Loading...

Κατηγορίες

Τετάρτη 11 Μάι 2022
Ερμηνεύοντας τον πόλεμο Ουκρανίας - Ρωσίας
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία επεδιώχθη από τις Ηνωμένες Πολιτείες· επί της ουσίας, η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν άφησε στον Β. Πούτιν καμία επιλογή πλην της στρατιωτικής δράσεως. Αυτό το οποίο απεσοβήθη τον Νοέμβριο του 2016, κατέστη αναπόφευκτο ύστερα από την ανάρρηση του Τζ. Μπάιντεν στον προεδρικό θώκο. Ήδη πριν από τις 3.11.2020 και τις 20.1.2021, είχε αρχίσει να διαφαίνεται μία σταδιακή κλιμάκωση. Η ήττα της Αρμενίας στον πόλεμο των έξι εβδομάδων (9 - 11/2020)· οι απόπειρες ανατροπής του λευκορωσικού (8/2020) και του καζακικού (1/2022) καθεστώτος· ιδίως, όμως, το ανακοινωθέν της διασκέψεως κορυφής του ΝΑΤΟ στις 14.6.2021 (το οποίο επανεβεβαίωσε τη δήλωση στις 3.4.2008), απετέλεσαν πρελούδιο των γεγονότων του φετινού Φεβρουαρίου.

 

Αμερικανική προληπτική κίνηση

Υπό το πρίσμα της υψηλής στρατηγικής, η (αναγκαστική, ώστε να αποφευχθεί μία νέα Κράινα) εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αποτελεί αμερικανική προληπτική («preventive») κίνηση για ανάσχεση της κινεζικής οικονομικής αναπτύξεως και επιρροής.

Οι ΗΠΑ επί Ντ. Τραμπ ακολουθούσαν μια συντηρητική απομονωτιστική εξωτερική πολιτική, η οποία αποσκοπούσε στην ανασύνταξη δυνάμεων χωρίς ιδιαιτέρους κλυδωνισμούς για την αμερικανική οικονομία και κοινωνία. Επί Μπάιντεν, παρατηρούμε μία επιθετική εξωτερική πολιτική, η οποία δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις στην αμερικανική οικονομία και κοινωνία, αλλά εστιάζει στον μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Τόσο η προσέγγιση Τραμπ όσο και η προσέγγιση Μπάιντεν είναι ορθολογικές. Η πολιτική του Τραμπ ήταν προσεκτική και συμβάδιζε με μια κλασική ρεαλιστική ανάγνωση του διεθνούς συστήματος. Ο Μπάιντεν ακολουθεί μια πιο αντισυμβατική προσέγγιση: αντιλαμβανόμενος ότι η συντήρηση του status quo ισχυροποιεί την Κίνα, η οποία αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς και σε μια δεκαπενταετία από σήμερα η στρατιωτική της ανάσχεση στη θαλάσσιο περιοχή του δυτ. Ειρηνικού και στη χερσαία της κεντρικής Ασίας θα ήταν εξαιρετικά δυσχερής, επιλέγει να καταβάλει τώρα το (οικονομικό) αντίτιμο μιας (προς το παρόν, ειρηνικής) προληπτικής ανασχέσεως. Η Κίνα, συν τω χρόνω, θα δει τον μερκαντιλιστικό της σχεδιασμό (BRI) να κατακερματίζεται εις τα εξ ων συνετέθη· να χάνει τις προσοδοφόρες αγορές της Β. Αμερικής, του Η.Β., της ηπειρωτικής Ευρώπης, της Ωκεανίας· να περιορίζεται σε όσα τμήματα της Ασίας, της Αφρικής, της Λατ. Αμερικής δεν τελούν υπό ασφυκτική δυτική επιρροή.

 

Εν τω μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται να επιτυγχάνουν: α) τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ· β) την (πιθανή) ένταξη στο ΝΑΤΟ φαινομενικώς ουδετέρων κρατών, όπως η Φινλανδία, η Σουηδία, η Αυστρία (και, σε βάθος χρόνου, η Ελβετία και η Ιρλανδία;)· γ) την (πιθανή) ένταξη στο ΝΑΤΟ της Μολδαβίας (και, σε βάθος χρόνου, της Γεωργίας;)· δ) τον εξοβελισμό των ρωσικών (και, σε δεύτερο χρόνο, των κινεζικών) εταιρειών από την Ευρώπη [ο οστρακισμός των εν λόγω εταιρειών από το Η.Β., τον Καναδά, την Ωκεανία είναι δεδομένος]· ε) τη μετατροπή του ευρώ από νόμισμα διάδοχο του γερμανικού μάρκου σε νόμισμα διάδοχο του γαλλικού φράγκου· στ) την αντιστροφή της παγκοσμιοποιήσεως των παραγωγικών δομών της οικονομίας, με επαναβιομηχάνιση της Δύσεως.

