Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Journal of Social History 44. O Leigh Michael Harrison είναι ακαδημαϊκός στο Πανεπιστήμιο του Δυτικού Οντάριο.


Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας




Σήμερα η αποδοχή της μουσικής heavy metal είναι εξίσου δεδομένη αλλά και παγκόσμια· ωστόσο η καταγωγή του heavy metal μπορεί να εντοπιστεί απευθείας στις βιομηχανικές, εργατικές γειτονιές του Μπέρμινχαμ της Αγγλίας στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Οι μπάντες Black Sabbath και Judas Priest από το Μπέρμινχαμ δημιούργησαν και καθόρισαν το είδος, εμπνεόμενες από την βιομηχανική γεωγραφία της πόλης και την εργατική τους καταγωγή, που και τα δύο φαίνονται στη μουσική τους – τόσο σε στίχους όσο και σε σύνθεση. Σχεδόν διακόσια χρόνια συνεχούς βιομηχανικής επέκτασης σήμαινε πως οικιστικές περιοχές και σχολεία ήταν περικυκλωμένα από εργοστάσια, υποβάλλοντας συνεχώς τα παιδιά της πόλης στους ήχους της βαριάς βιομηχανίας. Η δύσκολη, συχνά εξαθλιωμένη εργατική ύπαρξη σήμαινε πως τα παιδιά της εργατικής τάξης ανέπτυξαν επιθετικές συμπεριφορές ως μέσο επιβίωσης μέσα στο σκληρό φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον της καθημερινής ζωής. Καθώς η μεταπολεμική νεανική κουλτούρα του Μπέρμινχαμ απομακρύνθηκε από τους παραδοσιακούς δεσμούς της με την Προτεσταντική Εκκλησία και προς κοσμικές αίθουσες χορού και club, αυτά τα παιδιά βασίστηκαν στην εμπειρία τους ως εργατική τάξη και στους βιομηχανικούς ήχους όταν δημιουργούσαν τη μουσική τους. Όταν μελετάς τους στίχους, τον ήχο και το ύφος της μουσικής των Black Sabbath και των Judas Priest, σε συνδυασμό με συνεντεύξεις με μέλη των συγκροτημάτων, εμφανίζονται επαναλαμβανόμενα θέματα και μοτίβα. Αισθήματα θυμού σχετικά με την φτωχική, εργατική εμπειρία τους είναι ένα αίσθημα που εκφράζεται συνεχώς στις συνεντεύξεις των συγκροτημάτων και αντικατοπτρίζεται στους στίχους και των δύο συγκροτημάτων. Το γκρίζο, πυκνοκατοικημένο βιομηχανικό τοπίο και ο θόρυβος της βαριάς βιομηχανίας του Μπέρμινχαμ αναφέρεται από τα μέλη των συγκροτημάτων ως άμεσες επιρροές στον ήχο και την εξέλιξη της μουσικής τους. Χάρτες και έρευνες στο μεταπολεμικό Μπέρμινχαμ δείχνουν μια πόλη διαμορφωμένη και κυριαρχούμενη από τη βαριά βιομηχανία, μια κυριαρχία  που έφτασε στο αποκορύφωμα της μετά τον 2ο ΠΠ. Η βιομηχανική γεωγραφία και το περιβάλλον της εργατικής τάξης του μεταπολεμικού Μπέρμινχαμ επηρέασαν άμεσα τους στίχους και τον ήχο  της μουσικής των Black Sabbath και των Judas Priest, που με τη σειρά της έγινε μια νέα μορφή μουσικής, γνωστή αργότερα ως heavy metal.

Αυτή η μελέτη γεμίζει ένα κενό ως η πρώτη έρευνα στη σχέση βιομηχανικής γεωγραφίας και μουσικής εξέλιξης. Η γεωμουσικολογία, η μελέτη γεωγραφίας και μουσικής, είναι ακόμη ένα σχετικά νέο υποπεδίο της πολιτισμικής γεωγραφίας, που η μεθοδολογία και οι θεωρητικές προσεγγίσεις χρειάζεται ακόμη να προσδιοριστούν ακριβώς.. η σποραδική έρευνα σχετικά με τη σχέση μουσικής και περιβάλλοντος εμφανίστηκε αρχικά στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στη δεκαετία του 1970, αλλά δεν ήταν παρά μόνο στις αρχές εκείνης του 1980 που η γεωμουσικολογία άρχισε να προβάλλει ως βιώσιμο υποπεδίο της πολιτισμικής γεωγραφίας. Η έρευνα που έχει γίνει έχει εστιάσει κυρίως στην αμερικάνικη μουσική country, με αυξανόμενη προσοχή να δίνεται στην σημασία της γεωγραφίαςε και τιε κοινωνικές συνθήκες στη διαμόρφωση διάφορων Αφροαμερικάνικων μουσικών ειδών όπως η jazz, τα blues και η hip hop. Η επιρροή των περιφερειακών και αστικών περιβαλλόντων στην εξέλιξη της rap και hip hop μουσικής έδωσε τον όρο «γκετοκεντρικότητα» (ghettocentricity) για να χαρακτηρίσει την επίδραση που είχαν η αστική γεωγραφία και οι κοινωνικές συνθήκες της Αφροαμερικάνικης κοινότητας πάνω στην μουσική εξέλιξη του είδους. Το βιβλίο του Adam Kirms, Music and Urban Geography (2007) είναι η πρώτη εκτεταμένη μελέτη πάνω στη σχέση μουσικής και αστικής γεωγραφίας. Ο Kirms εξετάζει πως η γεωγραφία  των αστικών χώρων  επηρεάζει το τρόπο που η μουσική βιώνεται, παρουσιάζεται και πωλείται  ενώ εξετάζει πως «η πόλη» απεικονίζεται στην μαζική δημοφιλή μουσική. Απούσα από την έρευνα του Kirms είναι η σχέση μεταξύ βιομηχανικής γεωγραφίας και μουσικής, που είναι χαρακτηριστικό της γεωμουσικολογίας συνολικά. Η απουσία του heavy metal από την σύγχρονη χωρο-ειδική έρευνα μπορεί να αποδοθεί στην πρωτοποριακή φύση αυτού του υποπεδίου, αλλά και επίσης στην ταχεία διάδοση του heavy metal έξω από το βιομηχανικό Μπέρμινχαμ όπου γεννήθηκε το είδος. Η διάδοση του heavy metal σε άλλες χώρες μια δεκαετία μετά τη γέννηση του σήμαινε πως το Μπέρμινχαμ δεν αναγνωρίζεται άμεσα ως ένα εντοπισμένο κέντρο της heavy metal μουσικής. Με την ταχεία του εξάπλωση  σε άλλες χώρες, οι κουλτούρες που το υιοθέτησαν διακλάδωσαν το heavy metal σε μια σειρά από υποείδη, επισκιάζοντας ακόμη περισσότερο την καταγωγή του είδους. Τα τελευταία χρόνια, η heavy metal κουλτούρα είναι το αντικείμενο έντονης μελέτης τόσο από κοινωνιολόγους όσο και από ανθρωπολόγους, αλλά μια μελέτη στη σχέση μεταξύ της βιομηχανικής γεωγραφίας του Μπέρμινχαμ και της γέννησης του heavy metal δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμη. Χρησιμοποιώντας το μεταπολεμικό Μπέρμινχαμ ως υπόθεση μελέτης, η γέννηση του heavy metal προσφέρει μια καλύτερη κατανόηση στο πως οι περιβαλλοντικοί παράγοντες διαμορφώνουν τη μουσική επηρεάζοντας τους ανθρώπους που την δημιουργούν.

