Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Theory & Event 4, διαθέσιμο από την σελίδα libcom.org. Ο Saul Newman είναι αναρχικός θεωρητικός, πολιτικός επιστήμονας και καθηγητής πολιτικής θεωρίας στο Κολέγιο Γκόλντσμιθ στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

  

«Θα πω  στην αρχή στο αφτί των ψυχολόγων, αν υποτεθεί  ότι  θα είχαν μια  μέρα τη λαχτάρα να  μελετήσουν τη μνησικακία  εκ του σύνεγγυς: το  φυτό  αυτό  σήμερα ανθίζει πιο όμορφα  μεταξύ των  αναρχικών…» – Friedrich Nietzsche

Από όλα τα πολιτικά κινήματα του 19ου αιώνα που ο Nietzsche αποδοκιμάζει – από το σοσιαλισμό ως το φιλελευθερισμό – κρατά τος πιο δηλητηριώδεις κουβέντες του για τους αναρχικούς. Τους αποκαλεί «αναρχικά σκυλιά» που περιφέρονται στους δρόμους του ευρωπαϊκού πολιτισμού, την επιτομή της «νοοτροπίας του κοπαδιού» που χαρακτηρίζει την σύγχρονη δημοκρατική πολιτική.

Ο Nietzsche θεωρεί τον αναρχισμό ως μολυσμένο στη ρίζα από το νοσογόνο ζιζάνιο της μνησικακίας (ressentiment) – την εμπαθή πολιτική του αδύναμου και του ελεεινού, την ηθική του σκλάβου. Ο Nietzsche εξαπολύει  απλά την συντηρητική του οργή εναντίον των ριζοσπαστικών πολιτικών ή έχει διαγνώσει μια πραγματική ασθένεια  που έχει προσβάλει το ριζοσπαστικό πολιτικό μας φαντασιακό; Παρά την φανερή προκατάληψη του Nietzsche προς την ριζοσπαστική πολιτική, το άρθρο αυτό  θα αντιμετωπίσει σοβαρά την κατηγορία του εναντίον του αναρχισμού. Θα εξερευνήσει αυτή την πονηρή λογική της μνησικακίας σε σχέση με τη ριζοσπαστική πολιτική, ιδιαίτερα τον αναρχισμό. Θα προσπαθήσει να ξεσκεπάσει τα κρυμμένα στελέχη μνησικακίας στη μανιχαϊκή πολιτική σκέψη κλασικών αναρχικών όπως οι Bakunin, Kropotkin και Proudhon. Αυτό δεν γίνεται με την πρόθεση να απορριφθεί ο αναρχισμός ως πολιτική ιδεολογία. Το αντίθετο υποστηρίζω πως ο αναρχισμός μπορεί να γίνει πιο επίκαιρος για τους σύγχρονους πολιτικούς αγώνες, αν αποκτήσει επίγνωση της μνησίκακης λογικής του ίδιου του λόγου, ιδιαίτερα στις ουσιοκρατικές ταυτότητες και δομές που εμπεριέχει.

Η Ηθική των Δούλων και Μνησικακία

Ο Nietzsche θεωρεί την μνησικακία ως την σύγχρονη συνθήκη μας. για να κατανοήσουμε την μνησικακία, ωστόσο, είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε τη σχέση μεταξύ της ηθικής των κυρίων και την ηθική των δούλων στην οποία η μνησικακία παράγεται από το έργο του Nietzsche. Το έργο του Nietzsche, Η Γενεαλογία της Ηθικής είναι μια μελέτη της προέλευσης της ηθικής. Για τον Nietzsche ο τρόπος που ερμηνεύουμε και επιβάλουμε τις αρχές  στο κόσμο έχει ιστορία – η καταγωγή του συχνά είναι βάναυση και πολύ μακριά από τις αρχές που γεννά. Η αξία του «καλού», για παράδειγμα, επινοήθηκε από τους ευγενείς και τους άρχοντες για να την αποδώσουν στους ίδιους, αντίθετα με το λαό, τους χαμηλής θέσης και πληβείους. Ήταν η αξία του κυρίου – «καλό» – αντίθετα με εκείνη του σκλάβου – «κακό». Έτσι, σύμφωνα με τον Nietzsche, ήταν μέσα σ’ αυτό το πάθος απόστασης, μεταξύ των αριστοκρατικής και ταπεινής καταγωγής, αυτής της απόλυτης αίσθησης ανωτερότητας, που δημιουργήθηκαν οι αξίες.

Ωστόσο αυτή η εξίσωση του καλού και του αριστοκρατικού άρχισε να υπονομεύεται από τις εξεγέρσεις των δούλων στις αξίες. Αυτή η εξέγερση των δούλων, σύμφωνα με τον Nietzsche, άρχισε με τους Εβραίους που προκάλεσαν μια αναθεώρηση στις αξίες:

«Οι  Εβραίοι  ήταν  αυτοί  που  με  φοβερή  λογική  αποτόλμησαν  την  ανατροπή της αριστοκρατικής  εξίσωσης αξιών  (καλός=ευγενής=δυνατός=ωραίος=ευτυχής=αγαπημένος  του  Θεού) και  που  κράτησαν  με τα  δόντια  αυτήν  την  αντιστροφή,  με  τα  δόντια  του  πιο  αβυσσαλέου  μίσους  (του  μίσους  της  ανημπόριας)  λέγοντας:  ‘μόνον  οι  άθλιοι  είναι  καλοί*  μόνον  οι  φτωχοί,  οι   ανήμποροι, οι ταπεινοί είναι καλοί· μόνον εκείνοι που υποφέρουν, οι  στερημένοι,  οι  άρρωστοι,  οι  ειδεχθείς  είναι  αληθινά  ευσεβείς,  οι  μόνοι  ευλογημένοι  από  τον  Θεό· μόνο γι’  αυτούς  υπάρχει  η μακαριότητα  —αντίθετα  εσείς,  εσείς  οι  ευγενείς και  οι  ισχυροί, θα  είστε  στους  αιώνες  των  αιώνων  οι  κακοί, οι σκληροί, οι φαύλοι, οι αχόρταγοι, οι άθεοι και θα είστε επίσης  εσαεί    οι  κολασμένοι,  οι  καταραμένοι  και  καταδικασμένοι!’»

Με αυτό το τρόπο η εξέγερση των δούλων στην ηθική αντέστρεψε το ευγενικό σύστημα αξιών και άρχισε να εξισώνει το καλό με το ταπεινό, το αδύναμο – το δούλο. Αυτή η αντιστροφή εισήγαγε το καταστροφικό πνεύμα της εκδίκησης και του μίσους στη δημιουργία των αξιών. Για αυτό η ηθική, όπως την αντιλαμβανόμαστε, είχε τις ρίζες της σε αυτή την εκδικητική θέληση  για εξουσία των ανίσχυρων πάνω στους ισχυρούς – η εξέγερση του δούλου εναντίον του κυρίου. Ήταν από αυτό το ανεπαίσθητο, υπόγειο μίσος που προήλθαν οι αξίες που στην συνέχεια συσχετίστηκαν με το καλό – οίκτος, αλτρουισμός, πραότητα, κλπ.

Οι πολιτικές αξίες επίσης προήλθαν από αυτή τη μολυσμένη ρίζα. Για τον Nietzsche, οι αξίες της ισότητας και της δημοκρατίας, οι οποίες αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της ριζοσπαστικής πολιτικής θεωρίας, προέρχονται από αυτή την εξέγερση των δούλων στην ηθική. Έχουν δημιουργηθεί από το ίδιο πνεύμα εκδίκησης και μίσους κατά των ισχυρών. Ο Nietzsche έτσι καταδικάζει τα πολιτικά κινήματα όπως η φιλελεύθερη δημοκρατία, ο σοσιαλισμός και τον αναρχισμό. Θεωρεί τα δημοκρατικά κινήματα ως μια έκφραση της ηθικής του κοπαδιού που προέρχεται από την ιουδαιοχριστιανική αναθεώρηση των αξιών. Ο αναρχισμός είναι για τον Nietzsche ο πιο ακραίος διάδοχος στις δημοκρατικές αξίες – η πιο λυσσαλέα έκφραση του ενστίκτου του κοπαδιού. Επιδιώκει να ισοπεδώσει τις διαφορές μεταξύ των ατόμων, να καταργήσει τις ταξικές διακρίσεις, να γκρεμίσει τις ιεραρχίες, και να εξισώσει τους ισχυρούς  με τους ανίσχυρους, τους φτωχούς με τους πλούσιους, τον κύριο με το δούλο. Για τον Nietzsche όλα αυτά είναι να κατέβουν στο χαμηλότερο κοινό παρονομαστή – να εξαλειφθεί το πάθος της απόστασης μεταξύ κυρίου και δούλου, η αίσθηση της διαφοράς και ανωτερότητας μέσω της οποία δημιουργούνται οι μεγάλες αξίες. Ο Nietzsche  το θεωρεί αυτό ως τη χειρότερη υπερβολή του ευρωπαϊκού μηδενισμού – το θάνατο των αξιών και της δημιουργικότητας.

Η ηθική των δούλων χαρακτηρίζεται από την νοοτροπία της μνησικακίας – τη μνησικακία και το μίσος των ανίσχυρων προς τους ισχυρούς. Ο Nietzsche θεωρεί την Nietzsche ως απόλυτα αρνητικό συναίσθημα – τη νοοτροπία της άρνησης αυτού που είναι η κατάφαση της ζωής, λέγοντας «όχι» σε ότι είναι διαφορετικό, αυτού που είναι «έξω» ή «άλλο». Η μνησικακία χαρακτηρίζεται από ένα προσανατολισμό προς τα έξω, αντί της εστίασης της αριστοκρατικής ηθικής, που είναι πάνω στο ίδιο. ενώ ο κύριος λέει «Είμαι καλός» και ως δεύτερη σκέψη προσθέτει, «για αυτό είναι κακός»· ο σκλάβος λέει το αντίθετο – «Αυτός (ο κύριος) είναι κακός, για αυτό είμαι καλός». Έτσι η επινόηση των αξιών προέρχεται από μια σύγκριση ή αντίθεση σε αυτό που είναι έξω, άλλο, διαφορετικό. Ο Nietzsche αναφέρει: «η ηθική των  δούλων  χρειάζεται,  για να γεννηθεί, πάντα και πριν απ’  όλα  έναν κόσμο εχθρικό και  εξωτερικό:  χρειάζεται,  από  άποψη  φυσιολογίας,  εξωτερικά  ερεθίσματα  για  να  δράσει  γενικά – η δράση  της  είναι  κατά  βάση  αντίδραση». Αυτή η αντιδραστική στάση, αυτή η ανικανότητα να οριστεί οτιδήποτε  πέρα από αντιθετικά ως προς κάτι άλλο, είναι η νοοτροπία της μνησικακίας. Είναι η αντιδραστική στάση του ανίσχυρου που ορίζει τον εαυτό του σε αντίθεση με τον ισχυρό. Ο ανίσχυρος έχει ανάγκη την ύπαρξη αυτού του εξωτερικού εχθρού για να αναγνωρίσει τον εαυτό του ως «καλό». Έτσι ο δούλος  παίρνει μια «φανταστική εκδίκηση» από τον κύριο, καθώς δεν μπορεί να δράσει δίχως την ύπαρξη του κυρίου στον οποίο να αντιτεθεί. Ο μνησίκακος άνθρωπος μισεί τον ευγενή με έντονη μοχθηρία, ένα βαθύ, καυτό μίσος και ζήλεια. Σε αυτή τη μνησικακία, σύμφωνα με τον Nietzsche, έχει δηλητηριάσει την σύγχρονη συνείδηση, και βρίσκει έκφραση στις ιδέες της ισότητας και της δημοκρατίας, και στις ριζοσπαστικές πολιτικές φιλοσοφίες, όπως ο αναρχισμός, που τις προωθούν.

Είναι ο αναρχισμός πολιτική έκφραση μνησικακίας; Είναι δηλητηριασμένος από ένα βαθύ μίσος για τους ισχυρούς; Ενώ η επίθεση του Nietzsche στον αναρχισμό είναι από πολλές απόψεις άδικη και εξαιρετικά κακόβουλη, και δείχνει ελάχιστη κατανόηση των πολυπλοκοτήτων της αναρχικής θεωρίας, θα έλεγα παρόλα αυτά πως ο Nietzsche αποκαλύπτει μια συγκεκριμένη λογική μνησικακίας στην αντιθετική, μανιχαϊστική σκέψη του αναρχισμού. Είναι αναγκαίο να διερευνήσουμε αυτή τη λογική που ενυπάρχει στον αναρχισμό – να δούμε που οδηγεί και σε πιο βαθμό επιβάλει εννοιολογικούς περιορισμούς στην ριζοσπαστική πολιτική.

Αναρχισμός

Ο αναρχισμός ως επαναστατική πολιτική φιλοσοφία έχει πολλές διαφορετικές φωνές, προελεύσεις και ερμηνείες. Από τον ατομιστικό αναρχισμό του Stirner, στον κοινοτικό αναρχισμό του Bakunin και του Kropotkin, ο αναρχισμός είναι μια περίπλοκη σειρά από φιλοσοφίες και πολιτικές στρατηγικές. Αυτές συνδέονται, ωστόσο, από μια θεμελιώδη απόρριψη και κριτική της πολιτικής εξουσίας σε όλες της τις μορφές. Η κριτική της πολιτικής εξουσίας – η πεποίθηση πως η εξουσία είναι καταπιεστική, εκμεταλλευτική και αποκτηνωτική – μπορεί να ειπωθεί πως είναι η βασική πολιτικο-ηθική θέση του αναρχισμού. Για τους κλασικούς αναρχισμούς το Κράτος είναι η ενσάρκωση όλων των μορφών της καταπίεσης, εκμετάλλευσης και της υποδούλωσης και εξαχρείωσης του ανθρώπου. Με τα λόγια του Bakunin, «το Κράτος είναι σαν ένα απέραντο σφαγείο και ένα απέραντο νεκροταφείο, όπου υπό τη σκιά και τη πρόφαση της αφηρημένης έννοιας (το κοινό καλό) όλες οι καλές προθέσεις, όλη η ζωτική δύναμη μιας χώρας, θυσιάζονται και θάβονται τελετουργικά». Το Κράτος είναι ο βασικός στόχος της αναρχικής κριτικής της εξουσίας. Είναι για τους αναρχικούς η βασική καταπίεση στην κοινωνία, και πρέπει η κατάργηση της να είναι η πρώτη επαναστατική πράξη.

Αυτό το τελευταίο σημείο έφερε τον αναρχισμό του 19ου αιώνα σε έντονη σύγκρουση με το Μαρξισμό. Ο Marx πίστευε πως ενώ το Κράτος ήταν πράγματι καταπιεστικό και εκμεταλλευτικό, ήταν αντικατοπτρισμός της οικονομικής εκμετάλλευσης και όργανο της ταξικής εξουσίας. Έτσι η πολιτική εξουσία ελαχιστοποιούνταν σε οικονομική δύναμη. Για τον Marx η οικονομία παρά το Κράτος ήταν το βασικό σημείο καταπίεσης. Το Κράτος σπάνια είχε ανεξάρτητη ύπαρξη πέρα από ταξικά και οικονομικά συμφέροντα. Εξαιτίας αυτού το Κράτος μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο επανάστασης  αν ήταν στα χέρια της κατάλληλης τάξης – του προλεταριάτου. Το Κράτος απλά καταπίεζε, με άλλα λόγια, επειδή ήταν προς το παρόν στα χέρια της μπουρζουαζίας. Μόλις οι ταξικοί διαχωρισμοί έπαυαν να υπάρχουν, το Κράτος θα χάσει το πολιτικό του χαρακτήρα.

Αναρχικοί όπως ο Bakunin και ο Kropotkin διαφωνούσαν με τον Marx στο σημείο αυτό. Για τους αναρχικούς, το Κράτος είναι κάτι παραπάνω από την έκφραση της τάξης και της οικονομικής εξουσίας. Αντίθετα το Κράτος έχει τη δική του λογική κυριαρχίας και αυτό-διαιώνισης, και είναι αυτόνομο από ταξικά συμφέροντα. Αντί να δουλεύουν από την κοινωνία προς το Κράτος, όπως έκανε ο Marx, και να αντιμετωπίζουν το Κράτος ως προϊόν των οικονομικών σχέσεων του καπιταλισμού και της ανόδου της αστικής τάξης, οι αναρχικοί δουλεύουν από το Κράτος προς την κοινωνία. Το Κράτος αποτελεί την βασική καταπίεση στην κοινωνία, και η οικονομική καταπίεση προέρχεται από αυτή τη πολιτική καταπίεση. Με άλλα λόγια, είναι η πολιτική καταπίεση που κάνει δυνατή την οικονομική καταπίεση. Επιπλέον για τους αναρχικούς, οι αστικές σχέσεις  είναι στην πραγματικότητα ένας αντικατοπτρισμός του Κράτους, αντί το Κράτος να είναι αντικατοπτρισμός των αστικών σχέσεων. Η άρχουσα τάξη, υποστηρίζει ο Bakunin, είναι ο πραγματικός υλικός αντιπρόσωπος του Κράτους. Πίσω από κάθε άρχουσα τάξη κάθε εποχής παραμονεύει το Κράτος. Επειδή το Κράτος έχει την δική του αυτόνομη λογική δεν μπορούμε να το εμπιστευτούμε ποτέ ως επαναστατικό εργαλείο. Το να το κάνουμε αυτό σημαίνει να αγνοήσουμε τη λογική κυριαρχίας του. Αν το Κράτος δεν καταστραφεί άμεσα, αν χρησιμοποιηθεί ως επαναστατικό εργαλείο όπως λένε οι Μαρξιστές, τότε η εξουσία του θα διαιωνίζεται αιώνια με απείρως πιο τυραννικούς τρόπους. Θα λειτουργεί, όπως λέει ο Bakunin, μέσω μιας νέας πολιτικής τάξης – μια γραφειοκρατική τάξη που θα καταπιέζει και θα εκμεταλλεύεται τους εργάτες με τον ίδιο τρόπο που η αστική τάξη τους καταπίεζε και τους εκμεταλλεύονταν.

Έτσι το Κράτος, για τους αναρχικούς, είναι εκ των προτέρων καταπίεση, ανεξάρτητα από το πια μορφή παίρνει. Και αλήθεια ο Bakunin υποστηρίζει πως ο μαρξισμός δίνει πολύ μεγάλη σημασία στις μορφές της κρατικής εξουσίας ενώ δεν λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψιν το τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η κρατική εξουσία: «Αυτοί (οι μαρξιστές) αγνοούν πως ο δεσποτισμός κατοικεί όχι τόσο στη μορφή του Κράτους αλλά στην ίδια την αρχή του Κράτους και της πολιτικής εξουσίας». Η καταπίεση και ο δεσποτισμός υπάρχει στην ίδια τη δομή  και το συμβολισμό του Κράτους – δεν είναι απλά προϊόν της ταξικής εξουσίας. Το Κράτος έχει τη δική του απρόσωπη λογική, την δική του ορμή, τις δικές του προτεραιότητες: αυτά είναι συχνά πέρα από τον έλεγχο της άρχουσας τάξης και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα οικονομικές σχέσεις. Έτσι ο αναρχισμός εντοπίζει την θεμελιώδη καταπίεση και εξουσία στην κοινωνία  στην ίδια τη δομή και τις λειτουργίες του Κράτους. Ως αφηρημένος μηχανισμός κυριαρχίας, το Κράτος στοιχειώνει διαφορετικές ταξικές υλοποιήσεις – όχι απλά το αστικό Κράτος, αλλά και το εργατικό Κράτος επίσης. Μέσω του οικονομικού αναγωγισμού του, ο μαρξισμός αγνόησε την αυτονομία και την υπεροχή του Κράτους – ένα λάθος που θα οδηγούσε στην επιβεβαίωση του σε μια σοσιαλιστική επανάσταση. Για αυτό η αναρχική κριτική αποκάλυψε τις κρυμμένες μορφές της κυριαρχίας που συνδέονται με την πολιτική εξουσία, και εξέθεσε την θεωρητική ανεπάρκεια του μαρξισμού για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος.

Αυτή η αντίληψη του Κράτους, από ειρωνεία της τύχης, θυμίζει τον Nietzsche. Ο Nietzsche, όπως οι αναρχικοί, θεωρεί το σύγχρονο άνθρωπο ως «εξημερωμένο», περιορισμένο και εξουδετερωμένο από το Κράτος. Βλέπει και αυτός το Κράτος ως ένα αφηρημένο μηχανισμό κυριαρχίας, που προηγείται του καπιταλισμού, και παραμονεύει πάνω από ταξικές και οικονομικές ανησυχίες. Το Κράτος είναι ένας τρόπος κυριαρχίας που επιβάλει μια ρυθμισμένη «εσωτερίκευση» πάνω στο πληθυσμό. Σύμφωνα με τον Nietzsche το κράτος εμφανίστηκε ως «τρομερή τυραννία, ως ένα καταπιεστικό και ανελέητο μηχανισμό», ο οποίος υπέταξε, συμμόρφωσε και διαμόρφωσε το πληθυσμό. Επιπλέον η προέλευση αυτού του Κράτους είναι βίαιη. Επιβάλλεται βίαια από πουθενά και δεν έχει τίποτα να κάνει με «συμβόλαια». Ο Nietzsche διαλύει την «φαντασία» του κοινωνικού συμβολαίου – η θεωρία πως το Κράτος διαμορφώθηκε από ανθρώπους που εθελοντικά παραδίδουν την εξουσία με αντάλλαγμα την ασφάλεια και την προστασία που θα προσφέρεται από το Κράτος. Αυτή η ιδέα του κοινωνικού συμβολαίου ήταν κεντρική στην συντηρητική και φιλελεύθερη πολιτική θεωρία, από τον Hobbes ως τον Locke. Οι αναρχικοί επίσης απορρίπτουν αυτή τη θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου. Και αυτοί υποστηρίζουν πως η προέλευση του Κράτους είναι βίαιη, και πως είναι παράλογο να υποστηρίζεται πως οι άνθρωποι παρέδωσαν εθελοντικά την εξουσία τους. είναι ένας επικίνδυνος μύθος που νομιμοποιεί και διαιωνίζει την κυριαρχία του Κράτους.

Το Κοινωνικό Συμβόλαιο

Ο αναρχισμός βασίζεται σε μια ιδιαίτερα αισιόδοξη αντίληψη της ανθρώπινης φύσης: αν τα άτομα έχουν μια φυσική τάση να τα πηγαίνουν καλά μεταξύ τους τότε δεν υπάρχει ανάγκη για την ύπαρξη Κράτους να τους διευθύνει. Το αντίθετο, το Κράτος πρακτικά έχει επιζήμια επίπτωση  πάν σε αυτή τη φυσική τάξη πραγμάτων. Οι αναρχικοί έτσι απορρίπτουν τις πολιτικές θεωρίες που βασίζονται στην ιδέα ενός κοινωνικού συμβολαίου. Η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου βασίζεται σε μια μοναδική αρνητική εικόνα της ανθρώπινης φύσης. Σύμφωνα με τον Hobbes τα άτομα είναι από τη φύση τους εγωιστικά, επιθετικά ανταγωνιστικά και εγωιστικά, και σε φυσική κατάσταση προχωράνε σε ένα πόλεμο «κάθε άνθρωπος, εναντίον κάθε ανθρώπου» στο οποίο οι ατομικές τους ορμές τους φέρνουν αναγκαστικά σε σύγκρουση μεταξύ τους. σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, έτσι, η κοινωνία σε μια φυσική κατάσταση χαρακτηρίζεται από ριζική εξάρθρωση: δεν υπάρχει κοινός δεσμός μεταξύ των ατόμων· στην πραγματικότητα υπάρχει μια μόνιμη κατάσταση πολέμου μεταξύ τους, ένας συνεχής αγώνας για πόρους. Για να μπει τέλος σε αυτή τη κατάσταση μόνιμου πολέμου, τα άτομα ενώνονται για να συνάψουν ένα κοινωνικό συμβόλαιο μέσω ρου οποίου δημιουργείται ένα είδος εξουσίας. Συμφωνούν να θυσιάσουν ένα μέρος της ελευθερίας τους σε αντάλλαγμα για κάποιου είδους τάξης, έτσι ώστε να μπορέσουν να επιδιώξουν τους μεμονωμένους στόχους τους πιο ειρηνικά και κερδοφόρα. Συμφωνούν στη δημιουργία ενός Κράτους με εξουσία πάνω στην κοινωνία, η οποία θα διαιτητεύει μεταξύ συγκρουόμενων θελήσεων και θα επιβάλλει το νόμο και την τάξη.

Ο βαθμός της εξουσίας του Κράτους μπορεί να διαφέρει, από το φιλελεύθερο Κράτος του οποίου η εξουσία θεωρητικά είναι μετριασμένη από το γράμμα του νόμου, ως την απόλυτη κρατική εξουσία – τον Λεβιάθαν – που επινόησε ο Hobbes. Αν και τα μοντέλα μπορεί να διαφέρουν, οι αναρχικοί λένε πως το αποτέλεσμα αυτής της θεωρίας του κοινωνικού συμβολαίου είναι το ίδιο: μια δικαιολόγηση της κυριαρχίας της κρατικής κυριαρχία, είτε είναι μέσω του νόμου πάνω στην κοινωνία είτε μέσω μιας αυθαίρετης επιβολής μέσω βίας. Για τους αναρχικούς  κάθε μορφή κρατικής εξουσίας είναι βίαιη επιβολή. Η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου είναι τέχνασμα που νομιμοποιεί την πολιτική κυριαρχία – ο Bakunin το αποκαλεί «ανάξια απάτη!». Εκθέτει το κεντρικό παράδοξο  στη θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου: αν, σε μια φυσική κατάσταση, τα άτομα επιβιώνουν σε μια κατάσταση πρωτόγονης αγριότητας, τότε τώρα πως μπορούν να ενωθούν και να έχουν την έμπνευση να δημιουργήσουν από κοινού ένα κοινωνικό συμβόλαιο; Αν δεν υπάρχει κοινός δεσμός στη κοινωνία, καμιά ουσία μέσα στους ανθρώπους που να τους ενώνει, τότε πάνω σε ποια βάση μπορεί να δημιουργηθεί ένα κοινωνικό συμβόλαιο; Όπως ο Nietzsche, οι αναρχικοί λένε πως δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, πως το Κράτος επιβλήθηκε από πάνω, όχι από τα κάτω. Το κοινωνικό συμβόλαιο προσπαθεί να κρύψει την βάρβαρη προέλευση του Κράτους: πόλεμος, κατάκτηση και αυτό-υποδούλωση, αντί της λογικής συμφωνίας. Για τον Kropotkin το Κράτος είναι μια βίαιη ανατροπή μιας, και η επιβολή πάνω σε μια, αρμονικά λειτουργικής, οργανικής κοινωνίας.

Ο αναρχισμός μπορεί να γίνει κατανοητός ως ένας αγώνα μεταξύ φυσικής εξουσίας και τεχνητής εξουσίας. Οι αναρχικοί δεν αρνούνται όλες τις μορφές εξουσίας, όπως λέει το παλιό στερεότυπο. Το αντίθετο, δηλώνουν την απόλυτη υπακοή στην εξουσία που ενσαρκώνονται σε αυτό που ο Bakunin αποκαλεί «φυσικό νόμο». Οι φυσικοί νόμοι είναι σημαντικοί για την ύπαρξη του Ανθρώπου σύμφωνα με τον Bakunin – μας περιβάλλουν, μας διαμορφώνουν και ορίζουν το φυσικό κόσμος στον οποίο ζούμε. Ωστόσο αυτό δεν είναι μορφή σκλαβιάς  επειδή οι νόμοι δεν είναι εξωτερικοί του ανθρώπου: «αυτοί οι (φυσικοί) νόμοι δεν είναι εξωτερικοί σε σχέση με εμάς, είναι έμφυτοι σε εμάς, αποτελούν τη φύση μας, το όλο μας είναι σωματικά, πνευματικά και ηθικά. Είναι αντίθετα, αυτοί που αποτελούν τον άνθρωπο – είναι η ουσία του. Ο άνθρωπος είναι αναπόσπαστα κομμάτι μιας φυσικής, οργανικής κοινωνίας σύμφωνα με τον Kropotkin. Ο αναρχισμός έτσι, βασίζεται σε μια ειδική ιδέα ανθρώπινης ουσίας. Η ηθική έχει τη βάση της στην ανθρώπινη φύση, όχι σε μια εξωτερική πηγή: «η ιδέα της δικαιοσύνης και του καλού, όπως όλα τα ανθρώπινα πράγματα, πρέπει να έχουν τη ρίζα τους στην ίδια την ζωώδη φύση του ανθρώπου».

Η φυσική εξουσία είναι αμείλικτα αντίθετη προς την «τεχνητή εξουσία». Με την τεχνητή εξουσία ο Bakunin εννοεί την εξουσία: την πολιτική εξουσία που υπάρχει σε θεσμούς  όπως το Κράτος και στους νόμους του ανθρώπου. Αυτή η εξουσία είναι εξωτερική προς την ανθρώπινη φύση και είναι επιβολή πάνω της. Αποπροσανατολίζει την εξέλιξη των έμφυτων ηθικών χαρακτηριστικών και πνευματικών δυνατοτήτων της ανθρωπότητας. Είναι αυτές οι δυνατότητες, λένε οι αναρχικοί, που θα απελευθερώσουν τον άνθρωπο από τη δουλεία και την άγνοια. Για τον Bakunin, έτσι, οι πολιτικοί θεσμοί είναι «εχθρικοί και θανάσιμοι για τις μάζες, γιατί επιβάλουν πάνω τους ένα σύστημα εξωτερικών και κατά συνέπεια δεσποτικών νόμων».

Σε αυτή τη κριτική της πολιτικής εξουσίας, η εξουσία (τεχνητή εξουσία) είναι εξωτερική προς το ανθρώπινο υποκείμενο. Το ανθρώπινο υποκείμενο καταπιέζεται από αυτή τη εξουσία, αλλά παραμένει αμόλυντο από αυτή επειδή η ανθρώπινη υποκειμενικότητα είναι δημιούργημα ενός φυσικού, αντί ενός πολιτικού, συστήματος. Έτσι ο αναρχισμός βασίζεται σε μια ξεκάθαρη, μανιχαϊκή διάκριση μεταξύ τεχνητής και φυσικής εξουσίας, μεταξύ εξουσίας και υποκειμενικότητας, μεταξύ Κράτους και κοινωνίας. Επιπλέον η πολιτική εξουσία είναι ουσιαστικά καταπιεστική και καταστροφική για την δυνατότητα του ανθρώπου. Η ανθρώπινη κοινωνία, λένε οι αναρχικοί, δεν μπορεί να αναπτυχθεί μέχρι οι θεσμοί και οι νόμοι που την κρατούν στην άγνοια και υποταγή, μέχρι τα δεσμά που την περιορίζουν, ανατραπούν. Ο αναρχισμός πρέπει, έτσι, να έχουν τόπο αντίστασης: ένα ηθικό και λογικό τόπο, ένα τόπο αμόλυντο από την εξουσία που τον καταπιέζει, από τον οποίο θα ξεπηδήσει μια επανάσταση εναντίον της εξουσίας. Τον βρίσκει αυτόν σε μια ουσιαστική ανθρώπινη υποκειμενικότητα. Η ανθρώπινη ουσία, με τα ηθικά και λογικά χαρακτηριστικά της, είναι μια ένας τόπος αφηρημένης πληρότητας που θα εκλύσει την επανάσταση εναντίον της επανάστασης. Η έμφυτη ηθική και λογική του ανθρώπου θα αντισταθμίσει την πολιτική εξουσία, η οποία θεωρείται ως έμφυτα άλογη και ανήθικη. Σύμφωνα με την αναρχική θεωρία, ο φυσικός νόμος αντικαταστήσει την πολιτική εξουσία· ο άνθρωπος και η κοινωνία θα αντικαταστήσουν το Κράτος. Για τον Kropotkin ο αναρχισμός μπορεί να σκεφτεί πέρα από την ταξινόμηση του Κράτους, πέρα από την ταξινόμηση της απόλυτης πολιτικής εξουσίας, επειδή έχει ένα τόπο, ένα έδαφος από το οποίο να το κάνει. η πολιτική εξουσία έχει ένα εξωτερικό από το οποίο μπορεί να κριθεί και μια εναλλακτική με την οποία μπορεί να αντικατασταθεί. Ο Kropotkin έτσι είναι σε θέση να οραματιστεί μια κοινωνία στην οποία το Κράτος δεν υπάρχει πλέον ή είναι χρήσιμο· μια κοινωνία που ρυθμίζεται όχι από την πολιτική εξουσία και ισχύ, αλλά από αμοιβαίες συμφωνίες και συνεργασία.

Μια τέτοια κοινωνία είναι δυνατή, σύμφωνα με τους αναρχικούς, εξαιτίας της ουσιαστικά συνεργατικής φύσης του ανθρώπου. Αντίθετα με την δαρβινική προσέγγιση π[ου επιμένει σε μια έμφυτη ανταγωνιστικότητα στα ζώα – την «επιβίωση του ισχυρότερου» – ο Kropotkin βρίσκει μια έμφυτη συνεργασία και κοινωνικότητα στα ζώα, ιδιαίτερα στους ανθρώπους. Αυτό το ένστικτο ο Kropotkin το αποκαλεί αλληλοβοήθεια και αναφέρει: «Η αλληλοβοήθεια είναι το κυρίαρχο γεγονός στη Φύση». Ο Kropotkin εφαρμόζει αυτά τα ευρήματα στην ανθρώπινη κοινωνία. Υποστηρίζει πως η φυσική και ουσιαστική αρχή  της ανθρώπινης κοινωνία είναι η αμοιβαία βοήθεια, και πως ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως συνεργατικός, κοινωνικός και αλτρουιστής, παρά ανταγωνιστικός και εγωιστής. Αυτή είναι η οργανική αρχή που διευθύνει την ανθρώπινη κοινωνία, και είναι από αυτή  που οι έννοιες  της ηθικής, η δικαιοσύνη και η ηθική πηγάζουν. Η ηθική υποστηρίζει ο Kropotkin προέρχεται από την ενστικτώδη ανάγκη να ενωθούμε σε φυλές, ομάδες – και μια ενστικτώδη τάση προς την συνεργασία και αμοιβαία βοήθεια. Η φυσική κοινωνικότητα και ικανότητα για αλληλοβοήθεια είναι η αρχή που κρατά την κοινωνία μαζί, προσφέροντας μια κοινή βάση πάνω στην οποία μπορεί να βιωθεί η καθημερινή ζωή. Έτσι η κοινωνία δεν έχει την ανάγκη Κράτους: έχει τους δικούς του ρυθμιστικούς μηχανισμούς, τους δικούς του φυσικούς νόμους. Η κρατική κυριαρχία απλά μολύνει την κοινωνία και καταστρέφει τους φυσικούς του μηχανισμούς της. είναι η αρχή της αλληλοβοήθειας που θα αντικαταστήσει φυσικά την αρχή της πολιτικής εξουσίας. Μια κατάσταση «αναρχίας», ένας πόλεμος «όλων εναντίον όλων» δεν θα εμφανιστεί τη στιγμή που η κρατική εξουσία θα καταργηθεί. Για τους αναρχικούς, μια κατάσταση «αναρχίας» υπάρχει τώρα: η πολιτική εξουσία δημιουργεί την κοινωνική εξάρθρωση, δεν την αποτρέπει. Αυτό που αποτρέπεται από το Κράτος είναι η φυσική και αρμονική λειτουργία της κοινωνίας.

Για τον Hobbes, η κρατική κυριαρχία είναι αναγκαίο κακό. Δεν υπάρχει κάποια προσπάθεια να φετιχοποιηθεί το Κράτος: δεν προέρχεται από τον ουρανό, προκαθορισμένο από την θεία θέληση. Είναι αγνή κυριαρχία, αγνή εξουσία, και κατασκευάζεται από την κενότητα της κοινωνίας, ακριβώς για να αποτρέψει το πόλεμο που είναι έμφυτος στην φυσική κατάσταση. Το πολιτικό περιεχόμενο του Κράτους είναι ασήμαντο για όσο καταστέλλει την αναταραχή στην κοινωνία. Είτε είναι δημοκρατία, ή ένα κυρίαρχο κοινοβούλιο, ή μια μοναρχία, δεν έχει σημασία: η εξουσία σε όλες τις μορφές, αν είναι αρκετά τέλειες για να τις προστατέψει, είναι η ίδια». Όπως και οι αναρχικοί, ο Hobbes πιστεύει πως η εμφάνιση που παίρνει η εξουσία είναι δίχως σημασία. Πίσω από κάθε μάσκα πρέπει να υπάρχει μια αγνή, απόλυτη εξουσία. Η πολιτική σκέψη του Hobbes επικεντρώνεται γύρω από μια επιθυμία για τάξη, ξεκάθαρα ως αντίδοτο στην αταξία, και ο βαθμός στον υποφέρουν τα άτομα υπό αυτή την τάξη είναι ασύγκριτος με το μαρτύριο του πολέμου. Για τους αναρχικούς, από την άλλη, επειδή η κοινωνία ρυθμίζει τον εαυτό της  σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους και επειδή υπάρχει μια φυσική ηθική της συνεργασίας του ανθρώπου, το Κράτος είναι ένα αχρείαστο κακό. Αντί να αποτρέπει τον αιώνιο πόλεμο μεταξύ των ανθρώπων, το Κράτος τον γεννά: το Κράτος βασίζεται στο πόλεμο και την κατάκτηση αντί να ενσαρκώνει τη λύση τους. Ο αναρχισμός μπορεί να κοιτάξει πέρα από το Κράτος επειδή επιχειρηματολογεί από ένα ουσιαστικό σημείο εκκίνησης – την φυσική ανθρώπινη κοινωνικότητα. Μπορεί, έτσι, να επινοήσει μια εναλλακτική προς το Κράτος. Η κοινωνία, όπως είδαμε με τον Hobbes, χαρακτηρίζεται από ρήξη και ανταγωνισμό. Στην ουσία, δεν υπάρχει πρακτικά κοινωνία – είναι ένας κενός τόπος. Η κοινωνία πρέπει έτσι να κατασκευαστεί τεχνητά στην μορφή του απόλυτου Κράτους. Ενώ ο αναρχισμός μπορεί να βασιστεί στο φυσικό νόμο, ο Hobbes μπορεί να βασιστεί μόνο στο νόμο του Κράτους. Στη καρδιά του αναρχικού παραδείγματος  εδώ είναι η ουσιαστική πληρότητα της κοινωνίας. Στη καρδιά του αναρχικού παραδείγματος υπάρχει η ουσιαστική πληρότητα της κοινωνίας, ενώ στη καρδιά του χομπσιανού παραδείγματος δεν υπάρχει τίποτα παρά κενότητα και εξάρθρωση.

Μανιχαϊσμός

Ωστόσο μπορεί να ειπωθεί πως ο αναρχισμός δεν είναι απλά ένα αντεστραμμένο είδωλο του χομπσιανισμού με την έννοια πως και οι δυο έχουν μια κοινότητα που προέρχεται από την επιρροή του Διαφωτισμού. Και οι δυο τονίζουν την ανάγκη για μια πληρότητα κοινότητας, ένα αποδεκτό σημείο γύρω από το οποίο να οργανωθεί η κοινωνία. Οι αναρχικοί εντοπίζουν αυτό το σημείο εκκίνησης στο φυσικό νόμο που επηρεάζει την κοινωνία και την ανθρώπινη υποκειμενικότητα, και το οποίο παρεμποδίζεται από το Κράτος. Ο Hobbes από την άλλη, εντοπίζει αυτό το σημείο εκκίνησης ως μια απουσία, ένα κενό τόπο που πρέπει να γεμίσει από το Κράτος. Η σκέψη του Hobbes είναι εγκλωβισμένη στο παράδειγμα του Κράτους. Το Κράτος είναι το απόλυτο εννοιολογικό όριο, έξω από το οποίο βρίσκονται οι κίνδυνοι της φυσικής κατάστασης. Οι πολιτικές θεωρίες όπως αυτή, βασισμένες στο κοινωνικό συμβόλαιο στοιχειώνονται από την απειλή πως αν κάποιος καταργήσει το Κράτος, αυτός θα επιστρέψει πίσω σε μια φυσική κατάσταση. Ο αναρχισμός, επειδή ξεκινά από μια ριζικά διαφορετική αντίληψη της κοινωνίας και της ανθρώπινης φύσης, θεωρεί πως μπορεί να ξεπεράσει αυτό το δίλλημα. Μπορεί όμως;

Ο αναρχισμός λειτουργεί μέσα σε μια μανιχαϊκή πολιτική λογική: δημιουργεί μια ουσιαστική, ηθική αντίθεση μεταξύ κοινωνίας και Κράτους, μεταξύ ανθρωπότητας και εξουσίας. Ο φυσικός νόμος είναι διαμετρικά αντίθετος στην τεχνητή εξουσία· η ηθική και η λογική έμφυτη στην ανθρώπινη υποκειμενικότητα έρχεται σε σύγκρουση με τον παραλογισμό και την ανηθικότητα του Κράτους. Υπάρχει μια ουσιαστική αντίθεση μεταξύ του αμόλυντου σημείου εκκίνησης του αναρχισμού, που αποτελείται από ουσιαστική ανθρώπινη υποκειμενικότητα και την κρατική εξουσία. Αυτή η λογική που εγκαθιδρύει μια απόλυτη αντίθεση μεταξύ δυο όρων – καλό και κακό, μαύρο και άσπρο, ανθρωπότητα και Κράτος – είναι το κεντρικό χαρακτηριστικό της μανιχαϊκής σκέψης. Ο Jacques Donzelot αναφέρει πως αυτή η λογική απόλυτης αντίθεσης είναι ενδημική στην ριζοσπαστική πολιτική σκέψη:

«Η πολιτική κουλτούρα είναι επίσης η συστηματική αναζήτηση ενός ανταγωνισμού μεταξύ δυο ουσιών, της δημιουργίας μια γραμμής οριοθέτησης μεταξύ δυο αρχών, δυο επιπέδων πραγματικότητας που εύκολα τοποθετούνται σε αντίθεση. Δεν υπάρχει πολιτική κουλτούρα που να μην είναι μανιχαϊκή»

Επιπλέον ο αναρχισμός, με το να ακολουθεί αυτή τη λογική και κάνοντας την εξουσία το επίκεντρο της ανάλυσης του, αντί της οικονομίας όπως έκανε ο μαρξισμός, έχει ίσως πέσει στην ίδια αναγωγιστική παγίδα με το μαρξισμό. Δεν έχει ουσιαστικά απλά αντικαταστήσει την οικονομία με το Κράτος ως το κεντρικό κακό στην κοινωνία, από το οποίο προέρχονται όλα τα άλλα κακά; Όπως αναφέρει ο Donzelot:

«γιατί ο καπιταλισμός δεν είναι η μοναδική ή έστω η κύρια πηγή κακού στην γη που κάποιος σπεύδει να αντικαταστήσει την αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας με εκείνη μεταξύ Κράτους και κοινωνίας. Το κεφάλαιο ως παραπλάνηση και αποδιοπομπαίος τράγος αντικαθίσταται από το Κράτος, εκείνο το ψυχρό τέρας που η δίχως όρια ανάπτυξη ‘εξαθλιώνει’ την κοινωνική ζωή· και το προλεταριάτο δίνει τη θέση του στη πολιτική κοινωνία, δηλαδή σε οτιδήποτε είναι ικανό να αντισταθεί στην τυφλή ορθολογικότητα του Κράτους. Σε οτιδήποτε αντιστέκεται σε αυτό σε επίπεδο ηθών, ηθικής, μιας ζωντανής κοινωνικότητας στα υπολειπόμενα όρια της κοινωνίας και προωθείται στην θέση του κινητήρα της ιστορίας».