Προκρούστεια διλήμματα

Η Κίνα είναι ο στόχος της αμερικανικής στρατηγικής· η Μόσχα (ως αδύναμος εταίρος του Πεκίνου) είναι ο χρήσιμος αυταπατώμενος· η κύρια παράπλευρη απώλεια, όμως, της αμερικανικής στρατηγικής είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Με παραγωγικά χάσματα τύπου Αυστρο-Ουγγαρίας και εφαρμογή πολιτικών Ολλανδίας, η Ε.Ε. βρίσκεται αντιμέτωπη με προκρούστεια διλήμματα: οι Βρυξέλλες και η Φρανκφούρτη θα κληθούν να χρηματοδοτήσουν (με πληθωριστικό χρήμα και επέκταση του ισολογισμού της ΕΚΤ) όχι μόνον τον -εν εξελίξει- μετασχηματισμό της ενεργειακής βάσεως της οικονομίας (με φιλικές προς το περιβάλλον τεχνολογίες) και την ελάττωση (εντός του τ.έ.) κατά 2/3α των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου (με παύση όλων των εισαγωγών ρωσικών ορυκτών καυσίμων το 2030), αλλά -πλέον- και τον επανεξοπλισμό των ευρωπαϊκών κρατών. Πρωτίστως η Γερμανία (με το κολοσσιαίο πρόγραμμα των 100+δισ. ευρώ) και η Πολωνία, αλλά και μικρότερα ευρωπαϊκά κράτη, στρέφονται στην ενίσχυση των ενόπλων τους δυνάμεων με αγορές νέων οπλικών συστημάτων.

Γιατί η Ουάσινγκτον επέλεξε να χρησιμοποιήσει το Κίεβο και να εκμαιεύσει την ρωσική αντίδραση; Διότι: στην Ουκρανία υπήρχε ήδη (από οκταετίας) ανοιχτό μέτωπο και -μετά την (πραξικοπηματική) ανατροπή του Β. Γιανουκόβιτς- το ουκρανικό πολιτικό σύστημα και οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις ήταν/είναι απολύτως ελεγχόμενες από τις ΗΠΑ· η Ρωσία είναι η αχίλλειος πτέρνα του άξονος Μόσχας - Πεκίνου· η επιρροή που ασκεί η Ουάσινγκτον στους συμμάχους της στην Ασία είναι σαφώς πιο αναιμική από την επιρροή που ασκεί στην Ευρώπη, ενώ στην Ασία υπάρχουν αρκετά κράτη τα οποία έχουν χαράξει αδέσμευτη εξωτερική πολιτική. Η Κίνα είναι ισχυρότερη από τη Ρωσία σε όλα τα επίπεδα· κλιμάκωση τύπου Ουκρανίας εναντίον της κινεζικής κυριαρχίας θα επέφερε ανεξέλεγκτες, μη διαχειρίσιμες επιπτώσεις [αμφιβάλλω εάν -στην παρούσα συγκυρία- το Τόκιο ή η Σεούλ θα δέχονταν να αυτευνουχισθούν, όπως συμβαίνει με το Παρίσι και το Βερολίνο].

Η στοχοποίηση της Ρωσίας, η οποία αποτελεί τον μεγάλο ασθενή του ευρασιατικού χώρου, ήταν (για τα αμερικανικά συμφέροντα) η επιλογή με το μικρότερο δυνατό ρίσκο και κόστος. Οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις έχουν -κατ’ επανάληψιν- ζυγισθεί και βρεθεί ελλιπείς (με πιο πρόσφατο παράδειγμα στη Συρία). Ύστερα από 22+ χρόνια παραμονής του Πούτιν στην εξουσία, οι Αμερικανοί γνώριζαν άριστα σε ποιον έριχναν το γάντι, ποιες είναι οι αντιδράσεις του (βλ. 8/2008, 2/2014, 9/2015) και τι πόρους και μέσα διαθέτει. Τέλος, με μια ευρωπαϊκή κρίση, οι ΗΠΑ επιτυγχάνουν (διά των υψηλών επιπέδων δημοσίου χρέους και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, τα οποία θα προκύψουν ως απότοκο των πολιτικών που μνημονεύθηκαν στην άρτι προηγηθείσα παράγραφο) να υπονομεύσουν την ευρωστία του βασικού ανταγωνιστικού (έναντι των ΗΠΑ) πλεονεκτήματος της Ε.Ε.: του ευρώ. Υπ’ αυτήν την οπτική, η υπονόμευση του ενωσιακού οικοδομήματος στον πυρήνα του (την οικονομική και νομισματική πολιτική) δεν αποτελεί «ατύχημα» ή παράπλευρη απώλεια (όπως -εσφαλμένως;- προανέφερα), αλλά αμερικανική στρατηγική επιδίωξη.

* Ο Νικόλαος Διακίδης είναι διεθνολόγος - στρατηγικός αναλυτής.

πηγη: https://www.avgi.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου