Απόσπασμα από την διδακτορική διατριβή Παιχνίδια Εξουσίας: Η Πολιτική Ανατομία της Επιτηρούμενης Κερκίδας (Μυτιλήνη, 2018). Ο Δημήτρης Παρασκευόπουλος είναι διδάκτορας κοινωνιολογίας και μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου

 

Ακροδεξιά, μουσική και κερκίδα

Οι στίχοι του Βασίλη Τσιτσάνη «Εμπρός, εμπρός, Παναθηναϊκέ, να την πάρουμε και σήμερα τη νίκη, το Πρωτάθλημα κι η δόξα σού ανήκει» / «Εμπρός Παναθηναϊκέ!» (1964), μετέπειτα οι στίχοι του Κώστα Θεοδωρόπουλου «Ποτέ από τη λεωφόρο, πάντοτε απ’ την ατραπό, περνά ο δρόμος, που οδηγεί στο σ’ αγαπώ»/ «Ντέρμπι/Χούλιγκανς» (1993) είναι ορισμένα δείγματα της κοινωνικοπολιτισμικής σύνδεσης ανάμεσα στην μουσική και την κερκίδα, καθώς η ιστορία του οπαδισμού συντίθεται παίρνοντας τη γεύση των ετερόκλιτων περιεχόμενων των μουσικών ρευμάτων. Στο εσωτερικό της χώρας, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1970 και μετέπειτα, οι κοινότητες οπαδών συνδέθηκαν με την έλευση των λεγόμενων υποπολιτισμικών μουσικών ρευμάτων(Αστρινάκης 1988). Διαβάζοντας μια συνέντευξη ενός μέλους του μουσικού συγκροτήματος Ten Beers After, υποστηρίζεται ότι οι «μεταλλάδες» ήταν η σχέση της μουσικής με την μπάλα τη δεκαετία του 1980 και μετά, ενώ την ίδια εικόνα περιγράφουν παρακάτω μέλη των οπαδικών κοινοτήτων.

«Η δυναμική έκφραση της ροκ και της χέβι μέταλ σκηνής σε όλο της το μεγαλείο, πήγαινε ασορτί με τους πιο δυναμικούς σκληρούς οπαδούς της χώρας […] Ήταν η συνέχεια μιας ατέλειωτης νύχτας με πολύ ποτό και ροκ μουσική, γιατί τότε το να πηγαίνεις και ειδικά στη Θύρα 7 ήταν μια «γιορτή» που ξεκίναγε από την ώρα που τελείωνε το προηγούμενο παιχνίδι».

Σε μια σύντομη ιστορική αναδρομή και βάσει των όσων υποστηρίζει στην έρευνα του ο Συμβουλίδης (2008:91-92) από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, η ήδη διαδεδομένη punk κουλτούρα που εξέφραζε νεαρά άτομα, φτωχών οικογενειών, χαμηλής εκπαίδευσης με μια μέτρια έως και ακραία συντηρητική αντίληψη των πραγμάτων, εξαντλείται. Είναι η περίοδος που γεννιέται το ρεύμα του oi!. Οι skinheads που έρχονται στο φως, με την έλευση αυτού του μουσικού ρεύματος, ως πρωτοπόροι, χαρακτηρίζονται πέραν από τη μαχητικότητα τους αλλά και ως συνδεόμενοι με τη δράση νεοναζιστικών οργανώσεων (Συμβουλίδης 2008: 61). Μάλιστα, στο σχολιασμό για το μουσικό συγκρότημα 4-skins (Συμβουλίδης 2008: 73) ο συγγραφέας αφουγκράζεται μια νεότητα επηρεασμένη από τα όσα συμβαίνουν στη Βρετανία, η οποία βρίσκει καταφύγιο αντίδρασης στη ρητορική του μίσους και του νεοφασισμού.

«Ακούγοντας τους μυρίζεις δηλαδή το μπαρούτι στην ατμόσφαιρα, νιώθεις στο πετσί σου όλη την αγανάκτηση, τη μιζέρια, την έλλειψη πνευματικής καλλιέργειας και τα αδιέξοδα μιας νεολαίας υπό τον συνεχή φόβο της περιθωριοποίησης η οποία ξέδινε και ανέπτυσσε μια νέα συλλογική ταυτότητα μέσω του ποδοσφαίρου και των τοπικών παμπ […] τραγούδια σαν τα Chaos, One Law for Them, A.C.A.B (All Coppers Are Bastards) δίνουν το στίγμα πράγματι ενός μικρόκοσμου ο οποίος ασφυκτιούσε στη θατσερική Βρετανία αλλά δεν κοίταζε αριστερά» (Συμβουλίδης 2008: 73).

Αυτό το κούμπωμα αναφύεται και στην ελληνική σκηνή μέσω της Ναζιστικής Οργάνωσης Παναθηναϊκών Οπαδών (ΝΟΠΟ) καθώς και της οργάνωσης Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος, φιλικά προσκείμενες στην ποδοσφαιρική ομάδα του Παναθηναϊκού στις οποίες τα μέλη, δηλαδή οι ομάδες skinheads όπως πληροφορούμαστε μετέβαιναν στο γήπεδο του Παναθηναϊκού παραταγμένοι, με έντονο στρατιωτικό βηματισμό (Συμβουλίδης 2008:94). Ανάλογη οργάνωση καταγράφεται ιστορικά και στην Α.Ε.Κ (1985-1986) από νεοναζί skinheads οπαδούς της, στην περιοχή της Παλαιάς Κοκκινιάς, η λεγόμενη ΤΟΦΑ (Τρομοκρατική Οργάνωση Φιλάθλων Α.Ε.Κ) (Συμβουλίδης 2008: 94). Μετέπειτα, μεταξύ των συμμετεχόντων στην κερκίδα του Ολυμπιακού Πειραιώς, καταγράφεται και η δράση των ερυθρών εθνικιστών, οι Misfits οι οποίοι θέτουν ως βασικό έμβλημα την νεκροκεφαλή των SS που παραπέμπει στη χιτλερική Γερμανία. Επιπλέον δίχως να ταυτίζουν την δράση τους με τη μουσική σκηνή, οι red nationalists όπως πληροφορούμαι με κεντρικό τους σύνθημα Θρύλος, θρησκεία, Εθνικισμός και βία σε ένα διαδικτυακό ιστότοπο που διατηρούσαν παρέθεταν τις 15 αρχές του Red Nasionalists δηλαδή των πολεμιστών της Πορφυράς Φάλαγγας.

«Θέση έχουν οι Ολυμπιακοί, οι πατριώτες και οι εθνικιστές. Οποιοσδήποτε άλλος απορρίπτεται […] Μπορούν να παραβρεθούν είτε Ολυμπιακοί είτε συναγωνιστές άσχετοι με την ιδέα του Ολυμπιακού, χωρίς όμως δικαιώματα πέραν της ελευθερίας του λόγου τους […] Μη μας κατηγορείτε για φασίστες. Το να αγαπάς, να υποστηρίζεις, να προστατεύεις και να σέβεσαι την πατρίδα σου είναι τιμή και χρέος τού καθενός. Αν αυτό είναι φασισμός, τότε όλοι οι Ολυμπιακοί είμαστε φασίστες γιατί όλοι μας αγαπάμε, υποστηρίζουμε, προστατεύουμε και σεβόμαστε τον Έφηβο».

Τα παραδείγματα οπαδικών κοινοτήτων με επιπρόσθετο πεδίο αναφοράς την ακροδεξιά και τον νεοφασισμό, δεν αφορούν μόνο το Βρετανικό παράδειγμα ή την Ελληνική κοινωνία. Στη Γαλλία και συγκεκριμένα στη πρωτεύουσα αυτής το Παρίσι, το πέταλο της Μπουλόν (γαλλ.Boulogne) στο Παρκ ντε Πρενς (γαλλ. Parc des Princes), έχει μια ξεχωριστή θέση στην ιστορία της Παρί Σεν Ζερμέν (γαλλικά: Paris Saint- Germain). Ανάλογες περιεχομένου εξτρεμιστικές οργανώσεις, όπως τι ονομάζει ο Luis (2006:53), μετά τα μέσα της δεκαετία του 1970 στην γείτονα Ιταλία, αποτελούν το πρότυπο μεγάλης μερίδας των οπαδών ultras, ως υποδείγματα «οργάνωσης» προβάλλοντας μια κοινωνικά ασυμβίβαστη εικόνα, με το παραστρατιωτικό στυλ ντυσίματος και τις τακτικές δημόσιας τοποθέτησης. Χρόνια αργότερα, το Νοέμβριο του 1988, σε αγώνα ανάμεσα στη ΣΣ Λάτσιο (ιταλικά: SS Lazio) και τη Ρόμα (ιταλικά: Roma), οπαδοί της πρώτης άνοιξαν πανό εναντίον των οπαδών της δεύτερης στο οποίο έγραφαν, «Το Αουσβιτς είναι η πατρίδα σας, οι φούρνοι είναι τα σπίτια σας» (ιταλικά: «Auschwitz la vostrapatria, i forni le vostre case»). Τέλος, την ίδια χρονική περίοδο στην Ισπανία εμφανίζεται ο αδελφοποιημένος των οπαδών της Λάτσιο σύνδεσμος Ultras Sur241 της Ρεάλ Μαδρίτης (ισπανικά: Real Madrid) ο οποίος ανεξαρτητοποιείται από τον κορμό της πλειοψηφίας των υποστηρικτών της βασίλισσας που είναι ενταγμένοι στο fan club Las Banderas. Ως προς την ελληνική περίπτωση, αυτές οι κοινότητες με ιδεολογικοεθνικιστικούς αυτοπροσδιορισμούς, όπως φάνηκε διέκοψαν την προβαλλόμενη, ως συνέχεια των πολιτικών προταγμάτων, δράση τους και τοποθετήθηκαν μέσα στα ευρύ πέπλο του οπαδισμού που τους παρείχαν οι κεντρικοί σύνδεσμοι των μεγάλων αθλητικών συλλόγων της χώρας. Για το θέμα αυτό θα επανέλθω και στη συνέχεια. Ένα ιδιαίτερο σημείο, είναι αυτό, της δικτύωσης με τις πολιτικές οργανώσεις της ακροδεξιάς. Όταν το site των «Κόκκινων Εθνικιστών», βρισκόταν σε λειτουργία, φιλοξενούσε site με ιδεολογικά συναφές υλικό προερχόμενο οπαδικών κόσμων του ΑΠΟΕΛ, της ΣΣ Λάτσιο (ιταλικά: SS Lazio), της ΦΚ Ιντερνατσιονάλε Μιλάνο (ιταλικά: FC Internazionale Milano) αλλά και ιστοσελίδες της «Γαλάζιας Στρατιάς» και της «Χρυσής Αυγής» (Χ.Α. εφεξής)242. Η εμφάνιση των skinheads στην Ελλάδα τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980, με την διάδοση της punk κουλτούρας και μουσικής, εκτός των βρετανικών συνόρων, συμπίπτει χρονικά με την εμφάνιση της Χ.Α., το Δεκέμβριο του 1980, έτος έκδοσης του περιοδικού με τον ίδιο τίτλο, από τον Νίκο Μιχαλολιάκο ενώ λίγα χρόνια αργότερα (1987) στο Πειραιά γεννιέται το πρώτο φασιστικό συγκρότημα των Last Patriots την εμφάνιση του οποίου ακολουθούν και άλλα καθαρόαιμα Oi! συγκροτήματα όπως οι Defamation (Θεσσαλονίκη), οι Th.Re.At. (Τρίκαλα) και οι No Surrender (Συμβουλίδης 2008: 92¬93). Μεταξύ αυτών και το συγκρότημα No Surrender ξεπήδησε από το ελληνικό παράρτημα της οργάνωσης Αίμα & Τιμή, η δράση του οποίου συνδέθηκε με το βρετανικό δίκτυο του Donaldson, ένα κομμάτι του οποίου [εγχώριοι νεοναζί skinheads], οργανώθηκαν στη συνεχεία στη Χ.Α. (Συμβουλίδης 2008: 92-93). Με αφορμή την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου (Euro) από την Εθνική Ομάδα Ποδοσφαίρου της Ελλάδας, ορισμένα μουσικά συγκροτήματα όπως οι Koi!mpresser αναφέρθηκαν με τη μουσική και τους στίχους τους σε αυτό το ποδοσφαιρικό επίτευγμα. Οι Koi!mpresser περιλαμβάνονται σε διαδικτυακούς χώρους που προσανατολίζονται στην Ελληνική Πατριωτική & Εθνικιστική Μουσική, όπως υποδηλώνεται και από τους στίχους του κομματιού Καταιγίδα πάνω από τη Πορτογαλία.

«Συναντήσανε αθάνατη ελληνική ψυχή,

Γάλλοι, Πορτογάλοι, Τσέχοι, Ισπανοί,     

4η Ιουλίου, η αυγή πραγματική,

θρίαμβος στη Λισσαβόνα

παίξτε μπάλα δυνατή»

«Καταιγίδα πάνω από την Πορτογαλία,

Γαλανόλευκη υψώσαμε σημαία ελληνική»

Επίσης, μέσα στο χώρο της punk μουσικής, το συγκρότημα Filopatria θα συνθέσει το τραγούδι Ultras Παντού. Επίσης, σύμφωνα με διαδικτυακή συνέντευξη ενός μέλος του «το ποδόσφαιρο είναι ένα κυριακάτικο σπορ και θα προτιμούσα να μην έχουμε ξένους στις ομάδες μας».

Ultras παντού (Στίχοι)

 

Δαγκωτό πρώτα στις πλατείες ρε παιδιά,

Δούλοι και περήφανοι γεμάτοι τσαμπουκά,

Όλοι περιμέναμε εκείνη τη γιορτή,

Που βγαίνουν οι ελληνικές στρατιές κάθε

Κυριακή,

Ultras παντού στις θύρες αυτού,

Πένα βαμμένη για χρόνια η φανέλα,

Ultras παντού στα κλαμπ μέσα ντου,

Η πόλη καμένη ομαδάρα μου για σένα,

Όλη μου η βδομάδα εσένα έχω στο μυαλό, 

Ομάδα μου τρελαίνομαι για σένα αιμορραγώ, 

Γεμίζουν οι κερκίδες και φεύγουν οι λαγοί, 

Γαμήστε τα μουνόπανα και ξύλο μια ζωή,

Ultras παντού στις θύρες αυτού,

Πένα βαμμένη για χρόνια η φανέλα,

Ultras παντού στα κλαμπ μέσα ντου,

Η πόλη καμένη ομαδάρα μου για σένα,

Και έξω όταν παίζουμε και χωρίς λεφτά,

Στο πούλμαν όταν μπαίνουμε,

Εσένα έχω στη καρδιά,

Μόνη σου δεν περπατάς ποτέ στον κόσμο αυτό,

Και λιώμα όλοι γινόμαστε,

Όταν μπαίνει φορτηγό, 

Ultras παντού στις θύρες αυτού,

Πένα βαμμένη για χρόνια η φανέλα, 

Ultras παντού στα κλαμπ μέσα ντου,

Η πόλη καμένη ομαδάρα μου για σένα,

Ομαδάρα βάλε ένα γκολ ένα γκοολ ένα

γκοοοολ, 

[το ίδιο]

[το ίδιο]

[το ίδιο]

[το ίδιο]

Ultras παντού στις θύρες αυτού,

Πένα βαμμένη για χρόνια η φανέλα, 

Ultras παντού στα κλαμπ μέσα ντου,

Η πόλη καμένη ομαδάρα μου για σένα,

[το ίδιο]

Hooligans (Στίχοι)

 

Από μικρό παιδί θυμάμαι στις αλάνες,

Αυτή η αλητεία μας για πάντα στη καρδιά, 

Με μια μπάλα στο χέρι γυρνούσαμε τριγύρω,

Ποδόσφαιρο και ξύλο σε κάθε γειτονιά, 

Και μου λέγαν όλοι πως θα έβαζα μυαλό, 

Και μου λέγαν όλοι πως θα συμμορφωθώ,

Hooligans, χάος και βία στα στενά, 

Hooligans ζήτω η στρογγυλή θεά,

Σε ακολουθώ παντού όπου και να παίζεις, 

Είσαι βαριά αρρώστια έχω χάσει το μυαλό, 

Κασκόλ και καπνογόνα,

Και όταν μπει το γκολ, 

Πάντα σπαθί με τα σπαθιά,

Αυτή είναι η ζωή μου για σένα μόνο ζω, 

Και όπου και να παίζεις εγώ σε ακολουθώ, 

Hooligans, χάος και βία στα στενά, 

Hooligans ζήτω η στρογγυλή θεά,

Και μου λέγαν όλοι πως θα συμμορφωθώ,

Και μου λέγαν όλοι πως θα έβαζα μυαλό, 

Μα ότι και να λένε εγώ για σένα τραγουδώ.

Δίχως να ταυτίζουμε αυτού του είδους τη μουσική αποκλειστικά με τα ακροδεξιά αφηγήματα τα κομμάτια Ultras παντού και Hooligans, διακρίνονται από πληθωρικούς στίχους και γρήγορο ρυθμό, προβάλλοντας στιγμές οπαδικής οργάνωσης, «τρέλας» και πολέμου, με πλούσιο το στοιχείο της υπερβολής, περιλαμβάνοντας, κυρίαρχα, το αίσθημα εθνικισμού.

