Απόσπασμα από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου Blackshirts and Reds: Rational Fascism and the Overthrow of Communism (City Lights Books, 1997). Ο Michael Parenti είναι ακτιβιστής, πολιτικός επιστήμονας και ιστορικός. Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

Περπατώντας στη Μικρή Ιταλία της Νέας Υόρκης, πέρασα από ένα κατάστημα με σουβενίρ που είχε αφίσες και μπλουζάκια με τον Benito Mussolini να κάνει τον φασιστικό χαιρετισμό. Όταν μπήκα στο μαγαζί και ρώτησα τον υπάλληλο γιατί πωλούνταν τέτοια αντικείμενα, μου απάντησε: «Αρέσουν σε κάποιους. Και, ξέρετε, ίσως χρειαζόμαστε κάποιον σαν τον Mussolini σε αυτή τη χώρα». Το σχόλιό του ήταν μια υπενθύμιση ότι ο φασισμός επιβιώνει ως κάτι περισσότερο από ιστορικό αξιοπερίεργο.

Χειρότερα από τις αφίσες ή τα μπλουζάκια είναι τα έργα διαφόρων συγγραφέων που είναι αποφασισμένοι να «εξηγήσουν» τον Hitler, ή να «επαναξιολογήσουν» τον Franco, ή με άλλους τρόπους να ξεπλύνουν τη φασιστική ιστορία. Στην Ιταλία, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, εμφανίστηκε μια πραγματική βιομηχανία βιβλίων και άρθρων που ισχυρίζονταν πως ο Mussolini όχι μόνο έκανε τα τρένα να φτάνουν στην ώρα τους, αλλά έκανε και όλη την Ιταλία να λειτουργεί σωστά. Όλες αυτές οι δημοσιεύσεις, μαζί με πολλές τυπικές ακαδημαϊκές μελέτες, έχουν ένα κοινό: Λένε ελάχιστα, αν όχι τίποτα, για την ταξική πολιτική της φασιστικής Ιταλίας και της ναζιστικής Γερμανίας. Πώς αντιμετώπισαν αυτά τα καθεστώτα τις κοινωνικές υπηρεσίες, τους φόρους, τις επιχειρήσεις και τις συνθήκες εργασίας; Προς όφελος τίνος και εις βάρος ποιου; Το μεγαλύτερο μέρος της βιβλιογραφίας για τον φασισμό και τον ναζισμό δεν μας λέει τίποτα.

Οι Πλουτοκράτες Προτιμούν Τις Απολυταρχίες

Ας ξεκινήσουμε ρίχνοντας μια ματιά στον ιδρυτή του φασισμού. Γεννημένος το 1883, γιος σιδερά, ο Benito Mussolini πέρασε μέρος της νεότητας του γεμάτο με καβγάδες στους δρόμους, συλλήψεις, φυλακίσεις και βίαιες ριζοσπαστικές πολιτικές δραστηριότητες. Πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Mussolini ήταν σοσιαλιστής. Εξαιρετικός οργανωτής, προπαγανδιστής και ταλαντούχος δημοσιογράφος, έγινε αρχισυντάκτης της επίσημης εφημερίδας του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Ωστόσο, πολλοί από τους συντρόφους του υποψιάζονταν πως ενδιαφερόταν λιγότερο για την προώθηση του σοσιαλισμού και περισσότερο για την προσωπική ανέλιξη του. Και πράγματι, όταν η ανώτερη τάξη της Ιταλίας τον δελέασε με αναγνώριση, οικονομική στήριξη και την υπόσχεση της εξουσίας, δεν δίστασε να αλλάξει πλευρά.

Μέχρι το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Mussolini, ο σοσιαλιστής, που είχε οργανώσει απεργίες για τους εργάτες και τους αγρότες, είχε γίνει ο Mussolini, ο φασίστας, ο οποίος έσπασε απεργίες για λογαριασμό των τραπεζιτών και των γαιοκτημόνων. Χρησιμοποιώντας τα τεράστια ποσά που έλαβε από πλούσια συμφέροντα, εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή ως ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης των i fasci di combattimento, ενός κινήματος αποτελούμενου από μελανοχίτωνες πρώην αξιωματικούς του στρατού και διάφορους παλικαράδες που δεν καθοδηγούνταν από κανένα σαφές πολιτικό δόγμα πέρα από έναν μιλιταριστικό πατριωτισμό και μια συντηρητική απέχθεια για οτιδήποτε σχετίζονταν με το σοσιαλισμό και την οργανωμένη εργασία. Οι φασίστες μελανοχίτωνες περνούσαν το χρόνο τους κάνοντας επιθέσεις σε συνδικαλιστές, σοσιαλιστές, κομμουνιστές και αγροτικούς συνεταιρισμούς.

Μετά τον 1ο ΠΠ, η Ιταλία είχε κατασταλάξει σε ένα μοτίβο κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Οι χαμηλές μισθολογικές κλίμακες βελτιώνονταν και τα τρένα έρχονταν ήδη στην ώρα τους. Αλλά η καπιταλιστική οικονομία βρισκόταν σε μεταπολεμική ύφεση. Οι επενδύσεις παρέμειναν στάσιμες, η βαριά βιομηχανία λειτουργούσε πολύ κάτω από την παραγωγική της ικανότητα και τα επιχειρηματικά κέρδη και οι εξαγωγές αγροτικών επιχειρήσεων μειώνονταν.

Για να διατηρηθούν τα επίπεδα κέρδους, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες και βιομήχανοι θα έπρεπε να μειώσουν τους μισθούς και να αυξήσουν τις τιμές. Το κράτος με τη σειρά του θα πρέπει να τους παρέχει μαζικές επιδοτήσεις και φοροαπαλλαγές. Για να χρηματοδοτηθούν αυτές οι «προνοιακές» παροχές προς τις επιχειρήσεις, ο πληθυσμός θα έπρεπε να φορολογηθεί βαρύτερα και οι κοινωνικές υπηρεσίες και οι δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας θα έπρεπε να μειωθούν δραστικά – μέτρα που σήμερα μπορεί να μας φαίνονται γνώριμα.

Αλλά η κυβέρνηση δεν ήταν εντελώς ελεύθερη να ακολουθήσει αυτή την πορεία. Μέχρι το 1921, πολλοί Ιταλοί εργάτες και αγρότες είχαν τις ενώσεις τους και είχαν τις δικές τους πολιτικές οργανώσεις. Με διαδηλώσεις, απεργίες, μποϊκοτάζ, καταλήψεις εργοστασίων και αγροτικών εκτάσεων, είχαν κερδίσει το δικαίωμα να οργανώνονται, μαζί με παραχωρήσεις στους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας.

Για να επιβάλουν ένα πλήρες πρόγραμμα λιτότητας στους εργάτες και τους αγρότες, τα κυρίαρχα οικονομικά συμφέροντα θα έπρεπε να καταργήσουν τα δημοκρατικά δικαιώματα που βοήθησαν τις μάζες να υπερασπιστούν το ταπεινό βιοτικό τους επίπεδο. Η λύση ήταν να σπάσουν τα σωματεία, τις πολιτικές οργανώσεις και τις πολιτικές ελευθερίες τους. Οι βιομήχανοι και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες ήθελαν κάποιον στο τιμόνι που θα μπορούσε να τσακίσει τη δύναμη των οργανωμένων εργατών και αγροτών και να επιβάλει μια αυστηρή τάξη στις μάζες. Ο Benito Mussolini, με την στήριξη των συμμοριών των μελανοχιτώνων, έμοιαζε ο πιο κατάλληλος υποψήφιος για τη δουλειά αυτή.

Το 1922, η Federazione Industriale, αποτελούμενη από τους ηγέτες της βιομηχανίας, μαζί με εκπροσώπους των ενώσεων των τραπεζιτών και των γαιοκτημόνων, συναντήθηκε με τον Mussolini για να σχεδιάσουν την «Πορεία στη Ρώμη», προσφέροντας 20 εκατομμύρια λίρες στο εγχείρημα. Με την πρόσθετη υποστήριξη των ανώτατων αξιωματικών του στρατού και των αρχηγών της αστυνομίας της Ιταλίας, πραγματοποιήθηκε η φασιστική «επανάσταση» – στη πραγματικότητα ένα πραξικόπημα.

Μέσα σε δύο χρόνια από την κατάληψη της κρατικής εξουσίας, ο Mussolini είχε κλείσει όλες τις εφημερίδες της αντιπολίτευσης και είχε συντρίψει το Σοσιαλιστικό, το Φιλελεύθερο, το Καθολικό, το Δημοκρατικό και το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, τα οποία αθροιστικά συγκέντρωναν περίπου το 80% των ψήφων. Οι ηγέτες των εργατών, οι ηγέτες των αγροτών, οι κοινοβουλευτικοί αντιπρόσωποι και άλλοι αντίπαλοι του νέου καθεστώτος ξυλοκοπήθηκαν, εξορίστηκαν ή δολοφονήθηκαν από φασιστικές τρομοκρατικές πολιτοφυλακές (squadristi). Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα βίωσε την σκληρότερη καταστολή από όλα, αλλά κατάφερε να διατηρήσει μια θαρραλέα υπόγεια αντίσταση που τελικά εξελίχθηκε σε ένοπλο αγώνα εναντίον των μελανοχιτώνων και της γερμανικής δύναμης κατοχής.

Στη Γερμανία, εμφανίστηκε ένα παρόμοιο μοτίβο συνέργειας μεταξύ φασιστών και καπιταλιστών. Οι Γερμανοί βιομηχανικοί εργάτες και οι εργάτες γης είχαν κερδίσει το δικαίωμα του συνδικαλισμού, το οκτάωρο και την στήριξη των ανέργων. Αλλά για να αναζωογονήσουν τα περιθώρια κέρδους, η βαριά βιομηχανία και ο χρηματοπιστωτικός τομέας ήθελαν περικοπές μισθών για τους εργαζομένους τους και μαζικές κρατικές επιδοτήσεις και μειώσεις φόρων για τους ίδιους.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, τα ναζιστικά Sturmabteilung (Τάγματα Εφόδου) ή SA, οι φαιοχίτωνες των ομάδων κρούσεως, χρηματοδοτούμενοι από τις επιχειρήσεις, έδρασαν κυρίως ως αντεργατική παραστρατιωτική δύναμη της οποίας η αποστολή ήταν να τρομοκρατεί τους εργάτες και τους αγρότες. Μέχρι το 1930, οι περισσότεροι μεγιστάνες είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν εξυπηρετούσε πλέον τις ανάγκες τους και ήταν πολύ υποχωρητική προς την εργατική τάξη. Αύξησαν σημαντικά τη χρηματοδότηση τους προς τον Hitler, σπρώχνοντας το ναζιστικό κόμμα στην κεντρική πολιτικη σκηνή. Οι μεγιστάνες των επιχειρήσεων παρείχαν στους Ναζί τεράστια κεφάλαια για στόλους αυτοκινήτων και μεγάφωνα για να ακούγουνται από άκρη σε άκρη των πόλεων και των χωριών της Γερμανίας, μαζί με κεφάλαια για ναζιστικές κομματικές οργανώσεις, οργανώσεις νεολαίας και παραστρατιωτικές δυνάμεις. Στην προεκλογική εκστρατεία του Ιουλίου του 1932, ο Hitler είχε αρκετά κεφάλαια για να πετάξει σε πενήντα πόλεις τις τελευταίες δύο εβδομάδες της.

Στην ίδια εκστρατεία οι Ναζί έλαβαν το 37,3% των ψήφων, το υψηλότερο που κέρδισαν ποτέ σε δημοκρατικές εθνικές εκλογές. Δεν είχαν ποτέ την πλειοψηφία του κόσμου με το μέρος τους. Στο βαθμό που είχαν οποιοδήποτε είδος σταθερής βάσης, αποτελούνταν γενικά από τα πιο εύπορα μέλη της κοινωνίας. Επιπλέον, στοιχεία της μικροαστικής τάξης και πολλοί λούμπεν προλετάριοι χρησίμευαν ως το μακρύ χέρι του κόμματος, οργανωμένοι στις ομάδες κρούσης της SA. Η μεγάλη πλειοψηφία όμως της οργανωμένης εργατικής τάξης υποστήριζε τους κομμουνιστές ή τους σοσιαλδημοκράτες μέχρι τέλους.

Στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1932, τρεις υποψήφιοι έθεσαν υποψηφιότητα για καγκελάριοι: ο εν ενεργεία καγκελάριος συντηρητικός στρατάρχης von Hindenburg, ο υποψήφιος των Ναζί Adolph Hitlerκαι ο υποψήφιος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ernst Thaelmann. Στην εκστρατεία του, ο Thaelmann υποστήριξε ότι μια ψήφος για τον Hindenburg ισοδυναμούσε με ψήφο για τον Hitlerκαι ότι ο Hitler θα οδηγούσε τη Γερμανία στον πόλεμο. Ο αστικός Τύπος, συμπεριλαμβανομένων των σοσιαλδημοκρατών, κατήγγειλε αυτή την άποψη ως «καθοδηγούμενη από τη Μόσχα». Ο Hindenburg επανεξελέγη ενώ οι Ναζί έχασαν περίπου δύο εκατομμύρια ψήφους στις εκλογές για το Ράιχσταγκ σε σύγκριση με το αποκορύφωμά τους που ξεπέρασε τα 13,7 εκατομμύρια.

Πιστοί στο σχέδιο, οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες αρνήθηκαν την πρόταση του Κομμουνιστικού Κόμματος να σχηματίσουν συνασπισμό ανάγκης κατά του ναζισμού. Όπως σε πολλές άλλες χώρες του παρελθόντος και του παρόντος, έτσι και στη Γερμανία, οι σοσιαλδημοκράτες θα συμμαχούσαν γρήγορα με την αντιδραστική Δεξιά παρά θα σχημάτιζαν κοινό μέτωπο με τους Κόκκινους. Στο μεταξύ, ορισμένα δεξιά κόμματα συσπειρώθηκαν πίσω από τους Ναζί και τον Ιανουάριο του 1933, λίγες εβδομάδες μετά τις εκλογές, ο Hindenburg κάλεσε τον Hitler να αναλάβει καγκελάριος.

Με την ανάληψη της κρατικής εξουσίας, ο Hitler και οι Ναζί του ακολούθησαν μια πολιτικο-οικονομική ατζέντα παρόμοια με εκείνη του Mussolini. Συνέτριψαν την οργανωμένη εργασία και κατάργησαν όλες τις εκλογές, τα κόμματα της αντιπολίτευσης και τις ανεξάρτητες εκδόσεις. Εκατοντάδες χιλιάδες αντίπαλοι φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν ή δολοφονήθηκαν. Στη Γερμανία, όπως και στην Ιταλία, οι κομμουνιστές υπέμειναν την σκληρότερη πολιτική καταστολή μεταξύ όλων των ομάδων.

Υπήρχαν δύο λαοί, οι Ιταλοί και οι Γερμανοί, με διαφορετικές ιστορίες, πολιτισμούς και γλώσσες και υποτίθεται διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες, οι οποίοι κατέληξαν στις ίδιες καταπιεστικές λύσεις λόγω των ουσιαστικών ομοιοτήτων της οικονομικής εξουσίας και της ταξικής σύγκρουσης που επικρατούσαν αντίστοιχα στις χώρες τους. Σε απολύτως διαφορετικές χώρες μεταξύ τους όπως η Λιθουανία, η Κροατία, η Ρουμανία, η Ουγγαρία και η Ισπανία, εμφανίστηκε ένα παρόμοιο φασιστικό σχέδιο για να κάνει ότι μπορούσε για να σώσει το μεγάλο κεφάλαιο από το βάρος της δημοκρατίας.

[…]

Πατριαρχία και Ψευδο-Επανάσταση

Ο εθνικός σοβινισμός, ο ρατσισμός, ο σεξισμός και οι πατριαρχικές αξίες του φασισμού εξυπηρετούσαν επίσης ένα συντηρητικό ταξικό συμφέρον. Το φασιστικό δόγμα, ιδιαίτερα η ναζιστική εκδοχή του, προχωρά σε μια ρητή δέσμευση στη φυλετική υπεροχή. Τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένης της ταξικής κατάστασης, λένε πως κληρονομούνται μέσω του αίματος. Η θέση του ατόμου στο κοινωνικό οικοδόμημα θεωρείται ως δείκτης της εσωτερικής φύσης του. Η γενετική και η βιολογία επιστρατεύονται για να δικαιολογήσουν την υπάρχουσα ταξική δομή, σε αντίθεση με αυτό που κάνουν σήμερα οι ακαδημαϊκοί ρατσιστές με τις θεωρίες τους περί «κωδωνοειδούς καμπάνας» και τις ξαναζεσταμένες ευγονικές τους μπούρδες.

Μαζί με τη φυλετική και ταξική ανισότητα, ο φασισμός υποστηρίζει την ομοφοβία και τη σεξουαλική ανισότητα. Μεταξύ των πρώτων θυμάτων του ναζισμού ήταν μια ομάδα ναζί ομοφυλοφίλων, ηγετών των ομάδων κρούσεων των Ταγμάτων Εφόδου. Όταν οι καταγγελίες για την ανοιχτά ομοφυλοφιλική συμπεριφορά του ηγέτη των SA, Ernst Roehm και μερικών φαιοχιτώνων των ταγμάτων εφόδου συνέχισαν να φτάνουν στον Hitler μετά την κατάληψη της εξουσίας, εξέδωσε επίσημη δήλωση υποστηρίζοντας ότι το ζήτημα ανήκε «καθαρά στην ιδιωτική σφαίρα» και πως η «ιδιωτική ζωή ενός αξιωματικού των Ταγμάτων Εφόδου δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ελέγχου εκτός εάν έρχεται σε αντίθεση με τις βασικές αρχές της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας».

Η παραστρατιωτική οργάνωση της SA είχε χρησιμοποιηθεί για να κερδίσει τη μάχη των δρόμων ενάντια στους συνδικαλιστές και τους Κόκκινους. Τα τάγματα εφόδου έδρασαν ως ψευδο-επαναστατική δύναμη που απευθύνονταν στα παράπονα των μαζών με τη ρητορική καταδίκη του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου. Όταν η συμμετοχή στα SA εκτοξεύτηκε σε τρία εκατομμύρια το 1933, αυτό ήταν πολύ ενοχλητικό για τους βαρόνους της βιομηχανίας και τους στρατιωτικούς πατρικίους. Οι μπράβοι των Ταγμάτων Εφόδου που επιτίθονταν στην αστική παρακμή και ζητούσαν ντο διαμοιρασμό του πλούτου και να την ολοκλήρωση της «ναζιστικής επανάστασης» έπρεπε να αντιμετωπιστούν.

Έχοντας χρησιμοποιήσει αρχικά τα SA για να πάρει την κρατική εξουσία, ο Hitler χρησιμοποίησε έπειτα το κράτος για να εξουδετερώσει τα SA. Τώρα ξαφνικά η ομοφυλοφιλία του Roehm έρχονταν σε σύγκρουση με την εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία. Στην πραγματικότητα, τα SA έπρεπε να αποκεφαλιστούν όχι επειδή οι ηγέτες της ήταν ομοφυλόφιλοι – αν και αυτός ήταν ο λόγος που προβλήθηκε – αλλά επειδή απειλούσε να μετατραπεί σε σοβαρό πρόβλημα. Ο Roehm και περίπου 300 άλλα μέλη της SA εκτελέστηκαν, οι οποίοι δεν ήταν όλοι ομοφυλόφιλοι. Μεταξύ των θυμάτων ήταν ο βετεράνος ναζιστής προπαγανδιστής Gregor Strasser, ο οποίος ήταν ύποπτος για αριστερές τάσεις.

Φυσικά, πολλοί Ναζί ήταν ακραία ομοφοβικοί. Ένας από τους πιο ισχυρούς μεταξύ τους, ο ηγέτης των SS, Heinrich Himmler, έβλεπε τους ομοφυλόφιλους ως απειλή για τον γερμανικό ανδρισμό και την ηθική δύναμη του Τευτονικού λαού, γιατί μια «ομοφυλόφιλη αδερφή» δεν θα τεκνοποιούσε ούτε και θα γίνονταν καλός στρατιώτης. Η ομοφοβία και ο σεξισμός του Himmler συνέκλιναν όταν ανακοίνωσε: «Αν ένας άντρας κοιτάξει απλώς μια κοπέλα στην Αμερική, μπορεί να αναγκαστεί να την παντρευτεί ή να πληρώσει αποζημίωση… έτσι, οι άνδρες προστατεύουν τους εαυτούς τους στις ΗΠΑ στρεφόμενοι στην ομοφυλοφιλία. Οι γυναίκες στις ΗΠΑ είναι σαν πολεμικοί πελέκεις – πετσοκόβουν τους άνδρες». Έτσι πίστευε ένας από τα μεγάλα μυαλά του ναζισμού. Με τον καιρό, ο Himmler κατάφερε να επεκτείνει την καταπίεση των ομοφυλοφίλων πέρα από τα όρια της ηγεσίας των SA. Χιλιάδες ομοφυλόφιλοι πολίτες έχασαν τη ζωή τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης των SS.

Στις κοινωνίες σε όλες τις εποχές, αν είχαν την δυνατότητα, οι γυναίκες προσπάθησαν να περιορίσουν τον αριθμό των παιδιών που γεννούν. Αυτό αποτελεί ένα εν δυνάμει πρόβλημα για μια φασιστική πατριαρχία που χρειάζεται τεράστιο αριθμό στρατιωτών και εργατών εξοπλισμών. Οι γυναίκες έχουν μικρότερη δυνατότητα στο να διεκδικήσουν τα αναπαραγωγικά τους δικαιώματα εάν παραμένουν υποταγμένες και εξαρτημένες. Έτσι η φασιστική ιδεολογία εκθείαζε την πατριαρχική εξουσία. Κάθε άνδρας πρέπει να είναι σύζυγος, πατέρας και στρατιώτης, είπε ο Il Duce. Η σπουδαιότερη αποστολή της γυναίκας ήταν το να καλλιεργήσει τις οικιακές της αρετές, φροντίζοντας με αφοσίωση τις ανάγκες της οικογένειάς της, ενώ παράλληλα γεννούσε για το κράτος όσους περισσότερους απογόνους μπορούσε.

Η πατριαρχική ιδεολογία συνδέθηκε με την συντηρητική ταξική ιδεολογία που έβλεπε όλες τις μορφές κοινωνικής ισότητας ως απειλή για τον ιεραρχικό έλεγχο και τα προνόμια. Η πατριαρχία στήριζε την πλουτοκρατία: Αν οι γυναίκες ξεφύγουν, τι θα συμβεί στην οικογένεια; Και αν διαλυθεί η οικογένεια, απειλείται ολόκληρη η κοινωνική δομή. Τι θα γίνει τότε με το κράτος και με την εξουσία, τα προνόμια και τον πλούτο της κυρίαρχης τάξης; Οι φασίστες ήταν φανατικοί αυτού που σήμερα ονομάζεται «οικογενειακές αξίες» – αν και οι περισσότεροι από τους κορυφαίους ηγέτες των Ναζί δύσκολα θα μπορούσαν να περιγραφούν ως αφοσιωμένοι οικογενειάρχες.

Στη ναζιστική Γερμανία, ο ρατσισμός και ο αντισημιτισμός χρησίμευαν για να αποπροσανατολίσουν την δικαιολογημένη δυσαρέσκεια προς βολικούς αποδιοπομπαίους τράγους. Η αντισημιτική προπαγάνδα ήταν έξυπνα προσαρμοσμένη για να απευθύνεται σε διαφορετικά ακροατήρια. Στους υπερπατριώτες είπαν ότι ο Εβραίος ήταν ένας ξένος διεθνιστής. Στους άνεργους εργάτες είπαν ότι η νέμεσή τους ήταν ο Εβραίος καπιταλιστής και Εβραίος τραπεζίτης. Για τους χρεωμένους αγρότες, ήταν ο Εβραίος τοκογλύφος. Για τη μεσαία τάξη, ήταν ο Εβραίος ηγέτης του συνδικάτου και ο Εβραίος κομμουνιστής. Και εδώ έχουμε μια συνειδητά ορθολογική χρήση παράλογων εικόνων. Οι Ναζί μπορεί να ήταν τρελοί αλλά δεν ήταν ηλίθιοι.

Αυτό που διακρίνει τον φασισμό από τις συνηθισμένες ακροδεξιές πατριαρχικές απολυταρχίες είναι ο τρόπος που επιχειρεί να καλλιεργήσει μια επαναστατική αύρα. Ο φασισμός προσφέρει ένα σαγηνευτικό μείγμα επαναστατικού τύπου απευθύνσεων στις μάζες και αντιδραστικής ταξικής πολιτικής. Το πλήρες όνομα του ναζιστικού κόμματος ήταν το Γερμανικό Εθνικοσοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, ένα όνομα που ακούγονταν αριστερό. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι ομάδες κρούσεως των Ταγμάτων Εφόδου είχαν ένα μαχητικό ρεύμα ανακατανομής του πλούτου στις τάξεις τους, το οποίο κατεστάλη από τον Hitler μετά την κατάληψη της κρατικής εξουσίας.

Τόσο οι Ιταλοί φασίστες όσο και οι Ναζί έκαναν μια συνειδητή προσπάθεια να κλέψουν τη αίγλη της Αριστεράς. Υπήρχαν μαζικές κινητοποιήσεις, οργανώσεις νεολαίας, εργατικά τάγματα, συλλαλητήρια, παρελάσεις, πανό, σύμβολα και συνθήματα. Γίνονταν πολύς λόγος για μια «ναζιστική επανάσταση» που θα αναζωογονούσε την κοινωνία, σαρώνοντας την παλιά τάξη πραγμάτων και οικοδομώντας μια νέα.

Για το λόγο αυτό, οι καθιερωμένοι συγγραφείς έχουν την άνεση να αντιμετωπίσουν τον φασισμό και τον κομμουνισμό ως ολοκληρωτικά δίδυμα. Πρόκειται για τη απομείωση της ουσίας στη μορφή. Η ομοιότητα στη μορφή λαμβάνεται ως επαρκής λόγος για να θολώσει την τεράστια διαφορά στο πραγματικό περιεχόμενο της τάξης. Συγγραφείς όπως ο A. James Gregor και ο William Ebenstein, αμέτρητοι δυτικοί πολιτικοί ηγέτες και άλλοι που υποτίθεται ότι ανήκουν στη δημοκρατική Αριστερά, ταυτίζουν τακτικά τον φασισμό με τον κομμουνισμό. Έτσι ο Noam Chomsky ισχυρίζεται πως «Η άνοδος των εταιρειών ήταν στην πραγματικότητα μια εκδήλωση των ίδιων φαινομένων που οδήγησαν στον φασισμό και τον μπολσεβικισμό, που βλάστησαν στο ίδιο ολοκληρωτικό έδαφος». Αλλά στην Ιταλία και τη Γερμανία εκείνης της εποχής, οι περισσότεροι εργάτες και αγρότες έκαναν μια απόλυτη διάκριση μεταξύ φασισμού και κομμουνισμού, όπως και οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες που υποστήριζαν τον φασισμό από φόβο και μίσος για τον κομμουνισμό, μια διάκριση που βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην ταξική πραγματικότητα.

Πριν από χρόνια, έλεγα ότι ο φασισμός δεν κατάφερε ποτέ να λύσει τις παράλογες αντιφάσεις του καπιταλισμού. Σήμερα είμαι της άποψης ότι πέτυχε αυτόν τον στόχο – αλλά μόνο για τους καπιταλιστές, όχι για τον λαό. Ο φασισμός δεν σκόπευε ποτέ να προσφέρει μια κοινωνική λύση που θα εξυπηρετούσε τον γενικό πληθυσμό, μόνο μια αντιδραστική λύση, επιβάλλοντας όλα τα βάρη και τις απώλειες στο εργαζόμενο κοινό. Απαλλαγμένος από τα ιδεολογικά και οργανωτικά σύνεργα του, ο φασισμός δεν είναι παρά μια τελική λύση στην ταξική πάλη, την ολοκληρωτική καταβύθιση και εκμετάλλευση των δημοκρατικών δυνάμεων προς όφελος και κέρδος των ανώτερων οικονομικών κύκλων.

Ο φασισμός είναι μια ψεύτικη επανάσταση. Καλλιεργεί την εμφάνιση λαϊκής πολιτικής και μια επαναστατική αύρα χωρίς να προσφέρει γνήσιο επαναστατικό ταξικό περιεχόμενο. Διακηρύττει μια «Νέα Τάξη» ενώ εξυπηρετεί τα ίδια παλιά οικονομικά συμφέροντα. Οι ηγέτες του δεν είναι ένοχοι σύγχυσης αλλά εξαπάτησης. Το ότι εργάζονται σκληρά για να εξαπατήσουν το κοινό δεν σημαίνει ότι οι ίδιοι εξαπατημένοι.


Μπορείτε να ακούσετε τον Michael Parenti να μιλά για το φασισμό εδώ από τη σειρά παρουσιάσεων του με τίτλο Real History

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com