Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Freedom τον Φεβρουάριο του 1922.
Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας
Δημοσιεύθηκε την
Η ανάλυση της ψυχολογίας της πολιτικής βίας δεν είναι απλά εξαιρετικά δύσκολη, αλλά είναι και πολύ επικίνδυνη. Αν αντιμετωπίσει κανείς τέτοιες πράξεις με κατανόηση, κατηγορείται αμέσως ότι τις εξυμνεί. Αν, από την άλλη πλευρά, εκφραστεί ανθρώπινη συμπάθεια προς τους Attentäter (δράστες) κινδυνεύει κανείς να θεωρηθεί πιθανός συνεργός. Ωστόσο, μόνο η κατανόηση και η συμπάθεια μπορούν να μας φέρουν πιο κοντά στην πηγή του ανθρώπινου πόνου και να μας δείξουν την οριστική έξοδο από αυτόν.
Ο πρωτόγονος άνθρωπος, αγνοώντας τις φυσικές δυνάμεις, φοβόταν τον ερχομό τους, κρύβονταν από τους κινδύνους με τους οποίους τον απειλούσαν. Καθώς ο άνθρωπος έμαθε να κατανοεί τα φαινόμενα της Φύσης, συνειδητοποίησε πως, αν και αυτά μπορεί να καταστρέψουν τη ζωή και να προκαλέσουν μεγάλες απώλειες, φέρνουν επίσης ανακούφιση. Για τον σοβαρό μελετητή πρέπει να μοιάζει προφανές πως οι συσσωρευμένες δυνάμεις στην κοινωνική και οικονομική μας ζωή, που κορυφώνονται σε μια πολιτική πράξη βίας, είναι παρόμοιες με τους τρόμους της ατμόσφαιρας, που εκδηλώνονται με την καταιγίδα και την αστραπή.
Για να εκτιμήσει κανείς σε βάθος την αλήθεια αυτής της άποψης, πρέπει να νιώσει έντονα την ταπείνωση των κοινωνικών αδικιών· η ίδια η ύπαρξή του πρέπει να πάλλεται από τον πόνο, τη θλίψη, την απόγνωση που εκατομμύρια άνθρωποι αναγκάζονται καθημερινά να υποστούν. Πράγματι, αν δεν έχουμε γίνει μέρος της ανθρωπότητας, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ούτε καν αμυδρά τη δίκαιη αγανάκτηση που συσσωρεύεται σε μια ανθρώπινη ψυχή, το φλεγόμενο, ορμητικό πάθος που κάνει την καταιγίδα αναπόφευκτη.
Η αδαής μάζα βλέπει τον άνθρωπο που διαμαρτύρεται βίαια για τις κοινωνικές και οικονομικές αδικίες σαν ένα άγριο θηρίο, ένα σκληρό, άκαρδο τέρας, που η χαρά του είναι στο να καταστρέφει τη ζωή και να λούζεται στο αίμα· ή, στην καλύτερη περίπτωση, σαν έναν ανεύθυνο τρελό. Ωστόσο, τίποτα δεν απέχει περισσότερο από την αλήθεια. Για την ακρίβεια, όσοι έχουν μελετήσει τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα αυτών των ανθρώπων ή έχουν έρθει σε στενή επαφή μαζί τους, συμφωνούν πως είναι η υπερευαισθησία τους απέναντι στο άδικο και την αδικία που τους περιβάλλει, που τους αναγκάζει να πληρώνουν το τίμημα των κοινωνικών εγκλημάτων. Οι πιο καταξιωμένοι συγγραφείς και ποιητές, συζητώντας την ψυχολογία των πολιτικών παραβατών, τους έχουν αποδώσει τον υψηλότερο φόρο τιμής. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως αυτοί οι άνθρωποι είχαν συμβουλεύσει τη βία ή πως ακόμη και ενέκριναν τις πράξεις αυτές; Σίγουρα όχι. Η στάση τους ήταν η στάση του κοινωνικού μελετητή, του ανθρώπου που γνωρίζει ότι πίσω από κάθε βίαιη πράξη υπάρχει μια ζωτική αιτία.
Ο Björnstjerne Björnson, στο δεύτερο μέρος του Πέραν των Δυνάμεων, τονίζει το γεγονός πως ανάμεσα στους Αναρχικούς πρέπει να αναζητήσουμε τους σύγχρονους μάρτυρες που πληρώνουν την πίστη τους με το αίμα τους και που υποδέχονται τον θάνατο με χαμόγελο, επειδή πιστεύουν, τόσο αληθινά όσο και ο Χριστός, πως το μαρτύριό τους θα λυτρώσει την ανθρωπότητα.
Ο Francois Coppe, ο Γάλλος μυθιστοριογράφος, εκφράζεται έτσι σχετικά με την ψυχολογία των Attentäter:
«Η ανάγνωση των λεπτομερειών της εκτέλεσης του Vaillant με άφησε σε στοχαστική διάθεση. Τον φαντάστηκα να γεμίζει το στήθος του κάτω από τα σχοινιά, να βαδίζει με σταθερό βήμα, να ατσαλώνει τη θέλησή του, να συγκεντρώνει όλη του την ενέργεια και, με τα μάτια καρφωμένα στο μαχαίρι, να εκτοξεύει τελικά στην κοινωνία την κραυγή της μομφής του. Και, παρόλα αυτά, ένα άλλο θέαμα αναδύθηκε ξαφνικά μπροστά στο μυαλό μου. Είδα μια ομάδα ανδρών και γυναικών να πιέζονται μεταξύ τους στη μέση της μακρόστενης αρένας του ιπποδρόμου, κάτω από το βλέμμα χιλιάδων ματιών, ενώ από όλα τα εδώλια του τεράστιου αμφιθεάτρου ακουγόταν η τρομερή κραυγή ‘Ad leones!’ και, από κάτω, το άνοιγμα των κλουβιών των άγριων θηρίων.
«Δεν πίστευα πως θα γίνονταν η εκτέλεση. Καταρχάς, κανένα θύμα δεν είχε χτυπηθεί με θάνατο, και από καιρό υπήρχε η συνήθεια να μην τιμωρείται ένα αποτυχημένο έγκλημα με τον ύψιστο βαθμό αυστηρότητας. Έπειτα, αυτό το έγκλημα, όσο τρομερή κι αν ήταν η πρόθεσή του, ήταν ανιδιοτελές, γεννημένο από μια αφηρημένη ιδέα. Το παρελθόν του ανθρώπου, η εγκαταλελειμμένη παιδική του ηλικία, η ζωή του με τις κακουχίες, συνηγορούσαν επίσης υπέρ του. Στον ανεξάρτητο Τύπο υψώθηκαν γενναιόδωρες φωνές υπέρ του, πολύ δυνατές και εύγλωττες. ‘Ένα καθαρά λογοτεχνικό ρεύμα γνώμης’, είπαν κάποιοι, με κάμποση περιφρόνηση. Είναι, αντίθετα, τιμή για τους ανθρώπους της τέχνης και της σκέψης που εξέφρασαν για άλλη μια φορά την απέχθειά τους για το ικρίωμα».
Και πάλι ο Ζολά, στο Ζερμινάλ και στο Παρίσι, περιγράφει την τρυφερότητα και την καλοσύνη, τη βαθιά συμπάθεια για τον ανθρώπινο πόνο, αυτών των ανθρώπων που κλείνουν το κεφάλαιο της ζωής τους με ένα βίαιο ξέσπασμα κατά του συστήματός μας.
Τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικός, ο άνθρωπος που πιθανώς καταλαβαίνει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον την ψυχολογία των Attentäter είναι ο M. Hamon, ο συγγραφέας του σπουδαίου έργου Une Psychologie du Militaire Professional, ο οποίος κατέληξε στα εξής ενδεικτικά συμπεράσματα:
«Η θετική μέθοδος που επιβεβαιώνεται από την ορθολογική μέθοδο μας επιτρέπει να καθορίσουμε έναν ιδανικό τύπο Αναρχικού, του οποίου η νοοτροπία είναι το άθροισμα κοινών ψυχικών χαρακτηριστικών. Κάθε Αναρχικός συμμετέχει επαρκώς σε αυτόν τον ιδανικό τύπο, ώστε να είναι δυνατή η διαφοροποίησή του από τους άλλους ανθρώπους. Ο τυπικός Αναρχικός, λοιπόν, μπορεί να οριστεί ως εξής: Άνθρωπος ευαίσθητος στο πνεύμα της εξέγερσης υπό μία ή περισσότερες από τις μορφές της – αντίθεση, έρευνα, κριτική, καινοτομία – προικισμένος με ακλόνητη αγάπη για την ελευθερία, εγωιστής ή ατομικιστής, και γεμάτος από μεγάλη περιέργεια και έντονη επιθυμία για γνώση. Αυτά τα χαρακτηριστικά συμπληρώνονται από μια φλογερή αγάπη για τους άλλους, μια ιδιαίτερα ανεπτυγμένη ηθική ευαισθησία, ένα βαθύ αίσθημα δικαιοσύνης και διαπνεόμενοι από ιεραποστολικό ζήλο».
Στα παραπάνω χαρακτηριστικά, λέει ο Alvin F. Sanborn, πρέπει να προστεθούν αυτές οι πολύτιμες ιδιότητες: σπάνια αγάπη για τα ζώα, υπερβάλλουσα γλυκύτητα σε όλες τις συνηθισμένες σχέσεις της ζωής, εξαιρετική νηφαλιότητα στη συμπεριφορά, φειδωλότητα και κανονικότητα, λιτότητα, ακόμη και στον τρόπο ζωής, και ασύγκριτο θάρρος.
«Υπάρχει μια κοινοτοπία που ο άνθρωπος στο δρόμο φαίνεται να ξεχνάει διαρκώς, όταν βρίζει τους Αναρχικούς, ή όποιο κόμμα τυχαίνει να είναι το bete noire του εκείνη τη στιγμή, ως την αιτία κάποιου εγκλήματος που μόλις διαπράχθηκε. Αυτό το αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι ότι οι δολοφονικές βιαιοπραγίες υπήρξαν, από αμνημονεύτων χρόνων, η απάντηση των εξαγριωμένων και απελπισμένων τάξεων και των εξαγριωμένων και απελπισμένων ατόμων, στις αδικίες των συνανθρώπων τους, τις οποίες θεωρούσαν αφόρητες. Τέτοιες πράξεις είναι η βίαιη απόκρουση της βίας, είτε επιθετικής είτε κατασταλτικής· είναι ο τελευταίος απελπισμένος αγώνας της εξοργισμένης και εξοργισμένης ανθρώπινης φύσης για χώρο ανάσας και ζωή. Και η αιτία τους δεν βρίσκεται σε κάποια ειδική πεποίθηση, αλλά στα βάθη της ίδιας αυτής της ανθρώπινης φύσης. Ολόκληρη η πορεία της ιστορίας, πολιτικής και κοινωνικής, είναι γεμάτη με αποδείξεις αυτού του γεγονότος. Για να μην πάμε παραπέρα, ας πάρουμε τα τρία πιο διαβόητα παραδείγματα πολιτικών κομμάτων που οδηγήθηκαν στη βία τα τελευταία πενήντα χρόνια: οι Μαζινιάνοι στην Ιταλία, οι Φενιανοί στην Ιρλανδία και οι τρομοκράτες στη Ρωσία. Ήταν αυτοί οι άνθρωποι Αναρχικοί; Όχι. Είχαν και οι τρεις τις ίδιες πολιτικές απόψεις; Όχι. Οι Μαζινιάνοι ήταν Ρεπουμπλικάνοι, οι Φενιανοί πολιτικοί αυτονομιστές, οι Ρώσοι Σοσιαλδημοκράτες ή Συνταγματιστές. Όλοι όμως οδηγήθηκαν από απελπιστικές συνθήκες σε αυτή την τρομερή μορφή εξέγερσης. Και όταν στρεφόμαστε από τα κόμματα στα άτομα που έδρασαν με τον ίδιο τρόπο, μένουμε κατάπληκτοι από τον αριθμό των ανθρώπων που παρακινήθηκαν και οδηγήθηκαν από την απόλυτη απελπισία σε συμπεριφορές προφανώς βίαια αντίθετες με τα κοινωνικά τους ένστικτα.
«Τώρα που ο Αναρχισμός έχει γίνει μια ζωντανή δύναμη στην κοινωνία, τέτοιες πράξεις διαπράττονται μερικές φορές από Αναρχικούς, καθώς και από άλλους. Διότι καμιά νέα πίστη, ακόμη και η πιο ουσιαστικά ειρηνική και ανθρώπινη που έχει δεχτεί ο ανθρώπινος νους, αλλά κατά την πρώτη της έλευση δεν έφερε στη γη ειρήνη, αλλά σπαθί· όχι εξαιτίας κάποιου βίαιου ή αντικοινωνικού στοιχείου στο ίδιο το δόγμα· αλλά απλά εξαιτίας της ζύμωσης που προκαλεί κάθε νέα και δημιουργική ιδέα στα μυαλά των ανθρώπων, είτε την αποδέχονται είτε την απορρίπτουν. Και μια αντίληψη για τον Αναρχισμό, η οποία, από τη μια πλευρά, απειλεί κάθε κεκτημένο συμφέρον και, από την άλλη, προβάλλει το όραμα μιας ελεύθερης και ευγενούς ζωής που θα κερδηθεί με τον αγώνα ενάντια στα υπάρχοντα κακά, είναι βέβαιο πως θα ξεσηκώσει την πιο σφοδρή αντίθεση και θα φέρει όλη την κατασταλτική δύναμη του αρχαίου κακού σε βίαιη επαφή με το ταραχώδες ξέσπασμα μιας νέας ελπίδας.
«Υπό άθλιες συνθήκες ζωής, κάθε όραμα για τη δυνατότητα καλύτερων πραγμάτων κάνει την παρούσα δυστυχία πιο ανυπόφορη και ωθεί αυτούς που υποφέρουν προς πιο ενεργητικούς αγώνες για να βελτιώσουν τη μοίρα τους, και αν αυτοί οι αγώνες καταλήγουν αμέσως μόνο σε μεγαλύτερη δυστυχία, το αποτέλεσμα είναι η απόλυτη απελπισία. Στη σημερινή μας κοινωνία, για παράδειγμα, ένας μισθωτός εργάτης που τον εκμεταλλεύονται, ο οποίος βλέπει φευγαλέα πώς θα μπορούσε και θα έπρεπε να είναι η εργασία και η ζωή, βρίσκει την κοπιαστική ρουτίνα και την αθλιότητα της ύπαρξής του σχεδόν ανυπόφορη· και ακόμη και όταν έχει την αποφασιστικότητα και το θάρρος να συνεχίσει σταθερά να εργάζεται για το καλύτερο δυνατό και να περιμένει μέχρι οι νέες ιδέες να διαπεράσουν την κοινωνία σε τέτοιο βαθμό ώστε να ανοίξουν το δρόμο για καλύτερες εποχές, το γεγονός και μόνο πως έχει τέτοιες ιδέες και προσπαθεί να τις διαδώσει, τον φέρνει σε δυσκολίες με τους εργοδότες του. Πόσες χιλιάδες σοσιαλιστές, και κυρίως αναρχικοί, έχουν χάσει τη δουλειά τους, ακόμα και την ευκαιρία για δουλειά, μόνο και μόνο λόγω των απόψεών τους. Μόνο ο ιδιαίτερα προικισμένος τεχνίτης, ο οποίος, αν είναι ένθερμος προπαγανδιστής, μπορεί να ελπίζει ότι θα διατηρήσει μόνιμη απασχόληση. Και τι συμβαίνει σε έναν άνθρωπο με τον εγκέφαλό του να δουλεύει ενεργά με μια ζύμωση νέων ιδεών, με ένα όραμα μπροστά στα μάτια του για μια νέα ελπίδα που ανατέλλει για τους ανθρώπους που μοχθούν και αγωνιούν, με τη γνώση πως ο πόνος ο δικός του και των συντρόφων του στη δυστυχία, δεν προκαλείται από τη σκληρότητα της μοίρας, αλλά από την αδικία άλλων ανθρώπων – τι συμβαίνει σε έναν τέτοιο άνθρωπο όταν βλέπει τους αγαπημένους του να πεινάνε, όταν ο ίδιος πεινάει; Κάποιες φύσεις σε μια τέτοια κατάσταση, και αυτές που δεν είναι καθόλου οι λιγότερο κοινωνικές ή οι λιγότερο ευαίσθητες, θα γίνουν βίαιες, και μάλιστα θα αισθανθούν πως η βία τους είναι κοινωνική και όχι αντικοινωνική, πως χτυπώντας όταν και όπως μπορούν, χτυπούν, όχι για τον εαυτό τους, αλλά για την ανθρώπινη φύση, που έχει προσβληθεί και λεηλατηθεί στο πρόσωπό τους όπως και σε εκείνο των συνανθρώπων τους που υποφέρουν. Και εμείς, που δεν βρισκόμαστε οι ίδιοι σε αυτή τη φρικτή κατάσταση, πρέπει να παρακολουθούμε και να καταδικάζουμε ψυχρά αυτά τα θλιβερά θύματα των Ερινυών και των Μοιρών; Πρέπει να κατακρίνουμε ως κακοποιούς αυτά τα ανθρώπινα όντα που ενεργούν με ηρωική αυταπάρνηση, θυσιάζοντας τη ζωή τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας, εκεί όπου λιγότερο κοινωνικές και λιγότερο ενεργητικές φύσεις θα έπεφταν κάτω και θα σέρνονταν με άθλια υποταγή στην αδικία και το άδικο; Θα συμμετάσχουμε στην αδαή και κτηνώδη κατακραυγή που στιγματίζει αυτούς τους ανθρώπους ως μοχθηρά τέρατα, που αδικαιολόγητα αφηνιάζουν σε μια αρμονική και αθώα ειρηνική κοινωνία; Όχι! Μισούμε τους φόνους με ένα μίσος που μπορεί να φαίνεται παράλογα υπερβολικό στους απολογητές των σφαγών των Ματαμπέλε, στους ανάλγητους υποστηρικτές απαγχονισμών και βομβαρδισμών, αλλά αρνούμαστε σε τέτοιες περιπτώσεις ανθρωποκτονίας ή απόπειρας ανθρωποκτονίας, όπως αυτές που εξετάζουμε, να είμαστε ένοχοι της σκληρής αδικίας να ρίχνουμε όλη την ευθύνη της πράξης στον άμεσο δράστη. Η ενοχή αυτών των ανθρωποκτονιών βαρύνει κάθε άνδρα και γυναίκα που, σκόπιμα ή από ψυχρή αδιαφορία, συμβάλλει στη διατήρηση κοινωνικών συνθηκών που οδηγούν τα ανθρώπινα όντα στην απόγνωση. Ο άνθρωπος που ρίχνει ολόκληρη τη ζωή του στην προσπάθεια, με κόστος τη ζωή του, να διαμαρτυρηθεί για τις αδικίες των συνανθρώπων του, είναι άγιος σε σύγκριση με τους ενεργούς και παθητικούς υποστηρικτές της σκληρότητας και της αδικίας, ακόμη και αν η διαμαρτυρία του καταστρέφει και άλλες ζωές εκτός από τη δική του. Ο αναμάρτητος στην κοινωνία ας ρίξει τον πρώτο λίθο σε έναν τέτοιο».