Το αφήγημα Χ.Α.

Ένας χώρος πολυσυζητημένος, στη σύνδεση, punk και oil μουσικής και οπαδικών κοινοτήτων, η Χ.Α. ιδρύεται επίσημα το 1993. Σε άρθρο μέλους του χώρου με τίτλο Πως μπορώ να γίνω μέλος της Χρυσής Αυγής προβάλλεται μια διαφοροποίηση σε σχέση με τα υπόλοιπα αστικά κόμματα καθώς ως μια στρατικοποιημένη δομή δεν αρκείται στην απλή εγγραφή νέων μελών αξιολογώντας τη δράση των νεοεισερχόμενων μελών.

«η ένταξη στο κίνημα είναι μια διαδικασία τόσο χρονοβόρος όσο και επίπονη, οι συναγωνιστές που αποφοιτούν από τα καθιερωμένα σχολεία εκπαίδευσης […] δεν ονομάζονται μέλη αλλά δόκιμοι».

Με συνεχείς παραπομπές στο παρελθόν, αυτές οι κοινότητες θα μπορούσαν να λάβουν χαρακτήρα αντικινήματος (Ψημίτης 2011:448-453) καθώς εκφράζουν μια μεσσιανική σταυροφορική συνταγή εθνικής έκφρασης και λύτρωσης, βασισμένη σε συνθήματα που προσελκύουν τους δυσαρεστημένους και τους απογοητευμένους (Hainsworth 2004α:48-49, 63). Με σκοπό την προσέλκυση μελών του «κινήματος», ο ακροδεξιός λόγος ιδιαίτερα μετά το 1990 αναμειγνύει στις λεκτικές εκφράσεις πρακτικές με αριστερόστροφα κοινωνικό οικονομικά αιτήματα και υπερσυντηρητικά δεξιόστροφα πολιτικό πολιτισμικά πρότυπα, δηλαδή πρόκειται για έναν δεξιό αυταρχισμό άλλοτε ενός τοπικού σοβινισμού και άλλοτε ενός λαϊκίστικου αντικρατισμού (Γεωργιάδου 2004: 10, 12). Μετά την πολιτική δολοφονία του Παύλου Φύσσα249, την πολιτική ευθύνη της οποίας ανέλαβε το κόμμα της Χ.Α., αυτοπροσδιοριζόμενα πρώην μέλη σε δημόσιες μιντιακές αφηγήσεις εστίασαν τόσο στο ιδιαίτερο τελετουργικό μύησης όσο και στην ενεργό θέση της νεολαίας και τους λεγόμενους «Κένταυρους» (Κουρούτζας και Παρασκευόπουλος 2014). Μια ανατριχιαστική συμφωνία με τις νεανικές οργανώσεις στην ανάδυση των ολοκληρωτικών καθεστώτων, τις οποίες χαρακτήριζε η αυστηρή πειθαρχία που πηγάζει από έναν αρχηγό που τον αποδέχτηκαν οι ίδιοι οι νέοι (Richard 1980:29-30). Ακολούθως, η σκιαγράφηση της θέσης και του ρόλου του αρχηγού φυσιοκρατικά περιγράφεται με αρετές που διατρέχουν παραδοσιακά και διαχρονικά το ελληνικό έθνος. Η κατανόηση των πρακτικών του συγκεκριμένου χώρου δεν μπορεί να επιτευχθεί, δίχως την ιδεολογική ταύτιση με μια κοσμοθεωρία που αντιλαμβάνεται τους «εχθρούς της ως υπάνθρωπους, άξιους δηλαδή ακόμη και φυσικής εξόντωσης» (Ψαρράς 2014:19), διαπνεόμενη από ένα αντισημιτισμό που φέρει μορφή ιδεοληψίας συνοδευόμενος από μίσος απέναντι κυρίως στους μετανάστες (Φραγκουδάκη 2013:59), αναπαράγοντας τις ακρότητες του ναζιστικού λόγου ενώ παράλληλα μιμείται τη μιλιταριστική δομή των ναζί, τις συμπεριφορές και το ύφος τους (Φραγκουδάκη 2013:54). Επακόλουθα, ο αντιεβραισμός είναι διάχυτος στις μπροσούρες και τα έντυπα ιστορικών και κοινωνικών αναλύσεων που παρέχει προς τα νυν και εν δυνάμει μέλη του. Στο βιβλίο με τίτλο «Κουμουνιστικές Προδοσίες» (2013:5-6) από τις εκδόσεις «Χρυσή Αυγή» ο συγγραφέας αναφέρει ευθύς εξαρχής στα εισαγωγικά του κειμένου:

«Το ΚΚΕ ιδρύθηκε (αρχικώς ως ΣΕΚΕ – Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος) στις 17-23 Νοεμβρίου 1918 (4-10 Νοεμβρίου με το τότε ισχύον ημερολόγιο), στον Πειραιά, κατά την διάρκεια του 1ου Σοσιαλιστικού Συνεδρίου. Πρωτεργάτης της ιδρύσεως ήταν ο εβραίος Αβραάμ Μπεναρόγια (μέχρι τότε ηγέτου της σιωνιστικής «Σοσιαλιστικής Εργατικής Ομοσπονδίας – Φεντερασιόν»), ενώ συμμετείχαν περίπου 30 σύνεδροι. Ιδού κάποια ονόματα συμμετεχόντων: Σαμουήλ Γιονά, Αβραάμ Πέχνα, Αλμπέρτο Αρδίτι, Ισαά Καρασσό, Χ. Μπενρουμπή, Φραντς Τζουλάτι, Ζακ Βεντούρα (Ιδρυτής της νεολαιίστικης ΟΣΕΝΕ (μετέπετα ΟΚΝΕ, σήμερα ΚΝΕ), Αλμπέρτο Κουριέλ, Αβραάμ Λεβί, Φραντς Πετρούσκα κ.α. Όπως καταλαβαίνεται, η πλειοψηφία των ιδρυτών του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ) ήταν εβραϊκή, όπως και σ’ όλα τα άλλα Κ.Κ. όπου γης. Βεβαίως, στο 1ο Συνέδριο συμμετείχαν και ολίγοι Έλληνες, όπως ο ΝικόλαοςΓιαννιός, που μόλις κατάλαβαν περί τίνος πρόκειται έφυγαν αηδιασμένοι».

Σύμφωνα με το πόρισμα των δύο εφετών για την πολιτική δολοφονία του Παύλου Φύσσα, τα στοιχεία δικογραφίας παραπέμπουν (Ψαρράς 2014:38-39) στο ναζιστικό χαρακτήρα της οργάνωσης, στη (παρά) στρατιωτική δομή της, στην απόλυτη ιεραρχία και την παντοδυναμία του αρχηγού καθώς και την άμεση γνώση των στελεχών για τη δράση των ταγμάτων εφόδου. Ένα δεύτερο, εξίσου σημαντικό με την ιδεολογικο-πολιτική ταυτότητα των χρυσαυγιτών, κομμάτι, είναι αυτό της κοινωνικής ανθρωπογεωγραφικής κατεύθυνσης. Η πολιτική άνοδος της εθνικιστικής ιδεολογίας, προέκταση, των αυξητικών τάσεων της ακροδεξιάς σε περιόδους κοινωνικο-οικονομικής κρίσης, εντοπίζεται κυρίως σε χώρους που συγκεντρώνονται, νεαρών ηλικιών, πρόσωπα όπως τα σχολεία και τα γήπεδα. Η στοχοθεσία της διείσδυσης σε αυτούς τους τόπους συλλογικούς βιώματος προσβλέπει σε έναν εθνικιστικό προσανατολισμό του αντιπαραθετικού φαντασιακού «εμείς και οι άλλοι».

Με κατεύθυνση τις οπαδικές κοινότητες και όχημα τον πατριωτισμό

Η σημερινή νεοφιλελεύθερη κρίση δεν έχει οδηγήσει αυτόματα σε ένα αριστερό αντι-ηγεμονικό ιδεολογικό μπλοκ αλλά και σε άλλα ιδεολογικά σχήματα όπως η «αυταρχική φασίζουσα», με τη μεταφορά και τη μετάφραση της κοινωνικής κρίσης ως εθνικό ζήτημα ή ως αποτέλεσμα των μεταναστευτικών εισροών στη χώρα (Τριμικλινιώτης 2012: 20). Ξεκινώντας με αρχή την πολιτική κατασκευή των εθνών, το εθνικιστικό αίσθημα συνδέεται κοινωνικά, με την παρακμή του έθνους κράτους (Miller 2006) όπου η συζήτηση για το μέλλον του τελευταίου, πυροδοτείται από τη σύγκρουση ανάμεσα στο τοπικό/εθνικό και το πλανητικό/υπερεθνικό στοιχείο (Δεμερτζής 1995: 67). Παρατηρείται, ένας επιθετικός και ταυτόχρονα σοβινιστικός τρόπος εθνικής έκφρασης, με την εθνική ταυτότητα βασισμένη σε ξενοφοβικά και ρατσιστικά θεμέλια να συνδέεται με την πολιτική κατά των μεταναστών και βασικούς παράγοντες στην ανάπτυξη του εθνικισμού τόσο την πτώση του βιοτικού επιπέδου των χαμηλών κοινωνικών τάξεων όσο και την πολιτική περιθωριοποίηση (Hainsworth 2004α: 63-64). Για τη σχέση μίσους, ρατσισμού και εθνικισμού, όπως δηλαδή, πλαισιώνεται η επιμονή στον παθολογικό χαρακτήρα του εθνικισμού από τους προοδευτικούς και διανοούμενους, ο Anderson (1997:213) απαντά ότι «είναι χρήσιμο να θυμηθούμε ότι τα έθνη εμπνέουν αγάπη και συχνά αγάπη που φτάνει στην αυτοθυσία». Προσθέτει επίσης ότι, «τα πολιτισμικά προϊόντα του εθνικισμού – ποίηση, μουσική, πλαστικές τέχνες- δείχνουν καθαρά αυτή την αγάπη με χίλιες διαφορετικές μορφές και τρόπους. Από την άλλη, δείχνουν πόσο σπάνιο είναι στ’ αλήθεια να βρει κανείς ανάλογα προϊόντα του εθνικισμού που να εκφράζουν φόβο και μίσος». Ο Anderson (1997:216-217) δίνοντας μεγάλο βάρος στη γλώσσα [με βαθιές ρίζες στις σύγχρονες κοινωνίες] προσθέτει πως τα πολιτισμικά προϊόντα του εθνικισμού φέρουν βαρύτητα ενέχοντας μια τελετουργική σημασία και έναν «ιδιαίτερο τύπο συγχρονικής κοινότητας». Χρησιμοποιώντας το παράδειγμα των εθνικών ύμνων στις εθνικές εορτές, παρατηρεί την εικόνα μιας συνήχησης [εκκλησιαστικής χορωδίας ] όπου «άνθρωποι εντελώς άγνωστοι μεταξύ τους ψελλίζουν τους ίδιους στίχους στην ίδια μελωδία». Συνακόλουθα, η πολιτική αγάπη για το έθνος, αποκρυπτογραφείται μέσω της γλώσσας που περιγράφει το αντικείμενο της «είτε με το λεξιλόγιο της συγγένειας ή του τόπου καταγωγής». Αυτά τα ιδιώματα «δηλώνουν κάτι με το οποίο είναι κανείς φυσικά δεμένος […] σε καθετί φυσικό υπάρχει πάντοτε κάτι που δεν έχουμε επιλέξει […] η ιδιότητα του να ανήκει κανείς σε έθνος ταυτίζεται με το χρώμα του δέρματος, το φύλο, την καταγωγή και τη χρονολογία της γέννησης – όλα αυτά για τα οποία κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα» (Anderson 1997:215). Στην ακροδεξιά ατζέντα, έμμεσα και άμεσα, ο εθνικισμός παρουσιάζεται ως εγγεγραμμένο στη φύση των πραγμάτων και στις καρδιές των ανθρώπων, κάτι που είναι ψευδές, καθώς ο εθνικισμός ως φαινόμενο και όχι ως δόγμα είναι εγγενής σε μια ορισμένη ομάδα κοινωνικών συνθηκών, έχοντας τις ρίζες του στο βιομηχανικό κοινωνικό σύστημα, του νεότερου κόσμου ως ένα ξεχωριστό είδος πατριωτισμού (Gellner 1992: 221-241). Μέσα σε αυτήν την αρχή ομοιογενών πολιτισμικών οντοτήτων που θεμελιώνουν την πολιτική ζωή και την υποχρεωτική πολιτισμική ενότητα, αρχόντων και αρχομένων (Gellner 1992: 220-221), οι σημερινές ακροδεξιές ιδέες προσπαθούν να συνδεθούν με τον παραδοσιακό εθνικισμό του 19ου αιώνα, όταν συγκροτήθηκαν τα έθνη κράτη, ο οποίος ήταν γεμάτος αξίες και ιδέες, όπως ο ηρωισμός, η θυσία για το καθήκον και η ανθρώπινη ζωή ως ένας σπόρος ελευθερίας των σκλαβωμένων· αναπαράγοντας αυτές τις ιδέες και αφαιρώντας δυο βασικές αξίες, αυτή της εθνικής απελευθέρωσης και της κοινωνικής ελευθερίας (Φρακουδάκη 2013:159). Κάτι που επισημαίνει και ο Ψυχοπαίδης (1995: 64) λέγοντας ότι οι αξίες του εθνοαπελευθερωτικού εθνικισμού τον 19ο αιώνα, φαίνονται σήμερα με ένα λόγο οξυμμένης μισαλλοδοξίας και εχθρότητας απέναντι στην ετερότητα. Παρακάτω, μελετάται το περιεχόμενο δημόσιων ανακοινώσεων και τοποθετήσεων προερχόμενων ενός λόγου που αυτοπροσδιορίζεται ως «εθνικιστικό κίνημα» επ’ αφορμή περιστατικών της αθλητικής καθημερινότητας. Πρόκειται για ένα εθνικιστικό λόγο απευθυνόμενο στο αίσθημα πατριωτικής ευθύνης των οπαδών κάτω απ’ τον οποίο, οποιαδήποτε οπαδική αντιπαλότητα αναιρείται ως εμπόδιο στην υπεράσπιση του έθνους. Η αξία της οπαδικής ταυτότητας αναγνωρίζεται ενώ οι μάχες των οπαδών εμπεριέχουν μια δυναμική, ανάλογη αυτής, που απαιτεί, η υπεράσπιση της πατρίδας. Θεωρείται θεμιτή η εμπέδωση μιας «όχι πολιτικοποιημένης» κουλτούρας της εξέδρας ως εγγύηση απέναντι στο φόβο εργαλειοποίησης της οπαδικής δράσης καθώς το υπάρχον πολιτικό σύστημα και η εφαρμογή ψηφοθηρικών πρακτικών προς τους οπαδούς, κατακρίνονται μέσα σε ένα επιφανειακό αντισυστημικό λόγο. Στις σκέψεις αυτές, το οπαδικό βιολογικό αποτύπωμα είναι η εθνικιστικά προσανατολισμένη συνέχεια ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον και η οπαδική αντίδραση σε ανθελληνικές πρακτικές στα αθλητικά δρώμενα υπερτιμάται εν’ αντιθέσει με τον αντιεθνικιστικό και αντιφασιστικό οπαδισμό που καταγράφεται ως αποτέλεσμα μειοψηφικών διεργασιών.

