινητοποιήσεις στο Αγρίνιο

Καπνεργατικοί αγώνες από το 1918 μέχρι το 1936

Ο πολιτικός μετασχηματισμός του εργατικού κινήματος κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου σχετίζεται με το γενικότερο αναπροσανατολισμό της Ελληνικής κοινωνίας. Η εγκατάλειψη της Μεγάλης Ιδέας και η ανάγκη επούλωσης των πληγών που άφησαν οι πόλεμοι και ιδιαίτερα η Μικρασιατική Καταστροφή, σήμανε την επιδίωξη του εκσυγχρονισμού και της οικονομικής ανάπτυξης.

Η εισροή των χιλιάδων προσφύγων και η αποκατάσταση ενός μέρους αυτών στην ύπαιθρο χώρα είχε ως συνέπεια και την ολοκλήρωση στη δεκαετία του 1920 της αγροτικής μεταρρύθμισης και την εφαρμογή της πολιτικής του νεοελληνικού κράτους που ήταν η παγίωση της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας. Η εγκατάσταση των προσφύγων στα αστικά κέντρα συντέλεσε στη μεταμόρφωση αυτών (Αθήνα, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη, Βόλος, Καβάλα) σε βιομηχανικές πόλεις με πυκνότερο πληθυσμό, αλλά και πυκνότερο οικιστικό ιστό.

Στο μεσοπολεμικό διάστημα καταγράφεται η εμφάνιση ενός δυναμικού συνδικαλιστικού κινήματος με ευρύτερη γεωγραφική εμβέλεια, επικεντρωμένου όμως στα βιομηχανικά κέντα της εποχής. Οι παράγοντες που ευνοούσαν την ανάπτυξή του ήταν: η απότομη αύξηση του εργατικού δυναμικού μετά την έλευση των προσφύγων και η συνακόλουθη πτώση των ημερομισθίων.

Η απότομη αύξηση της προσφοράς εργατικού δυναμικού μετά την έλευση των προσφύγων στην Ελλάδα, οι διεθνείς κρίσεις, οι δημοσιονομικές δυσχέρειες της Ελλάδας, επακόλουθο μιας μακράς πολεμικής περιόδου, καθώς και η ύπαρξη του ΣΕΚΕ το οποίο το 1924 μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ) συντέλεσαν στην όλη χώρα επικεντρωμένου όμως στα βιομηχανικά κέντρα της εποχής. Το ΚΚΕ ήταν η βασική και μοναδική οργανωμένη δύναμη, μπορούσε να οδηγήσει τους εργάτες στον αγώνα για τα καθημερινά κοινωνικά τους προβλήματα, όπως το ημερομίσθιο, επιδόματα ανεργίας, κοινωνικής ασφάλισης κλπ. Επίσης μπόρεσε να κρατήσει όρθια και αξιοπρεπή την εργατική τάξη κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης 1930.

Τα καπνεργατικά σωματεία και σε συντονισμό με άλλους κλάδους με την καθοδήγηση του ΣΕΚΕ άρχισαν νέους αγώνες και κινητοποιήσεις το 1920, όπου παράλληλα με τα οξυμμένα οικονομικά και άλλα αιτήματά τους, προβάλλουν και το αίτημα ενάντια «στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο» στη μέση Ανατολή και τη Μικρασία. «Αν η αντίθεση στον πόλεμο έσπρωξε, όπως φαίνεται το μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης στον Αντιβενιζελισμό, η ίδια αντίθεση έσπρωξε το οργανωμένο συνδικαλιστικό και Σοσιαλιστικό κίνημα έξω από τα πλαίσια του αλυτρωτισμού ή και του εθνικισμού γενικότερα. […].Από τη σκοπιά του Βενιζελισμού ως ανένδοτου φορέα του ελληνικού αλυτρωτισμού, η αποστασία του συνδικαλιστικού κινήματος υπό την ηγεσία του ΣΕΚΕ εύλογα συνεπαγόταν το στίγμα της εθνικής προδοσίας. Το ίδιο στίγμα άλλωστε αποδόθηκε τότε και στην παράλληλη υπονομευτική δράση του Αντιβενιζελισμού, χωρίς δηλαδή να γίνονται ταξικές διακρίσεις. Η μόνη αλλά κρίσιμη διαφορά είναι ότι το ΣΕΚΕ παρέμεινε απόλυτα συνεπές στην ολοκληρωτική απόρριψη του εθνικισμού και μετά το 1920, καθώς μεταμορφωνόταν σε ΚΚΕ διατηρώντας τον έλεγχο της ΓΣΕΕ».

Ενδεικτικά θα αναφέρουμε κάποιες σημαντικές απεργίες που πραγματοποιούνται την περίοδο αυτή ανά την Ελληνική επικράτεια με κυρίαρχες πάλι τις δύο πόλεις Βόλο και Καβάλα, τις οποίες όμως ακολουθεί και το Αγρίνιο, όπως προκύπτει από την παρούσα έρευνα.

Το χειμώνα του 1920-21 σημειώνεται στο Βόλο εξαιρετική κινητοποίηση ανάμεσα στους καπνεργάτες η οξύτητα της οποίας οφείλεται στη σιτοδεία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου διατυπώνεται το αίτημα: της απαγόρευσης της εξαγωγής ανεπεξέργαστων καπνών. Στα τέλη Ιανουάριου 1921 οργανώθηκαν πανθεσσαλικές εκδηλώσεις με στόχο να σταματήσει η εξαγωγή ανεπεξέργαστων καπνών, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η μεγάλη ανεργία που αντιμετώπιζαν οι καπνεργάτες, οι οποίοι λιμοκτονούσαν.

Το Φεβρουάριο του 1921 πραγματοποιήθηκε συλλαλητήριο στο Βόλο. Η διαδήλωση έγινε μπροστά στα γραφεία της Πανεργατικής και ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Ανάμεσα στους ομιλητές ήταν ο Αβραάμ Μπεναρόγια εκτελεστικός επίτροπος της ΓΣΕΕ. Την επομένη μέρα σημειώθηκαν νέα επεισόδια μεταξύ εργατών και χωροφυλάκων και ακολούθησαν συλλήψεις λόγω του φόβου επέκτασης των επεισοδίων. Πάνω από εκατό άτομα συνελήφθηκαν ανάμεσα στα οποία ο Μπεναρόγια, αλλά και ο μοίραρχος Μιχαλόπουλος γιατί έδειξε επιείκεια προς τους εργάτες.

Στα 1920-1922 η κυβέρνηση Γούναρη αντιμετώπισε τα αιτήματα των καπνεργατών με μια διάθεση να κατασιγάσει την κοινωνική ένταση. Γι’ αυτό ψήφισε το νόμο «Περί απαγορεύσεως εξαγωγής ανεπεξέργαστων καπνών», Ν.2869 Ιούλιος 1922. Ο νόμος αυτός αποτελούσε μια επέμβαση στην ελευθερία του εμπορίου, μια προσπάθεια που γίνεται με σκοπό την προστασία των καπνεργατών δηλαδή την εξασφάλιση εργασίας στους καπνεργάτες. Απαγόρευε την εξαγωγή γενικά αρωματικών καπνών, αλλά πολλά καπνά χαρακτηρίζονταν ως μη αρωματικά και εξάγονταν. Έτσι παρά τη θέσπιση του νόμου γίνονταν διαμάχες για την ερμηνεία του και συγκρούσεις κυρίως στα λιμάνια φόρτωσης των εξαγώγιμων καπνών.

Αξιοσημείωτος είναι ο αγώνας των καπνεργατών στην Καβάλα το 1924 εξαιτίας της μυστικής φόρτωσης των ανεπεξέργαστων καπνών για τη Γερμανία, από τον καπνέμπορο Γρηγοριάδη. Αυτό θα είχε δυσάρεστες συνέπειες στην εργατική τάξη, η οποία αντιμετώπιζε την ανεργία. Όταν το πληροφορήθηκαν οι καπνεργάτες όλοι μαζί «σαν ένας άνθρωπος, ενωμένοι, κίτρινοι και κόκκινοι» έτρεξαν στο μόλο του Λατίνου, όπως λεγόταν, για να εμποδίσουν τη φόρτωση των καπνών. Με μαχητικότητα ξεφόρτωναν τα δέματα και τα συγκέντρωναν προσωρινά στο χώρο του δημοτικού κήπου και τους γύρω δρόμους. Κατά τη διάρκεια της εκφόρτωσης όμως έφτασαν οι δυνάμεις της Χωροφυλακής και «επί μία ώρα και πλέον οι καπνεργάτες και οι καπνεργάτριες πάλευαν με τους χωροφύλακες στήθος με στήθος». Ο απολογισμός αυτού του αγώνα ήταν δύο νεκροί. Ένας ήταν ο επικεφαλής Μοίραρχος της δύναμης των χωροφυλάκων και μία καπνεργάτρια. Τραυματίες ήταν πενήντα εργάτες και δεκάδες ήταν οι συλληφθέντες, οι οποίοι καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές από το Στρατοδικείο Καβάλας.

Ανάλογες με αυτές ήταν και οι αντιδράσεις των καπνεργατών στο Αγρίνιο τον Ιούνιο του 1926 όταν η καπνεξαγωγική εταιρεία «General» την οποία διηύθυνε ο καπνέμπορος Οδυσσέας Ηλιού, αποφάσισε να μεταφέρει τα καπνά της για επεξεργασία στο Βόλο. Οι καπνεργάτες όρμησαν στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης και εκφόρτωσαν βίαια τα ανεπεξέργαστα δέματα καπνού από τα βαγόνια και τα επανέφεραν στις καπναποθήκες, για να γίνει η επεξεργασία τους στο Αγρίνιο, προκειμένου να έχει εργασία το εργατικό δυναμικό της πόλης. Η μεσολάβηση του καπνέμπορου και δημάρχου τότε Ανδρέα Παναγόπουλου μεταξύ του διευθυντή της Εταιρείας και του Σωματείου Καπνεργατών απότρεψε την πιθανή συνέχιση των επεισοδίων.

Τον Αύγουστο του 1926 στο Αγρίνιο πραγματοποιείται η μεγάλη απεργία των καπνεργατών, με θύματα την καπνεργάτρια Βασιλική Γεωργαντζέλη (πρόσφυγα) και το Θεμιστοκλή Καραμιχάλη. (Αναλυτικά για την απεργία αυτή γίνεται αναφορά σε επόμενη ενότητα).

Μετά τις εκλογές τις 19ης Αυγούστου 1928, η κυβέρνηση Βενιζέλου νομοθετεί, το γνωστό ως «Ιδιώνυμο», Νόμος 4229/24-25 Ιουλίου, «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας της ελευθερίας των πολιτών». Ο νόμος αυτός έμελλε στα χέρια των οργάνων της εξουσίας να γίνει όπλο εξόντωσης κάθε πολίτη που διαμαρτύρονταν για ζητήματα επιβιώσεως και υπερασπίσεως των συνδικαλιστικών ελευθεριών.

«Με την πρόφαση ότι ήθελε ν’ ανατρέψει βιαίως το κοινωνικό σύστημα ή προπαγάνδιζε ιδέες κι επεδίωκε την εφαρμογή τους, κάθε δημοκρατικός πολίτης συλλαμβάνονταν, βασανίζονταν και παραπέμπονταν στο δικαστήριο που συνήθως τους καταδίκαζε σε πολύχρονες φυλακίσεις και εκτόπισμά στα νησιά, Άη Στράτη, Φολέγανδρο, Ίο, Γαύδο και σε άλλα ξερονήσια». Ο νόμος αυτός γράφτηκε στην ιστορία του Ελληνικό έθνους «με τα μελανότερα γράμματα ως αντεργατικός και βάναυσος»

Ο Mark Mazower γράφει ότι η νομοθεσία του Ιδιωνύμου το 1929, «έδειξε σαφέστατα ότι οι φιλελεύθεροι θεωρούσαν κοινωνική απειλή την οργανωμένη εργασία». Σε ομιλία του το Νοέμβριο του 1929 προς τους καπνεργάτες ο Ελ. Βενιζέλος είχε αποφανθεί κατηγορηματικά: «Να εζηγούμεθα, Εάν είσθε κομμουνισταί είσθε εχθροί του Κράτους και θα διαλύσωμεν τα σωματεία σας ως εχθρικά. Δεν σας αναγνωρίζομεν το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι ίνα γίνεσθε ισχυρότεροι και εχθρικότεροι προς το Κράτος». Η εξαιρετική ασάφεια των όρων που χρησιμοποιούσε ο νόμος «περί Ιδιωνύμου αδικήματος», επέτρεπε στις αρχές να αποφασίζουν «κατά βούλησιν» ποιοι ήταν κομμουνιστές. Στη Σάμο οι χωροφύλακες προσπάθησαν να διώξουν από τη θέση του τον πρόεδρο της Τοπικής Καπνεργατικής Ένωσης, αν και η οργάνωσή του, ανήκε στην αντικομμουνιστική Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος, επικαλούμενοι τις «συγκαλυμμένες κομμουνιστικές αρχές του», και το γεγονός επίσης ότι «ήταν πρόσωπο μισητό στους καπνεμπόρους». Επίσης το 1930 το «Ιδιώνυμο» χρησιμοποιήθηκε για τη διάλυση της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας και των θυγατρικών της οργανώσεων.

Στη συνέχεια η οικονομική κρίση που ξέσπασε στην οικονομία της Αμερικής τον Οκτώβριο του 1929, είχε σοβαρότατο αντίκτυπο στις οικονομίες και των άλλων Ηπείρων και όπως ήταν επόμενο οι επιπτώσεις της ήταν τρομακτικές και για την οικονομία της Ελλάδας, με την εκδήλωση της καπνικής κρίσης. Με την κρίση αυτή οι εξαγωγές των καπνών περιορίζονται στο ελάχιστο. Τα καπνά μένουν απούλητα στα χέρια των καπνοπαραγωγών και των καπνεμπόρων και οι καπνεργάτες αντιμετωπίζουν το οξύ πρόβλημα της ανεργίας και της πείνας. «Εκμηδενίστηκε οικονομικά ικανός αριθμός καπνεμπόρων, σημειώθηκε κάμψη της καπνοπαραγωγής, ενώ οι παραγωγοί και γενικά οι πληθυσμοί των καπνικών περιφερειών οδηγήθηκαν σταδιακά στην εξαθλίωση και την απόγνωση». Η κρίση διήρκεσε τρία χρόνια δηλαδή μέχρι το 1932.

Η οικονομική κρίση από τη μια και το ιδιώνυμο από την άλλη, δημιούργησαν έντονες κοινωνικές αναταραχές σε όλες τις εργατικές τάξεις στην Ελλάδα. Οι εργάτες αμύνονται. Και η καλύτερη άμυνα ήταν οι απεργιακοί αγώνες.