Το γεγονός πως κάθε πράξη πολιτικής βίας θα πρέπει σήμερα να αποδίδεται στους Αναρχικούς δεν αποτελεί κάποια έκπληξη. Ωστόσο, είναι γεγονός γνωστό σε όλους σχεδόν όσους γνωρίζουν το Αναρχικό κίνημα πως ένας μεγάλος αριθμός πράξεων, για τις οποίες οι Αναρχικοί έπρεπε να διωχθούν, είτε προήλθε από τον καπιταλιστικό τύπο είτε υποκινήθηκε, αν δεν διαπράχθηκε άμεσα, από την αστυνομία.
Επί σειρά ετών είχαν διαπραχθεί στην Ισπανία πράξεις βίας, για τις οποίες οι Αναρχικοί θεωρήθηκαν υπεύθυνοι, κυνηγήθηκαν σαν άγρια θηρία και ρίχτηκαν στη φυλακή. Αργότερα αποκαλύφθηκε πως οι δράστες αυτών των πράξεων δεν ήταν αναρχικοί, αλλά μέλη του αστυνομικού τμήματος. Το σκάνδαλο πήρε τέτοια έκταση που οι συντηρητικές ισπανικές εφημερίδες απαίτησαν τη σύλληψη και την τιμωρία του αρχηγού της συμμορίας, του Juan Rull, ο οποίος στη συνέχεια καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε. Τα συγκλονιστικά στοιχεία, που ήρθαν στο φως κατά τη διάρκεια της δίκης, ανάγκασαν τον επιθεωρητή της αστυνομίας Momento να απαλλάξει πλήρως τους αναρχικούς από κάθε σχέση με τις πράξεις που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια μιας μακράς περιόδου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την απόλυση πολλών αστυνομικών αξιωματούχων, μεταξύ των οποίων και του επιθεωρητή Tressols, ο οποίος, για εκδίκηση, αποκάλυψε το γεγονός ότι πίσω από τη συμμορία των αστυνομικών βομβιστών βρίσκονταν άλλοι πολύ ανώτερης θέσης, οι οποίοι τους παρείχαν χρήματα και τους προστάτευαν.
Αυτό είναι ένα από τα πολλά εντυπωσιακά παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο κατασκευάζονται οι αναρχικές συνωμοσίες.
Ότι η αμερικανική αστυνομία μπορεί να ψευδομαρτυρήσει με την ίδια ευκολία, ότι είναι εξίσου ανελέητη, εξίσου βάναυση και πονηρή με τους ευρωπαίους συναδέλφους της, έχει αποδειχθεί σε περισσότερες από μία περιπτώσεις. Αρκεί να θυμηθούμε την τραγωδία της 11ης Νοεμβρίου 1887, γνωστή ως Εξέγερση του Χέιμαρκετ. (ΣτΜ: Στις 11 Νοεμβρίου 1887 εκτελέστηκαν δια απαγχονισμού οι 4 από τους 8 κατηγορούμενους της Εξέγερσης)
Κανείς από όσους γνωρίζουν την υπόθεση δεν μπορεί να αμφιβάλει πως οι Αναρχικοί, που δολοφονήθηκαν δικαστικά στο Σικάγο, πέθαναν ως θύματα ενός ψευδόμενου, αιμοδιψούς Τύπου και μιας αισχρής αστυνομικής συνωμοσίας. Δεν είπε ο ίδιος ο δικαστής Gary: «Δεν δικάζεστε επειδή προκαλέσατε τη βομβιστική επίθεση του Χέιμαρκετ, αλλά επειδή είστε Αναρχικοί».
Η αμερόληπτη και εμπεριστατωμένη ανάλυση από τον κυβερνήτη Altgeld αυτής της κηλίδας στο αμερικανικό εθνόσημο επαλήθευσε την ωμή ειλικρίνεια του δικαστή Gary. Αυτό ήταν που ώθησε τον Altgeld να απονείμει χάρη στους τρεις Αναρχικούς, κερδίζοντας έτσι τη διαρκή εκτίμηση κάθε άνδρα και γυναίκας που αγαπούν την ελευθερία στον κόσμο.
Όταν στρεφόμαστε στην τραγωδία της 6ης Σεπτεμβρίου 1901, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα από τα πιο εντυπωσιακά παραδείγματα του πόσο λίγο ευθύνονται οι κοινωνικές θεωρίες για μια πράξη πολιτικής βίας. «Ο Leon Czolgosz, αναρχικός, υποκινήθηκε να διαπράξει την πράξη από την Emma Goldman». Για να είμαστε σίγουροι, δεν υποκίνησε τη βία ήδη πριν από τη γέννησή της, και δεν θα συνεχίσει να το κάνει και μετά το θάνατό της; Όλα είναι δυνατά με τους Αναρχικούς.
Ακόμη και σήμερα, εννέα χρόνια μετά την τραγωδία, αφού αποδείχθηκε εκατό φορές πως η Emma Goldman δεν είχε καμία σχέση με το γεγονός, πως δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο που να δείχνει ότι ο Czolgosz αποκάλεσε ποτέ τον εαυτό του Αναρχικό, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το ίδιο ψέμα, κατασκευασμένο από την αστυνομία και διαιωνιζόμενο από τον Τύπο. Καμία ζωντανή ψυχή δεν άκουσε ποτέ τον Czolgosz να κάνει αυτή τη δήλωση, ούτε υπάρχει ούτε μια γραπτή λέξη που να αποδεικνύει πως το αγόρι ψιθύρισε ποτέ την κατηγορία. Τίποτα άλλο παρά άγνοια και παράλογη υστερία, που δεν μπόρεσαν ακόμα να λύσουν το πιο απλό πρόβλημα της αιτίας και του αποτελέσματος.
Ο πρόεδρος μιας ελεύθερης Δημοκρατίας σκοτώθηκε! Τι άλλο μπορεί να είναι η αιτία, εκτός από το πως ο Attentäter πρέπει να ήταν τρελός ή πως υποκινήθηκε στην πράξη.
Μια ελεύθερη Δημοκρατία! Πώς ένας μύθος θα διατηρηθεί, πώς θα συνεχίσει να εξαπατά, να ξεγελά και να τυφλώνει ακόμη και τους σχετικά ευφυείς στους τερατώδεις παραλογισμούς του. Μια ελεύθερη Δημοκρατία! Και όμως, μέσα σε λίγο περισσότερο από τριάντα χρόνια, μια μικρή ομάδα παρασίτων λήστεψε με επιτυχία τον αμερικανικό λαό και καταπάτησε τις θεμελιώδεις αρχές, που είχαν θέσει οι πατέρες αυτής της χώρας, και που εγγυώνται σε κάθε άνδρα, γυναίκα και παιδί «τη ζωή, την ελευθερία και την επιδίωξη της ευτυχίας». Εδώ και τριάντα χρόνια αυξάνουν τον πλούτο και τη δύναμή τους εις βάρος της τεράστιας μάζας των εργαζομένων, μεγαλώνοντας έτσι το στρατό των ανέργων, το πεινασμένο, άστεγο και χωρίς φίλους τμήμα της ανθρωπότητας, που περιπλανιέται στη χώρα από την ανατολή προς τη δύση, από το βορρά προς το νότο, σε μια μάταιη αναζήτηση εργασίας. Εδώ και πολλά χρόνια το σπίτι έχει αφεθεί στη φροντίδα των μικρών παιδιών, ενώ οι γονείς εξαντλούν τη ζωή και τις δυνάμεις τους για ένα απλό μεροκάματο. «Εδώ και τριάντα χρόνια οι δυνατοί γιοι της Αμερικής θυσιάζονται στο πεδίο του βιομηχανικού πολέμου και οι κόρες της εξανδραποδίζονται σε διεφθαρμένα εργοστασιακά περιβάλλοντα. Για μακρά και κουραστικά χρόνια συνεχίζεται αυτή η διαδικασία υπονόμευσης της υγείας, του σθένους και της υπερηφάνειας του έθνους, χωρίς πολλές διαμαρτυρίες από τους απόκληρους και καταπιεσμένους. Τρελαμένες από την επιτυχία και τη νίκη, οι δυνάμεις του χρήματος αυτής της ‘ελεύθερης χώρας μας’ αποθρασύνθηκαν όλο και πιο πολύ στις άκαρπες, σκληρές προσπάθειές τους να ανταγωνιστούν τις σάπιες και παρακμασμένες ευρωπαϊκές τυραννίες για την υπεροχή της εξουσίας».
Μάταια ο ψεύτικος Τύπος απέρριπτε τον Leon Czolgosz ως ξένο. Το αγόρι ήταν προϊόν της δικής μας ελεύθερης αμερικανικής γης, που τον νανούρισε με το,
Η πατρίδα μου, είσαι εσύ,
Γλυκιά γη της ελευθερίας.
Ποιος μπορεί να πει πόσες φορές αυτό το αμερικανικό παιδί είχε δοξάσει τον εορτασμό της 4ης Ιουλίου ή της Μέρας Μνήμης, όταν τίμησε πιστά τους νεκρούς του Έθνους; Ποιος ξέρει πως και αυτός ήταν πρόθυμος να «πολεμήσει για την πατρίδα του και να πεθάνει για την ελευθερία της», μέχρι που συνειδητοποίησε πως εκείνοι στους οποίους ανήκε δεν έχουν πατρίδα, επειδή τους έχουν κλέψει όλα όσα παρήγαγαν· μέχρι που συνειδητοποίησε ότι η ελευθερία και η ανεξαρτησία των νεανικών του ονείρων δεν ήταν παρά μια φάρσα. Καημένε Leon Czolgosz, το έγκλημά σου ήταν η πολύ ευαίσθητη κοινωνική συνείδηση. Σε αντίθεση με τους άβουλους και ανεγκέφαλους Αμερικανούς αδελφούς σου, τα ιδανικά σου υψώνονταν πάνω από την κοιλιά και τον τραπεζικό λογαριασμό. Δεν είναι περίεργο που εντυπωσίασες τον μοναδικό άνθρωπο ανάμεσα σε όλο τον εξαγριωμένο όχλο στη δίκη σου – μια γυναίκα από μια εφημερίδα – ως οραματιστή, που αγνοούσε εντελώς το περιβάλλον του. Τα μεγάλα, ονειροπόλα μάτια σου πρέπει να έβλεπαν μια νέα και ένδοξη αυγή.
Τώρα, σε μια πρόσφατη περίπτωση αναρχικών συνωμοσιών που κατασκευάζει η αστυνομία. Στην αιματοβαμμένη πόλη του Σικάγο, απειλήθηκε η ζωή του αρχηγού της αστυνομίας Shippy από έναν νεαρό άνδρα ονόματι Averbuch. Αμέσως απλώθηκε στις τέσσερις γωνιές του κόσμου η κραυγή πως ο Averbuch ήταν Αναρχικός και πως οι Αναρχικοί ήταν υπεύθυνοι για την απόπειρα. Όλοι όσοι ήταν γνωστό πως είχαν αναρχικές ιδέες παρακολουθούνταν στενά, αρκετοί άνθρωποι συνελήφθησαν, η βιβλιοθήκη μιας αναρχικής ομάδας κατασχέθηκε και όλες οι συναντήσεις κατέστησαν αδύνατες. Είναι αυτονόητο πως, όπως και σε διάφορες προηγούμενες περιπτώσεις, πρέπει να θεωρηθώ υπεύθυνη για την πράξη αυτή. Προφανώς η αμερικανική αστυνομία μου αποδίδει απόκρυφες δυνάμεις. Δεν γνώριζα τον Averbuch· στην πραγματικότητα, δεν είχα ακούσει ποτέ πριν το όνομά του, και ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσα ενδεχομένως να είχα «συνωμοτήσει» μαζί του ήταν με το αστρικό μου σώμα. Πάλι όμως, η αστυνομία δεν ενδιαφέρεται για τη λογική ή τη δικαιοσύνη. Αυτό που αναζητούν είναι ένας στόχος, για να καλύψουν την απόλυτη άγνοιά τους για την αιτία, για την ψυχολογία μιας πολιτικής πράξης. Ήταν ο Averbuch αναρχικός; Δεν υπάρχει καμία θετική απόδειξη γι’ αυτό. Δεν είχε παρά μόνο τρεις μήνες στη χώρα, δεν γνώριζε τη γλώσσα και, απ’ όσο μπόρεσα να διαπιστώσω, ήταν εντελώς άγνωστος στους Αναρχικούς του Σικάγο.
Τι οδήγησε στην πράξη του; Ο Averbuch, όπως και οι περισσότεροι νεαροί Ρώσοι μετανάστες, πίστευε αναμφίβολα στη μυθική ελευθερία της Αμερικής. Έλαβε το πρώτο του βάπτισμα από το ρόπαλο του αστυνομικού κατά τη διάρκεια της βάναυσης διάλυσης της παρέλασης των ανέργων. Γνώρισε περαιτέρω την αμερικανική ισότητα και τις ευκαιρίες στις μάταιες προσπάθειες να βρει έναν οικονομικό αφέντη. Εν ολίγοις, η τρίμηνη παραμονή του στην ένδοξη χώρα τον έφερε αντιμέτωπο με το γεγονός πως οι απόκληροι βρίσκονται στην ίδια θέση σε όλο τον κόσμο. Στην πατρίδα του μάλλον έμαθε πως η ανάγκη δεν γνωρίζει κανένα νόμο – δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ ενός Ρώσου και ενός Αμερικανού αστυνομικού.
Το ερώτημα για τον ευφυή κοινωνικό μελετητή δεν είναι αν οι πράξεις του Czolgosz ή του Averbuch ήταν πρακτικές, όχι περισσότερο από το αν η καταιγίδα είναι πρακτική. Αυτό που αναπόφευκτα θα εντυπωθεί στον σκεπτόμενο και αισθανόμενο άνδρα και γυναίκα είναι πως η θέα του βάναυσου ξυλοδαρμού αθώων θυμάτων σε μια λεγόμενη ελεύθερη Δημοκρατία και ο εξευτελιστικός, ψυχοφθόρος οικονομικός αγώνας, παρέχουν τη σπίθα που ανάβει τη δυναμική δύναμη στις υπερφορτωμένες, εξοργισμένες ψυχές ανδρών όπως ο Czolgosz ή ο Averbuch. Καμία δίωξη, καταδίωξη, καταστολή δεν μπορεί να σταματήσει αυτό το κοινωνικό φαινόμενο.
Είναι όμως συχνή η ερώτηση, δεν έχουν διαπράξει πράξεις βίας αναγνωρισμένοι Αναρχικοί; Σίγουρα έχουν, πάντοτε όμως έτοιμοι να αναλάβουν την ευθύνη. Η άποψη μου είναι πως ωθήθηκαν, όχι από τα διδάγματα του Αναρχισμού, αλλά από την τεράστια πίεση των συνθηκών, που έκαναν τη ζωή αφόρητη για την ευαίσθητη φύση τους. Προφανώς, ο Αναρχισμός ή οποιαδήποτε άλλη κοινωνική θεωρία, που καθιστά τον άνθρωπο συνειδητή κοινωνική μονάδα, θα λειτουργήσει ως προζύμι για την εξέγερση. Αυτό δεν είναι ένας απλός ισχυρισμός, αλλά ένα γεγονός που επαληθεύεται από κάθε εμπειρία. Μια προσεκτική εξέταση των περιστάσεων που σχετίζονται με αυτό το ζήτημα θα αποσαφηνίσει ακόμη περισσότερο τη θέση μου.
Ας εξετάσουμε μερικές από τις πιο σημαντικές αναρχικές πράξεις μέσα στις τελευταίες δύο δεκαετίες. Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, μια από τις πιο σημαντικές πράξεις πολιτικής βίας συνέβη εδώ στην Αμερική, σε σχέση με την απεργία στο Χόμστεντ του 1892.
Κατά τη διάρκεια εκείνης της αξιομνημόνευτης περιόδου η εταιρεία χάλυβα Carnegie Steel Company οργάνωσε μια συνωμοσία για να συντρίψει το Ενωμένο Σωματείο Εργατών Σιδήρου και Χάλυβα. Ο Henry Clay Frick, τότε πρόεδρος της Εταιρείας, ήταν επιφορτισμένος με αυτό το δημοκρατικό έργο. Δεν έχασε καθόλου χρόνο για να εφαρμόσει την πολιτική της διάλυσης του Σωματείου, την πολιτική την οποία είχε εφαρμόσει με τόση επιτυχία κατά τη διάρκεια της βασιλείας του τρόμου στις περιοχές του οπτάνθρακα. Μυστικά, και ενώ οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις παρατείνονταν σκόπιμα, ο Frick επέβλεψε τις στρατιωτικές προετοιμασίες, την οχύρωση των χαλυβουργείων στο Χόμστεντ, την ανέγερση ενός ψηλού φράχτη από σανίδες, καλυμμένου με συρματόπλεγμα και εφοδιασμένου με παραθυράκια για ελεύθερους σκοπευτές. Και στη συνέχεια, μέσα στη νύχτα, επιχείρησε να περάσει λαθραία τον στρατό του από μισθωμένους κακοποιούς του Pinkerton στο Χόμστεντ, πράξη που προκάλεσε τη φοβερή σφαγή των εργατών. Ο Henry Clay Frick, καλός χριστιανός και ελεύθερος Αμερικανός, δεν αρκέστηκε στον θάνατο των έντεκα θυμάτων, που σκοτώθηκαν στην σύκγρουση με τους Pinkerton, και άρχισε αμέσως το κυνήγι των αβοήθητων συζύγων και ορφανών, διατάσσοντάς τους να εγκαταλείψουν τα άθλια σπίτια της Εταιρείας.
Ολόκληρη η χώρα ξεσηκώθηκε για αυτές τις απάνθρωπες βιαιοπραγίες. Εκατοντάδες φωνές υψώθηκαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας, καλώντας τον Frick να σταματήσει, να μην το παρατραβήξει. Ναι, εκατοντάδες άνθρωποι διαμαρτυρήθηκαν – όπως κάποιος διαμαρτύρεται για τις ενοχλητικές μύγες. Υπήρχε μόνο ένας που αντέδρασε ενεργά στην προσβολή στο Χόμστεντ, ο Alexander Berkman. Ναι, ήταν αναρχικός. Το καμάρωνε αυτό το γεγονός, γιατί ήταν η μόνη δύναμη που έκανε την ασυμφωνία ανάμεσα στην πνευματική του λαχτάρα και τον έξω κόσμο να είναι κάπως υποφερτή. Ωστόσο, όχι ο Αναρχισμός, ως τέτοιος, αλλά η βάναυση σφαγή των έντεκα εργατών χάλυβα ήταν το κίνητρο για την πράξη του Alexander Berkman, την απόπειρα δολοφονίας κατά του Henry Clay Frick.
