Άρθρο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Urgent Tasks #12 διαθέσιμο από το αρχείο της ομάδας Sojourner Truth Organization. Ο Dan Georgakas (1938-2021) ήταν ποιητής, αναρχικός ακτιβιστής και έχει καταγράψει σε βιβλία και ντοκιμαντέρ την ιστορία των κοινωνικών αγώνων του Ντιτρόιτ στις δεκαετίες του 1960 και 1970.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

 Δημοσιεύθηκε την

 

* Με πλάγια γραφή αναφέρονται οι τίτλοι εντύπων, ενώ με κανονική τα ονόματα ομάδων για την αποφυγή σύγχυσης μεταξύ των εντύπων και των ομάδων που τα εξέδιδαν

 

Έμαθα πρώτη φορά για αυτό που ήταν η Correspondence (που σύντομα θα χωριζόταν σε δύο ομάδες, με τη μία να παίρνει το όνομα Facing Reality) σε μια συνάντηση της ομάδας News and Letters, όπου ένας ομιλητής ανέφερε πως οι πρώην σύντροφοί τους είχαν ξεκινήσει ένα νέο γύρο δημόσιων συναντήσεων. Είχα μάθει για την News and Letters από μια καθηγήτρια Αγγλικών στο Πανεπιστήμιο Γουέιν, αλλά δεν εντυπωσιάστηκα ιδιαίτερα από αυτό που έμοιαζε μετά βίας να είναι κάτι παραπάνω από μια επιτροπή έκδοσης των σκέψεων της προέδρου της, Raya Dunayevskaya. Αποφάσισα να ρίξω μια ματιά και στην αντίπαλη ομάδα.

Η περίοδος ήταν τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και ένα από τα σημαντικότερα θέματα που συζητούσε η Correspondence ήταν η σημασία της Ουγγρικής Επανάστασης. Ο Marty Glaberman και ο Seymour Faber ήταν ιδιαίτερα παθιασμένοι με αυτό το θέμα. Αισθάνθηκα ότι είχα φτάσει στη μέση μιας υπό εξέλιξη συζήτησης για κάτι εξαιρετικά σημαντικό, αλλά με κάποιο τρόπο, κανείς δεν είχε καταφέρει να διευκρινίσει τις υποκείμενες αρχές του. Θα περνούσαν πολλά χρόνια μέχρι να κατανοήσω πώς η Ουγγαρία σχετιζόταν με την αυτοοργάνωση των εργαζομένων στο σημείο παραγωγής και τα διδάγματα που θα μπορούσαν να εξαχθούν σχετικά με τις μεθόδους ριζοσπαστικής οργάνωσης. Εκείνη την εποχή ήμουν ενοχλημένος από την προφανή δύναμη των δεξιών στοιχείων στο ουγγρικό κίνημα και δεν ήμουν πεπεισμένος ότι οι εργάτες είχαν πραγματικά καθοδηγήσει την εξέγερση, πολύ περισσότερο πως είχαν καθοδηγήσει την εξέγερση από τα εργοστάσιά τους.

Την αδυναμία μου να κατανοήσω την ανάλυση της Correspondence για την Ουγγαρία μοιράζονταν και άλλοι νέοι ριζοσπάστες, μαύροι και λευκοί, που δραστηριοποιούνταν τότε στην πόλη. Παρ’ όλα αυτά, οι συζητήσεις δεν ήταν μάταιες. Αν και οι περισσότεροι από εμάς δεν κάναμε τις συνδέσεις με τις θεωρίες του κόμματος της πρωτοπορίας ή δεν σκεφτήκαμε πολύ βαθιά για την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης, ασχοληθήκαμε με άλλες βασικές έννοιες. Πρωταρχικό μεταξύ αυτών ήταν, ότι αυτό που ήταν πραγματικά σημαντικό στην ανάλυση των κοινωνικών ζυμώσεων ήταν το να προσδιορίσουμε τι έκαναν οι εργάτες. Όσο απλό κι αν φαίνεται αυτό, ήταν αρκετά διαφορετικό από τη συνήθη έμφαση στο τι κάνουν και τι λένε τα κόμματα, ακόμα και στο τι λένε οι ίδιοι οι εργάτες. Ο Glaberman δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να μιλήσει για την υπόσχεση μη απεργίας στα χρόνια του πολέμου, για το πώς όταν τους ζητήθηκε να κάνουν μια «πατριωτική» υπόσχεση να μην απεργήσουν, οι εργάτες συμφώνησαν με ενθουσιασμό, αλλά μόλις η υπόσχεση χρησιμοποιήθηκε εναντίον τους στους χώρους εργασίας, οι ίδιοι εργάτες δεν δίστασαν να απεργήσουν. Παρόλο που τότε δεν ήμασταν πεπεισμένοι για τον ριζοσπαστικό χαρακτήρα της ουγγρικής εξέγερσης, ήμασταν πεπεισμένοι ότι αν τα γεγονότα όπως τα παρουσίασε η Correspondence ήταν η πραγματικότητα, τότε πράγματι σηματοδοτούσε μια νέα φάση της σοσιαλιστικής προόδου, μια φάση που δεν διέφερε πολύ από την εμφάνιση των πρώτων Σοβιέτ.

Το πρόσωπο που μας έκανε την εντονότερη άμεση εντύπωση, ιδιαίτερα μεταξύ των μαύρων που θα αποτελούσαν τον πυρήνα του Συνδέσμου Επαναστατών Μαύρων Εργατών (League of Revolutionary Black Workers), ήταν ο James Boggs. Είχε περάσει από πολυάριθμα κινήματα βάσης και φυλετικές πρωτοβουλίες μέσα στα συνδικάτα και μιλούσε με ευγλωττία για τις εμπειρίες του. Παρόλο που ο Marty και άλλοι στην ομάδα εργάζονταν επίσης σε εργοστάσια, ο Boggs ήταν ο μόνος που φαινόταν να είναι το είδος του αγωνιστή που μιλούσε και ενεργούσε με όρους που είχαν άμεση εφαρμογή. Όταν μιλούσε για τους εργάτες, περιέγραφε το είδος των ανθρώπων που γνωρίζαμε όλοι και όχι τις εξιδανικεύσεις που προβάλλονταν από άλλες ριζοσπαστικές ομάδες, ή ακόμη και από μέλη του δικού του κύκλου. Ο Boggs ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρων όταν απαρίθμησε τις ελλείψεις της τάξης και τα εσωτερικά της προβλήματα, δίνοντας έμφαση στην υπανάπτυξη τόσο των μαύρων όσο και των λευκών εργατών. Αργότερα, βέβαια, ο ίδιος και η σύζυγός του θα ανέπτυσσαν αυτές τις ιδέες εκτενέστερα σε διάφορα κείμενα.

Ορισμένα άτομα που συμμετείχαν στο κύκλο των Correspondence/Facing Reality συμμετείχαν επίσης στην υπεράσπιση του Robert Williams. Εκείνη την εποχή, η μη βία προωθούνταν ως στρατηγική και τακτική για το αναδυόμενο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα. Η απάντηση του Williams με ένοπλη αυτοάμυνα στις επιθέσεις της ΚΚΚ στη Βόρεια Καρολίνα έμοιαζε πολύ πιο λογική. Το γεγονός ότι κατηγορήθηκε για απαγωγή ενός λευκού ζευγαριού, ενώ στην πραγματικότητα τους προστάτευε από πιθανή βία του όχλου, φαίνονταν σαν τυπικό παράδειγμα του είδους της «δικαιοσύνης» που μπορούσαν να περιμένουν οι αγωνιστές στα πολιτειακά και ομοσπονδιακά δικαστήρια. Το ενημερωτικό δελτίο του Williams, The Crusader, που δημοσιεύτηκε κυρίως κατά τη διάρκεια της αυτοεξορίας του στην Κούβα και στη συνέχεια στην Κίνα, ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο στο Ντιτρόιτ. Αρχικά, ο κόσμος τον θεωρούσε λίγο τρελό, αλλά υποστήριζε τη θέση του για ένοπλη αυτοάμυνα. Τα άτομα της ομάδας υποστήριξής του δραστηριοποιήθηκαν σε μια σειρά τοπικών ομάδων – την Επιτροπή Δράσης Νέγρων (Negro Action Committee), την UHURU (ΣτΜ: Ελευθερία στα σουαχίλι), την Inner City Voice – που οδήγησαν στη δημιουργία του Συνδέσμου Επαναστατών Μαύρων Εργατών.

Σε αντίθεση με την επιρροή του Glaberman, του Boggs και προσωπικοτήτων του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα, η επιρροή του James ήταν έμμεση. Κάποια από τα βιβλία του μας συστήθηκαν και είχαν αρκετό αντίκτυπο, αλλά δεν υπήρξε μεγάλη προσπάθεια να παρουσιαστούν οι ιδέες του με συστηματικό τρόπο. Ούτε υπήρξε κάποια προσπάθεια να εξηγηθεί πώς τα News and Letters, Correspondence, Facing Reality κ.ά. είχαν προέλθει από την τροτσκιστική πολιτική. Τέτοιες πληροφορίες εμφανίζονταν σε προσωπικές συζητήσεις με μεμονωμένα άτομα· ή ως πλαίσιο σε ορισμένα θέματα. Είχα την εντύπωση ότι η ομάδα ήταν λίγο σχιζοειδής όσον αφορά τη σχέση της με τον James: παρακολουθούσαν προσεκτικά τις απόψεις του σε όλα τα θέματα, αλλά δεν ήταν πρόθυμοι να γίνουν μια ακόμη λατρεία συνδεδεμένη με μια ηγετική εξόριστη προσωπικότητα, της οποίας κάθε ιδιοτροπία μπορούσε να συγκλονίσει τους πιστούς. Κατά συνέπεια, ενώ οι επιστολές του από τη Βρετανία διαβάζονταν και μελετούνταν εντός του στενού κύκλου, στις δημόσιες εκδηλώσεις η ηγετική του θέση υποβαθμιζόταν. Ένας περίπλοκος παράγοντας ήταν ότι ο James φαινόταν να απέχει σε ύφος από το είδος του ανεπίσημου δούναι και λαβείν που προτιμούσαν οι κάτοικοι του Ντιτρόιτ. Όταν επισκεπτόταν την περιοχή του Ντιτρόιτ τη δεκαετία του 1960 (αναγκασμένος μερικές φορές να μιλάει στην άλλη πλευρά των συνόρων, στο Ουίνδσορ του Οντάριο), φαινόταν υπερβολικά Σπουδαίος Συγγραφέας για να προσελκύσει την ατίθαση νεότερη γενιά με προσωπικούς όρους.

Ίσως το μεγαλύτερο εμπόδιο μεταξύ της οπτικής των νέων ριζοσπαστών και της ομάδας του James ήταν η διαφορετική στάση όσον αφορά τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις στον Τρίτο Κόσμο. Κατά ειρωνικό τρόπο, οι Μαύροι Ιακωβίνοι, το πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο του James, ερμηνεύτηκε κυρίως με ένα είδος μαοϊκού τρόπου ως παράδειγμα για το πώς ένα υπανάπτυκτο έθνος του Τρίτου Κόσμου μπορούσε να νικήσει τους πιο ισχυρούς ιμπεριαλιστές της εποχής του μέσω ενός παρατεταμένου λαϊκού πολέμου. Αλλά ομάδες όπως η Facing Reality είχαν να προσφέρουν ελάχιστα όσον αφορά τις λεπτομέρειες. Όταν μίλησαν, φάνηκε να γνωρίζουν λιγότερα για τις λεπτομέρειες και τις διαφοροποιήσεις που εμπλέκονται από ό,τι άλλες πηγές που είχαμε στη διάθεσή μας. Παρόλο που οι ομάδες του James είχαν δημοσιεύσει σημαντικό υλικό για την Αφρική, έδειχναν ανίκανες να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα των νέων αντάρτικων κινημάτων στη νότια Αφρική και τη Λατινική Αμερική.

Από την πλευρά μας, δεν ήμασταν ούτε ιδιαίτερα υπέρ ούτε κατά της Ε.Σ.Σ.Δ., αυτό που βλέπαμε ήταν ότι η Ε.Σ.Σ.Δ. δεν ηγούνταν τότε ενεργά ή δεν υποστήριζε με ενθουσιασμό τους επαναστατικούς αγώνες σε όλο τον κόσμο. Το έθνος που φαινόταν πιο ελπιδοφόρο από αυτή την άποψη ήταν η Κίνα. Ο Luke Tripp και ο Charles Johnson συνήθιζαν να λένε πως ό,τι λέει το Αφεντικό πως είναι κακό, είναι καλό. Από αυτό συνεπάγονταν ότι, εφόσον η Κίνα ήταν ο υπ’ αριθμόν ένα κακός εκείνη τη στιγμή, η Κίνα ήταν το έθνος από το οποίο έπρεπε να μάθουμε. Ένας άλλος σύντροφός μου από το Ντιτρόιτ διατύπωσε την ίδια σκέψη αναφέροντας ότι ο έξυπνος τρόπος να διαβάζει κανείς τους New York Times ήταν να υποθέτει ότι το αντίθετο από ό,τι τυπώνεται είναι αλήθεια και να πηγαίνει προς τα πίσω.

Πίσω από αυτά τα αστεία κρυβόταν μια γνήσια γνώση των λεπτομερειών της κινεζικής επανάστασης. Μας απασχολούσε πρωτίστως η ιστορία αυτού του αγώνα, ενώ οι παλαιότεροι ριζοσπάστες, ανεξαρτήτως της ένταξής τους, έμοιαζαν να έχουν εμμονή με την ιδεολογία. Οι παλαιότεροι ριζοσπάστες έδιναν την εντύπωση ότι αν μπορούσαν να δείξουν παραλληλισμούς μεταξύ του Mao και του Stalin, η συζήτηση για την Κίνα είχε τελειώσει. Αυτό ενοχλούσε πολύ όσους από εμάς έβλεπαν την κινεζική επανάσταση ως μια διαδικασία που είχε μεταμορφώσει τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων και η οποία εξακολουθούσε να έχει τεράστια επαναστατική ζωτικότητα και δυναμικό.

Αν η Κίνα ήταν σημαντική, ήταν επίσης μακριά – γεωγραφικά, πολιτισμικά και σε επίπεδο γενεών. Η Κούβα ήταν κοντά, εξαιρετικά κοντά. Όταν η επανάσταση ήρθε στην εξουσία, ήμασταν ενθουσιασμένοι. Μια σοσιαλιστική επανάσταση είχε γίνει στην πίσω αυλή του θείου Σαμ από ανθρώπους πολιτισμικά παρόμοιους με εμάς και μόνο λίγα χρόνια μεγαλύτερους. Τα άτομα που θα αποτελούσαν τον πυρήνα του Συνδέσμου συμμετείχαν σε επιτροπές υποστήριξης της Κούβας, επισκέφθηκαν τον Che Guevara στα Ηνωμένα Έθνη και συμμετείχαν σε ταξίδια στην Κούβα που αψηφούσαν την απαγόρευση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για ταξίδια στο νησί.

Ένα άλλο θέμα εξωτερικής πολιτικής που μας απασχόλησε ήταν η Παλαιστίνη. Το Ντιτρόιτ τυχαίνει να έχει τον μεγαλύτερο αραβικό πληθυσμό στις Ηνωμένες Πολιτείες· και από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και μετά, αντισιωνιστικές θέσεις που δεν ήταν αντισημιτικές διατυπώθηκαν προσεκτικά σε ομιλίες, δημοσιεύσεις και δραστηριότητες μιας νέας γενιάς Αράβων με ριζοσπαστική προοπτική που ζούσε στο Ντιτρόιτ. Οι συζητήσεις σχετικά με τις διαφορές μεταξύ των διαφόρων παλαιστινιακών ομάδων και οι αντιπαραθέσεις σχετικά με την αποτελεσματικότητα των τρομοκρατικών τακτικών αποτελούσαν τον κανόνα της πολιτικής συζήτησης. Με την εισροή μεταναστών από την Υεμένη και την Παλαιστίνη στα εργοστάσια αυτοκινήτων, η συμμαχία μεταξύ μαύρων και Αράβων εργατών απέκτησε μια ρεαλιστική διάσταση, εντός και εκτός των εργοστασίων. Μια από τις πρώτες σημαντικές δημόσιες δραστηριότητες των νεαρών Αράβων αγωνιστών της δεκαετίας του 1960 ήταν μια σειρά νομικών ενεργειών και διαδηλώσεων που στόχευαν τον δήμαρχο Hubbard του Ντίαρμπορν, διαβόητο για χρόνια ως τον νούμερο ένα ρατσιστή αξιωματούχο της περιοχής. Τελικά, οι μαύροι που συμμετείχαν στον Σύνδεσμο θα ταξίδευαν στη Μέση Ανατολή ως φιλοξενούμενοι διαφόρων Αράβων οικοδεσποτών, και η μεγάλη προσπάθεια να αφαιρεθεί από το Σύνδεσμο ο έλεγχος της ημερήσιας εφημερίδας του Πανεπιστημίου Γουέιν, εστίαζε στην υποστήριξη που παρείχαν ο Mike Hamlin, ο John Watson και άλλοι στην Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης.

Αυτές οι διεθνείς ανησυχίες, όσο σημαντικές και αν ήταν για όλους μας, επισκιάστηκαν από τον απελευθερωτικό αγώνα των μαύρων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκτός από τις καθαρά τοπικές πρωτοβουλίες, όπως η αποχή στο Λύκειο Νόρθερν, υπήρχαν επαφές με ομάδες σε εθνικό επίπεδο. Χαρακτηριστικό είναι ότι η ομάδα SNCC (Student Nonviolent Coordinating Committee) της περιοχής του Ντιτρόιτ διαλύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 από το κεντρικό γραφείο, επειδή θέλαμε να αναλάβουμε άμεση δράση στο Βορρά σε μια εποχή που η SNCC ήθελε να διατηρήσει το Βορρά ως βάση συγκέντρωσης χρημάτων. Ο James Forman, ο οποίος ήταν υπεύθυνος γι’ αυτή την αποβολή, θα γινόταν, έξι χρόνια αργότερα, σύμμαχος των ανθρώπων που είχε χτυπήσει, όταν θα ενώνονταν σε μια προσπάθεια να δημιουργήσουν ένα Κογκρέσο Μαύρων Εργαζομένων (Black Workers Congress). Παρά την προσωρινή αυτή διαφωνία για την τακτική, οι μαύροι ριζοσπάστες του Ντιτρόιτ προτιμούσαν το SNCC από τις άλλες σημαντικές ομάδες πολιτικών δικαιωμάτων και υποστήριζαν πολύ ανθρώπους όπως ο H. Rap Brown. Υπήρχε πάντα έντονη αντιπάθεια προς τον Martin Luther King και θαυμασμός για τον Malcolm X σε όλες τις διάφορες ιδεολογικές φάσεις του. Η αντίσταση στη θητεία στο στρατό των λευκών για οποιονδήποτε σκοπό ήταν δεδομένη και όταν οι ακτιβιστές της περιοχής λάμβαναν ειδοποιήσεις για στράτευση, υπήρχε αντίσταση διαφόρων τύπων. Η πιο δραματική ήταν το 1965, όταν ξεκίνησε μια εκστρατεία που προέτρεπε 50.000 οργισμένους μαύρους να εμφανιστούν στο κέντρο επιστράτευσης του Φορτ Γουέιν για να «Καταστρέψουν τη Στράτευση». Μεταξύ των συμμετεχόντων ήταν οι General Baker, John Robinson, Sidney Fields, Charles Thornton, John Watson και John Williams.

Η Facing Reality συνέβαλε πραγματικά στη σύνδεση του διεθνισμού μας με τους άμεσους αγώνες μας. Αναζητούσαμε μια ανάλυση που θα μπορούσε συγκεκριμένα να συνδέσει τον ρατσισμό που διαπερνούσε την αμερικανική κοινωνία με τα διεθνή επαναστατικά ρεύματα και με τη ζοφερή πραγματικότητα μιας προηγμένης καπιταλιστικής οικονομίας. Ο μαρξισμός έγινε αποδεκτός ως η καλύτερη διαθέσιμη γενική ανάλυση, αλλά ο κόσμος ήθελε μια συγκεκριμένη κριτική της συγκεκριμένης εποχής και του τόπου μας, μια ανάλυση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα πρόγραμμα δράσης. Η Facing Reality, μέσω της γενικής της έμφασης, άνοιξε το δρόμο για κάποιες απαντήσεις.

Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ομάδα, η Facing Reality παρείχε την ιστορική και ιδεολογική βάση για την εστίαση οργανωτικών δραστηριοτήτων στο σημείο παραγωγής. Αυτό ενίσχυσε τον υπάρχοντα σκεπτικισμό που οι περισσότεροι από εμάς αισθάνονταν σχετικά με το να στηριζόμαστε στα δικαστήρια, τις εκκλησίες, τις γειτονιές, την εκλογική πολιτική και τα σχολεία ως το κύριο επίκεντρο της αγωνιστικής δράσης. Η έμφαση στο χώρο εργασίας χάραξε μια πρώιμη και ευδιάκριτη γραμμή μεταξύ των προγραμμάτων που ήταν προσαρμοσμένα στις ανάγκες των εργαζομένων, μισθωτών ή ανέργων, σε αντίθεση με εκείνα που απευθύνονταν στους ανθρώπους του δρόμου, τους οποίους αναφέραμε ακόμη και στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ως λούμπεν. Επιπλέον, η Facing Reality παρείχε μια εμπεριστατομένη κριτική της United Automobile Workers και μια θέση για την υποστήριξη των αιτημάτων των μαύρων εργατών έναντι εκείνων των λευκών εργατών, όταν αυτά βρίσκονταν σε προφανή σύγκρουση. Με το λόγο της για τα εργατικά συμβούλια, όσο ασαφείς και αν ήταν οι λεπτομέρειες, η Facing Reality φώτισε έναν τρόπο σκέψης για την οργάνωση των εργατών που δεν απαιτούσε κόμμα πρωτοπορίας.

Ίσως η Facing Reality άσκησε μεγαλύτερη επιρροή στις απόψεις της για τον εργατικό τύπο. Δεν ήταν τυχαίο ότι η Inner City Voice ήταν ο άμεσος πρόδρομος του Συνδέσμου ή ότι η χρήση της εφημερίδας του Πανεπιστημίου Γουέιν ως το de facto καθημερινό όργανο του Συνδέσμου ήταν ένα από τα πιο εμπνευσμένα και επιτυχημένα εγχειρήματα της οργάνωσης. Παρόλο που ούτε ο Lenin ούτε ο Marx διαβάζονταν ιδιαίτερα από τους ακτιβιστές του Συνδέσμου, το φυλλάδιο του Lenin για τον Τύπο, Από Που Ν’ Αρχίσουμε, ήταν πολύ γνωστό, κυρίως μέσω της ομάδας Facing Reality, και ένας από τους κύριους στόχους του Συνδέσμου ήταν να δημιουργήσει τις δικές τους εκτυπωτικές εγκαταστάσεις, ένα σχέδιο που δεν στέφθηκε με επιτυχία. Όσον αφορά το ζήτημα του τύπου, η επιρροή του Glaberman στον John Watson ήταν σημαντική.

Το παράδοξο που εμπεριείχε η σχέση της Facing Reality με τους νεότερους ριζοσπάστες ήταν ότι η θέρμη και η διορατικότητα που είχε η ομάδα στην ανάλυσή της για τα εργατικά κινήματα αλλού και σε άλλες στιγμές φαινόταν να απουσιάζουν από την ανάλυση της για την άμεση πραγματικότητά μας. Η οργάνωση έδινε την εντύπωση ότι ήταν μια τελειωμένη οντότητα όσον αφορά την άμεση δράση και ακόμη και την παροχή θεωρητικών λύσεων στα τρέχοντα στρατηγικά και τακτικά προβλήματα. Όταν ο Σύνδεσμος Επαναστατών Μαύρων Εργαζομένων βρισκόταν στα πρόθυρα να κερδίσει κάποιες από τις τοπικές οργανώσεις της UAW, για παράδειγμα, και οι περισσότεροι ριζοσπάστες στην πόλη αναρωτιόνταν έντονα για το αν θα τους βοηθούσαν να κερδίσουν, ο Marty Glaberman επεσήμαινε ότι ο Σύνδεσμος μπορεί να βρισκόταν σε χειρότερη κατάσταση επειδή θα έπρεπε να επιβάλει τη σύμβαση του συνδικάτου αν κέρδιζε. Παρομοίως, όταν οι ριζοσπάστες πρότειναν να κατέβουν υποψήφιοι δικαστές και δήμαρχοι, ο Glaberman αναρωτιόταν ανοιχτά για το αν η νίκη θα μπορούσε να αποδειχθεί πιο καταστροφική από την ήττα. Η θέση αυτή φαινομενικά απηχούσε την παλιά άρνηση της IWW να υπογράψει συμβάσεις με τους εργοδότες. Αφηρημένα σωστή ή όχι, φαινόταν σαν εργατικός αναρχισμός που επέστρεφε από την πίσω πόρτα. Με την ατζέντα της Facing Reality για άμεση δράση προφανώς απούσα, οι κάτοικοι του Ντιτρόιτ που ζητούσαν ανακούφιση από υπαρξιακά βάρη και οι ριζοσπάστες που ανυπομονούσαν να διεκδικήσουν ηγετικούς ρόλους σε τοπικούς και εθνικούς αγώνες δεν εντυπωσιάστηκαν.

Αναμφίβολα η πιο οδυνηρή στιγμή για την Facing Realityήταν όταν τα μέλη της συνειδητοποίησαν ότι, την ίδια στιγμή που οι νέες φοιτητικές, μαύρες και εργατικές οργανώσεις βρίσκονταν σε άνοδο, η ομάδα δεν είχε μεγαλώσει σε αριθμό ή εμφανή επιρροή. Η απόφαση να διαλυθεί η οργάνωση σε εκείνο το σημείο ήταν μια γενναία και ειλικρινής απόφαση, μια απόφαση που βασίστηκε σε μια αίσθηση ρεαλισμού και μετριοφροσύνης που έλειπε από τους περισσότερους αριστερούς. Η κίνηση αυτή έδειχνε επίσης ότι, με κάποιο αποφασιστικό τρόπο, η επιρροή της Facing Reality (και των ιδεών του James) προοριζόταν να εκδηλωθεί με λιγότερο δημόσιους, πιο προσωπικούς, αν και όχι λιγότερο σημαντικούς τρόπους, και μέσω του έντυπου λόγου.

Η Facing Reality είχε εξ αρχής θέσει υψηλά πρότυπα προσωπικής ηθικής, σεβασμού του πολιτισμού και μη-δογματικής επικοινωνίας. Αυτές οι αρετές γίνονταν ολοένα και πιο σημαντικές όσο προχωρούσε η δεκαετία του 1960. Η ομάδα μιλούσε πάντα πολύ για τη σημασία των επιτροπών αλληλογραφίας στην Αμερικανική Επανάσταση. Συχνά, τα σπίτια των ανθρώπων της Facing Reality, ιδιαίτερα του Marty και της Jessie Glaberman, ήταν μια επιτροπή αλληλογραφίας με σάρκα και οστά. Άνθρωποι που έρχονταν στην πόλη ή μέλη αντίπαλων ομάδων ή κάτοικοι διαφορετικών περιοχών της πόλης χρησιμοποιούσαν τους Glaberman για να μένουν σε επαφή μεταξύ τους. Αν και ο Marty συχνά φαινόταν να ενδιαφέρεται περισσότερο να κανονίσει μια ομιλία ή να εκδώσει ένα φυλλάδιο ή να τυπώσει ένα ακόμη βιβλίο του James παρά να αναλάβει δράση, ποτέ δεν έδρασε σε υποκειμενική ή ιδιοτελή βάση. Ο Marty ήταν αυτός που με έφερε σε επαφή με τον Paul Buhle, ο οποίος εξέδιδε τότε το Radical America. Αργότερα, ο Paul θα προωθούσε το όνομά μου στον Gary Crowdus, ο οποίος προσπαθούσε να συγκεντρώσει προσωπικό για το νεοσύστατο Cineaste. Όταν Ιταλοί αγωνιστές από τη Φλωρεντία και το Τορίνο έρχονταν στο Ντιτρόιτ, συνήθως έμεναν με τον Marty και την Jessie και τους έφερναν σε επαφή με όποιον ήθελαν να δουν, είτε οι Glaberman είχαν καλές σχέσεις μαζί τους είτε όχι. Αυτού του είδους η αλληλεπίδραση συνεχιζόταν συνεχώς και ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακή επειδή δεν τέθηκε ποτέ στο πλαίσιο της οικοδόμησης μιας οργάνωσης Facing Reality ή ακόμη και ενός δικτύου Facing Reality. Η ομάδα, εν ολίγοις, ανταποκρίθηκε στη δέσμευσή της για επικοινωνία.

Η επιρροή της Facing Reality στις τέχνες ήταν σημαντικά ισχυρότερη από οποιαδήποτε άλλη αριστερή ομάδα στην πόλη. Ποτέ δεν τέθηκε θέμα προώθησης του σοσιαλιστικού ρεαλισμού ή επιβολής μιας πολιτικής γραμμής. Τα πρώτα από τα ποιήματά μου που τυπώθηκαν ποτέ δημοσιεύτηκαν στην Correspondence, ακριβώς όπως τα συνέθεσα. Το 1958, όταν ίδρυσα ένα λογοτεχνικό περιοδικό με τίτλο Serendipity, η απάντηση της Facing Reality ήταν να μου συστήσουν το Mariners, Renegades and Castaways. Το πιο σημαντικό ήταν η υποστήριξη που παρείχε η Facing Reality σε όλες τις προσπάθειες για αυτοέκδοση, είτε η εστίαση ήταν πολιτική είτε καλλιτεχνική. Μπορούσαμε να αισθανθούμε ότι ήμασταν μέρος μιας παράδοσης πολύ πιο πλούσιας και πολύ πιο εξελιγμένης από εκείνη του City Lights Press του Ferlinghetti στο Σαν Φρανσίσκο, που αποτέλεσε την άμεση έμπνευση για το κίνημα των λογοτεχνικών μικρών εκδόσεων της δεκαετίας του 1960.

Ο Frank Monico, ένα από τα στελέχη του Facing Reality, ήταν επίσης γνωστός τοπικός ακτιβιστής. Τον είχα δει για πρώτη φορά σε μια παραγωγή του Awake and Sing στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 196U, συμμετείχαμε και οι δύο σε θεατρικές παραγωγές του Unstabled Coffeehouse. Έπαιξε τον John L. Lewis σε ένα έργο που ανεβάσαμε για τους εργάτες της UAW στο Φλίντ. Η Lily Tomlin, ο Αιδεσιμότατος Malcolm Boyd, ο William Snodgrass και ο Woodie King Jr. ήταν ανάμεσα σε άλλους ντόπιους συγγραφείς και καλλιτέχνες που συμμετείχαν στο Coffeehouse κατά διάφορες περιόδους. Όπως τα έφερε η τύχη, ο Marty και η Jessie Glaberman ήταν οι πρώτοι που με έφεραν σε επαφή με την ομάδα. Αυτή η σύνδεση πολιτισμού και πολιτικής μας φάνηκε φυσική. Το βιβλίο του James για το κρίκετ ήταν πολύ γνωστό και οι άνθρωποι αντιλήφθηκαν αμέσως τις κοινωνικές επιπτώσεις του τι είχαν κάνει οι μετανάστες από τις Δυτικές Ινδίες στο βρετανικό άθλημα, καθώς οι μαύροι αθλητές [στις ΗΠΑ] μόλις είχαν αρχίσει να μπαίνουν στα διάφορα μεγάλα επαγγελματικά πρωταθλήματα.

Μέσα σε αυτό το πλούσιο πολιτισμικό υπόβαθρο μπορεί κανείς να σκεφτεί με περισσότερη φιλανθρωπία τις ελπίδες του John Watson και του Ken Cockrel για την Black Star Productions. Μετά την ολοκλήρωση της ταινίας Finally Got the News, ο Σύνδεσμος ήλπιζε να προσελκύσει την Jane Fonda και τον Don Sutherland σε μια ταινία για τη Rosa Luxemburg. Λίγοι άνθρωποι που δεν εμπλέκονται άμεσα συνειδητοποιούν πόσο κοντά στην υλοποίηση έφτασαν κινηματογραφικά σχέδια αυτού του είδους. Χωρίς να επιμείνω στο θέμα ή να τονίσω υπερβολικά τον αντίκτυπο της Facing Reality, νομίζω ότι η ομάδα έδωσε έναν ορισμό της κουλτούρας που ήταν πολύ πιο βαθύς από αυτόν που περιέβαλε τα περισσότερα πολιτικά κινήματα της δεκαετίας του 1960. Για εμάς, ο πολιτισμός δεν ήταν ποτέ μια προσθήκη στην πολιτική, αλλά μέρος του κέντρου. Υποθέσαμε ότι η εκλεπτυσμένη τέχνη πήγαινε χέρι-χέρι με την εκλεπτυσμένη πολιτική. Δεν πήγαινε κανείς στους εργάτες με μια υποβαθμισμένη εκδοχή καμιάς από τις δυο.

Το ότι «το προσωπικό είναι πολιτικό» έγινε δεδομένο για το ριζοσπαστικό κίνημα των τελών της δεκαετίας του 1970 και του 1980. Και εδώ, επίσης, η Facing Reality ήταν μπροστά από την εποχή της. Πολλοί από τους νεότερους ριζοσπάστες αισθάνονταν σίγουροι ότι μπορούσαν να αναζητήσουν τους Glaberman ή τον James Boggs για προσωπικές συμβουλές. Πολλοί άνθρωποι που συμμετείχαν σε ομάδες πριν το Σύνδεσμο ζούσαν κοντά στον Boggs και περνούσαν από εκεί για προσωπικές και πολιτικές συζητήσεις. Οι Glaberman είχαν παρόμοιο ρόλο και για άλλους, μαύρους και λευκούς. Στη δική μου περίπτωση, θυμάμαι μια συζήτηση που είχαμε για την απόφασή μου να πάω στην Ευρώπη. Αναρωτιόμουν ποια θα ήταν η πολιτική τους θέση σε αυτό. Είπαν ότι η επανάσταση δεν ήταν τόσο ανίκανη ώστε όλοι έπρεπε να μείνουν στο σπίτι και να τη φροντίζουν. Θεωρούσαν ότι εφόσον δεν είχα εγκαταλείψει τις πολιτικές μου απόψεις, αυτό που ήταν καλό για μένα προσωπικά θα λειτουργούσε εποικοδομητικά και για τους συντρόφους μου. Η Jessie είχε ανησυχήσει ιδιαίτερα για το πώς το κίνημα εξουθένωνε τους ανθρώπους ή τους έκανε να τρελαίνονται από την προσωπική τους απογοήτευση. Όταν κάναμε αυτή τη συζήτηση, σκέφτηκα ότι θα πήγαινα στην Ελλάδα. Κατέληξε να πάω στη Ρώμη και λόγω των επαφών που έγιναν εκεί, περίπου πέντε χρόνια αργότερα, μπόρεσα να κανονίσω να είναι μέλη του Συνδέσμου καλεσμένοι σε διάφορα εργατικά συνέδρια που χρηματοδοτούνταν από Ιταλούς αγωνιστές. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί την εποχή της συζήτησής μας ότι θα υπήρχε ένας Σύνδεσμος ή ένα εξωκοινοβουλευτικό κίνημα στην Ιταλία. Έχω σκεφτεί αυτό το περιστατικό πολλές φορές, επειδή γνωρίζω αρκετά άτομα στο Ντιτρόιτ που ανήκουν σε ομάδες των 12 έως 50 ατόμων και πρέπει να ταπεινωθούν για να πάρουν «άδεια» για καλοκαιρινά ταξίδια ή για να ακολουθήσουν «προσωπικά» σχέδια.

Μια ακόμη προειδοποίηση για την αριστερή μεγαλομανία μου προσέφερε ο George Rawick. Μου ζήτησε να αναλογιστώ πώς ήταν να είσαι σοσιαλιστής αγωνιστής στο ξέσπασμα του 2ου ΠΠ – να ξέρεις ότι σε όλο τον κόσμο, ανάμεσα σε όλους τους γενναίους εργάτες και ακτιβιστές, μόνο μια χούφτα τροτσκιστών καταλαβαίνει τα πραγματικά ζητήματα και ότι μέσα σε αυτό το επαναστατικό υπόλειμμα, μόνο η μειοψηφική σου τάση έχει τη σωστή γραμμή.

Ανταλλαγές σαν κι αυτή θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν πολλές φορές, και πιστεύω ότι η μεγαλύτερη επίδραση των ιδεών του James σε εμάς προήλθε μέσα από τέτοιες εμπειρίες. Η ριζοσπαστική σκηνή του Ντιτρόιτ δεν θα ήταν η ίδια χωρίς αυτές τις ιδέες και τη επιρροή τους πάνω σε σημαντικές και δευτερεύουσες προσωπικότητες που θα έπαιζαν ρόλο στους τοπικούς αγώνες. Σίγουρα η επιρροή θα μπορούσε να ήταν μεγαλύτερη αν το σύνολο των ιδεών είχε συστηματοποιηθεί και οι αφηρημένες ιδέες είχαν συμβιβαστεί με τα καθήκοντα που είχαμε μπροστά μας. Αλλά το πρόβλημα είναι πιο σύνθετο από το αν τα άτομα είχαν τη βούληση για ένα τέτοιο έργο ή αν κατέβαλαν αρκετά μεγάλη προσπάθεια. Ηταν νέες και παράξενες εποχές για τους βετεράνους των επαναστατικών αγώνων της δεκαετίας του 1940 και του 1950. Επιπλέον, οι άνθρωποι της Facing Reality δεν ήξεραν αν έπρεπε να θεωρήσουν εμάς τους νεότερους ριζοσπάστες ως φοιτητές που τελικά θα εισέρχονταν στον κόσμο της μεσαίας τάξης ή ως προχωρημένους εργάτες που μια μέρα θα μπορούσαν να γίνουν μέρος της ηγεσίας ενός εργατικού συμβουλίου του Ντιτρόιτ. Ως ομάδα, δεν ξέραμε πραγματικά ούτε το ένα ούτε το άλλο. Κάποιοι από τους ανθρώπους που αναφέρονται σε αυτές τις σελίδες έχουν γίνει συγγραφείς ή διανοούμενοι πλήρους απασχόλησης· κάποιοι παρέμειναν εργάτες εργοστασίων κάποιοι είναι μέλη πρωτοποριακών κομμάτων· κάποιοι επέστρεψαν στην επιβίωση στους δρόμους· και κάποιοι κέρδισαν εκλογικά αξιώματα χωρίς να κατεβάσουν τα σοσιαλιστικά τους λάβαρα. Τα μέλη της Facing Reality γνώριζαν μερικούς από αυτούς τους ανθρώπους από τα χρόνια του γυμνασίου, τους είχαν υποστηρίξει γενικά και συχνά βοηθούσαν σε διάφορες πολιτικές πρωτοβουλίες, αλλά ποτέ δεν είχαν ταιριάξει στο νέο κίνημα με έναν διαρκή ή οριστικό τρόπο.

Φυσικά, καμία μαρξιστική ομάδα δεν κατάφερε να βάλει το αποτύπωμά της στο κίνημα της δεκαετίας του 1960, ένα κίνημα που, από την πλευρά του, χάθηκε χωρίς να αφήσει πολλές θεσμικές βάσεις που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην καθοδήγηση των επόμενων γενεών. Από αυτή την άποψη, οι μέτριες επιτυχίες της μικρής ομάδας ανθρώπων γύρω από την Correspondence/Facing Reality είναι αρκετά αξιοσημείωτες. Κατάφεραν να διατηρήσουν και να μεταβιβάσουν ένα εξελιγμένο σώμα αναλύσεων, καθιστώντας το σε κάποιο βαθμό προσιτό σε μια νέα γενιά επαναστατών και ακτιβιστών που ενδιαφέρονται για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αν η επιρροή τους ήταν μικρότερη από ό,τι θα μπορούσε να είναι, ήταν πολύ μεγαλύτερη από εκείνη πολλών μεγαλύτερων και καλύτερα χρηματοδοτούμενων ομάδων. Πολλά από τα βιβλία και τα φυλλάδια που εκδόθηκαν υπάρχουν ακόμη, και υπό το φως των πολωνικών απεργιών του 1980, οι ιδέες που ανέπτυξε ο James και οι ομάδες του είναι πιο επίκαιρες από ποτέ.

από: https://geniusloci2017.wordpress.com