Ιδιαίτερα η κρίση αυτή έγινε αισθητή στην «Κόκκινη Καβάλα», όπου υπήρχαν 14000 καπνεργάτες. Χαρακτηριστικά είναι τα αιματηρά γεγονότα που διαδραματίζονται αυτή την περίοδο (Οκτώβριος 1932) στην Καβάλα: Στις Αποθήκες των Αφων Πετρίδη, επί των οδών Βουκεφάλου και Φιλελλήνων, όπου εργάζονταν εργάτες, σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας για τη χορήγηση των επιδομάτων ανεργίας μίλησαν στους συγκεντρωμένους ο Γεράσιμος Ευαγγελίδης και ο Ταξίαρχος Ψήφος και τους κάλεσαν να αγωνιστούν. Επενέβη τότε η περίπολος της χωροφυλακής για τη διάλυση των καπνεργατών, ακολούθησε σύγκρουση και πήρε μέρος και η έφιππος χωροφυλακή. Οι εργάτες αντεπιτέθηκαν ρίχνοντας πέτρες στην έφιππο χωροφυλακή που είχε «τεράστιες σπάθες». Στη σύγκρουση έπεσε θανάσιμα τραυματισμένος από σφαίρα ο Ψαροπούλας Ιωάννης 20 ετών, ο οποίος κηδεύτηκε στη Θάσο σκεπασμένος με κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο. Τραυματίστηκε σοβαρά ο Θωμάς Κοτεμενίδης και ο Π. Λάγιος. Οι υπεύθυνοι της συγκέντρωσης και οι ομιλητές δικάστηκαν με το Ιδιώνυμο σε βαριές ποινές. Η αστυνομία και τα όργανά της «βγήκαν πάλι πάνω από το λάδι, όπως πάντα».

Άλλη μια δυναμική κινητοποίηση των καπνεργατών θα σημειωθεί στην Καβάλα στις 20 Ιουλίου 1933. Τότε η Εταιρεία Μενβενίστε, ανακοίνωσε ότι σε 3 μέρες απολύονται όλοι οι άνδρες, με την αιτιολογία ότι θα μετέτρεπε την κλασική επεξεργασία σε τόγκα, χρησιμοποιώντας μόνο γυναίκες εργάτριες. Η εργοστασιακή επιτροπή διαμαρτυρήθηκε στη διεύθυνση, η οποία όμως ήταν ανένδοτη. Το μεσημέρι λοιπόν οι καπνεργάτες δεν βγήκαν από την Καπναποθήκη. Η διεύθυνση τότε κάλεσε την αστυνομία, η οποία ήρθε και ζήτησε από τους εργάτες να βγουν έξω, διαφορετικά θα χρησιμοποιηθεί βία. Επακολούθησε «άγρια συμπλοκή μέσα στην καπναποθήκη και οι χωροφύλακες απωθούνται». Στη συνέχεια οι εργάτες ενθαρρυμένοι κλείνουν τις πόρτες και στοιβάζουν από πίσω εκατοντάδες δέματα καπνού. Τα γεγονότα γίνονται γνωστά στην πόλη και η συμπαράσταση όλων προς τους απεργούς ήταν αποφασιστική. Το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, οι επαγγελματικές οργανώσεις, η Δημαρχία, οι εφημερίδες, ζήτησαν να ικανοποιηθούν τα αιτήματα των εργατών. Ο Γ. Πέγιος δίνει την εικόνα των αποθηκών στα παράθυρα των οποίων κρέμονταν πένθιμα μαύρα τσόλια και σε μεγάλες «χάρτινες κόλλες» ήταν γραμμένα τα συνθήματα: «Οι άνδρες στην Τόγκα-ψωμί-νερό». Την πέμπτη ημέρα της απεργίας έφθασε στην Καβάλα ο Υπουργός Γεν. Διοικήσεως Θράκης, Μ. Μαντάς, ο οποίος έδωσε εντολή να αποσυρθούν οι δυνάμεις ασφαλείας, να επιτραπεί η προμήθεια νερού και τροφίμων στους έγκλειστους και συγκαλεί σύσκεψη, στην οποία διαβιβάζει ρητή και έγγραφη υπόσχεση της Κυβέρνησης Π. Τσαλδάρη ότι θα ικανοποιούσε τις δίκαιες αξιώσεις των καπνεργατών. Η σύσκεψη πραγματοποιήθηκε σε κλίμα αισιοδοξίας και το πρωτόκολλο που υπογράφηκε στις 25-9-1933, διαβεβαίωνε ότι η Κυβέρνηση θα λύσει νομοθετικά εντός 25 ημερών τα αιτήματα των καπνεργατών. Οι απεργοί δέχτηκαν αυτή τη συμφωνία με πανηγυρισμούς.

Το σημαντικότερο όφελος των καπνεργατών από την απεργία αυτή ήταν ότι κατοχυρώθηκε το καπνεργατικό επάγγελμα με το Νόμο 5817/710/1933 «Περί ασχολήσεως αρρένων καπνεργατών εν τη επεξεργασία, τόγκας», ο οποίος διατηρήθηκε για 20 χρόνια. Καταργήθηκε το 1953 επί Κυβερνήσεως Παπάγου.

Ένα μήνα μετά την απεργία η Κυβέρνηση Τσαλδάρη αθέτησε τα συμφωνηθέντα με τους καπνεργάτες της Καβάλας. Ακολούθησαν μαζικές συλλήψεις και εκτοπίσεις στελεχών που είχαν πάρει μέρος στον αγώνα. Η Κυβέρνηση έδειξε συνέπεια μόνο στο ζήτημα της «Τόγκας», ορίζοντας ότι άντρες και γυναίκες θα έπρεπε να απασχολούνται σε αναλογία 50%.

Τοπικές εκφάνσεις του εργατικού κινήματος

Το σωματείο καπνεργατών και οι κινητοποιήσεις στο Αγρίνιο. Μετά τη συνοπτική αναφορά που επιχειρήσαμε γενικά στο εργατικό κίνημα και κυρίως στις απεργιακές κινητοποιήσεις των καπνεργατών ανά την Ελλάδα, με πρωτοπόρες τις δύο καπνουπόλεις Βόλο και Καβάλα, προκειμένου να καταγραφεί η αρχική οργάνωση των εργατών και η εξέλιξη και η συγκρότηση της ταξικής ταυτότητάς τους, θα αναφερθούμε στην παρούσα ενότητα στην οργάνωση των καπνεργατών και στη «γεγονολογία» των απεργιακών κινητοποιήσεων ειδικά στο Αγρίνιο μέχρι τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936.

Για την καταγραφή των απεργιών, των συμπλοκών με τη χωροφυλακή που ακολουθούσαν συνήθως και των αποτελεσμάτων που είχαν, οι πληροφορίες προέρχονται από την ελάχιστη τοπική βιβλιογραφία (Γ. Παπατρέχας, Β. Πατρώνης, Κ. Μπάδα) και τις εφημερίδες της εποχής (Αθηναϊκές, Πατράίκές, Τοπικές), αλλά και από την αξιοποίηση της προφορικής ιστορίας στο βαθμό, που αυτό ήταν εφικτό.

Το 1911 ιδρύεται το Σωματείο Καπνεργατών και το έτος αυτό, συμβατικά, είναι το γενέθλιο του εργατικού κινήματος στο Αγρίνιου. Η ίδρυσή του οφείλεται στη διάδοση των ιδεών του σοσιαλισμού και του εργατικού συνδικαλισμού, που διακινούνταν στην περιοχή λόγω της γειτνίασης με την Πάτρα και ιδιαίτερα μετά την επέκταση της σιδηροδρομικής γραμμής του Σ.Β.Δ.Ε. στο Κρυονέρι. Η περίοδος αυτή ήταν κατάλληλη για τη δημιουργία του Σωματείου, αφού από την πρώτη δεκαετία του 20ου αι. το εμπόριο των καπνών συστηματοποιείται και παύει να γίνεται ευκαιριακά από κάποιους εμπόρους, όπως συνέβαινε τον προηγούμενο αιώνα. Παράλληλα είχε αρχίσει και η κατάλληλη επεξεργασία καπνών ώστε να εξασφαλίζεται η ποιότητα και η καλή φήμη των καπνών του Αγρίνιου στις αγορές του εξωτερικού. Η συστηματοποιημένη επεξεργασία προφανώς απαιτούσε κατάλληλους χώρους, αλλά και ειδικευμένο προσωπικό, καπνεργάτες, οι οποίοι αναλαμβάνουν τη διαλογή, κατάταξη και δεματοποίηση των καπνών. Στους χώρους εργασίας, τα καπνομάγαζα της πόλης διαμορφώνεται η εργατική συνείδηση και προκύπτει η ανάγκη δημιουργίας του Σωματείου καπνεργατών.

Τα ιδρυτικά μέλη του πρώτου αυτού εργατικού σωματείου του Αγρίνιου, που ονομάστηκε «Αλληλοβοήθεια» αποτέλεσαν οι: Δημ. Σακαρέλης, Στέργιος Κασούμης, Αριστείδης Παρθένης, Απόστολος Μυτηλιός, Θεμιστοκλής Κλάκιας, Απόστολος, Λιάκος, Σωτήρης Κουτσομήτσος, Δημ. Τριανταφύλλου, Θόδωρος Καρότος, Επαμεινώνδας Βασιλείου, Βασ. Καρναούτης, Χρ. Ευαγγέλου ή Νιάκας.

Το Σωματείο Καπνεργατών πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Αγρίνιου το 1918 και αποτέλεσε τον κύριο κορμό του εργατικού κινήματος της πόλης για τις επόμενες τρεις δεκαετίες. Η επέκταση των καπνομάγαζων – καπναποθηκών και ο ερχομός των προσφύγων της Μ. Ασίας και του Πόντου αύξησε τον αριθμό των καπνεργατών-καπνεργατριών, ο οποίος ξεπέρασε τις 2000 και οι αγώνες τους πήραν μαζικό και μαχητικό χαρακτήρα. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις των καπνεργατών πολλές φορές κατέληγαν σε συμπλοκή με τη χωροφυλακή και με δυνάμεις στρατού, που κατέφθαναν, με αποτέλεσμα αιματηρά επεισόδια.

Η αγωνιστικότητα και μαχητικότητα της καπνεργατικής τάξης, πήγαζε από τις εργασιακές σχέσεις με τους εργοδότες, οι οποίες ανατρέπονταν συνέχεια ανάλογα με τις ανάγκες σε εργατική δύναμη που είχε το καπνεμπόριο. Οι καπνεργάτες απέναντι στο φάσμα της ανεργίας και της υποαπασχόλησης αντιτάσσουν τη συνδικαλιστική τους δραστηριότητα και τη συλλογική διαπραγμάτευση της εργατικής τους δύναμης. Έτσι γίνεται κατανοητή η υψηλή συμμετοχή στο Σωματείο τους. Η μαχητικότητα των Καπνεργατών πήγαζε επίσης και από την ιδιομορφία της εργασιακής διαδικασίας, η οποία ελεγχόταν στο σύνολό της από τους ίδιους. Το «σαλόνι», ο χώρος όπου οι καπνεργάτες – καπνεργάτριες επεξεργάζονταν τα καπνά ενίσχυε τη συλλογικότητα και ευνοούσε τη διακίνηση και προπαγάνδιση σοσιαλιστικών ιδεών.  Προσφερόταν έτσι «για την ανάπτυξη μιας ιδιότυπης εργατικής δημοκρατίας του τόπου δουλειάς, που έβρισκε την έκφρασή της στην επιτροπή του «σαλονιού» Η επιτροπή μοίραζε τη δουλειά, την επόπτευε και ταυτόχρονα εκπροσωπούσε τους εργάτες απέναντι στην εργοδοσία».

«Τα σαλόνια της επεξεργασίας καπνού είχαν καταστεί κυψέλες εργασίας, με τις χιλιάδες των καπνεργατών και καπνεργατριών που συνέθεταν ένα συμπαγές προλεταριάτο, το οποίο στην αρχή του 20ου αι. θα οργανωθεί και θα γίνει η πρωτοπορία του Εργατικού Κινήματος της χώρας».

Αυτό που έκανε πιο συμπαγές το μέτωπο των καπνεργατών ήταν ότι οι γυναίκες, οι αδελφές, οι γειτόνισσες, απασχολούνταν στην ίδια επιχείρηση. «Αυτές ακριβώς οι άτυπες και οργανωμένες σχέσεις των καπνεργατών στο καπνεργοστάσιο, διαπλεκόμενες με στοιχεία μιας αλληλέγγυας στάσης στη συνοικία και στη γειτονιά, ενδυνάμωναν τη συνοχή και τη μαχητικότητα της καπνεργατικής τάξης, διεύρυναν τις εμπειρίες της, ενώ την καταστούσαν ικανή να δρα και να συμπεριφέρεται αυτόνομα και με σιγουριά στον κοινωνικό χώρο.

Παράλληλα σε κάθε καπνεπιχείρηση μέχρι το 1925 που ο συνδικαλισμός ήταν ισχυρός, υπήρχαν αντιπρόσωποι του σωματείου, οι οποίοι είχαν λόγο για τις προσλήψεις. Το συνδικαλιστικό βιβλιάριο ήταν απαραίτητο για την εισδοχή στο επάγγελμα. Το μέτρο αυτό θεωρούνταν αναγκαίο για να εξασφαλιστούν οι συλλογικές συμφωνίες οι οποίες, εξαιτίας της απουσίας της σχετικής νομοθεσίας, κάλυπταν μόνο τα μέλη του σωματείου. Με δεδομένο ότι οι κομμουνιστές είχαν την απόλυτη σχεδόν πλειοψηφία στο καπνεργατικό σωματείο, αυτό ενίσχυε την πολιτική ομογενοποίηση και ομοιομορφία του καπνεργατικού κλάδου, αλλά δημιουργούσε και τις συνθήκες για μετωπική σύγκρουση με την εργοδοσία.

Διαπιστώνεται λοιπόν ότι μέσω των «επιτρόπων σαλονιών» και των εκπροσώπων του σωματείου οι καπνεργάτες εξασφάλιζαν τον απόλυτο έλεγχο της εργασιακής διαδικασίας και ασκούσαν συνδιοίκηση στις επιχειρήσεις ή πιο σωστά μια προχωρημένη μορφή εργατικού ελέγχου, πρωτοφανούς για το Ελληνικό εργατικό κίνημα. Αυτό προϋποθέτει μια νοοτροπία της διαδικασίας της εργασίας όχι μόνο ανεξάρτητης από τις ιδιοκτησιακές σχέσεις, αλλά και ανταγωνιστικής απέναντι τους.

Ενδεικτικό αυτής της νοοτροπίας των καπνεργατών είναι το απόσπασμα από μια έκθεση του Υπουργείου Εθνικής οικονομίας το 1929: «Ούτω ο καπνεργάτης ως επί το πλείστον αγνοών πλέον τελείως τα δικαιώματα και τον ρόλον του εργοδότου, θεωρεί την εργασίαν του καπνού ως δικαίωμά του αποκλειστικόν μη εξαρτώμενον από την θέλησιν ουδενός και μη υπαγόμενον εις ουδένα περιορισμόν, φθάνει δε μέχρι του να θεωρή πάσαν διαταγήν του εργοδότου σχετικήν προς την εργασίαν ως παρέμβασιν τρίτου εις τα δικαιώματά του. Το συχνάκις εμφανιζόμενον φαινόμενου εργάτου απολνομένου παρά του εργοδότου και αρνουμένου να φύγη από την καπναποθήκην ή εργάτου αναλαμβάνοντος εργασίαν αυθαιρέτως εις καπναποθήκην, παρά την θέλησιν του εργοδότου, είναι χαρακτηριστικόν της τοιαϋτης ψυχολογικής καταστάσεως».

Η συνδικαλιστική ενεργοποίηση των καπνεργατών εκφραζόταν και πολιτικά. Στις βουλευτικές εκλογές οι καπνεργάτες σύσσωμοι σχεδόν υποστήριζαν κομμουνιστές υποψηφίους. Στις δημοτικές εκλογές, όπου η πολιτική αντιπαράθεση επεκτεινόταν στη μικρή κοινωνία της πόλης, οι καπνεργάτες παρά τις κινδυνολογίες των αστικών κομμάτων, ψήφιζαν υποψήφιους του ΚΚΕ. Ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν οι περιπτώσεις του Δ. Παρτσαλίδη στην Καβάλα και του Μενύχτα στις Σέρρες, που ήταν οι πρώτοι «κόκκινοι δήμαρχοι», που εκλέχτηκαν χάρη στις ψήφους των καπνεργατών. Επίσης ένα μεγάλο μέρος των στελεχών του ΚΚΕ προέρχονταν από τις τάξεις τους.

Στο Αγρίνιο του Μεσοπολέμου δεν υπάρχει κάτι ανάλογο με αυτό, λόγω ότι το ΚΚΕ δεν παρουσίαζε αυτόνομου υποψήφιο στις δημοτικές εκλογές. Στη γειτονική κοινότητα του Αγίου Κωνσταντίνου όμως, όπου κυρίως κατοικούσαν οι πρόσφυγες καπνεργάτες, στις δημοτικές εκλογές του 1934 οι κομμουνιστές υποψήφιοι κατάφεραν να εκλέξουν 4 από τα 6 μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου.

Στο Εργατικό Κίνημα του Αγρίνιου, κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, δραστηριοποιούνταν και μια ομάδα Αρχειομαρξιστών, η οποία αυτοαποκαλούνταν «Αριστερή Αντιπολίτευση». Οι Αρχειομαρξιστές κυριαρχούσαν στο σωματείο των υποδηματεργατών (τσαγκαράδων) και είχαν δημιουργήσει ισχυρούς πυρήνες στο σωματείο των ραπτεργατών και των καπνεργατών. Η προσπάθειά τους να αυξήσουν την επιρροή τους στο χώρο των καπνεργατών κατέληξε σε επεισόδια και συγκρούσεις με τους συνδικαλιστές του ΚΚΕ τελικά στη δημιουργία και νέου καπνεργατικού σωματείου καπνεργατών το 1930, το οποίο οι κομμουνιστές το αποκαλούσαν περιφρονητικά «Κίτρινο», (κατασκεύασμα της εργοδοσίας και της Ασφάλειας), ενώ το δικό τους το ονόμαζαν «Κόκκινο»).

Ανάμεσα στα δύο σωματεία υπήρχε μια αντιπαλότητα και οι μεν λειτουργούσαν αντίθετα από τους δε. Ενδεικτική της συμπεριφοράς είναι η στάση τους απέναντι στην Εταιρεία Παπαστράτου τον Απρίλιο του 1930. Η εταιρεία είχε μία αρκετά μεγάλη ποσότητα σκάρτων (της κατώτερης ποιότητας καπνών), που η επεξεργασία τους ήταν ασύμφορη με τα καθιερωμένα ημερομίσθια. Για τούτο πρότεινε στα σωματεία, να γίνει η επεξεργασία με μειωμένα ημερομίσθια, εκμεταλλευόμενη προφανώς και την ανεργία που υπήρχε. Διαφορετικά θα αναγκαζόταν να τα μεταφέρει αλλού. Το σωματείο των Αρχείων, το «Κίτρινο», με πρωτοστάτες τον Πάνο Αναστασίου και τον Τριαντάφυλλο Καπετανάκη αρνήθηκε τον συμβιβασμό και κάλεσε σε απεργία. Το αντίπαλο σωματείο, το «κόκκινο», αντιδρώντας στου Αρχείους δέχτηκε την πρόταση της εταιρείας. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνουν επεισόδια και μικροσυμπλοκές και η Αστυνομία συνέλαβε όσους θεώρησε πρωταίτιους από το «κίτρινο» σωματείο, οι οποίοι καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές με βάση το νόμο 4229, το Ιδιώνυμο δηλαδή.

Σχετικά με την πορεία των Αρχειομαρξιστών του Αγρίνιου αναφέρεται ότι στη δικτατορία του Μεταξά οι σημαντικότεροι εξορίστηκαν ή φυλακίστηκαν. Στη συνέχεια και ενώ οι περισσότεροι είχαν προσχωρήσει στο ΕΑΜ θα βρουν τραγικό τέλος όταν το 1944-45 τουλάχιστον 10 από αυτούς θα δολοφονηθούν από ένοπλες δυνάμεις, οι οποίες ελέγχονταν από το σκληρό πυρήνα του ΚΚΕ, χωρίς να προηγηθεί έστω και συνοπτική διαδικασία.

Η κλιμάκωση των κινητοποιήσεων στο Αγρίνιο (α’ φάση)

Στην πρώτη φάση των καπνεργατικών αγώνων η οποία διαρκεί μέχρι το 1926, οι καπνεργάτες αγωνίζονται για μεγαλύτερο ημερομίσθιο και για να πετύχουν της απαγόρευση της εξαγωγής ανεπεξέργαστων τα καπνών. Κατά την περίοδο αυτή ο τρόπος επεξεργασίας του καπνού, αποτελεί κύριο σημείο της ταξικής πάλης. Βασική επιδίωξη των επιχειρηματιών ήταν να μειώσουν το κόστος της καπνεπεξεργασίας, ενώ των εργατών να εξασφαλίσουν απασχόληση. Οι εργοδότες ζητούσαν αλλαγή και απλοποίηση της επεξεργασίας, επικαλούμενοι τις προδιαγραφές που έθεταν οι ξένοι αγοραστές. Οι καπνεργάτες όμως, έβλεπαν ότι ότι με την απλούστευση της επεξεργασίας μειώνονταν δραστικά ο αριθμός των ειδικευμένων ανδρών σε κάθε επιχείρηση, υπέρ της εργασίας των ανειδίκευτων καπνεργατριών. Και φυσικά οι εργάτες, πίσω από την αλλαγή της εργασιακής διαδικασίας, διέβλεπαν την προσπάθεια των καπνεμπόρων από τη μια να μειώσουν το κόστος, αφού τα γυναικεία ημερομίσθια ήταν πολύ κατώτερα των ανδρικών και από την άλλη να κάμψουν το πιο μαχητικό τμήμα του καπνεργατικού κινήματος, τους ειδικευμένους άνδρες καπνεργάτες και να μειώσουν έτσι τη διαπραγματευτική δύναμη του κλάδου.

Οι κινητοποιήσεις των καπνεργατών στο Αγρίνιο κλιμακώνονται με αποκορύφωμα την αιματοβαμμένη απεργία του 1926. Η αφορμή βέβαια είναι παλαιότερη. Ήδη από το 1920 εκδηλώθηκε η αρχή της σύγκρουσης καπνεργατών και καπνεργοδοσίας για το θέμα της «τόγκα». Πρόκειται για την απλή επεξεργασία καπνού, κατά την οποία γίνεται διαλογή ποιοτική ταξινόμηση και δεματοποίηση των καπνόφυλλων.

Το σύστημα της «τόγκα» είχε αρχίσει να εφαρμόζεται για πρώτη φορά στο Αγρίνιο το 1910, από την εταιρεία «Αυγερινός και Παπαστράτος», σύμφωνα με τις υποδείξεις του εργοστασίου Κωνσταντίνου (Ανόβερο Γερμανίας), που ήδη είχε εφαρμόσει το ίδιο σύστημα και για τα καπνά της Σμύρνης, όπως αναφέρει ο καπνέμπορας ο Ευ. Παπαστράτος.

Την ίδια εποχή, δηλαδή στα 1910, ήρθαν από τη Δράμα στο Αγρίνιο καπνοτεχνίτες και εμπειρογνώμονες, «experts», των καπνών ανατολικού τύπου, άλλοι με πρόσκληση καπνεμπορικών γραφείων κι άλλοι φεύγοντας τον κίνδυνο των κομιτατζήδων. Μεσολάβησαν οι πόλεμοι 1912-1913 και ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, που προκάλεσαν όχι στασιμότητα στα εξαγώγιμα καπνά και αναστολή κάθε δραστηριότητας του εργατικού σωματείου.

Το 1920 έγινε, με αφορμή το σύστημα «τόγκα», πραγματοποιείται η πρώτη σύγκρουση των εργατών με την εργοδοσία. Οι καπνεργάτες κατηγόρησαν τους εργοδότες, γιατί τώρα με το νέο σύστημα χρησιμοποιούσαν κυρίως γυναίκες για να πληρώνουν πιο φθηνά μεροκάματα, με αποτέλεσμα να μένουν άνεργοι οι άντρες καπνεργάτες. Έβλεπαν δηλαδή οι καπνεργάτες ότι το σύστημα της τόγκας είχε επιβληθεί μόνο «για λόγους κερδοσκοπίας του καπνεμπορίου» και όχι σαν «αξίωση των πελατών του εξωτερικού». Γι’ αυτό στράφηκαν κατά του νέου τρόπου συσκευασίας και οργάνωσαν «πάνδημο συλλαλητήριο διαμαρτυρίας με μαύρες σημαίες, δραματικές επιγραφές και ψηφίσματα κατά των αδελφών Παπαστράτου. Ο Ευάγγελος Παπαστράτος κατηγορεί ευθέως βουλευτές και πολιτευτές του νομού Αιτωλοακαρνανίας, ότι καλλιέργησαν κλίμα όξυνσης, για ψηφοθηρικούς λόγους, μ’ αποτέλεσμα να προκαλέσουν «ευρύτερη κοινωνική αναταραχή». Επακόλουθο εκείνης της αναταραχής ήταν η Εταιρεία Αδελφών Παπαστράτου να αποσυρθεί για δυο χρόνια από την αγορά.

Το 1922 η Βασιλική Κυβέρνηση, δεχόμενη ίσως πιέσεις πολιτευτών και βουλευτών, όπως εκτιμά ο Ευ. Παπαστράτος, ψήφισε νόμο που απαγόρευε την επεξεργασία καπνού με το σύστημα της τόγκας. Αργότερα το 1925, ο νόμος κρίθηκε αντισυνταγματικός και καταργήθηκε, αλλά στο διάστημα που μεσολάβησε η ζημιά ήταν μεγάλη και πολλά καπνά έμειναν απούλητα και πολλά μεροκάματα χάθηκαν. Με διάταξη του νέου νόμου υποχρεώνονταν οι επιχειρήσεις στην αναλογική πρόσληψη γυναικείου και αντρικού προσωπικού που έπρεπε να χρησιμοποιείται για το σύστημα επεξεργασίας «τόγκα».

Ανεξάρτητα από το αν η «τόγκα» επιβλήθηκε από απαίτηση των ξένων αγοραστών ή όχι, γεγονός είναι, ότι ευνοούσε τους Καπνεμπόρους, – γιατί τα μεροκάματα των γυναικών δεν έφταναν ούτε το μισό των ανδρών και ιδιαίτερα μετά το 1922, με την εγκατάσταση των προσφύγων στην περιοχή, η μεγάλη προσφορά εργατικών χεριών κατέβασε τα γυναικεία μεροκάματα σε πολύ χαμηλά επίπεδα.

Και ανάλογο γίνεται και στην Καβάλα, μεγάλο κέντρο επεξεργασίας καπνού, όταν καταργήθηκε η κλασική επεξεργασία, η οποία είχε υψηλό κόστος και επικράτησε η «τόγκα», πιο συμφέρουσα επεξεργασίας με φθηνότερο κόστος για το καπνεμπόριο. Το καπνεμπόριο για να πετύχει την απλοποίηση της επεξεργασίας του καπνού και τη μείωση του κόστους, προσλάμβανε μεγάλο ποσοστό γυναικών με μικρά ημερομίσθια και με μείωση ή και αποκλεισμό των άντρων από την καπνεπεξεργασία.

Μια καταγραμμένη προφορική μαρτυρία προστίθεται να επιβεβαιώσει τα προαναφερθέντα:

«Το κακό έγινε με τη Τόγκα. Το δικό μας σωματείο ήταν ισχυρό. Τα αφεντικά έφεραν την τόγκα και για αυτή έπαιρναν μόνο γυναίκες, κι άντρες μας έμεναν χωρίς δουλειά. Τους συνέφερε να παίρνουν μόνο γυναίκες, γιατί το μεροκάματο ήταν μόνο το ένα τρίτο από αυτό που έπαιρναν οι άντρες. Να φανταστείς ότι όταν οι άντρες έπαιρναν ενενήντα δραχμές, οι γυναίκες παίρναμε τριάντα επτά. Γιατί να μην παίρνουν εμάς στην τόγκα…».

Από δω και μετά τα πράγματα οξύνονται. Πολύ σύντομα ξεσπάει νέο πρόβλημα.

Τον Ιούνιο του 1926, δημιουργούνται σοβαρές προστριβές μεταξύ των καπνεργατών και της καπνεξαγωγικής Εταιρείας «Generale», την οποία διευθύνει ο Οδυσσέας Ηλιού. Η Εταιρεία αποφασίζει να μεταφέρει τα καπνά της στο Βόλο για επεξεργασία, «λόγω διαφόρων αιτημάτων των καπνεργατών επί εσωτερικής φύσεως των καπναποθηκών».

Όταν η Εταιρεία φόρτωσε τα καπνά να τα μεταφέρει στο Βόλο, οι καπνεργάτες εφορμούν στο σιδηροδρομικό σταθμό και εκφορτώνουν βίαια τα δέματα καπνού από τα βαγόνια και τα επαναφέρουν στις καπναποθήκες, για να γίνει η επεξεργασία από τους εργάτες στο Αγρίνιο και όχι στο Βόλο. Ο τότε δήμαρχος Αγρίνιου Ανδρέας Παναγόπουλος, μεσολάβησε και κατάφερε να επικρατήσει η διαλλακτικότητα και η σύνεση ώστε να λυθεί το πρόβλημα ανάμεσα στην εξαγωγική εταιρεία και τους καπνεργάτες. Και φυσικά η επεξεργασία των καπνών της συγκεκριμένης εταιρείας έγινε στο Αγρίνιο.

Το χρονικό της αιματοβαμμένης απεργίας στο Αγρίνιο 9 Αυγούστου 1926

Οι οικονομικές εξελίξεις του 1926 και η κατακόρυφη άνοδος της τιμής του συναλλάγματος είχαν άμεσες ευεργετικές επιπτώσεις στο εξαγωγικό εμπόριο και ιδιαίτερα στις εξαγωγές καπνών που πληρώνονταν σε συνάλλαγμα. Η αγγλική λίρα είχε πραγματοποιήσει άλμα από τις 350 στις 450 δρχ., με αποτέλεσμα οι καπνέμποροι να κερδίζουν μεγάλα ποσά. Αυτή η οικονομική κατάσταση που ευνοούσε τους Καπνεμπόρους, επόμενο ήταν να οδηγήσει σε κινητοποιήσεις το καπνεργατικό Σωματείο Αγρίνιου, το οποίο απαιτούσε να δοθεί στους καπνεργάτες ανάλογη αύξηση.

Μπροστά στα αιτήματα των Καπνεργατών, οι Καπνέμποροι ανακοίνωσαν στις 31/7/26, χορήγηση αύξησης 5 δρχ. στα ανδρικά μεροκάματα, η οποία θα δινόταν αναδρομικά από τις 12 του μήνα. Αυτή όμως η ελάχιστη αύξηση θεωρήθηκε κοροϊδία για τους εργαζομένους, οι οποίοι από την πλευρά τους απαιτούσαν μεγαλύτερη αύξηση. Συγκεκριμένα αξίωναν 130δρχ. ως ανώτατο όριο για τα ανδρικά και 15% για τα γυναικεία μεροκάματα, για να έχουν περιθώρια διαπραγματεύσεων με τους εργοδότες. Η εργοδοσία όμως επιμένει να αυξήσει στις 5 δρχ. για τα «πρώτα χέρια» δηλ. 90 δρχ. μεροκάματο, ενώ δεν συζητούσε καθόλου για τις γυναίκες, οι οποίες καθηλώνονταν στις 37 δρχ. Η αδικία για τις καπνεργάτριες ήταν «κατάφωρη». Το σωματείο επειδή θεωρούσε δυνατή τη μεγαλύτερη αύξηση των ημερομισθίων και πίστευε ότι τελικά η εργοδοσία θα υποχωρήσει, κήρυξε απεργία το Σάββατο 31/7/1926 και ώρα 11:30. Ο Νομάρχης Αιτωλοακαρνανίας προσπάθησε να φέρει συνδιαλλαγή στις δυο αντίπαλες πλευρές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Και οι δύο παρέμεναν στις αρχικές τους θέσεις και δεν υπήρχε διάθεση συνδιαλλαγής. «Οργανωτής και καθοδηγητής της απεργίας ήταν η κομμουνιστική οργάνωση και οι κομμουνιστές ήταν η σπονδυλική στήλη […]. Αυτή άλλωστε ήταν η μόνιμη γραμμή του Κ.Κ. με τις φράξιες σε κάθε μαζικό φορέα».

Αυτή την περίοδο υπήρχε πολιτική αναμέτρησης και κατάσταση έντασης σε όλη της Ελλάδα αφού η δικτατορία του Πάγκαλου περνούσε τις τελευταίες μέρες. Και τα γεγονότα του Αγρίνιου πρέπει να τα δούμε σε κάποια συνάρτηση με το γενικότερο κλίμα.

Αμέσως μετά την κήρυξη της απεργίας, οι απεργοί αποφασίζουν την αυστηρή περιφρούρησή της: Συγκεντρώνονταν κατά ομάδες έξω από τις καπναποθήκες και εμπόδιζαν τη λειτουργία τους με απεργοσπάστες ή «ελεύθερους εργάτες». Τη νύχτα κοιμόνταν έξω από αυτές τοποθετώντας σκοπούς με «νούμερα» για να μην πλησιάσουν οι ιδιοκτήτες. Από αυτή τη στάση των απεργών προκλήθηκαν πολλά επεισόδια. Ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο καταγράφεται σε Αθηναϊκή εφημερίδα: «Ο υιός του δολοφονηθέντος παρά το Σοροβίγλιον καπνεμπόρου Κατσιμπίνη Ευστάθιος, επειγόμενος να αποστείλη δέματα καπνού εις το καπνεμπορικόν οίκον ‘Λέρτα’, ούτινος τυγχάνει αντιπρόσωπος, κατήλθεν εις την καπναποθήκην του ευρισκομένην κάτωθεν της οικίας του. Οι απεργοί μόλις τον αντελήφθησαν προσεπάθησαν να τον απομακρύνουν. Την στιγμήν εκείνην κατήρχετο της οικίας εις την αποθήκην και η μήτηρ του Κατσιμπίνη, ήτις αντιληφθείσαν κακώς την προσπάθειαν των απεργών και νομίσασα ότι κινδυνεύει ο υιός της ήρχιζε να φωνάζη. Εις τας φωνάς αυτής έτρεξεν ο γαμβρός επ’ αδελφή του Κατσιμπίνη, όστις προς εκφοβισμόν επυροβόλησεν εις τον αέρα, διασκορπισθέντων ούτω των απεργών».

Την Παρασκευή 6/8/1926 η Διοίκηση του σωματείου δημοσίευσε προκήρυξη, με την οποία απευθύνονταν σε όλη την κοινωνία του Αγρίνιου και την καλούσε να συμπαρασταθεί στον αγώνα τους: «Προς όλους τους εργάτας, αγρότας, πρόσφυγας, μικροαστούς και εις όσους γενικώς συμμερίζονται τον αγώνα των καπνεργατών από την κοινωνία Αγρίνιου […]. Ο καπνεργατικός κόσμος Αγρίνιου δια της προκηρύξεώς του απευθύνεται σε σας όλους που αισθάνεστε την δυστυχία, σας ζητεί να ενώσετε την φωνή σας με των πεινασμένων για να επιβάλλουμε στους καπνεμπόρους και στας αρχάς, που αδιαφορούν για την πείνα μας, να γίνουν δεκτά τα αιτήματά μας, να πάρουμε το ολοφάνερο δίκαιό μας….».

Το Σάββατο 7/8/1926 η απεργία κλείνει 8 μέρες. Το Δημοτικό Συμβούλιο συνέρχεται σε έκτακτη συνεδρίαση με μοναδικό θέμα την απεργία. Αυτό δείχνει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Ο Δήμαρχος Ανδρέας Παναγόπουλος απουσιάζει (στον Άγιο Βλάση) και τον αναπληρώνει ο Λάμπρος Τσιτσιμελής. Οι Δημοτικοί Σύμβουλοι θεωρούν το ζήτημα «σπουδαίον» και διαπιστώνουν «ότι επήλθε κρίσις στην αγοράν» πράγμα αναμενόμενο, γιατί μια απεργία τόσων ημερών, επόμενο ήταν να νεκρώσει την αγορά, τη στιγμή που οι 2000 και πλέον καπνεργάτες αποτελούσαν κινητήριο δύναμη για την πόλη. Μια πόλη που ο πληθυσμός της τότε ήταν περίπου 15.000 κάτοικοι. Και οι μαγαζάτορες και οι έμποροι όλοι καρτερούσαν το βδομαδιάτικο του καπνεργάτη και της καπνεργάτριας για να κινηθούν. «Για αυτό το λόγο ο εμπορικός σύλλογος στήριζε τους αγώνες των καπνεργατών ακόμα και όταν ελάμβαναν ακραίες μορφές». Το Δημοτικό Συμβούλιο κατανοεί την κρισιμότητα της κατάστασης και αποφασίζει να παίξει ενεργό ρόλο, κρατώντας όμως ίσες αποστάσεις, «δεν δύναται να τεθεί με το μέρος της μιας ή της άλλης μερίδος» κι ο «Δήμαρχων» Λάμπρος Τσιτσιμελής αναγνωρίζει στους εργάτες ότι «Έχουσιν εν μέρει δίκαιον» και συνιστά μετριοπάθεια και διαλλακτικότητα.

Παρόλα αυτά δεν υπάρχει καμιά εξέλιξη στις διαπραγματεύσεις, οι οποίες ουσιαστικά είχαν διακοπεί. Ο Γερ. Παπατρέχας εκτιμά ότι υπήρξε αδιαλλαξία και από τις δύο πλευρές, τουλάχιστον την πρώτη βδομάδα της απεργίας. Η αξίωση για αύξηση 40% στα αντρικά μεροκάματα δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί, αλλά και η αύξηση των 5 δρχ. που δίνουν οι εργοδότες δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ικανοποιητική. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι και η σχέση των ανδρών απέναντι στις γυναίκες καπνεργάτριες ήταν «λεόντεια». Ενώ για τα δικά τους μεροκάματα ζητούσαν αύξηση περίπου 41% δηλαδή 35 δρχ, για τα αντίστοιχα γυναικεία ζητούσαν 15% δηλαδή λιγότερο από έξι δρχ. Είναι μια αδικία που γίνεται σε βάρος των γυναικών από τους ίδιους τους συναδέλφους τους, οι οποίοι κρατούν για λογαριασμό τους, τη μερίδα του λέοντος.

Η απεργία συνεχίζεται και οι καπνεργάτες εκτιμούν ότι η κατάσταση γινόταν δυσκολότερη. Οικονομική αντοχή δεν υπήρχε για πολλές μέρες, ο απεργοσπαστικός μηχανισμός ήταν σε δράση, οι ανάγκες ήταν πιεστικές και η απεργία σταδιακά θα εκφυλλιζόταν. Γι’ αυτό το σωματείο αποφασίζει τη μαχητική παρουσία με μαζικές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις.

Ζητά λοιπόν από τη στρατιωτική αρχή Μεσολογγίου να τους χορηγηθεί άδεια να συγκεντρωθούν το πρωί της Δευτέρας 9/8/26 στο χώρο της «Αγ. Σωτήρας». Πρόκειται για το ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Πάρκο Αγρίνιου, χώρος ο οποίος τότε ήταν «εκτός πόλεως». Πιθανόν το μέρος αυτό επιλέχτηκε μετά από άρνηση των Αρχών να παραχωρήσουν στους καπνεργάτες την Πλατεία Αγοράς, (σημερινή Ειρήνης), όπου κατά παράδοση γίνονταν πολιτικές εκδηλώσεις, αλλά και συγκεντρώσεις απεργών.

Τη Δευτέρα από το πρωί 6:00 η ώρα, άρχισαν να συγκεντρώνονται ομάδες-ομάδες στον προκαθορισμένο χώρο. Ντόπιοι και πρόσφυγες, γυναίκες και παιδιά ενωμένοι σε ένα κοινό αγώνα επιβίωσης. Είχαν περάσει 10 μέρες απεργίας, χωρίς καμία κατάληξη, χωρίς συνδιαλλαγή και η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Οι αρχές προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν επεισόδια αποφάσισαν να αποκλείσουν τις οδούς που οδηγούσαν προς το κέντρο της πόλης. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποίησαν δυο τμήματα τα οποία θα παρατάσσονταν στις κατάλληλες θέσεις: Ένα ισχυρό τμήμα της Χωροφυλακής με τον ταγματάρχη Ζαμπετάκη παρατάχτηκε «ολίγον άνωθεν του ταχυδρομείου και εις την καμπήν της οδού Αγρίνιου-Αμφιλοχίας». Κι ένα άλλο στρατιωτικό τμήμα με επικεφαλής τον ανθυπολοχαγό Κ. Κρέτση, «εξ Ευζώνων του 2/39 Συντάγματος», παρατάχτηκε «επί της αυτής οδού κάτωθεν του εξοχικού κέντρου Χαραυγή».

Στις 8:00 το πρωί ξεκίνησε η εκδήλωση με ομιλητές από τη διοίκηση του σωματείου, οι οποίοι αφού έκαναν τον απολογισμό, πρότειναν τη συνέχιση της απεργίας. Η συγκέντρωση ήταν επιβλητική, μαχητική και είχε υψωθεί μαύρη σημαία πάνω στην οποία γράφονταν τα εξής: «Δίκαια η απαίτησις: ή 100 δράμια ψωμί ή ένα χρόνο απεργία». Μετά από μια ώρα η εκδήλωση τέλειωσε, με ομόφωνη απόφαση για συνέχεια του αγώνα και «ακολούθως συστάσει του απεργού Ντούβα ήρχισαν να διαλύονται και άλλοι κατηυθύνθησαν εις τον προσφυγικόν συνοικισμόν του Αγίου Κωνσταντίνου και άλλοι προς την πόλιν δια της οδού Αμφιλοχίας-Αγρίνιου». Από το τμήμα που κατευθύνεται προς την οδό Παπαστράτου, προπορεύεται «μία θορυβώδης ομάς εργατριών». Φτάνουν στο σημείο, όπου τώρα είναι το περίπτερο και βρίσκονται αντιμέτωποι με ισχυρή δύναμη της χωροφυλακής. Ο επικεφαλής Ζαμπετάκης τους προτρέπει «να διαλυθούν και να κατέλθουν εις την πόλιν ανά δυο». Οι απεργοί τον διαβεβαιώνουν ότι δεν πρόκειται να διαδηλώσουν και ότι η συγκέντρωση είχε διαλυθεί.

Από εκείνη τη στιγμή τα γεγονότα εξελίσσονται με γοργούς ρυθμούς. Εκεί στο δημόσιο δρόμο διαδραματίζεται η σύγκρουση. Η συνάντηση των απεργών, γυναικών και ανδρών στο δρόμο με τη χωροφυλακή, είχε όλα τα στοιχεία της σύγκρουσης, που χαρακτηρίζει τις απεργίες παλαιού τύπου στις κινήσεις και τους ήχους, τη βιαιότητα στο λόγο και τη βία στις πράξεις, που συνθέτουν «ένα ψυχόδραμα, όπου απελευθερώνονται οι απωθημένες τάσεις».

«Επειδή δεν υπήκουσαν [στη διαταγή να διαλυθούν] προεκλήθη συμπλοκή, καθ ’ ην ερρίφθησαν πολλοί πυροβολισμοί, αποτέλεσμα των οποίων υπήρξεν ο φόνος δύο εργατών και ο τραυματισμός ετέρων δύο». Τα θύματα ήταν δύο: η καπνεργάτρια η Βασιλική σύζυγος Γεωργίου Γεωργαντζέλη και ο «νεαρός, σχεδόν παιδί» Θεμιστοκλής Νικ. Καραμιχάλης. «Οι λοιποί εργάται προ της θέας των φονευθέντων οι απεργοί εξεμάνησαν και ώρμησαν προς την στρατιωτικήν ζώνην, την οποίαν αφού διέσπασαν κατήρχοντο προς την πόλην φωνάζοντας: -Φωτιά-φωτιά!»