Στην εικοσιπενταετή περίοδο μεταξύ του τέλους του 2ου ΠΠ το 1945 και την κυκλοφορία των δυο πρώτων δίσκων των Black Sabbath το 1970, το Μπέρμινχαμ και τα περίχωρα του έζησαν δραμτικές αλλαγές στο τοπίο, τόσο από τις επιπτώσεις του πολέμου όσο και από τον εκσυγχρονισμό. Η ιστορία της πόλης συνδέεται με την εμφάνιση του εκβιομηχανισμού  και τις απαιτήσεις του πολέμου. Το Μπέρμινχαμ εντοπίζεται σε μια βιομηχανική περιοχή της Μεγάλης Βρετανίας, γνωστή ως αστικό σύμπλεγμα των Δυτικά Μίντλαντς, που περιλαμβάνει τις πόλεις Σμέθγουικ, Γουέστ Μπρόμγουιτς, Γουάλσαλ, Ντάντλεϊ της «Μαύρης Επαρχίας» και την πόλη του Γουλβερθάμπτον. Οι βιομηχανίες μετάλλου εμφανίστηκαν στη περιοχή τον 17ο αιώνα, και στα επόμενα τριακόσια χρόνια το Μπέρμινχαμ αναπτύχθηκε ως το περιφερειακό κέντρο για την κατασκευή και την βιομηχανική καινοτομία. Στη διάρκεια του 2ου ΠΠ, μεταξύ 2939 και 2945, το Μπέρμινχαμ απέκτησε ηγετικό ρόλο στην παραγωγή όπλων και έγινε ο στόχος βαριών βομβιστικών επιδρομών της Λούφτβαφε. Ο μεταπολεμικός καθαρισμός επέτρεψε στο Μπέρμινχαμ να εφαρμόσει τα σχέδια αστικού εκσυγχρονισμού που είχαν εκπονηθεί στη δεκαετία του 1930 αλλά είχαν αναβληθεί λόγω του ξεσπάσματος του 2ου ΠΠ. Μελέτες, έρευνες και χάρτες αστικών ζωνών του Μπέρμινχαμ που δημιουργήθηκαν μετά το πόλεμο για να εφαρμόσουν αυτές τις βελτιώσεις δείχνουν την μεταπολεμική γεωγραφία της πόλης, όπως και τις συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι πολίτες του Μπέρμινχαμ.

Το Μπέρμινχαμ μπήκε στην μεταπολεμική περίοδο με την ανακήρυξη 51000 σπιτιών ως ακατάλληλων· μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, 38000 είχαν κατεδαφιστεί. Μια σχεδιαστική μελέτη του 1948 από την West Midland Group, μια ένωση ακαδημαϊκών του Μπέρμινχαμ και πολεοδόμων, υπολόγιζε πως περίπου το ένα τρίτο των διαθέσιμων σπιτιών στο Μπέρμινχαμ και στο Σμέθγουικ ήταν ακατάλληλα για κατοικίες. Η Οικιστική Έκθεση του Τμήματος Δημόσια Υγείας του Μπέρμινχαμ το 14946 έδειξε 81000 σπίτια δίχως μπάνιο, 35000 δίχως εσωτερικές τουαλέτες και 29000 σπίτια χτισμένα το ένα κολλητά στο άλλο. Η Οικιστική Έκθεση επίσης κατέγραψε πως το πρόβλημα του υπερβολικού συνωστισμού και της οικιστικής πυκνότητας επιδεινώνονταν από την παρουσία εργοστασίων, εργαστηρίων και αποθηκών μέσα στις οικιστικές ζώνες. Η έκθεση διαπίστωσε πως η εγγύτητα της βιομηχανίας στα σπίτια σήμαινε πως θόρυβος και καπνός από τα εργοστάσια εμπόδιζαν το φως και τον καθαρό αέρα να φτάσουν στα σπίτια που περιβάλανε, δείχνοντας στο βαθμό τον οποίο τα εργοστάσια του Μπέρμινχαμ κυριαρχούσαν στις ζωές  των κατοίκων της πόλης.

