Loading...

Κατηγορίες

Παρασκευή 23 Ιούλ 2021
Γαλάζιος ίασπις
Κλίκ για μεγέθυνση




23.07.2021, 15:48

 



Οδύσσεια. Ραψωδία η`.

Κείμενο, περίληψη, σχόλια



Έφτασε πρώτα η Ναυσικά στο πατρικό παλάτι,

λίγο αργότερα έφτασε και ο τρανός Οδυσσέας

που μόνο δεν τον άφησε ούτε λεπτό η Παλλάδα.

Θάρρος και γνώση του έδωσε και σαν θεός φαντάζει.

«Πήγαινε, λέει η Αθηνά, πρόσπεσε στην Αρήτη,

τη συνετή βασίλισσα, της Ναυσικάς τη μάνα,

που `ναι γυναίκα αντάξια του βασιλιά Αλκινόου.

Πες της για σένα και αυτή αμέσως θα σε νοιώσει,

και στην Ιθάκη σου να πας αμέσως θα φροντίσει.».

Ο Οδυσσεύς ξαφνιάστηκε σαν μπήκε στο παλάτι,

με τον κυάνιο θριγκό, τους χάλκινους τους τοίχους,

με παραστάδες αργυρές, θύρες από χρυσάφι.

Όλα αστράφταν κι έλαμπαν σαν ήλιος, σαν φεγγάρι.

Γλυπτά σκυλιά πανέμορφα χρυσά και ασημένια,

που έφτιαξε ο Ήφαιστος ο γιος του μέγα Δία,

ακοίμητοι να `ναι φρουροί αυτού του ανακτόρου.

Κούροι σε βάσεις, με πυρσούς στα χέρια αναμμένους,

στημένοι ήτανε εκεί τους χώρους να φωτίζουν.

Θρόνοι στημένοι στη σειρά για όλους τους αφέντες

που σήμερα είχαν σύναξη για θέματα του κράτους.

Στον κεντρικό το θρόνο του, ο Αλκίνοος καθόταν

και δίπλα του ο δυνατός ο γιος του Λαοδάμας.

Ο Οδυσσέας πρόσπεσε στα πόδια της Αρήτης,

ικέτης, να τον σπλαχνιστεί η συνετή γυναίκα.

Απόμειναν όλοι άφωνοι μπροστά τους σαν τον είδαν.

Ο Οδυσσέας σαν θεός φάνταζε αυτήν την ώρα

με θάρρος και με σεβασμό μίλησε στην Αρήτη.

« Ω! σεβαστή βασίλισσα στα πόδια σου ικέτης,

πέφτω και σε παρακαλώ, για λίγο άκουσε με.

Στείλε με στην πατρίδα μου που τόσα χρόνια λείπω.».

Θρόνο δίπλα στο βασιλιά δώσαν στον Οδυσσέα

και μία κόρη του σπιτιού μ` ένα χρυσό λαγήνι,

νερό του χύνει να πλυθεί σε αργυρή λεκάνη.

Πλούσιο γεύμα, νόστιμο, προσφέρανε στον ξένο,

που σαν θεός αθάνατος έλαμπε εκεί μπροστά τους.

Ζήτησε ο Αλκίνοος κρασί να πάρουν όλοι

χοή ευχαριστήρια στον Δία να προσφέρουν.

«Το γεύμα σας τελείωσε στα σπίτια σας να πάτε

και την αυγή πάλι εδώ όλοι θα μαζευτούμε,

θυσίες να προσφέρουμε, σ` όλους τους αθανάτους.

Γρήγορα να φροντίσουμε του ξένου το ταξίδι

να πάει με ασφάλεια στην ποθητή του χώρα.

Αν είναι όμως ο ξένος μας ουράνια θεότης,

εμείς θα τον τιμήσουμε με όλα όσα πρέπει»
«Αλκίνοε, τέτοια βουλή στο νου σου μην την βάζεις,
γιατί δε μοιάζω με θεό που κατοικεί στα ουράνια,

η όψη μου, το μπόι μου ταιριάζει στους ανθρώπους

κι όχι στους μάκαρους θεούς που πίκρες δε γνωρίζουν.

Εγώ και πίκρες πέρασα και βάσανα και πόνους,

και άλλο, δεν αντέχω πια, μακριά απ την πατρίδα.

Το σπίτι, την πατρίδα μου, να δω κι ας ξεψυχήσω»

Έτσι είπε και τον πίστεψαν και είπαν να βοηθήσουν,

ο ξένος στην πατρίδα του να φτάσει επιτέλους.

Χοές προσφέραν στους θεούς, και ήπιανε και κείνοι,

κι έπειτα ξεκινήσανε στα σπίτια τους να πάνε.

Απόμεινε ο πολύτροπος Οδυσσέας στο παλάτι,

παρέα με το βασιλιά και την καλή Αρήτη.
«Ξένε θα κάμω την αρχή, του λέει η Αρήτη
ποιος είσαι, πούθε έρχεσαι; Ποιος σου 'δωσε τα ρούχα;

Τα ρούχα που εσύ φοράς εγώ τα έχω ράψει.»

« Όλα εγώ θα σας τα πω, τίποτα δεν θα κρύψω,

μονάχα, συμπαθάτε με, το γεύμα να τελειώσω,

γιατί η πείνα κυβερνά τους άμοιρους ανθρώπους,

και δεν τη σταματά καημός, πίκρα και στενοχώρια,

μόνο να θρέψει το θεριό που στο στομάχι μένει,

κι όλο να φάει σκέπτεται και έννοιες δε λογιάζει.

Βασίλισσα, σαν με ρωτάς, για τα δικά μου πάθη,

μάθε για μένα οι θεοί δεν δείξανε συμπόνια,

πολύ με βασανίζουνε και με κρατάν στα ξένα,

μακριά από την Ιθάκη μου και τους αγαπημένους.

Στο πέλαγο σαν ήμουνα με τους καλούς συντρόφους,

ο Δίας με τιμώρησε και με αστροπελέκι, εκεί στα

μεσοπέλαγα, έκαψε το καράβι κι οι σύντροφοι σβηστήκανε μέσα στο μαύρο κύμα.

Έρμος και μόνος βρέθηκα σ` ένα ερημονήσι,

που κυβερνά η Καλυψώ του Άτλαντα η κόρη.

Αυτή η ανίκητη θεά με τις σγουρές πλεξούδες είχε μεγάλη

ομορφιά και δύναμη και πάθος. Κι εμέ τον δόλιο πόθησε

ταίρι της να με πάρει. Αθάνατο μου έταξε εμένα να με κάνει,

χωρίς του χρόνου τη φθορά, τον έρωτα να ζούμε.

Χρόνια εφτά περάσανε εκεί στην Ωρυγία, αιχμάλωτος

ερωτικός της Καλυψώς της Νύμφης. Με λυπηθήκαν

οι θεοί και την εξαναγκάσαν να με αφήσει λεύτερο

σπίτι μου να γυρίσω.

Με καλοτάξιδο σκαρί μ' άφησε ν' αρμενίσω
μπόλικο μου 'δωσε ψωμί, γλυκό κρασί και ρούχα
κι ένα αεράκι ούριο τα κύματα να σκίζω.

Μέρες περάσαν δέκα επτά κι όλα καλά πηγαίναν,

ώσπου τη δέκατη όγδοη είδα εγώ τη γη σας,

στο βάθος του ορίζοντα φάνηκαν τα βουνά σας.

Ό Ποσειδώνας ο θεός των θαλασσών ο άρχων,

έστειλε όλους τους καιρούς και μου κλεισαν το δρόμο.

Το πλοίο μου τσακίστηκε και βγήκα κολυμπώντας

στην όμορφη πατρίδα σας, στην χώρα των Φαιάκων.

Κοιμήθηκα κατάχαμα με φύλλα για κουβέρτες

ώρες πολλές κοιμήθηκα λίγο να ξαποστάσω.

Ξύπνησα με χαρούμενα ακούσματα στ` αυτιά μου,

η κόρη σας η Ναυσικά διασκέδαζε με φίλες

παίζανε και γελούσανε εκεί κοντά σε μένα.

Όταν με είδαν τρόμαξαν της Ναυσικάς οι φίλες

μόνο εκείνη θαρρετά με κοίταξε στα μάτια.

Βασίλισσα είναι ή θεά σκέφτηκα σαν την είδα,

τέτοια ομορφιά δεν έτυχε να έχω αντικρίσει.

Η Ναυσικά με φρόντισε καθώς το θέλει η τάξη,

μου πρόσφερε απλόχερα και φαγητό και ρούχα.

Αυτά τα ρούχα εγώ φορώ τώρα εδώ μπροστά σας.».

ο Βασιλιάς Αλκίνοος που τ` άρεσε ο νόμος,

χάρηκε μ` όσα άκουσε από τον θείο ξένο.

« Ξένε σε θαύμασα πολύ και αν, κι εσύ το θέλεις,
παντρέψου την κορούλα μου, γαμπρό μου να σε κάνω.