Η λίστα των ευρωπαϊκών πράξεων πολιτικής βίας προσφέρει πολυάριθμες και εντυπωσιακές περιπτώσεις της επιρροής του περιβάλλοντος πάνω σε ευαίσθητα ανθρώπινα όντα.
Η ομιλία του Vaillant στο δικαστήριο, ο οποίος το 1894 πυροδότησε μια βόμβα στη Βουλή των Αντιπροσώπων του Παρισιού, αγγίζει την αληθινή χορδή της ψυχολογίας τέτοιων πράξεων:
«Κύριοι, σε λίγα λεπτά θα δώσετε το χτύπημά σας, αλλά λαμβάνοντας την ετυμηγορία σας θα έχω τουλάχιστον την ικανοποίηση ότι έχω πληγώσει την υπάρχουσα κοινωνία, αυτή την καταραμένη κοινωνία στην οποία μπορεί κανείς να δει έναν μόνο άνθρωπο να ξοδεύει, άσκοπα, αρκετά για να θρέψει χιλιάδες οικογένειες· μια άθλια κοινωνία που επιτρέπει σε λίγα άτομα να μονοπωλούν όλο τον κοινωνικό πλούτο, ενώ υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες δυστυχισμένοι που δεν έχουν ούτε το ψωμί που δεν στερούνται ούτε τα σκυλιά, και ενώ ολόκληρες οικογένειες αυτοκτονούν ελλείψει των αναγκαίων για τη ζωή.
«Ω, κύριοι, αν οι κυβερνώντες τάξεις μπορούσαν να κατέβουν ανάμεσα στους δυστυχείς! Αλλά όχι, προτιμούν να παραμείνουν κουφοί στις εκκλήσεις τους. Φαίνεται πως μια μοιραία κατάσταση τους ωθεί, όπως τους βασιλείς του 18ου αιώνα, προς τον γκρεμό που θα τους καταπιεί, γιατί αλίμονο σ’ αυτούς που παραμένουν κουφοί στις κραυγές των πεινασμένων, αλίμονο σ’ αυτούς που, θεωρώντας τους εαυτούς τους ανώτερης αξίας, παίρνουν το δικαίωμα να εκμεταλλεύονται τους κατώτερους τους! Έρχεται μια στιγμή που οι άνθρωποι δεν έχουν πια λογική· ανεβαίνουν σαν τυφώνας και ξεχύνονται σαν χείμαρρος. Τότε βλέπουμε αιμόφυρτα κεφάλια να καρφώνονται σε παλούκια.
«Ανάμεσα στους εκμεταλλευόμενους, κύριοι, υπάρχουν δύο κατηγορίες ατόμων. Εκείνοι της μίας τάξης, χωρίς να συνειδητοποιούν τι είναι και τι θα μπορούσαν να είναι, δέχονται τη ζωή όπως έρχεται, πιστεύουν πως γεννήθηκαν για να είναι σκλάβοι και αρκούνται στα λίγα που τους δίνονται σε αντάλλαγμα για την εργασία τους. Υπάρχουν όμως άλλοι, αντίθετα, που σκέφτονται, που μελετούν και που, κοιτάζοντας γύρω τους, ανακαλύπτουν τις κοινωνικές αδικίες. Είναι δικό τους λάθος αν βλέπουν καθαρά και υποφέρουν βλέποντας τους άλλους να υποφέρουν; Τότε ρίχνονται στον αγώνα και γίνονται οι ίδιοι φορείς των λαϊκών διεκδικήσεων.
«Κύριοι, είμαι ένας από αυτούς τους τελευταίους. Όπου κι αν πήγα, είδα δυστυχισμένους να λυγίζουν κάτω από το ζυγό του κεφαλαίου. Έχω δει παντού τις ίδιες πληγές που προκαλούν δάκρυα αίματος, ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα μέρη των κατοικημένων περιοχών της Νότιας Αμερικής, όπου είχα το δικαίωμα να πιστεύω πως αυτός που είχε κουραστεί από τους πόνους του πολιτισμού θα μπορούσε να ξεκουραστεί στη σκιά των φοινικόδεντρων και εκεί να μελετήσει τη φύση. Λοιπόν, εκεί ακόμη, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, είδα το κεφάλαιο να έρχεται, σαν βρικόλακας, για να ρουφήξει και την τελευταία σταγόνα αίματος από τους άτυχους παρίες.
«Στη συνέχεια επέστρεψα στη Γαλλία, όπου μου επιφυλάσσονταν το να δω την οικογένειά μου να υποφέρει φρικτά. Αυτή ήταν η τελευταία σταγόνα στο ποτήρι της θλίψης μου. Κουρασμένος να ζω αυτή τη ζωή του πόνου και της δειλίας, μετέφερα αυτή τη βόμβα σε εκείνους που είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για την κοινωνική δυστυχία.
«Κατηγορούμαι για τις πληγές εκείνων που χτυπήθηκαν από τα βλήματά μου. Επιτρέψτε μου να επισημάνω παρεμπιπτόντως πως, αν οι αστοί δεν είχαν σφαγιάσει ή προκαλέσει σφαγές κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, είναι πιθανό πως θα βρίσκονταν ακόμη κάτω από τον ζυγό των ευγενών. Από την άλλη πλευρά, υπολογίστε τους νεκρούς και τους τραυματίες του Τονκίν, της Μαδαγασκάρης, του Νταχομέι, προσθέτοντας σε αυτούς τις χιλιάδες, ναι, τα εκατομμύρια των δυστυχισμένων που πεθαίνουν στα εργοστάσια, στα ορυχεία και όπου αλλού γίνεται αισθητή η συνθλιπτική δύναμη του κεφαλαίου. Προσθέστε επίσης εκείνους που πεθαίνουν από την πείνα, και όλα αυτά με τη σύμφωνη γνώμη των βουλευτών μας. Πλάι σε όλα αυτά, πόσο μικρή βαρύτητα έχουν οι κατηγορίες που διατυπώνονται τώρα εναντίον μου!
«Είναι αλήθεια ότι το ένα δεν εξαλείφει το άλλο· αλλά, τελικά, δεν ενεργούμε σε αυτοάμυνα όταν απαντάμε στα χτυπήματα που δεχόμαστε από πάνω; Ξέρω πολύ καλά ότι θα μου πουν πως θα έπρεπε να είχα περιοριστεί στο λόγο για τη δικαίωση των αξιώσεων του λαού. Αλλά τι να γίνει! Χρειάζεται δυνατή φωνή για να ακούσουν οι κουφοί. Πάρα πολύ καιρό απαντούσαν στις φωνές μας με τη φυλακή, το σχοινί, τις βολές τουφεκιών. Μην μπερδεύεστε· η έκρηξη της βόμβας μου δεν είναι μόνο η κραυγή του επαναστάτη Vaillant, αλλά η κραυγή μιας ολόκληρης τάξης που υπερασπίζεται τα δικαιώματά της και που σύντομα θα προσθέσει πράξεις στα λόγια. Γιατί, να είστε σίγουροι, μάταια θα περάσουν νόμους. Οι ιδέες των στοχαστών δεν θα σταματήσουν· όπως ακριβώς, τον περασμένο αιώνα, όλες οι κυβερνητικές δυνάμεις δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν τους Diderot και τους Voltaire να διαδώσουν χειραφετικές ιδέες στον λαό, έτσι και όλες οι σημερινές κυβερνητικές δυνάμεις δεν θα εμποδίσουν τους Reclus, τους Darwin, τους Spencer, τους Ibsen, τους Mirbeau να διαδώσουν τις ιδέες της δικαιοσύνης και της ελευθερίας που θα εκμηδενίσουν τις προκαταλήψεις που κρατούν τη μάζα στην άγνοια. Και αυτές οι ιδέες, που θα γίνουν δεκτές από τους δυστυχείς, θα ανθίσουν σε πράξεις εξέγερσης, όπως έκαναν σε μένα, μέχρι την ημέρα που η εξαφάνιση της εξουσίας θα επιτρέψει σε όλους τους ανθρώπους να οργανωθούν ελεύθερα σύμφωνα με την επιλογή τους, που ο καθένας θα μπορεί να απολαμβάνει το προϊόν της εργασίας του και που αυτές οι ηθικές ασθένειες που ονομάζονται προκαταλήψεις θα εξαφανιστούν, επιτρέποντας στα ανθρώπινα όντα να ζουν αρμονικά, χωρίς να έχουν άλλη επιθυμία από το να σπουδάζουν τις επιστήμες και να αγαπούν τους συνανθρώπους τους.
«Κλείνω, κύριοι, λέγοντας πως μια κοινωνία στην οποία βλέπει κανείς τέτοιες κοινωνικές ανισότητες όπως αυτές που βλέπουμε παντού γύρω μας, στην οποία βλέπουμε καθημερινά αυτοκτονίες που προκαλούνται από τη φτώχεια, την πορνεία να φουντώνει σε κάθε γωνιά του δρόμου, μια κοινωνία της οποίας τα κύρια μνημεία είναι στρατώνες και φυλακές, μια τέτοια κοινωνία πρέπει να μετασχηματιστεί το συντομότερο δυνατό, με την απειλή της εξάλειψης, και μάλιστα γρήγορα, από την ανθρώπινη φυλή. Χαίρε σ’ αυτόν που εργάζεται, με όποιο μέσο κι αν χρησιμοποιηθεί, γι’ αυτή τη μεταμόρφωση! Αυτή η ιδέα είναι που με καθοδήγησε στη μονομαχία μου με την εξουσία, αλλά καθώς σε αυτή τη μονομαχία έχω μόνο τραυματίσει τον αντίπαλό μου, είναι τώρα η σειρά του να με χτυπήσει.
«Τώρα, κύριοι, για μένα έχει μικρή σημασία η ποινή που μπορεί να επιβάλετε, γιατί, κοιτάζοντας αυτή τη συνέλευση με τα μάτια της λογικής, δεν μπορώ να μην χαμογελάσω βλέποντάς σας, άτομα χαμένα στην ύλη, και να σκέφτεστε μόνο επειδή διαθέτετε μια προέκταση του νωτιαίου μυελού, υποθέτετε το δικαίωμα να κρίνετε έναν από τους συνανθρώπους σας.
«Α! Κύριοι, πόσο μικρό πράγμα είναι η συνέλευσή σας και η ετυμηγορία σας στην ιστορία της ανθρωπότητας· και η ανθρώπινη ιστορία, με τη σειρά της, είναι επίσης ένα πολύ μικρό πράγμα στον ανεμοστρόβιλο που την κουβαλάει μέσα στην απεραντοσύνη, και που προορίζεται να εξαφανιστεί ή τουλάχιστον να μεταμορφωθεί, για να ξαναρχίσει η ίδια ιστορία και τα ίδια γεγονότα, ένα αληθινά αέναο παιχνίδι κοσμικών δυνάμεων που ανανεώνονται και μεταφέρονται για πάντα».
Θα πει κανείς ότι ο Vaillant ήταν ένας αδαής, φαύλος άνθρωπος ή ένας τρελός; Δεν ήταν το μυαλό του μοναδικά καθαρό και αναλυτικό; Δεν είναι περίεργο που οι καλύτερες πνευματικές δυνάμεις της Γαλλίας μίλησαν υπέρ του και υπέγραψαν την αίτηση προς τον πρόεδρο Carnot, ζητώντας του να μετατρέψει τη θανατική ποινή του Vaillant.
Ο Carnot δεν άκουσε καμία παραίνεση· επέμενε σε κάτι περισσότερο από μια λίβρα σάρκας, ήθελε τη ζωή του Vaillant, και τότε συνέβη το αναπόφευκτο: Ο πρόεδρος Carnot δολοφονήθηκε. Το σημαντικότερο, στη λαβή του στιλέτου που χρησιμοποίησε ο Attentäter ήταν χαραγμένο,
VAILLANT!
Ο Santa Caserio ήταν αναρχικός. Θα μπορούσε να είχε ξεφύγει, να είχε σωθεί· αλλά παρέμεινε, δέχτηκε τις συνέπειες.
Οι λόγοι της πράξης του εκτίθενται με τόσο απλό, αξιοπρεπή και παιδικό τρόπο που θυμίζει κανείς τον συγκινητικό φόρο τιμής που απέδωσε στον Caserio η δασκάλα του στο μικρό σχολείο του χωριού, η Ada Negri, η Ιταλίδα ποιήτρια, η οποία μίλησε γι’ αυτόν ως ένα γλυκό, τρυφερό φυτό, με πολύ λεπτή και ευαίσθητη υφή για να αντέξει τη σκληρή πίεση του κόσμου.
«Κύριοι ένορκοι! Δεν προτίθεμαι να προβώ στην υπεράσπιση του εαυτού μου, αλλά μόνο σε μια εξήγηση της πράξης μου.
«Από τα νεανικά μου χρόνια άρχισα να μαθαίνω πως η σημερινή κοινωνία είναι άσχημα οργανωμένη, τόσο άσχημα που κάθε μέρα πολλοί άθλιοι άνδρες αυτοκτονούν, αφήνοντας γυναίκες και παιδιά στην πιο τρομερή δυστυχία. Οι εργαζόμενοι, κατά χιλιάδες, αναζητούν εργασία και δεν μπορούν να βρουν. Οι φτωχές οικογένειες ζητιανεύουν για φαγητό και τρέμουν από το κρύο· υποφέρουν τη μεγαλύτερη δυστυχία· τα μικρά παιδιά ζητούν φαγητό από τις δυστυχισμένες μητέρες τους και οι μητέρες δεν μπορούν να τους το δώσουν, γιατί δεν έχουν τίποτα. Τα λίγα πράγματα που περιείχε το σπίτι έχουν ήδη πουληθεί ή ενεχυριαστεί. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να ζητιανεύουν ελεημοσύνη· συχνά συλλαμβάνονται ως αλήτες.
«Έφυγα από τη γενέτειρά μου επειδή συχνά συγκινούμουν μέχρι δακρύων βλέποντας μικρά κορίτσια οκτώ ή δέκα ετών να υποχρεώνονται να εργάζονται δεκαπέντε ώρες την ημέρα για τον πενιχρό μισθό των είκοσι σεντίν. Νεαρές γυναίκες δεκαοκτώ ή είκοσι ετών εργάζονται επίσης δεκαπέντε ώρες ημερησίως, για εξευτελιστική αμοιβή. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στους συμπατριώτες μου, αλλά σε όλους τους εργάτες, που ιδρώνουν όλη μέρα για μια κόρα ψωμί, ενώ η εργασία τους παράγει πλούτο σε αφθονία. Οι εργάτες είναι αναγκασμένοι να ζουν κάτω από τις πιο άθλιες συνθήκες, και η τροφή τους αποτελείται από λίγο ψωμί, μερικές κουταλιές ρύζι και νερό· έτσι, μέχρι να γίνουν τριάντα ή σαράντα ετών, εξαντλούνται και πηγαίνουν να πεθάνουν στα νοσοκομεία. Εξάλλου, ως συνέπεια της κακής διατροφής και της υπερβολικής εργασίας, αυτά τα δυστυχισμένα πλάσματα κατασπαράζονται κατά εκατοντάδες από την πελάγρα – μια ασθένεια που, στη χώρα μου, προσβάλλει, όπως λένε οι γιατροί, όσους τρέφονται άσχημα και ζουν μια ζωή γεμάτη μόχθο και στερήσεις.
«Παρατήρησα πως υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που πεινούν και πολλά παιδιά που υποφέρουν, ενώ το ψωμί και τα ρούχα αφθονούν στις πόλεις. Είδα πολλά και μεγάλα καταστήματα γεμάτα με ρούχα και μάλλινα είδη, και είδα επίσης αποθήκες γεμάτες με σιτάρι και ινδικό καλαμπόκι, κατάλληλα για όσους έχουν ανάγκη. Και, από την άλλη πλευρά, είδα χιλιάδες ανθρώπους που δεν εργάζονται, που δεν παράγουν τίποτε και ζουν από την εργασία των άλλων· που ξοδεύουν κάθε μέρα χιλιάδες φράγκα για τη διασκέδασή τους· που διαφθείρουν τις κόρες των εργατών· που έχουν κατοικίες σαράντα ή πενήντα δωματίων· είκοσι ή τριάντα άλογα, πολλούς υπηρέτες· με μια λέξη, όλες τις απολαύσεις της ζωής.
«Πίστευα στον Θεό· αλλά όταν είδα μια τόσο μεγάλη ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων, κατάλαβα πως δεν ήταν ο Θεός που δημιούργησε τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος που δημιούργησε τον Θεό. Και ανακάλυψα πως εκείνοι που θέλουν να γίνεται σεβαστή η περιουσία τους, έχουν συμφέρον να κηρύττουν την ύπαρξη του παραδείσου και της κόλασης και να κρατούν τους ανθρώπους στην άγνοια.
«Πριν από λίγο καιρό, ο Vaillant πέταξε μια βόμβα στη Βουλή των Αντιπροσώπων, για να διαμαρτυρηθεί για το σημερινό σύστημα της κοινωνίας. Δεν σκότωσε κανέναν, τραυμάτισε μόνο μερικά άτομα· ωστόσο η αστική δικαιοσύνη τον καταδίκασε σε θάνατο. Και μη αρκούμενοι στην καταδίκη του ενόχου, άρχισαν να καταδιώκουν τους Αναρχικούς και να συλλαμβάνουν όχι μόνο όσους γνώριζαν τον Vaillant, αλλά ακόμη και όσους είχαν απλώς παραστεί σε κάποια αναρχική διάλεξη.
«Η κυβέρνηση δεν σκέφτηκε τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Δεν σκέφτηκε πως οι άνδρες που κρατούνταν στη φυλακή δεν ήταν οι μόνοι που υπέφεραν και πως τα μικρά τους παιδιά φώναζαν για ψωμί. Η αστική δικαιοσύνη δεν προβληματίστηκε γι’ αυτούς τους αθώους, που δεν ξέρουν ακόμα τι είναι η κοινωνία. Δεν φταίνε που οι πατεράδες τους είναι στη φυλακή· το μόνο που θέλουν είναι να φάνε.
«Η κυβέρνηση προχώρησε ψάχνοντας σε σπίτια ιδιωτών, να ανοίγει ιδιωτικές επιστολές, να απαγορεύει διαλέξεις και συναντήσεις και να ασκεί τις πιο αισχρές καταπιέσεις εναντίον μας. Ακόμη και τώρα, εκατοντάδες Αναρχικοί συλλαμβάνονται επειδή έγραψαν ένα άρθρο σε μια εφημερίδα ή επειδή εξέφρασαν δημόσια μια γνώμη.
«Κύριοι ένορκοι, είστε εκπρόσωποι της αστικής κοινωνίας. Αν θέλετε το κεφάλι μου, πάρτε το· αλλά μην πιστεύετε ότι έτσι θα σταματήσετε την αναρχική προπαγάνδα. Να προσέχετε, γιατί οι άνθρωποι θερίζουν ό,τι έσπειραν».
Κατά τη διάρκεια μιας θρησκευτικής πομπής το 1896, στη Βαρκελώνη, ρίχτηκε μια βόμβα. Αμέσως συνελήφθησαν τριακόσιοι άνδρες και γυναίκες. Ορισμένοι ήταν αναρχικοί, αλλά η πλειοψηφία ήταν συνδικαλιστές και σοσιαλιστές. Τους έριξαν σε εκείνη τη φοβερή φυλακή του Μοντζούικ και τους υπέβαλαν στα πιο φρικτά βασανιστήρια. Αφού αρκετοί σκοτώθηκαν ή τρελάθηκαν, οι υποθέσεις τους γνωστοποιήθηκαν από τον φιλελεύθερο Τύπο της Ευρώπης, με αποτέλεσμα την απελευθέρωση μερικών επιζώντων.
Ο κύριος υπεύθυνος για αυτή την αναβίωση της Ιεράς Εξέτασης ήταν ο Canovas del Castillo, ο πρωθυπουργός της Ισπανίας. Ήταν αυτός που διέταξε τον βασανισμό των θυμάτων, το κάψιμο της σάρκας τους, τη σύνθλιψη των οστών τους, το κόψιμο της γλώσσας τους. Εξασκημένος στην τέχνη της κτηνωδίας κατά τη διάρκεια του καθεστώτος του στην Κούβα, ο Canovas παρέμεινε απολύτως κουφός στις εκκλήσεις και τις διαμαρτυρίες της αφυπνισμένης πολιτισμένης συνείδησης.
Το 1897 ο Canovas del Castillo πυροβολήθηκε από έναν νεαρό Ιταλό, τον Angiolillo. Ο τελευταίος ήταν εκδότης στην πατρίδα του και οι τολμηρές του θέσεις προσέλκυσαν σύντομα την προσοχή των αρχών. Άρχισαν οι διώξεις και ο Angiolillo κατέφυγε από την Ιταλία στην Ισπανία, από εκεί στη Γαλλία και το Βέλγιο και τελικά εγκαταστάθηκε στην Αγγλία. Εκεί βρήκε δουλειά ως στοιχειοθέτης και έγινε αμέσως φίλος όλων των συναδέλφων του. Ένας από τους τελευταίους περιέγραψε έτσι τον Angiolillo: «Η εμφάνισή του παρέπεμπε περισσότερο σε δημοσιογράφο παρά σε μαθητή του Guttenberg. Τα λεπτεπίλεπτα χέρια του, επιπλέον, πρόδιδαν το γεγονός ότι δεν είχε μεγαλώσει στην ‘υπόθεση’. Με το όμορφο ειλικρινές πρόσωπό του, τα απαλά σκούρα μαλλιά του, την άγρυπνη έκφρασή του, έμοιαζε με τον τύπο του ζωηρού Νότιου. Ο Αντζολίλο μιλούσε ιταλικά, ισπανικά και γαλλικά, αλλά καθόλου αγγλικά· τα λίγα γαλλικά που ήξερα δεν ήταν αρκετά για να κάνω μια παρατεταμένη συζήτηση. Ωστόσο, ο Angiolillo άρχισε σύντομα να αποκτά το αγγλικό ιδίωμα· μάθαινε γρήγορα, με παιχνιδιάρικη διάθεση, και δεν άργησε να γίνει πολύ δημοφιλής στους συναδέλφους του στοιχειοθέτες. Ο ξεχωριστός και συνάμα σεμνός τρόπος του, καθώς και η προσοχή του προς τους συναδέλφους του, κέρδισαν τις καρδιές όλων των παιδιών».
Ο Angiolillo σύντομα εξοικειώθηκε με τις λεπτομερείς αναφορές στον Τύπο. Διάβασε για το μεγάλο κύμα της ανθρώπινης συμπάθειας προς τα ανήμπορα θύματα στο Μοντζουίκ. Στην πλατεία Τραφάλγκαρ είδε με τα ίδια του τα μάτια τα αποτελέσματα αυτών των φρικαλεοτήτων, όταν οι λίγοι Ισπανοί, που γλίτωσαν από τα νύχια του Castillo, ήρθαν να ζητήσουν άσυλο στην Αγγλία. Εκεί, στη μεγάλη συγκέντρωση, οι άνδρες αυτοί άνοιξαν τα πουκάμισά τους και έδειξαν τα φρικτά σημάδια της καμένης σάρκας. Ο Angiolillo είδε, και το αποτέλεσμα ξεπέρασε χίλιες θεωρίες· η ώθηση ήταν πέρα από λόγια, πέρα από επιχειρήματα, πέρα ακόμα και από τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο κύριος Antonio Canovas del Castillo, πρωθυπουργός της Ισπανίας, διέμενε στη Santa Agueda. Όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, όλοι οι ξένοι κρατήθηκαν μακριά από την υψηλή του παρουσία. Μια εξαίρεση έγινε, ωστόσο, στην περίπτωση ενός διακεκριμένου εμφανίσιμου, κομψά ντυμένου Ιταλού – του εκπροσώπου, όπως έγινε αντιληπτό, ενός σημαντικού περιοδικού. Ο διακεκριμένος κύριος ήταν ο Angiolillo.
Ο σενιόρ Canovas, έτοιμος να φύγει από το σπίτι του, βγήκε στη βεράντα. Ξαφνικά ο Angiolillo εμφανίστηκε μπροστά του. Ένας πυροβολισμός ακούστηκε και ο Canovas έγινε πτώμα.
Η σύζυγος του πρωθυπουργού έσπευσε στη σκηνή. «Δολοφόνε! Δολοφόνε!» φώναξε, δείχνοντας τον Angiolillo. Ο τελευταίος υποκλίθηκε. «Με συγχωρείτε, κυρία», είπε, «σας σέβομαι ως κυρία, αλλά λυπάμαι που ήσασταν η σύζυγος αυτού του ανθρώπου».
Ο Angiolillo αντιμετώπισε ήρεμα το θάνατο. Ο θάνατος στην πιο τρομερή του μορφή – για τον άνθρωπο του οποίου η ψυχή ήταν σαν παιδιού.
Τον στραγγάλισαν. Το σώμα του έμεινε ξαπλωμένο, λουσμένο από τον ήλιο, μέχρι που η μέρα κρύφτηκε στο λυκόφως. Και οι άνθρωποι ήρθαν και δείχνοντας με το δάχτυλο του τρόμου και του φόβου, είπαν: «Να – Να ο εγκληματίας, ο σκληρός δολοφόνος».
Πόσο ανόητη, πόσο σκληρή είναι η άγνοια! Πάντα παρεξηγεί, πάντα καταδικάζει.
Ένας αξιοσημείωτος παραλληλισμός με την περίπτωση του Angiolillo βρίσκεται στην πράξη του Gaetano Bresci, του οποίου η Attentat στον βασιλιά Umberto έκανε διάσημη μια αμερικανική πόλη.
Ο Bresci ήρθε σε αυτή τη χώρα, σε αυτή τη χώρα των ευκαιριών, όπου κανείς δεν έχει παρά να προσπαθήσει για να βρει χρυσή επιτυχία. Ναι, κι αυτός θα προσπαθούσε να πετύχει. Θα εργαζόταν σκληρά και πιστά. Η εργασία δεν είχε κανένα έκρυβε τρόμο γι’ αυτόν, αρκεί να τον βοηθούσε στην ανεξαρτησία, στην ανδρεία, στον αυτοσεβασμό.
Έτσι, γεμάτος ελπίδα και ενθουσιασμό εγκαταστάθηκε στο Πάτερσον του Νιου Τζέρσεϊ και βρήκε εκεί μια επικερδή δουλειά με έξι δολάρια την εβδομάδα σε ένα από τα υφαντουργεία της πόλης. Έξι ολόκληρα δολάρια την εβδομάδα ήταν, χωρίς αμφιβολία, μια περιουσία για την Ιταλία, αλλά όχι αρκετά για να αναπνεύσει στη νέα χώρα. Αγαπούσε το μικρό του σπίτι. Ήταν καλός σύζυγος και αφοσιωμένος πατέρας για την κορούλα του, την Bianca, την οποία λάτρευε. Δούλευε και εργαζόταν για αρκετά χρόνια. Κατάφερε μάλιστα να αποταμιεύσει εκατό δολάρια από τα έξι δολάρια που κέρδιζε την εβδομάδα.
Ο Bresci είχε ένα ιδανικό. Ανόητο, το ξέρω, για έναν εργαζόμενο να έχει ένα ιδανικό – την αναρχική εφημερίδα που εκδίδεται στο Πάτερσον, La Questione Sociale.
Κάθε εβδομάδα, αν και κουρασμένος από τη δουλειά, βοηθούσε στο στήσιμο της εφημερίδας. Μέχρι αργά το βράδυ βοηθούσε, και όταν ο μικρός πρωτοπόρος είχε εξαντλήσει όλους τους πόρους και οι σύντροφοί του ήταν σε απόγνωση, ο Bresci έφερνε χαρά και ελπίδα, εκατό δολάρια, όλες τις οικονομίες ετών. Αυτό θα κρατούσε την εφημερίδα όρθια.
Στην πατρίδα του οι άνθρωποι λιμοκτονούσαν. Οι σοδειές ήταν φτωχές και οι αγρότες έβλεπαν τους εαυτούς τους αντιμέτωπους με την πείνα. Έκαναν έκκληση στον καλό βασιλιά Umberto· θα βοηθούσε. Και το έκανε. Οι σύζυγοι των χωρικών που είχαν πάει στο παλάτι του βασιλιά, κρατούσαν με βουβή σιωπή τα αποστεωμένα βρέφη τους. Σίγουρα αυτό θα τον συγκινούσε. Και τότε οι στρατιώτες πυροβόλησαν και σκότωσαν αυτές τις φτωχές δύστυχες.
Ο Μπρέσι, που δούλευε στο υφαντήριο του Πάτερσον, διάβασε για τη φρικτή σφαγή. Το νοερό του μάτι είδε τις ανυπεράσπιστες γυναίκες και τα αθώα βρέφη της πατρίδας του, να σφαγιάζονται μπροστά στα μάτια του καλού βασιλιά. Η ψυχή του ανατρίχιασε από φρίκη. Τη νύχτα άκουγε τους στεναγμούς των τραυματιών. Κάποιοι μπορεί να ήταν σύντροφοί του, η ίδια του η σάρκα. Γιατί, γιατί αυτές οι βρώμικες δολοφονίες;
Η μικρή συνάντηση της ιταλικής αναρχικής ομάδας στο Πάτερσον κατέληξε σχεδόν σε καυγά. Ο Bresci είχε απαιτήσει τα εκατό δολάρια του. Οι σύντροφοί του τον ικέτεψαν, τον παρακάλεσαν να τους δώσει παράταση. Η εφημερίδα θα κατέρρεε αν του επέστρεφαν το δάνειό του. Αλλά ο Bresci επέμενε στην επιστροφή του.
Πόσο σκληρή και ανόητη είναι η άγνοια. Ο Bresci πήρε τα χρήματα, αλλά έχασε την καλή πίστη, την εμπιστοσύνη των συντρόφων του. Δεν θα είχαν πια καμία σχέση με κάποιον που η απληστία του ήταν μεγαλύτερη από τα ιδανικά του.
Στις 29 Ιουλίου του 1900, ο βασιλιάς Umberto πυροβολήθηκε στο Monzo. Ο νεαρός Ιταλός υφαντής από το Πάτερσον, ο Gaetano Bresci, είχε αφαιρέσει τη ζωή του καλού βασιλιά.
Το Πάτερσον τέθηκε υπό αστυνομική επιτήρηση, κάθε γνωστός αναρχικός κυνηγήθηκε και διώχθηκε και η πράξη του Bresci αποδόθηκε στις διδαχές του αναρχισμού. Λες και οι διδασκαλίες του Αναρχισμού στην πιο ακραία τους μορφή θα μπορούσαν να εξισωθούν με τη δύναμη εκείνων των σκοτωμένων γυναικών και βρεφών, που είχαν προσκυνήσει στον Βασιλιά για βοήθεια. Λες και οποιοσδήποτε προφορικός λόγος, όσο εύγλωττος, θα μπορούσε να κάψει την ανθρώπινη ψυχή με τόση λευκή θερμότητα όσο το αίμα της ζωής που έτρεχε σταγόνα-σταγόνα από εκείνες τις ετοιμοθάνατες μορφές. Ο απλός άνθρωπος σπάνια συγκινείται είτε με λόγια είτε με πράξεις· και εκείνοι των οποίων η κοινωνική συγγένεια είναι η μεγαλύτερη ζωντανή δύναμη δεν χρειάζονται καμία έκκληση για να ανταποκριθούν – όπως το ατσάλι στον μαγνήτη – στα κακώς κείμενα και τις φρικαλεότητες της κοινωνίας.
Αν μια κοινωνική θεωρία είναι ένας ισχυρός παράγοντας που προκαλεί πράξεις πολιτικής βίας, πώς μπορούμε να εξηγήσουμε τα πρόσφατα βίαια ξεσπάσματα στην Ινδία, όπου ο Αναρχισμός έχει μόλις γεννηθεί. Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη παλιά φιλοσοφία, οι ινδουιστικές διδασκαλίες έχουν εξυψώσει την παθητική αντίσταση, την περιπλανώμενη ζωή, τη Νιρβάνα, ως το ύψιστο πνευματικό ιδεώδες. Ωστόσο, η κοινωνική αναταραχή στην Ινδία αυξάνεται καθημερινά και μόλις πρόσφατα κατέληξε σε μια πράξη πολιτικής βίας, τη δολοφονία του Σερ Curzon Wyllie από τον ινδουιστή Madar Sol Dhingra.
Αν ένα τέτοιο φαινόμενο μπορεί να συμβεί σε μια χώρα κοινωνικά και ατομικά διαποτισμένη για αιώνες από το πνεύμα της παθητικότητας, μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την τεράστια, επαναστατική επίδραση στον ανθρώπινο χαρακτήρα που ασκούν οι μεγάλες κοινωνικές αδικίες; Μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τη λογική, τη δικαιοσύνη αυτών των λέξεων:
«Η καταπίεση, η τυραννία και η αδιάκριτη τιμωρία αθώων ανθρώπων είναι τα συνθήματα της κυβέρνησης της ξένης κυριαρχίας στην Ινδία από τότε που αρχίσαμε το εμπορικό μποϊκοτάζ των αγγλικών προϊόντων. Οι ιδιότητες, σαν της τίγρης, των Βρετανών είναι πολύ εμφανείς τώρα στην Ινδία. Νομίζουν πως με τη δύναμη του σπαθιού θα κρατήσουν κάτω την Ινδία! Είναι αυτή η αλαζονεία που έφερε τη βόμβα, και όσο περισσότερο τυραννούν έναν αβοήθητο και άοπλο λαό, τόσο περισσότερο θα αναπτύσσεται η τρομοκρατία. Μπορεί να κατακρίνουμε την τρομοκρατία ως παράξενη και ξένη προς τον πολιτισμό μας, αλλά είναι αναπόφευκτη όσο συνεχίζεται αυτή η τυραννία, διότι δεν πρέπει να κατηγορούνται οι τρομοκράτες, αλλά οι τύραννοι που ευθύνονται γι’ αυτήν. Είναι η μόνη καταφυγή για έναν αβοήθητο και άοπλο λαό όταν φτάνει στα πρόθυρα της απόγνωσης. Δεν είναι ποτέ εγκληματικό από την πλευρά του. Το έγκλημα ανήκει στον τύραννο».
Ακόμη και οι συντηρητικοί επιστήμονες αρχίζουν να συνειδητοποιούν πως η κληρονομικότητα δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας που διαμορφώνει τον ανθρώπινο χαρακτήρα. Το κλίμα, η τροφή, το επάγγελμα· όχι, το χρώμα, το φως και ο ήχος πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στη μελέτη της ανθρώπινης ψυχολογίας.
Αν αυτό είναι αλήθεια, πόσο πιο σωστός είναι ο ισχυρισμός πως οι μεγάλες κοινωνικές αδικίες θα επηρεάσουν και πρέπει να επηρεάσουν διαφορετικά μυαλά και ιδιοσυγκρασίες με διαφορετικό τρόπο. Και πόσο εντελώς λανθασμένη είναι η στερεότυπη αντίληψη πως οι διδασκαλίες του Αναρχισμού ή ορισμένοι εκφραστές αυτών των διδασκαλιών ευθύνονται για τις πράξεις πολιτικής βίας.
Ο Αναρχισμός, περισσότερο από κάθε άλλη κοινωνική θεωρία, εκτιμά την ανθρώπινη ζωή πάνω από τα πράγματα. Όλοι οι Αναρχικοί συμφωνούν με τον Tolstoy σε αυτή τη θεμελιώδη αλήθεια: αν η παραγωγή οποιουδήποτε εμπορεύματος απαιτεί τη θυσία μιας ανθρώπινης ζωής, η κοινωνία πρέπει να ζήσει χωρίς αυτό το εμπόρευμα, αλλά δεν μπορεί να κάνει χωρίς αυτή τη ζωή. Αυτό, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως ο Αναρχισμός διδάσκει την υποταγή. Πώς μπορεί, όταν γνωρίζει πως όλα τα βάσανα, όλη η δυστυχία, όλα τα δεινά, προκύπτουν από το κακό της υποταγής;
Δεν είπε κάποιος Αμερικανός πρόγονος, πριν από πολλά χρόνια, ότι η αντίσταση στην τυραννία είναι υπακοή στον Θεό; Και δεν ήταν καν αναρχικός. Θα έλεγα ότι η αντίσταση στην τυραννία είναι το υψηλότερο ιδανικό του ανθρώπου. Όσο υπάρχει τυραννία, σε οποιαδήποτε μορφή, η βαθύτερη φιλοδοξία του ανθρώπου πρέπει να της αντιστέκεται τόσο αναπόφευκτα όσο ο άνθρωπος πρέπει να αναπνέει.
Σε σύγκριση με τη μαζική βία του κεφαλαίου και της κυβέρνησης, οι πολιτικές πράξεις βίας δεν είναι παρά μια σταγόνα στον ωκεανό. Το γεγονός πως τόσο λίγοι αντιστέκονται είναι η ισχυρότερη απόδειξη του πόσο τρομερή πρέπει να είναι η σύγκρουση ανάμεσα στις ψυχές τους και τις αφόρητες κοινωνικές αδικίες.
Τεντωμένοι, σαν χορδή βιολιού, κλαίνε και βογκάνε για τη ζωή, τόσο αδυσώπητη, τόσο σκληρή, τόσο τρομερά απάνθρωπη. Σε μια απελπισμένη στιγμή η χορδή σπάει. Τα ακούρδιστα αυτιά δεν ακούν τίποτα άλλο παρά μόνο διχόνοια. Όμως εκείνοι που αισθάνονται την αγωνιώδη κραυγή καταλαβαίνουν την αρμονία της· ακούνε σε αυτήν την εκπλήρωση της πιο επιτακτικής στιγμής της ανθρώπινης φύσης.
Αυτή είναι η ψυχολογία της πολιτικής βίας.
ΠΗΓΗ: https://geniusloci2017.wordpress.com