Ένας πολεοδομικός χάρτης της πόλης το Σχέδιο Ανάπτυξης του Μπέρμινχαμ δείχνει με λεπτομέρειες την γεωγραφία της πόλης το 1960. Η μελέτη δείχνει περιοχές που περιέχουν βιομηχανία, κυβερνητικά κτίρια, οικιστικές ζώνες, σχολεία και περιοχές για δημόσιους ανοιχτούς χώρους. Αυτό που κάνει αμέσως εντύπωση στο μάτι είναι η έκταση των εργοστασίων που καταναλώνουν τεράστιες εκτάσεις. Η βιομηχανία περικυκλώνει και εγκολπώνει πλήρως οικιστικές περιοχές. Δημοτικά και γυμνάσια είναι τοποθετημένα ακριβώς δίπλα από εργοστάσια. Σιδηροδρομικές γραμμές διασχίζουν ολόκληρη τη πόλη. Τα εργοστάσια ενέργειας και γκαζιού που τροφοδοτούν τα εργοστάσια είναι διασκορπισμένα στο τοπίο. Ακόμη και το Δημοτικό Νεκροταφείο του Μπέρμινχαμ είναι δίπλα από μια βιομηχανική ζώνη. Με την εξαίρεση του Άστον Παρκ, ολόκληρη η πόλη είναι μια συμπαγής μάζα ασφυκτικά τοποθετημένων σπιτιών, εργοστασίων, εργοστασίων ενέργειας και γραμμών σιδηροδρόμου. Περιοχές κρατημένες ως χώροι παιχνιδιού στα βόρεια της πόλης  είναι πλήρως περικυκλωμένες από βιομηχανικές ζώνες. Οι δρόμοι είναι στενοί και περίπλοκοι, παρόμοια με τη συμφόρηση των μεσαιωνικών πόλεων. Αυτές οι μελέτες και εκθέσεις δείχνουν πως η βαριά βιομηχανία του Μπέρμινχαμ είχε καταφέρει να κυριαρχήσει τόσο στο τοπίο όσο και στις ζωές των κατοίκων της πόλης ως τα 1960. Το Αναπτυξιακό Πλάνο επίσης περιγράφει τις πρωτοβουλίες εκσυγχρονισμού της πόλης· ολόκληρα διαμερίσματα της πόλης θα ισοπεδώνονταν και θα αναδιοργανώνονταν, δρόμοι θα φάρδαιναν και ανοιχτοί δημόσιοι χώροι θα επεκτείνονταν. Μετά το 1960 το τοπίο της πόλης  άρχισε να εκσυγχρονίζεται και να επεκτείνεται προς τα έξω, καθώς οι σχεδιαστές της πόλης του Μπέρμινχαμ επεδίωξαν την αποκέντρωση τόσο του πληθυσμού όσο και της βιομηχανίας. Καθώς η πόλη άλλαζε, η μεταπολεμική περίοδος βίωσε και μια μεταμόρφωση της νεανικής κουλτούρας του Μπέρμινχαμ. Καθώς οι μεγαλύτεροι κάτοικοι μετακινήθηκαν μακριά από το κέντρο της πόλης προς τα νεόκτιστα προάστια, η νεολαία του Μπέρμινχαμ άρχισε να στρέφεται προς το κέντρο της πόλης αναζητώντας πιο κοσμικές μορφές διασκέδασης, όπως η μουσική.

Στα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του πολέμου, οι παραδοσιακοί δεσμοί της νεολαίας προς τους θεσμούς της κοινότητας άρχισαν να εξασθενούν. Μετά το 1945, η συμμετοχή της νεολαίας του Μπέρμινχαμ στην Προτεσταντική Εκκλησία έπεσε κατακόρυφα, και ως το 1950 υπολογίζονταν πως οι εκκλησίες είχαν σταθερή επαφή μόνο με το ένα τέταρτο των νέων του Μπέρμινχαμ. Ως τα τέλη της δεκαετίας του 1960 το ποσοστό αυτό βυθίστηκε ακόμη περισσότερο, παρά τις προσπάθειες της εκκλησίας να ενισχύσει τις οργανώσεις νέων που διέθετε. Στην μεταπολεμική περίοδο όλες οι οργανώσεις νεολαίας πάλευαν να διατηρήσουν τα μέλη τους καθώς οι νέοι του Μπέρμινχαμ αναζητούσαν κοσμικές ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Αυτή η αλλαγή στην συμπεριφορά των νέων μπορεί να αποδοθεί στους ψηλότερους μισθούς, στην μεγαλύτερη κινητικότητα και την διεύρυνση των επιλογών εμπορικής ψυχαγωγίας που έγιναν διαθέσιμες στους νέους  μετά τον 2ο ΠΠ. Μια μελέτη των δραστηριοτήτων  της νεολαίας του Μπέρμινχαμ από το Κολλέγιο του Γουέστχιλ διαπίστωσε πως πολύ λίγοι νέοι σύχναζαν σε μπαρ στα  τέλη της δεκαετίας του 1940 αλλά ως τα τέλη της δεκαετίας του 1950 πολλές παμπ και μπαρ στη πόλη εξυπηρετούσαν σχεδόν αποκλειστικά νέους ανθρώπους μεταξύ των ηλικιών δεκαέξι και είκοσι πέντε. Οι υψηλότεροι μισθοί που κέρδιζαν οι νέοι στην μεταπολεμική περίοδο τους επέτρεπαν την ελευθερία να αναζητήσουν εναλλακτική διασκέδαση που δεν ήταν διαθέσιμη πριν το πόλεμο. Ως τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και σε εκείνη του 1960 οι νέοι του Μπέρμινχαμ δαπανούσαν όλο και μεγαλύτερο χρόνο ακολουθώντας την δημοφιλή μουσική. η κατανάλωση μουσικής βοηθήθηκε από μια αυξημένη κινητικότητα της νεολαίας καθώς οι νέοι απέκτησαν σκούτερ, μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα που τους επέτρεπαν να συχνάζουν σε αίθουσες χορού και κλαμπ στο κέντρο της πόλης. Αυτή η μεταβολή στη νεανική κουλτούρα δημιούργησε μια όλο και μεγαλύτερη αγορά για νέα μουσική. Ήταν στη διάρκεια αυτής της περιόδου που τα μελλοντικά μέλη των Black sabbath και των Judas Priest άρχισαν να παίζουν όργανα και να δημιουργούν συγκροτήματα. Ως τα τέλη της δεκαετίας του 1960 τα μέλη των συγκροτημάτων άρχισαν να απομακρύνονται από την δημοφιλή μουσική της αντικουλτούρας που έρχονταν από την Αμερική και άρχισαν να δημιουργούν μουσική που αντανακλούσε τη δική τους μεταπολεμική εμπειρία. Η αυτοβιογραφική μουσική  που δημιούργησαν έγινε το heavy metal, και το συγκρότημα των Black Sabbath από το Αστον του Μπέρμινχαμ ήταν το πρώτο που καθοδήγησε αυτό το νέο ήχο.

Οι Black Sabbath δημιουργήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960, παίζοντας για πρώτη φορά με το όνομα black Sabbath τν Αύγουστο του 1969. Εκείνη την εποχή, η δημοφιλής μουσική κυριαρχούνταν από τη μουσική της αντικουλτούρας της Αμερικής, που την αποτελούσε σε μεγάλο βαθμό η απογοητευμένη νεολαία της μέσης τάξης. η μουσική επικεντρώνονταν σε ουτοπικά θέματα ειρήνης, ελεύθερου έρωτα και αρμονίας με το γύρω περιβάλλον, που καθρέφτιζε τα ιδανικά και την φιλοσοφία της αντικουλτούρας των χίπις. Η κοινωνικο-οικονομική απόσταση μεταξύ της ζωής του Μπέρμινχαμ και της λουλουδιαστής μουσικής της αντικουλτούρας της μέσης τάξης οδήγησε τα μέλη των Black Sabbath να δημιουργήσουν μουσική που αντικατόπτριζε τον δικό τους σκληρό, εργατικό αγώνα στο μεταπολεμικό Μπέρμινχαμ. Δυο βδομάδες μετά το Μουσικό Φεστιβάλ του Γούντστοκ  στο Μπέθελ, της Νέας Υόρκης, οι Black sabbath άρχισαν να παίζουν με το νέο τους όνομα. Σε μια εποχή που εκατομμύρια χίπις αγκάλιαζαν μουσική γεμάτη από ουτοπικά θέματα ειρήνης και αγάπης, οι Black Sabbath άρχισαν να παίζουν μουσική γεμάτη από δυνατές κιθάρες, βαριά τύμπανα και θυμωμένους, δυστοπικούς στίχους. Ο εργατικός θυμός τους και αγανάκτηση επικοινωνούνταν μέσα από την φωνή και τους στίχους του τραγουδιστή των Black Sabbath, Ozzy Osbourne.

Ο Ozzy Osbourne, ο τραγουδιστής και στιχουργός των Black Sabbath μεγάλωσε την Οδό Λοτζ στο άστον του Μπέρμινχαμ. Γεννημένος το 1948, ο Osbourne βίωσε ένα σκληρό, γεμάτο φτώχια μεγάλωμα σε εργατικό περιβάλλον. Και οι δυο γονείς του ήταν εργάτες σε εργοστάσιο, αλλά εξαιτίας της μεγάλης τους οικογένειας τα χρήματα ήταν λιγοστά. Ως παιδί ο Osbourne ζούσε σε ένα σπίτι δίχως εσωτερική τουαλέτα και μοιράζονταν ένα κρεββάτι με πέντε αδέρφια. Τα παιδιά των Osbourne είχαν μόνο ένα ζευγάρι παπούτσια, ένα παντελόνι, ένα πουκάμισο και σακάκι και καθόλου εσώρουχα. Οι πρώτες επαφές του Osbourne με τη μουσική ήταν τα τραγούδια που τραγουδούσε η οικογένεια του όταν επέστρεφε ο πατέρας του μεθυσμένος από την παμπ. Σε διάφορες συνεντεύξεις ο Osbourne εξηγεί πως τα λουλουδιαστά ιδανικά της αντικουλτούρας των χίπις δεν αντιπροσώπευαν την ζωή της εργατικής τάξης του Μπέρμινχαμ. Ο Osbourne λέει: «Αν κοιτάξεις πίσω στην εποχή εκείνη, ήταν όλα αγάπη και ειρήνη, κουδούνια, ελεύθερος έρωτας. Αυτό δεν ίσχυε σε μια βρώμικη, βιομηχανική πόλη όπως το Μπέρμινχαμ». Ο Osbourne θυμάται πως η αντίθεση μεταξύ της δημοφιλούς μουσικής και της ζωής στο Μπέρμινχαμ έτρεφε θυμό μεταξύ των μελών του συγκροτήματος, δηλώνοντας, «Πρέπει να θυμάσαι την εποχή, το 1968 υπήρχε ακόμη αυτή η flower power. Για μας αυτό ήταν μαλακίες, ζώντας στην καταθλιπτική, απαίσια, μολυσμένη πόλη το Μπέρμινχαμ. Ήμασταν θυμωμένοι με αυτό. Σκεφτήκαμε, ας τρομάξουμε το κόσμο». Σε μια άλλη συνέντευξη ο Osbourne δήλωσε πως η μουσική των Black Sabbath «προσγείωσε τα πράγματα στην πραγματικότητα». Η μουσική δεν αντιμετωπίζονταν μόνο σαν διέξοδος για την έκφραση αλλά και ως μέσο  διαφυγής από μια ζωή προορισμένη για δουλειά στο εργοστάσιο. Όταν θυμάται τις πρώτες μέρες του συγκροτήματος ο Osbourne αναφέρει «δεν είχαμε τίποτα να κερδίσουμε, τίποτα να χάσουμε… ήταν καλύτερα από το να δουλεύουμε σε ένα εργοστάσιο». Ως τραγουδιστής του συγκροτήματος, η γεμάτη αγανάκτηση φωνή του Osbourne επικοινωνούσε αυτό το θυμό σε ένα μαζικό κοινό. Οι στίχοι που τραγουδούσε ο Osbourne ήταν σε μεγάλο βαθμό γραμμένοι από τον μπασίστα Terrance «Geezer» Butler, οι στίχοι του οποίου επίσης αντανακλούσαν την εμπειρία του να μεγαλώνεις στο μεταπολεμικό Μπέρμινχαμ.

Ο Terrance Butler μεγάλωσε στην ίδια γειτονιά το Άστον με τον Osbourne και τα άλλα μέλη των Black Sabbath. Ο Butler θυμάται το τοπίο της πόλης στα παιδικά του χρόνια να έχει ακόμη πάνω του τις συνέπειες του πολέμου: «Στο 2ο ΠΠ, στο Μπέρμινχαμ, εκεί ήταν που φτιάχνονταν όλα τα πυρομαχικά. Για αυτό βομβαρδίστηκε τόσο βαριά. Έτσι υπήρχαν πολλά τούβλα παντού, πεσμένα από τα βομβαρδισμένα κτίρια, όλα αυτά τα πράγματα». Περιτρυγιρισνμένος από βομβαρδισμένα κτίρια και ανέχεια, οι στίχοι του Butler επικεντρώνονται στα ζητήματα του πολέμου, του θανάτου, της αποξένωσης και της απελπισίας. Αυτή η ζοφερή οπτική είναι κοινό θέμα σε όλο το έργο των Black sabbath. Το παρακάτω είναι απόσπασμα από το War Pigs από το δεύτερο LP τους, Paranoid:

In the fields the bodies burning/as the war machine keeps turning

Death and hatred to mankind/poisoning their brain-washed minds

Politicians hide themselves away/they only started the war

Why should they go out to fight/they leave that role to the poor

Το War Pigs ξεκινά διαμαρτυρόμενο για τι φρίκες του πολέμου και τελειώνει με αποκαλυπτική εικονογραφία. Το War Pigs επίσης επιτίθεται στη διάκριση μεταξύ των τάξεων, στην οποία η φτωχή εργατική τάξη φέρει το βάρος το πολέμου. Σε ένα άλλο τραγούδι, με τίτλο Wheels of Confusion/The Straightener ο Butler μιλά για την αγανάκτηση και την απογοήτευση της εργατικής τάξης με την νεωτερικότητα:

Lost in the wheels of confusion/running through the valley of tears

Eyes ull of angered illusion/hiding in everyday fears

So I found that life is just a game/ but you know there’s never been a winner

Try your hardest just to be a loser/The world will still be turning when you’re gone

Yeah when you’re gone

Ο τελευταίος στίχος μιλά για την σταθερή, συνεχή φύση της νεωτερικότητας που απορρίπτει εκείνους που δεν μπορούν να συνεισφέρουν. Ο Butler χρησιμοποιεί φαουστιανά θέματα για να δείξει πως η ασταμάτητη ορμή του εκσυγχρονισμού είναι αδιάφορη για το άτομο. Έχοντας περιτριγυριστεί από τα αποτελέσματα του πολέμου και από την καταστροφή που προκάλεσε η ορμή του Μπέρμινχαμ για εκσυγχρονισμό, αυτές οι έννοιες ήταν εμφυτευμένες μέσα στο τρόπο σκέψης των μελών των Black Sabbath.

Η φαντασία είναι ακόμη ένα λυρικό θέμα που βρίσκεται μέσα στο είδος του heavy metal, ένα πλαίσιο προερχόμενο από την διαφυγή του Butler από τη ζοφερή ζωή του βιομηχανικού Μπέρμινχαμ. Ως παιδί, ο Butler βούτηξε στην επιστημονική φαντασία, ιδιαίτερα στα κείμενα του HG Wells, σαν μια μέθοδο απόδρασης από το απαίσιο περιβάλλον του. Ο Butler θυμάται: «Ακόμη αγαπώ αυτά τα πράγματα – Η Μηχανή του Χρόνου, Ο Αόρατος Άνθρωπος – επειδή είναι τόσο απίθανα. Ζούσα στο Άστον, το χειρότερο μέρος στο πλανήτη. Είχα ανάγκη την απόδραση». Η επιρροή της διαφυγής του Butler μέσω της επιστημονικής φαντασίας μπορεί να γίνει αντιληπτή στα κομμάτια των Black Sabbath, The Wizard, Planet Caravan και Iron Man. Όταν ο Osbourne και ο Butlerάρχισαν να δημιουργούν τους στίχους και τη φιλοσοφία των Black Sabbath, και οι δυο τους αντλούσαν έμπνευση από την εμπειρία τους ως εργατική τάξη και το κατεστραμμένο από το πόλεμο περιβάλλον τους. Τα τύμπανα και η κιθάρα – η βάση του ήχου του συγκροτήματος – ήταν επηρεασμένα άμεσα από την υλικότητα των εργοστασίων στην καθημερινή ζωή του ντράμερ Bill Ward και του κιθαρίστα Tony Iommi. Ο Iommi διαμόρφωσε τον ήχο της heavy metal κιθάρας, με το στυλ του να είναι αποτέλεσμα ενός τραύματος που απέκτησε δουλεύοντας σε ένα από τα εργοστάσια του Μπέρμινχαμ.

Το παραμορφωμένο riff της κιθάρας είναι κεντρικής σημασίας στο heavy metal ήχο. Το heavy metal riff αντιπροσωπεύει την επιθετικότητα και την ενέργεια , και λειτουργεί ως η μηχανή που σπρώχνει ένα heavy metal τραγούδι. Στον Tony Iommi αποδίδεται η δημιουργία του ήχου της κιθάρας του heavy metal και το ύφος παιξίματος, που και τα δυο ήταν συνέπεια ενός βιομηχανικού ατυχήματος ενώ εργαζόταν σε ένα από τα τοπικά εργοστάσια αυτοκινήτων. Η κατασκευή αυτοκινήτων και οι γύρω από αυτή επιχειρήσεις λειτουργούσαν εκτεταμένα μέσα στο Μπέρμινχαμ, με τους περισσότερους προμηθευτές να είναι σε ακτίνα δέκα μιλίων από το εργοστάσιο. Όπως πολλοί από τους συνομήλικους του , ο Iommi εργάζονταν στο κατασκευαστικό τομέα ως συγκολλητής στο εργοστάσιο αυτοκινήτων Lucas. Ένα ατύχημα στο εργοστάσιο όταν ο Iommi ήταν δεκαοχτώ ετών τον ανάγκασε να αλλάξει το στυλ παιξίματός του:

«Δούλευα σε ένα εργοστάσιο, κάνοντας συγκολλήσεις και τέτοια… το άτομο που έκοβε τα ελάσματα μετάλλου δεν ήταν εκεί εκείνη τη μέρα, έτσι έβαλαν εμένα στη μηχανή με τα ελάσματα, που κόβει και λυγίζει το μέταλλο. Δεν την είχα δουλέψει ποτέ πριν. Κατέβηκε… και έκοψε τις άκρες των δακτύλων μου. Επειδή πήρες τις άκρες των δακτύλων μου, με έκανε να δημιουργήσω ένα διαφορετικό στυλ παιξίματος. Που ήταν καλό στη πραγματικότητα, γιατί τελικά έγινε το heavy metal».

Για να ελαττώσει την πίεση στα δάκτυλα του, ο Iommi ξεκούρδισε τη κιθάρα του από E σε C#, καταλήγοντας σε ήχο που ήταν πυκνότερος και βαρύτερος. Αυτός με τη σειρά του έγινε ο πυρήνας του ήχου των Black Sabbath, δημιουργώντας τη βάση για ολόκληρο το είδος του heavy metal. Όπως και οι Osbourne και Butler, ο Iommi πιστεύει πως το ζοφερό περιβάλλον του Άστον επίσης έπαιξε άμεσο ρόλο στο πως εξελίχθηκε η μουσική τους. Ο Iommi έχει δηλώσει «ήταν πολύ σκληρό μέρος, καθόλου καλή περιοχή… είχε απλά διαλυθεί. Μισούσα να μένω εκεί. Το μισούσα. Πιστεύω πως επηρέασε τη  μουσική μας, η περιοχή από όπου ήμαστε. Την έκανε κάπως κακή». Μιλώντας για τον σκοτεινό ήχο των Black Sabbath ο Iommi έχει πει «αν ακουγόμαστε ζοφεροί και κακοί, είναι απλά το πως αισθανόμαστε». Αυτή η αίσθηση θυμού και αγανάκτησης μπορεί να ακουστεί στον επιθετικό ήχο του παιξίματος του Iommi, που επίσης μπορεί να ακουστεί στο βαρύ στυλ του ντράμερ Bill Ward.

Ενώ ο Ward έμαθε να παίζει ντραμς ακούγοντας δίσκους jazz, το στυλ παιξίματος του ήταν επίσης επηρεασμένο από τον ήχο των εργοστασίων του Μπέρμινχαμ που περικύκλωναν το σπίτι του. Ως παιδί, ο Ward θυμάται πως ο ήχος των πρεσών από τα κοντινά εργοστάσια επηρέασε το τρόπο παιξίματος του: «Μπορούσες να ακούσεις το πέσιμο της πρέσας, και ξάπλωνα  στο κρεββάτι τη νύχτα χτυπώντας το κεφαλάρι, βάζοντας τον επιπλέον ρυθμό στο χτύπημα». Όπως ο Osbourne, ο Ward τονίζει πόσο επηρέασε η φτωχική του ανατροφή την νοοτροπία του προς τη μουσική. Όταν ο πρώτος δίσκος των Black Sabbath κυκλοφόρησε το 1970 ο Ward χαρακτήρισε τη ζωή του πως ήταν στο «όριο της ανέχειας» και περιέγραψε την περιθωριακή οπτική του συγκροτήματος ως «υγιή θυμό». Κανένα τραγούδι δεν συλλαμβάνει το θυμό και τις επιρροές των μελών των Black Sabbath όσο το τραγούδι Iron Man από το δεύτερο δίσκο τους Paranoid.

Το τραγούδι ξεκινά με ένα μοναχικό ήχο τυμπάνου που μοιάζει με τον ήχο πρέσας σε εργοστάσιο. Η παραμορφωμένη κιθάρα του Iommi αρχίζει να μπαινοβγαίνει, σαν μεταλλικό έλασμα που το σπρώχνουν σε πριόνι. Μετά από περίπου τριάντα δευτερόλεπτα το βαρύ riff της κιθάρας του Iommi ξεκινά, σε συνδυασμό με το τύμπανο του Ward για να δημιουργήσουν μια βαριά ακουστική επίθεση. Ο Osbourne τραγουδά τους φανταστικούς στίχους του Butler για έναν κακό που ταξιδεύει στο μέλλον και βλέπει την αποκάλυψη, μόνο για να επιστρέψει και να εξαπολύσει την καταστροφή του οράματός τους στους ανθρώπους γύρω του που τον χλευάζουν.

Το μοναδικό είδος της μουσικής των Black Sabbath βρήκε αμέσως οπαδούς μέσα στην εργατική τάξη της Αγγλίας. Το ομώνυμο ντεμπούτο τους το 1970 μπήκε στα βρετανικά τσαρτς στο νούμερο 28 και ανέβηκε στο νούμερο 8, βοηθούμενο από μεγάλες πωλήσεις στον βιομηχανικό βορρά της Αγγλίας και έμεινε στα τσαρτς για έξι μήνες. Η γεμάτη θυμό μουσική των Black Sabbath δεν ήταν τα συναισθήματα τεσσάρων απομονωμένων ατόμων αλλά μάλλον τα συναισθήματα ενός ολόκληρου τμήματος της εργατικής τάξης της Βρετανίας. Με την κυκλοφορία του τον επόμενο Σεπτέμβριο, το Paranoid ήταν ακόμη πιο πετυχημένο, με μεγαλύτερες πωλήσεις και μεγαλύτερη επιτυχία στα τσαρτς. Η μουσική που κυκλοφόρησαν οι Black Sabbath το 1970δημιούργησε το πρότυπο για το heavy metal και με τη σειρά του, έθεσε τις βάσεις για ένα νέο είδος μουσικής. Τα πρώτα άλμπουμ των Black Sabbath πρόσφεραν τις βάσεις για μια ακόμη μπάντα από το Μπερμινγχαμ, τους Judas Priest, τα μέλη των οποίων επίσης δημιουργούσαν μουσική που αντικατόπτριζαν το δύσκολο εργατικό μεγάλωμα τους και το βιομηχανικό περιβάλλον τους.

Οι Judas Priest δημιουργήθηκαν στο Μπέρμινχαμ το 1969, αν και ο πρώτος τους δίσκος δεν κυκλοφόρησε παρά το 1974. Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι Judas Priest τελειοποίησαν την heavy metal εικόνα και ήχο, μετατρέποντας το heavy metal σε ξεχωριστό μουσικό είδος. Τα περισσότερα μέλη των Judas Priest μεγάλωσαν στις περιοχές γύρω από το Μπέρμινχαμ στην Μαύρη Επαρχία. Το τοπίο της νεότητας τους έμοιαζε με το βιομηχανικό περιβάλλον του Άστον. Σπίτια ανάμεσα από εργοστάσια και χυτήρια, και όπως στο Μπέρμινχαμ, η σχέση αυτή έγινε πιο μπλεγμένη καθώς αυξήθηκε η εκβιομηχάνιση. Πολύ περισσότερο από κάθε προηγούμενη εποχή, η βαριά βιομηχανία  είχε κυριαρχήσει στο τοπίο της Μαύρης Επαρχίας ως το τέλος του 2ου ΠΠ. Ένας ιστορικός χάρτης από το 1950 δείχνει την βαθμιαία εκβιομηχάνιση του Ντίπφηλντς, μια γειτονιά στη πόλη της Μαύρης Επαρχίας, Κόσλεϋ, στο Ντάντλεϊ από το 1804 ως το 1949. Ο χάρτης χωρίζεται σε τέσσερα τμήματα, προσφέροντας μια εικόνα της γεωγραφία του Ντίπφηλντς τις χρονιές του 1804, του 1882, του 1921 και του 1949. Το 1804 η περιοχή ήταν σε γενικές γραμμές αναξιοποίητη, η μοναδική οικονομική δραστηριότητα ήταν η εξόρυξη γαιάνθρακα και ένα μικρό χυτήριο σιδήρου. Λιγότερο από 80 χρόνια μετά, το 1882 το χυτήριο είχε επεκταθεί, μαζί με την δημιουργία χυτηρίων μετάλλων και μιας τσιμεντοβιομηχανίας. Το 1921 το Ντιπφήλντς γνώρισε ακόμη μεγαλύτερη βιομηχανική επέκταση. Ως το 1949, οι οικιστικές περιοχές είχαν περικυκλωθεί από χυτήρια, εργοστάσια και χημικά εργοστάσια, με ελάχιστο ή και καθόλου ανοιχτό χώρο πρασίνου να φαίνεται. Αυτό το γκρίζο, βιομηχανοποιημένο περιβάλλον άφησε ανεξίτηλο σημαδι στα παιδιά που μεγάλωσαν εκεί μετά το πόλεμο, αφήνοντας μια εντύπωση διαρκείας που αργότερα αντικατοπτρίστηκε στη μουσική τους. «Για αυτό ονομάζεται Μαύρη Επαρχία» λέει ο κιθαρίστας και στιχουργός των Judas Priest, KK Downing «από όλα τα ανθρακωρυχεία και το καπνό. Για εμάς τα παιδιά μεγαλώνοντας εντυπώθηκε στη νοοτροπία μας». όταν θυμάται την παιδική του ηλικία, ο μπασίστας και στιχουργός Ian Hill φρόντισε να τονίσει την «βαριά βιομηχανία κάθε είδους μέσα και γύρω από το Μπέρμινχαμ». Ο τραγουδιστής και στιχουργός των Judas Priest, Rob Halford – που ήταν βασικός υπεύθυνος για δημιουργία της εικόνας και τον ήχο των Judas Priest – έχει μιλήσει εκτεταμένα για την παιδική του ηλικία και πως το βιομηχανοποιημένο τοπίο επηρέασαν άμεσα την δημιουργική του εξέλιξη.

Γιός εργάτη σε χαλυβουργία, ο Rob Halford γεννήθηκε το 1951 και μεγάλωσε στη πόλη του Γουάλσαλ, αλλά θεωρεί τον εαυτό του γέννημα θρέμμα του Μπέρμινχαμ. Σε μια συνέντευξη το 2007, ο Halford περιέγραψε το μεγάλωμα του ως «δύσκολο» και «έντονα εργατικό». Μεγάλωσε σε εργατικές κατοικίες, όπου τα λεφτά ήταν ελάχιστα και δεν υπήρχε κεντρική θέρμανση. Η πόλη ξαναχτίζονταν μετά τις επιπτώσεις του πολέμου και η διανομή με δελτίο εφαρμόζονταν ακόμη. Όπως για τα μέλη των Black Sabbath, η βαριά βιομηχανία της πόλης ήταν σταθερό κομμα΄τι της καθημερινής ζωής του Halford. Ο Halford θυμάται να πηγαίνει στο σχολείο:

«Όταν ήμουν στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια, περπατούσα περίπου πέντε μίλια στο σχολείο κάθε μέρα και πίσω, σε όλη τη σχολική περίοδο. Και έπρεπε να περπατάω δίπλα από εκείνα τα χυτήρια για φτάσω στο σχολείο μου. Έβλεπα το λειωμένο μέταλλο να χύνεται έξω στα καλούπια για να γίνει ράβδοι. Και μπορούσες να το μυρίσεις. Κομμάτια ρινισμάτων μετάλλου έμπαιναν στα μάτια σου καθώς πήγαινες ή επέστρεφες από το σχολείο».

Μόλις ήσουν μέσα στη τάξη, η υπενθύμιση της βαριάς βιομηχανίας του Μπέρμινχαμ παρέμενε σταθερή. Όπως διηγείται ο Halford:

«Θυμάμαι σα παιδί, να είμαι στη τάξη και δίπλα από το σχολείο ήταν ένα από εκείνα τα μεγάλα, χυτήρια μετάλλου. Ήσουν στη τάξη προσπαθώντας να μελετήσεις και άκουγες τα μεταλλικά σφυριά και τους συμπιεστές να χτυπούν και να φτύνουν μέταλλο, και όλος αυτός ο καπνός έμπαινε στη τάξη. Τα βιβλία σου στο θρανίο αναπηδούσαν. Μπορούσες πρακτικά να το νοιώσεις σωματικά. Μερικές φορές νομίζω αυτό φταίει, ξέρεις; Πραγματικά εισέπνευσα αυτό το μέταλλο στα πνευμόνια μου – πέρασε στο αίμα μου».

Αν και ο Halford παίζει με την παρομοίωση του μετάλλου, η μουσική των Judas Priest δείχνει ένα άμεσο σύνδεσμο μεταξύ των εικόνων και των ήχων της βιομηχανίας του Μπέρμινχαμ και την επιρροή που είχαν στην δημιουργική εξέλιξη των μελών τους. στο τραγούδι των Judas Priest, Metal Meltdown, υποστηριζόμενος από βαριές παραμορφωμένες κιθάρες και έντονα τύμπανα ο Halford τραγουδά:

Heat is rising blazing fast/Hot and evil feel the blast

Out of control about to explode/it’s coming at ya

Here comes the metal meltdown/run for your lives

Can’t stop the metal meltdown/no-one survives

Temperature is boiling/magnifying might

Feeding like a virus/flashing a light

Imminent collision/shockwaves all around

Generating energy/screams so loud

Το Metal Meltdown δείχνει την επιρροή που είχαν τα χυτήρια στον Halford καθώς περνούσε από αυτά στο δρόμο για το σχολείο. Η εικόνα του λειωμένου μετάλλου, το βίαιο σπινθηροβόλημα και η ζέστη είναι κεντρικό θέμα των στίχων του τραγουδιού. Όπως οι Black Sabbath, ως πρωτοπόροι του Heavy metal  οι στίχοι και η εικόνα των Judas Priest έθεσαν τα πρότυπα για την heavy metal μουσική καθώς το είδος μεγάλωνε και επεκτεινόταν. Αντλώντας από το γκρίζο, κατεστραμμένο από το πόλεμο περιβάλλον της παιδικής τους ηλικίας και την κοινή εμπειρία της εργατικής τάξης οι Judas Priest καταπιάστηκαν με τα ίδια σκοτεινά θέματα με τους Black Sabbath, που ξεκινούσαν από την απελπισία, την απόγνωση, την αποκαλυπτική εικονογραφία, την φαντασία και ως την φρίκη του πολέμου. Αυτή η αγωνία της εργατικής τάξης μπορεί να ακουστεί στο δημοφιλές τραγούδι των Judas Priest, Breaking the Law από το δίσκο τους British Steel:

So much for a golden future/I can’t even start

I’ve had every promise broken/there’s anger in my heart

You don’t know what it’s like/you don’t have a clue

If you did, you’d find yourselves doing the same thing too

Breaking the law/breaking the law

Το Breaking the Law είναι γραμμένο από την οπτική ενός περιθωριοποιημένου, απεγνωσμένου και θυμωμένου λόγω της έλλειψης των μελλοντικών προοπτικών. Η λέξη «θυμός» είναι ένας όρος που εμφανίζεται συχνά στους στίχους και στις συνεντεύξεις και των δύο συγκροτημάτων. Αυτή η ζοφερή οπτική και η επιθυμία για απόδραση βρήκε πρόσφορο έδαφος σε άλλα παιδιά της εργατικής τάξης. Όπως οι Black Sabbath, έτσι και οι Judas Priest βρήκαν στήριξη σε μια βάση οπαδών από την εργατική τάξη. Καθώς το heavy metal επεκτάθηκε σε νέο μουσικό είδος, ο κύριος όγκος των οπαδών του heavy metal συνέχισε να αποτελείται από λευκούς άνδρες της εργατικής τάξης. Αυτή η δημογραφία παρέμεινε σχετικά αναλλοίωτη τις επόμενες δεκαετίες καθώς η heavy metal μουσική εξαπλώθηκε σε όλο το κόσμο. Στη Βόρεια Αμερική δεν ήταν παρά ως τα τέλη της δεκαετίας του 1980 όταν κάποιες μπάντες υιοθέτησαν έναν «μαλακότερο» heavy metal ήχο που η heavy metal μουσική κέρδισε μια αποδοχή από τη μέση τάξη. Από τότε το heavy metal έχει διαδοθεί σε όλο το κόσμο, και έχει διακλαδωθεί σε μια σειρά από υποείδη και υποκουλτούρες αποτελούμενες από διάφορες ερμηνείες του heavy metal ήχου.

Η heavy metal μουσική μπορούσε να γεννηθεί μόνο στις βιομηχανικές γειτονιές του Μπέρμινχαμ. Η συνάντηση μιας μεταβαλλόμενης νεανικής κουλτούρας σε μια πόλη που κυριαρχούνταν από τους ήχους της βαριάς βιομηχανίας ήταν ένα δραστικό μίγμα μοναδικά εντοπισμένο στο μεταπολεμικό Μπέρμινχαμ. Ενώ άλλα βιομηχανικά κέντρα όπως το Μάντσεστερ αργότερα δημιούργησαν τις δικές τους μουσικές σκηνές με τη διάδοση του post punk rock στα τέλη της δεκαετίας του 1970, οι γεωγραφικές και κοινωνικές συνθήκες του μεταπολεμικού Μπέρμινχαμ επέτρεψαν την γέννηση μιας εντελώς νέας μορφής μουσικής. Το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον είναι αυτά που γέννησαν αυτή τη νέα ειδική για το τόπο μουσική, είτε είναι το καλιφορνέζικο surf rock ή η rap μουσική των αμερικάνικων ενδοαστικών γκέτο, και έτσι το υποπεδίο της γεωμουσικολογίας  εγγυάται επιπλέον μελέτη από κοινωνικούς ιστορικούς. Η αυτοβιογραφική φύση της μουσικής προσφέρει πολύτιμες ματιές μέσα στις κοινότητες από όπου προέρχεται , όπως η αυτοβιογραφική φύση τυ πρώιμου metal προσφέρει μια ματιά στην μεταπολεμική εμπειρία νεολαίας της εργατικής τάξης του Μπέρμινχαμ.

Δείτε: Heavy Metal Britannia (2010), ντοκιμαντέρ του BBC Four για την γέννηση της heavy metal μουσικής στην Αγγλία

πηγη:https://geniusloci2017.wordpress.com