Loading...

Κατηγορίες

Τετάρτη 24 Νοέ 2021
William Blackburn: Η Πολιτική στην Φαντασία του J.R.R. Tolkien
Κλίκ για μεγέθυνση
 

 



Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Mytholore 15. Ο William Blackburn ανήκει στο διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό του Πανεπιστημίου του Κάλγκαρι.




Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας
Δημοσιεύθηκε την 23 Νοεμβρίου, 2021

 

Η κριτική στο έργο του J.R.R. Tolkien μερικές φορές απαιτεί πραγματική αφοσίωση, μια άκαμπτη και ακλόνητη προσπάθεια της θέλησης που είναι σχεδόν ηρωική – ή τουλάχιστον εμμονική. Φυσικά πολλοί από τους φοιτητές μου  θεωρούν ως εμμονικό το ενδιαφέρον μου στην αντιμετώπιση της πολιτικής από τον Tolkien στο Χόμπιτ και στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Κάποιοι υποστηρίζουν πως η πολιτική ανάλυση είναι αχρείαστη σε αυτά που ουσιαστικά είναι έργα «παιδικής λογοτεχνίας». (Το επιχείρημα αυτό κάνει την αμφιλεγόμενη υπόθεση πως ο Tolkien είναι μόνο για μικρά παιδιά, και την ακόμη πιο αμφιλεγόμενη υπόθεση πως η υποτιθέμενη άγνοια των αναγνωστών δικαιολογεί την πραγματική άγνοια του κριτικού). Άλλοι μου λένε ευγενικά πως οι ήρωες του Tolkien, με το θάρρος και την τιμή τους και πίστη τους, είναι πολύ μακριά από την έμφυτη παραπλάνηση και διγλωσσία που πολλοί νέοι άνθρωποι έχουν μάθει να δέχονται ως τις αναπόφευκτες δόξες της σύγχρονης πολιτικής ζωής. Ακόμη και εκείνοι που δεν θεωρούν τον Tolkien αφελή πολιτικά μπορεί εύλογα να αναρωτηθούν: Τι σχέση, αν έχει κάποια, μπορεί να έχει το έργο ενός τόσο παλιομοδίτη συγγραφέα φαντασίας με την πολιτική;

Η ουσία του ζητήματος είναι πως η φαντασία του Tolkien έχει πολλά κοινά με άλλα έργα πολιτικής φαντασίας. Όπως, για παράδειγμα, η Ουτοπία του Thomas More, ο Tolkien ασχολείται με αιώνια προβλήματα, ανάμεσα τους τα προβλήματα της διακυβέρνησης και της ηγεσίας και της άσκησης της εξουσίας. Αυτά είναι τα παραδοσιακά ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται ο συγγραφέας πολιτικής φαντασίας. Επιπλέον, ο Tolkien ξεπερνά πολλούς τέτοιους συγγραφείς στην δεξιοτεχνία με την οποία χειρίζεται το χαρακτήρα. Στην Ποιητική του, ο Αριστοτέλης κάνει αυτή τη διάκριση μεταξύ ιστορίας και ποίησης:

«η μια λέει τι συνέβη, η άλλη τα είδη των πραγμάτων που μπορεί να γίνουν, ενώ η ποίηση ασχολείται με οικουμενικές αλήθειες, η ιστορία ασχολείται με συγκεκριμένα γεγονότα. Με τις οικουμενικές αλήθειες εννοώ αυτά που μπορεί να πει πιθανά ή αναγκαστικά ή που θα κάνει σε μια δεδομένη κατάσταση ένας ιδιαίτερος τύπος ανθρώπου· και αυτός είναι ο στόχος της ποίησης, αν και δίνει ξεχωριστά ονόματα στους χαρακτήρες της».

Το ενδιαφέρον του Tolkien στο χαρακτήρα δίνει στην φαντασία κάτι από την αυθεντία του μύθου. Γράφει, όχι για μια εποχή του ανθρώπου, αλλά όπως κάνει ο μυθοποιός, για την ανθρώπινη φύση σε όλες τις εποχές. Για αυτό το λόγο μόνο, ο τρόπος που χειρίζεται την πολιτική αξίζει σοβαρής προσοχής.

Επιπλέον, ο ίδιος ο Tolkien είχε επίγνωση της σύνδεσης της φαντασίας στη λογοτεχνία και της φαντασίας στη πολιτική. Στο δοκίμιο του «Περί Παραμυθιών», ο Tolkien παραδέχεται πως

«η φαντασία μπορεί φυσικά να οδηγηθεί σε υπερβολές. Μπορεί να υλοποιηθεί άσχημα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κακούς σκοπούς. Μπορεί ακόμη και να παραπλανήσει το μυαλό από το οποίο προήλθε. Αλλά για τι ανθρώπινο δεν ισχύει αυτό σε ετούτο τον έκπτωτο κόσμο; Οι άνθρωποι δεν επινόησαν μόνο τα ξωτικά, αλλά φαντάστηκαν και θεούς, και τους λάτρεψαν, λάτρεψαν ακόμη και τους πιο διαστρεμμένους από την ίδια τη φαντασία του δημιουργού τους… έφτιαξαν ψεύτικους θεούς από άλλα υλικά: τις ιδέες τους, τα λάβαρα τους, τα λεφτά τους· ακόμη και οι επιστήμες τους και οι κοινωνικές και οικονομικές θεωρίες τους έχουν απαιτήσει ανθρώπινες θυσίες».

Η ανατομία αυτών των «ψεύτικων θεών» από τον Tolkien – για την φύση των οποίων έχει κάποιες πραγματικά πολύ συγκεκριμένες απόψεις – κάνει την πολιτική βασικό θέμα της φαντασίας του. «Οι ιδιαιτερότητες αυτής της φαντασίας μας δίνουν ένα μάθημα στις δυσκολίες ανάγνωσης της πολιτικής φαντασίας. Όπως ο καθρέφτης της Γκαλάντριελ, η φαντασία του Tolkien δείχνει πολλά υπέροχα πράγματα – αλλά είναι επικίνδυνη ως οδηγός πράξεων». Όταν ο Φρόντο κοιτά στο καθρέφτη, αυτό που βλέπει δεν τον ευχαριστεί, αλλά μαθαίνει κάτι για τον εαυτό του, και επίσης ανακαλύπτει πως «το να βλέπεις είναι και καλό και κακό». Η ανακάλυψη του Φρόντο είναι τέτοια που ο αναγνώστης που αγαπά την φαντασία του Tolkien θα κάνει καλά να κρατήσει στο μυαλό του, γιατί, όπως λέει ο Γκάνταλφ για το παλαντίρ, «είναι επικίνδυνες για όλους μας οι μηχανές μιας τέχνης βαθύτερης από ότι έχουμε εμείς».

Μια εξέταση των πολιτικών προτιμήσεων του Tolkien, όπως αφήνονται να εννοηθούν στο έργο του, μπορεί εύκολα να οδηγήσει κάποιον στο να συμφωνήσει με την περιγραφεί της φαντασίας του Tolkien που κάνει ο Roger Sale ως το «αριστούργημα του τρελού». Υπάρχουν πολλά που φαίνεται να μην αρέσουν στον Tolkien, και κάποιος μπορεί να διακρίνει ένα μοτίβο στην ενόχληση του – ακόμη και σε ένα φωτεινό βιβλίο όπως το Χόμπιτ. Ένα γνώρισμα αυτού του μοτίβου είναι η προτίμηση του στο να ρίχνει δυνατούς μεμονωμένους ήρωες εναντίον ενός όχλου· περισσότερες από μια φορές, το μυθιστόρημα υποστηρίζει πως το κακό είναι συγκεντρωμένο σε συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις και ομάδες. Τα τρολ για παράδειγμα, μιλούν με μια προφορά που προδίδει την καταγωγή τους ως εργατική τάξη. Τα γκόμπλιν είναι αντίστοιχοι τύποι, άψυχοι και μιαροί πιστοί της τεχνολογίας, στα οποία, όπως μας υπενθυμίζει εμφατικά ο Tolkien, χρωστάμε τα θαύματα της Εποχής των Μηχανών:

«Τα γκόμπλιν είναι σκληρά, κακά, και κακόκαρδα. Δεν φτιάχνουν όμορφα πράγματα, αλλά φτιάχνουν πολλά έξυπνα πράγματα…. Δεν είναι απίθανο πως επινόησαν κάποιες από τις μηχανές που βασανίζουν από τότε το κόσμο, ιδιαίτερα τις ευρηματικές μηχανές για τη θανάτωση μεγάλου αριθμού ανθρώπων με μιας, γιατί τα γρανάζια και τις μηχανές και τα εκρηκτικά τα ευχαριστούσαν πάντοτε, όπως και το να μη δουλεύουν περισσότερο από όσο χρειάζονταν με τα χέρια τους· αλλά εκείνη την εποχή και σε εκείνα τα άγρια μέρη δεν είχαν προοδεύσει (όπως λέγεται) τόσο πολύ».

Ο μεγάλος δράκος Σμόγκ, ότι και αν χρωστά στους προκατόχους του στην λογοτεχνία, είναι στην ουσία ένας αστός με το κουστούμι δράκου:

«Οι δράκοι κλέβουν χρυσό και κοσμήματα… και φυλάνε τα λάφυρα τους για όσο ζουν… και δεν χαίρονται ούτε ένα μπρούτζινο δαχτυλίδι από αυτά. Και πραγματικά μετά βίας ξεχωρίζουν ένα καλό έργο από ένα κακό, αν και συχνά έχουν μια καλή αντίληψη της τωρινής αξίας αγοράς· και δεν μπορούν να φτιάξουν τίποτα για τον εαυτό τους, ούτε και να διορθώσουν μια λίγο χαλαρή φολίδα της πανοπλίας τους».

Όταν αντιλαμβάνεται την κλοπή του κυπέλου από τον Μπίλμπο, αυτός ο φολιδωτός αποθησαυριστής αδούλευτου πλούτου δείχνει το «είδος οργής που βλέπουμε μόνο σε πλούσιους ανθρώπους που έχουν περισσότερα από όσα μπορούν να χαρούν, χάνουν ξαφνικά κάτι που είχαν από παλιά αλλα΄που δεν χρησιμοποίησαν ή θέλησαν ποτέ».

Έτσι οι βαισκοί κακοί του Tolkien στο Χόμπιτ είτε δρουν σε ομάδες ή, όπως στη περίπτωση του Σμόγκ, με κάποιο τρόπο αντιπροσωπεύουν ομάδες. Οι ήρωές του όμως είναι δυνατά άτομα – μερικές φορές, όπως στη περίπτωση του Μπίλμπο προς έκπληξη των ιδίων. Είναι πιστοί στη κοινωνία τους, φυσικά, αλλά η βασική τους πίστη είναι στην ίδια τους την ακεραιότητα, και έτσι όλοι περνούν από κάποια περίοδο αποξένωσης από την κοινωνία που υπηρετούν. Ο Μπάρντ, ο σωτήρας της Λιμνούπολης, είναι ένας απλός πολεμιστής, αποστερημένος από το δικαίωμα του ως άρχοντας του Ντέιλ. Ο Γκάνταλφ είναι από επιλογή εξόριστος και περιπλανώμενος. Ακόμη και ο Μπίλμπο, αν και τέκνο του αγγλικού μεγαλείου, έιναι ένα δυνατό μεμονωμένο χόμπιτ, εύκολα διακριτό από τους άπληστους και βαρετούς συγγενείς του. Ο Tolkien επίσης είναι προσεκτικός να βεβαιωθεί πως οι αρετές του Μπίλμπο είναι οι σωστές· όλοι οι λόγοι ανάγκης, όπως ένας εχθρός για παράδειγμα, δεν μπορούν να τον πείσουν να δολοφονήσει το ανυπεράσπιστο Γκόλουμ για να σώσει την ίδια του τη ζωή («Γρίφοι στο Σκοτάδι»). Ο Tolkien όμως είναι επίσης επιμελής στο να σιγουρευτεί πως ο Μπίλμπο θα δείξει την αξία του ξανά και ξανά, και το αποτέλεσμα είναι να τον κάνει ανεξάρτητο από τους γείτονες του και τις προσδοκίες του. Όπως του λέει ο Γκάνταλφ στο τέλος του μυθιστορήματος: «Αγαπητέ μου Μπίλμπο… δεν είσαι το χόμπιτ που ήσουν κάποτε».

Η αγάπη του Tolkien να παρουσιάζει τη μάχη του καλού με το κακό ως την πάλη του ατόμου εναντίον του όχλου δεν το μόνο χαρακτηριστικό του Χόμπιτ με πολιτική χροιά. Ο τρόπος απεικόνισης του κακού, όπως και η απεικόνιση του ρομαντικού ατομισμού, δείχνει το ενδιαφέρον του Tolkien για τα πολιτικά ζητήματα. Το κακό στο Χόμπιτ είναι συγκεντρωμένο στη μορφή του Σμόγκ, το δράκο του Μοναχικού Βουνού. Η απληστία του Σμόγκ, αν και είναι χαρακτηριστική των δράκων που φυλάνε θησαυρούς, επιτρέπει στον Tolkien να ασχοληθεί με μια σειρά από κακά στο μυθιστόρημα, γιατί η αρρώστια των δράκων, το παράλογο πάθος για το χρυσό, καταδικάζει εξίσου τον άνθρωπο και το τέρας.

Στη δημιουργία του Σμόγκ, ο Tolkien αξιοποιεί στο έπακρο την γνώση του γύρω από την αγγλοσαξωνική λογοτεχνία. Οι αναγνώστες του Μπέογουλφ θα δουν πως ο Σμόγκ θυμίζει τον Γκρέντελ και τη φύση του, όχι απλά ένας κακός χαρακτήρας, αλλά ένας τύπος κακού. Ο Γκρέντελ είναι ένα τέρας, ένας απόκληρος· το να ακούει το τραγούδι του ποιητή, καθώς ο Ρόθγκαρ και οι ακόλουθοι του γιορτάζουν στο Χέροτ, τον εξοργίζει· το μοναχικό και τερατώδες γεύμα του είναι η αντίθεση σε όλα όσα συμβολίζει το Χέροτ στο κόσμο του ποιήματος. Σύμφωνα όμως με τον ποιητή Μπέογουλφ, ο Γκρέντελ είναι απόγονος του Κάιν, του πρώτου φονιά. Αν και απόκληρος από μια κοινωνία που με χαρά θα κατέστρεφε, ο Γκρέντελ έχει σημαντικές ομοιότητες με τα μέλη αυτής της κοινωνίας, ακόμη και εκείνων μέσα στο ίδιο το φωτεινό Χέροτ, για παράδειγμα, ο Ούμφερθ, είναι δολοφόνος των αδελφών του, και γνωρίζουμε πως ο Ρόθουλφ θα δολοφονήσει τους ανιψιούς του σε μια απόπειρα να αρπάξει το θρόνο μετά το θάνατο του Ρόθγκαρ, του θείου του. Όπως επιμένει ο ποιητής Μπέογουλφ πάνω στην οικογενειακή ομοιότητα μεταξύ τέρατος και ανθρώπου, ο Tolkien δείχνει πολλούς χαρακτήρες στο Χόμπιτ που μοιράζονται τις κακά γνωρίσματα του Σμόγκ. Ο Βασιλιάς των ξωτικών για παράδειγμα, θυμίζει τον Σμόγκ στην νωθρή απληστία του:

«Αν ο βασιλιάς των ξωτικών είχε μια αδυναμία αυτή ήταν για θησαυρούς… και αν ο θησαυρός του ήταν πλούσιος, επιθυμούσε περισσότερα…. Ο λαός του ούτε έσκαβε για ούτε επεξεργάζονταν μέταλλα ή κοσμήματα, ούτε και ασχολούνταν ιδιαίτερα με το εμπόριο ή με το όργωμα της γης».

Ο Θόριν, ο αρχηγός των νάνων, επίσης έχει την απληστία του Δράκου, και χάνεται από το πάθος του για θησαυρό. Στο νεκροκρέβατο του, παραδέχεται το λάθος του και επιβεβαιώνει τις κεντρικές αξίες του βιβλίου, λέγοντας στον Μπίλμπο:

«υπάρχει περισσότερο καλό μέσα σου από όσο ξέρεις, παιδί της καλοσυνάτης Δύσης. Με κάμποσο κουράγιο και κάμποση σοφία, μέσα για μέτρο. Αν περισσότεροι από εμάς αγαπούσαμε το φαγητό και τη χαρά και το τραγούδι περισσότερο από τους χρυσούς θησαυρούς, θα ήταν ένας πιο ευτυχισμένος κόσμος».

Ο Αφέντης της Λιμνούπολης εμφανίζει την κοντινή ομοιότητα προς τον Σμόγκ. Διστάζει να βοηθήσει τον Θόριν και την συντροφιά του να ανακτήσουν το θησαυρό γιατί

«ο Βασιλιάς των Ξωτικών ήταν πολύ δυνατός σ’ αυτά τα μέρη, και ο Αφέντης δεν επιθυμούσε εχθρότητα μαζί του, ούτε και πίστευε τα παλιά τραγούδια, αφιερώνοντας το νου του στο εμπόριο και τους δασμούς, σε φορτία και το χρυσό, και σε αυτό όφειλε τη θέση του».

Κατά την άποψη του Tolkien, ο Αφέντης είναι ανάξιος να κατέχει το αξίωμα επειδή έχει αφιερώσει την ενέργεια του στο να διατηρήσει τη θέση και το πλούτο του, αντί να φροντίσει τους ανθρώπους του. Σχεδόν κατορθώνει να εμποδίσει την στέψη του Μπάρντ, που έσωσε την πόλη όταν ο ίδιος ο Αφέντης την εγκατέλειψε. Αν και ο Αφέντης το μόνο που έχει είναι «είναι ένα καλό μυαλό για δουλειές, ειδικά τις δικές του δουλειές», και αν και ο λαός του «κουράστηκε με το γέρο και τους λογιστές», μας υπενθυμίζεται έντονα πως «ο Αφέντης δεν είχε αποκτήσει την θέση του για το τίποτα». Μιλά τόσο πειστικά «που για την ώρα οι άνθρωποι είχαν ξεχάσει εντελώς την ιδέα τους για ένα νέο βασιλιά, και έστρεψαν τις θυμωμένες σκέψεις τους προς τον Θόριν και την συντροφιά του». Η άποψη του Tolkien είναι πως η ευγλωττία του Αφέντη, όπως η απληστία του, τον συνδέει με τον Σμόγκ· και ο άνθρωπος και το τέρας κυριαρχεί στους άλλους με την δύναμη της ευγλωττίας του. Με πονηριά και δημαγωγία μόνο υποστηρίζει το δικαίωμα του να κυβερνά. Αντίθετα, ο Μπάρντ (όπως ο Άραγκορν στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών) κυβερνά με το δικαίωμα τόσο της καταγωγής όσο και της προσωπικής θυσίας. Ο Μπάρντ ρισκάρει τη ζωή του για να σώσει τη Λιμνούπολη, αλλά ίσης σημασίας στα μάτια του Tolkien  είναι το γεγονός πως ο Μπάρντ είναι «απόγονος στη μακρά γενιά του Γκίριον, Άρχοντα του Ντέιλ». Το τελευταίο βέλος του Μπάρντ, το βέλος με το οποίο σκοτώνει το δράκο, είναι το ίδιο σύμβολοεκείνης της παράδοσης που τιμά ο Tolkien: «Μαύρο βέλος! Σε άφησα για το τέλος. Δεν με απογοήτευσες ποτέ κι πάντα σε έβρισκα. Σε είχα από το πατέρα μου, και εκείνος από παλιά».

Ο ανταγωνισμός του Μπάρντ και ο Αφέντης της Λιμνούπολης δείχνει την αντίληψη του Tolkien περί καλού ηγέτη. Πιο προβληματικά, μας δείχνει πως η δημοκρατία η ίδια δεν είναι πάνω από την επίκριση του Tolkien. Δεν είναι τυχαίο πως ο Αφέντης της Λιμνούπολης μας υπενθυμίζει στους πολίτες της πως «πάντα διαλέγαμε τους αφέντες μεταξύ των μεγάλων και των σοφών, και δεν ανεχτήκαμε την κυβέρνηση απλών πολεμιστών». Εδώ ο Tolkien λέει πως το λάθος με τη δημοκρατία είναι πως φέρνει στην εξουσία, όχι εκείνους που έχουν το μεγαλύτερο δικαίωμα να κυβερνήσουν ως φύλακες του κοινού καλού, αλλά εκείνους που, μέσα από την μέσα από την δύναμη της ευγλωττίας τους, μπορούν να χειραγωγήσουν τις απληροφόρητες μάζες. Όπως ο Κοριολάνος, ο Tolkien αντιμετωπίζει την δημοκρατία με καχυποψία επειδή θέτει μεγάλη ευθύνη στα χέρια του όχλου. Αυτή η καχυποψία δικαιώνεται όταν ο Αφέντης, τρελαμένος από απληστία, εγκαταλείπει τα τεχνάσματα – και χάνει για πάντα την συντροφικότητα, το φαγητό και την χαρά και το τραγούδι που ο Μπίλμπο είναι αρκετά σοφός να εκτιμά πάνω από τον συσσωρευμένο χρυσό:

«Ο παλιός Αφέντης βρήκε κακό τέλος. Ο Μπάρντ του είχε δώσει αρκετό χρυσό για τη βοήθεια των Λιμναθρώπων, αλλά με το να είναι το είδος ανθρώπου που εύκολα κολλά τέτοια αρρώστια κόλλησε την αρρώστια των δράκων και πήρε το περισσότερο χρυσό και έφυγε και πέθανε από πείνα στην Ερημιά, εγκαταλειμμένος από τους συντρόφους του».

Έτσι, στο Χόμπιτ, βλέπουμε πως η αγάπη του Tolkien για την παράδοση και τις παραδοσιακές αρετές της αγγλικής αγροτιάς είναι συνδεδεμένη αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη καχυποψία του τόσο για το προλεταριάτο και των δημοκρατικών διαδικασιών, όσο και για την βιομηχανία και την τεχνολογία και το εμπόριο. Στη θέση των εκλεγμένων αξιωματούχων όπως ο Αφέντης της Λιμνούπολης, ο Tolkien μας προσφέρει ηγέτες που είναι δυνατά άτομα, και επίσης αφοσιωμένοι προστάτες (αν και συχνά αυτοδιορισμένοι) του κοινού καλού. Στο ότι εκτιμούν τα πλούτη πάνω από την συντροφιά, ο Θόριν, ο Βασιλιάς των Ξωτικών, και ο Αφέντης , είναι ανίκανοι να κυβερνήσουν. Όλοι υποφέρουν τις συνέπειες της ασθένειες των δράκων, και έτσι είναι όλοι κακοί προστάτες, βάζοντας το προσωπικό κέρδος πάνω από το καλό των λαών τους. κατά την γνώμη του Tolkien, εκείνοι που είναι άξιοι να κυβερνήσουν είναι εκείνοι που πραγματικά μοχθούν να είναι προστάτες του κοινού καλού. Τέτοια χαρακτηριστικά είναι ο Γκάνταλφ, που δεν ζητά τίποτα για τον ίδιο· ο Μπέορν («δεν υπάρχουν πράγματα από χρυσό και ασήμι στο σπίτι του, και πέρα από τα μαχαίρια τίποτα δεν ήταν από μέταλλο»)· και ο Μπίλμπο, που απαρνιέται το μερίδιο του στο θησαυρό με το να δώσει το Ιερό Πετράδι στον Μπάρντ: «Ο Μπίλμπο, όχι δίχως δισταγμό, όχι δίχως μια ματιά επιθυμίας, δίνει το υπέροχο πετράδι στον Μπάρντ…». Ο πειρασμός ενάντια στον οποίο παλεύει ο Μπίλμπο είναι εκείνος που αποδεικνύεται πολύ ισχυρός για πολλούς χαρακτήρες στο βιβλίο· η απόφαση του είναι η κορύφωση εκείνης της διαδικασίας της αυτογνωσίας  και αυτοπειθαρχίας που περνά σε ολόκληρο το βιβλίο. Στη πορεία των αγώνων του, ο Μπίλμπο έμαθε την ανεξαρτησία και άντλησε άγνωστα αποθέματα κουράγιου και αυτάρκειας, μεταμορφώνοντας τον εαυτό του από κάποιον που, κατά τα λόγια του Βασιλιά του Ξωτικών, είναι «περισσότερο άξιος να φορέσει την πανοπλία των βασιλιάδων των ξωτικών από πολλούς που φαίνονταν πιο ταιριαστοί σε αυτή».

Η καχυποψία του Tolkien απέναντι στον μαζικό άνθρωπό αποκαλύπτεται στην προτίμηση του να παρουσιάζει τους κακούς χαρακτήρες του, να αντιπροσωπεύουν τάξεις και κατηγορίες παρά άτομα. Αποθέτει τη πίστη του στους ηρωικούς προστάτες, παρά σε πολιτικές ομάδες ή θεσμούς, και μας προτρέπει να επιλέξουμε τους ηγέτες μας προσεκτικά και μετά να τους εμπιστευτούμε απόλυτα, όπως ο Μπίλμπο τον Μπάρντ. Αυτή η αντίληψη κηδεμονίας είναι ταυτόχρονα η βασική δύναμη της φαντασίας του Tolkien και ο βασικός περιορισμός της πολιτικής του φιλοσοφίας, γιατί αν υπάρχει κάτι πιο αφελές από την τυφλή πίστη στο πολιτικό μας μηχανισμό, είναι η τυφλή πίστη στους πολιτικούς ηγέτες μας.  ο Tolkien ενθαρρύνει αυτού του είδους την πίστη με το να κάνει τους επιτρόπους του τόσο πιθανούς. Αγαπάμε και εμπιστευόμαστε τον Μπίλμπο Μπάγκινς επειδή δεν ζητά τίποτα για τον εαυτό του, επειδή υποστηρίζει την μεταφορά της εξουσίας στον Μπάρντ, και επειδή διατηρεί την ίδια οπτική, μη ξεχνώντας ποτέ πως είναι «παρά μόνο ένας μικρός άνθρωπος σε ένα μεγάλο κόσμο». Οφείλουμε όμως να έχουμε στο νου μας πως ο Μπάρντ και ο Μπίλμπο είναι μετά βίας τυπικοί των πολιτικών γενικότερα. Ίσως να μην υπάρχει πραγματική ενναλακτική στο να εμπιστευτούμε τους πολιτικούς μας ηγέτες, αλλά εκείνους που σπάνια αντέχουν τόσο απέναντι στην ασθένεια των δράκων όσο είναι οι ήρωες του Tolkien. Και σπάνια τους ξέρουμε τόσο καλά. Επιδοκιμάζουμε τον Μπάρντ και τον Μπίλμπο επειδή τα πάντα στην φαντασία του Tolkien επιμένει πως έχουμε δίκιο να το κάνουμε.  Η ποίηση είναι, λέει ο Αριστοτέλης, το υπέρτατο όχημα  για την αποκάλυψη του χαρακτήρα· και είναι στο χαρακτήρα των επιτρόπων του Tolkien, που επιδοκιμάζουμε τον συντηρητισμό του και τον εκνευρισμό του με την διεφθαρμένη δημοκρατία της Λιμνούπολης. Η πειστική απεικόνιση που δημιουργεί ο Tolkien για τους επιτρόπους του μπορεί εύκολα να μας τυφλώσει ως προς το γεγονός πως οι πράξεις του, ωστόσο στην ίδια την φαντασία του Tolkien, μπορεί να είναι ανεπιθύμητοι ως πολιτικά προηγούμενα. Όσο και αν αυτοί οι ήρωες να αξίζουν το θαυμασμό μας, πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί στο να αναζητούμε πολιτική σοφία σε μια φαντασία που αγνοεί τα περίπλοκα προβλήματα  της συνταγματικής διακυβέρνησης και μας ζητά να θέσουμε την απόλυτη εμπιστοσύνη σε επιτρόπους που μόνο να υποθέσουμε μπορούμε πως έχουν το συμφέρον μας στη καρδιά τους.

Η έννοια της κηδεμονίας πρέπει να προσεγγιστεί με παρόμοια επιφύλαξη στην περίπλοκη εξερεύνηση  του Tolkien πάνω στην εξουσία στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Εδώ βρίσκουμε ξανά τους πραγματικούς επιτρόπους του Tolkien, συμμάχους με τις δυνάμεις της Φύσης (τους Εντ, τον Τομ Μπόμπαντιλ), να είναι απέναντι στις υπάνθρωπες φυλές και τους σκοτεινούς στρατούς του Σάρουμαν και του Σάουρον. Ο Σάρουμαν έχει «μυαλό από μέταλλο και τροχούς». Έχει επίσης «οπλοστάσια, σιδηρουργία και μεγάλες υψικαμίνους. Σιδερένια γρανάζια γύριζαν εκεί ασταμάτητα… φωτισμένα από κάτω με κόκκινο φως, ή μπλε, ή φαρμακερό πράσινο». Η κληρονομιά του Σάουρον είναι να κάνει την Μόρντορ «μια γη κατεστραμμένη, με αρρώστιες πέρα από κάθε θεραπεία». Εκείνοι οι αναγνώστες που περιστασιακά ένοιωθαν άβολα με το Χόμπιτ μπορεί να ξαφνιαστούν με την πληροφορία πως οι στρατιές του Εχθρού περιλαμβάνουν «μαύρους ανθρώπους σαν μισο-τρόλ, με λευκά μάτια και κόκκινες γλώσσες»· ή στην συμβουλή του Σαμ Γκάμτζι προς τον ίδιο: «Μην εμπιστεύεσαι το μυαλό σου. Σαμγουάιζ, δεν είναι το δυνατότερο σημείο σου».

Στην τριλογία του Δαχτυλιδιού, το πρόβλημα της εξουσίας είναι τεράστιας σημασίας· εδώ, όπως και στο Χόμπιτ, ο Tolkien το λύνει δημιουργώντας χαρακτήρες που είναι πιθανοί ως πραγματικοί φύλακες. Το Δαχτυλίδι θέτει ένα αιχμηρό ερώτημα στον Γκάνταλφ και τους φίλους του: δεν τολμούν να το χρησιμοποιήσουν καν, μη τυχόν και πέσει στα χέρια του Σκοτεινού Άρχοντα. Το Δαχτυλίδι που καταλήγει να κατέχει το κάτοχο του είναι η μεταφορά του Tolkien για την εξουσία κάθε είδους. Η λύση του Tolkien εδώ, ακόμη μια φορά, βρίσκεται στην έννοια της κηδεμονίας: μόνο εκείνοι που δεν επιθυμούν την εξουσία είναι άξιοι να τους την εμπιστευτούμε. Ο Γκάνταλφ, για παράδειγμα, μπορούμε να τον εμπιστευτούμε επειδή ξέρει πως δεν μπορεί να εμπιστευτεί τον εαυτό του. Όταν ο Φρόντο προσπαθεί να αποφύγει την ευθύνη της επιλογής προσφέροντας το Δαχτυλίδι στο «σοφό και πανίσχυρο» Γκάνταλφ, ο μάγος απαντά με ασυνήθιστη αγριότητα:

«Όχι! Φώναξε ο Γκάνταλφ, πετάχτηκε στα πόδια του…. ‘Μη προσπαθείς να με βάλεις σε πειρασμό! Γιατί δεν θέλω να γίνω σαν τον Σκοτεινό Άρχοντα τον ίδιο…. Μη με βάζεις σε πειρασμό, δεν τολμώ να το πάρω, ούτε και να το κρατήσω με ασφάλεια κρυμμένο. Η επιθυμία να το φορέσω σύντομα θα γίνει πολύ μεγαλύτερο για τη δύναμη μου».

Ο Γκάνταλφ είναι το είδος του καλού επιτρόπου στην εκτεταμένη μελέτη της κηδεμονίας που κάνει ο Tolkien· όπως λέει ο Γκάνταλφ στον Ντένεθορ, «η εξουσία δεν είναι το δικό μου βασίλειο…. Όμως όλα τα άξια πράγματα που κινδυνεύουν στην σημερινή κατάσταση του κόσμου, αυτά είναι στη φροντίδα μου…. Γιατί είμαι και φύλακας. Δεν το γνωρίζεις;»: Όλοι οι χαρακτήρες που νοιώθουν πειρασμό από την εξουσία πρέπει να επιλέξουν μεταξύ  προσωπικού κέρδους και του κοινού καλού. Κάποιοι, όπως ο Φρόντο και η Γκαλάντριελ επέλεξαν σωστά· κάποιοι, όπως ο Σάρουμαν και ο Μπόρομιρ και το Γκόλουμ, επιλέγουν λάθος· και κάποιοι όπως ο Ντένεθορ σπάνε υπό την πίεση. Η επιλογή είναι απόλυτα προσωπική, και ο Tolkien επιμένει πως όλες οι πολιτικές αποφάσεις και πολιτικές πηγάζουν από τον αγώνα του ατόμου με τους πειρασμούς της εξουσίας. Αυτοί που υποκύπτουν σε αυτούς τους πειρασμούς (Σάρουμαν, Γκόλουμ, Μπόρομιρ) καταστρέφουν τους εαυτούς τους με την απόφαση τους. μόνο εκείνοι που μπορούν να ασκήσουν εξουσία δίχως να διαφθαρούν από αυτή (Γκάνταλφ, Άραγκορν, Φάραμιρ) τους επιτρέπεται να επιβιώσουν αυτή την άσκηση.

Χάρη στους πραγματικούς επιτρόπους του Tolkien, η Σκιά απομακρύνεται από τη Μέση Γη για κάποιο διάστημα – αλλά το τίμημα που πληρώθηκε είναι βαρύ. Το Λοθλόριεν χάθηκε· ο Μπίλμπο, ο Φρόντο και ο Γκάνταλφ παίρνουν το πλοίο μαζί με τα Ξωτικά και φεύγουν στη σκοτεινή δύση , για να μην επιστρέψουν ποτέ. Ο Tolkien είναι επιμελής στο να μας δείξει πως η νίκη δεν είναι ποτέ φτηνή – αλλά η κατάληξη του των γεγονότων  μπορεί εύκολα να μας προβληματίσει για άλλους λόγους – λόγους που ξανά έχουν να κάνουν με την υπεροχή του χαρακτήρα στη φαντασία του Tolkien, μια υπεροχή που προτρέπει τον αναγνώστη να εμπιστευτεί την καρδιά παρά το μυαλό του. Παρά την αξία που θέτει ο Tolkien στην συντροφικότητα, όλοι οι ήρωες του είναι δυνατοί ως άτομα, και παίρνουν αναλαμβάνουν προσωπική ευθύνη για το κοινό καλό. Ο Σάουρον είναι πραγματικός φασίστας, κυβερνά με τη δύναμη και την υποδούλωση, δίχως να ασχολείται από οποιαδήποτε αίσθηση κηδεμονίας· ο Γκάνταλφ και η Συντροφιά του είναι όλοι ελεύθερα όντα, που έχουν συμμαχήσει ηθελημένα, που μένουν μαζί από μια πίστη στο κοινό σκοπό. Αυτός ο ίδιος ο σκοπός εξαρτάται από τον Φρόντο, και την μοναχική επιλογή του Φρόντο στο Χάσμα του Χαμού. Στο χείλος του γκρεμού, την στιγμή που μπορεί να ρίξει επιτέλους το βάρος του στη φωτιά, ο φύλακας του Δαχτυλιδιού αμφιβάλλει, μετά δηλώνει ως πράξη της ελεύθερης επιλογής του την παράδοση του στο Κακό: «Δεν θέλω να κάνω τώρα αυτό που ήρθα να κάνω. Δεν θα κάνω αυτή τη πράξη. Το Δαχτυλίδι είναι δικό μου». Οι σύμμαχοι σώζονται μόνο επειδή το Γκόλουμ το πιο επίκαιρο από μηχανής τέρας, αρπάζει το δαχτυλίδι από το χέρι του Φρόντο και στη συνέχεια βολικά πέφτει στην άβυσσο. Ο Tolkien χρησιμοποιούσε το Γκόλουμ ως το άλτερ έγκο του Φρόντο σε όλο το τρίτο τόμο της τριλογίας, και υπάρχει άφθονη ιδιαίτερη ποιητική δικαιοσύνη και ψυχολογική αλήθεια εδώ. Το φανταστικό και το πολιτικό όμως είναι σε αντίθεση στο σημείο αυτό· αυτό που είναι απαραίτητο και πιθανό στο ένα δεν είναι το ίδιο για το άλλο. Ο αναγνώστης που κατανοεί τι του λέει η φαντασία για το χαρακτήρα του Φρόντο αντιλαμβάνεται το δίκαιο της κατάληξης – αλλά οι άψυχοι πολιτικοί ρεαλιστές μπορεί εύκολα να δουν την βολική απομάκρυνση του πειρασμού τη στιγμή της κρίσης κάπως ιδιαίτερα θεόσταλτη για να είναι εφησυχαστική.

Αυτό που είναι προβληματικό σε αυτή τη σκηνή στο Βουνό του Ολέθρου είναι πως, ακόμη μια φορά, βλέπουμε τον Tolkien να εναποθέτει τη μοίρα μιας ολόκληρης κοινωνίας στα χέρια ενός ατόμου, και μετά διαμορφώνει τα γεγονότα ώστε να δικαιολογούν το ότι το έκανε. Η φαντασία του φυσικά απαιτεί ο Tolkien να εμπιστευτεί το Δαχτυλίδι στον Φρόντο. «Εξάλλου, τι είδους βάρβαρος θα εύχονταν ολόκαρδα ο Φρόντο να ανέθετε την καταστροφή του Δαχτυλιδιού σε μια επιτροπή;). Είναι όμως ακριβώς αυτή η απαίτηση που κάνει την φαντασία του Tolkien «επικίνδυνη ως οδηγό πράξεων». Η φαντασία απεικονίζει πολιτικές πράξεις που είναι δικαιολογημένες σε φανταστικές, παρά σε πολιτικές βάσεις. Για τον ίδιο λόγο ο αναγνώστης μπορεί να αισθανθεί ενοχλημένος από την καταστροφή του Σάιρ όταν ο Φρόντο και οι σύντροφοι του επιστρέψουν μετά τους πολέμους. Βρίσκουν τον Σάρουμαν να δρα, το Σάιρ ερειπωμένο και άσχημο, οι κάτοικοι του τρομοκρατημένοι στη σιωπή ή στη συνεργασία, και το μαύρο καπνό που είναι χαρακτηριστικός της Μόρντορ να σκεπάζει τη γη. Η μικρή μας ομάδα των ηρώων είναι δικαιολογημένα εξαγριωμένοι από αυτή τη προδοσία όλων όσων πολέμησαν. Γρήγορα οργανώνουν αντίσταση για να εκδιώξουν τις δυνάμεις του Σάρκεϊ στη «Μάχη του Παραποτάμου… τη τελευταία μάχη που δόθηκε στο Σάιρ». Αυτό που είναι προβληματικό εδώ είναι η υπόνοια πως ίσως είναι και αναγκαίο και επιθυμητό ένας απογοητευμένος στρατός να πάρει τα πολιτικά ζητήματα στα χέρια του. Ο Φρόντο είναι φυσικά ένας πραγματικός φύλακας. Δεν μπορούμε να αμφιβάλουμε για το δίκαιο των πράξεων του στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά – αναλογιζόμενοι ιδιαίτερα τους παραλληλισμούς μεταξύ του Σάιρ υπό τον Σάρκεϊ και της Βρετανίας υπό τους Εργατική κυβέρνηση μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο (ο Σάρκεϊ και οι δικοί του «μαζεύουν περισσότερα από όσα μοιράζονται, και δεν βλέπουμε ποτέ ξανά τα περισσότερα από αυτά») – μπορεί πολύ εύκολα να έχουμε επιφυλάξεις για το πολιτικό προηγούμενο που υποστηρίζεται εδώ στη φαντασία του Tolkien. Η τέχνη του Tolkien καλύπτει τον πολύ πραγματικό κίνδυνο στην αποδοχή της συγκεκριμένης πράξης του Φρόντο – μια πράξη από κάποιον που διδαχτήκαμε πολύ επιμελώς να αγαπάμε και να εμπιστευόμαστε – ως πολιτικό προηγούμενο. Η πράξη του Φρόντο δικαιολογείται από το φανταστικό της αποτέλεσμα – μια διαρκή ειρήνη. Ο αναγνώστης όμως που εμπιστεύεται το μυαλό του αρκετά ώστε να αναρωτηθεί «Πότε πέρα από τις σελίδες της φαντασίας, υπήρξε ποτέ μια ‘τελευταία μάχη’;» θα αναγνωρίσει την ανάγκη να είναι προσεκτικός.

Αυτό που λυτρώνει τον Tolkien από κοινό φασισμό είναι η ιδέα του πραγματικού ηγέτη ως φύλακα του κοινού καλού. Πριν φύγουν, ο Γκάνταλφ λέει στα χόμπιτ: «Δεν θα έρθω στο Σάιρ. Πρέπει να τακτοποιήσεται τα θέματα του μόνοι σας· αυτό είναι για το οποίο εκπαιδευτήκατε». Οι σύντροφοί του έμαθαν το μάθημα τους καλά. Όταν ο Φρόντο επιστρέφει στο σπίτι του, δρα, όχι για τον ίδιο αλλά για τους κατοίκους του Σάιρ· ο Πόππιν αψηφά τους μπράβους του Σάρκεϊ, όχι από από μόνος του ή για δικό του όφελος, αλλά ως «αγγελιοφόρος του βασιλιά». Ο Tolkien απεικονίζει έτσι τέτοιους χαρακτήρες, ώστε να μπορούμε σιωπηρά την απόγνωση του δημιουργού τους για τους κοινούς ανθρώπους, και ίσως μπορούμε να βρεθούμε να αποδεχόμαστε πολιτικά προηγούμενα του πιο προβληματικού τύπου.

Στα βιβλία αυτά, η πολιτική σκέψη του Tolkien απαιτεί να θέσουμε την πλήρη μας εμπιστοσύνη σε εκείνους που εδραίωσαν το δικαίωμα και την ικανότητα τους να ηγούνται. Δεν προτείνει όμως κάποια έστω πρακτική μέθοδο με την οποία ίσως μπορέσουμε επιλέξουμε τους κατάλληλους ηγέτες, και δεν φαίνεται να πιστεύει στην ικανότητα μας να κυβερνάμε τους εαυτούς μας δημοκρατικά και με σωφροσύνη. Ούτε και δείχνει κάποιο ενδιαφέρον ο Tolkien  σε κάποιο σύστημα ελέγχου και κανόνων που θα ενθάρρυνε τους πολιτικούς μας ηγέτες να αντισταθούν στους πειρασμούς της εξουσίας. Δεν θα θέλαμε ο Tolkien να γεμίσει τις σελίδες του με αποφάσεις και πλειοψηφίες, δημοψηφίσματα και κάλπες. Το να το κάνει δεν είναι απαραίτητο ούτε πιθανό, ούτε και ευχάριστο σε ένα έργο φαντασίας. Η διπλή όμως στρατηγική του να μας ζητά να εμπιστευτούμε απόλυτα τους ηγέτες μας, και δημιουργώντας χαρακτήρες που επικαλούνται αυτή την εμπιστοσύνη, ο Tolkien αποφεύγει να αντιμετωπίσει ένα από τα πιο επιτακτικά πολιτικά προβλήματα της εποχής μας. φυσικά γνωρίζει πως δύναμη δεν ισοδυναμεί με δίκαιο, γνωρίζει όμως πως και δίκαιο δίχως δύναμη είναι μια χάρτινη πανοπλία, και έτσι παρουσιάζει τον ήρωα ως τον φύλακα του κοινού καλού. Η κηδεμονία για τον Tolkien αποτελεί ένα μέσο εξισορρόπησης της εξουσίας με την ευθύνη, της συμφιλίωσης του πολιτικού με το πνευματικό, του κοινωνικού με το ατομικό. Η πίστη του στις αρετές της αυτοπειθαρχίας και της αυτοθυσίας είναι σίγουρα άξια του σεβασμού μας, όπως και η απαίτηση του οι ηγέτες μας να είναι πραγματικοί φύλακες και να συνδυάζουν αυτές τις αρετές. Εδώ όμως πρόκειται για έργο φαντασίας, όχι ιστορία· μια καταγραφή, όχι αυτών που έκαναν οι άνθρωποι, αλλά τι θα μπορούσαν να κάνουν αν χαρακτήρες μπορούσαν να επιβάλλουν τη θέληση τους στα γεγονότα. Η τραγωδία μας διδάσκει πως ο χαρακτήρας είναι πεπρωμένο· το μελαγχολικό μάθημα της ιστορίας μας διδάσκει κάτι πολύ διαφορετικό. Ως μαθητές της φαντασίας και άνθρωποι που αγαπούν τα βιβλία του Tolkien, μπορούμε να θέσουμε την εμπιστοσύνη μας στην κηδεμονία που παρουσιάζει τόσο πειστικά. Ως μαθητές της ανθρώπινης φύσης και πολίτες της Μέσης Γης πρέπει να παραδεχτούμε πως μια τέτοια κηδεμονία την συναντάμε πιο συχνά στην λογοτεχνία από ότι στη ζωή. Όμως, ο ίδιος ο Tolkien  μας υπενθυμίζει πως οι φαντασίες της λογοτεχνίας βοηθούν να καθοριστούν οι φαντασίες στην πολιτική, και είναι ακριβώς για αυτό το λόγο που πρέπει να προσέξουμε τις πολιτικές προεκτάσεις της φαντασίες του. Πρέπει να τι είναι αυτό που βάζουμε στα χέρια των μαθητών και των παιδιών μας.  ας τα αφήσουμε να έχουν τους ήρωες του Tolkien, και να χαρούν με την καλοτυχία τους – αφήστε τα όμως να ακούσουν και την προειδοποίηση του Tolkien πως η φαντασία είναι «επικίνδυνη ως οδηγός πράξεων». Ας τα διδάξουμε να υποβάλλουν την φαντασία του Tolkien στη δοκιμασία του νου, όπως και στη δοκιμασία της καρδιάς· και ας τα ενθαρρύνουμε να διακρίνουν μεταξύ των ηρώων του Tolkien ως άτομα σε ένα έργο φαντασίας, και σε αυτούς τους ήρωες ως πρόηγούμενα για την πολιτική μας ζωή. Μπορεί να αγαπάμε τον Tolkien, αλλά δεν είναι ανάγκη να τον εμπιστευόμαστε πλήρως. Ανάμεσα στις φαντασίες της πολιτικής, ας θυμηθούμε και ας περάσυμε στα Παιδιά μας, την προειδοποίηση του Valentine Blacker να «έχουμε εμπιστοσύνη στο Θεό και να κρατάμε το μπαρούτι μας στεγνό». Για την ανάγκη μιας τέτοιας διαρκούς επαγρύπνησης, ο Tolkien ακόμη και ο πιο ξεροκέφαλος κριτικός του είναι πολύ πιθανό, αν και δυστυχώς, σε απόλυτη συμφωνία.

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου