Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση International Review of Modern Sociology 5. Ο Vahakn Dadrian (1926-2019) ήταν καθηγητής κοινωνιολογίας, ιστορικός και ερευνητής πάνω στις γενοκτονίες.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας


Δημοσιεύθηκε την 22 Μαρτίου, 2024





Τα περιστατικά γενοκτονίας ως κοινωνικό φαινόμενο μπορεί να εντοπιστεί πίσω στις βιβλικές εποχές. Η περιοδική της εμφάνιση στην ιστορία, ωστόσο, υπογραμμίζει την επικαιρότητα και τη σημασία της ως κοινωνικό πρόβλημα. Πράγματι, η καταγεγραμμένη ιστορία είναι γεμάτη με επεισόδια γενοκτονικής βίας που χαρακτηρίζουν τα εξελικτικά στάδια πολλών φυλών, εθνών και εθνικοτήτων. Υπό την έννοια αυτή, πολύ λίγες ανθρώπινες ομάδες μπορούν να εξαιρεθούν από τη σχετική κληρονομιά. Επιπλέον, πολλά έθνη-κράτη που με σύγχρονα μέτρα και σταθμά μπορεί να μην περιλαμβάνονται, ξεχωρίζουν ιστορικά. Χαρακτηριστικά μεταξύ τους είναι οι Εβραίοι στην προσπάθεια τους να εγκατασταθούν στην Παλαιστίνη συγκρούστηκαν και πολέμησαν πολλούς βιβλικούς λαούς και στη πορεία… «τους καταστρέψαμε ολοκληρωτικά… με τις γυναίκες και τα μικρά τους», και οι Άγγλοι με την «μέθοδο υπερπόντιας εγκατάστασης» που ο Toynbee περιγράφει ως γενοκτονία, ιδιαίτερα όσον αφορά τους ιθαγενείς του νησιού της Τασμανίας. Με τον ίδιο τρόπο, πολλές πτυχές της κακομεταχείρισης των φυλών των Ινδιάνων στην Βόρεια Αμερική ταιριάζουν σ’ αυτή τη κατηγορία. Μια πρόσφατη μελέτη από ένα Γάλλο ακαδημαϊκό ασχολείται σε βάθος με την ιστορική διάσταση αυτού του προβλήματος και επίσης είναι διαθέσιμη μια σύνοψη στην μορφή ιστορικού περιγράμματος.

Υπό το φως αυτού του γεγονότος, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς γιατί η ιστορική επανάληψη ενός κοινωνικού φαινομένου δεν έχει καταγραφεί ως σημαντικό κοινωνικό φαινόμενο, ιδιαίτερα μεταξύ κοινωνικών στοχαστών και κοινωνικών επιστημόνων. Όπως με επάρκεια ανέφερε ο Blumer, δεν κατανοούμε ακόμη πλήρως και πολύ λιγότερο αξιολογούμε τους τρόπους με τους οποίους ακόμη και οξεία κοινωνικά προβλήματα τείνουν να επιμείνουν για μεγάλες χρονικές περιόδους δίχως να αποκτήσουν την σωστή αναγνώριση ως τέτοια. Ούτε οι δημόσιοι αξιωματούχοι ούτε και οι πολιτικοί επιστήμονες είναι σημαντικοί εδώ αλλά αντίθετα κατά τον Blumer το ζήτημα είναι μια μάλλον περίπλοκη επιλεκτική διαδικασία συλλογικών αντιλήψεων, ορισμών, αξιολογήσεων και κρίσεων.

Στο βαθμό που υπάρχει αυτή τη στιγμή κάποια αναγνώριση και αξιολόγηση της γενοκτονίας ως οξύ κοινωνικό πρόβλημα, η ανάλυση του εξ ανάγκης πρέπει να έχει έναν σαρωτικό προσανατολισμό που να φτάνει στα βάθη της ιστορίας. Ωστόσο μια τέτοιου τύπου μέθοδος εμποδίζεται από αρκετούς παράγοντες. Ένας σημαντικός αφορά το ζήτημα του ορισμού. Επειδή ο όρος προέρχεται από την  μετά τον 2ο ΠΠ περίοδο και είναι άμεσα συνδεδεμένος με το ολοκαύτωμα του 2ου ΠΠ, δημιουργεί προβλήματα εφαρμογής σε προηγούμενα γεγονότα. Το γεγονός της πρόσφατης επινόησης και ευρείας αποδοχής της έννοιας της γενοκτονίας κατά ένα τρόπο επιβεβαιώνει πτυχές της συλλογικής συμπεριφοράς αποδοχής του. Δηλαδή, υπάρχει μια σταθερή και αυξανόμενη ανησυχία, από πλευράς του διεθνούς κοινού, σχετικά με το κίνδυνο γενοκτονίας σε παρούσες όπως και σε μελλοντικές διεθνείς συγκρούσεις.

Παρόλα αυτά, το ζήτημα της ιστορικής σχετικότητα της σύγχρονης έννοιας της γενοκτονίας απαιτεί σαφήνεια. Εδώ συγκλίνουν προβλήματα ορολογίας, μεθοδολογίας, πολιτισμικού σχετικισμού και του κλίματος της εποχής. Με την ευρεία έννοια, η γενοκτονία δηλώνει μαζική βία αλλά υπονοεί επίσης και μορφές θυματοποίησης. Με κάθε σύγχρονο μέτρο, είναι συνώνυμο με εγκλήματα που αποτελούν άγος για τον δράστη. Ωστόσο το πρόβλημα αυτό αμβλύνεται σημαντικά από διάφορα άλλα ζητήματα. Ιστορικά μιλώντας, πράξεις βίας, είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο, είχαν ευρύτερα και πιο ελαστικά όρια στις σχέσεις μεταξύ ομάδων και εντός ομάδας, από ότι επιτρέπονται στις σύγχρονες εποχές. Για αυτό, η παράμετρος της νομιμοποίησης είχε ευρύτερα περιθώρια. Και πράγματι σε ορισμένα τμήματα του κόσμου του κοινωνικού σύμπαντος, μοτίβα βίας σε περιστάσεις συγκρούσεις μεταξύ ομάδων ήταν πολιτισμικά αποδεκτές και καλλιεργούνταν, ιδιαίτερα σε σχέση με πολεμικές αποστολές, εισβολές και τελικά κατακτήσεις.

Η ιστορία της δόμησης αυτοκρατοριών, για παράδειγμα, είναι γεμάτη με τέτοιες περιπτώσεις βίας. Στο ίδιο πνεύμα μπορεί κανείς να αναφερθεί σε θρησκευτικούς και εθνοτικούς διαχωρισμούς ως παραδοσιακό πρότυπο νομιμοποιημένης βίας. Η σημασία του πολιτισμικού σχετικισμού σε τέτοιου είδους επεισόδια χρησιμεύει για να εστιάσουμε την προσοχή μας στα δίπολα στοιχεία του θύτη και του θύματος στην διάπραξη γενοκτονίας. Οι διαφορικές και αναγκαστικά διαφορετικές οπτικές αυτών των δυο πολικών στοιχείων φέρνουν στο προσκήνιο το πρόβλημα του σχετικισμού όπου οι αρχές της νομιμότητας και της μη νομιμότητας εμφανίζονται αλληλένδετες. Έτσι, προβλήματα πολιτισμικού σχετικισμού δίνουν χώρο στα μεθοδολογικά διλλήματα που περιστρέφονται γύρω από τον υποκειμενισμό από την μια και των αντικειμενικών συνθηκών που επηρεάζουν την γενοκτονία από την άλλη. Ένα συγγενικό μεθοδολογικό πρόβλημα αναφέρεται στο κριτήριο του κόστους και της απώλειας, ιδιαίτερα σε σχέση με την ομάδα θύμα. Αν η γενοκτονία σημαίνει μαζική βία, πόσο μαζική πρέπει να είναι αυτή η βία για να δικαιολογεί αυτό το χαρακτηρισμό;

Ιστορικά μιλώντας ξανά, κυρίως λόγω των περιορισμών των εργαλείων της βίας, οι κλίμακες της θυματοποίησης ήταν μικρές σε σχέση με τις σύγχρονες δυνατότητες. Ως εκ τούτου, εδώ υπάρχει επίσης ένα πρόβλημα ασυμφωνίας των κριτηρίων. Ίσως εδώ εντοπίζεται ένας από τους λόγους γιατί η πρακτική της γενοκτονίας στις βασικές της μορφές απέτυχε να αποκτήσει ιστορική αναγνώριση ως οξύ, κοινωνικά πρόβλημα. Φαίνεται πως συλλογικότητες έχουν την τάση να αναγνωρίζουν τέτοια προβλήματα ως οξεία αναλογικά με το βαθμό της ευαλλωτότητας τους προς αυτό το πρόβλημα. Όταν τα διακυβεύματα είναι σημαντικά, γενικά ή δίχως διάκριση και η αντίθεση ελάχιστη, η ομόφωνη συλλογική αντίληψη μοιάζει να υποβοηθείται σημαντικά. Πράγματι, εκεί που, ιστορικά, τα θύματα-στόχοι περιλάμβαναν κυρίως τμήματα των ομάδων που ανταγωνίζονταν και συγκρούονταν μεταξύ τους, σήμερα η βέλτιστη ευαλλωτότητα ολόκληρων ομάδων δίνει μια σημασία στο πρόβλημα που έτσι εμφανίζεται εντυπωσιακά ανάγλυφο.

Θα πρέπει να προστεθεί μια σημείωση σχετικά με το κλίμα της εποχής. Πρόκειται για ένα σημείο νομιμοποίησης που υπερβαίνει τα ειδικά και στενά κριτήρια της γενοκτονίας. Στις βιβλικές εποχές, για παράδειγμα, επιτρέποντας ένα βαθμό εγκυρότητας των στοιχείων, ήταν λίγο πολύ στο πνεύμα της εποχής (Παλαιά Διαθήκη) η κατάληξη στον όλεθρο και την καταστροφή ως τυπικό αποτέλεσμα του πολέμου. Στη διάρκεια της ηγεμονίας των Ασσύριων και των Βαβυλώνιων, κατά τις μαζικές, σαρωτικές εισβολές των Ούννων, των Μογγόλων από την Κεντρική Ασία, ακόμη και κατά τις μεσαιωνικές σταυροφορίες που οργανώθηκαν από τη Ρώμη, και στη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της ύπαρξης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η κυριαρχία ενός συγκεκριμένου κλίματος που λειτουργούσε μέσα σε πατροπαράδοτα και πολιτισμικά καλλιεργημένα όρια, έκαναν ορισμένους τύπους γενοκτονίας τυπική συμπεριφορά που κυρίως λαμβάνονταν ως δεδομένη, από τους θύτες αλλά επίσης συχνά και από τα θύματα. Η νομιμότητα ήταν ενσωματωμένη στα πολεμικά δικαιώματα του νικητή και στην φαταλιστική υποτακτικότητα των ηττημένων.

Ο Ορισμός Ενός Γενικού Ιδανικού Τύπου

Παρά το σύνολο αποκλίσεων και ανακολουθιών στα ιστορικά και σύγχρονα πλαίσια αναφοράς που αναλύθηκαν παραπάνω, υπάρχουν κοινά στοιχεία και στα δυο. Έτσι, μπορεί να γίνει μια προσπάθεια ορισμού της γενοκτονίας ως οικουμενικού κοινωνικού φαινομένου όπως και ως σύγχρονου κοινωνικού προβλήματος. Από την άποψη αυτή, η κοινωνιολογική οπτική είναι αναγκαστικά σημαντικής αξίας, καθώς η γενοκτονία περιστρέφεται γύρω από διαομαδικές σχέσεις, κινητοποιείται από διαομαδική σύγκρουση και προωθείται από σχέσεις εξουσίας. Η αποκρυστάλλωση της σε ένα δίπολο θύτη-θύματος συνοδεύεται από άλλες κοινωνιολογικές κατηγοριοποιήσεις όπως κυριαρχία, υποταγή, δομικές ανισότητες, και πάνω από όλα τις δυναμικές της ολοκλήρωσης μιας διαομαδικής  σύγκρουσης. Επιπλέον, τα προβλήματα του εθνικισμού, του εθνοκεντρισμού και της ιδεολογίας γενικότερα σηματοδοτούν τις διαστάσεις ενός ιδιαίτερου τύπου συλλογικής συμπεριφοράς που μας ενδιαφέρει εδώ. Στενά συνδεδεμένα με αυτή τη πτυχή είναι οι ψυχολογικές κατηγοριοποιήσεις του συμβολισμού, της προκατάληψης, των σχηματισμών αρνητικών εικόνων, του χαρακτηρισμού και των στερεοτύπων, όπως και η συλλογική αποδιοπομπομπαιοποίηση.

Πρέπει να είναι εμφανές πως η γενοκτονία τείνει να έχει συμπεριληπτικό κοινωνικό χαρακτήρα στον οποίο συγκλίνουν και αλληλοεπιδρούν πολλοί παράγοντες. Ένα από τα βασικά καθήκοντα ορισμού της είναι έτσι να απλοποιηθεί εννοιολογικά σε χαρακτηριστικά που είναι ουσιαστικά, ελάχιστα και λίγο πολύ οικουμενικά. Κάνοντάς το αυτό, ορισμένες παράμετροι μπορεί να καθιερωθούν που μπορεί να ορίζουν και να οριοθετούν τα όρια του ορισμού αλλά την ίδια στιγμή να διευρύνουν  το πεδίο της εφαρμογής του σε διαφορετικές περιπτώσεις.

Το πρώτο επίπεδο μιας τέτοιας εννοιολογικής ειδικότητας μέσω της οποίας τα συστατικά της γενοκτονίας μπορούν να διαχωριστούν από άλλα σχετικά φαινόμενα που περιλαμβάνουν μαζική βία αναφέρονται σε τρεις παράγοντες: (1) η πρόθεση του θύτη· (2) το επίπεδο της θυματοποίησης· (3) το μέγεθος των απωλειών από πλευράς των θυμάτων. Αυτοί οι τρείς παράγοντες καλύπτουν τις τρεις πιο βασικές διαστάσεις της γενοκτονίας, δηλαδή, το κίνητρο, την μηχανική και τις συνέπειες. Ουσιαστικά, το τελευταίο μπορεί να θεωρηθεί ως το πιο κρίσιμο με όρους καθορισμού αν μια συγκεκριμένη εγκληματική πράξη έχει γενοκτονικό χαρακτήρα.

Είναι εμφανές από αυτή την υπόθεση πως η κατανόηση του ρόλου του θύτη έχει μεγάλη σημασία· ουσιαστικά έχει προτεραιότητα μπροστά από κάθε άλλη σκέψη. Στο τέλος, είναι αυτή η ομάδα που προλαμβάνει το μοτίβο της επίλυσης της σύγκρουσης, ορίζει την πορεία της ολοκλήρωσης της σύγκρουσης και κάνοντάς το αυτό, ξεκινά την γενοκτονία, προκλήσεις και άλλες μορφές συνεισφοράς θυμάτων στο έγκλημα παρά τα γεγονότα. Αυτή είναι η πρακτική απαίτηση της διαφοράς ισχύος στις διαομαδικές συγκρούσεις. Ανάμεσα στις πολλές υπάρχουσες εργασίες πάνω στην γενοκτονία των Εβραίων, η πιο συστηματική και ενδελεχής είναι σχεδόν αποκλειστικά προσανατολισμένη προς αυτή την οπτική που περιλαμβάνει τον δράστη (Hilberg: 1961). Παρομοίως, μια από τις πιο λεπτομερείς ιστορικές μαρτυρίες της γενοκτονίας προτείνει, από παρόμοια οπτική, τρεις τύπους γενοκτονίας δια υποκατάστασης (génocide de substitution), γενοκτονίας δια καταστροφής (génocide de dévastation), και γενοκτονίας δια εξολόθρευσης (genocide ď élimination).

Στο πλαίσιο αυτό, ο φορέας της εξουσίας γίνεται ο εκκινητής της γενοκτονίας. Στο βαθμό που η πραγματοποίηση της γενοκτονίας πρέπει να έχει στάδια εξέλιξης, μια ιεραρχική τάξη είναι λειτουργική αναγκαιότητα. Μεταξύ των συστατικών του εκκινητή, η πρώτη θέση καταλαμβάνεται από τους λήπτες αποφάσεων, τις κεντρικές αρχές. Αξιολογούν, εξετάζουν επιλογές, υπολογίζουν κόστος και συνέπεια, προβλέπουν πιθανές αντιδράσεις από το στοχοποιημένο θύμα, ή άλλες εξωτερικές ομάδες που ταυτίζονται με ή ενδιαφέρονται για την ομάδα-θύμα, και μορφοποιούν την ιδεολογική όσο και πρακτική δικαιολογία για το μελλοντικό έγκλημα. Η βασική τους συνεισφορά εντοπίζονται, ωστόσο, στην παροχή τριών ουσιαστικών στοιχείων για ένα τέτοιο έγκλημα δηλαδή, νομιμοποίηση, εξουσιοδότηση και δικαιολόγηση. Έτσι, κάποιος μπορεί να υποστηρίξει πως οι λήπτες αποφάσεων δεν είναι μόνο κρίσιμο με όρους σύλληψης της ιδέας της γενοκτονίας, αλλά πολύ πιο σημαντικό, με όρους τα απλά μέλη των ακολουθιών τους ως όργανα σχεδιασμού και εκτέλεσης της γενοκτονίας. Τα όργανα βρίσκονται να καταλαμβάνουν θέσεις κατά φθίνουσα ακολουθία ως οργανωτές, διευθυντές, βασικοί εκτελεστές, βοηθητικοί εκτελεστές, τυχαίοι και περιθωριακοί συνεργοί, κλπ.

Με δεδομένη την εμφάνιση της σύγκρουσης και της διαφοράς στις σχέσεις ισχύος, η κυριαρχία και ως εκ τούτου η ευαλλωτότητα του στοχοποιημένου θύματος θεωρείται δεδομένη. Με αυτά υπόψιν, προσφέρεται ο παρακάτω γενικός, ιδανικός τύπος ορισμού.

Η γενοκτονία είναι η επιτυχημένη προσπάθεια από μια κυρίαρχη ομάδα, εξοπλισμένη με την τυπική εξουσία και/ή πλεονεκτική πρόσβαση στις ευρύτερες πηγές εξουσίας, να μειώσει με εξαναγκασμό ή θανάσιμη βία το μέγεθος μιας μειονότητας που η τελική εξόντωση είναι επιθυμητή και χρήσιμη και της οποίας η αντίστοιχη ευαλλωτότητα είναι βασικός παράγοντας που συμβάλλει στην απόφαση για γενοκτονία.

Η γενοκτονία έτσι απαιτεί τουλάχιστον δυο πολικά στοιχεία, δηλαδή, ένα θύτη και ένα θύμα που οι συγκρουόμενες αλλά άνισες σχέσεις ισχύος τους, δημιουργούν την ευαλλωτότητα του ομάδας θύματος σε σχέση με την κυρίαρχη ομάδα, και κατά συνέπεια μπορεί επίσης να επηρεάσει το μοτίβο γενοκτονικής θυματοποίησης ως τρόπο επίλυσης της σύγκρουσης. Ο βαθμός και το είδος της ανισότητας σε τέτοιου είδους σχέσεις εξουσίας αντιμετωπίζεται ως εκ τούτου ως το πιθανό καλούπι μέσα στο οποίο μπορούν να εμφανιστούν διαφορετικοί τύποι γενοκτονίας».

Αναφέρθηκε παραπάνω πως τρεις βασικοί παράγοντες ξεχωρίζουν την γενοκτονία ως διακριτό και μοναδικό κοινωνικό πρόβλημα. Ωστόσο, και οι τρεις υπόκεινται σε διαφοροποιήσεις και διαβαθμίσεις που επιβάλλουν περιορισμούς στη χρησιμότητα τους, ως επινοημένοι όπως είναι ως γενικοί παράγοντες. Πράγματι, με ένα γενικό ορισμό, είναι σχεδόν αδύνατο να καλυφθούν τα απρόβλεπτα ενδεχόμενα που βαραίνουν πάνω τους, δηλαδή, ο σκοπός της γενοκτονίας, το επίπεδο βίας και η κλίμακα των απωλειών. Τα πιθανά αυτά ενδεχόμενα πηγάζουν σε μεγάλο βαθμό από τα προσδοκόμενα και τα πραγματικά μοτίβα αντιδράσεων της ομάδας των θυμάτων, όπως και από την τοποθέτηση τους στην κοινωνική δομή με όρους της θέσης και των αλληλένδετων ρόλων τους. Έτσι, η πρόθεση για γενοκτονία μιας ομάδας θύτη μπορεί να διαφέρει από κατάσταση σε κατάσταση χάρη των διαφορετικών στόχων που μπορεί να συνδέονται με αυτή τη πρόθεση. Με τον ίδιο τρόπο, το επίπεδο βίας μπορεί να διαφέρει και κατά συνέπεια και η κλίμακα των απωλειών επίσης. Όταν μεταφράζεται σε όρους ισχύος, αυτό σημαίνει πως μια απόλυτα ανίσχυρη υποταγμένη ομάδα διαθέτει μια διαφορετική ευαλλωτότητα από μια που ίσως να διαθέτει κάποιο ανταποδοτικό ή αμυντικό πλεονέκτημα. Ή, ανάλογα με τις ανάγκες της κυρίαρχης ομάδας, ο σκοπός της μπορεί να έχει προσωρινή ή οριστική ορμή για καταστροφή· μπορεί να είναι επιλεκτική ή αδιάκριτη στη στόχευση της, τη τοποθεσία ή τον κοινωνικό της προσανατολισμό.