Εάν αυτό δε γίνεται και έχεις άλλη γνώμη,

ποτέ με βία εγώ εδώ, να μείνεις θα θελήσω.

Αν η Ανάγκη η ανίκητη ζητά εσύ να φύγεις,

αύριο κιόλας θα βρεθείς σε πλοίο των Φαιάκων,

με δίχως έγνοιες για κουπιά, για ξάρτια και ιστία,

θα φτάσεις στην πατρίδα σου όπου αυτή κι αν είναι.

Την ναυτοσύνη μας θα δεις και θα την εκτιμήσεις,

και θα θαυμάσεις τα γοργά και ασφαλή μας πλοία,

που ναυτικοί πανάξιοι παντού τα αρμενίζουν.

Θα δεις γιατί οι Φαίακες έχουνε τέτοια φήμη,

και τόσες ικανότητες τις θάλασσες να ορίζουν.

Τα πλοία μας σαν τα πουλιά και σαν τη σκέψη τρέχουν.

Με όλα αυτά που άκουσε χάρηκε ο Οδυσσέας

και η καρδιά του γέμισε δοξάζοντας τον Δία,

για την ημέρα της χαράς το νόστιμον το ήμαρ.

Στον Οδυσσέα ετοίμασαν βασιλικό κρεβάτι,

να πέσει να αναπαυθεί από τα τόσα πάθη.

Στο τέλος κι ο Αλκίνοος έπεσε στο κρεβάτι ,

που η ίδια η βασίλισσα Αρήτη επιμελήθη.

Περίληψη ραψωδίας η`

Ο Οδυσσέας φτάνει στο ανάκτορο του Αλκίνοου μετά την Ναυσικά για να μην τους δούνε μαζί οι περαστικοί και δημιουργηθούν παρεξηγήσεις του τύπου: Τι γυρεύει η κόρη του βασιλιά μ` έναν ξένο. Μήπως είναι ο μελλοντικός της σύζυγος;

Καθώς ο Οδυσσέας πάει στο παλάτι συναντά ένα νεαρό κορίτσι, που είναι η Αθηνά μεταμορφωμένη. Το κορίτσι/ θεά Αθηνά, του δείχνει το δρόμο και τον καλύπτει με πέπλο ομίχλης ώστε να μην τον σταματούν οι ντόπιοι κα να ρωτούν ποιος είναι, από πού έρχεται, που πάει.. Το νεαρό κορίτσι/ θεά Αθηνά μιλά στον Οδυσσέα για τους Φαίακες, την ιστορία τους, το περίφημο ναυτικό τους που είναι γρήγορο σαν τα πουλιά και σαν τη σκέψη του ανθρώπου.

Του λέει να προσπέσει ικέτης στην Αρήτη τη γυναίκα του βασιλιά γιατί εκείνη έχει χρόνο, υπομονή και κατανόηση. Ο Οδυσσέας φτάνει στο παλάτι και θαμπώνεται από την πολυτέλεια. Υπέροχα υφαντά, χαλκός, ο υπέρλαμπρος κυάνιος θριγκός ψηλά, ασήμι, χρυσάφι, γλυπτά,.. Υπάρχουν παντού όλα αυτά και διαχέουν ένα φως σαν από ήλιο ή φεγγάρι. Στην αίθουσα του θρόνου καθισμένοι σε προεδρίες- θρόνους, τρώνε και πίνουν οι πρόκριτοι της χώρας των Φαιάκων. Είχε προηγηθεί μία γενική συνέλευση, υπό την προεδρεία του βασιλιά Αλκίνοου, όπου συζητήθηκαν θέματα του τόπου. Πλήθος υπηρετών φροντίζουν για όλα. Ο ποιητής, μας περιγράφει και το μεγάλο κήπο- περιβόλι που έχει όλα τα δέντρα, ελιές, συκιές, ροδιές, αχλαδιές, μηλιές, κληματαριές, ένα αμπέλι, πολλές πρασιές με διάφορα φυτά, λουλούδια.. Δυο βρύσες έτρεχαν συνεχώς και η μία πότιζε όλον τον κήπο.

Ο Οδυσσέας πλησιάζει την Αρήτη και αμέσως η Αθηνά αποσύρει το ομιχλώδες πέπλο που τον κάλυπτε. Πέφτει στα πόδια της βασίλισσας Αρήτης ικέτης ενώ όλοι που βρίσκονται στην αίθουσα του θρόνου εκστασιάζονται.