Όπως σχολιάζει η Φραγκουδάκη (1999:24) η γλώσσα μόνο αθώα δεν είναι καθώς κοινωνικές πληροφορίες και ιδεολογικά μηνύματα εμπεριέχονται μέσα στις λέξεις, σε απλές φράσεις, στους χειρισμούς των λέξεων και στον τρόπο σύνταξης και γραμματικής επιλογής που εφαρμόζει κάθε ομιλητής. Με αυτή τη σκέψη όταν ακούγεται από ένα μέλος της Χ.Α. σε δημόσια τοποθέτηση και συγκεκριμένα σε μια τηλεοπτική εκπομπή, η διακήρυξη, «δεν είμαστε νεοναζί σε καμία περίπτωση, δε είμαστε φασίστες, δεν είμαστε ακροδεξιοί. Είμαστε Έλληνες εθνικιστές» (εκπομπή Αυτοψία, 10 Μαϊου 2012) γεννιέται σε συνέχεια των παραπάνω, το εύλογο ερώτημα γύρω από τον προσδιορισμό του ιδεολογικού περιεχομένου του εθνικισμού. Πρόκειται για έναν όρο, αναφερόμενος στον οποίο ο Ψυχοπαίδης (1995: 53) παρατηρεί μια αμφισημία καθώς παραπέμπει απ’ τη μία σε κινήματα διαμόρφωσης εθνικών κρατών και ένα αξιακό πλαίσιο ελευθερίας και σεβασμού της ετερότητας αλλά και σε ιδεολογίες που προτάσσουν ομοιογενείς χώρους αποκλείοντας την ετερότητα, συνδεόμενες με την καταπίεση, την εκδίωξη και την εξόντωση μειονοτήτων, σε ένα αξιακό περιβάλλον ανελευθερίας, φόβου και άρσης των δημοκρατικών θεσμών. Η σκέψη αυτή περιγράφεται από τον Λέκκα (1995) ως η ύπατη αρχή και ως το μόνιμο πρόβλημα. Η Φραγκουδάκη (2013: 68-55) συνεισφέροντας και σχολιάζοντας το νεοφασιστικό μόρφωμα της Χ.Α. βλέπει τη δημόσια απάρνηση εννοιών όπως «φιλοναζισμός» και «φασισμός» με την διευκρίνιση ότι πρόκειται για εθνικιστές, παρόλο που το μείγμα εθνικιστές και σοσιαλιστές είναι ιστορικά και πολιτικά προσδιορισμένο, μια απάρνηση της φασιστικής ιδεολογίας αν και η περιγραφή της είναι ανατριχιαστικά πιστή. Αυτή η ιδεολογική μετάφραση/απάρνηση φαίνεται ξεκάθαρα στην υποστηρικτή ανακοίνωση της Χ.Α. για τον χαιρετισμό με τεταμένη την δεξιά του ποδοσφαιριστή Γιώργου Κατίδη το 2013 σε αγώνα μεταξύ της Α.Ε.Κ και της Βέροιας. Επιβεβαιωτικά είναι επίσης και τα αποτελέσματα έρευνας στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Προγράμματος MYPLACE, καθώς δείχνουν ότι τα νεαρά άτομα που συμμετείχαν, αποδέχονται τον αυτοπροσδιορισμό της Χ.Α. ως εθνικιστικό κόμμα απορρίπτοντας ως απεχθείς τους χαρακτηρισμούς φασίστες ή νεοναζί. Γι’ αυτά τα άτομα η Χ.Α., θεωρείται ένα πατριωτικό εθνικιστικό κόμμα το οποίο θέτει τους Έλληνες πάνω από όλους και από όλα, επισημαίνει η επιστημονική υπεύθυνη της έρευνας, Αλεξάνδρα Κορωναίου προσθέτοντας τη συστηματική διείσδυση και προπαγάνδα μέσα σε σχολεία και άλλους χώρους δραστηριοτήτων των νέων παραλληλίζοντας την με τη σημασία που έδιναν όλα τα φασιστικά και ναζιστικά κινήματα στη νεολαία. Κάτι ανάλογο αναφέρει και ο Κουσουμβρής (2004:17) στο βιβλίο Γκρεμίζοντας το μύθο της Χρυσής Αυγής, μιλώντας για τα όσα έζησε μέσα σε αυτό το χώρο από το 1990 ως μέλος της. Ενδεχομένως, υπό αυτή τη σκέψη, στις 19 Σεπτεμβρίου 1997, το περιοδικό Χρυσή Αυγή, φιλοξένησε άρθρο με τίτλο «Φίλαθλοι και Εθνικισμός» στο οποίο τονίζεται ότι τόσο στις μεγάλες ομάδες των Αθηνών όσο και στις επαρχιακές, υπάρχουν ισχυροί πυρήνες εθνικιστών οπαδών ενώ στη συνέχεια του άρθρου το παρακάτω απόσπασμα τεκμηριώνει μια ιδιαίτερη αντιμετώπιση της κερκίδας ως ένα ευνοϊκό πεδίο για την άνθηση της εθνικιστικής δράσης,

«οι χώροι των αθλητικών συναντήσεων προσφέρονται για την προώθηση των εθνικιστικών θέσεων και ιδεωδών και φυσικά δε θα μείνουμε άπραγοι στο συγκεκριμένο τομέα. Το θέμα αυτό έχει πολύ «ψωμί» για να το αφήσουμε ανεκμετάλλευτο».

Σύμφωνα με την Φραγκουδάκη (2013:59) η Χ.Α. θέτει τους Έλληνες και τον Ελληνισμό ως απειλούμενους με κίνδυνο εξαφάνισης στη βάση τριών σχεδίων συνωμοσίας. Το πρώτο σχέδιο συνδέεται με την πρόκληση της οικονομικής κρίσης σκοπεύοντας στην εξόντωση των Ελλήνων, το δεύτερο με τη πρόθεση σιωνισμού ως δείγμα ζήλειας και μίσους απέναντι στον Ελληνισμό και το τρίτο, σε συνδυασμό με τα δυο προηγούμενα, προσβλέπει στην βιολογική αλλοίωση, από την είσοδο των μεταναστών στην χώρα (Φραγκουδάκη 2013:59-60). Πέραν του μεταναστευτικού και προσφυγικού φαινομένου, και άλλα ζητήματα όπως το επίκαιρο, της ονομασίας των Σκοπίων και των συλλαλητηρίων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη στις αρχές του 2018 φέρνουν στο προσκήνιο τη ρητορική της απειλής και συνδέονται σε ένα παζλ αναπαραστάσεων του οπαδικού, πιθανά μονόπλευρά, όμως εγείροντας προβληματισμούς για το μέλλον και τα πρόσωπα της κερκίδας. Επίσης, προτού της ψήφισης του νομοσχεδίου για την αντιμετώπισης της βίας στους αθλητικούς χώρους, το 2015, στην ολομέλεια του Ελληνικού Κοινοβουλίου, εισηγητής του Λαϊκού Συνδέσμου Χρυσή Αυγή, είναι ο Αντώνιος Γρέγος. Στα λόγια της τοποθέτησης του Βουλευτή της Χ.Α. στην Ολομέλεια, το οπαδικό συναίσθημα οφείλει να μην συγκρούεται με το πατριωτικό. Οι αναφορές στα εθνικά συγκροτήματα, όπως η παρακάτω, γεννούν το αίσθημα υπερηφάνειας σε μια φαντασιακή συγγένεια, η οποία διαιρείται από τους εσωτερικούς «άλλους» αριστερούς. Τα χαρακτηριζόμενα ρατσιστικά συνθήματα με εθνικιστικό πρόσημο προς γείτονες χώρες (FYROM, Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και Τουρκία) δεν θα πρέπει να τυγχάνουν κάποιας τιμωρίας σε αντίθεση με τις παρακάτω περιπτώσεις που εγκρίνεται η παραδειγματική τιμωρία.

«Θα ήθελα να κάνω μία παράκληση από του Βήματος της Βουλής προς τους οπαδούς όλων των ομάδων -μια που μιλάμε γι’ αυτό το νομοσχέδιο- και να τους πω ότι οι ομάδες δεν είναι πάνω απ’ όλα. Πάνω απ’ όλα είναι η πατρίδα. Πάνω απ’ όλα είναι η ανθρώπινη ζωή. Καλό θα είναι κάθε οπαδός μιας ομάδας όταν σηκώνει το χέρι να πετάξει μια πέτρα να έχει κατά νου ότι δεν ξέρει τι ζημιά μπορεί να προκαλέσει αυτή η κίνηση».

«Είναι σημαντικό να προστατευθούν οι ομάδες και κυρίως η Εθνική Ομάδα που μας έχει κάνει όλους υπερήφανους. Όχι όλους, τους πιο πολλούς από μας. Γιατί κάποιοι δεν αισθάνονται υπερήφανοι -κάποιας αριστερής παράταξης- με τις επιτυχίες της Εθνικής Ομάδας, το έχουν δηλώσει κιόλας».

«Λέγαμε σε αυτές τις επιστολές ότι δεν μπορεί σε καμία αθλητική οργάνωση να χρησιμοποιείται ο όρος «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ». […] Σχετικά με τα ρατσιστικά συνθήματα, αυτά δεν μπορούν να κριθούν αντικειμενικά. Για παράδειγμα, το σύνθημα «η Κωνσταντινούπολη είναι ελληνική» είναι ρατσιστικό σύνθημα; Ποιος και πώς κρίνει ένα σύνθημα ρατσιστικό; Εδώ πρέπει να πούμε ότι υπάρχουν αθλητές -και δυστυχώς πολλοί από αυτούς είναι επαγγελματίες- που προκαλούν τους οπαδούς, φορώντας κάποια μπλούζα με κάποιο σήμα που προσβάλλει τη δική μας την πατρίδα ή την πατρίδα κάποιου άλλου. Η τιμωρία αυτών πρέπει να είναι παραδειγματική».

Η Γαλάζια Στρατιά και η δολοφονία του Gramoz Palushi

«Αίμα για την Ελλάδα. Θα καούν όλοι οι Αλβανοί.

Από εδώ δεν θα περάσει κανένας. Θα τους κάψουμε όλους, όλους»

Η οργανωμένη επέμβαση αυτού του πολιτικού φορέα, στο χώρο του αθλητισμού καλείται «Γαλάζια Στρατιά», ένας φορέας οπαδών της Εθνικής Ομάδος Ποδοσφαίρου που πρωτοστάτησε των επεισοδίων το Σεπτέμβριο του 2004, με θύμα τον Αλβανικής καταγωγής Γκράμος Παλούσι (αλβανικά: Gramoz Palushi) συμβάλλοντας στην νομιμοποίηση και κάλυψη πρακτικών πογκρόμ ενάντια σε μετανάστες. Τα εθνικιστικά αφηγήματα, στα πλαίσια μιας φαντασιακής ενότητας με το πολιτισμικώς όμοιο και σε διάκριση με το πολιτισμικώς διάφορο, ενσαρκώνουν τρόπους κατανόησης του αντικειμένου τους, ορίζουν το έθνος και ορίζονται απ’ αυτό, καθιστώντας το αντικείμενο ενεργητικής παρέμβασης (Λέκκας 1995:233-234). Η νύχτα της 4ης Σεπτεμβρίου και το κυνήγι κατά των Αλβανών έχει σχολιασθεί σε τροχιά παράλληλης ανάλυσης με το κυνήγι της αλεπούς στο έργο για τον αθλητισμό και τη βία του Ν. Elias (Γκολφινόπουλος 2007:27-30). Συγκεκριμένα, στο στάδιο Κεμάλ Σταφά (αλβανικά: Stadiumi Qemal Stafa) των Τιράννων (αλβανικά: Tirane), οι γείτονες χώρες, συναντιόντουσαν, στα πλαίσια της προκριματικής φάσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006. Η ήττα της Ελληνικής ομάδας με 2-1, επέφερε τον ξυλοδαρμό Αλβανών που πανηγύριζαν την νίκη της ομάδας τους στο εσωτερικό της χώρας(Γκολφινόπουλος 2007:27). Τριακόσιοι τραυματίες σε όλη τη χώρα, ενώ ο Αλβανός Γκράμος Παλούσι, έπεσε νεκρός από μαχαιριές ενός Έλληνα που δεν ανέχτηκε τους πανηγυρισμούς του στη Ζάκυνθο (Γκολφινόπουλος 2007:19). Αυτό που επισημαίνεται (Γκολφινόπουλος 2007:29) είναι ότι ο ποδοσφαιρικός αγώνας δεν ακολουθήθηκε από την κάθαρση και τη χαλάρωση της έντασης με αποτέλεσμα ο κυνηγός, δηλαδή το έθνος, να ξαναπάρει το όπλο του καθώς τα σκυλιά του απέτυχαν. Τα σκυλιά, δηλαδή οι παίκτες της εθνικής Ελλάδας αποτελούν μια ιδεατή προέκταση, καλούμενοι να νικήσουν για λογαριασμό του έθνους που τους παρακολουθεί (Γκολφινόπουλος 2007:29). Σε αυτή τη βάση, ο Π.Η. μιλώντας στο φακό μια ημέρα μετά την επιστροφή του από ένα ταξίδι στην Ιταλία προς χάρη υποστήριξης της Λάτζιο (ιταλικά: SS Lazio) στον αγώνα της τελευταίας με την ιταλική Ρόμα (ιταλικά: Roma), αναφέρεται στο κύμα εθνικιστικών και ρατσιστικών επιθέσεων μετά το τέλος του αγώνα Αλβανία-Ελλάδα το 2004. Συγκεκριμένα, έγκρινε, τα επεισόδια που προκλήθηκαν σε μήκος «εθνικής επικράτειας», μια δικαιολογημένη αντίδραση στις προκλήσεις του ξένου σε έναν τόπο, όπου δεν δικαιούται να πανηγυρίσει καθώς αυτό το δικαίωμα το έχει μόνο όποιος είναι κομμάτι του εμείς, δηλαδή του «έθνους».

«Καταρχήν δεν μπορεί να χρεώσουμε την γαλάζια στρατιά ότι ήταν ο πρωτεργάτης αυτών των επεισοδίων, η δύναμη μας δεν είναι τέτοια, εξάλλου τα επεισόδια ξεκίνησαν από τον Έβρο, από το Σουφλί μέχρι το Γαιδουρονήσι, όπου υπήρχε Αλβανός, ο οποίος προκαλούσε γιατί βγήκαν εκείνη την ημέρα και προκάλεσαν όλοι, υπήρξε αυτόματη αντίδραση πιστεύω όλων των Ελλήνων, ανεξαρτήτου ηλικίας και οπαδικής προτιμήσεως».

Σε άλλο σημείο του ίδιου ρεπορτάζ παρεμβάλλεται η άποψη του Α.Γ, εκπροσώπου της Γαλάζιας Στρατιάς Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την οποία η προσβολή εθνικών συμβόλων νομιμοποιεί τη βίαιη αντίδραση στο εμείς.

«Έχουν δηλώσει και είμαστε κατά της βίας όχι μόνο στα γήπεδα σε οποιοδήποτε οπουδήποτε, στην μοναδική περίπτωση που θα δικαιολογούσα μια βίαιη αντίδραση είναι στο κάψιμο της ελληνικής σημαίας […] είναι υποχρέωση του καθενός να υπερασπίσει το πιο ιερό πράγμα που υπάρχει την ελληνική σημαία».

Στο ίδιο ρεπορτάζ πέραν από τις αντιδράσεις σε σχέση με τη διεξαγωγή αναμετρήσεων των εθνικών ομάδων με το εθνόσημο, προστίθενται και περιπτώσεις διακρατικών σχέσεων κυρίως με τους γείτονες, όχι μονάχα με τη ΦΥΡΟΜ αλλά και με την Τουρκία, με την αύξηση των συμμετεχόντων στην Γαλάζια Στρατιά να αποδίδεται στην Ελληνο-Τουρκική υποψηφιότητα συνδιοργάνωσης του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου Ποδοσφαίρου για το 2008.

«Πάρα πολλά μέλη της Γαλάζιας Στρατιάς είναι μέλη της Χ.Α και το ανάποδο. Αλλά από εκεί και πέρα και η Χρυσή Αυγή έχει ανθρώπους οι οποίοι δεν τους ενδιαφέρει το ποδοσφαιρικό ζήτημα άρα και η γαλάζια στρατιά όπως και η γαλάζια στρατιά έχει ανθρώπους οι οποίοι είναι πατριώτες οι οποίοι δεν είναι ενταγμένοι στη Χ.Α. και δεν θα είναι ποτέ».

Με αυτό τον τρόπο, η συμμετοχή στη Γαλάζια Στρατιά δεν προϋποθέτει σύμφωνα με τον Π.Η, τη συμμετοχή στη Χ.Α., αλλά μονάχα μια ηθική πατριωτισμού. Το πατριωτικό αίσθημα για ένα μέλος της Γαλάζιας Στρατιάς εντοπίζεται παράλληλα της συμμετοχής στο βαλλόμενο εθνικιστικό κίνημα όπως σχολιάζει στο συγκεκριμένο ηχητικό αρχείο ο Γ.Τ. και ο Χ.Σ.

«Εθνικισμός, σημαίνει κάποιος, οποίος αγαπάει την πατρίδα του και αγωνίζεται για αυτή, αυτός είναι εθνικιστής. Εκτός από εθνικιστής είναι και φυλετιστής γιατί πάνω από όλα θέλει το μεγαλείο του ελληνισμού [.] εθνικισμός είναι μια καλή έννοια, η οποία έχει αμαυρωθεί τα τελευταία χρόνια με τους λεγόμενους προοδευτικούς, οι οποίοι με το να το πιπιλίζουν συνεχώς στα κανάλια, έχει χαλάσει την ευγενική του έννοια, πιστεύω. Εθνικισμός είναι η αγάπη για το έθνος, η αγάπη για τα ήθη και έθιμα της πατρίδος μας. Αυτό ακριβώς είναι και είμαι υπερήφανος που είμαι εθνικιστής, πιστεύω και πατριώτης».

Και ενώ η συζήτηση συνεχίζεται, το προηγούμενο μέλος [Π.Η.] επανέρχεται πιάνοντας το νήμα από το φυλετισμό που τέθηκε προηγουμένως, δίνοντας μια αιτιολόγηση των πρακτικών πογκρόμ ενάντια στους έγχρωμους που ζουν εντός της ελληνικής επικράτειας, εκφράζοντας έναν βιολογικό ρατσιστικό λόγο, υπό την επίκληση μιας θεοκρατικής λευκής κοινωνίας της τελειότητας.

«Ο θεός έπλασε τους άσπρους για να είναι άσπρους, τους μαύρους για να είναι μαύρους, τους κόκκινους για να είναι κόκκινους, τους κίτρινους για να είναι κίτρινους. Μεταξύ άσπρων μαύρων, πάλι, είναι κάτι παραφύση, λάθος, καλώς ή κακώς. Δεν είναι θέμα ανωτερότητας ή κατωτερότητας κάποιου ανθρώπου, είναι θέμα ότι είναι λάθος σύμφωνα με τη φύση».

Μια δεκαετία αργότερα το κυνήγι διασφάλισης του Homo nordicus είχε το ίδιο φόντο. Μετά την λήξη του αγώνα ανάμεσα στις ποδοσφαιρικές αντιπροσωπείες της Ελλάδας και της Ακτής Ελεφαντοστού στα πλαίσια των προκριματικών για το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου ο καταγόμενος από το Μπανγκλαντές αφηγείται σε δημοσιογράφους,

«Κατεβαίνοντας τη Φωκίωνος Νέγρη, έβλεπα τον κόσμο να πανηγυρίζει. Άρχισα κι εγώ να χειροκροτάω και να γελάω, ήταν υπέροχη ατμόσφαιρα […] Ξαφνικά είδα από απέναντι κάποιους με σημαίες της Ελλάδας, να πλησιάζουν τους Αφρικανούς που κάθονταν στην πλατεία και να τους χτυπούν με κλοτσιές και μπουνιές. Άρχισαν να έρχονται προς το μέρος μου. Φοβήθηκα και έτρεξα προς τη Δροσοπούλου […] Πρέπει να είχε φτάσει μία και μισή, όταν εμφανίστηκαν ξαφνικά από παντού άτομα με σημαίες. Μου έκανε εντύπωση που ήταν μεγάλοι άνθρωποι, όχι μικροί σε ηλικία. Έριχναν ξύλο, σε όποιον είχε μαύρο χρώμα ή χρώμα σαν το δικό μου, δεν τους ενδιέφερε αν ήταν άντρας ή γυναίκα. Ήρθε ένας πίσω μου, με τράβηξε από την τσάντα που είχα στον ώμο και άρχισε να με χτυπάει στο πρόσωπο. Τον έσπρωξα και το έβαλα στα πόδια. Είδα κι άλλους να έρχονται πίσω μου, αλλά ήμουν τυχερός γιατί πέρασε το τρόλεϊ και μπήκα μέσα. Αυτοί συνέχιζαν να με κυνηγούν και να με βρίζουν.Μέσα από το τρόλεϊ, έβλεπα εστίες από δέκα-είκοσι άτομα να γρονθοκοπούν μετανάστες σε αρκετές γωνίες στην πλατεία Κολιάτσου. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το κάνουν αυτό» .

Αν και αυτό το συμβάν δεν καταγράφεται επισήμως μέσα στη διαδρομή της Χ.Α., η παραπάνω δράση κινείται σαφέστατα μέσα στα όρια του κλίματος σοβινιστικής αντιμετώπισης του έτερου. Η πολλαπλότητα του προσώπου αυτής της αφήγησης εμπεριέχει και άλλες οργανώσεις, οι οποίες δρουν και λειτουργούν παράλληλα. Για παράδειγμα, οι Ανένταχτοι Μαίανδριοι Εθνικιστές ως «μια μαχητική Εθνικιστική/Εθνικοσοσιαλιστική οργάνωση με ιεραρχία, καθήκοντα και υποχρεώσεις» υφίσταται αποστασιοποιημένη από τη Χ.Α. μετά την είσοδο της στο Ελληνικό Κοινοβούλιο το 2012. Η Ελληνική Οργάνωση Χ (Ελληνική Ένωση Συνδέσμων Ασφάλειας Αθλητισμού και Αυτοάμυνας) ακολουθώντας πρακτικές της πατριωτικής πολιτοφυλακής αρνούνται οποιαδήποτε σχέση με την Χ.Α. αλλά την αναγνωρίζουν ως νόμιμο εθνικιστικό κίνημα. Οι Blood and Honour Hellas (ελληνικά: Αίμα και Τιμή Ελλάδας) ως μουσικοπολιτική ομάδα στοχεύει στο να προσελκύσει τη λευκή ελληνική νεολαία στα δικά της πιστεύω και την πολιτική της δράση κάνοντας συχνές εμφανίσεις και στους αγώνες της Εθνικής Ελλάδας Ποδοσφαίρου. Η προσπάθεια διείσδυσης ομάδων στην κερκίδα και τις οπαδικές κοινότητες με κίνητρα κατήχησης ακροδεξιών ιδεών δεν συναντάται μόνο στα ελληνικά γήπεδα όπως και η δράση εθνικιστικών ομάδων επ’ αφορμή αναμετρήσεων μεταξύ εθνικών ομάδων, δεν αποτελεί μονάχα ελληνικό φαινόμενο. Όπως μας πληροφορεί ο Boniface (2008: 196) παρουσιάζοντας την άποψη ενός Ιταλού της κερκίδας, σύμφωνα με την οποία, οι φασιστικές ομάδες «εξουσιάζουν» το ιταλικό ποδόσφαιρο, ενώ η άκρα δεξιά προσπαθεί να μετατρέψει τα πέταλα των φανατικών οπαδών σε βιτρίνα των ιδεών της. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Negri σε συνέντευξη του όταν ρωτάται, διαπιστώνει ότι οι φασιστικές οργανώσεις προσπαθούν να ανατρέψουν ότι θετικό κάνουν οι άνθρωποι, προσθέτοντας ακόμη ότι, κάνουν το ίδιο με το ποδόσφαιρο. Μεταξύ αυτών των χώρων, ακροδεξιάς αφηγηματολογίας, εμφανίζονται κατά καιρούς και δρόμοι δικτύωσης.

Η φανέλα του Kaçe

Σε συνέχεια του παραπάνω σκεπτικού, θα προσπαθήσω παρακάτω, να έρθω κοντύτερα στο αφήγημα που ξεδιπλώνεται προς τις οπαδικές κοινότητες χρησιμοποιώντας δύο πρόσφατα περιστατικά. Όσον αφορά το πρώτο, στις αρχές του Σεπτέμβρη του 2013 σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, ο ποδοσφαιριστής του ΠΑΟΚ Κάτσε, εμφανίστηκε με μπλούζα, η οποία παρέπεμπε σε Αλβανική υπερεθνικιστική παραστρατιωτική οργάνωση (UCK). Σε μια καταγγελτική ανακοίνωση του κόμματος της Χ.Α. ως μια επίσημη παρέμβαση πολιτικού χώρου σε οπαδική κοινότητα, γίνεται μια εκτενής αναφορά στο γεγονός, ενώ ο ποδοσφαιριστής χαρακτηρίζεται ως «ένας φανατικός αλβανός ανθέλληνας». Πρόκειται για την κατασκευή μιας απειλής της εθνικής υπόστασης που προσωποποιείται, με το ρατσιστικό λόγο να συμπληρώνει την προώθηση εθνικιστικών αντιλήψεων. Πρόκειται για μια αναμενόμενη στάση του ακροδεξιού μορφώματος, λαμβάνοντας υπόψη την εκφρασθείσα προγραμματική θέση στον τομέα του αθλητισμού και του πολιτισμού περί περιθωριοποίησης των «καλλιτεχνών» που προσβάλλουν εθνικά, θρησκευτικά και ιστορικά σύμβολα.

«Ο τύπος αυτός πρέπει να είναι ανεπιθύμητος στις τάξεις των οπαδών του ΠΑΟΚ, ενός Ένδοξου Συλλόγου Προσφύγων (και όχι «μεταναστών» όπως πονηρά συγχέουν κάποιοι τις έννοιες). Ο λαοφιλέστερος αθλητικός Σύλλογος της Βορείου Ελλάδος, με ρίζες τόσο στην Κωνσταντινούπολη από την οποία προήλθαν οι δημιουργοί του όσο και από την Μακεδονία στην οποία ιδρύθηκε, με σήμα τον Δικέφαλο Αετό, αιώνιο σύμβολο του Βυζαντίου και του Αλύτρωτου Ελληνισμού, πρέπει να αντιδράσει στην προκλητική ενέργεια του Αλβανού υπαλλήλου του, ο οποίος προσβάλλει με την πράξη του το DNA του ΠΑΟΚ».

Σε αυτή την κατεύθυνση, η ανακοίνωση καλούσε τους οπαδούς του Π.Α.Ο.Κ, να αντιδράσουν χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα την αδελφοποίηση των τελευταίων με τους οπαδούς της Παρτιζάν Βελιγραδίου (σέρβικα: Партизан) Grobari (Νεκροθάφτες) οι οποίοι αυτοχαρακτηρίζονται ως εθνικιστές οπαδοί, ταυτίζοντας τα δυο ετερόκλιτα σώματα οπαδών και χρησιμοποιώντας ως δεύτερο επιχείρημα την ιστορία του Π.Α.Ο.Κ δηλαδή, το οπαδικό DNA που φέρουν οι γενιές των υποστηρικτών του.

«Έχει, επίσης, πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε την αντίδραση των οργανωμένων οπαδών του ΠΑΟΚ, οι οποίοι μάλιστα είναι αδελφοποιημένοι με τους οργανωμένους οπαδούς της Παρτιζάν Βελιγραδίου. Συγκεκριμένα, με τον σύνδεσμο οπαδών Grobari (Νεκροθάφτες), οι οποίοι είναι δηλωμένοι Εθνικιστές. Ήδη στο διαδίκτυο τα αρνητικά σχόλια οπαδών του ΠΑΟΚ εναντίον του είναι αρκετά. Με δεδομένο, μάλιστα, το εμετικό σχόλιο το οποίο συνόδευε την φωτογραφία του Κάτσε και έλεγε ότι «Δεν υπάρχει Τσαμουριά, ούτε Κόσσοβο, ούτε Μακεδονία, μόνο η Μεγάλη Αλβανία» δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για τις πραγματικές προθέσεις του εν λόγω ποδοσφαιριστή».

Σε αυτήν την επίθεση, πάνω σε μια ιδεολογία του κοινωνικού βιολογισμού και της φαντασιακής οικογένειας, οι οργανωμένοι οπαδοί του Π.Α.Ο.Κ, σχολιάζοντας δίχως να επιμείνουν στην ενέργεια του αθλητή, χαρακτηρίζοντας την ως μια βλακώδη, άκυρη και αψυχολόγητη ενέργεια, τοποθέτησαν τις αντιδράσεις που επέφερε μέσα στα κοινωνικά και πολιτικά συμφραζόμενα της οπαδικής σκέψης προς τη δράση όσων βρίσκονται εκτός της. Η απάντηση στα επιχειρήματα της Χ.Α., ήρθε με την λογική υπεράνω όλων η ομάδα και την αυτοοριοθέτηση του τι σημαίνει να υποστηρίζεις την ομάδα του Π.Α.Ο.Κ.

«Όλοι αυτοί που παρακολουθούν με μία εκπληκτική απάθεια την καταστροφή των ζωών τους, την οριστική κατάργηση των λιγοστών κοινωνικών παροχών και την επικράτηση των βάρβαρων πολιτικών ακραίας λιτότητας ξεσηκώθηκαν από το πληκτρολόγιο. Αυτή η παράξενη συνομοταξία δουλοπρεπών ανθρώπων, που έχουν γίνει οικονομικά πειραματόζωα και ανέχονται να τους κυβερνάνε ένα μάτσο ηλίθιοι τηλεπλασιέ και πνευματικά ανάπηροι πολιτικοί. Αυτοί που έχουν βαλθεί να παραμείνουν θεατές στην προσπάθεια των «ηγετών» τους να γυρίσουν την Ελλάδα στο 1960, αποφάσισαν ότι χρειάζεται ακόμα ένα εύκολο θύμα για να ξορκίσουν την αψυχολόγητη απάθεια που τους έχει πλακώσει […] το όνομα και η τεράστια πολιτιστική κληρονομιά του ΠΑΟΚ δεν προσφέρονται για πολιτικά παιχνίδια από κανένα κόμμα ή κομματικό μόρφωμα. Όποιος κάνει ότι δεν το καταλαβαίνει αυτό θα φάει τα μούτρα του, είτε είναι εντός ΠΑΟΚ, είτε είναι εκτός […] ο ΠΑΟΚ είναι ένας σύλλογος περήφανων μεταναστών, από αυτών που ήρθαν σφαγμένοι και κυνηγημένοι σαν Έλληνες από την Τουρκία και όταν ήρθαν στην Ελλάδα τους φέρθηκαν σαν σκουπίδια επειδή ήταν Τούρκοι».

Μετέπειτα της επιθετικής, στη Χ.Α., απάντησης των οργανωμένων οπαδών, η τελευταία, με νέα ανακοίνωση επιδιώκοντας έναν ενδοσωματειακό οπαδικό διχασμό, αναφέρεται σε πλειοψηφίες και μειοψηφίες, προσδίδοντας στις πρώτες το χαρακτήρα του πραγματικού οπαδού, του παράλληλα υποστηρικτή του έθνους, ενώ στις δεύτερες με όρους παθογένειας τη κρίση εθνικής συνείδησης, όπως φαίνεται στο παρακάτω απόσπασμα,

«ΕΝΟΣ συνδέσμου οπαδών, με μερικές δεκάδες μέλη, τα οποία θα πρέπει να διευκρινίσουν αν συμφωνούν με τις κατά καιρούς κατάπτυστες ανακοινώσεις της ηγεσίας του συνδέσμου αυτού πάνω στα εθνικά θέματα» […] «η «δυναμική» του συγκεκριμένου συνδέσμου είναι τέτοια, ώστε όταν πριν από μερικά χρόνια επιχείρησαν να σηκώσουν τουρκική (!) σημαία σε αγώνα καλαθοσφαίρισης ΠΑΟΚ – Άρης, υποτίθεται «για να την μπουν» στους Αρειανούς, ο σβέρκος τους κοκκίνισε από τις «φιλικές» συμβουλές άλλων συνδεσμιτών του ΠΑΟΚ». […] Γίνονται, όμως, ακόμη πιο γελοίοι, κατάπτυστοι, ανιστόρητοι, αντιΠΑΟΚτσήδες και πάνω απ’ όλα ανθέλληνες όταν, λίγο παρακάτω, λένε τα εξής: «Ο ΠΑΟΚ είναι ένας σύλλογος περήφανων μεταναστών, από αυτών που ήρθαν σφαγμένοι και κυνηγημένοι σαν Έλληνες από την Τουρκία και όταν ήρθαν στην Ελλάδα τους φέρθηκαν σαν σκουπίδια, αντιμετωπίζοντάς τους σαν Τούρκους» […] «Αν εσείς έχετε συμπλέγματα κατωτερότητας, ψυχολογικά προβλήματα και κρίση εθνικής συνείδησης, αυτό σίγουρα δεν αφορά σε καμιά περίπτωση τους Κωνσταντινουπολίτες, Ποντίους και Μικρασιάτες αδερφούς μας, μέρος των οποίων συνετέλεσαν και στην δημιουργία του ΠΑΟΚ.» […] «Το ότι έχετε άκρες με δημοσιογράφους και «παίζετε καλά» το επικοινωνιακό παιχνίδι, προσπαθώντας να δείξετε ότι η δική σας αναιμική και τσιριχτή φωνούλα εκφράζει όλους τους οργανωμένους οπαδούς του ΠΑΟΚ, δεν αλλάζει την θλιβερή για εσάς πραγματικότητα: ότι, δηλαδή, είστε ανύπαρκτοι και χρησιμοποιείτε τον ΠΑΟΚ για να περνάτε διεστραμμένες απόψεις οι οποίες, συν τοις άλλοις, δρουν και εναντίον του Συλλόγου αυτού» [,..]«Αν το Χρήμα βρίσκεται πάνω από την Ιστορία ενός Ένδοξου Συλλόγου, δημιουργήματος ΕΛΛΗΝΩΝ Προσφύγων (και όχι Αφγανών, Πακιστανών, Αλβανών μεταναστών) ας το δηλώσουν και στους πραγματικούς οπαδούς του ΠΑΟΚ που νιώθουν υπερήφανοι για την αθλητική επιλογή τους, πολύ περισσότερο όμως για το γεγονός ότι είναι Έλληνες το Γένος».

Οι θέσεις περί ενδοσωματειακής πολιτικής αντιπαλότητας που ακούστηκαν επέφεραν κοινή απάντηση των Σ.Φ. Π.Α.Ο.Κ. Αθηνών, Πανελλήνιος, Κορδελιό, Βέροια, Αλεξάνδρεια, στην οποία προβάλλεται μια πολιτική αυτοπροσδιοριζόμενη ταυτότητα του ΠΑΟΚ, βασισμένη στη φρασεολογία του «πάνω απ’ όλα η ομάδα».

«Ο Π.Α.Ο.Κ. το μεγαλύτερο επαναστατικό κίνημα που γνώρισε τούτος εδώ ο τόπος, δεν είναι ούτε δεξιός, ούτε αριστερός, ούτε κεντρώος, πολλώ δε μάλλον, δεν είναι φασίστας» [,..]«Υπηρετείται με πάθος από ετερόκλητους ανθρώπους διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων, που χαλασμένα από την προπαγάνδα και τον προσηλυτισμό μυαλά είναι αδύνατον να αντιληφθούν. Για όλους εμάς τους Συνδεσμίτες ΠΑΟΚτσήδες, Ο Π.Α.Ο.Κ. , Η Τούμπα, Ο Αδελφός Που Κρατάμε Από Το Μπράτσο Τραγουδώντας «Και Σας Λέει Η Μαμά Σας…» Είναι Πάνω Από Όλα, πάνω από οικογένειες, σπίτια, ιδεολογήματα και λοιπές διχαστικές π… με τις οποίες επί δεκαετίες ποτίζανε πολιτικάντηδες παντός τύπου το πόπολο, με αποτέλεσμα την σημερινή σήψη της κοινωνίας. Πατρίδα μας και Θρησκεία μας ο ασπρόμαυρος Δικέφαλος Αετός».

Μετά από λίγες μέρες υπήρξαν επιθέσεις στα γραφεία της Χ.Α. στη Θεσσαλονίκη285 και δεκάδες προσαγωγές οπαδών του ΠΑΟΚ, από την αστυνομία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οπαδοί άλλων ομάδων να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους στους οπαδούς του ΠΑΟΚ.

«Όσο και αν θέλουνε κάποιοι να παρουσιάσουν τις κερκίδες χωρίς.. πολιτικό χρώμα, γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο, ότι κανείς δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος από τα όσα συμβαίνουν καθημερινά στις ζωές μας και στην κοινωνία μας, που έχουν άμεσο αντίκτυπο στα όσα συμβαίνουν στα γήπεδα […] Είναι μεγάλη ικανοποίηση οι αντιδράσεις να μην επικεντρώνονται από χρώματα σε χρώματα, με χαρακτηριστικά παραδείγματα το Πανιώνιος-ΠΑΟΚ, το Γιάννενα – Ατρόμητος ή ακόμη και το Παναιτωλικός-Ηρακλής, αλλά απέναντι στην καταστολή και σε λογικές μίσους, ρατσισμού, φασισμού και άλλων μισαλλόδοξων αντιλήψεων».

Οι συναντήσεις της πράσινης φυλής

Το πρώτο συμβάν υποδηλώνει ένα σχεσιακό μεταξύ ακροδεξιάς και οπαδικών κοινοτήτων, εν προκειμένω του Π.Α.Ο.Κ, με ένα περιεχόμενο αμιγώς συγκρουσιακό, ενδεικτικό των θέσεων που ενέχουν τις δυο πλευρές. Ξεκάθαρα φαίνεται ότι η βλέψη του πολιτικού μηχανισμού είναι η διείσδυση μέσα σε μια κοινότητα, προσβλέποντας σε πιθανά οφέλη και η απάντηση της παοκτζήδικης κοινότητας με κύριο σκοπό να αναχαιτίσει τη πιθανότητα ρωγμών στο εσωτερικό.

Στη διαδρομή της έρευνας, όμως, συναντήσαμε και διαβάσαμε για μέλη συνδέσμων οπαδών που έχουν συμμετάσχει σε διαδικασίες επιλογής αντιπροσώπων όπως εθνικές ή αυτοδιοικητικές εκλογές, υποστηρίζοντας μεταξύ των άλλων και το χώρο της Χ.Α. Η πιο κάτω, αναλυόμενη ρητορική, ξεδιπλώνεται τέμνοντας το εθνικιστικό φρόνημα με την ταυτότητα των οπαδών. Σε αντίθεση με τις παραπάνω αψιμαχίες, η οπαδική ταυτότητα σε πολλές περιπτώσεις, αναγνωρίζεται ως πολιτική δύναμη και πολιτικά υγιής όταν υπερασπίζεται το έθνος. Σε αυτή τη λογική, η πολιτική διαφοροποίηση των οπαδών μέσα στο γήπεδο είναι αποδεκτή, υπό την προϋπόθεση της αυτόματης υπαγωγής της μέσα στο στρατό υπεράσπισης του έθνους. Πρόκειται, για την περιβόητη, πολυσύνθετης ανάλυσης, ρητορική του «πάνω απ’ όλα η ομάδα» που γίνεται πολιτική, όπως θα εξεταστεί στη συνέχεια. Όσον αφορά το δεύτερο γεγονός, το 2014 πραγματοποιείται εκδήλωση από τον συνδυασμό Ελληνική Αυγή που συμμετέχει στις τότε επερχόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές, χώρος κατ’ ουσία στηριζόμενος από το κόμμα της Χ.Α., με θέμα το ζήτημα της ανέγερσης γηπέδου του Παναθηναϊκού. Ο Κ. ο οποίος στην αρχή της ομιλίας του αυτοπροσδιορίστηκε «όχι μόνο σαν πρώην ηγέτης των οπαδών του Παναθηναϊκού αλλά πάν απ’ όλα σαν αυτό που γεννήθηκα σας απλός Έλληνας», υποψήφιος της Ελληνικής Αυγής, προερχόμενος από τις οπαδικές τάξεις του συλλόγου, ως ηγέτης, δηλαδή ένα υποκείμενο με διαδρομή στο χώρο, με γνώση της ιστορίας του συνδέσμου και του αθλητικού συλλόγου, εκφράζει έναν ιδιαίτερο πληθωρικό λόγο, γεμάτο με «λέξεις-αξίες» (Φραγκουδάκη 1999). Οι επαναλαμβανόμενες έννοιες της Πατρίδας, της Παράδοσης, του Θεού και του Έλληνα τοποθετούνται διάσπαρτα μέσα στο ξετύλιγμα της οπαδικής του ιστορίας. Σε ένα ακροατήριο που περιλαμβάνει και οπαδούς του συλλόγου, τα όρια οπαδικής και εθνικιστικής δράσης, είναι δυσδιάκριτα καθώς η συμμετοχή στο εμείς περιγράφεται αιτιολογικά από την εικόνα του Έλληνα οπαδού – εαυτού ενώ τα βιώματα της κερκίδας συμπορεύονται με την απειλή εξαφάνισης του έθνους.

«Εγώ όλα μου τα χρόνια που πήγαινα στο γήπεδο, έχω μάθει να υπηρετώ μια σημαία πράσινη με ένα τριφύλλι και είναι πολύ εύκολο και κατανοητό να καταλάβει κανένας γιατί είμαι εδώ αυτή τη στιγμή, δεν είμαι πουθενά αλλού, σε οποιοδήποτε άλλο πολιτικό σχηματισμό, είμαι συνηθισμένος να υποστηρίζω μια σημαία, με οποιοδήποτε κόστος, να δίνω τα πάντα για αυτούς που είναι δίπλα μου και να πεθάνω αν χρειαστεί μέχρι και για αυτούς» […] «ο θεός της Ελλάδας πιστεύω ότι δεν θα μας αφήσει. Εγώ πιστεύω στο θεό της πατρίδας μας γιατί αυτός είναι που μας γλύτωσε όλα αυτά τις χιλιάδες χρόνια και μιλάμε ελληνικά» […]«γιατί εμένα όποιος μου ξεριζώσει τη λεωφόρο, ξεριζώνει το πρώτο μου έρωτα και θα το πώς για όσους δεν ξέρουν εδώ πέρα, τι τρέλα βάραγα. Εμένα η γυναίκα μου, με ρώτησε ποια είναι η μεγαλύτερη ηδονή της ζωή μου, της απάντησα το γκολ του Βαζέχα στο Αμστερνταμ» […]«Το δεύτερο είναι που με ρωτήσανε ποια ηδονή θα ήθελα να ζήσω στη ζωή μου και απαντάω ότι η μεγαλύτερη ηδονή που θα θελα να ζήσω είναι η τελευταία μου πνοή, το τελευταίο δευτερόλεπτο στις μάχες των Ελλήνων για να μην τους κατακτήσουνε, πιάνοντας χέρι χέρι αυτόν που πολεμούσα δίπλα».

Το οπαδικό και εθνικιστικό εμείς διακρίνεται από τον ανδρισμό («έχω μάθει στη ζωή μου να φοράω παντελόνια»293), το θάρρος και τη μαχητικότητα, («εμείς έχουμε μέλημα να πάρουμε πίσω την πατρίδα μας και να πολεμήσουμε με οτιδήποτε τρόπο έχουμε, για να το καταφέρουμε», «είμαι ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν πρόκειται να προσκυνήσουνε, σε οποιοδήποτε μας έχει κατακτήσει την πατρίδα χωρίς ντουφεκιά»295) και το σεβασμό («είναι μεγάλη μου τιμή που μπορώ και κοιτάω στα μάτια ανθρώπους που τη σημαία της πατρίδας μας, την έχουν πιο πάνω, υπάρχει πιο ιερό, είναι το πιο ιερό πράγμα»296). Εδώ κατασκευάζονται οι αξίες και περιγράφονται οι φυσιογνωμικές του πατριωτισμού, προερχόμενες και συντηρούμενες βιολογικά από την ελληνική αρχαία, γενναία, χαρισματική φυλή (Ψυχοπαίδης 1995: 62). Στη συνέχεια του λόγου, οι εθνικιστικές πρακτικές συνοδεύονται από ιδεολογήματα περί ανοχής, σεβασμού της ετερότητας ως χαρακτηριστικά της εθνοτικής ταυτότητας (Ψυχοπαίδης 1995: 62-63) με αποδέκτες μονάχα όσους δύναται λόγω καταγωγής να τοποθετηθούν κάτω από το «εμείς» του έθνους. Ουσιαστικά, η έννοια της ετερότητας δεν προσμετρά τους, εθνοτικά, άλλους αλλά μονάχα τους περιχαρακωμένους και σε καθεστώς εκτροχιασμού Έλληνες.

«Γιατί δεν ανέχομαι να μας λένε μισάνθρωπους, οι υποκριτές, που δεν δίνουν του αγγέλου τους νερό. Εγώ μέσα στα γήπεδα, γνώρισα τόσους ανθρώπους που πήγαν αδιάβαστους, από ναρκωτικά, που δεν έχει γνωρίσει κανένας στην Ελλάδα. Όταν εγώ, πριν χρόνια, σε κάποιες εκδηλώσεις της Χ.Α. είδα ένα γνωστό άνθρωπο του Παναθηναϊκού που ήταν μασκότ πλέον, ερείπιο ερχόταν στο γήπεδο σαν φετίχ, έτυχε, δεν ξέρω, να περάσει από την εκδήλωση τη δικιά μας, να κάνει τράκα, να κάνει το οτιδήποτε και πέσανε τα παιδιά της ασφάλειας επάνω και δεν τον αφήσανε να περάσει, με ευπρεπή τρόπο, αλλά δεν τον αφήσανε, δεν θα ξεχάσω ποτέ, που ήρθε ο αρχηγός της Χ.Α., βγήκε από το αμάξι, άρχισε να ουρλιάζει και να βρίζει κοράνια και ότι θέλετε, μου έκανε τρομερή εντύπωση είπε σε δύο παιδιά να του πάνε μια καρέκλα, όσοι ήταν παρόντες ξέρουν, το σκηνικό που λέω και τον έβαλε με την καρέκλα να κάτσει πέντε μέτρα πίσω του» […] «γιατί είναι χαμένα ελληνόπουλα και εμείς σαν χρυσαυγίτες έχουμε το χρέος μας. Όχι να κοροϊδεύουμε αυτές τις καταστάσεις αλλά να κοιτάξουμε να συνδράμουμε ώστε να γλυτώσουμε αυτά τα παιδιά». «Χωρίς να βγάζω μίσος απέναντι σε όσους είχα απέναντι μου, δεν με διέφερε να πάρω χαρά όταν νικούσα κάποιον, με διέφερε μόνο να έχω την χαρά να μην με νικάνε. Το ίδιο νοιώθω και τώρα για τη πατρίδα μου, δεν θέλω να κάνω κακό σε κανέναν όπως όλοι σας εδώ μέσα, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να προσκυνήσω και να τους αφήσω να μου την πάρουν έτσι» .

Επακόλουθα, η οπαδική στράτευση απαιτεί τον εξαγνισμό ακόμη και πρακτικών καταστολής του άλλου. Ο ρατσισμός ως ανικανότητα της συγκρότησης μας ως εαυτών δίχως τον αποκλεισμό του άλλου (Καστοριάδης 1992: 32) διαπερνά μέρη της οπαδικής ταυτότητας, κάτι που πιθανά οδηγεί τον ομιλητή, χωρίς να κατονομάζει τους πολιορκητές του έθνους και τους προδότες στο εσωτερικό, να τους τοποθετεί στη περιγραφή ενός πολέμου, μιας σύρραξης. Υπό αυτή την έννοια, η οπαδική διασωματειακή αντιπαλότητα αναιρείται ως εμπόδιο στην υπεράσπιση του έθνους, με τις σκέψεις να είναι νοηματικά ασαφείς καθώς ξεκινούν με αναφορές που υποβαθμίζουν τη δόξα του αντιπάλου, τροφοδοτώντας την οπαδική αντιπαλότητα και καταλήγουν σε κοινές οπαδικές αξίες τις οποίες διαπερνά η εθνική ταυτότητα, με όρους γλωσσικής και πολιτισμικής ομοιογένειας.

«Έχω μάθει στη ζωή μου, τους εχθρούς μου, να τους πολεμάω εγώ και να παίρνω την δικιά τους δόξα και όχι να μου την παίρνουν κάτι σκαλιά που αναγκάσαν να σκοτωθούν τόσα παιδιά στη θύρα εφτά τότε» […] «Εγώ στεναχωριέμαι για όποιον έκανε τον ίδιο τρόπο ζωής που έκανα και εγώ και ας φορούσε άλλο χρώμα φανέλας. Βριζόμασταν στην ίδια γλώσσα, μιλάγαμε όλοι ελληνικά, μπορεί να φοράγαμε άλλες φανέλες, αλλά ήμασταν όλοι Έλληνες, είχαμε τον ίδιο τρόπο ζωής και το μόνο που λίγο και ας μην φανεί γελοίο αυτό που θα πω ήταν το λέγαμε χάριν λόγου, ότι είχαμε διαφορετική θρησκεία».

Η ταυτότητα του εμείς που χωρά όλους τους Έλληνες, περνά από διάφορα πεδία αναφοράς. Την ώρα που η φωτιά της αντιπαλότητας για τα οπαδικά οφείλει να παραμείνει ανοιχτή, μέσω του λόγου, οι διαφορές, γεφυρώνονται γύρω από τις αρετές της μαχητικότητας και του ανδρισμού.

«Προσωπικά, εγώ, όσες φορές πέρασα από το γήπεδο της Φιλαδέλφειας και είδα το γήπεδο της Α.Ε.Κ γκρεμισμένο κόντεψε να σφιχτεί η καρδιά μου. Εκεί μέσα, έχω παίξει ξύλο με αεκτζήδες που φώναζαν Α.Ε.Κ ζούμε στην πόλη να σε δούμε, δεν το φώναζα εγώ, δεν είμαι αεκτζής, με αυτούς τους ανθρώπους γούσταρα που έπαιζα μπουνιές, φοράγαν παντελόνια. Γιατί μέσα σε ένα πόλεμο θα βρεις και τον θεμιτό πολεμιστή με αρετή και θα βρεις και τον θρασύδειλο, τι να κάνουμε τώρα και αυτό το έχουν όλες φάρες, όποιος θέλει πολεμάει με την καρδιά που έχει» […] «θα δώσουμε την μάχη επειδή πρέπει» […]«με μια λέξη πολεμάμε». «Όταν υπηρετείς σαν ηγέτης μια σημαία πράσινη […] έχεις υποχρέωση να μην διαχωρίζεις τον κόσμο σου σε πολιτικά δεδικασμένα, να μην παίξεις το ρόλο κανενός και να πιστεύεις».

Ενδοσωματειακά, ξεδιπλώνεται η υποστήριξη μιας αντίληψης πάνω στο μότο Πάνω από όλα Παναθηναϊκός με κυρίαρχο το ρόλο του ηγέτη σε ένα ιεραρχικά δομημένο πλαίσιο ως προσθετικός επιβεβαιωτικός λόγος συμμετοχής στη Χ.Α. υπό το χρησιμοποιούμενο επιχείρημα πως όντας ούτε Δεξιοί ούτε Αριστεροί, οι υποστηρικτές αυτού του χώρου, υπερβαίνουν τέτοιους είδους διχασμούς και ενώνουν το έθνος θυμίζοντας τις απόψεις των φασιστών στην Ιταλία του Μουσολίνι (Paxton 2006: 247). Αυτή η θέση που αποδεσμεύει την στρατηγική του εθνικισμού από την «πολιτική», δεν είναι πρόσφατη, διαβάζεται εξ’ αρχής, στο πρώτο τεύχος του ομότιτλου περιοδικού το 1980. Συγκεκριμένα, στις εισαγωγικές του στήλες αναφέρεται «βασική μας φιλοδοξία είναι να κρατηθή το έντυπο αυτό μακριά από κάθε μορφή πολιτικού αγώνος. Χωρίς αυτό να σημαίνη ότι μας αφήνει αδιάφορους η σημερινή τραγωδία του λαού μας, θεωρούμε την πολιτική μια πολύ βρώμικη υπόθεση και τους εαυτούς μας πολύ αχνούς για να αναμοιχθούν σ ’ αυτούς». Επανερχόμενος στο περιεχόμενο της ομιλίας, ο Κ. από τη μία μεριά, αντιπαρατίθεται στη φυσιογνωμική του καλυμμένου προσώπου (full face) και από την άλλη, αφηγούμενος τη συμμετοχή του, σε εκδηλώσεις υποστήριξης της Χ.Α. φανερώνει τις προθέσεις που τον διέτρεχαν στο παρελθόν για απόκρυψη της ταυτότητας του ως μέλος μιας οπαδικής κοινότητας του Παναθηναϊκού. Αυτή η λεκτική περιγραφή, ενέχει σκεπτικά ταυτοτικής διαπραγμάτευσης ανάμεσα στους εθνικιστικούς και οπαδικούς κόσμους. Ο διαχωρισμός αυτός, σε μια προβολική αφήγηση της προσωπικής διαδρομής είναι συνέχεια της επιχειρηματολογίας σύνδεσης των προσωπικών επιλογών και σθεναρής υποστήριξης ενός αθλητικού συλλόγου και του έθνους. Έτσι, το υποκείμενο, επιζητά την αναγνώριση ως «καθαρός» των γηπέδων από τα μέλη του ακροατηρίου, συγκολλώντας τις αξίες του «εθνικιστικού κινήματος» που δεν ενέχουν ψηφοθηρικές και εκμεταλλευτικές σκοπιμότητες.

«Εγώ αυτούς τους ανθρώπους ξέρω, με αυτούς είμαι μαζί, αυτούς δεν θα προδώσω ποτέ και θέλω να πω λόγους όχι μόνο πατριωτικούς αλλά λόγους οι οποίους θα πω εγώ εδώ πέρα γιατί είμαι εδώ» […] «δόξα το θεό πάλι είμαι πολύ ξεροκέφαλος για να μου πει εμένα βλάχος τι θα κάνω. Εγώ προσπάθησα να μην διαχωρίσω ποτέ τον κόσμο του Παναθηναϊκού κάτω από τη σημαία που υπηρέτησα το ίδιο θα πράξω και εδώ πέρα με τον εξής λόγο. Πριν πολλά χρόνια, όταν ήταν πολύ μικρό το ρεύμα προς την Χ.Α. ερχόμουνα στις εκδηλώσεις και δεν έβγαζα ποτέ το κράνος. Ο φίλος μου ο [όνομα επώνυμο ]μου έλεγε ότι θα γίνει το κεφάλι σαν καρύδι γιατί έχει ζέστη και του έλεγα [όνομα] εγώ δεν θα δώσω το δικαίωμα σε κάθε καραγκιόζη να βγει αύριο και να μου απευθύνει έστω το λόγο και να του απευθύνω εγώ το λόγο γιατί είμαι χρυσαυγίτης στον παναθηναϊκό. Εδώ πολύ ευχαρίστως να το πω, αλλά στον Παναθηναϊκό, δεν του έδινα καν το δικαίωμα και αναγκαζόμουνα δεν έβγαζα το κράνος μου και έσταζε το μυαλό μου για να βλέπω τις ομιλίες του κ. Μιχαλολιάκου» […] «εγώ μεγάλωσα στη ζωή μου έχοντας δόγματα και δεν αφορά την Χ.Α. αυτό και την ελληνική αυγή σαν ψηφοδέλτιο γιατί δεν θέλω να μας κατηγορήσουν όλους μαζί για εγκληματική οργάνωση, αφορά μόνο εμένα και για αυτό εγώ δεν είχα ποτέ παρατσούκλι στο γήπεδο είχα μόνο ονοματεπώνυμο και δεν είχα ποτέ full face».

Το στοιχείο της οπαδικής ενότητας αφαιρώντας οποιαδήποτε ιδεολογική αντιπαλότητα, απαιτείται ακόμη και για την ίδρυση του γηπέδου, ενώ ο πολιτικός φορέας που μιλά διαφέρει από το αστικό σύστημα που χρησιμοποιεί τη ψηφοθηρική στρατηγική, προσβλέποντας στην πολιτική εκμετάλλευση του οπαδικού σώματος.

«και ‘γω μπορούσα να σας βγάλω εδώ δέκα σχέδια να πω ιδέες, ελάτε Παναθηναϊκάρες όλοι μαζί θα φτιάξουμε το γήπεδο, αλλά το θέμα είναι ότι η Ελλάδα έχει πρόβλημα και το πρόβλημα δεν λύνετε πουλώντας ψηφοθηρία σε οπαδούς ομάδων. Εμείς είμαστε Χ.Α. δεν είμαστε ένα απλό κίνημα εμείς θα πρέπει να λέμε τα πράγματα όπως τα πιστεύουμε και όχι λόγω ψηφοθηρίας» […]«Εγώ είμαι εθνικιστής, είμαι πατριώτης, δεν θα πω ψέματα σε μια σημαία που υπηρέτησα υπηρετώντας ψεύτικα μια άλλη σημαία» […]« δεν ποτίζεται το δένδρο αυτό της ελευθερίας με ροδόνερο, ποτίζεται με βαριά πράγματα και πρέπει να το κατανοήσουμε όλοι δεν ποτίζεται με λόγια ωραία και χαρτιά σε λόγια».

Ο ευφημιστικός λόγος (Φραγκουδάκη 1999) και η αφήγηση συνεχούς αντιπαράθεσης με τους άλλους έχουν ως κεντρικό πυρήνα το σύμβολο σημαία με επαναλήψεις σε ένα λόγο υπεράσπισης και καταδίκης. Η αίσθηση τοποφιλίας και οι αναφορές για το γήπεδο της Λεωφόρου, επανέρχονται ως μια βάση απόδοσης στο οπαδικό, της ιερότητας που διακρίνει τις μάχες υπέρ του έθνους.

«Εγώ πάντα έλεγα, πάντα γήπεδο στη Λεωφόρο και δεν με νοιάζει αν μου φτιάχνανε το καλύτερο γήπεδο του κόσμου, πέντε χιλιόμετρα παραπέρα […] είναι εύκολο να μας κατηγορήσουνε γιατί αγαπάμε πιο πάνω και από την ίδιο μας τον εαυτό την πατρίδα μας»[.]«εμένα όποιος μου γκρεμίσει το γήπεδο της λεωφόρου και στου βοδιού το κέρατο να πάει και στα βαθειά βάθη της Ασίας να πάει και ο Putin και ο Ompama να τον προστατεύει εγώ θα τον βρω κρατήστε το αυτό, γιατί εγώ τα δικά μου τα παντελόνια τα φοράω θα τον βρω και θα δούμε ποιος θα έχει τη δικιά του τελευταία υπογραφή γιατί ξέρετε».

Ο λόγος γίνεται αξιολογικός και δεσμευτικός με τα μηνύματα να μεταφέρονται ως η λογική της αλήθειας και όχι της πληροφόρησης (Φραγκουδάκη 1999). Μέσα σε αυτή τη λογική, η έκφραση της διαφοράς που διατρέχει την οπαδική ταυτότητα ευθυγραμμίζεται με το εμείς εθνικιστικά, ως ανώτερο και εχθρικό του αστικού συστήματος που προσβλέπει ψηφοθηρικά στην πολιτική εκμετάλλευση του οπαδικού σώματος, ως ένας άλλος δρόμος απέναντι στο διεφθαρμένο και χαρακτηριζόμενο ως βρώμικο πολιτικό σύστημα όπου όλοι είναι το ίδιο. Συνοψίζοντας, τα είδη του λόγου μας προβληματίζουν και εγείρουν ερωτήματα αναφορικά της σχέσης οπαδισμού και εθνικιστικής ιδεολογίας. Τα προαναφερθέντα παραδείγματα γραπτού και προφορικού λόγου ενδεχομένως παραπέμπουν σε μια ρατσιστική αντίληψη του κόσμου, μιλώντας για την ανωτερότητα των πραγματικών οπαδών ως μέρος μιας εθνικής ολότητας. Με όχημα τις εθνικιστικές αντιλήψεις, στις οποίες η έννοια της πατρίδας που ταυτιζόταν με την κοινωνική ελευθερία και επρόκειτο για ένα όραμα ελευθερίας έρχεται να δηλώσει την αποκάθαρση της κοινωνίας από τους αδύναμους ή την επιβολή των νόμων της φύσης για την επικράτηση του ισχυρότερου (Φραγκουδάκη 2013: 159), τίθενται οι Έλληνες και ο Ελληνισμός ως απειλούμενοι με κίνδυνο εξαφάνισης (Φραγκουδάκη 2013: 59). Σε αυτήν τη βάση, ο εθνικιστικός χαρακτήρας του όλοι μαζί απευθυνόμενοι στο εν παραδείγματι όλοι παοκ ή όλοι Παναθηναϊκοί συνδέεται με την κατασκευή και την παραγωγή ταυτότητας στο κοινωνικό υποκείμενο «αποσιωπώντας ή παρακάμπτοντας οξύτατες και υπαρκτές κοινωνικές αντιθέσεις» (Λέκκας 1995: 233).

Τα ραντεβού θανάτου και τα προβλήματα του κοινωνιολογικού αναγωγισμού

«Είμαι από κείνους που μετά τη νίκη τραγουδούν μέχρι αργά τη νύχτα, που σπάνε τα μούτρα στον αντίπαλο οπαδό από κείνους που αν είναι ανάγκη αύριο θα πάνε στο μέτωπο και αντί για σημαία αθλητική θα κρατάνε στο χέρι τουφέκι»(ποίημα του Ντεντέλικο Νέσα Ποπάνιτς).

Η ένωση της βίας με τα άκρα

Όπως σκιαγραφήθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, τα ζητήματα της οπαδικής ταυτότητας στον αθλητισμό, προσεγγίζονται με επίκεντρο την έννοια της βίας. Μολαταύτα, μέσω των κριτικών κοινωνιολογικών και εγκληματολογικών θεωριών και υπό την επίδραση της μελέτης του Stanley Cohen, φαίνεται ότι οι διαδικασίες και οι λόγοι συγκλίνουν στην κατασκευή μιας πραγματικότητας ως «πρόβλημα». Το πρόβλημα της οπαδικής ταυτότητας και δράσης μεταφέρεται στην επιχειρηματολογία των μηχανισμών που κατασκευάζουν και μεσολαβούν την πληροφορία (Melucci 2002:78) ως μια «υποκουλτούρα περιθωριοποιημένων» (Brottman 2005: 22; Crawford 2003; Oriard 2006:82; Miller and Mayhew 2005: 232). Αυτό που καταγράφεται ως «πρόβλημα» λαμβάνει εικόνα κυρίως μέσα από την «αναφερόμενη» αντιπαλότητα και ειδικότερα τις συνθήκες αφαίρεσης της ζωής του αντιπάλου (τα «λεγόμενα» ραντεβού θανάτου). Ενδεικτικό παράδειγμα για την ελληνική περίπτωση, αποτελεί ο θάνατος του οπαδού του Παναθηναϊκού Μιχάλη Φιλόπουλου, ο οποίος έρχεται ως συνέχεια άλλων παρόμοιων περιπτώσεων απώλειας της ανθρώπινης ζωής, έτσι όπως αυτά καταγράφονται στην οπαδική ιστορία. Τα ραντεβού ως πεδίο άσκησης της λεγόμενης βίας μεταξύ οπαδών, δεν αποτελούν αποκλειστικά ένα ελληνικό φαινόμενο, καθώς ανάλογες περιπτώσεις έχουν καταγραφεί και σε χώρες του εξωτερικού. Τα όπλα για τα οποία γίνεται εκτενής λόγος στον Κ.Γ.Α.Π.Α (2014), αποτελούν δεδομένο σε μία συζήτηση περί οργανωμένου εγκληματικού φαινομένου, με πλήθος μιντιακών προβολών των οπαδικών ραντεβού να μιλούν για τη χρήση πιστολιών, φωτοβολίδων, αυτοσχέδιων κλομπ κ.α. Στο άρθρο με τίτλο «Ο χουλιγκανισμός εξελίχθηκε σε σύγκρουση συμμοριών» θα διακρίνουμε τη μανιχαιστική διάκριση ανάμεσα στους φίλαθλους και τους ακραίους [Το «οπλοστάσιο» των ακραίων οπαδών – που απέχουν έτη φωτός από την έννοια του φιλάθλου – […] θέτοντας σε κίνδυνο τις ζωές και τις περιουσίες αθώων πολιτών] φέροντας ένα διασυνοριακό φόντο, προσθέτοντας τον παράγοντα των εισαγόμενων χούλιγκαν, και καταλήγοντας στην κοινή περιγραφή που γίνεται στο άρθρο με τίτλο «Ένιωθες ένοχος»,

«περίμεναν από νωρίς στην Παιανία. Ανενόχλητοι. Είχαν πιάσει τα στενά, χωρίς κανείς να τους εμποδίσει. Είχαν οπλιστεί με καδρόνια, πέτρες και σίδερα από τις οικοδομές. Οι «κόκκινοι» με περισσότερα από 150 δίκυκλα πέρασαν από το κέντρο της Αθήνας ντάλα μεσημέρι. Ανέβηκαν τη Συγγρού, πέρασαν τη Β. Σοφίας. Στην αρχή της Μεσογείων έκαναν στάση. Αστυνομία δεν υπήρχε. Ίσως κάποιες μηχανές της Ασφάλειας. Τα περισσότερα δίκυκλα δεν είχαν πινακίδες. Οι «αρχηγοί» μιλούσαν στα κινητά με την εμπροσθοφυλακή τους για να δουν πού είναι ο… εχθρός. Λίγο μετά ξεκίνησαν πάλι. Πέρασαν «αέρας» όλη τη Μεσογείων. Σε κάποια φανάρια δεν σταμάτησαν καν. Οι περαστικοί έμεναν άφωνοι μπροστά στη θέα του στρατού που σου προκαλούσε φόβο και δέος. Μόνο που σε κοιτούσε κάποιος μέσα από το κράνος ένιωθες ένοχος […] Έτσι ήταν το σχέδιο των στρατηγών. Μετά έγινε η μεγάλη επίθεση. Η πρώτη σύγκρουση έγινε έξω από το «Τζάμπο», Λαυρίου 88. Μάχη σώμα με σώμα ακόμη και πάνω στα μηχανάκια. Μερικά από αυτά μέχρι αργά χθες βράδυ κείτονταν μαζί με τρία κράνη στην άκρη του δρόμου. Οι μολότοφ έπεφταν βροχή πλάι σε ένα σχολικό λεωφορείο…Η ευθεία στη λεωφόρο Λαυρίου μεταξύ των οδών Δημητρίου Χούντα και Απόστολου Χούντα μετατράπηκε σε κόλαση. Για μισή ώρα το απόλυτο χάος. Μαχαίρια και πιστόλια φωτοβολίδων ευθεία στον εχθρό. Όσο πιο μεγάλες απώλειες τόσο καλύτερα. Αυτή ήταν η «εντολή». Έτσι έλεγε το ένστικτο. Η πώρωση και η παράνοια σε όλο της το μεγαλείο. «Τέλειωσε τον…» φώναζε ένας από τους δολοφόνους».

Ένα είδος πολέμου στον οποίο και οι αντίπαλοι οπαδοί παρουσιάζονται ως στρατοί, δολοφόνοι και θύματα.

«Είναι οι εν ψυχρώ δολοφόνοι και συνάμα τα υποψήφια θύματα της «αιώνιας» βεντέτας μεταξύ ‘κόκκινων’ και ‘πράσινων’».

Επιπρόσθετα, η παραπάνω περιγραφή επιβεβαιώνει τη θέση περί προμελετημένου πολέμου, μεταφέροντας τη σκέψη στα ζητήματα λειτουργίας των συνδέσμων και τον κομβικό ρόλο των αρχηγών (οι φερόμενοι ως στρατηγοί του στρατεύματος). Η πληροφορία προς πώληση, εισαγάγει τους αναγνώστες στους λεγόμενους κόσμους των συμμοριών, οι οποίοι τελούν ως χειραγωγούμενοι όχλοι μιας θρησκείας με εργαλειακή και εκ των άνω χρήση. Ταυτόχρονα, το κοινωνικό σώμα εμποτίζεται με το αίσθηση περί ανασφάλειας, υπό την έννοια ότι στον κόσμο της ανδρικής βιαιότητας και του ανομικού περιβάλλοντος «Αστυνομία δεν υπήρχε»320. Σε συνέχεια των παραπάνω, η δημοσιογραφική ανάλυση προσθέτει στα δομικά χαρακτηριστικά του χουλιγκανισμού και τη σύγκρουση μεταξύ των χαρακτηριζόμενων ιδεολογικοπολιτικά άκρων. Ο αθλητικός δημοσιογράφος Καρπετόπουλος, μιλώντας για τη «σκοτεινή μετάλλαξη της βίας» αναφέρεται στη «σύσκεψη» που πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 2010 στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη σημειώνοντας τα εξής:

«Αυτό που προέκυψε στη σύσκεψη είναι ότι οι δομές του μοντέρνου χουλιγκανισμού έχουν αλλάξει και οι οπαδικές οργανώσεις θυμίζουν αρκετά πλέον τρομοκρατικές ομάδες: έχουν ινστρούχτορες που κατηχούν τους πιτσιρικάδες, υπεύθυνους για τα οικονομικά, κάνουν προσηλυτισμούς, έχουν αρχηγούς που λίγοι γνωρίζουν και αποκαλούνται με συνθηματικά ονόματα, οργανώνουν χτυπήματα κι έχουν ένα νέο μεγάλο αντίπαλο που λέγεται αστυνομία. Κυρίως δεν ελέγχονται πλέον από τους μεγαλύτερους, καθώς στα περισσότερα κλαμπ οργανωμένων τον πρώτο λόγο έχουν πλέον άτομα ηλικίας 25 με 30 χρόνων: οι 40άρηδες και οι 50άρηδες κάποτε αρχηγοί βρίσκονται πλέον στις διοικήσεις των Π.Α.Ε., έχουν ενεργούς ρόλους, έγιναν στελέχη και δεν έχουν παρά ελάχιστη σχέση με τους νεότερους. Η νέα φουρνιά είναι πιο βίαια, έχει πολιτική θέση καθώς αρκετά από τα «αστέρια» της είναι αντιεξουσιαστές ή ακροδεξιοί, ενώ τα υψηλά στελέχη, οι αποκαλούμενοι «αρχισυνδεσμίτες», ελάχιστα ασχολούνται με το ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ (πόσω μάλλον με το χάντμπολ στο Final 4 του οποίου έγιναν πριν από λίγους μήνες στη Λαμία τεράστια επεισόδια)».

Ομοίως και εκπρόσωποι του αθλητισμού, όπως ο Σοφοκλής Πιλάβιος-πρώην πρόεδρος της Ε.Π.Ο- τονίζει σε συνέντευξη του, τη θέση της ηγεσίας της αστυνομίας για ανησυχητικές διαστάσεις της διείσδυσης ακροδεξιών και αναρχικών στοιχείων στους συνδέσμους φιλάθλων. Οι δημοσιογραφικές διαπιστώσεις που ολοποιούν τις κοινότητες στη βάση της θεωρίας των δυο άκρων γιγαντώνονται μέσα σε τίτλους όπως «Οι πολιτικοποιημένες κερκίδες της Ευρώπης. Οι πιο δυνατοί πυρήνες ακροδεξιών και ακροαριστερών, νεοναζί και αναρχικών στα γήπεδα», «Ακροδεξιό κοκτέιλ στα γήπεδα της Ευρώπης: Νεοναζί οπαδοί ενώνονται εναντίον των αντιεξουσιαστών». Η διάχυση της πληροφορίας συνεχίζεται και το 2014 – παρά τα μέτρα μηδενικής ανοχής – με το θάνατο του Κώστα Κατσούλη, ο οποίος σε ηλικία 46 ετών άφησε την τελευταία του πνοή στον αγώνα ανάμεσα στον Ηρόδοτο και τον Εθνικό για το πρωτάθλημα της Γ’ Εθνικής λόγω «βαριάς εγκεφαλικής αιμορραγίας που προκλήθηκε από χτυπήματα που δέχτηκε». Κάποια κοντινά του πρόσωπα μίλησαν στον Τύπο για «δολοφονία» από «φασιστοειδή χουλιγκάνια στο γήπεδο της Αλικαρνασσού». Ο Bauman (2008:124) συζητώντας για την επιχειρηματολογία περί ασφάλειας αναφέρει: «οι φίλοι, αλλά και οι εχθροί, και πάνω απ’ όλα οι ασύλληπτοι και μυστήριοι ξένοι που κινούνται απειλητικά μεταξύ των δυο άκρων, τώρα αναμειγνύονται και συγχρωτίζονται στους δρόμους της πόλης». Στη θεώρηση των δύο άκρων, «ότι ξέφυγε και ξεφεύγει απ’ τον περίφρακτο καθωσπρεπισμό (political correctness) της εικόνας» έρχεται να λάβει το χαρακτηρισμό του ακραίου (Βλάχος 2013:10). Πρόκειται, για τα άκρα που «ενώνονται ακριβώς επειδή στην πραγματικότητα συγκρούονται»(Βλάχος 2013:11). Η θεωρία των δύο άκρων βασίζεται στην λογική ότι τα άκρα χρησιμοποιούν την βια και ως εκ’ τούτου είναι το ίδιο. Ο Paxton σε συνέντευξη του, μιλά για τα φασιστικά κινήματα ως «κινήματα διαμαρτυρίας» που υιοθετούν «ένα μεγάλο εύρος θεμάτων που ακούγονται αντικαθεστωτικά, ακόμη και επαναστατικά». Συμπληρώνει «αν δεν υπήρχε η εθνικιστική δημαγωγία τους, θα μπορούσε κανείς να τα νομίσει για αριστερά κινήματα». Όμως, σύμφωνα με τον Αμερικανό συγγραφέα, «όταν εξετάσει κανείς τι πραγματικά είπαν και κυρίως τι έκαναν οι φασίστες, αποδεικνύεται ότι ο υποτιθέμενος αντικαπιταλισμός του φασισμού δεν εναντιώνεται καθόλου στον καπιταλισμό». Η αναφορά στα δύο άκρα λειτουργεί ομογενοποιητικά, εγκλωβίζοντας σύνθετες διεργασίες κάτω από την έννοια του οπαδικού. Για παράδειγμα, οι λόγοι για το ισχυρό έθνος και οι βιολογισμοί στην ταξινόμηση των φυλών, έτσι όπως αναδύθηκαν άλλοτε ως πλειοψηφίες που απομάγευσαν τα πλήθη και άλλοτε ως λιγοστές φωνές, δίχως ισχύ επικράτησης, υπόταξαν και γέννησαν υποκείμενα με δράση προσανατολισμένη στην εκδίωξη έως και φυσική εξόντωση του έτερου. Πρόκειται για τη σχέση της εθνικιστικής ιδεολογίας με την οικογενειακή ιδεολογία, με την πρώτη να προσλαμβάνει τη βασική ιδιότητα της γενεαλογικής συνιστώσας της δεύτερης, δηλαδή τον προσδιορισμό της εξ αίματος καταγωγής, εμφανίζοντας ως αποτέλεσμα το ρατσισμό (Δοξιάδης 1995:45). Σήμερα, μετά την άνοδο της ακροδεξιάς σε πολλά αστέρια του ευρωπαϊκού χάρτη, καταγράφεται μια έντονη ανησυχία από τις προοδευτικές, αριστερόφερτες, φιλελεύθερες ακόμη και κεντροδεξιές δυνάμεις για το ρόλο της κερκίδας. Στις ανωτέρω συνδέσεις, το κοινωνικό υπογάστριο επαφίεται στην «κρίση» με όρους οικονομικής και πολιτειακής αστάθειας. «Ο φασισμός γεννιέται από τις απογοητεύσεις […] κανείς δεν μας υποστηρίζει, θέλουν το κακό μας, οι Εβραίοι, οι Αφρικανοί» έρχεται να προσθέσει στην συζήτηση ο Chomsky (2001:152-153). Ο Gellner (2002:94-98), προσθέτει ότι η φονική επιθετικότητα του εθνικισμού στην Ευρώπη κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, οφείλεται σε επιπρόσθετους παράγοντες. Σε αυτούς [τους παράγοντες], πρωταρχική θέση καταλαμβάνουν οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες σε σύνδεση με την εκβιομηχάνιση των κοινωνιών, τις πληθυσμιακές μετακινήσεις και τους απόρους, τους ιδεολογικούς παράγοντες και τις πολιτισμικές/οργανωτικές παραδόσεις. Η εθνογραφική προσέγγιση στο κούμπωμα του φασισμού με τον χουλιγκανισμό του Ivan Colovic, αναφέρεται στη διάλυση της Γιουκοσλαβίας, όπου διάφορα αθλήματα και κυρίως το ποδόσφαιρο συνδέθηκαν με το ρατσιστικό χουλιγκανισμό ή αποτέλεσαν «μέσο εθνοκάθαρσης». Πρόκειται για μια περίοδο που η ΕΣΣΔ «ψυχορραγούσε» και οι ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις ανάμεσα σε ομάδες «διαφορετικών δημοκρατιών» συνοδεύονταν από «συγκρούσεις και διαδηλώσεις», φτάνοντας στην αγωνιστική περίοδο 1990-1991, όπου κροάτες οπαδοί εισβάλουν στον γήπεδο κατά την διάρκεια του αγώνα Χάιντουκ Σπλιτ (κροατικά: Hajduk Split) – Παρτιζάν Βελιγραδίου (σέρβικα: Jugoslovensko sportsko drustvo Partizan) και «καίνε» την γιουγκοσλαβική σημαία, συμβολισμός του τέλους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας (Missiroli 2006:43-44). Στο έργο του «Από τις κερκίδες στα χαρακώματα. Το ποδόσφαιρο ως αφήγηση του πολέμου: Η Γιουγκοσλαβική εμπειρία», ο Colovic (2007:115) θεωρεί ότι τα στάδια στους αγώνες του σαββατοκύριακου γεμίζουν από δυνητικούς φασίστες, με το θέαμα να βασίζεται στο μίσος εναντίον του άλλου και υπο αυτήν την έννοια η συμμετοχή σε έναν αγώνα μεταφράζεται σε κανονικό και νόμιμο φασισμό και το ποδόσφαιρο ένας πόλεμος ή τόπος προπόνησης για μικρούς ναζιστές. Πριν τον αγώνα μεταξύ του Ερυθρού Αστέρα και της Δυναμό Ζάγκρεμπ στις 21 Μαΐου 1989, όπως μας πληροφορεί υποχρεωτικά όλοι οι χούλιγκανς της πρώτης ομάδας έκαναν τατουάζ στο μπράτσο τα τέσσερα σύμβολα του σερβικού εμβλήματος με τη μορφή C, ενώ λίγο αργότερα δημιουργήθηκαν οι Delije, μετά τον αγώνα της Δυναμό Ζάγκρεμπ και του Ερυθρού Αστέρα στις 13 Μαϊου 1990, με την απόφαση του ηγέτη Αρκάν να μετατραπούν οι οπαδοί του Ερυθρού Αστέρα σε πραγματικούς μαχητές (Colovic 2007:101,108). Με αφετηρία τη θέση του μελετητή της κερκίδας Kris Van Limbergen, ο οποίος αναλύει τον ποδοσφαιρικό βανδαλισμό ως ένα ιδανικό πεδίο για τη στρατολόγηση μελών στην άκρα δεξιά (Colovic 2007:115), η έρευνα του εστιάζει χρονικά και στη περίοδο των συρράξεων στη Γιουγκοσλαβία, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην δράση των Σέρβων οπαδών του Ερυθρού Αστέρα (σέρβικα: SD Crvena Zvezda) και των Κροατών της Δυναμό του Ζάγκρεμπ (κροατικά: Dinamo Zagreb) κατά την διάρκεια των συγκρούσεων του 2000 (Colovic 2007:8-9). Συζητώντας τη σχέση ανάμεσα στον χουλιγκανισμό και την εθνικιστική, ρατσιστική και νεοφασιστική ιδεολογία, προσθέτει ότι οι ηγέτες και οι ιδεολόγοι των κινημάτων και των ομάδων της άκρας δεξιάς εκμεταλλεύονται αυτήν τη σχέση για να μπορέσουν να διεισδύσουν σε κέντρα οπαδών και να δώσουν στην κατά κάποιο τρόπο αφορμή και άναρχη βιαιότητά τους μια πολιτική υπόσταση (Colovic 2007: 9). Ο Colovic επισημαίνει επίσης, πως οι χούλιγκανς επιθυμούν να παρουσιαστούν ως κομμάτι του λαού τους, όντας χούλιγκανς του Αστέρα και της Παρτιζάν, δηλαδή ως Σέρβοι, αντιμετωπίζοντας τις αντίπαλες ομάδες και τους οπαδούς τους ως εκπροσώπους άλλων λαών, εχθρικών προς αυτούς, έτσι η γλώσσα της βίας και του θανάτου, δηλαδή οι λέξεις σφάζω και γαμώ ταυτίζονται με την προκλητική συμπεριφορά των χούλιγκανς εναντίον ομάδων άλλης εδαφικής «πραγματικότητας» βρίσκοντας μια πατριωτική δικαιολογία (Colovic 2007: 101-103). Ο χουλιγκανισμός δεν είναι ένας διαλυμένος και χαοτικός κόσμος, αφού παρατηρεί ότι βασιλεύει η τάξη, με τη συμπεριφορά να διέπετε από άγραφους κανόνες – από κώδικες, πρωτόκολλα πειθαρχίας και ιεραρχίας – ποτισμένη με το πνεύμα της οργάνωσης και της υποταγής (Colovic 2007:118). Συγκεντρωμένοι γύρω από πολεμοχαρείς αρχηγούς, κύριος στόχος των προκλήσεων τους είναι η κυβερνητική εξουσία, υπό την έννοια ότι αυτοανακηρύσσονται ως κοινωνικοί αντάρτες και επαναστάτες με γλωσσικό ιδίωμα και τρόπο συμπεριφοράς πολεμικού χαρακτήρα, καθώς μάχονται εναντίον των ξένων και των γειτόνων αλλά πρωτίστως εναντίον των οπαδών ανταγωνιστικών ομάδων της ίδιας πόλης (Colovic 2007:99-101). Η Σερβία απασχόλησε και στο μέλλον τους σχολιαστές του φαινομένου. Η δολοφονία ενός Γάλλου φιλάθλου το 2009 ως απάντηση στο gay parade που πραγματοποιήθηκε στο Βελιγράδι, είναι ένα γεγονός που συνδέεται άμεσα, σύμφωνα με τους Trost και Kovacevic (2013:1054), με το ακροδεξιό κίνημα των Σέρβων οπαδών Ultras. Οι ομάδες αυτές (Trost και Kovacevic 2013:1055) σύμφωνα με την Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου του Helsinki, διατείνονται εναντίον της ομοφυλοφιλίας, της Ε.Ε., των μειονοτικών δικαιωμάτων καθώς θεωρούνται χώροι έκφρασης και υποστήριξης της σοβινιστικής βίας (Trost and Kovacevic 2013:1056).

Στη παραγωγή της ταυτότητας μέσα στους βιόκοσμους, το ζήτημα της βίας όπως αναφέραμε και στο τρίτο μέρος είναι αυτό που διασπά σε υπο-ομάδες της κερκίδας, κατασκευάζοντας εν δυνάμει συμπορευτές του νεοφασισμού. Είναι ενδεικτικά τα λόγια του Λάμπρου, ο οποίος αν και δηλώνει τη σύνδεση της βίας με τις ακροδεξιές νεοφασιστικές πρακτικές, απενοχοποιεί το οπαδικό «εμείς».

«δεν είναι κοντά, αλλά αν πάρουνε εμένα η εσένα να μπεις σε τάγμα εφόδου, είναι πολύ δύσκολο γιατί δεν το έχεις στο αίμα σου, ο οπαδός, ο χούλιγκαν μπορεί να παίξει ξύλο, μπορεί να κάνει μπάχαλα, κατάλαβες; αλλά στον Παναθηναϊκό σου λέω σίγουρα δεν υπάρχουν ακροδεξιές τάσεις, είναι πολύ αναρχικοί με πανό που έχουν σηκώσει πολλές φορές κατά του φασισμού με το τάκη το φύσσα, της πουτανάς είχε γίνει [,..]αυτό είναι λογικό, γιατί να σου πω, γιατί ένας οπαδός, οπαδός με τη βία που θέλει η ακροδεξιά να υπάρχει συνάδει, δηλαδή θα ήταν καλύτερο για αυτούς οι οπαδοί να ήταν και ακροδεξιοί γιατί θα ήταν πιο εύκολο για αυτούς να έφτιαχναν τάγματα εφόδου».

Πάνω σε αυτήν τη προβάλλουσα σύνδεση μεταξύ χουλιγκανισμού και ακροδεξιάς εγείρονται πολυεπίπεδοι προβληματισμοί.

Το πρώτο ερώτημα, έγκειται στο κατά πόσον η οικονομική κρίση και ο πολλαπλασιασμός των φτωχοποιημένων κοινωνών, πυροδοτούν τη βία στον αθλητισμό ή την ταυτότητα ενός «αγανακτισμένου και εκτός ορίων οπαδού»; Θέτοντας το συγκεκριμένο ερώτημα, η όλη συζήτηση τοποθετείται σε ένα δρόμο οδηγών. Επιβεβαιώνεται, συνακόλουθα, το επιχείρημα πως οι οπαδοί ξεσπούν μέσα στα γήπεδα αντιμετωπίζοντας σωρεία οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων. Υπάρχει κάποιο υπόδειγμα δράσης που υιοθετείται, κάποιο υπόδειγμα που ενέχει τη δομή των συνδέσμων; Εδώ ανοίγει ένα δεύτερο σκέλος συζήτησης, σε σχέση με την υφή και το περιεχόμενο των πρακτικών και των διαδικασιών που χαρακτηρίζουν μια κοινότητα φανατικών. Το δεύτερο ερώτημα, έγκειται στο κατά πόσον και εφόσον δεχτούμε τη συγκεκριμένη σύνδεση, το οπαδικό βίωμα ενισχύεται μέσω μιας οικονομικής και κοινωνικής περιχαράκωσης; Στο παρακάτω απόσπασμα, η άποψη του Τάσου έρχεται να μετατοπίσει το ερώτημα. Που μεταφέρεται η εικόνα του εαυτού όταν, με γνώμονα των συνεπειών της κρίσης, η οπαδική συμμετοχή συρρικνώνεται; Προς κάποια άλλη κοινότητα; Προς την εξατομικευμένη αντίληψη του εαυτού;

«Ένα πρωί είμαι στα γραφεία της ομάδος με διάφορα κεφάλια, γεμάτα μαγκιά, και ζοριλίκι. Σε μια φάση έρχεται ένας παππούς με το εγγονάκι του και λέει. Παιδιά ήρθαμε να βοηθήσουμε τον αθλητικό σύλλογο. Και δίνει την ετήσια συνδρομή. Ο πιτσιρικάς μας κοιτούσε σαν ιερά τέρατα. Μετά από κανένα δίωρο, περνάω από μια εκκλησία που έδινε συσσίτιο σε άπορους και βλέπω τον κυριούλη να τρώει. Από τότε άρχισα να ξεκόβω από το γήπεδο και γενικά τα οπαδικά».

Το τρίτο ερώτημα, έγκειται στην επίκληση της σωματικής ανωτερότητας επι του αντιπάλου. Είναι μια καθημερινή συνθήκη; [ή] Τα ραντεβού θανάτου είναι μια από τις πολλές πλευρές του οπαδικού φαινομένου μέσα στο τσουβάλιασμα του κυρίαρχου λόγου, συνιστώντας τη φωτογραφική λήψη του τηλεοπτικού φακού με την ετικέτα «φοβούνται οι γονείς να πάνε στα γήπεδα»; Τα λόγια του Μάνου δηλώνουν υποστήριξη, ακούγονται σε παρόντα χρόνο, ενώ οι περιγραφές των επεισοδίων τοποθετούνται στο παρελθόν του συλλογικού βίου. Η ευθύνη των επεισοδίων αποδίδεται, ύστερα από μια πολυτόμιση των συμμετεχόντων, σε εκείνους στους οποίους ετικετάρεται η λέξη χουλιγκάνος. Αυτή η περιγραφή των πολύπλευρων θέσεων κάτω από τη γέννηση του υποκειμένου οπαδός, δεν είναι ικανή να σηματοδοτήσει μια ομοιομορφία, αλλά ένα σχεσιακό.

«τότε ήταν που είδα και όπλο να βγαίνει από συνδεσμίτη της Α.Ε.Κ από τον αρχηγό των χουλιγκάνων της Α.Ε.Κ […] Μόλις τελείωνε το εφημεριδάκι, τα εισιτηρια αυτά καθόταν, μια μικρότερη απ’ εξώ και κανόνιζαν για τα επεισόδια. Το ξέραμε ότι αυτοί ήταν για να σπάνε κεφάλια. Όμως και στο σύνδεσμο όταν ξέρανε ότι ήταν να δεχτούν επίθεση από άλλη ομάδα αυτούς φωνάζανε».

Ένας σύνδεσμος, παρόλες τις κοινές αφετηρίες που διαθέτει, ενέχει την αντιπαράθεση, εξαιτίας της ανθρώπινης ποικιλομορφίας, δεν μπορεί να φέρει οριζόντια, κοινωνικής φυσιογνωμικής και δράσης, χαρακτηριστικά. Εάν συμβεί, τότε η πολιτική της ομοιογενοποιητικής και των πειθήνιων σωμάτων θα έχει καταφέρει να μετασχηματίσει τα υποκείμενα, σε βαθμό εξατομίκευσης ανάλογο ενός εργοστασίου παραγωγής ομοιόμορφων ανθρώπινων σκέψεων. Αν δεχτούμε ότι υφίσταται η έννοια της βίας με όρους σωματικής συμπλοκής, τότε υφίσταται και ομοιομορφία ανάμεσα στα πέταλα της συναίνεσης και σε αυτά της σύγκρουσης; Είναι το πέμπτο ερώτημα. Πως μπορούν να συνδεθούν ετερόκλιτες πρακτικές της δράσης με τη νεοφασιστική απειλή; Μεταξύ των συνομιλητών, ο Παύλος επικαλούμενος τη θετικότητα του βρετανικού μοντέλου αθλητικής οργάνωσης, ρωτάται για τη στοχοθεσία των συγκεκριμένων πολιτικών και απαντά διαχωρίζοντας ιδεοτυπικά την κερκίδα ανάμεσα στον πατέρα με το παιδί και ένα πρόσωπο με κουκούλα, δείγμα των παγιωμένων πεποιθήσεων που εκφέρονται δίχως την οποιαδήποτε αμφισβήτηση. Η χαμηλή περιοδικότητα των επεισοδίων σε σχέση με εκείνα του παρελθόντος στιγματίζουν την αφήγηση του, καθώς η νέα πραγματικότητα συμπυκνώνεται στην πολιτικής της απαγόρευσης μετακινήσεων, ειδικά στις υψηλού ανταγωνισμού αθλητικές αναμετρήσεις.

«Οι Άγγλοι κάποτε κάνανε τα χειρότερα, για πήγαινε να κάνεις κάτι στην Αγγλία τώρα, ούτε να κατουρήσεις δεν μπορείς μέσα, πήγαινε να κάνεις κάτι, δεν σε παίρνει και ας είσαι από άλλη χώρα, και οι δικοί μας που πάνε έξω τις κότες κάνουνε, δεν κάνουν τίποτα χαμός, εδώ βρίσκεις και τα κάνεις, είναι έτσι τα πράγματα, όλα μπουρδέλο [,..]που είναι ακ τα λέμε εμείς, αλλά τέλος πάντων με λίγα λόγια είναι μολότοφ πάνω με δυναμίτη, είναι κάτι που ακούς κάτι μπουφ, κάτι σαν γουρούνες και έτσι, αλλά είναι μεγάλες σου λέω, κάνει έκρηξη τελείως, ούτε καν μολότοφ μπουκαλάκι, καθαρή βενζίνη ή βενζίνη σκέτη και επάνω έχει αυτό με το φιτίλι άμα το πετάξεις είναι σαν να σου σκάει πυρηνική βόμβα […]Χρόνια τα έχουν πάρει, δεν μπορείς να δεις αγώνα να έχει και των δυο ομάδων κόσμο, μόνο με μικρές ομάδες ας πούμε, με την Καλλονή που είσαι από κει, δώσανε στον Ολυμπιακό […] Όλα τα γήπεδα έχουν κάμερες αλλά δεν πρέπει να τα χρησιμοποιούν αυτά […] Άλλοι το λένε φακέλωμα, φακέλωμα θα το δει ένας που έχει να φοβηθεί κάτι, ένας που θα πάει στο γήπεδο, να πάρει το παιδί του για να δει τον αγώνα και έτσι δεν τον ενοχλεί αυτό, έναν άλλο ο οποίος πάει στο γήπεδο για ένα συγκεκριμένο λόγο, ας πούμε να πετάξει τίποτα μέσα, η γενικά να πετύχει κάποιον άλλο αγώνα που να έχει οπαδούς και άλλων μέσα […] Το πολύ είναι για αυτό, για οικονομικούς λόγους τι να είναι; Να δώσεις πέντε ευρώ να πάρεις μια κάρτα φιλάθλου, δεν νομίζω, να είναι παραπάνω, όποτε αυτοί το κάνουν για θέμα βίας».

Ο Παύλος εντοπίζει μια οικονομική διάσταση πίσω από την εφαρμογή μέτρων, όπως αυτό της κάρτας φιλάθλου, προσδίδοντας μια σταδιακή φθίνουσα τάση των «επεισοδίων», η οποία συναρτάται της αυστηρότητας (απαγόρευση μετακινήσεων) και άρα της αποτελεσματικότητας της βιοπολιτικής του ελέγχου.

«τα φαινόμενα της βίας ας πούμε σε μια αγωνιστική σεζόν να χει, πόσες μήνες παίζεται μπάλα; Μπορεί στους έξι μήνες να μην γίνει τίποτα και στον ένα να γίνουν δυο περιστατικά και να πεις τι έγινε εδώ πέρα [,..]Παλιά φουλ, παλιά […] Δεν το παρουσιάζουν έτσι, έχει μειωθεί η βία, γιατί δεν υπάρχει μετακίνηση οπαδών κόβοντας τους άλλους, οι άλλοι με ποιον να τσακωθούνε μόνοι τους».

Στη συνέχεια η συζήτηση οδηγείται στο προφίλ των βίαιων υποκειμένων της κερκίδας, ως περιθωριακά υποκείμενα («αλήτης»), η δράση των οποίων αποδίδεται στην επίδραση απαγορευμένων ουσιών.

«χουλιγκάνι ψάχνεται πολύ, του άρέσει, η φασαρία και χωρίς λόγο, άμα δεν έχεις με ποιον να τσακωθείς μπορεί να τσακωθείς και με τον ίδιο σου τον εαυτό ρε [. ] Πίνουνε πολλά ναρκωτικά […] Παίζει αλητεία μέσα, θέλει ο άλλος να δείξει ότι σπάζοντας την καρέκλα και πετάγωντας μέσα στο γήπεδο έκανε κάτι ας πούμε, και ας μην χτυπήσει κάποιον είναι η αλητεία, ας πούμε, το χουλιγκάνι, μόνο έτσι μπορώ να στο εξηγήσω δεν μπορώ αλλιως, το χουλιγκάνι του αρέσει να κάνει φασαρία, σου λέει αν δεν μπορεί να κάνει με άλλον θα κάνει με τον ίδιο του τον εαυτό, δεν έχει πρόβλημα;».

Τα λόγια του Παύλου φαίνεται πως βρίσκουν απήχηση και σε άλλα μέρη των οπαδικών κοινοτήτων. Οι αναφορές στους «πιτσιρικάδες μπαχαλάκηδες», περιγράφονται ως επιρρεπείς, στην επιθετική και βίαια συμπεριφορά, νέοι, μικρές μειοψηφίες, οι οποίες δεν βρίσκονται εκτός της μεγάλης οικογένειας, σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα καταγράφεται μια εις βάρος τους μεροληπτική συμπεριφορά από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, οι οποίοι καλούνται από τους άλλους, κυρίως τους παλιούς, να τροποποιήσουν τη συμπεριφορά τους. Εν αντιθέσει, τη λογική της σύγκρουσης, προβληματίζουν οι ρητορίες περί «βίας» εκτός των τειχών, φέρνοντας στο πεδίο της διαπραγμάτευσης τα όρια της δράσης, η οποία εμφανίζει σημάδια αλλοίωσης, ερχόμενη αντιμέτωπη με δυο νέες παραμέτρους. Πρώτον, τη στοχοποίηση που δέχονται ως βίαιες ενιαίες οντότητες και κατά δεύτερον την αυξανόμενη τάση των οπαδών καταναλωτών στα πέταλα των γηπέδων που συγχρωτίζονται με τα πέταλα της συναίνεσης. Το έκτο ερώτημα, έγκειται στην υποβόσκουσα και ψυχολογίζουσα επισκόπηση της νεότητας στην κερκίδα ως χειραγωγούμενη ολότητα που γοητεύεται μέσω των φετίχ (σημαίες, συνθήματα κ.λπ.). Στο βιβλίο ο ψηφοφόρος της Χρυσής Αυγής, αναφέρεται πως μέσα στο νεοφασισμό κανένα κριτικό πνεύμα δεν είναι χρηστικό, αρκούν μόνο σύμβολα, τα ρουνικά ψηφία κι η νεκροκεφαλή στο γιακά στις στολές (Βλάχος 2013:48). Στη προσπάθεια αποκρυπτογράφησης του ιστού της κερκίδας υπήρξε και η παρακάτω εικόνα, μαζί με πολλές άλλες, καμιά φορά αντίθετες ή και υποβοηθητικές.

«Βρίσκομαι μέσα στη θύρα εφτά […] είμαστε 45 λεπτά πριν την έναρξη του αγώνα […] στη περίμετρο της κερκίδας άτομα φορούν ένα μπλουζάκι πορτοκαλί με την επιγραφή steward. Ορισμένοι οπαδοί ατομικά χαιρετούν αυτούς τους ανθρώπους και πιάνουν κουβέντα μαζί τους [,..]Στη θύρα που συμπίπτει με τη γωνία του γηπέδου τα σκαλοπάτια ανεβαίνει ένας έγχρωμος θεατής με κασκόλ του ολυμπιακού. Την ώρα που ανεβαίνει, παράλληλα της θύρας εφτά, ένας με την πορτοκαλί ένδυση του λέει «αίμα, τιμη, χρυσή αυγή, θα πεθάνεις πούστη». Αυτός συνεχίζει να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια, δίχως να αντιδράσει και κάθεται στο μέσον της θύρας».

Στη σύνδεση της νεοφασιστικής και οπαδικής ρητορικής, πεδία έκφρασης της δεύτερης μπορούν να συναντηθούν σε ένα τραπέζι που στρώνει όμως η πρώτη. Για αυτό το λόγο άλλωστε, στον επίσημο ιστότοπο της Χ.Α. αναφέρεται ότι «Σέρβοι οπαδοί: Φίλοι μας στην Ελλάδα μόνο όσοι υποστηρίζουν Χρυσή Αυγή» επισυνάπτοντας το παρακάτω κείμενο.

«Κύμα συμπαράστασης έχει εξαπλωθεί σε όλη την Ευρώπη προς τους πολιτικά διωκόμενους συναγωνιστές, τον Αρχηγό της Χρυσής Αυγής, Νικόλαο Γ. Μιχαλολιάκο και τους Χρήστο Παππά και Γιάννη Λαγό. Πέρα από τους Εθνικιστές ευρωβουλευτές, οπαδοί από ολόκληρη την Ευρώπη έχουν εκφράσει την αλληλεγγύη τους προς τους Έλληνες Εθνικιστές. Συγκεκριμένα, μετά τους οπαδούς του Ερυθρού Αστέρα και οι Σέρβοι οπαδοί της Παρτιζάν εξέφρασαν την συμπαράστασή τους προς την Χρυσή Αυγή αναφέροντας χαρακτηριστικά: ”Το αίμα των ένδοξων Σπαρτιατών βράζει μέσα στους ακτιβιστές της Χρυσής Αυγής. Θέλουμε να ξέρετε πως οι Σέρβοι σύντροφοι παραμένουν πιστοί στο ίδιο μέτωπο όπως και εσείς… Θα διατηρούμε επαφές μόνο με όσους είναι ακτιβιστές ή υποστηρικτές της Χρυσής Αυγής. Εμείς ως ένας σύνδεσμος εθνικιστικού προσανατολισμού φιλάθλων, της Παρτιζάν, βάζουμε ψηλότερα την αγάπη μας για τους Έλληνες και την Χρυσή Αυγή, από ότι την ποδοσφαιρική φιλία”».

Σε συνέχεια των παραπάνω, σε πολλές περιπτώσεις διαφαίνεται ένα ύφος εθνοτικής υπεροχής στο λόγο πολλών πληροφορητών, θέτοντας όμως ως κέντρο βάρους την παραπάνω σύνδεση με το ρατσισμό και το μίσος, τότε είναι σαν να αποδεχόμαστε τον οπαδισμό κάτω από τα ίδια χρώματα, ως μια ολότητα που συνομιλεί με τη γραμμική ανατριχιαστική αρχή περί φυλετικής ομοιότητας και πορείας. Φράσεις όπως «αιμοδότης της γαλανόλευκης», «ελληνοποίηση των παικτών που παίζουν», οι οποίες ακούστηκαν στη συνέντευξη με τον Κώστα, δεν αντιπροσωπεύουν το σύνολο της κερκίδας ή και φράσεις ρατσιστικά φορτισμένες όπως «Με τούρκους για μένα παίζουμε» και «Γύφτοι και ρωσοπόντιοι», δεν συγκολλούνται με αμέσως επόμενες απόψεις περί ταλαντούχων εθνοτικά άλλων αθλητών ή με το χειροκρότημα και το ζητωκραύγμασα προς τους επιτηρούμενους όχι Έλληνες αθλητές, σε περιπτώσεις υψηλής συνεισφοράς στο τελικό αποτέλεσμα μιας διοργάνωσης. Η επιλογή ποιος θα εκπροσωπήσει το έθνος ή την ομάδα, εντάσσεται μέσα στο ευρύτερο κοινωνικο- πολιτικό τοπίο (McGee και Bairner 2011), δηλαδή αλλάζει και μεταβάλλεται.

Ακόμη και ο παραλληλισμός μεταξύ των ηγετών ενός νεοφασιστικού χώρου και μιας οπαδικής κοινότητας είναι προβληματικός. Το ζήτημα της συσχέτισης ανάμεσα στο αξιακό μοτίβο του «πάνω από όλα η ομάδα» και «πάνω από όλα το έθνος» ήρθε να κουμπώσει με το «όχι στην πολιτική», δίχως όμως όλα αυτά να αποτελούν μια στάση γενικευμένη. Τέλος, μπορούμε άραγε μέσα σε αυτήν την πληθώρα των πληροφοριών, να δώσουμε μια απάντηση στο τι είναι φασισμός, τι είναι χουλιγκανισμός; Μπορούμε να τις αναγνωρίσουμε σαν αντίστοιχες κατηγορίες του homo nordicus; Οι ρητορικές περί νεοφασισμού πραγματώνονται την ώρα που η βιοπολιτική του υπερφιλελευθερισμού, διαβάζει την κοινωνία ως άθροισμα ατόμων, καθώς οι τάξεις καταρρέουν και τα υποκείμενα της ιστορίας, βρίσκονται μέσα στο απρόσωπο σύστημα του ύστερου καπιταλισμού (Thompson 2003:346-347).

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com/