Aπόσπασμα από τη διπλωματική του Κ. Κωνσταντινίδη «Εθνικισμός, ναζισμός και alt-right στη δημόσια σφαίρα: Η αισθητικοποίηση και κανονικοποίηση του ακροδεξιού λόγου στην μουσική και στην ευρύτερη ελληνική ποπ κουλτούρα (1990-2021)» (Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2022). Ο Κώστας Κωνσταντινίδης είναι υποψήφιος διδάκτορας του τμήματος Ιστορίας Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Δημοσιεύθηκε στο geniusloci2017.wordpress.com
«Τους βλέπεις στο μετρό, φυλές αλλόκοτες». Η περίπτωση του Διονύση Σαββόπουλου
Ο εθνικισμός και ο μεγαλοϊδεατισμός στο έργο του Διονύση Σαββόπουλου φανέρωσε -εκτός από την ιδεολογική συντηρητική μεταστροφή του ίδιου του καλλιτέχνη- και την διάσπαση των απόψεων ενός κομματιού της Αριστεράς της Μεταπολίτευσης απέναντι σε ζητήματα θρησκείας και (πολιτισμικού και μη) εθνικισμού. Ήδη από το 1983 και τον δίσκο του «Τραπεζάκια Έξω» μετατόπισε το κέντρο βάρος της στιχουργικής του από την προσωπική πολιτική εμπειρία, την μείξη των βαλκανικών μουσικών παραδόσεων μέσα στο πνεύμα και την μουσική της Αντικουλτούρας, αλλά και την επαναστατική αλληγορία (Η «Ωδή στον Γ. Καραϊσκάκη» είναι γραμμένη για τον Che Guevara…), στο δόγμα της ελληνικότητας, του ανάδελφου Ελληνισμού και τέλος της ελληνοχριστιανικής διάστασης του πολιτισμού. Στο γνωστό πια τραγούδι του «Τσάμικο» ο Σαββόπουλος μετασχημάτισε την σχέση του με το έθνος και εμφανίστηκε να υπεραμύνεται της μοναδικότητας του απανταχού ελληνισμού. Έχοντας απεκδυθεί κάθε δυτική μουσική επιρροή στο τραγούδι θα τραγουδήσει:
«Ζήτω η Ελλάδα και κάθε τι μοναχικό στον κόσμο αυτό
Ελασσόνα, Λιβαδειά, Μελβούρνη[… ]
Άγιοι Σαράντα, Εσκί Σεχίρ[. ]
Η Ελλάδα που αντιστέκεται, η Ελλάδα που επιμένει,
Κι όποιος δεν καταλαβαίνει
Δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει»
Σε παρόμοια μουσική (Καλαματιανό) και στιχουργική διάθεση θα υμνήσει τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό στο εμβληματικό πια «Ας κρατήσουν οι χοροί»:
«Είτε με τις αρχαιότητες, είτε με ορθοδοξία
Των Ελλήνων οι κοινότητες, φτιάχνουν άλλον Γαλαξία.[. ]
Μα η δική μου έχει όνομα, έχει σώμα και θρησκεία
Και παππού σε μέρη αυτόνομα, μέσα στην Τουρκοκρατία».
Στο τραγούδι αυτό επαναλαμβάνεται η ιστορική ερμηνεία της παθητικής στάσης του έθνους μέσα στους αιώνες που ονομάστηκαν «Τουρκοκρατία», καθώς και το τρίσημο ιστορικό σχήμα του Παπαρρηγόπουλου. Η Επανάσταση του 1821 σύμφωνα με το αφήγημα της Νεοορθοδοξίας, το οποίο υπηρετεί ο Σαββόπουλος, απεκδύεται τον κοινωνικοπολιτικό της μανδύα και παρουσιάζεται έχοντας μία αποκλειστικά εθνικιστική και θρησκευτική ταυτότητα, η οποία παρέμεινε αδρανής αλλά και ακέραιη, από την αρχαιότητα έως σήμερα. Τα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απορρίπτονται συλλήβδην ως μιαρά και σκοταδιστικά, κάτι που αντανακλάται και σε διάφορες τάσεις της βαλκανικής ιστοριογραφίας. Το «Ας κρατήσουν οι χοροί», επελέγη επίσης και ως κεντρικό τραγούδι για το επίσημο κλιπ της Επιτροπής για το ’21, υπεύθυνης για τους εορτασμούς των 200 χρόνων από την έναρξη της Επανάστασης το 2021. Η επιλογή του Παναθηναϊκού Σταδίου και η αισθητική κυριαρχία της αρχαιότητας σε ένα κλιπ που αφορούσε την Επανάσταση του ’21, με σχεδόν μηδενικές αναφορές στο ίδιο το ιστορικό γεγονός, στοχεύοντας κυρίως σε συναισθηματικές αντιδράσεις, δέχτηκε πλήθος αρνητικών κριτικών. Ο ίδιος ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε ο μοναδικός εκπρόσωπος του καλλιτεχνικού κόσμου στην Επιτροπή.
Ο Γιάννης Μηλιός και ο μουσικοσυνθέτης Θάνος Μικρούτσικος ήδη από την δεκαετία του 1980 θα στηλιτεύσουν αυτή την αλλαγή πλεύσης του Σαββόπουλου (και όχι μόνο). Η εποχή δεν είναι τυχαία και ο αισθητικοποιημένος εθνικισμός του «Νιόνιου» ήταν απότοκος μίας στροφής του πολιτικού τραγουδιού, το οποίο και ήταν λογοκριμένο και περιθωριοποιημένο κατά την περίοδο της Χούντας. Παρατήρησαν μία σύγκρουση της ελληνικής μουσικής παράδοσης, η οποία και χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον κατά την Επταετία από Έλληνες δημιουργούς, ώστε να αποφεύγεται η λογοκρισία (π.χ. Μαρίζα Κωχ), με τις επιρροές από την Δύση, που παρουσιάζονται ως ιμπεριαλιστικές και αποτελέσματα της φθοροποιού «ξενομανίας». Σε αυτό συνετέλεσε και ο ριζωμένος αντι-Αμερικανισμός, εξαιτίας των παρεμβάσεων των ΗΠΑ στα εγχώρια και διεθνή πολιτικά γεγονότα, στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου.
Η επίκληση της «ιθαγένειας» ερχόταν να ενισχύσει μία αίσθηση πολιτισμικής αντίστασης απέναντι στην αλλοτρίωση από τις Δυτικές επιρροές, αλλά και να σημάνει με εμφατικό τρόπο την επιστροφή στις πολιτισμικές ρίζες, μιας επινοημένης λαϊκής αυθεντικότητας, αμόλυντης από τον αστικό πολιτισμό, δημιουργώντας μια περίκλειστη και απόλυτα οριοθετημένη στα γεωγραφικά όρια της ελληνικής επικράτειας μουσική κουλτούρα, αιωνίως αμυνόμενη.
Αυτές οι ιδέες περί του κακόβουλου εχθρού εκ της Εσπερίας που αλλοίωνε την volkisch (εθνολαϊκή) ιδεολογία και την Κultur, η οποία και περιείχε τις αξίες, τις ιδέες και το πνεύμα του έθνους, απόλυτα συνδεδεμένων με τον εδαφικό χώρο που αυτό καταλαμβάνει, απαντώνται επίσης στην ρητορική των Γερμανών διανοητών των αρχών του 20ου αιώνα, αλλά και του Μεσοπολέμου. Το πολιτικό τραγούδι ως μετωνυμία του αντιδικτατορικού αγώνα, βρήκε στην μουσική κουλτούρα της Μεταπολίτευσης το απαραίτητο γόνιμο έδαφος, ώστε να φτάσει στα στόματα όλων, περιθωριοποιώντας ταυτόχρονα τις δυτικές επιρροές σε μία περίοδο μάλιστα που οι διεθνείς εξελίξεις μουσικά ήταν ραγδαίες. Το ελληνικό τραγούδι ως πολιτιστική επιτέλεση, αποκτούσε μία εθνοποιητική λειτουργία, ως μία τέχνη, σύμφωνα με τον Gramsci, που εκφέρεται με γραπτό ή προφορικό λόγο. Αυτή την εθνικιστική διάσταση της μουσικής «παραδοσιοκρατίας» οικειοποιήθηκε μία μερίδα της Αριστεράς και οδήγησε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 σε συγκρούσεις με τα κυρίαρχα δυτικά μουσικά ρεύματα στην ποπ κουλτούρα. Η αναβίωση του ρεμπέτικου, τα «λαϊκά» πανηγύρια στον Λυκαβηττό, το νεολαϊκό τραγούδι (Στράτος Διονυσίου, Νίκος Παπάζογλου κ.ά.), το περιοδικό «Ντέφι» του Τάσου Φαληρέα, μαζί με την στροφή του Θεοδωράκη στην εκκλησιαστική μουσική θα αποτελέσουν το κύριο σώμα του ελληνικού τραγουδιού της εποχής.
Από μουσικολογικής πλευράς ο Σαββόπουλος, από την αρχή της καριέρας του, ως μια ελληνική εκδοχή του Bob Dylan, με εμφανείς επιρροές στα τραγούδια του, ακολουθούσε κατά πόδας τις στιλιστικές μεταστροφές του Αμερικανού τροβαδούρου. Το 1980, o αναγεννημένος Χριστιανός πια Dylan θα κυκλοφορήσει το άλμπουμ Saved, με σαφείς χριστιανικές-βιβλικές-παραβολικές αναφορές, ήδη από το εξώφυλλό του. Ο Σαββόπουλος με την σειρά του εμφανίζεται το 1983 να επικαλείται «του Θεού την χάρη μας φυλάει απ’ τα σουξέ», ενώ δηλώνει πια πως «Δεν είμαι πασόκα δεν είμαι κου-κου-ε, είμαι ό,τι είμαι κι ό,τι τραγουδώ για σε» στο αυτοαναφορικό και εξομολογητικό τραγούδι του «Τον Χειμώνα Ετούτο». Αν και εκ πρώτης απολιτικός ένας τέτοιος στίχος, ωστόσο απέρριπτε μονοσήμαντα μόνο τις αριστερές καταβολές του καλλιτέχνη, χωρίς μία ταυτόχρονη αποκήρυξη δεξιών ή άλλων κομμάτων, επομένως, άφηνε στην φαντασία του ακροατή την ερμηνεία του.
Το Νεοορθόδοξο και ταυτόχρονα Αντιδιαφωτιστικό πνεύμα του ανάδελφου έθνους και της οικουμενικής συμφιλίωσης των Ελλήνων με βάση τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό θα υποστηρίξει στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς, ένας φιλόσοφος με επιρροή στον δημόσιο λόγο έως σήμερα. «Ο Ελληνισμός είναι μια κληρονομιά ζωής και μια στάση ζωής μέσα στην οικουμένη [… ]Αυτή η στάση έχει τις ρίζες της στο Βυζάντιο, στην ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση. Είναι ο ‘άλλος πόλος’ του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού, του πολιτισμού της καταναλωτικής βαρβαρότητας και της ηθικιστικής λογοκρατίας», έγραφε στην Νεοελληνική Ταυτότητα, το 1978.
Ο Γιανναράς ανήκε στον κύκλο των Νεοορθοδόξων, όπως τους «βάφτισε» το περιοδικό λόγου Στοχαστής, τον Σεπτέμβριο του 1983, μία ομάδα που μεταξύ άλλων περιλάμβανε και τον Διονύση Σαββόπουλο, τον Κωστή Μοσκώφ, τον Κώστα Ζουράρι, τον Στέλιο Ράμφο κ.ά., έχοντας ως κοινό παρονομαστή την κριτική στον δυτικό Διαφωτισμό, τις επιρροές της Δύσης γενικότερα, αλλά και την εξύψωση της ελληνικότητας ως «μοναδικής» αρετής. Ταυτόχρονα, κάποιοι εξ’ αυτών επιχείρησαν να βρουν κοινούς τόπους μεταξύ Μαρξισμού και Ορθοδοξίας, κάτι που αποτυπώθηκε και σε διάφορα σχετικά άρθρα στο περιοδικό Αντί το 1983, την χρονιά που κυκλοφόρησε και ο δίσκος Τραπεζάκια Έξω. Γιατί όμως συνδέεται η τάση αυτή με τον εθνικιστικό και ακροδεξιό λόγο;
Ο κοινωνιολόγος Νικόλαος Κουραμπής σημειώνει χαρακτηριστικά στην διατριβή του: «Η ιεροποίηση της ελληνικής φυλής, του χαρακτήρα του νεοέλληνα, της ελληνικής γης, της ελληνικής γλώσσας, του ελληνικού πολιτισμού και η αντίληψη περί παγκόσμιας ελληνοχριστιανικής αποστολής συνιστούν ακραίες κοινωνικές και πολιτικές απόψεις που καλλιεργούν τη διάθεση του αυτοδοξασμού και ταυτόχρονα τον ενισχύουν δημιουργώντας την αίσθηση του συλλογικού εγωϊσμού και ναρκισσισμού. Σε κάποιο βαθμό-ποσοστό ταυτίζεται το ιεροποιημένο στοιχείο με το Απόλυτο θεϊκό και αυτοαπολυτοποιείται. Ο βαθμός ιεροποίησης ανταποκρίνεται στο μέγεθος της ακρότητας και στο μέγεθος έλλειψης αντικειμενικότητας και ρεαλισμού».
Το 1994, κυκλοφόρησε ο δίσκος του Διονύση Σαββόπουλου Μη Πετάξεις Τίποτα. Σε αυτόν παγιώθηκε και κορυφώθηκε η αισθητικοποιημένη και υπερ-ιστορική εθνικιστική στιχουργική, η οποία και ξεκίνησε στα Τραπεζάκια Έξω. Διαφορετικές χρονικότητες εμπλέκονται και κονιορτοποιούνται, ώστε να προκύψει ένα αφήγημα που αντανακλά την νεοορθόδοξη, συντηρητική και εθνιστική ιδεολογικοπολιτική ματιά του καλλιτέχνη, πάνω στα θέματα που απασχολούσαν την κοινή γνώμη της εποχής, όπως η μετανάστευση από τις χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ, οι πόλεμοι στην πρώην Γιουγκοσλαβία και φυσικά το Μακεδονικό.
«Η ψυχή σου και το όνομά σου ένα, κεραυνών δισκοθήκη πίστας κραδασμός με της Πέλλας τα άλογα λυμένα ο βορράς σου χορεύει πάντα ελληνικός. Της Βεργίνας το ανάκτορο συνδέει με τα κέντρα του ήχου και των ταξιμιών και σαν μαύρο τριαντάφυλλο χορεύει μ’ αετούς στην ακρόπολη των μοναχών.[…]
Απ’ το Ιάσιο μέχρι την Κερύνεια Κι απ’ το μπουμ του 40 στους σύγχρονους ρυθμούς Κι απ’ τα όρη του Ταύρου ως τα δελφίνια της Τεργέστης· κι ως του Εύξεινου τους ασκούς.[…] Ο Βορράς σου ειν’ εκεί στη Λευκωσία. Στον Χρυσόστομο πλάι στην πράσινη γραμμή. Και δεν δέχεται άλλη ομοσπονδία μόνο των Βαλκανίων τη Βυζαντινή»
Στο παραπάνω απόσπασμα από το τραγούδι Ακτίνες του Βορρά διακρίνονται οι εμφανείς αναφορές στο Μακεδονικό. Αρχικά, το σύνθημα «το όνομά μας η ψυχή μας» ήταν αυτό που επανέφερε το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία, αλλά ήταν και η κατακλείδα της επιστολής που έστειλαν προς την τότε Ε.Ο.Κ μία ομάδα δημοσίων προσώπων-διανοούμενων-λογίων, μεταξύ αυτών η Μελίνα Μερκούρη, η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ και ο Οδυσσέας Ελύτης. Η ελπίδα που αναδεικνύεται μέσα από τους στίχους είναι αυτή της ανασύστασης του χριστιανικού Βυζαντίου, ως ομοσπονδίας των Βαλκανικών λαών, σε παρόμοιο τόνο με το «όταν σβηστεί αυτή η γραμμή στον χάρτη, θα’ ναι Βυζάντιο ξανά». Το Βυζάντιο στις Πρεσθλάβες, από το ίδιο άλμπουμ, χαρακτηρίζεται ως «Θείο», πριν ο Σαββόπουλος καταλήξει μάλλον απαισιόδοξα στο γνωστό αφήγημα περί ανάδελφου έθνους, αλλά και στον δικέφαλο αετό να παρουσιάζεται πλάι στον οθωμανικής κατασκευής Λευκό Πύργο της Θεσσαλονίκης:
«Μεσήλιξ τώρα εγώ σε οθόνη έγχρωμη
ξυπνώ με τις Πρεσθλάβες να βουίζουνε.
Οι δείχτες στο ρολόι γυρνούν ανάποδα
στον παιδικό μου εθνικισμό, τον πιο παγκόσμιο.
Κι ακόμη πιο βαθιά στο Θείο Βυζάντιο
στη λάμψη με του Κύριλλου το αλφάβητο
πού μείναμε βρε Πέτρο μου ολομόναχοι;
Παράξενη σιωπή[… ]»
«εκεί στο λούνα παρκ στον Λευκό Πύργο πλάι
το αυγό του αετού, δυο κεφαλές πετάει!»
«Τρέχουν οι ειδήσεις
σαν παραισθήσεις.
Του Φερραίου οι τόποι
στην Ευρώπη.»
Το τελευταίο τετράστιχο φέρει διπλό νόημα, καθότι παρουσιάζει τόσο την προβολή των πολεμικών γεγονότων των Βαλκανίων από τα ειδησεογραφικά πρακτορεία της Ευρώπης, όσο και κομίζει την ελπίδα της ένωσης των Βαλκανίων, με βάση την Χάρτα του Ρήγα και το ελληνοκεντρικό βαλκανικό όραμά του. Η συνέχεια του τραγουδιού φανερώνει μία μάλλον αμήχανη στα όρια της μισαλλοδοξίας στάση απέναντι στους οικονομικούς μετανάστες και πρόσφυγες, που εκείνη την δεκαετία ερχόντουσαν στην Ελλάδα με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής:
«Εδώ Βαλκάνια.
Ρουμάνοι, Σέρβοι, Ρώσοι, Αλβανοί, Ρωμιοί.
Τους βλέπεις στο μετρό φυλές αλλόκοτες
μικροί δερματοκέφαλοι των γκράφιτι
σαν γλόμποι με την γλαύκα στο πηλίκιο
έτη φωτός μακριά απ’ τον Γαλαξία τους
η ακτίνα έχει σβήσει, πουθενά επαφή»
Η αμηχανία του Σαββόπουλου απηχούσε την ευρύτερη αμηχανία της ελληνικής κοινωνίας της δεκαετίας του 1990, η οποία και για πρώτη φορά δέχεται τόσους ανθρώπους, που δεν ενσωματώνονται απευθείας στον εθνικό κορμό, αλλά παραμένουν «ξένοι». Η ιστορικά πολυπολιτισμική ελληνική ταυτότητα για πρώτη φορά αναγκάζει τους Έλληνες να την αντιληφθούν ως τέτοια και να αναστοχαστούν καλύτερα το παρελθόν τους και το μέλλον τους. Το ελληνικό κράτος δεν μπορούσε να είναι πια μονοπολιτισμικό, όμως τα βήματά του ήταν στην καλύτερη περίπτωση διστακτικά. Στο σημείο αυτό εντοπίζεται και η βασική αντίφαση που διέπει και τον λόγο του Σαββόπουλου. Από την μία η ενσωμάτωση του συνόλου των μεταναστών φαντάζει ως μονόδρομος, ενώ παράλληλα θέτει κόκκινες γραμμές και εμπόδια στην ενσωμάτωσή τους αυτή με περίπλοκες διαδικασίες και νομοθεσίες σχετικά με την απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη.
Οι αμφιλεγόμενες δηλώσεις του για την υποδοχή των μεταναστών, στις αρχές της δεκαετίας του 2010, κατέδειξαν πως η αμηχανία του ως προς τις «αλλόκοτες φυλές που βλέπεις στο μετρό» παραμένει. Αν και η λέξη «λαθρομετανάστες» ήταν εμπεδωμένη στο ελληνικό λεξιλόγιο και δεν είχε απορριφθεί, ακόμα και αν και ο ίδιος επιχείρησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, ωστόσο η επιλογή συγκεκριμένων λέξεων που απηχούσαν αμιγώς ρατσιστικές και ακροδεξιές θέσεις («ποντίκια» για τους μετανάστες και «ποντικοπαγίδα» το κέντρο της Αθήνας), αποτέλεσαν αφορμή να κατηγορηθεί από κάποιους ακόμα και πως «ξεπλένει» τις δράσεις της Χρυσής Αυγής, όπως έγινε αντίστοιχα και με τις δηλώσεις του Μίκη Θεοδωράκη στο συλλαλητήριο για την Μακεδονία στην Αθήνα το 2018, για τους Χρυσαυγίτες που «αγαπούν την πατρίδα κάπως εριστικά». Ενδιαφέρον για την έρευνα αυτή παρουσιάζει το ότι στις δηλώσεις του χρησιμοποίησε και έναν παραφρασμένο στίχο του, τον «ήρθε η ώρα να αποφασίσεις αν θα πεθάνεις ή θα ζήσεις» («Οι παλιοί μας φίλοι» από το Φορτηγό, 1966).
Ο Σαββόπουλος, αν και ο ίδιος υποστηρίζει πως τα τραγούδια που γράφει είναι κάτι ανεξάρτητο από τον ίδιο, από την αρχή της καριέρας του είχε ωστόσο επικεντρωθεί στη συγγραφή βιωματικών στίχων, εμπνευσμένων από τις εμπειρίες του σε σχέση με την εγχώρια και διεθνή πολιτική κατάσταση. Επομένως, οι στίχοι σε συνάρτηση με τις εμφανίσεις του και τις δηλώσεις του σε συνεντεύξεις, δίνουν την δυνατότητα να σκιαγραφηθεί η πορεία του καλλιτέχνη και του πολίτη Σαββόπουλου μέσα στις δεκαετίες. Η σχέση με την Αριστερά και τον αντιδικτατορικό αγώνα, με τους εμβληματικούς δίσκους της δεκαετίας του ’70 (Μπάλλος, Βρώμικο Ψωμί, Το Περιβόλι του Τρελού) έδωσε τη θέση της σε μία ιδεολογική και καλλιτεχνική στροφή, που τον ενέταξε τόσο στην ομάδα των Νεοορθοδόξων, όσο και κατά την δεκαετία του ’90 κοντά στις θέσεις του Δικτύου 21, μίας ακόμη ακροδεξιάς ομάδας που απέκτησε νομιμοποίηση μέσα από το Μακεδονικό και τα εθνικά θέματα (Ίμια κ.ά.) τα οποία απασχολούσαν την επικαιρότητα το δεύτερο μισό της δεκαετίας.
Και στην περίπτωση του Δικτύου 21 συναντήθηκαν μέλη από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες (Κώστας Ζουράρις και εδώ και Χρύσανθος Λαζαρίδης του ΚΚΕ Εσωτερικού, καθώς και ο Φαήλος Κρανιδιώτης, ο οποίος εκτός από το ακροδεξιό κόμμα Νέα Δεξιά είχε και σχέσεις με την εθνικιστική πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ). Στην διακήρυξή της διατυπωνόταν ο εθνικιστικός και μεγαλοϊδεατικός στόχος της οργάνωσης: «η αναζωπύρωση του εθνικού φρονήματος, η επαγρύπνηση επί των συμφερόντων των δούλων Ελλήνων» και η «προπαρασκευή της απελευθέρωσης αυτών διά πάσης θυσίας».
Αυτό που κόμιζε, και εν πολλοίς συνεχίζει να κομίζει, ο Σαββόπουλος ήταν η εκλαΐκευση του εθνικιστικού λόγου ομάδων της άκρας Δεξιάς όπως οι Νεοορθόδοξοι ή το Δίκτυο 21, η φαντασίωση της ανασύστασης μιας υπεριστορικής Βυζαντινής αυτοκρατορίας ως αμιγώς Ελληνικής, η επιστροφή στις «ρίζες» και στην παράδοση του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, ως μία αντιδραστική και Αντιδιαφωτιστική κουλτούρα, που λειτουργούσε ως αντίβαρο στην «ξενομανία».
Τέλος, προώθησε την προγονολατρεία, ως μία εξίσου άχρονη εθνική συνέχεια, αιματολογική και πολιτισμική, που επιθυμεί αφενός την συμπερίληψη, αλλά της βάζει ταυτόχρονα και ανυπέρβλητα εμπόδια. Ο εθνικισμός του Σαββόπουλου είναι ίσως αυτός που ο Hobsbawm τοποθετεί δίπλα σε ευρείες κατηγοριοποιήσεις εθνικισμών, όπως ο παν-σλαβισμός και παν-αφρικανισμός. Μετασχηματισμοί δηλαδή της έννοιας του εθνικισμού, μιας έννοιας απόλυτα δυναμικής και εξελισσόμενης ως ιστορικό φαινόμενο, που βασίζονται σε κριτήρια χρώματος και κουλτούρας, αλλά έχουν αποτύχει ιστορικά στο να συγκροτήσουν κράτη, αντίθετα με τους παραδοσιακούς εθνικισμούς.
Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την έρευνα του Κ. Κωνσταντινίδη εδώ (Academia.edu)