Εν συντομία, αν και όχι απόλυτα αμοιβαία αποκλειόμενοι, μια σειρά από ιδανικούς τύπους μπορούν να εξυπηρετήσουν το σκοπό της περίληψης καταστάσεων και εξελίξεων που αντικατοπτρίζουν την ποικιλία των μορφών της γενοκτονίας ως συνάρτηση της ποικιλίας των μορφών των διαομαδικών συγκρούσεων. Το βασικό στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψιν στο σύμπλεγμα αυτών των τύπων είναι η αναγνώριση της υπεροχής της καταπιεστικής ισχύος της κυρίαρχης ομάδας που βρίσκει την απόλυτη έκφραση της στις ακόλουθες σχέσεις υποταγής της υποταγμένης ομάδας.

Πολιτισμική Γενοκτονία

Η βία μπορεί να υπονοείται μέσω απειλών για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τις επιθυμίες της κυρίαρχης ομάδας. Ωστόσο, με την πρακτική συμμόρφωση γίνεται περιττή και έτσι η συμπεριφορά της μειονοτικής ομάδας που προκύπτει είναι κατά μια ζιμελιανή έννοια εθελοντική, η επιλογή για τη μη-συμμόρφωση δεν έχει ασκηθεί. Κατά συνέπεια, μπορεί να εκδηλωθεί μη-βίαιη γενοκτονία. Μαζικοί προσηλυτισμοί στη θρησκεία της κυρίαρχης ομάδας, συστηματική υιοθέτηση μιας μεγάλης μερίδας των απογόνων της ομάδας θύμα, πρακτικές διάκρισης για την προώθηση της απεθνοποίησης, εν συντομία, μπορεί να υπάρξει η εσκεμμένη δόμηση μιας προληπτικής ενσωμάτωσης.

Εδώ, η ευαλλωτότητα του υποταγμένου είναι σημαντική επειδή αποκλείεται από τη συμμετοχή στη δομή εξουσίας, έχοντας του επιτρέψει μόνο μια ελάχιστη μορφή πολιτισμικής ή θρησκευτικής αυτονομίας ως μειονοτική ομάδα. Ωστόσο, δύο βασικά στοιχεία δείχνουν αυτό το μοτίβο θυματοποίησης.

Αρχικά, το θύμα δεν είναι αντιληπτό ως πηγή οξείας και άμεσης απειλής προς την κυρίαρχη ομάδα, για να δικαιολογήσει την καταφυγή σε φονική βία.

Δεύτερο, το θύμα αντιμετωπίζεται ως σημαντικό απόκτημα με τους όρους των συλλογικών και ατομικών ιδιοτήτων και η εξαναγκαστική του ενσωμάτωση θεωρείται έτσι ως ωφέλιμη για την κυρίαρχη ομάδα.

Κατά κανόνα, αυτός ο τύπος είναι εξέλιξη ή υποπροϊόν των πογκρόμ ή των σποραδικών σφαγών· τα θύματα είναι είτε επιζώντες, είτε εν δυνάμει στόχοι για περισσότερες θηριωδίες. Ένα κλασικό παράδειγμα είναι οι Μορίσκο (Morisco), Μαυριτανοί προσήλυτοι στην Ισπανία του 15ου αιώνα, που εξαναγκάστηκαν να ασπαστούν τον Ρωμαιοκαθολικισμό. Στην πραγματικότητα, τέτοιου είδους μαζικοί προσηλυτισμοί ξεκίνησαν από τον 13ο αιώνα και τα πιο σημαντικά θύματα ήταν οι Μαράνο (Marrano), ένα υποτιμητικός όρος που αντιπροσώπευε τους προσηλυτισμένους Εβραίους. Αυτό που προκαλεί εντύπωση στην περίπτωση τους  είναι το γεγονός πως πρακτικά παντού αλλού στην Ευρώπη οι Εβραίοι θεωρούνταν ενοχλητική μειονότητα, ξένο στοιχείο, στην Ισπανία ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ισπανικής ιστορίας και καθημερινής ζωής. Ειρωνικά, εξαιτίας της διάχυτης δυσπιστίας που προκάλεσαν αυτοί οι προσηλυτισμοί στην πιεστική κυρίαρχη ομάδα, γεννήθηκαν πιο έντονες μορφές αντισημιτισμού στην Ισπανία.

Στην σύγχρονη εποχή, ένα άλλο κλασικό παράδειγμα είναι η περίπτωση των Αρμενίων αντιμετωπίζοντας την εξολόθρευση από τους Οθωμανούς Τούρκους. Στον απόηχο των σφαγών του 1895-1896 στις οποίες εξοντώθηκαν περίπου 200000 άτομα, ένας Γερμανός μελετητής των οθωμανικών υποθέσεων υποστηρίζει πως 646 αρμενικά χωριά εξαναγκάστηκαν να ασπαστούν το Ισλάμ. Ο ίδιος συγγραφέας υπολογίζει τον αριθμό των Αρμενίων που διέφυγαν από τη γενοκτονία του 1ου ΠΠ και κατέληξαν στο να ασπαστούν το Ισλάμ πως ήταν μεταξύ 250000 και 300000 ανθρώπων.

Λανθάνουσα Γενοκτονία

Ανεξάρτητα από το μέγεθος και την ένταση της, η λανθάνουσα γενοκτονία είναι υποπροϊόν ή αποτέλεσμα στόχων στην επιδίωξη στόχων κατά την οποία προκύπτουν απροσδόκητες συνέπειες. Στρατιωτικές επιχειρήσεις, τακτικές ή στρατηγικές στο χαρακτήρα, μπορεί να κατακλύσουν πληθυσμούς αμάχων. Οι μετακινήσεις πληθυσμών κατά τις ειρηνικές περιόδους ή οι εκτοπισμοί κατά το πόλεμο, μεγάλων τμημάτων μιας μειονοτικής ομάδας μπορεί να προκαλέσει σημαντικές βλάβες και απώλειες, μειώνοντας τον αριθμό της επηρεαζόμενης ομάδας. Όταν η κυρίαρχη ομάδα επιμένει σε αυτές τις βίαιες προσπάθειες και δεν προσπαθεί να αποφύγει τις παράπλευρες, αθέμιτες συνέπειες, τέτοιου είδους στάση μπορεί να θεωρηθεί γενοκτονική. Εκτός από περιπτώσεις όπου η ταμπέλα «εκτοπισμός» χρησιμοποιείται παραπλανητικά για να αποτρέψει τη προσοχή από τον πραγματικό σκοπό της εσκεμμένης γενοκτονίας, αυτός ο τύπος γενοκτονίας χαρακτηρίζει μια αναδυόμενη σύγκρουσή που μπορεί να συνοδευτεί από ένοπλη σύγκρουση.

Θύτης και θύμα μπορεί να μην μοιράζονται το ίδιο κοινωνικό σύστημα και μπορεί στη πράξη να είναι κομμάτια διαφορετικών κοινωνικών συστημάτων στα οποία και οι δύο να είναι οι κυρίαρχες ομάδες. Ή, μπορεί να μοιράζονται τοι ίδιο κοινωνικό σύστημα ως κυρίαρχη και μειονοτική ομάδες. Σε κάθε περίπτωση, η ευαλλωτότητα της ομάδας θύματος αποτελεί κλειδί με διπλή έννοια. Για να υπερισχύσει στη σύγκρουση, ο δράστης δαπανά σημαντική προσπάθεια  σε ένα δευτερεύον επίπεδο ευαλλωτότητας με το να κάνει τη βάση ισχύος του θύματος στόχο. Αντίθετα από, ή σε συνδυασμό με , να αντιμετωπίζει τις ένοπλες δυνάμεις του αντιπάλου ή των αποσχιστικών ή των μαχητικών επαναστατικών κομμάτων μιας μειονότητας, ο δράστης επιδιώκει να καταστρέψει ή να αποδυναμώσει τους πόρους ανθρώπινου δυναμικού αυτών των ομάδων ως μέσο επικράτησης στην σύγκρουση. Είναι έτσι σημαντικό να διακρίνουμε μεταξύ της βασικής ευαλλωτότητας των πραγματικών φορέων της σύγκρουσης και το δευτερεύον επίπεδο ευαλλωτότητας των βάσεων ισχύος τους.

Παραδείγματα αυτής της περίπτωσης αποτελούν οι στρατηγικοί βομβαρδισμοί στη διάρκεια του 2ου ΠΠ. Βαριές απώλειες αμάχων μεταξύ των Γερμανών και δυο ατομικές βόμβες, όπως και ο συμβατικός βομβαρδισμός του Τόκιο, μεταξύ των Ιαπώνων, λάμβαναν γενοκτονικές διαστάσεις όταν και οι δυο χώρες συνθηκολόγησαν. Η κλίμακα απωλειών αμάχων, που διήρκησαν σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του πρόσφατου πολέμου στην Ινδοκίνα, είναι εξίσου χαρακτηριστική. Οι πρωτοβουλίες αυτές πρακτικά προεικονίστηκαν από τους Ιταλούς στη διάρκεια του 2ου Ιταλο-Αιθιοπικού πολέμου στην Αιθιοπία και το blitzkrieg των Γερμανών στο ξεκίνημα του 2ου ΠΠ.

Μια ακόμη διάσταση αυτού του τύπου περιλαμβάνει και τον μαζικό εκτοπισμό όπου ο βασικός σκοπός της κυρίαρχης ομάδας είναι η εξαναγκαστική απομάκρυνση της υποταγμένης ομάδας αλλά το αποτέλεσμα είναι ο αποδεκατισμός αυτής της ομάδας με όρους εθνικής ταυτότητας – σαν αποτέλεσμα των μαζικών απομακρύνσεων. Ένα τυπικό παράδειγμα είναι των Μαυριτανών στην Ισπανία. Η αποτυχημένη προσπάθεια θρησκευτικών προσηλυτισμών ακολουθήθηκε από μαζικό εκτοπισμό που ως το 1615 αφορούσε την εξορία από το Βασιλιά Φίλιππο ΙΙ σχεδόν ενός εκατομμυρίου Μαυριτανών, και την ακόλουθη διάλυση τους ως συνεκτική ομάδα. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό αυτού του επεισοδίου ήταν η «διεστραμμένη» αντίδραση των Μαυριτανών στις υπερβολές του εξαναγκασμού για θρησκευτικό προσηλυτισμό. Το 1568 για παράδειγμα, ο Φίλιππος ΙΙ τους διέταξε να αποκηρύξουν ολοκληρωτικά την μαυριτανική τους κουλτούρα και να παραδώσουν τα παιδιά τους για να εκπαιδευτούν από χριστιανούς ιερείς. Κατά συνέπεια το όριο ανοχής ξεπεράστηκε. Οι Μαυριτανοί στη Γρανάδα εξεγέρθηκαν· ως συνέπεια εκδιώχθηκαν από την πόλη και διασκορπίστηκαν σε ολόκληρη την Ισπανία. Ωστόσο, το 1608 πάρθηκε η απόφαση να εκδιωχθεί από την Ισπανία ολόκληρος ο πληθυσμός τους, και το αντίστοιχο διάταγμα εκδόθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 1609 και εφαρμόστηκε με την υπέρτατη σκληρότητα. Οι υπολογισμοί των απωλειών κυμαίνονται από 200000 ως 3000000.

Ίσως η πιο σχετική περίπτωση στην πιο σύγχρονη εποχή είναι εκείνη των Αμερικάνων Ινδιάνων, περιλαμβάνοντας τις καταστροφές της απομάκρυνσης, των καταυλισμών, του διασκορπισμού και της τελικής αποφυλοποίησης. Χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη είναι το επεισόδιο του Μονοπατιού των Δακρύων (Trail of Tears). Αφορά στην αναγκαστική μετεγκατάσταση των Τσερόκι, την απομάκρυνση τους από μια περιοχή περίπου στη Γεωργία. Μέσω της πρωτοβουλίας του προέδρου Andrew Jackson, το Αμερικάνικο Κογκρέσο αποφάσισε την μετεγκατάσταση όλων των Ινδιάνων σε περιοχές πέρα από το Μισισιπή. Το ανώτατο Δικαστήριο αρνήθηκε να παρέμβει και η Γερουσία επικύρωσε μια επίπλαστη «συνθήκη». Εφτά χιλιάδες στρατιώτες συνοδευόμενοι από έναν εχθρικό όχλο πραγματοποίησε την μετεγκατάσταση στην Οκλαχόμα υπό αυστηρές και σκληρές τιμωρίες. Οι απώλειες λέγεται πως ήταν τρομερές, φτάνοντας σε αναλογία 2/5.

Ανταποδοτική Γενοκτονία

Αυτή η μορφή γενοκτονίας είναι περιορισμένη σε κλίμακα στο βαθμό που ο σκοπός της περιορίζεται σε τοπικές θηριωδίες ως μια μορφή τιμωρίας σε ένα τμήμα της μειονότητας, που αμφισβητεί ή απειλεί την κυρίαρχη ομάδα. Διαθέτει την συνοδευτική λειτουργία της προειδοποίησης και/ή του εκφοβισμού πιθανών προκλήσεων και της αποτροπής της επανάληψης του προβλήματος.

Η κλίμακα της θυματοποίησης περιορίζεται από τον σχετικά χαμηλό βαθμό της ευαλλωτότητας του θύματος, που μπορεί να έχει δύναμη σε άλλες περιοχές από την περιοχή στόχο, από την αντίληψη μιας χαμηλής αίσθησης απειλής από τη κυρίαρχη ομάδα και, συνακόλουθα από το χαμηλό βαθμό κινητοποίησης πόρων για την εκτέλεση της εκδίκησης, που υπό ορισμένες συνθήκες είναι μια καλυμμένη μορφή χρησιμοθηρικής γενοκτονίας. Στην πραγματικότητα οι τοπικές αρχές με δική τους πρωτοβουλία ή με την διακριτική συναίνεση των κεντρικών αρχών, μπορεί να ξεκινήσουν ή να επιτρέψουν πογκρόμ. Αυτός ο τύπος μπορεί επίσης να χρησιμεύσει ως μια προσπάθεια να δοκιμαστεί το είδος και το εύρος της αντίδρασης από πλευράς της ομάδας θύματος και ως μέτρο για την προετοιμασία, με όρους πρόβλεψης κάθε ενδεχόμενου, μελλοντικών σχεδίων πιο ολοκληρωμένων μορφών γενοκτονίας.

Για να το δείξει κανείς μπορεί να ξεκινήσει με τα πογκρόμ στη Ρωσία, ο όρος κυριολεκτικά σημαίνει καταστροφή. Ακόμη και αν μοιάζουν να ξεσπούν αυθόρμητα, τα πογκρόμ, κατά κανόνα αφήνουν να εννοηθεί λήψη αποφάσεων από τους έχοντες την εξουσία. Το πρώτο πογκρόμ ξέσπασε στη Ρωσία το 1881, στον απόηχο της δολοφονίας του Τσάρου Αλεξάνδρου ΙΙ. Έχοντας επιλέξει τους Εβραίους ως αποδιοπομπαίους τράγους, πολίτες, αγρότες και συνονθυλεύματα όχλων έπεσαν πάνω στα θύματα. Οι θηριωδίες ξεκίνησαν ταυτόχρονα σε πολλές πόλεις και για τρεις μέρες, παράγοντες κοινωνικού ελέγχου, δηλαδή, οι αστυνομικές και στρατιωτικές αρχές κοιτούσαν. Το πρώτο κύμα ακολουθήθηκε από μια νέα σειρά «θερινών πογκρόμ» και συνεχίστηκαν το 1882. Το 1903, με την πρωτοβουλία του υπουργού εσωτερικών υποθέσεων, το Πογκρόμ του Κισινέφ σηματοδότησε μια νέα σειρά πογκρόμ που κατάπιε τον εβραϊκό πληθυσμό 600 κωμοπόλεων, χωριών και πόλεων και περιλαμβάνοντας τη σφαγή χιλιάδων θυμάτων, και τελικά τη μαζική μετανάστευση Εβραίων από τη Ρωσία. Το γνωστό επεισόδιο του Γούντεντ Νι στην Αμερικάνικη ιστορία, όπου εμπλέκονταν ο στρατός, φέρνει στο επίκεντρο ένα παρόμοιο μοτίβο θυματοποίησης των Αμερικάνων Ινδιάνων.

Δυο επεισόδια των σφαγών των Αρμενίων δείχνουν με παρόμοιο τρόπο την υπόθεση, περιλαμβάνοντας αρχικά τις θηριωδίες του 1895-1896 που διαπράχτηκαν από τον Αμπντούλ Χαμίντ, τον Κόκκινο Σουλτάνο, σε διάφορες επαρχίες της Οθωμανικής Τουρκίας και υπολογίζεται από ένα μελετητή να έχουν 100000 ως 200000 θύματα, και δεύτερο την σφαγή του 1909 στα Άδανα και τα περίχωρά του, με τα θύματα να υπολογίζονται σε 20000. Υπό μια έννοια, αυτό ήταν το πρελούδιο του ολοκαυτώματος του 1ου ΠΠ υπό τον τύπο της βέλτιστης γενοκτονίας. Σε πιο πρόσφατες περιόδους, οι αμοιβαίες σφαγές που οι Τούτσι και οι Χούτου διέπραξαν ο ένας στον άλλο στις αφρικανικές χώρες της Ρουάντα και του Μπουρούντι ξεχωρίζουν. Τα αντίστοιχα επεισόδια τονίζουν την σημασία της θέσης της κυρίαρχης ομάδας στη διάπραξη αυτού του τύπου της γενοκτονίας. Κάθε ομάδα εναλλάσσονταν στους αντίθετους ρόλους του θύτη και του θύματος τη στιγμή μόλις που θα υπήρχαν αλλαγές στις αντίστοιχες θέσεις τους. στη Ρουάντα, για παράδειγμα, οι Τούτσι απολάμβαναν την κυρίαρχη θέση που συνοδεύονταν από την υποταγή και την υποβολή των Χούτου. Τελικά, ωστόσο οι τελευταίοι στράφηκαν εναντίον αυτής της συνθήκης. Στην επιδίωξη τους για δημοκρατική κατανομή εξουσίας, οι Χούτου τελικά εξεγέρθηκαν. Ως συνέπεια χιλιάδες Τούτσι κατέφυγαν στο γειτονικό Μπουρούντι που έγινε τότε η αφετηρία για σποραδικές εισβολές από ορισμένες ομάδες Τούτσι. Ανήσυχοι από αυτή την εξέλιξη, οι Χούτου, που στο μεταξύ είχαν ανακηρύξει ένα δικό τους κράτος, η κυβέρνηση του οποίου, εκ των πραγμάτων, είχε δοθεί σε ιερείς, απευθύνθηκε στο λαό για την υπεράσπιση της χώρας τους – μια έμμεση, πιθανότατα, μορφή προτροπής σε γενοκτονία. Το αποτέλεσμα ήταν ένας κατακλυσμός. Οπλισμένοι με πρωτόγονα όπλα, οι Χούτου έπεσαν με βαναυσότητα πάνω σε χιλιάδες κοντινών και αποδυναμωμένων Τούτσι και τους έσφαξαν, δίχως να δείξουν οίκτο σε γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους. Σε ένα αντίστροφο κύκλο, οι Τούτσι διέπραξαν όμοιες θηριωδίες πάνω στους Χούτου του γειτονικού Μπουρούντι. Ξανά η κυρίαρχη θέση προκαθόρισε την εξέλιξη της λύσης της σύγκρουσης. Πρακτικά, οι Τούτσι ήταν αριθμητική μειονότητα στο Μπουρούντι· οι Χούτου τους ξεπερνούσαν σε μια αναλογία 6 προς 1 σε ένα πληθυσμό περίπου 4 εκατομμυρίων. Ωστόσο η εξουσία των Τούτσι στο Μπουρούντι ήταν μεγαλύτερη· είχαν τον έλεγχο της πρωτεύουσας και διέθεταν ένα μικρό στρατό μερικών χιλιάδων στρατιωτών. Μόνο περίπου 75000 Χούτου κατόρθωσαν να διαφύγουν σε γειτονικές χώρες· χιλιάδες άλλοι σφαγιάστηκαν με βαρβαρότητα στην οποία τα θύματα αναφέρεται πως παραδόθηκαν με φαταλιστική παθητικότητα.

Τέλος, αναφορά μπορεί να γίνει στη γενοκτονία στη Μπιάφρα. Τα θύματα ήταν κυρίως από τη φυλή Ίμπο που κυρίως καταλάμβαναν την νοτιοανατολική γωνιά της Νιγηρίας, μιας χώρας αποτελούμενης από 250 φυλές και κάπου 56 εκατομμύρια ανθρώπους. Η κυρίαρχη ομάδα ήταν οι βόρειοι Μουσουλμάνοι που αποτελούνταν κυρίως από τις φυλές Χάουσα και Φουλάνι, που απαρτίζονταν κυρίως από 30 εκατομμύρια ανθρώπους. Υποβόσκουσες πολιτισμικές συγκρούσεις τονίστηκαν από τις εκλογές μετά την ανεξαρτησία μέσω των οποίων οι Μουσουλμάνοι εδραιώθηκαν στην εξουσία και υπό μια έννοια έθεσαν τους εαυτούς τους απέναντι από τους χριστιανούς Ίμπο. Μια ακόλουθη δολοφονία των ηγετών της λειτουργικής «τυραννικής» κυβέρνησης από μέλη των Ίμπο προκάλεσε γρήγορα στρατιωτική εξέγερση που ανέτρεψε την καινούρια κυβέρνηση που κυριαρχούνταν από τους Ίμπο και οδήγησε στη σφαγή 30000 Ίμπο από την εκδίκηση των βόρειων Μουσουλμάνων· οι εναπομείναντες Ίμπο στο βορρά κατέφυγαν στα νοτιοανατολικά όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι περισσότεροι Ίμπο. Αυτή η ακολουθία των γεγονότων κορυφώθηκε με την απόσχιση από τη Νιγηρία των Ίμπο στα ανατολικά και υιοθετώντας το όνομα Μπιάφρα. Στις 30 Μαΐου 1967, η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας έλεγε: «Η Νιγηρία είναι νεκρή· είμαστε Μπιάφρα». Απατώντας σ’ αυτή τη «πράξη επανάστασης», ο Gowon, ο στρατιωτικός διοικητής της Νιγηρίας, προχώρησε στην οργάνωση μιας «σύντομης χειρουργικής αστυνομικής δράσης», για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του. Κινητοποιώντας το στρατό, αποκλείοντας την ακτογραμμή της Μπιάφρα, και στρατολογώντας την λαϊκή συμμετοχή επίσης, οι οπαδοί του Gowon, σκότωσαν, σφαγιάσανε, ακρωτηρίασαν και προκάλεσαν το θάνατο από λιμό των Ίμπο. σε μια περίοδο περίπου τριών ετών από το 1967 ως το 1970, μερικά εκατομμύρια Ίμπο έχασαν τη ζωή τους. οι ακριβείς αριθμοί δεν είναι ακόμη διαθέσιμοι. Έχει γίνει παραδεκτό όμως, πως οι Ίμπο αποτελούσαν το πιο δημιουργικό, μορφωμένο και διοικητικά ικανό τμήμα ολόκληρου του πληθυσμού. Αυτό σε συνδυασμό με την ταύτιση τους με το Χριστιανισμό, αναγνωρίζεται πως συνέβαλε στην θυματοποίηση τους μέσω ανταποδοτικής γενοκτονίας, που έμμεσα υποβοηθήθηκε από την στρατιωτική και οικονομική βοήθεια που η βόρεια κυρίαρχη ομάδα λέγεται πως έλαβε από τις μεγάλες δυνάμεις, κυρίως τους Σοβιετικούς. Η επίπτωση της αντεκδίκησης με όρους πρόθεσης και κλίμακας θυματοποίησης συνοψίζεται καλύτερα από το απόφθεγμα του Gowon, «μια σύντομη χειρουργική αστυνομική δράση».

Χρησιμοθηρική Γενοκτονία

Περιορισμένη σε κλίμακα εξαιτίας περιορισμένων στόχων όπως οικονομικά οφέλη, δημογραφικές ανησυχίες, στρατιωτικά σχέδια, κλπ. η χρησιμοθηρική γενοκτονία περιλαμβάνει μαζικές τοπικές σφαγές, τμηματικές σφαγές σε ολόκληρη τη χώρα ή περιορισμό των σφαγών με γνώρισμα το φύλο, την ηλικία, τη θρησκεία και ούτω καθεξής. Ο χαρακτήρας των σκοπών συνδυάζεται με τις περιορισμένες δυνατότητας των δραστών μπροστά σε ένα ικανό για άμυνα θύμα, η ευαλλωτότητα του οποίου περιορίζεται ακόμη περισσότερο από την εσωτερική διαφωνία που καταλαμβάνει την ομάδα των δραστών.

Σχέδια γενοκτονίας που αφορούν κυρίως την εκμετάλλευση δείχνουν ένα κοινωνικό σύστημα όπου υπολογιστικά οφέλη υπερισχύουν της τάσης για θηριωδία και ριζική καταστροφή. Σε τέτοια συστήματα, μια μειονότητα μπορεί να έχει ή όχι σημαντικό μερίδιο στην δομή εξουσίας, αλλά μπορεί να βασιστεί σε αποτελεσματικούς υποστηρικτές και συμμάχους μέσα στις γραμμές της ομάδας των δραστών. Κυρίως εξαιτίας αυτού, οι τοπικές αρχές μπορεί επίσης να αποφασίσουν να καταφύγουν σε γρήγορες πράξεις θηριωδίας, εξαφανίζοντας έτσι την ανάγκη για ευρεία συμφωνία, πειθώ και νομιμοποίηση.

Ένα σχετικό παράδειγμα μπορεί να είναι η εποχή της Ισπανικής Ιεράς Εξέτασης. Με την θυματοποίηση ενός περιορισμένου αριθμού μελών των κοινοτήτων των Μαυριτανών και των Εβραίων, οι θηριωδίες ήταν ελεγχόμενες αλλά έγιναν αποτελεσματικά τρομακτικές για να εκφοβίσουν και να εξαναγκάσουν τους υπόλοιπους των ομάδων αυτών να υποταχθούν στα εκμεταλλευτικά σχέδια των δραστών. Έτσι, οι εύποροι Μαυριτανοί που διέθεταν πλούσιες φάρμες και ιδιοκτήτες αγροτικών επιχειρήσεων απομακρύνθηκαν. Σε μεγαλύτερη κλίμακα θυματοποιήθηκαν οι Εβραίοι. Όπως ανέφερε ένας συγγραφέας:

«Τα γεγονότα δείχνουν πέρα από κάθε αμφιβολία πως το ξερίζωμα του Ιουδαϊσμού δεν ήταν η πραγματική αιτία για την δημιουργία της Ιεράς Εξέτασης από τον Φερδινάνδο. Το πραγματικό κίνημα ήταν να δημιουργήσει ένα περίπλοκο σύστημα κατασχέσεων εναντίον των Εβραίων και να φέρει τα πλούτη τους στα χέρια της κυβέρνησης».

Η εκδίωξη και ο αποδεκατισμός των Ινδιάνων Τσερόκι από τις περιοχές της πολιτείας της Γεωργίας είναι χαρακτηριστικό του μοτίβου των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν εναντίον των Αμερικάνων Ινδιάνων από τους Λευκούς στη Βόρεια Αμερική. Με το που βρέθηκε χρυσός στους λόφους της Γεωργίας, οι νομοθέτες της πολιτείας στις 19 Δεκεμβρίου 1829 ψήφισαν ένα νόμο που οικειοποιούνταν τεράστιες περιοχές που ανήκαν στους Τσερόκι και κήρυσσαν τους νόμους των τελευταίων άκυρους. Στη συνέχεια ωθήθηκαν στο Μονοπάτι των Δακρύων, που στη πορεία υπέστησαν πάνω από 4000 απώλειες.

Τέλος αναφορές μπορούν να γίνουν στην μοίρα των Ινδιάνων της Βραζιλίας. Σε τρία κύματα σφαγών, οι Βραζιλιάνοι Ινδιάνοι κυνηγήθηκαν και αποδεκατίστηκαν είτε για να γίνουν σκλάβοι ή για την αξία της γης τους· όσοι θεωρούνταν ακατάλληλοι ως δούλοι, για παράδειγμα, εκτελούνταν επιτόπου, στα κυνηγητικά πεδία του Αμαζονίου, από τους οργανωτές της εκστρατείας. Έτσι, κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, οι περισσότερες φυλές των μεγάλων ποταμών καταστράφηκαν από τους Πορτογάλους αποικιοκράτες. Μετά από ένα διάστημα περίπου ενός αιώνα, στα μέσα του 19ου αιώνα, άρχισε ένα νέο κύμα χρησιμοθηρικής γενοκτονίας. Με αιχμή του δόρατος τους garimpeiro (αδαμαντοθήρες και χρυσοθήρες) και τους seringueiro (συλλέκτες καουτσούκ), με τους πρώτους να αποτελούν κυρίως τους αποκαλούμενους «σχεδόν Ινδιάνους» (τους μιγάδες απόγονους Λευκών, Ινδιάνων και Μαύρων), οι Ινδιάνοι  της ζούγκλας σφαγιάστηκαν ανελέητα, συχνά με τη βοήθεια επαγγελματιών δολοφόνων. Στη συνέχεια χρησιμοποιώντας παγίδες και την κατοχή, οι Ινδιάνοι εξαναγκάστηκαν σε δουλεία για τις ανάγκες των εκμεταλλευτών αφεντών και παρομοίως πέθαναν σε μεγάλους αριθμούς κατά τη διαδικασία. Με το ξέσπασμα του 2ου ΠΠ έμειναν μόνο οι τελευταίες μεγάλες φυλές στη καρδιά του Αμαζόνιου όπου τα φυσικά εμπόδια ρευμάτων και καταρρακτών, της πυκνής ζούγκλας και η εκδήλωση ελονοσίας και άλλων τροπικών ασθενειών τις προστάτεψαν από τους διώκτες τους. Ωστόσο, έγιναν καταγγελίες, από μέλη της της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας της Βραζιλίας, για νέο κύμα γενοκτονίας. Μια δεκαετία νωρίτερα, η Υπηρεσία Προστασίας των Ινδιάνων (Serviço de Proteção ao Índio, S.P.I.) χαρακτηρίστηκε από τον υπουργό εσωτερικών ως «Υπηρεσία Εκπόρνευσης Ινδιάνων». 134 στελέχη της S.P.I. απολύθηκαν για δολοφονίες, 200 άλλοι επίσης απολύθηκαν για συνέργεια σε φόνο. Επιπλέον εμπλέκονταν δυο στρατηγοί, μερικοί συνταγματάρχες και άλλοι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί, όπως και πρώην υπουργοί και κυβερνήτες περιφερειών. Όπως διαπίστωσε ένας μελετητής του ζητήματος:

«Εκδόθηκε μια δήλωση καταδίκης των δολοφόνων από τη κυβέρνηση της Βραζιλίας…. Η βασική της κατηγορία: γενοκτονία, η εξολόθρευση ολόκληρων φυλών, με πολυβόλα από αέρος, επιδημίες που ξεκίνησαν από δώρα ειδών ρουχισμού επίτηδες μολυσμένα με μικρόβια, δώρα δηλητηριασμένου φαγητού, καραμέλες με αρσενικό που δόθηκαν σε παιδιά,…κάθε επινόηση καταστροφής, ακόμη και η αρπαγή ινδιάνικης περιοχής… πρακτικά κάθε έγκλημα του βραζιλιάνικου ποινικού κώδικα είχε διαπραχθεί».

Για παράδειγμα η φυλή Κάκαας Νόβας, σε μια περίοδο περίπου δυο δεκαετιών (1950-1970) μειώθηκε από 30000 σε 400 ανθρώπους, ως αποτέλεσμα αυτής της εκμεταλλευτικής εισβολής των Βραζιλιάνων. Στη περίπτωση αυτή, μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως οι ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν έφεραν μια διαφοροποίηση όπου η χρησιμοθηρική γενοκτονία μπορεί να εξελιχθεί και να μετατραπεί σε μια βέλτιστη γενοκτονία που είναι το αντικείμενο συζήτησης στο επόμενο κομμάτι.

Βέλτιστη Γενοκτονία

Εδώ η καταστροφική διαδικασία είναι μαζική, σχετικά αδιάκριτη με όρους ηλικίας, φύλου και άλλων χαρακτηριστικών των θυμάτων, είναι μεγάλη σε διάρκεια, και στοχεύει την απόλυτη εξολόθρευση της ομάδας θύματος. Κατά συνέπεια, η κλίμακα των απωλειών είναι η μέγιστη και η θυματοποίηση η βέλτιστη. Η διαδικασία αυτή επιτρέπεται από ένα μοναδικό συνδυασμό τριών συνθηκών: τον ανώτατο βαθμό ευαλλωτότητας του θύματος, την συνοδή αντίληψη των δραστών του θύματος ως πηγή έντονου, άμεσου και μεγάλου κινδύνου· και την μέγιστη συγκέντρωση ισχύος στα χέρια των δραστών.

Μόνο ασυνήθιστες συνθήκες μπορούν να κάνουν ένα τέτοιο συνδυασμό δυνατό· μπορεί να περιλαμβάνουν εθνικές κρίσεις και/ή διεθνείς συγκρούσεις. Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, πως οι δυο περιπτώσεις της βέλτιστης γενοκτονίας αυτού του αιώνα, της Αρμένικης και της Εβραϊκής, πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια δυο οικουμενικών πολέμων, του 1ου και του 2ου ΠΠ. Και στις δυο περιπτώσεις, η πολεμική έκτακτη ανάγκη επέτρεψε σε μονολιθικά πολιτικά κόμματα να εδραιώσουν και να μεγιστοποιήσουν την εξουσία τους ταυτόχρονα με την αποδυνάμωση των πιθανών τους θυμάτων. Η ολιγαρχική ηγεσία οδήγησε σε ένα ολοκληρωτικό σύστημα στο οποίο η αυξημένη ευαλλωτότητα κάθε ομάδας στόχου γίνεται εύκολα μια εξαρτημένη μεταβλητή των μεγιστοποιημένων δυνατοτήτων της ομάδας θύτη ως ανεξάρτητη μεταβλητή.

Ο σκοπός στη βέλτιστη γενοκτονία πηγάζει από την οριστικότητα της νοοτροπίας επίλυσης προβλημάτων που χαρακτηρίζει τους Ναζί και την διαδικασία λήψης αποφάσεων των Νεότουρκων σχετικά με τη κλίμακα της περιλαμβανόμενης καταστροφής. Με τον ίδιο τρόπο, η κλίμακα των απωλειών μαρτυρά το βέλτιστο χαρακτήρα. Στην Εβραϊκή περίπτωση, οι απώλειες υπολογίζονται σε 5 εκατομμύρια, που αντιπροσωπεύει μια αναλογία λίγο πάνω από το ένα τρίτο του συνολικού Εβραϊκού πληθυσμού· στην Αρμένικη περίπτωση η κλίμακα των υπολογισμών ποικίλει μεταξύ ενός και ενάμιση εκατομμυρίου με μια αναλογία 1 προς 2.

από:: http://tsak-giorgis.blogspot.com