Οι απεργοί κατεβαίνουν την οδό Ηρώων Πολυτεχνείου, φτάνουν στην πλατεία Ζωοδόχου Πηγής, όπου η Διοίκηση της Χωροφυλακής και χωρίς βιαιότητες καταλήγουν στην πλατεία Στρατού, σήμερα Ειρήνης. Εκεί ο «δήμαρχων» Λ. Τσιτσιμελής, ανεβαίνει στον εξώστη της οικίας του Στεροδήμα και καταφέρνει να ηρεμίσει τα πνεύματα, μαζί με το δικηγόρο Παπαϊωάννου, με τη διαβεβαίωση ότι εκείνοι που προκάλεσαν «την χύσιν αδελφικού αίματος, θα τιμωρηθούν αμειλίκτως» και ότι αυτοί (οι απεργοί) δεν έπρεπε να προκαλέσουν νέα αιματηρά επεισόδια.

Πενηνταένα χρόνια μετά τα γεγονότα, τον Ιούλιο του 1977, σε δημοσίευμα του τοπικού τύπου, γίνεται αναφορά στην απεργία του 1926, στα δύο θύματα, αλλά και στη σημαντική συμπαράσταση προς τους απεργούς καπνεργάτες, που έδειξε κυρίως ο εμπορικός κόσμος του Αγρίνιου:

«Πριν από 51 χρόνια – ΠΩΣ ΕΓΙΝΑΝ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΚΑΠΝΕΡΓΑ ΤΩΝ ΑΓΡΙΝΙΟΥ στις 8 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1926

Εξιστορούν ο τότε Γενικός Γραμματέας του Σωματείου Καπνεργατών Αγρίνιου Συνταξιούχος Ευστάθιος Αναστασίου, ο Μπαρμπακώστας Τσακλατήρας, Τάσος Πετρίδης, Θεόδωρος Σταυροθανάσης ή Κατής, Γεώργιος Στρεβενιώτης, Πόνος Γιώτης, Χρης. Καλύβας και ά. Όλοι αυτοί έζησαν από κοντά τα γεγονότα όπου ήταν απεργοί καπνεργάτες. Η απεργία άρχισε στις 2 Ιούλη 1926 με αίτημα την αύξηση των ημερομισθίων και με κανένα απεργοσπάστη. Κράτησε δε 38 ημέρες και ήταν η μεγαλύτερη απεργία στην Ελλάδα τότε. Ήταν δε πολύ καλά οργανωμένη. Την 385ν ημέρα της απεργίας οι καπνεργάτες και καπνεργάτριες του Αγρίνιου 2.500 περίπου συγκεντρώθηκαν στην Εκκλησία του Σωτήρα στου σημερινού Δημοτικού Πάρκου όπου τότε ήταν χέρσα έκταση. Κεντρικό ομιλητής της συγκέντρωσης ήταν ο σύμβουλος της διοίκησης του Σωματείου Καπνεργατών Αγρίνιου, ο μακαρίτης Γιάννης Θέμελης. Άλλοι ομιλητές που ήρθαν για συμπαράσταση στους απεργούς οι μακαρίτες δικηγόροι της πόλης, ο Μπαρμπαλάμπρος Τσιτσιμελής, πατέρας του σημερινού Δημάρχου και ο Γιάννης Παπαϊωάννου, πατέρας του δικηγόρου και τώρα βουλευτή Αιτωλ/νίας Νίκου Ιωάν. Παπαϊωάννου και πολλοί άλλοι. Μόλις τελείωσαν οι ομιλίες και εγκρίθηκε το ψήφισμα οι απεργοί άρχισαν ν διαλύονται για τα σπίτια τους. (Εδώ υπάρχουν δύο απόψεις από το σημείο δηλ. που άρχισαν τα γεγονότα). Κατά τη μία άποψη είναι ότι είχε πάρει εντολή ο επικεφαλής να χτυπήσει τους καπνεργάτες για να διαλύσουν την απεργία. Κατά την άλλη άποψη ο επικεφαλής νομίζοντας ότι θα κάνουν στη συνέχεια διαδήλωση οι Απεργοί μέσα στην πόλη τους χτύπησε, διέταξε πυρ όταν οι απεργοί είχαν φτάσει στη μάντρα του πάρκου και χτύπησαν τους απεργούς και σκότωσαν αυτούς εν ψυχρώ. Δύο θύματα είχαν οι απεργοί, την Βασιλική, σύζυγο Γεωργ. Γεωργαντζέλη που ήταν έγκυος και τον Θεμιστοκλή Ν. Καραμιχάλη. Τραυματίστηκαν βαρειά πάνω από 30 καπνεργάτες μεταξύ των οποίων και ο Π. Τσαμπής, του οποίου κόπηκε το χέρι του και έμεινε ανάπηρος σ’ όλη του τη ζωή. Το κακό θα χειροτέρευε αν δεν επενέβαιναν οι δύο Δικηγόροι που αναφέραμε και οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν έντονα στον επικεφαλή του τάγματος και τον κατέστησαν υπεύθυνο των γεγονότων. Και έτσι σταμάτησαν τους πυροβολισμούς.

Αμέσως διαλύθηκαν οι καπνεργάτες, αφού πήραν τα θύματα μαζί τους. Το ίδιο βράδυ των γεγονότων η άπληστη εργοδοσία δέχτηκε την αύξηση που ζητούσαν 38 μέρες οι απεργοί. Ο Λαός του Αγρίνιου έδειξε μεγάλη συμπαράσταση στους απεργούς. Τα Μαγαζιά ειδών τροφίμων, εδώριζαν και πίστωναν τεράστια ποσά στους απεργούς. Χαρακτηριστικά μάθαμε για το μακαρίτη Αριστείδη Παρθένη (που δώρισε και τη φωτογραφία της Κηδείας) ότι είχε τότε ταβέρνα και μαγείρευε για τους απεργούς δωρεάν. Οι φουρνάρηδες της πόλης έδιναν και αυτοί δωρεάν καρβέλια ψωμί. Στον επάνω συνοικισμό υπήρχε ένα σπίτι που είχαν για πρατήριο διανομής ψωμιού γιατί δεν υπήρχε φούρνος εκεί. Την άλλη μέρα έγινε πάνδημη η κηδεία των θυμάτων που φαίνονται στην φωτογραφία. Ων συνεχεία τις επόμενες μέρες για να τρομοκρατηθούν οι καπνεργάτες, συνελήφθηκαν και εκτοπίσθηκαν στη Σκιάθο οι πρωτοστατήσαντες και οι οργανωτές της απεργίας και οι συνδικαλιστές μεταξύ των οποίων και ο Γ. Γραμματέας του Σωματείου Αναστασίου Ευστάθιος. Μεταξύ των πρωτεργατών της απεργίας, ήταν και ο Γιώργος Στεργίου και ο Γιώργος Κέπεντζης, οι οποίοι ζουν σήμερα. Τελειώνοντας θεωρούμε υποχρέωσή μας να ευχαριστήσουμε αυτούς που μας βοήθησαν να γράψουμε αυτό το μικρό ιστορικό, εις μνήμη των πεσόντων καπνεργατών για τη συμπλήρωση 51 χρόνων από το θάνατό τους. Τα ονόματα της διοίκησης Σωματείου Καπνεργατών Αγρίνιου το 1926 κατά την εποχή των γεγονότων. Αναστασίου Ευθύμιος Γεν. Γραμματέας, Θεμελής Ιωάννης, Βασιλείου Διογένης, Μάτσας Δημήτριος «Ταμίας», Μαυρίδης Φίλιππος, Πισκόλας Δημήτριος, Στεργίου Γεώργιος».

Γεγονός και μνήμη – Ο θάνατος της Βασιλικής Γεωργαντζέλη

Κατά τη διάρκεια της παρούσας έρευνας, αναζητήθηκαν πληροφορίες και στοιχεία για τη Βασιλική Γεωργαντζέλη, τόσο από τη γραπτή όσο και την προφορική ιστορία. Οι γραπτές πηγές είναι ελάχιστες, αφού τα αρχεία του Σωματείου Καπνεργατών δεν διασώθηκαν. Το Πρωτοδικείο Μεσολογγίου κάηκε το 1928, οπότε χάθηκαν όλα τα στοιχεία της ανάκρισης, της δίκης κ.α., τα οποία θα μπορούσαν να φωτίσουν το γεγονός. Υπάρχει βέβαια το Αρχείο Δήμου Αγρίνιου, όπου διασώζονται τα Πρακτικά των έκτακτων συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου (1926), που αναφέρονται στην κρισιμότητα της κατάστασης των ημερών εκείνων. Επίσης ελάχιστες εφημερίδες καταγράφουν το γεγονός της απεργίας αυτής και αναφέρονται στη σύγκρουση των απεργών με τη χωροφυλακή και το στρατό, με αποτέλεσμα το θάνατο μιας καπνεργάτριας και ενός παιδιού, χωρίς να αναφέρουν τα ονόματα των θυμάτων. Ο ιστοριογράφος Γερ. Παπατρέχας αντλώντας πληροφορίες και από προφορικές μαρτυρίες των επιζώντων της εποχής εκείνης δίνει περισσότερα στοιχεία για το θάνατο της Βασιλικής Γεωργαντζέλη και του Θεμιστοκλή Καραμιχάλη (το επίθετο του οποίου αποδίδει λανθασμένα ως Καρανικόλας αντί του ορθού Καραμιχάλης).

Οι προφορικές μαρτυρίες επίσης που αναφέρονται στην απεργία του 1926 και το γεγονός του θανάτου της Β. Γεωργαντζέλη είναι ελάχιστες δυστυχώς, γιατί οι πληροφορητές που θα μπορούσαν να δώσουν χρήσιμα στοιχεία για τη συγκεκριμένη περίπτωση έχουν φύγει παίρνοντας μαζί και τις πολύτιμες γνώσεις τους. Κατέγραψα όμως αρκετές μαρτυρίες ανθρώπων που άκουσαν το γεγονός από τους γονείς τους και άλλους καπνεργάτες από το Σωματείο τους ή το θυμούνται έτσι όπως η συλλογική μνήμη το διασώζει και το διατηρεί ως τις μέρες μας (2007). Συνάντησα επίσης και μέλη της οικογένειας της Β. Γεωργαντζέλη (σύζυγο του γιου της, εγγονές και ανίψια) με τα οποία συζήτησα και κατέγραψα τις μνήμες που διατηρούν για εκείνη και το θάνατό της. Δυστυχώς τα δυο παιδιά της ο Γεράσιμος και η Παρασκευή δεν ζουν, για να καταθέσουν τις προσωπικές τους μνήμες.

Από τη μελέτη του παραπάνω υλικού διαπιστώνεται ότι η Βασιλική Γεωργαντζέλη ήταν μια γυναίκα η οποία ήρθε πρόσφυγας, όπως και τόσοι άλλοι απ’ τη Μικρά Ασία και εγκαταστάθηκε στο Αγρίνιο στο 2° Συνοικισμό Αγίου Κωνσταντίνου, στην οδό Καραολή. Ήρθε με την οικογένειά της, τη μητέρα της Θεοδώρα Δεληγιάννη, τα αδέλφια της Πάνο και Γιάννη και τον άνδρα της Γεώργιο Γεωργαντζέλη. Όπως οι περισσότεροι πρόσφυγες έτσι και η οικογένεια της Βασιλικής εργάστηκε στα καπνομάγαζα του Αγρίνιου. Η καπνεργασία έξάλλου ήταν ο σημαντικότερος τρόπος επιβίωσης αυτών των ανθρώπων. Είχαν ανάγκη να εργαστούν και πάλεψαν σκληρά για να στήσουν από το μηδέν τα νοικοκυριά τους και να αναστήσουν τα παιδιά τους, όπως δηλώνουν οι πλροφορητές στις αφηγήσεις τους.

Συγκεκριμένα καθημερινά κινούσαν απ’ τους συνοικισμούς να εργαστούν στις καπναποθήκες, για τον «άρτο τον επιούσιο». Χιλιάδες καπνόφυλλα ξεφύλλισαν με τα χέρια τους και πολλή σκόνη ρούφηξαν τα πνευμόνια τους μέσα στον κλειστό χώρο της καπναποθήκης. Οι μάνες άφηναν τα παιδιά τους στη γιαγιά αν υπήρχε ή μόνα τους στο σπίτι, χωρίς την απαραίτητη φροντίδα. Έτσι κύλαγε η ζωή στην καθημερινότητά της. Βαριά και ανθυγιεινή η δουλειά στην Αποθήκη, μικρό το μεροκάματο κι οι ώρες πολλές. Οι καπνεργάτες και καπνεργάτριες με αγώνες και απεργίες διεκδικούσαν τα δικαιώματά τους: για καλύτερη αμοιβή, ανθρώπινο ωράριο, καλύτερες συνθήκες εργασίας, αναλογική συμμετοχή ανδρών και γυναικών στην εργασία κλπ. Στη μεγάλη απεργία του 1926 οι καπνεργάτες και καπνεργάτριες του Αγρίνιου διεκδικούν αύξηση του ημερομισθίου, αφού οι οικονομικές εξελίξεις ήταν ευνοϊκές για τους καπνέμπορους, όπως προαναφέρθηκε σε άλλη ενότητα. Στην απεργία αυτή συμμετείχε μαζί με άλλες καπνεργάτριες και η Βασιλική Γεωργαντζέλη, η οποία ξεχωρίζει «για τη μαχητικότητα και την τόλμη της» και στη συμπλοκή που ακολούθησε με τη χωροφυλακή, η άτυχη καπνεργάτρια έπεσε θανάσιμα τραυματισμένη από τη σφαίρα του ανθυπολοχαγού Κ. Κρέτση.

Ας παρακολουθήσουμε όμως το χρονικό του θανάτου: Μετά τη λήξη της απεργίας (9/8/1926) ένα τμήμα των απεργών κατευθύνεται προς τον προσφυγικό συνοικισμό του Αγίου Κωνσταντίνου και ένα άλλο προς την πόλη του Αγρίνιου, του οποίου προπορεύεται «μια θορυβώδης ομάς εργατριών».

Στο σημείο που σήμερα είναι το περίπτερο το τμήμα αυτό βρέθηκε αντιμέτωπο με ισχυρή περίπολο της χωροφυλακής, ο Ταγματάρχης της οποίας Ζαμπετάκης «προέτρεπε τους απεργούς να διαλυθούν».

Οι απεργοί διαμαρτύρονταν και τον διαβεβαίωναν ότι η συγκέντρωσή τους είχε διαλυθεί και δεν υπήρχε πρόβλημα. Ο Ζαμπετάκης φοβούμενος πιθανόν ότι οι απεργοί θα διασπάσουν τη ζώνη των χωροφυλάκων και θα ξεχυθούν στην πόλη, όπου ενδεχομένως συμβούν επεισόδια, δίνει εντολή για πυροβολισμό στον αέρα προς εκφοβισμό των συγκεντρωμένων. Τότε μια σφαίρα βρίσκει στο κεφάλι το νεαρό, «σχεδόν παιδί», Θεμιστοκλή Καραμιχάλη, ο οποίος τυχαία είχε βρεθεί στο χώρο αυτό και έπεσε νεκρός απέναντι από το περίπτερο μπροστά στην κατοικία Κατσάμπα.

Για τη Βασιλική Γεωργαντζέλη αναφέρεται ότι ήρθε αντιμέτωπη με τον ανθυπολοχαγό Κ. Κρέτση λίγο πιο κάτω από τη γωνία του Πάρκου με τον οποίο διαπληκτίστηκε. Τι ακριβώς έγινε δε μπορεί να διευκρινιστεί και παραμένει άγνωστο τι διευκρινίστηκε από την ανάκριση τότε, αφού τα αρχεία του Πρωτοδικείου Μεσολογγίου δεν διασώζονται. Σύμφωνα με μια εκδοχή η Γεωργαντζέλη προσπάθησε να πάρει το πιστόλι του Κρέτση, ενώ μια άλλη υποστηρίζει ότι του ξήλωσε την επωμίδα. Ο τύπος γράφει σχετικά ότι κάποιος εργάτης «ερράπισε τον ανθυπολοχαγό Κρέτση».

Γεγονός είναι ότι ο Κρέτσης είτε γιατί έχασε την ψυχραιμία του είτε γιατί έκρινε ότι έτσι έπρεπε να ενεργήσει, πυροβόλησε και σκότωσε την καπνεργάτρια. Δεν αποκλείει όμως και την περίπτωση στην προσπάθειά του να αποφύγει τον εξευτελιστικό αφοπλισμό να εκπυρσοκρότησε το πιστόλι ή να δοκίμασε να πυροβολήσει στον αέρα για εκφοβισμό και να εξοστρακίστηκε η σφαίρα. Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε σχετικά με τον πυροβολισμό. Όπως και να έγινε όμως, ο θάνατος της εγκυμονούσας Βασιλικής Γεωργαντζέλη προήλθε από σφαίρα του ανθυπολοχαγού Κρέτση. Η άτυχη καπνεργάτρια άφησε την τελευταία πνοή της λίγο πιο κάτω, μπροστά στο σπίτι του Πανουργιά, όπου είχε μεταφερθεί.

Οι προφορικές μαρτυρίες συγκλίνουν στην εκδοχή ότι η Βασιλική Γεωργαντζέλη προσπάθησε να ξηλώσει τα γαλόνια του αξιωματικού κι αυτός την πυροβόλησε και τη σώριασε νεκρή. Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά στο θάνατο της Βασιλικής, από κάποιες νεότερες καπνεργάτριες και καπνεργάτες, οι οποίοι αν και δεν έζησαν το γεγονός αναφέρονται σ’ αυτό σαν να το είχαν ζήσει οι ίδιοι, ως βιωμένη εμπειρία, που έπαιρνε διάφορες εκδοχές ως προς τον τρόπο και το χρόνο που συνέβη το γεγονός. Η αναφορά στο γεγονός αυτό, φανερώνει τον τρόπο με τον οποίο η μνήμη ενός στιγμιαίου γεγονότος ασκεί μια σημαντική επίδραση πάνω στην ταυτότητα και την κουλτούρα των εργατικών στρωμάτων της πόλης και ιδιαίτερα των γυναικών, όπως σημειώνει η Κ. Μπάδα στο άρθρο της για τις καπνεργάτριες του Αγρίνιου.

Η κηδεία της Βασιλικής Γεωργαντζέλη και του Θεμιστοκλή Καραμιχάλη, σύμφωνα με τις προφορικές και τις γραπτές πηγές έγινε στο ναό του Αγ. Δημητρίου και ήταν πάνδημη. Η επικήδεια φωτογραφία του Ιωάννη Κονιαβίτη, (εικόνα 70) την οποία δώρισε στο Εργατικό Κέντρο ο Αριστείδης Παρθένης, αποθανατίζει ένα πλήθος κόσμου, που συνοδεύει τις σωρούς των δύο θυμάτων και αποτυπώνει όχι μόνο το πένθος των οικογενειών, αλλά και της ευρύτερης κοινωνίας. Οι φωτογραφίες του θανάτου ενέχουν και την κοινωνική λειτουργία της συγκρότησης και της συντήρησης της οικογενειακής, αλλά και ευρύτερα συλλογικής-κοινωνικής μνήμης στην περίπτωση που η αντικειμενική στιγμή του θανάτου συνδέονταν πραγματικά ή συμβολικά με πρόσωπα σημαντικά για μια κοινωνική ομάδα, σημειώνει σε άρθρο της η Κ. Μπάδα. Τέτοιο σημαντικό πρόσωπο υπήρξε η καπνεργάτρια Βασιλική Γεωργαντζέλη για την καπνεργατική ομάδα, αλλά και για την ευρύτερη κοινωνία της Καπνούπολης Αγρίνιου.

Ένα μικρό μνημείο, το οποίο έχει στηθεί διακριτικά στο χώρο του θανάτου, θυμίζει τη μεγάλη καπνεργατική απεργία του 1926 και τα δύο θύματα. Πρόκειται για μια μαρμάρινη επιφάνεια μικρών διαστάσεων στην είσοδο του Πάρκου (προς το μέρος της Παπαστρατείου βιβλιοθήκης), στην οποία αναγράφονται τα εξής: «Τιμή σε αυτούς που έπεσαν στην πόλη για τα δίκαια της τάξης μας. Για την κατάργηση της εκμετάλλευσης. Για την κοινωνική απελευθέρωση. Στη θυσία των καπνεργατών που δολοφονήθηκαν σ’ αυτό το χώρο το 1926: Β. Γεωργαντζέλη Θ. Καρανικόλας Στα 100 χρόνια της Πρωτομαγιάς». Εργατικό Κέντρο Αγρίνιου

Η δράση από το δρόμο μεταφέρεται στον τύπο: «Φονευθέντες είναι εις μικρός παις και μια γυνή πρόσφυξ»

Μετά την αιματηρή συμπλοκή στο δρόμο, όπου συναντώνται οι απεργοί, (άνδρες και γυναίκες με παιδιά) και η αστυνομία, η δράση των υποκειμένων θα μεταφερθεί στις στήλες των εφημερίδων. Έτσι ο τύπος αποτελεί το νέο σκηνικό της καπνεργατικής απεργίας και στις σελίδες του διαδραματίζονται τα αιματηρά γεγονότα.

Η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ 10-8-26, αναφέρεται στην απεργία των καπνεργατών του Αγρίνιου και στην αιματηρή σύγκρουσή τους με το στρατό. Αποδίδει την αφορμή για τη συμπλοκή σε κάποιες καπνεργάτριες, που έριξαν πέτρες εναντίον του στρατού και σε κάποιους καπνεργάτες, οι οποίοι πυροβόλησαν. Αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθούν τρεις και να τραυματιστούν τέσσερις εργάτες. «Εργάτιδες τίνες έρριψαν λίθους κατά του στρατού, εργάται δε και επυροβόλησαν. Επηκολούθησε αιματήρα συμπλοκή καθ’ ην αντηλλάγησαν πυροβολισμοί και το αποτέλεσμα της οποίας ήτο να φονευθούν μια εργάτις, εις πρόσφυξ και εις μικρός παις και να τραυματισθούν τέσσαρες εργάται». Παρατηρείται εδώ μια ανακρίβεια: Ο αριθμός των νεκρών αποδίδεται λανθασμένα. Οι νεκροί ήταν δύο: Η Β.Γεωργαντζέλη και ο Θ.Καραμιχάλης Προφανώς λοιπόν οι γραπτές πηγές δεν είναι πάντα αξιόπιστες. Η ίδια εφημερίδα σε φύλλο της στις 11-8-26 παρουσιάζει επίσημη έκθεση των αιματηρών γεγονότων του Αγρίνιου, δίνει λεπτομέρειες για την απεργία, τα αιτήματα των καπνεργατών, παρουσιάζει την προκήρυξη των εργατών προς όλους τους συμπολίτες τους για στήριξη του αγώνα τους, τη μεγάλη διαδήλωση και τη συμπλοκή που ακολούθησε με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δύο εργάτες και να τραυματιστούν άλλοι δύο. Στο τέλος η εφημερίδα αναφέρει σωστά την πληροφορία για τους φονευθέντες: «Φονενθέντες είναι εις μικρός παις και μια γυνή πρόσψυξ». Χωρίς όνομα και οι δύο.

Η εφημερίδα ΠΡΩΙΑ 10-8-26, αναφέρει ότι οι απεργοί μετά τη συγκέντρωσή τους στο Πάρκο, αντί να διαλυθούν θέλησαν να κατέβουν στην πόλη «εν διαδηλώσει». Παρά την ειδοποίησή τους από τις αρχές να διαλυθούν κατευθύνθηκαν προς την πόλη και βρέθηκαν αντιμέτωποι με στρατιωτική παράταξη. Μετά τις συστάσεις των επικεφαλής αξιωματικών οι απεργοί όχι μόνο δεν υποχώρησαν «αλλ’ εκμανέντες περισσότερον επέπεσαν κατά των στρατιωτικών ζητούντες να διασπάσουν την ζώνην» και μπαίνοντας στην πόλη «εσκόπουν να καύσουν τας καπναποθήκας». Συγχρόνως έριξαν και πυροβολισμούς. Ακολουθεί αντιπυροβολισμός από τους στρατιώτες. Αποτέλεσμα της συμπλοκής ήταν να σκοτωθούν δύο και να τραυματισθούν άλλοι δύο, όλοι καπνεργάτες.

Η ίδια εφημερίδα σε φύλλο της 11-8-26, αποδίδει την έναρξη της συμπλοκής στην ομάδα εργατριών, η οποία προπορεύονταν των απεργών, που κατευθύνοταν προς την πόλη και άρχισε να λιθοβολεί τους στρατιώτες, ενώ συγχρόνως ένας εργάτης «ερράπισε» τον ανθυπολοχαγό Κρέτση. Τότε ρίχτηκαν από την περίπολο οι πρώτοι πυροβολισμοί και αμέσως πέφτουν, γράφει, δύο εργάτριες μια νεκρή και μια σοβαρά τραυματισμένη. «Των απεργών προηγείται μία θορυβώδης ομάς εργατριών, αίτινες εν τέλει ήρχισαν να λιθοβολούν τους στρατιώτας, ενώ εις εργάτης ερράπισε τον ανθυπολοχαγόν Κρέστην. Επικολούθησε μεγάλη σύγχυσις ότε εκ της περιπόλου ερρίφθησαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Αμέσως πίπτουν δύο εργάτιδες η μία νεκρά και η άλλη σοβαρώς τραυματισμένη». Οι απεργοί μετά την αιματηρή σύγκρουση τρέχουν στην πόλη φωνάζοντας: Φωτιά, φωτιά! Η πόλη ήταν ανάστατη. Τελικά «ο Δημαρχών κ. Τσιτσεκλής και ο δικηγόρος κ. Παπαϊωάννου κατόρθωσαν να πείσουν τους απεργούς ότι οι προκαλέσαντες την χύσιν αδελφικού αίματος, θα τιμωρηθούν αμειλίκτως και ότι αυτοί δεν έπρεπε να προκαλέσουν νέα αιματηρά επεισόδια». Στο τέλος η εφημερίδα παρουσιάζει τον εξακριβωμένο αριθμό των νεκρών: «Εφονεύθησαν μία εργάτρια και εν παιδίον, ετραυματίσθησαν δε τρεις απεργοί, εξ’ ων του ενός απεκόπη η χειρ, δΓ εγχεφήσεως». Δεν αναφέρονται τα ονόματα των φονευθέντων, ούτε του ατυχούς εργάτη που έχασε το χέρι του.

Η εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ 10-8-26, αναφέρεται στη συμπλοκή εργατών και χωροφυλάκων σημειώνοντας την άρνηση των εργατών να διαλυθούν ήσυχα, όπως τους σύστησε ο επικεφαλής δυνάμεως της χωροφυλακής. Και μάλιστα επιδίδει ευθύνες σε ομάδα εργατριών, η οποία κατευθυνόμενη προς την πόλη άρχιζε να βρίζει και να χειρονομεί κατά των στρατιωτικών δυνάμεων. Τότε ένας ενωμοτάρχης έρριψε ένα πυροβολισμό στον αέρα για εκφοβισμό. Και οι εύζωνοι έκαμαν χρήση «των υποκοπάνων των όπλων των». Οι εργάτριες τότε έριξαν πέτρες κατά των στρατιωτών. Ακολούθησε σύγχυση και οι στρατιώτες άρχισαν να πυροβολούν. Τα αποτελέσματα της αιματηρής συμπλοκής, σύμφωνα μ’ αυτή την εφημερίδα ήταν: Φονεύτηκε ένας εργάτης και ένας πρόσφυγας και τραυματίστηκαν τέσσερις εργάτες και ένα παιδί, το οποίο υπέκυψε μετά από λίγη ώρα. Από τους στρατιώτες τραυματίστηκαν πολλοί.

Η ίδια εφημερίδα δημοσιεύει το επείγον τηλεγράφημα του διευθυντή της χωροφυλακής Αιτωλοακαρνανίας προς την ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Πατρών στο οποίο αναφέρεται ότι οι απεργοί μετά τη συγκέντρωσή τους αντί να διαλυθούν θέλησαν να προχωρήσουν προς την πόλη του Αγρίνιου. Τους έγινε σύσταση ότι δεν μπορούν να εισέλθουν όλοι «εν σώματι» στην πόλη, αλλά αυτοί προσπάθησαν να διασπάσουν τη ζώνη των στρατιωτών αφού ήρθαν στα χέρια με αυτούς. Και μάλιστα, γράφει, «έρριψαν πυροβολισμούς τινας δια πιστολίων εκ πολλών σημείων κατά του ανθυπολοχαγού Γκρέτση. Οι άνδρες [της χωροφυλακής] προς τοιαύτης στάσεως αντεπυροβόλησαν». Δηλαδή «αναγκάστηκαν» οι δυνάμεις της χωροφυλακής να αντιπυροβολήσουν, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν σοβαρά τρεις, όπως αναφέρει το τηλεγράφημα.

Διαπιστώνεται εδώ ότι η στάση της χωροφυλακής παρουσιάζεται ως συγκαταβατική: Στέκεται σε απόσταση από τους απεργούς και προσπαθεί να τους πείσει να διαλυθούν και να μην εισέλθουν «εν σώματι» στην πόλη. Και αφού πρώτοι οι εργάτες και οι εργάτριες στρέφονται κατά των στρατιωτικών δυνάμεων και κατά του ανθυπολοχαγού Κ. Κρέτση, αναγκάζονται κι εκείνοι να αντιπυροβολήσουν. Αυτή ήταν η εκδοχή που είχε διοχετεύσει στον Τύπο η Χωροφυλακή Αιτωλοακαρνανίας.

Αξιοπρόσεχτο είναι ότι οι εφημερίδες αναφέρονται στα θύματα με νούμερα: δυο, τρεις, τέσσερις και στην καλύτερη περίπτωση με τις φράσεις: «φονευθέντες είναι εις μικρός παις και μία γυνή πρόσφυξ» ή «Μία εργάτρια και εν παιδίον». Πουθενά δεν αναγράφονται τα ονόματα των θυμάτων. Ανώνυμα περνάει στις στήλες των εφημερίδων η εγκυμονούσα καπνεργάτρια και το παιδί, που σύμφωνα με μαρτυρίες τότε, τυχαία βρέθηκε στο χώρο της συμπλοκής.

Από σεβασμό στη μνήμη των δύο νεκρών θεωρούμε χρέος μας να γράψουμε τα ονόματά τους: Βασιλική σύζυγος του Γεωργίου Γεωργαντζέλη, το γένος Δεληγιάννη ήταν η νεαρά καπνεργάτρια (προσφυγικής καταγωγής) και Θεμιστοκλής Καραμιχάλης του Νικολάου ήταν το παιδί. Φυσικά τόσο το γεγονός της απεργίας, όσο και το όνομα της καπνεργάτριας το διασώζει η συλλογική μνήμη και αρκετές προφορικές μαρτυρίες ανδρών και γυναικών, που εργάστηκαν στα καπνομάγαζα- καπναποθήκες του Αγρίνιου.

Η Δεύτερη Φάση των Καπνεργατικών Κινητοποιήσεων

Η οικονομική κρίση, το ιδιώνυμο και η συνέχεια των καπνεργατικών αγώνων στο Αγρίνιο.

Στη δεύτερη φάση των κινητοποιήσεων, από το 1926 και μετά οι αλλεπάλληλες καπνικές κρίσεις, αλλά και η γενικότερη οικονομική ύφεση, υποχρέωσαν τα καπνεργατικά σωματεία σε μια αμυντική στάση διασφάλισης των κεκτημένων κυρίως των θέσεων εργασίας, που κινδύνευαν να χάσουν εξαιτίας της ανεργίας, η οποία διαρκώς αυξανόταν. Ιδιαίτερα μετά την Παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929, το μεγαλύτερο πλήγμα δέχτηκε ο καπνός, που ήταν από τα βασικά εξαγωγικά προϊόντα, και εξασφάλιζε σημαντικό ποσό σε συνάλλαγμα. Στο διάστημα της κρίσης οι εξαγωγές περιορίζονται στο ελάχιστο. Τα καπνά μένουν απούλητα στα χέρια των παραγωγών και εμπόρων και οι καπνεργάτες αντιμετωπίζουν το φάσμα της ανεργίας. Παρατηρήθηκε δηλαδή μια ανισορροπία στο κύκλωμα παραγωγή-εμπορία- βιομηχανοποίηση του καπνού, με αποτέλεσμα τη δημιουργία τεράστιων αποθεμάτων και με δυσάρεστες συνέπειες στο εισόδημα όλων των εμπλεκόμενων φορέων. Αυτή η κατάσταση προκάλεσε έντονες συζητήσεις σχετικά με την εμπορική πολιτική του κράτους. Προκλήθηκε έτσι το περίφημο «Καπνικό ζήτημα», που κυριάρχησε σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του Μεσοπολέμου.

Η καπνική κρίση προφανώς έπληξε και το Νομό Αιτωλοακαρνανίας, αφού ο καπνός αποτελούσε τη βασική καλλιέργεια στην περιοχή. Στο Αγρίνιο την καπνούπολη του νομού, οι συνέπειες της κρίσης ήταν σημαντικές τόσο για τους καπνοπαραγωγούς όσο και για τους καπνεμπόρους και καπνεργάτες, οι οποίοι βρέθηκαν σε τραγική οικονομική κατάσταση. Ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής μένει απούλητο και σαπίζει στα σπίτια των παραγωγών, ενώ η καπνεπεξεργασία περιορίζεται με αποτέλεσμα η καπνεργατική τάξη να αντιμετωπίζει την ανεργία και την πείνα.

Εκτός από την οικονομική κρίση και την ανεργία, η οποία προκλήθηκε εξαιτίας της, οι καπνεργάτες σε όλα τα κέντρα επεξεργασίας καπνού (Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Βόλο, Αγρίνιο κ.ά.), και γενικά όλοι οι συνδικαλισμένοι εργάτες, αντιμετωπίζουν και το νόμο που ψήφισε η Κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου, (Ν.4229/24-25 Ιουλίου), «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας της ελευθερίας των πολιτών», γνωστό ως «Ιδιώνυμο». Ο νόμος αυτός «αντεργατικός και βάναυσος» χαρακτήριζε ως «ιδιώνυμο» αδίκημα την κομμουνιστική δράση, προέβλεπε την διάλυση των σωματείων και την απαγόρευση συγκεντρώσεων. Άφηνε δηλαδή ελεύθερο το πεδίο δράσης στις υπηρεσίες ασφαλείας, οι οποίες μπορούσαν πλέον να ενεργούν «κατά το δοκούν, αλλά πάντα νομότυπα» σε βάρος των εργατικών σωματείων.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ισχύος του, μέχρι τις μέρες της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, εξελίσσονται πολλά και σημαντικά γεγονότα ανά την Ελληνική επικράτεια και όπως ήταν επόμενο και στο Αγρίνιο κυρίως οι καπνεργάτες, που θεωρούνταν «μια επικίνδυνη τάξη» υφίστανται τις συνέπειές του. Σε οποιαδήποτε κινητοποίηση ή απεργιακή κίνηση του σωματείου καπνεργατών ή άλλου σωματείου, που είχε τη συμπαράσταση του καπνεργατικού, οι αρχές κινητοποιούνταν άμεσα και λάμβαναν αυστηρά μέτρα (συλλήψεις, καταδίκες και εξορίες των «πρωταιτίων»). Για την αστυνομία οι καπνεργάτες ήταν η μόνιμη απειλή της τάξης και της ησυχίας και κάθε κινητοποίησή τους θεωρούνταν, εκ των προτέρων έκνομη ενέργεια, έστω και αν είχε νομική κάλυψη. Για τους καπνεργάτες και τους συνδικαλισμένους εργάτες, η αστυνομία ήταν ο αντίπαλος, το ορίγανο της εργοδοσίας.

Οι κινητοποιήσεις των καπνεργατών κατά το 1929

«Και πάλιν το Αγρίνιον διήλθεν ημέρας αναρχίας. Οι καπνεργάται θορυβωδώς εζήτησαν την κατάργησιν του Τ.Α.Κ.». Από την άνοιξη και μέχρι το φθινόπωρο του 1929 σημειώνονται στο Αγρίνιο μια σειρά κινητοποιήσεων των καπνεργατών, οι οποίοι διεκδικούν κυρίως καλύτερη παροχή υπηρεσιών από το Ασφαλιστικό Ταμείο τους (Τ.Α.Κ.), αφού έκριναν ως μη ικανοποιητικές τις παροχές του και ιδιαίτερα την παροχή ιατρικής περίθαλψης από έμμισθους γιατρούς. Το σωματείο Καπνεργατών Καβάλας, είχε επιβάλλει την κατάργηση των έμμισθων και την ελεύθερη επιλογή γιατρών από τους ασφαλισμένους. Το σωματείο καπνεργατών Αγρίνιου ακολουθώντας το παράδειγμα των συναδέλφων τους στην Καβάλα κατά τη συνεδρίασή τους στις 7 Απριλίου 1929 έθεσαν το αίτημα «Περί ελευθέρας εκλογής ιατρού». Έτσι άρχισαν οι κινητοποιήσεις των καπνεργατών και δημιουργήθηκε μια αντιπαλότητα μεταξύ αυτών και της διεύθυνσης του τοπικού Τ.Α.Κ., με αποκορύφωμα τα αιματηρά επεισόδια του Οκτωβρίου 1929.

Στις 24 Μαΐου 1929 σημειώνεται η κινητοποίηση των καπνεργατών, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν έξω από το γραφείο του Τ.Α.Κ., επί της οδού Αγίου Χριστοφόρου και ζητούσαν από τον προϊστάμενο Γ. Αλεξόπουλο να αποστείλει τηλεγράφημα στην κεντρική διεύθυνση του Τ.Α.Κ. στην Αθήνα, με βασικό αίτημά τους την κατάργηση των έμμισθων γιατρών, αλλά και άλλα αιτήματα. Ο τύπος της εποχής δημοσιεύει την είδηση: «Το απόγευμα της παρελθούσης Παρασκευής λυπηρά γεγονότα έλαβον χώραν εις την πόλιν μας. Μετά το εσπερινό κλείσιμον των καπναποθηκών οι κομμουνισταί καπνεργάται παρασύροντες και τινας των συντηρητικών τοιούτων, περί τους 500, συγκεντρωθέντες έξωθι τον γραφείου του Τ.Α.Κ., προέβησαν εις αποδοκιμασίας και βιαιότητας κατά των υπαλλήλων του ταμείου, αξιούντες την κατάργησιν των εμμίσθων ιατρών, ως και την αποδοχήν εκ μέρους της τε Γενικής Διευθύνσεως του ΤΑΚ και του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας όλων των δι’ υπομνήματος υποβληθέντων αιτημάτων». Ο προϊστάμενος του γραφείου αρνήθηκε κατ’ εντολή των ανωτέρων του να εκτελέσει το αίτημά τους και τότε αφού βιοπράγησαν κατά του υπαλλήλου Ιω. Κουζέλη, ανάγκασαν τον Γ. Αλεξόπουλο να τους ακολουθήσει και να αποστείλει το τηλεγράφημα ο ίδιος από το τηλεγραφείο. Μετά την επίδοση του τηλεγραφήματος συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Ν. Στράτου (σημερινή Ειρήνης), όπου διάφοροι ρήτορες κατάγγειλαν το Τ.Α.Κ., το τοπικό παράρτημα και την Κυβέρνηση. Μετά τη διάλυση της διαδήλωσης, έγιναν οι συλλήψεις ορισμένων καπνεργατών, οι οποίοι εστάλησαν στον εισαγγελέα Μεσολογγίου.

Στις 2 Ιουνίου 1929 δημοσιεύεται στον τοπικό τύπο η πρόταση νόμου, που κατατέθηκε εκ μέρους των βουλευτών Αιτωλίας και Ακαρνανίας, για την ίδρυση Σανατορίου στο όρος Παναιτωλικό προς νοσηλεία των φυματικών της περιοχής. Η πρόταση όμως έπεσε στο κενό. 7 Ιουνίου 1929, πραγματοποιείται νέα κινητοποίηση των καπνεργατών, η οποία καταλήγει στην εισβολή τους στο γραφείο του Τ.Α.Κ. και στην καταστροφή του. Είχε δημιουργηθεί δηλαδή μια μόνιμη αντιδικία όχι μόνο με το Ταμείο Ασφάλισης Καπνεργατών, αλλά και με τον προϊστάμενο Γ. Αλεξόπουλο και τους υπαλλήλους, των οποίων ζητούσαν την απομάκρυνση και πρότειναν την αντικατάστασή τους από άλλους. Ακολούθησε συγκέντρωση των διαδηλωτών στην πλατεία Στράτου, όπως συνηθιζόταν. Η πόλη αναστατώθηκε και στρατιωτικό τμήμα κατέφθασε για καταστολή. Ακολούθησαν συλλήψεις των πρωταιτίων, οι οποίοι οδηγήθηκαν στον εισαγγελέα Μεσολογγίου «για τα περαιτέρω».

Φαίνεται πως το καλοκαίρι πέρασε ήσυχα και το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου αναζωπυρώθηκαν οι κινητοποιήσεις των καπνεργατών με αφορμή την καθυστέρηση του επιδόματος ανεργίας, αλλά και την μη αντικατάσταση του προσωπικού του Τ.Α.Κ., που ήταν παλιό αίτημά τους. Οι καπνεργάτες επεμβαίνουν ξανά (20/9/1929) στο Τ.Α.Κ. Αγρίνιου με αίτημά την απόλυση των υπαλλήλων Κουζέλη και Καψιμάλλη, ως μη αποδεκτών και την αντικατάστασή τους από τους προτεινόμενους Τουρλίδα και Ντούβα. Ο Αλεξόπουλος απάντησε ότι αδυνατεί να προβεί σε αυτή την ενέργεια αντικατάστασης και πρόσληψης νέου προσωπικού και ότι θα υποβάλλει αναφορά στην Κεντρική Διεύθυνση του Τ.Α.Κ. 11 (Αθήνα). Και αναχώρησε, όπως αναφέρεται, για την Αθήνα. Αυτό ερέθισε περισσότερο τα πνεύματα και με το σκεπτικό ότι καθυστερεί επίτηδες η καταβολή του επιδόματος ανεργίας επιτέθηκαν εναντίον του προϊσταμένου ανεργίας Γενογιώργη και του υπαλλήλου Κουζέλη, τους προπηλάκισαν και τους κακοποίησαν. Τελικά το επίδομα ανεργίας καταβλήθηκε, αλλά με απόφαση του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας το Τ.Α.Κ. Αγρίνιου καταργήθηκε.

10 Οκτωβρίου 1929

«Από μίαν απλήν συνεδρίασιν του σωματείου καπνεργατών καταλήξαμεν εις μίαν αιματηρόν συμπλοκήν» Τη 10η Οκτωβρίου 1929, ημέρα Πέμπτη στις 2 μ.μ. η διοίκηση του σωματείου καπνεργατών είχε προγραμματίσει συνεδρίαση ή συνέλευση, άγνωστο για πιο θέμα, όπως άγνωστο είναι αν ζήτησε και έλαβε ή δεν έλαβε σχετική άδεια. Αναφέρεται ότι από τους συγκεντρωμένους κάποιοι διαμαρτύρονταν για το κλείσιμο του Τ.Α.Κ. και για τη μη διανομή των επιδομάτων ανεργίας. Η συγκέντρωση αυτή έμελλε να καταλήξει σε αιματηρή συμπλοκή.

Ας παρακολουθήσουμε συνοπτικά την εξέλιξη των γεγονότων: Κατά τις δυόμισι το μεσημέρι, έφθασε αστυνομική δύναμη και η έφιππη ομάδα. Επικεφαλής ήταν ο ενωμοτάρχης Δημητρόπουλος, ο οποίος με πέντε χωροφύλακες μπήκε μέσα στο προαύλιο χώρο της Εργατικής Λέσχης (αντίστοιχη του σημερινού Εργατικού Κέντρου) που βρισκόταν στην σημερινή οδό Σουλίου, με σκοπό να απαγορεύσει τη συγκέντρωση. Τότε έφτασε μια ομάδα καπνεργατών, που επεχείρησε να μπει στη Λέσχη για την καθιερωμένη συνεδρίαση, αλλά βρέθηκε αντιμέτωπη με την απαγόρευση της εισόδου της από τον ενωμοτάρχη Δημητρόπουλο. Ακολούθησαν διαπληκτισμοί και ύβρεις, ενώ ταυτόχρονα ένας καπνεργάτης πυροβόλησε και τραυμάτισε σοβαρά τον ενωμοτάρχη. Αντιπυροβολούν οι χωροφύλακες και τραυματίζουν ελαφρά τρεις καπνεργάτες: Γιάννης Κανέλο, Γιάννη Σωτηράκη και Γ. Στεργίου. Δημιουργείται πανδαιμόνιο. Αφηνιάζει το άλογο του χωροφύλακα Γερ. Σταθάτου, ακολουθεί η πτώση και προκαλείται κάταγμα στο κρανίο και εσωτερική αιμορραγία. Ακολουθεί πολύωρη συμπλοκή χωροφυλακής και καπνεργατών. Ο ζωγράφος Κώστας Γούναρης αναπαριστά με την τέχνη του τους έφιππους χωροφύλακες να συγκρούονται με τους άοπλους καπνεργάτες στην Πλατεία Χατζοπούλου. Οι καπνεργάτες καταδιώκονται και η πόλη για μια ακόμα φορά αναστατώνεται από τους πυροβολισμούς. Οι πολίτες έντρομοι τρέχουν να ασφαλίσουν τους εαυτούς τους.

Η αστυνομία προβαίνει σε συλλήψεις την ίδια νύχτα των επεισοδίων, αλλά και την επόμενη και την μεθεπόμενη μέρα, με την κατηγορία της συμμετοχής στην αιματηρή συμπλοκή. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Εμπορικός Σύλλογος Αγρίνιου και άλλοι φορείς κινητοποιήθηκαν με παραστάσεις και τηλεγραφήματα υπέρ των συλληφθέντων.

Την ίδια μέρα της συμπλοκής που αναστάτωσε την πόλη, η Δημοτική Αρχή Αγρίνιου, έστειλε επείγον τηλεγράφημα προς το Υπουργείο Εσωτερικών με την παράκληση να ενισχυθεί η δύναμη «προς αποκατάστασιν διασαλευθείσης τάξεως».

Τα γεγονότα της 10ης Οκτωβρίου 1929 καταγράφονται στον τοπικό τύπο της εποχής (εφ. Τριχωνίς 13/10/1929, εφ. Νεολόγος Πατρών 11/10/1929), ο οποίος χαρακτηρίζει ως «κομμουνιστικές» τις αιματηρές σκηνές που σημειώθηκαν τη μέρα αυτή, αν και υπεύθυνοι για την πρόκλησή τους, όπως προκύπτει από την ειδησεογραφία του τύπου, δεν φαίνεται ότι ήταν οι καπνεργάτες, που προσήλθαν για μια «απλή συνεδρίασιν». Παρ’ όλ’ αυτά ο χαρακτηρισμός αποδίδει όλη την ευθύνη στους καπνεργάτες, οι οποίοι συλλήβδην χαρακτηρίζονται ως κομμουνιστές. Ως ένα βαθμό ο χαρακτηρισμός είναι κατανοητός αφού οι κομμουνιστές καπνεργάτες αποτελούσαν κατά κανόνα τη διοίκηση του Σωματείου και πρωτοστατούντων στη διοργάνωση και τις απεργιακές κινητοποιήσεις. Προκύπτει όμως το ερώτημα: Άραγε όλοι οι καπνεργάτες ήταν κομμουνιστές, όπως συνολικά χαρακτηρίζονται από τον τύπο; Ή τότε τα μέτρα καταστολής, όσο και τα δημοσιεύματα του τύπου, είναι απλώς οι συνέπειες του περίφημου Ιδιώνυμου, που με φαινομενικό στόχο την προστασία των ελευθεριών των πολιτών, ποινικοποιεί κάθε συνδικαλιστική δραστηριότητα ή απεργιακή κίνηση, καταδικάζοντας σε φυλακίσεις και εξορίες τους «πρωταιτίους», που πάντα είναι «κομμουνιστές»;

«Ο επίλογος των εν Αγρινίω κομμουνιστικών σκηνών», γράφεται σχεδόν ένα χρόνο μετά που έγινε η δίκη και η καταδίκη αρκετών από τους συλληφθέντες ως πρωταιτίους. Η δίκη πραγματοποιήθηκε στο Μεσολόγγι (14 Οκτωβρίου 1930), τα πρακτικά της οποίας δημοσιεύονται στον τοπικό τύπο της εποχής, όπου και πάλι κρίνονται ως υπεύθυνοι των γεγονότων οι κομμουνιστές. Ακολούθησε και δεύτερη δίκη (2 Νοεμβρίου 1930) και καταδίκη ορισμένων καπνεργατών.

Η Μεταξική βία και η σφαγή της 9ης Μαΐου 1936

Το Μάιο του 1936 σημειώνεται σε όλη την Ελλάδα, μια αναταραχή «και από την πλευρά του κράτους και από την πλευρά των εργαζομένων. Μετακινούνται συντάγματα και ίλες ιππικού. Γίνονται αποσπάσεις από την Αθήνα στις ασφάλειες της Θεσσαλονίκης, του Βόλου και της Καβάλας. Η Κυβέρνηση Μεταξά προχωρεί στα σχέδιά της. Θέλει να καταφέρει . κτυπήματα στις λαϊκές ελευθερίες[…]. Οι εργαζόμενοι μπροστά στον κίνδυνο κινητοποιούνται και σχηματίζουν συνδικαλιστική επιτροπή ενότητας. Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται στις επάλξεις». Το Μάιο μήνα πραγματοποιήθηκαν σχεδόν χίλιες πεντακόσιες συλλήψεις, εκατόν εξήντα προφυλακίσεις, σαράντα ένα άτομα εξορίστηκαν, ενώ σκοτώθηκαν εννέα. Στις 29 Απριλίου κηρύχτηκε η απεργία των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη για «συνδικαλιστικές ελευθερίες και κοινωνικές και οικονομικές παροχές».  Τα αιτήματα που διατύπωσαν οι καπνεργάτες ήταν τα εξής: 1. Αύξηση ημερομισθίου σ’ όλους τους κλάδους. 2. Οριστική εφαρμογή του νόμου περί τόγκας. 3. Εφαρμογή των κοινωνικών ασφαλίσεων. 4. Δεκάδραχμο επίδομα στους στοιβαδόρους.5. Αύξηση συντάξεων φυματικών και ανίκανων καπνεργατών. 6. Πλήρης ιατρική περίθαλψη. 7.Ίδρυση σανατορίων. 8. Συνδικαλιστικές ελευθερίες. 9. Συμμετοχή καπνεργατών στη Διοίκηση του ΤΑΚ. 10. Απαγόρευση εμπορικής επεξεργασίας καπνών στο εξωτερικό. 11. Αφομοίωση καπνεργατών Παλαιάς και Νέας Ελλάδας. 12. Χορήγηση βιβλιαρίων εργασίας στις γυναίκες. 13.Χορήγηση επιδομάτων ανεργίας. 14. Παροχή φαρμάκων δωρεάν. 15. Εργατική στέγη. 16. Αποκατάσταση των εξελθόντων εκ του επαγγέλματος καπνεργατών.

Όλη η εργατιά της Θεσσαλονίκης, στις 6 Μαΐου, τάσσεται στο πλευρό τους: υφαντουργοί, οδηγοί, τσαγκάρηδες, μαγαζάτορες, υπάλληλοι, ο λαός της Θεσσαλονίκης κατεβαίνει στον απεργιακό αγώνα, που διήρκησε 11 μέρες. Το κράτος εναντίων των απεργών παρέταξε χωροφυλακή, στρατό και στόλο. Ο στρατός αρνήθηκε να χτυπήσει, το ίδιο και ο στόλος. Η χωροφυλακή όμως αντιμετώπισε τους απεργούς. Ο Μεταξάς περνάει από τη Θεσσαλονίκη για το Βελιγράδι και αρνείται να δεχτεί τις απεργιακές επιτροπές. Επιστρέφοντας δυο μέρες μετά από τη Γιουγκοσλαβία, μαθαίνει ότι η απεργία συνεχίζεται και δίνει εντολή να λήξει με κάθε τρόπο. Με αποτέλεσμα στις 8 Μαΐου να διαδραματιστούν σοβαρά επεισόδια ανάμεσα στους απεργούς, στη χωροφυλακή και σε απόσπασμα εφίππων.

Η συγκλονιστική αυτή μαζική κινητοποίηση των εργαζομένων, μετά από έντεκα μέρες θα κλείσει με τη σφαγή της 9ης Μαΐου, με πολλούς νεκρούς και δεκάδες τραυματίες. Οι δρόμοι της συμπρωτεύουσας βάφτηκαν στο αίμα. Ανάμεσά στους νεκρούς ο 25χρονος σωφέρ Τάσος Τούσης, που έπεσε στη διασταύρωση των οδών Συγγρού και Πτολεμαίου. Ο θρήνος της μάνας για το σκοτωμένο γιό της ενέπνευσε το νεαρό ποιητή Γιάννη Ρίτσο να γράψει την ποιητική συλλογή «Επιτάφιος», από τα ωραιότερα έργα για την Εργατική Τάξη.

Τα θλιβερά γεγονότα της Θεσσαλονίκης γίνονται γνωστά στους καπνεργάτες της Καβάλας, οι οποίοι αμέσως συγκροτούν πάνδημη διαδήλωση διαμαρτυρίας. Ζητούσαν την άμεση τιμωρία των δολοφόνων και την παραίτηση της Κυβέρνησης Μεταξά. Στη συνέχεια οι διαδηλωτές διέσχισαν το κέντρο της πόλης και κατευθύνθηκαν προς τα νεκροταφεία, όπου ο βουλευτής Τζήμας εκφώνησε τη νεκρολογία για το χαμό των εργατών και οι καπνεργάτες κατέθεσαν με εκπροσώπους τους στη μνήμη αυτών που δολοφονήθηκαν πολλά στεφάνια.

Μετά τη σφαγή της 9ης Μαΐου στη Θεσσαλονίκη, σειρά έχουν τα αιματηρά επεισόδια στο Βόλο στις 2 Ιουνίου 1936. Τη μέρα αυτή σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους απεργούς των μεταλλείων, καπνεργάτες απεργοί ενώνονται με εκατό απολυθέντες από την Καπνοβιομηχανία Ματσάγγου και κατευθύνονται προς το εργοστάσιο καλώντας τους συναδέλφους τους, που ήταν μέσα να κατέβουν σε απεργία. Ο εργοδότης όμως δεν επέτρεπε την είσοδο. Έφθασαν ενισχύσεις με δύναμη της χωροφυλακής, στρατό και τον εισαγγελέα. Γίνεται προσπάθεια να διαλυθούν οι απεργοί, οι οποίοι διαδηλώνουν στους δρόμους με συνθήματα: «ψωμί-δουλειά» και «κάτω ο δολοφόνος Μεταξάς». Ακολουθεί σύγκρουση στη διασταύρωση των οδών Δημητριάδος και Ιάσονος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένας εργάτης και να τραυματιστεί άλλος ένας, ο οποίος υπέκυψε αργότερα.

Το μήνα Μάιο που απεργιακοί αγώνες απλώνονται σε όλη την επικράτεια, ιορύσσεται και στο Αγρίνιο, 6 Μαΐου η απεργία των καπνεργατών. Με κυριότερα αιτήματα τα εξής:

  • Το μεροκάματο να φτάσει τις 135 δρχ. με κατώτατο όριο τις 105, με αυξομείωση ανάλογα με τις διακυμάνσεις του τιμάριθμου.
  • Των καπνεργατριών από 50 σε 60 δραχμές. Ενιαίο ημερομίσθιο σε όλα τα συστήματα επεξεργασίας.
  • Τροποποίηση του νόμου περί τόγκας. Συνταξιοδότηση στα 50, με 1.500 δραχμές στους άντρες και 750 στις γυναίκες.
  • Αναγνώριση εργατικών επιτροπών στα εργοστάσια. Διεύρυνση της συμμετοχής των καπνεργατών στη διοίκηση του ΤΑΚ. Χορήγηση γενικής αμνηστίας σε φυλακισμένους και εξόριστους.-

Η απεργία είχε αποφασιστεί από την ομοσπονδία και τα αιτήματα ήταν ίδια σε όλη τη χώρα. Αμέσως όταν εκδηλώθηκε η απεργία, η αστυνομία απαγόρεψε τις συγκοινωνίες και έκλεισε τα γραφεία του σωματείου. Τη δεύτερη μέρα της απεργίας, οι απεργοί συγκεντρώθηκαν στο θέατρο «Κρίππα», όπου μίλησε ο Βουλευτής του «Παλαϊκού Μετώπου» Τυρίμος. Η Επιτροπή του απεργιακού αγώνα περιορίστηκε στην υποβολή υπομνημάτων και την αποστολή τηλεγραφημάτων διαμαρτυρίας. Και οι επαγγελματίες της πόλης με τηλεγραφήματα τάχθηκαν στο πλευρό των καπνεργατών, όπως έκαναν σε κάθε απεργιακό αγώνα τους. Η μεγάλη και με καθολική συμμετοχή απεργία του Μάη του ’36, ήταν ο τελευταίος αγώνας μιας εποχής που είχε αρχίσει για το Αγρίνιο το 1911. Τρεις μήνες μετά (4 Αυγούστου 1936), η χώρα περνάει στην περίοδο της Δικτατορίας του Μεταξά, η οποία ήταν «αρχή δεινών ιδιαίτερα για το εργατικό κίνημα, που στο εξής αυστηρά ελεγχόμενο, σιδεροδέσμιο, με διοικήσεις διορισμένες άνωθεν κατευθυνόμενες, θα περάσει αρκετές δεκαετίες κάτω από Καυδιανά δίκρανα».

Βέβαια η απαγόρευση της λειτουργίας του εργατικού κινήματος, οι φυλακίσεις και οι εξορίες των στελεχών του δεν ήταν άγνωστες πριν από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Ωστόσο αποτελεί τομή το γεγονός ότι τώρα συστηματοποιούνται και εντάσσονταν στο πλαίσιο της κατάργησης της νομιμότητας των πολιτικών κομμάτων, της απαγόρευσης της πολιτικής ζωής και της ατμόσφαιρας φόβου που επικρατούσε.

πηγη:https://geniusloci2017.wordpress.com