Αντιπαραθέτοντας την ζωντανή κοινωνικότητα στο κράτος, με τον ίδιο τρόπο που ο Μαρξισμός αντιπαρέταξε το προλεταριάτο στο καπιταλισμό, δείχνει πως ο αναρχισμός δεν μπόρεσε να υπερβεί την παραδοσιακή πολιτική ταξινόμηση που δέσμευε το μαρξισμό. Όπως αναφέρει ο Donzelot, ο μανιχαϊσμός είναι η λογική που διαπερνά όλες αυτές τις θεωρίες: είναι το υπόγειο ρεύμα που τις διατρέχει και τις οριοθετεί. Δεν έχει σημασία αν ο στόχος είναι το Κράτος ή το Κεφάλαιο, ή οτιδήποτε άλλο· όσο υπάρχει ένας εχθρός να καταστραφεί και ένα υποκείμενο για να τον καταστρέψει· όσο υπάρχει η υπόσχεση της τελικής μάχης και της τελικής νίκης. Η μανιχαϊκή λογική είναι, έτσι, η λογική του τόπου: πρέπει να υπάρχει ένας κεντρικός τόπος εξουσίας και ένα κεντρικό σημείο εξέγερσης. Αυτό είναι το δίπολο, η διαλεκτική λογική που διαχέει τον αναρχισμό: ο τόπος εξουσίας – το Κράτος – πρέπει να ανατραπεί από το ουσιαστικό ανθρώπινο υποκείμενο, το αγνό υποκείμενο της αντίστασης. Ο αναρχισμός «ουσιαστικοποιεί» την ίδια την εξουσία στην οποία αντιστέκεται.

Η μανιχαϊκή λογική έτσι περιλαμβάνει μια αντίστροφη λογική: ο τόπος αντίστασης είναι ένας αντικατοπτρισμός, αντεστραμμένος, του τόπου εξουσίας. Στη περίπτωση του αναρχισμού, η ανθρώπινη υποκειμενικότητα είναι ουσιαστικά ηθική και λογική, ενώ το Κράτος είναι ουσιαστικά ανήθικο και παράλογο. Το Κράτος είναι σημαντικό για την ύπαρξη του επαναστατικού υποκειμένου, όπως και το επαναστατικό υποκείμενο είναι σημαντικό για την ύπαρξη του Κράτους. Κάποιος ορίζει τον εαυτό του σε αντίθεση με το άλλο. Η αγνότητα της επαναστατικής ταυτότητας ορίζεται μόνο σε αντίθεση με την ακαθαρσία της πολιτικής εξουσίας. Η εξέγερση κατά του Κράτους προκαλείται πάντοτε από το κράτος. Όπως αναφέρει ο Bakunin: «υπάρχει κάτι στη φύση του Κράτους που προκαλεί επανάσταση». Ενώ η σχέση μεταξύ Κράτους και επαναστατικού υποκειμένου είναι αυτή μιας ξεκάθαρα ορισμένης  αντίθεσης, οι δυο ανταγωνιστές δεν μπορούν να υπάρξουν έξω από αυτή τη σχέση. Δεν θα μπορούσαν με άλλα λόγια να υπάρξουν το ένα δίχως το άλλο.

Μπορεί αυτή η παραδοξολογική σχέση αντικατοπτρισμού και αντίθεσης να αντιμετωπιστεί ως μια μορφή μνησικακίας με την νιστσεϊκή έννοια; Θα έλεγα εδώ πως, αν και υπάρχουν διαφορές, η μανιχαϊκή σχέση της αντίθεσης μεταξύ του ανθρώπινου υποκειμένου και της πολιτικής εξουσίας που εντοπίζεται στον αναρχισμό υπακούει στην γενική λογική της μνησικακίας που περιεγράφηκε παραπάνω. Αυτό γίνεται για δυο λόγους. Πρώτα, όπως έχουμε δει, η μνησικακία βασίζεται στην ηθική προκατάληψη του ανίσχυρου έναντι του ισχυρού – η εξέγερση του «δούλου» έναντι του «κυρίου». Μπορούμε να δούμε αυτή την αντίθεση στην εξουσία ξεκάθαρα στον αναρχικό λόγο, που θέτει το ουσιαστικά «ηθικό» και «λογικό» ανθρώπινο υποκείμενο ενάντια στον ουσιαστικά «ανήθικο» και «άλογο» χαρακτήρα της πολιτικής εξουσίας. Είναι εμφανές στην αντίθεση της φυσικής με την τεχνητή εξουσία που είναι στο κέντρο του αναρχισμού. Δεύτερο η μνησικακία χαρακτηρίζεται από την θεμελιώδη ανάγκη να αναγνωρίζει κανείς τον εαυτό του με το να κοιτά έξω και σε αντιπαράθεση με ένα εξωτερικό εχθρό. Εδώ, ωστόσο, η σύγκριση με τον αναρχισμό δεν είναι ξεκάθαρη. Για παράδειγμα, κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί, κατανοητά,  πως η αναρχική υποκειμενικότητα και ηθική – η έννοια της αλληλοβοήθειας και αλληλοστήριξης – είναι κάτι που αναπτύσσεται ανεξάρτητα από την πολιτική εξουσία, και πως για αυτό δεν έχει ανάγκη μια αντιθετική σχέση με το Κράτος ώστε να ορίσει τον εαυτό του. Ωστόσο, θα ήθελα να πω πως αν και η αναρχική υποκειμενικότητα αναπτύσσεται σε ένα «φυσικό» σύστημα που είναι απολύτως εξωτερικό στο «τεχνητό» σύστημα της πολιτικής εξουσίας, είναι ακριβώς μέσα από αυτή την αποδοχή της απόλυτης εξωτερικότητας που προκύπτει η μνησικακία. Ο αναρχισμός ακολουθεί μια διαλεκτική λογική, σύμφωνα με την οποία το ανθρώπινο είδος εμφανίζεται από μια «ζωώδη» κατάσταση, και αρχίζει να αναπτύσσει έμφυτες ηθικές και λογικές ικανότητες σε ένα φυσικό σύστημα. Ωστόσο το υποκείμενο βρίσκει αυτή την εξέλιξη να εμποδίζεται από την «άλογη», «ανήθικη» εξουσία το Κράτους. Έτσι το υποκείμενο δεν μπορεί να πετύχει την πλήρη ανθρώπινη ταυτότητα του για όσο παραμένει καταπιεσμένο από το κράτος. Για αυτό, για τον Bakunin: «Το Κράτος είναι η πιο ξεδιάντροπη άρνηση… της ανθρωπότητας». Η συνειδητοποίηση του υποκειμένου πάντοτε αποπροσανατολίζεται, αποτρέπεται, αναστέλλεται, από το Κράτος. Η διαλεκτική του Ανθρώπου και του Κράτους αφήνει να εννοηθεί πως η ταυτότητα του υποκειμένου χαρακτηρίζεται ως ουσιαστικά «λογική» και «ηθική» μόνο στο βαθμό που η ανάπτυξη αυτών των έμφυτων ικανοτήτων και χαρακτηριστικών αποτρέπεται από το Κράτος. Παραδόξως το Κράτος, που αντιμετωπίζεται από τους αναρχικούς ως εμπόδιο για την πλήρη ταυτότητα του ανθρώπου, είναι, την ίδια στιγμή, ουσιαστική  για το σχηματισμό αυτής της ατελούς ταυτότητας. Δίχως αυτή την αποπροσανατολιστική καταπίεση, το αναρχικό υποκείμενο θα ήταν ανίκανο να δει τον εαυτό του ως «ηθικό» και λογικό». Η ταυτότητα του  είναι έτσι ολοκληρωμένη στην ατέλεια της. Η ύπαρξη πολιτικής εξουσίας είναι έτσι ένα μέσο κατασκευής αυτής της αφηρημένης πληρότητας. Θα έλεγα, έτσι, πως ο αναρχισμός μπορεί να θέσει το υποκείμενο ως «ηθικό» και «λογικό» σε αντίθεση με την «ανηθικότητα» και το «παραλογισμό» της πολιτικής εξουσίας. Με τον ίδιο τρόπο η ταυτότητα του «δούλου» εδραιώνεται ως «καλή» με το να έρχεται σε αντίθεση με την ταυτότητα του «κυρίου» που είναι «κακή». Ο Nietzsche θα έβλεπε σε αυτό μια χαρακτηριστική νοοτροπία μνησικακίας.

Έτσι ο μανιχαϊσμός που εμπεριέχεται στον αναρχικό λόγο είναι μια λογική μνησικακίας που για τον Nietzsche είναι ιδιαίτερα προβληματική οπτική, προερχόμενη από μια θέση αδυναμίας και αρρώστιας. Η επαναστατική ταυτότητα στην αναρχική φιλοσοφία δημιουργείται μέσα από την ουσιαστική της αντίθεση στην εξουσία. Όπως ο αντιδραστικός άνθρωπος του Nietzsche, η επαναστατική ταυτότητα ισχυρίζεται πως είναι ανέγγιχτη από την εξουσία: η ανθρώπινη ουσία θεωρείται ως ηθική ενώ η εξουσία είναι ανήθικη , φυσική ενώ η εξουσία τεχνητή, ανόθευτη όπου η εξουσία είναι νοθευμένη. Επειδή αυτή η υποκειμενικότητα δημιουργείται μέσα σε ένα σύστημα φυσικού νόμου – αντίθετα από τον τεχνητό νόμο – είναι ένα σημείο που, αν και καταπιεσμένο από την εξουσία, παραμένει έξω από την εξουσία και αμόλυντο από αυτή. Είναι όμως;

Ο ίδιος ο Bakunin αφήνει κάποιες αμφιβολίες επ’ αυτού όταν μιλά για την αρχή της εξουσίας. Αυτός είναι ο φυσικός πόθος για δύναμη που ο Bakunin πιστεύει πως είναι έμφυτη σε κάθε άτομο: «Κάθε άνθρωπος κουβαλά μέσα του τα μικρόβια του πόθου για δύναμη, και κάθε μικρόβιο, όπως ξέρουμε, εξαιτίας του βασικού νόμου της ζωής, αναγκαστικά πρέπει να αναπτυχθεί και να αυξηθεί». Η αρχή της εξουσίας σημαίνει πως στον άνθρωπο δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε εξουσία, πως πάντοτε θα υπάρχει αυτή η επιθυμία για εξουσία στη καρδιά της ανθρώπινης υποκειμενικότητας. Ενώ ο Bakunin ήθελε να προειδοποιήσει τους άλλους για τον διαβρωτικό κίνδυνο που είναι έμφυτος στην εξουσία, έχει μάλλον ασυνείδητα εκθέσει την κρυφή αντίφαση που είναι κρύβεται στη καρδιά του αναρχικού λόγου:  δηλαδή πως, ενώ ο αναρχισμός βασίζει τον εαυτό του πάνω στην έννοια μιας ουσιαστικής ανθρώπινης υποκειμενικότητας αμόλυντης από την εξουσία, αυτή η υποκειμενικότητα είναι πρακτικά αδύνατη. Η αγνή επαναστατική ταυτότητα διαλύεται, ανατρέπεται από μια «φυσική» επιθυμία, την έλλειψη στη καρδιά κάθε ατόμου. Ο Bakunin λέει πως αυτή η επιθυμία για εξουσία είναι ουσιαστικό κομμάτι της ανθρώπινης υποκειμενικότητας. Ίσως η συνέπεια της αρχής της εξουσία του Bakunin είναι πως το υποκείμενο  θα είναι ατελές μέχρι να πάρει εξουσία. Και ο Kropotkin επίσης μιλά για την επιθυμία για εξουσία και δύναμη. Αναφέρει πως η εμφάνιση του σύγχρονου Κράτους μπορεί να αποδοθεί εν μέρει στο γεγονός πως οι «άνθρωποι γοητεύτηκαν από την εξουσία». Αφήνει να εννοηθεί, έτσι, πως η κρατική εξουσία δεν είναι απολύτως μια επιβολή από τα πάνω. Μιλά για αυτό-υποδούλωση στο νόμο και στην εξουσία: «Ο άνθρωπος επέτρεψε στον εαυτό του να σκλαβωθεί  πολύ περισσότερο από την επιθυμία του να ‘τιμωρεί σύμφωνα με το νόμο’ απ’ ότι μέσω άμεσης στρατιωτικής κατάκτησης».  Πηγάζει απευθείας από την φυσική αίσθηση ηθικής της ανθρωπότητας η επιθυμία «για τιμωρία σύμφωνα με το νόμο; Αν αυτή είναι η περίπτωση, μπορεί η ανθρώπινη ουσία να ιδωθεί ακόμη ως ανέγγιχτη από την εξουσία; Ενώ η αίσθηση της υποκειμενικότητας του αναρχισμού δεν υπονομεύεται εντελώς από αυτή την αντίφαση, παρόλα αυτά αποσταθεροποιείται από αυτή: γίνεται ασαφής και ατελής. Αναγκάζει κάποιος να αναρωτηθεί την αναρχική έννοια μιας επανάστασης της ανθρωπότητας κατά της εξουσίας: αν οι άνθρωποι έχουν μια βασική επιθυμία για εξουσία, τότε πως μπορεί κάποιος να είναι σίγουρος πως μια επανάσταση με στόχο την καταστροφή της εξουσίας δεν θα μετατραπεί σε μια επανάσταση με στόχο την κατάληψη της εξουσίας;

Θέληση για Δύναμη

Έχει ο αναρχισμός ως πολιτική και κοινωνική θεωρία επανάστασης ακυρωθεί εξαιτίας των αντιφάσεων στην αντίληψη του για την ανθρώπινη υποκειμενικότητα; Δεν το πιστεύω. Παρουσίασα μια μυστική τάση μνησικακίας στις ουσιοκρατικές ταξινομήσεις και στις αντιθετικές δομές που εμπεριέχονται στον αναρχικό λόγο – στις έννοιες της αρμονικής κοινωνίας που διευθύνεται από το φυσικό νόμο και την ουσιαστική κοινωνικότητα του ανθρώπου, και η αντίθεση της  στον τεχνητό νόμο του Κράτους. Ωστόσο θα ήθελα να αναφέρω πως ο αναρχισμός, αν μπορεί να απελευθερωθεί από αυτές τις ουσιοκρατικές και μανιχαϊκές ταξινομήσεις, μπορεί να ξεπεράσει την μνησικακία που τον δηλητηριάζει και τον περιορίζει. Ο κλασικός αναρχισμός είναι πολιτική μνησικακίας επειδή επιδιώκει να ξεπεράσει την εξουσία. Βλέπει την εξουσία ως κακή, καταστροφική, κάτι που αποπροσανατολίζει την πλήρη πραγμάτωση του ατόμου. Η ανθρώπινη ουσία είναι ένα σημείο εκκίνησης ανέγγιχτο από την εξουσία, από το οποίο η εξουσία δέχεται αντίσταση. Υπάρχει, όπως ανέφερα, μια αυστηρή μανιχαϊκή διαίρεση και αντίθεση μεταξύ του υποκειμένου και της εξουσίας. Ωστόσο έδειξα πως αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ του ατόμου και της εξουσίας  είναι η ίδια ασταθής και απειλείται από μια «φυσική» επιθυμία για εξουσία – την αρχή της εξουσίας. Ο Nietzscheτ θα έλεγε πως αυτή η επιθυμία για εξουσία – η θέληση για δύναμη – είναι πράγματι «φυσική», και είναι η καταστολή αυτής της επιθυμίας που έχει τόσο καταστροφική επίδραση στον άνθρωπό, στρέφοντας τον εναντίον του ίδιου και παράγοντας μια νοοτροπία μνησικακίας.

Ωστόσο κάποιος μπορεί να πει πως αυτή η επιθυμία για εξουσία στον άνθρωπο, παράγεται ακριβώς μέσα από τις προσπάθειες να αρνηθεί ή να σβήσει τις σχέσεις εξουσία στη «φυσική τάξη» ίσως η εξουσία μπορεί να ιδωθεί με τους όρους του λακανικού Πραγματικού – ως εκείνη η ανεξέλεγκτη έλλειψη που δεν μπορεί να συμβολιστεί, και που η οποία πάντα επιστρέφει να στοιχειώσει την συμβολική τάξη, να ανατρέψει κάθε προσπάθεια από την πλευρά του υποκειμένου να διαμορφώσει μια πλήρη ταυτότητα. Για τον Jacques Lacan: «…το πραγματικό είναι αυτό που πάντοτε επιστρέφει στο ίδιο μέρος – στο μέρος όπου το υποκείμενο στο βαθμό που σκέφτεται, όπου το σκεπτόμενο πράγμα (res cogitans), δεν το συναντά». Ο αναρχισμός προσπαθεί να ολοκληρώσει την ταυτότητα του υποκειμένου με το να το διαχωρίσει, κατά μια απόλυτα μανιχαϊκή έννοια, από το κόσμο της εξουσίας. Το αναρχικό υποκείμενο, όπως έχουμε δει, υπάρχει σε ένα «φυσικό» σύστημα που διευθύνεται από ηθικούς νόμους αλληλοβοήθειας, οι αναρχικοί είναι επίσης σε θέση να προτείνουν μια κοινωνία ελεύθερη από σχέσεις εξουσίας, η οποία θα αντικαταστήσει το Κράτος μόλις αυτό ανατραπεί. Ωστόσο όπως έχουμε δει, αυτός ο κόσμος ελεύθερος από εξουσία  κινδυνεύει από την κρυφή επιθυμία για εξουσία σε κάθε άτομο. Όσο περισσότερο ο αναρχισμός προσπαθεί να απελευθερώσει την κοινωνία από τις σχέσεις εξουσίας, τόσο περισσότερο παραμένει παραδόξως μπλεγμένος  στην εξουσία. Η εξουσία  εδώ έχει επιστρέψει ως το πραγματικό που στοιχειώνει κάθε  προσπάθεια να απελευθερωθεί ο κόσμος  από την εξουσία. Όσο περισσότερο κάποιος προσπαθεί να καταστείλει την εξουσία , τόσο πιο επίμονα σηκώνει το κεφάλι της. αυτό γίνεται επειδή οι προσπάθειες για άρνηση της εξουσίας, μέσω ουσιοκρατικών εννοιών «φυσικών» νόμων και «φυσικής» ηθικής, αποτελούν οι ίδιες εξουσία, ή τουλάχιστον έχουν διαμορφωθεί από σχέσεις εξουσίας. Αυτές οι ουσιοκρατικές ταυτότητες και ταξινομήσεις δεν μπορούν να επιβληθούν δίχως τον απόλυτο αποκλεισμό άλλων ταυτοτήτων. Αυτός ο αποκλεισμός είναι μια πράξη εξουσίας. Αν κάποιος προσπαθήσει να αποκλείσει απόλυτα την εξουσία, όπως έκαναν οι αναρχικοί, η εξουσία «επιστρέφει» ακριβώς μέσα στις ίδιες τις δομές του αποκλεισμού.

Ο Nietzsche πιστεύει πως αυτή η προσπάθεια για αποκλεισμό και άρνηση της εξουσίας είναι μια μορφή μνησικακίας. Έτσι πως ο αναρχισμός ξεπερνά αυτή την μνησικακία που έχει φανεί πως είναι τόσο αυτοκαταστροφική και άρνηση της ζωής; Με το να δέχεται θετικά την εξουσία αντί να την αρνείται – με το να «πει ναι» στην εξουσία, όπως θα έλεγε ο Nietzsche. Είναι μόνο μέσω της αποδοχής της εξουσίας, αναγνωρίζοντας πω προερχόμαστε από τον ίδιο κόσμο με την εξουσία, όχι ένα «φυσικό» κόσμο αποκομμένο από αυτή, και πως ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε εντελώς απελευθερωμένοι από τις σχέσεις εξουσίας, πως κάποιος μπορεί να συμμετάσχει σε πολιτικές στρατηγικές αντιστάσεις εναντίον της εξουσίας. Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, πως ο αναρχισμός πρέπει να καταθέσει τα όπλα και να αγκαλιάσει το Κράτος και την πολιτική εξουσία. Το αντίθετο, ο αναρχισμός μπορεί πιο αποτελεσματικά να αντιμετωπίσει την πολιτική κυριαρχία με το να εμπλακεί με, παρά να αρνείται, την εξουσία.

Ποιο είναι το νόημα αυτής της διάκρισης μεταξύ εξουσίας και κυριαρχίας ; δεν μας επιστρέφει στην αρχική αναρχική θέση πως η κοινωνία και οι καθημερινές μας πράξεις , αν και καταπιεσμένες από την εξουσία, είναι οντολογικά ξεχωριστές από αυτή; Με άλλα λόγια, γιατί απλά να μην ονομάσουμε την κυριαρχία «εξουσία» ξανά, και να επιστρέψουμε πίσω στην αρχική, μανιχαϊκή διάκριση μεταξύ κοινωνικής ζωής και εξουσίας; Ωστόσο αυτό το σημείο αυτής της διάκρισης είναι να δείξει πως αυτή η ουσιαστική διάκριση  είναι τώρα αδύνατη. Η κυριαρχία – καταπιεστικοί πολιτικοί θεσμοί όπως το Κράτος – έρχεται τώρα από τον ίδιο κόσμο όπως η εξουσία. Ο αναρχισμός και πρακτικά κάθε ριζοσπαστική πολιτική, δεν μπορεί να μείνει σε αυτή την βολική ψευδαίσθηση πως ως πολιτικά υποκείμενα, δεν είμαστε κάπως συνεργοί στο ίδιο το καθεστώς που μας καταπιέζει. Σύμφωνα με τον φουκωκιανό ορισμό της εξουσίας που έχω χρησιμοποιήσει, είμαστε όλοι εν δυνάμει συνένοχοι, μέσα από τις καθημερινές μας πράξεις, σε σχέσεις κυριαρχίας. Οι καθημερινές μας πράξεις, που αναπόφευκτα περιλαμβάνουν εξουσία, είναι ασταθείς και εύκολα μπορούν να μεταμορφωθούν σε σχέσεις που μας κυριαρχούν.

Ως πολιτικά υποκείμενα δεν μπορούμε ποτέ να χαλαρώσουμε και να κρυφτούμε πίσω από ουσιοκρατικές ταυτότητες και μανιχαϊκές δομές – πίσω από μια αυστηρή διάκριση από το κόσμο της εξουσίας, αντίθετα πρέπει να είμαστε συνεχώς σε επιφυλακή  απέναντι στην πιθανότητα της κυριαρχίας. Ο Foucault λέει: «Η θέση μου δεν είναι πως όλα είναι άσχημα, αλλά πως όλα είναι επικίνδυνα.., αν όλα είναι επικίνδυνα, τότε έχουμε πάντα κάτι να κάνουμε. Έτσι η θέση μου οδηγεί όχι στην απάθεια αλλά σε ένα υπερ- και πεσιμιστικό ακτιβισμό». Για να αντισταθούμε στην κυριαρχία πρέπει να έχουμε επίγνωση των κινδύνων της – της πιθανότητας πως οι δικές μας πράξεις, ακόμη και η πολιτική δράση εναντίον της κυριαρχίας, μπορεί εύκολα να προκαλέσει επιπλέον κυριαρχία. Υπάρχει πάντοτε η πιθανότητα, έτσι, αντίστασης της κυριαρχίας, και της ελαχιστοποίησης τις δυνατότητες και επιπτώσεις της. σύμφωνα με τον Foucault, η κυριαρχία η ίδια είναι ασταθής και μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπές και αντίσταση. Συναρμολογήματα όπως το Κράτος βασίζονται σε ασταθείς σχέσεις που εξίσου εύκολα μπορούν να στραφούν εναντίον  του θεσμού του οποίου αποτελούν τη βάση του. Έτσι πάντα υπάρχει η δυνατότητα αντίστασης εναντίον της κυριαρχίας. Ωστόσο η αντίσταση ποτέ δεν μπορεί να είναι με την μορφή επανάστασης – μια τεράστια διαλεκτική νίκη επί της εξουσίας, όπως προωθούσαν οι αναρχικοί. Για να καταργηθούν κεντρικοί θεσμοί όπως το Κράτος με ένα χτύπημα θα σήμαινε να αγνοηθούν οι πολύμορφες και διάχυτες σχέσεις εξουσίας στις οποίες βασίζονται, επιτρέποντας έτσι νέους θεσμούς και σχέσεις κυριαρχίας να εμφανιστούν. Θα σήμαινε να πέσουμε στην ίδια παγίδα με την αναγωγιστική παγίδα όπως ο μαρξισμός, και να φλερτάρει με την κυριαρχία. Αντίθετα, η αντίσταση πρέπει να πάρει τη μορφή αυτού που ο  ονομάζει ανταγωνισμό – μια συνεχή , στρατηγική αντιπαράθεση με την εξουσία – βασισμένο σε μια αμοιβαία πρόκληση – δίχως κάποια τελική ελπίδα για απελευθέρωση από αυτή. Κάποιος μπορεί, όπως έχω αναφέρει, δεν μπορεί ποτέ να ξεπεράσει ποτέ πλήρως την εξουσία – επειδή νίκη  είναι η ίδια η επιβολή  ενός άλλου καθεστώτος εξουσίας. Το καλύτερο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι μια αναδιοργάνωση των σχέσεων εξουσίας – μέσω αγώνα και αντίστασης – με τρόπους που είναι λιγότερο καταπιεστικοί και κυριαρχικοί. Η κυριαρχία μπορεί έτσι να ελαχιστοποιηθεί με την αναγνώριση την αναπόφευκτη εμπλοκή με την εξουσία, όχι με την απόπειρα να τοποθετήσουμε τους εαυτούς μας  έξω από το κόσμο της εξουσίας, η κλασική ιδέα της επανάστασης ως διαλεκτική ανατροπή  της εξουσίας – η εικόνα που έχει στοιχειώσει το ριζοσπαστικό πολιτικό φαντασιακό – πρέπει να εγκαταλειφθεί. Πρέπει να αναγνωρίσουμε το γεγονός πως η εξουσία δεν μπορεί να ξεπεραστεί πλήρως, και πρέπει να το αποδεχτούμε αυτό εργαζόμενοι μέσα σε αυτό το κόσμο, διαπραγματευόμενοι εκ νέου την θέση μας για να ενισχύσουμε τις πιθανότητες μας για ελευθερία.

Ο ορισμός της εξουσίας που έχω δημιουργήσει – ως μια ασταθή και ρευστή σχέση διάχυτη  μέσα στο κοινωνικό δίκτυο – μπορεί να ιδωθεί ως μη-μνησίκακη έννοια εξουσίας. Υπονομεύει την αντιθετική, μανιχαϊκή πολιτική μνησικακίας επειδή η εξουσία δεν μπορεί να εξωτερικευθεί με τη μορφή του Κράτους ή ενός πολιτικού θεσμού. Δεν μπορεί να υπάρχει εξωτερικός εχθρός για εμάς ώστε να ορίσουμε τους εαυτούς μας σε αντίθεση με αυτόν και να ξεσπάσουμε την οργή μας πάνω του. Ανατρέπει την Απολλώνια διάκριση μεταξύ του υποκειμένου και της εξουσίας, σημαντική στον κλασικό αναρχισμό και την μανιχαϊκή ριζοσπαστική πολιτική φιλοσοφία. Ο Απολλώνιος Άνθρωπος, το ουσιαστικό ανθρώπινο υποκείμενο, είναι πάντα στοιχειωμένος από την Διονυσιακή εξουσία. Ο Απόλλωνας είναι ο θεός του φωτός, αλλά και ο θεός της ψευδαίσθησης: «προσφέρει ανάπαυση σε μεμονωμένα όντα… με το να ορίζει όρια γύρω τους». Ο Διόνυσος, από την άλλη είναι η δύναμη που περιστασιακά καταστρέφει αυτούς τους «μικρούς κύκλους», ανατρέποντας  την απολλώνια τάση να «στερεοποιήσει την μορφή σε μια αιγυπτιακή αυστηρότητα και ψυχρότητα». Πίσω από την απολλώνια ψευδαίσθηση ενός κόσμου της ζωής δίχως εξουσία, είναι η διονυσιακή «πραγματικότητα» της εξουσίας που διαρρηγνύει το «πέπλο της άγνοιας».

Αντί να έχει ένα εξωτερικό εχθρό – όπως το Κράτος – σε αντίθεση σε αυτό που μορφοποιείται η πολιτική ταυτότητα κάποιου, πρέπει να εργαστούμε πάνω στους εαυτούς μας. ως πολιτικά υποκείμενα πρέπει να ξεπεράσουμε την μνησικακία με το να μεταμορφώσουμε την σχέση μας με την εξουσία. Κάποιος μπορεί να το κάνει αυτό μόνο, σύμφωνα με τον Nietzsche, μέσα από την αιώνια επιστροφή. Η αποδοχή της αιώνιας επιστροφής σημαίνει την αναγνώριση και πρακτικά να γίνει αποδεχτή θετικά η συνεχής «επιστροφή» της ίδιας ζωής με τις σκληρές της πραγματικότητες. Επειδή είναι μια ενεργή επιθυμία μηδενισμού, είναι ταυτόχρονα  μια υπέρβαση του μηδενισμού. Ίσως με τον ίδιο τρόπο, η αιώνια επιστροφή, αφορά και την εξουσία. Πρέπει να αναγνωρίσουμε  και να δεχτούμε την «επιστροφή» της εξουσίας, το γεγονός πως θα είναι πάντα κοντά μας. για να νικήσουμε την μνησικακία πρέπει, με άλλα λόγια, να επιθυμούμε την δύναμη. Πρέπει να δεχτούμε μια θέληση για δύναμη – με τη μορφή δημιουργικών, καταφατικών για τη ζωή αξιών, σύμφωνα με τον Nietzsche. Αυτό είναι να δεχτούμε την έννοια της αυτό-υπέρβασης, το να «υπερβούμε» τον εαυτό μας με αυτή την έννοια, θα σήμαινε την υπέρβαση των ουσιοκρατικών αξιών και ταξινομήσεων που μας περιορίζουν. Όπως έχει δείξει ο Foucault, είμαστε δομημένοι ως ουσιαστικά πολιτικά υποκείμενα με τρόπους που αυτό κυριαρχεί πάνω μας – αυτό είναι που αποκαλεί υποκειμενοποίηση. Κρυβόμαστε πίσω από ουσιοκρατικές ταυτότητες που αρνούνται την εξουσία, και παράγουν μέσω αυτής της άρνησης, μιας μανιχαϊκής πολιτικής απόλυτης αντίθεσης που αντικατοπτρίζει μόνο και επιβεβαιώνει ξανά την ίδια την κυριαρχία στην οποία λέει πως αντιτίθεται. Αυτό το έχουμε δει στην περίπτωση του αναρχισμού. Για να αποφύγουμε αυτή τη μανιχαϊκή λογική, ο αναρχισμός δεν πρέπει πλέον να βασίζεται στις ουσιοκρατικές ταυτότητες και έννοιες, και αντίθετα να δεχτούμε καταφατικά την αιώνια επιστροφή της εξουσίας. Αυτό δεν είναι μια ζοφερή διαπίστωση αλλά μάλλον ένας «χαρούμενος θετικισμός». Χαρακτηρίζεται από πολιτικές στρατηγικές που στοχεύουν στην ελαχιστοποίηση των πιθανοτήτων κυριαρχίας, και αυξάνοντας τις πιθανότητες ελευθερίας.

Αν κάποιος απορρίπτει τις ουσιοκρατικές ταυτότητες, τι του απομένει; Μπορεί κάποιος να διαθέτει μια αντίληψη ριζοσπαστικής πολιτικής και αντίστασης δίχως ένα ουσιαστικό υποκείμενο; Κάποιος μπορεί, ωστόσο, να θέτει το αντίθετο ερώτημα: πως μπορεί η ριζοσπαστική πολιτική  να συνεχίσει δίχως την «υπέρβαση» τις ουσιοκρατικές ταυτότητες, δίχως σύμφωνα με τους όρους του Nietzsche να «υπερβούν» τον άνθρωπο; Ο Nietzsche λέει: «Οι πιο προσεκτικοί άνθρωποι σήμερα ρωτούν: ‘Πως μπορεί να διατηρείται ακόμη ο άνθρωπος; Ο Ζαρατούστρα, ωστόσο, απαντά  ως ο μόνος και ο πρώτος που το κάνει: ‘Πως θα υπερβούμε τον άνθρωπο;’». Θα έλεγα  πως ο αναρχισμός θα ενισχυθεί σημαντικά  ως πολιτική και ηθική φιλοσοφία αν απέφευγε τις ουσιοκρατικές κατηγορίες, αφήνοντας τον εαυτό του ανοιχτό σε διαφορετικές και δυνητικές ταυτότητες – ένα μετα-αναρχισμό. Η αποδοχή της διαφοράς  και της δυνητικότητας  θα σήμαινε να γίνει μια φιλοσοφία των ισχυρών, αντί των αδυνάτων. Ο Nietzsche μας παροτρύνει να «ζήσουμε επικίνδυνα», να εγκαταλείψουμε τις βεβαιότητες, να απομακρυνθούμε από την ουσία και τις δομές, και να αγκαλιάσουμε την αβεβαιότητα. «Χτίστε τις πόλεις σας στις πλαγιές του Βεζούβιου! Στείλτε τα πλοία σας  σε αχαρτογράφητες ακτές!», λέει. Η πολιτική της αντίστασης ενάντια στην κυριαρχία πρέπει να πραγματοποιηθεί σε ένα κόσμο δίχως εγγυήσεις. Να μείνεις ανοιχτός στη διαφορά και την δυνητικότητα, να αποδεχτείς την αιώνια επιστροφή της εξουσίας, θα ήταν να γίνεις αυτό που ο Nietzsche αποκαλεί Υπεράνθρωπος. Ο υπεράνθρωπος είναι ο άνθρωπος που έχει «υπερβεί» – η υπέρβαση του ανθρώπου: «Ο Θεός έχει πεθάνει: τώρα επιθυμούμε – ο Υπεράνθρωπός να ζήσει». Για τον Nietzsche ο Υπεράνθρωπός αντικαθιστά το Θεό και τον Άνθρωπο – έρχεται για να εξιλεώσει μια ανθρωπότητα τσακισμένη από το μηδενισμό, αποδεχόμενος με χαρά την εξουσία και την αιώνια επιστροφή. Ωστόσο θα ήθελα να προτείνω μια σχετικά απαλότερη, πιο ειρωνική έκφραση του Υπεράνθρωπου για την ριζοσπαστική πολιτική. Ο Ernesto Laclau μιλά για «ένα ήρωα ενός νέου τύπου που ακόμη δεν έχει δημιουργηθεί από τη κουλτούρα μας, αλλά που η δημιουργία του είναι απόλυτα αναγκαία αν η εποχή μας πρόκειται να ανταποκριθεί στις πιο ριζοσπαστικές και συναρπαστικές πιθανότητες.

Ίσως ο αναρχισμός θα μπορούσε να γίνει μια νέα «ηρωική» φιλοσοφία, η οποία δεν είναι πλέον αντιδραστική, αλλά αντίθετα θα δημιουργεί αξίες. Για παράδειγμα, η ηθική της αμοιβαίας φροντίδας και βοήθειας που πρότεινε ο Kropotkin θα μπορούσε ίσως να χρησιμοποιηθεί στην δημιουργία των νέων μορφών συλλογικής δράσης και ταυτοτήτων. Ο Kropotkin κοίταξε στην εξέλιξη των συλλογικών ομάδων βασισμένων στην συνεργασία – εργατικά σωματεία, συνεταιρισμών κάθε είδους, φιλικών εταιρειών και λεσχών, κλπ. όπως έχουμε δει, πίστευε πως αυτή ήταν η εξέλιξη μιας ουσιαστικά φυσικής αρχής. Ωστόσο, ίσως κάποιος θα μπορούσε να αναπτύξει αυτή τη συλλογική παρόρμηση δίχως να περιοριστεί σε ουσιοκρατικές ιδέες σχετικά με την ανθρώπινη φύση. Η συλλογική δράση δεν χρειάζεται μια αρχή ανθρώπινης ουσίας για να δικαιολογηθεί. Αντίθετα είναι η πιθανότητα της ταυτότητας – η ανοιχτότητα στη διαφορά, στη μοναδικότητα, την ατομικότητα και τη συλλογικότητα – που είναι αυτή καθαυτή ηθική. Έτσι η αναρχική ηθική της αλληλοβοήθειας μπορεί να αντληθεί από τις ουσιοκρατικές βάσεις και εφαρμόζεται σε μια μη ουσιοκρατική, συστατικά ανοιχτή ιδέα της συλλογικής πολιτικής ταυτότητα.

Μια εναλλακτική αντίληψη της συλλογικής δράσης μπορεί για παράδειγμα, να αναπτυχθεί από μια  αναδιατύπωση της σχέσης μεταξύ ισότητας και ελευθερίας. Προς τιμή του αναρχισμού απέρριψε την φιλελεύθερη πεποίθηση πως η ισότητα και η ελευθερία δρουν ως όρια μεταξύ τους και πως είναι τελικά ασυμβίβαστες έννοιες. Για τους αναρχικούς, η ισότητα και η ελευθερία είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες παρορμήσεις, και κάποιος δεν μπορεί να δεν μπορεί να αντιληφθεί το ένα δίχως το άλλο. Για τον Bakunin:

«Είμαι ελεύθερος μόνο όταν όλα τα ανθρώπινα όντα που με περιβάλλουν – άνδρες και γυναίκες το ίδιο – είναι εξίσου ελεύθεροι. Η ελευθερία των άλλων, κάθε άλλο παρά να περιορίζει ή να ακυρώνει την ελευθερία μου, είναι το αντίθετο η αναγκαία της συνθήκη και επιβεβαίωση. Έγινα ελεύθερος στη πραγματική έννοια μόνο χάρη στην ελευθερία των άλλων, πόσο μάλλον έτσι ώστε όσο μεγαλύτερος αριθμός των ελεύθερων ανθρώπων που με τριγυρίζει τόσο βαθύτερη και μεγαλύτερη και πιο εκτεταμένη η ελευθερία τους, τόσο βαθύτερη και μεγαλύτερη γίνεται η ελευθερία μου»

Η διασύνδεση της ισότητας και ελευθερίας μπορεί να αποτελεί τη βάση σε ένα συλλογικό ήθος, που αρνείται να δει την ατομική ελευθερία και τη συλλογική ισότητα ως όρια το ένα στο άλλο – που αρνείται να θυσιάσει τη διαφορά στο όνομα της οικουμενικότητας, και η οικουμενικότητα στο όνομα της διαφοράς. Η αντιστρατηγική ηθική του Foucault μπορεί να ιδωθεί ως ένα παράδειγμα αυτής της ιδέας. Στην άμυνα των συλλογικών κινημάτων όπως η Ιρανική Επανάσταση, ο Foucault είπε πως η αντιστρατηγική ηθική που υιοθετεί είναι «να δείχνει σεβασμό όταν εμφανίζεται κάτι μοναδικό, να είναι αδιάλλακτη όταν η εξουσία προσβάλλει το συλλογικό». Αυτή η αντιστρατηγική προσέγγιση καταδικάζει τον οικουμενισμό όταν είναι περιφρονητικός για το ειδικό, και καταδικάζει το ειδικό όταν είναι σε βάρος του οικουμενικού. Παρόμοια, μια νέα ηθική συλλογικής δράσης θα καταδίκαζε την συλλογικότητα όταν είναι σε βάρος της διαφορετικότητας και της μοναδικότητας, και καταδικάζει την διαφορά όταν είναι σε βάρος της συλλογικότητας. Είναι μια προσέγγιση που επιτρέπει σε κάποιον να συνδυάσει την ατομική διαφορά και την συλλογική ισότητα με ένα τρόπο που δεν είναι μόνο διαλεκτική αλλά που διατηρεί ένα ιδιαίτερο θετικό και καταφατικό για τη ζωή ανταγωνισμό μεταξύ τους. Θα σήμαινε μια αίσθηση σεβασμού για τη διαφορά, δίχως να παραβιάζει την ελευθερία των άλλων να είναι διαφορετικοί – μια ισότητα της ελευθερίας της διαφοράς. Η μετα-αναρχική συλλογική δράση θα μπορούσε, με άλλα λόγια, να βασίζεται σε μια αφοσίωση στο σεβασμό και στην αναγνώριση αυτονομίας, διαφοράς και ανοιχτότητας μέσα στη συλλογικότητα.

Επιπλέον, ίσως κάποιος θα μπορούσε να οραματιστεί μια μορφή πολιτικής κοινότητας ή συλλογικής ταυτότητας που δεν περιορίζει την διαφορά. Το ζήτημα της κοινότητας είναι κεντρικό στη ριζοσπαστική πολιτική, ανάμεσα τους στον αναρχισμό. Κάποιος δεν μπορεί να μιλά για συλλογική δράση δίχως τουλάχιστον να θέτει το ερώτημα της κοινότητας. Για τον Nietzsche, οι πιο σύγχρονες ριζοσπαστικές φιλοδοξίες προς τη κοινότητα ήταν μια εκδήλωση της νοοτροπίας του «κοπαδιού». Ωστόσο μπορεί να είναι πιθανό να δημιουργήσει μια απαλλαγμένη από μνησικακία έννοια της κοινότητας από την έννοια της κοινότητας του ίδιου του Nietzsche. Για τον Nietzsche, η ενεργή δύναμη είναι ενστικτώδης εκδήλωση των δυνάμεων του και ικανοτήτων που παράγει σε αυτόν μια ενισχυμένη αίσθηση της δύναμης, ενώ η αντιδραστική εξουσία μπορεί να προέλθει από την βοήθεια και την καλοήθεια προς τους άλλους, από την ενίσχυση της αίσθησης της εξουσίας των άλλων. Όπως η ηθική της αλληλοβοήθειας, μια κοινότητα βασισμένη στην θέληση για εξουσία μπορεί να αποτελείται από μια σειρά από δια-υποκειμενικές σχέσεις που περιλαμβάνουν την βοήθεια και την φροντίδα για τους ανθρώπους δίχως να κυριαρχούν πάνω τους++ και να τους αρνούνται τη διαφορά. Αυτή η ανοιχτότητα στη διαφορά και την αυτό-μεταμόρφωση, και την ηθική της της φροντίδας, μπορεί να είναι τα καθοριστικά χαρακτηριστικά της μετα-αναρχικής δημοκρατικής κοινότητας. Αυτό θα αποτελούσε μια κοινότητα ενεργής δύναμης – μια κοινωνία «κυρίων» παρά «δούλων». Θα ήταν μια κοινότητα που θα προσπαθούσε να υπερβεί τον εαυτό της – μεταμορφώνοντας συνεχώς τον εαυτό της και χαίρεται στη γνώση της δύναμης της να το κάνει αυτό.

Ο μεταναρχισμός μπορεί να ιδωθεί έτσι, ως μια σειρά πολιτικο-ηθικών στρατηγικών εναντίον της κυριαρχίας, δίχως ουσιοκρατικές εγγυήσεις και μανιχαϊκές δομές που αναθρέφουν και περιορίζουν το κλασικό αναρχισμό. Θα αποδέχονταν την πιθανότητα των αξιών και των ταυτοτήτων, περιλαμβανόμενης της δικής του, και να επιβεβαιώσει, παρά να αρνηθεί, την θέληση για δύναμη. Θα ήταν με άλλα λόγια, ένας αναρχισμός δίχως μνησικακία.

Τα αποσπάσματα των κειμένων του Nietzsche είναι παρμένα από την Γενεαλογία της Ηθικής (Εκδ. Νησίδες, 2001. Μετάφραση Ζήση Σαρίκα)

ΠΗΓΗ: https://geniusloci2017.wordpress.com/