Ο ξένος, στην ικεσία του, ζητά να τον στείλουν στην πατρίδα του που τόσο έχει στερηθεί.

Ο βασιλιάς Αλκίνοος δέχεται τον ξένο με όλες τις τιμές και την τάξη που ορίζει ο ξένιος Ζευς. Προτείνει στους παρισταμένους άρχοντες των Φαιάκων να οργανώσουν επίσημη υποδοχή για τον ξένο την επόμενη ημέρα. Μήπως έχουμε απέναντι μας ένα θεό αναρωτιέται ο βασιλιάς Αλκίνοος;

Δεν είμαι θεός, λέει ο Οδυσσέας , ένας άνθρωπος είμαι και θέλω, όσο τίποτε άλλο, να επιστρέψω στην πατρίδα μου. Είναι αργά και οι άρχοντες των Φαιάκων αποχωρούν από το παλάτι να πάνε για ύπνο στα αρχοντικά τους. Μένουν εκεί ο βασιλιάς, η βασίλισσα και ο ξένος. Η Αρήτη τον ρωτά ποιος είναι, πως έφτασε στη νησιώτικη χώρα τους και που βρήκε τα ρούχα που φορά.

Ο Οδυσσέας αφηγείται με συντομία το ναυάγιό του, την επτάχρονη αναγκαστική παραμονή του στο νησί της Καλυψώς, και το περιπετειώδες ταξίδι του μέχρι εδώ και τη συνάντησή του με τη Ναυσικά. Ο αρχοντικός ξένος δεν αποκαλύπτει τ` όνομα του και την ιδιότητα του. Ο Αλκίνοος, εντυπωσιασμένος από τον ξένο, εύχεται να τον κάνει γαμπρό του, άντρα της Ναυσικάς.

Αν όμως ο ξένος θέλει οπωσδήποτε να επιστρέψει στην πατρίδα του, υπόσχεται πως οι Φαίακες θα τον οδηγήσουν εκεί, μ` ένα από τα ταχύπλοα σκάφη τους, και με κάθε ασφάλεια.

Αποσύρονται κατόπιν για ύπνο.

Σχόλια.

-Το νησί των Φαιάκων πιστεύεται ότι είναι η Κέρκυρα αν και πολλοί έχουν επιφυλάξεις.

-Τα πλοία των Φαιάκων είναι γρήγορα σαν τα πουλιά και σαν τη σκέψη των ανθρώπων. Οι Φαίακες καμάρωναν που τα ελαφρά σκάφη τους, με τη συμπαράσταση του θεού των θαλασσών Ποσειδώνα, ταξίδευαν στις ατέλειωτες θάλασσες.

νηυσὶ θοῇσιν τοί γε πεποιθότες ὠκείῃσι
λαῖτμα μέγ' ἐκπερόωσιν, ἐπεί σφισι δῶκ' ἐνοσίχθων·
τῶν νέες ὠκεῖαι ὡς εἰ πτερὸν ἠὲ νόημα.» η`,34-36.

Αυτή η αναφορά του Ομήρου ότι τα πλοία των Φαιάκων ήταν γρήγορα σαν τα πουλιά και σαν τη σκέψη των ανθρώπων μας θυμίζει τα σημερινά «ιπτάμενα πλοία» που κινούνται πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας επιτυγχάνοντας μεγάλες ταχύτητες. Για μια φορά ακόμα ο Όμηρος αποδεικνύεται προφητικός.


- Ο θαρραλέος άνθρωπος.

θαρσαλέος γὰρ ἀνὴρ ἐν πᾶσιν ἀμείνων
ἔργοισιν τελέθει η`,51, 52.

Ό άνθρωπος που έχει θάρρος τελειώνει τα έργα του με τον καλύτερο τρόπο.

-Σαν ήλιου φως και σαν το φως του φεγγαριού.

ὥς τε γὰρ ἠελίου αἴγλη πέλεν ἠὲ σελήνης,η` 84.

Τέτοια αίσθηση είχε ο Οδυσσέας όταν μπήκε στην αίθουσα του θρόνου του Αλκίνοου. Ο ποιητής εδώ θέλει να τονίσει τη φωτεινότητα των κυάνιων θριγκών, του λαζουρίτη( lapis lazuli), του γαλάζιου ίασπι, του σμάλτου, των χάλκινων, χρυσών και αργυρών αντικειμένων και επικαλύψεων μέσα στην αίθουσα. Έτσι τα σκιόεντα (σκοτεινά) μέγαρα που μας λέει ο Όμηρος μετατρέπονται σε φωτεινά μ` όλα αυτά τα πολυτελή υλικά και τις αναμμένες δάδες.

-Υφαντά πολύ λεπτά που λάδι δεν περνούσε. (ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον.), η` 107-111.

Ήταν τόσο λεπτά και συνεκτικά τα υφαντά που λάδι δεν περνούσε. Τόσο εξειδικευμένες υφάντρες ήταν οι γυναίκες των Φαιάκων. Τη χάρη αυτή και τις μεγάλες ικανότητες της υφαντικής τέχνης την απέκτησαν από την ίδια την Αθηνά που ήταν η πρώτη και η καλύτερη ανυφαντού( υφάντρα). Όσο για τους άντρες των Φαιάκων έλεγαν ότι είναι οι καλύτεροι τεχνίτες και οι πρώτοι των πρώτων ναυτικοί με θεϊκή ναυτοσύνη δοσμένη από τον θεό της θάλασσας Ποσειδώνα. Υπάρχει και εδώ το θεϊκό δίπολο Αθηνά- Ποσειδώνας ,όπως και στην Αθήνα. Στη χώρα των Φαιάκων κυριαρχεί ο Ποσειδώνας ενώ στην Αθήνα η Αθηνά.

-Το περιβόλι του βασιλιά έξω από το παλάτι. η` 113-128.

μεγάλος κήπο, τέσσερων στρεμμάτων, κι ένας φράχτης
γύρω τον έφραζε παντού. Κι εκεί μεγάλα δέντρα,
φύτρωναν δροσερά, αχλαδιές, ροδιές, μηλιές με μήλα, 
συκιές γλυκόκαρπες κι ελιές απάνω στον ανθό τους,
που δεν τους έλειπε ο καρπός- χειμώνα καλοκαίρι,
μήτε ποτέ τον έχαναν, μόν' άπαυτα φυσώντας
ο Ζέφυρος άλλον γεννά κι άλλον τον ωριμάζει.
Μετ' απ' τ' αχλάδια, αχλάδια ανθούν, μετά απ' τα μήλα, μήλα,
σύκο στο σύκο γίνεται, σταφύλι στο σταφύλι.
Είχε κι ένα πολύκαρπο αμπέλι φυτεμένο.
Άλλες του λιάστρες ξήραινε σε γης στρωμένη ο ήλιος
κι άλλα σταφύλια που τρυγούν κι άλλα πατούν ξοπίσω.
Βγάζουν την αγουρίδα εμπρός, που τον ανθό της ρίχνει, 
κι άλλων γυαλίζει η ράγα τους. Και στους στερνούς τους όργους,
λογής με τέχνη φύτρωναν πρασιές πάντα ανθισμένες.
Δυο βρύσες έτρεχαν, κι η μια πότιζε όλο τον κήπο. Μετάφραση Ζ. Σιδέρη.

-Η ανίκητη πείνα.

Η πείνα κάστρα καταλεί και χώρες παραδίνει (παροιμία).

η`, 215-221.

Ο βασιλιάς Αλκίνοος και η βασίλισσα Αρήτη ζητάνε εξηγήσεις από τον άγνωστο ξένο, που επίμονα τους ζητά να τον βοηθήσουν, να επιστρέψει στην πατρίδα του. Ο Οδυσσέας τους ζητά, νικημένος από την πείνα, να βάλει μια μπουκιά στο στόμα του και έπειτα να τους πει ότι θέλουν.

« Όλα εγώ θα σας τα πω, τίποτα δεν θα κρύψω,

μονάχα, συμπαθάτε με, το γεύμα να τελειώσω,

γιατί η πείνα κυβερνά τους άμοιρους ανθρώπους,

και δεν τη σταματά καημός, πίκρα και στενοχώρια,

μόνο να θρέψει το θεριό που στο στομάχι μένει,

κι όλο να φάει σκέπτεται και έννοιες δε λογιάζει.».

- Η η` ραψωδία της Οδύσσειας έχει 347 στίχους. Το κείμενο που παρουσιάζω εδώ έχει περίπου 150 στίχους και αποτελεί μεταγραφική ανάπλαση του αρχαίου κειμένου και όλων των μεταφράσεων που έχουν γίνει. Κράτησα τη ροή και το ύφος καθώς και όλα τα κομβικά γεγονότα.

1*. Αρχιτέκτων. Ιστορικός Αρχιτεκτονικής. Ιστορικός Τέχνης.

2*. Στον φίλο Οδυσσέα Σγουρό με τις Οδύσσειες αναζητήσεις του στην Αρχιτεκτονική.

πηγη: https://www.efsyn.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου