Η φετινή διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι ήρθε να θυμίσει σε πολλούς τη διεξαγωγή των αντίστοιχων αγώνων της Αθήνας είκοσι χρόνια πριν, το 2004. Μια χρονιά που ολοκλήρωνε ουσιαστικά μια πολυετή προσπάθεια του ελληνικού Κράτους να διοργανώσει Ολυμπιακούς Αγώνες (Ο.Α.) στη χώρα που γεννήθηκαν. Για πολλές δεκαετίες γενιές ανθρώπων μεγάλωσαν με το «εθνικό φαντασιακό» ότι το 1996 η Αθήνα θα διοργάνωνε Ο.Α., εκατό χρόνια μετά την πρώτη τους σύγχρονη διεξαγωγή στην ελληνική πρωτεύουσα. Η τότε «ανεπιτυχής» προσπάθεια του ελληνικού κράτους για τη διεξαγωγή τους χρεώθηκε στη Coca-Cola, διότι τους αγώνες ανέλαβε η Ατλάντα, όπου εδρεύει η συγκεκριμένη πολυεθνική… Δεν ξέρουμε εάν είναι πιο ισχυρό το «εθνικό φαντασιακό» ή η αδηφάγα κονόμα σύμπραξης Κράτους και Κεφαλαίου. Πάντως η όρεξη είχε ανοίξει για τα καλά σε πάρα πολλούς και γι’ αυτό δεν ήταν δύσκολο το ελληνικό Κράτος να διεκδικήσει και να λάβει τους Ο.Α. του 2004. Στο τιμόνι της επιτροπής διεκδίκησης, η πασοκική κυβέρνηση του Σημίτη τοποθέτησε την Γιάννα Δασκαλάκη, στέλεχος και βουλευτή της ΝΔ, ενώ προέδρευσε και στην Οργανωτική Επιτροπή των αγώνων. Μια υπερκομματική συστημική επιλογή, λοιπόν, με πολλή μεγάλη σημασία για ό,τι αυτή εξυπηρετούσε.
Ήταν η εποχή που ο καλπασμός για την κατασκευή και ολοκλήρωση των έργων ήταν τέτοιος που οι υπερτιμολογήσεις και οι απευθείας αναθέσεις έκαναν πάρτι. Το σκηνικό στήθηκε μαεστρικά ώστε να επιτευχθεί ο στόχος. Τα πρώτα 3-4 χρόνια, οι ρυθμοί κατασκευής των έργων ήταν χαλαροί και τα δημοσιεύματα της εποχής έκαναν λόγο για ανησυχίες του προέδρου της ΔΟΕ, ο οποίος έφτασε στο σημείο να απειλήσει με ακύρωση της ανάθεσης. Και αφού ο χρόνος λιγόστευε, το κόστος κατασκευής αύξανε… Οι ιδιοκτήτες των μμε ήταν οι ίδιοι οι κατασκευαστές των έργων σε πολλές περιπτώσεις. Το αποτέλεσμα ήταν κτίρια και στάδια, μόνιμες κατασκευές για αθλήματα άγνωστα στους κατοίκους του ελλαδικού χώρου. Με λίγα λόγια διασπάθιση του λεγόμενου δημοσίου χρήματος από μια πολύ συγκεκριμένη κάστα εργοληπτών, πολλοί από τους οποίους εξαφανίστηκαν μετά τους Ο.Α., ενώ προηγήθηκε και η εκλογική ήττα του Σημίτη, λίγους μήνες νωρίτερα.
Η Ελλάδα είναι η δεύτερη, μετά τη Φιλανδία, χώρα με το μικρότερο πληθυσμό που διεξήγαγε Ο.Α. Η Φιλανδία διεξήγαγε τους Ο.Α. του 1952, όπου ακόμη δεν υπήρχε η τεράστια αύξηση εμπορευματοποίησης των αγώνων, ενώ η Αθήνα οργάνωσε και διεξήγαγε τους αγώνες όμοια με χώρες με υπερδιπλάσιο ΑΕΠ από εκείνη. Πολλοί αναφέρουν την περίπτωση του Μόντρεαλ του 1976, όπου οι συγκεκριμένοι αγώνες κατέστρεψαν οικονομικά τη χώρα του Καναδά. Αντιλαμβάνεται κάποιος εύκολα, τις επιπτώσεις που έχει ένα μικρό πληθυσμιακά κράτος, με μικρό ΑΕΠ, στο ζήτημα του οικονομικού βάρους που χρεώνονται οι κάτοικοι του. Η επιλογή, λοιπόν, από την εξουσία –κρατική και οικονομική– να διεξαγάγει Ο.Α. στην Αθήνα ήταν ένα σχετικά εύκολα αντιληπτό «έγκλημα» που διαπράττονταν από την Κυριαρχία. Τα αντισταθμιστικά οφέλη δεν έφταναν ούτε στο ελάχιστο από το συνολικό κόστος των αγώνων, που και αυτό ήταν ένα ασαφές και ακαθόριστο μέγεθος το οποίο αιωρούνταν. Πρόσφατα, με αφορμή τους Ο.Α. του Παρισιού, ο πρόεδρος της ελληνικής ολυμπιακής επιτροπής, σε ραδιοφωνική εκπομπή στο κρατικό ραδιόφωνο, σημείωνε ότι το κόστος διεξαγωγής των αγώνων για τη Γαλλία ήταν στα 5 δις και τόσο κυμάνθηκε και της Αθήνας. Μέγα ψέμα! Φυσικά, δεν είναι το μόνο, αλλά σίγουρα το ζήτημα του κόστους είναι ένα θέμα που ακόμη και σήμερα είναι ένα άλυτο μυστήριο. Κανένας δημόσιος φορέας ή υπηρεσία δεν έχει κάνει αναλυτική κοστολογική κατανομή σχετικά με τους Ο.Α. 2004. Και αυτό διότι ταξινομούνται διάφορα έργα ως «ολυμπιακά» στη μια μελέτη και στην άλλη ως συνοδά ή «μη ολυμπιακά». Η δημιουργική ασάφεια που έλεγε κάποτε και ένας άλλος οικονομολόγος-πολιτικός. Κάπως έτσι, από έγγραφο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους προκύπτει ότι το κόστος ανέρχεται σε 8,5 δις περίπου, χωρίς να περιλαμβάνονται οι υποδομές του αεροδρομίου «Ελ. Βενιζέλος», της «Αττικής Οδού» και το τραμ.
Μια δεκαετία μετά τους Ο.Α. 2004 και αφού το ελληνικό κράτος έχει πτωχεύσει, ο ΙΟΒΕ πραγματοποιεί εκτενή μελέτη με τίτλο «Το αποτύπωμα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην ελληνική οικονομία». Μέσα από τη χρήση διαφόρων δεδομένων και χρήσεις οικονομετρικών μοντέλων, παρουσιάζονται διάφορα συμπεράσματα και ερωτήματα που, μέσα από τη γενικότερη θολούρα της έκθεσης και την επιμελώς προσεκτική διατύπωση των κρίσιμων γκρίζων ζωνών, αναδύονται μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία. Στο ερώτημα: «Ποια ήταν η επίδραση των δημοσίων δαπανών που συνδέονται με τους Αγώνες στην εξέλιξη του δημοσίου ελλείμματος και του δημοσίου χρέους; Ήταν οι Αγώνες μια από τις αιτίες του ελληνικού δημοσιονομικού εκτροχιασμού;» Η μελέτη αποφαίνεται: «Το βασικό συμπέρασμα που προέκυψε από την ανάλυση των ολυμπιακών δημοσίων δαπανών και τις σχετικές προσομοιώσεις που ακολούθησαν είναι ότι η διεξαγωγή των Αγώνων στην Αθήνα το 2004 δεν επιβάρυναν ουσιαστικά τη δημοσιονομική θέση της χώρας. Το δημόσιο χρέος δεν εκτροχιάστηκε εξαιτίας των Αγώνων, συμπέρασμα που επιβεβαιώνεται και από άλλες πρόσφατες μελέτες (Μουρμούρης, 2014). Η επιβάρυνση από τις δημόσιες δαπάνες για τα ολυμπιακά έργα ήταν οριακή. Αν μάλιστα τα επόμενα χρόνια γινόταν μια αντιστροφή της πολιτικής, με πιο περιοριστική κατεύθυνση, τότε το πρόσθετο χρέος θα είχε εξαλειφθεί και η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να επωφεληθεί των μεσοπρόθεσμων θετικών επιδράσεων των παραγόντων προσφοράς». Αρχικά αυτό που αβίαστα δηλώνεται στη μελέτη του ΙΟΒΕ είναι, ότι η κυβέρνηση Καραμανλή εκτροχίασε το δημόσιο χρέος. Επιπρόσθετα όταν δηλώνεται ότι: «Η επιβάρυνση από τις δημόσιες δαπάνες για τα ολυμπιακά έργα ήταν οριακή», ποια ταξινομούνται ως ολυμπιακά και ποια όχι και εάν το αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος» δεν είναι ολυμπιακό αλλά έπρεπε πάση θυσία και με οποιοδήποτε κόστος να είναι έτοιμο για τους Ο.Α., αυτό πως ταξινομείται και με ποιους συντελεστές κοστολόγησης; Δημιουργική ασάφεια!
Αλλά και στα συμπεράσματα της μελέτης αναφέρεται: «Στην πλευρά των δαπανών, το ακαθάριστο κόστος επηρεάζεται από το βαθμό ετοιμότητας της διοργανώτριας πόλης σε υποδομές, από το βαθμό συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στις επενδύσεις, καθώς και από την επιλογή των αρμόδιων αρχών μεταξύ μονίμων και προσωρινών εγκαταστάσεων, μια επιλογή που πηγάζει από τις προθέσεις τους για την μονιμότερη αναβάθμιση των υποδομών της διοργανώτριας πόλης. Για παράδειγμα, η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ατλάντα το 1996 χαρακτηρίζεται από πολύ χαμηλό ακαθάριστο κόστος προετοιμασίας και αξιοποίησης, καθώς ήδη υπήρχαν οι απαραίτητες υποδομές. Διαφορετικό παράδειγμα αποτελεί η διοργάνωση του Λονδίνου το 2012, όπου πραγματοποιήθηκαν αρκετά έργα που αναβάθμισαν σημαντικά την περιοχή του Ανατολικού Λονδίνου, ενώ εκτεταμένη ήταν η χρήση προσωρινών εγκαταστάσεων με αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά το ακαθάριστο κόστος αξιοποίησης μετά το πέρας των Αγώνων. Τέλος, τόσο στην διοργάνωση της Βαρκελώνης το 1992 όσο και του Σύδνεϋ του 2000, πραγματοποιήθηκαν σημαντικές επενδύσεις σε μόνιμες εγκαταστάσεις, με σκοπό την επίτευξη μονιμότερου οφέλους για τους κατοίκους αλλά και τους επισκέπτες». Για την Αθήνα είναι ξεκάθαρο, ότι πολλά έργα μόνιμης κατασκευής ρήμαξαν και ρημάζουν, άλλα δέχθηκαν πλιάτσικο από τα επιχειρηματικά κοράκια (βλέπε Κόκκαλης με το γήπεδο «Καραϊσκάκης»), ορισμένα δόθηκαν στο ΤΑΙΠΕΔ και από εκεί σε ιδιώτες, η ζώνη Παλαιού Φαλήρου και Ελληνικό που διέθεταν ολυμπιακές εγκαταστάσεις παραδόθηκαν στο ιδιωτικό real estate.
Όμως, ό,τι εμφανίζεται ως ασαφές από κρατικές υπηρεσίες και εγχώριους επιχειρηματικούς οργανισμούς είναι ξεκάθαρο από διεθνείς αναλυτές όπως την S&P Global, όπου το κόστος των Ο.Α. της Αθήνας τοποθετείται στα 18,7 δις δολάρια. Κατά πολύ μεγαλύτερο, δηλαδή, από άλλες διοργανώτριες πόλεις, όπως το Παρίσι αλλά και το Λονδίνο ή το Ρίο ντε Τζανέιρο. Το έγκλημα ήταν προδιαγραμμένο. Και χιλιοειπωμένο πριν και μετά τους Ο.Α. από όσους είχαν σταθερή και ξεκάθαρη στάση απέναντι σε αυτή την ανάληψη αγώνων. Ότι δηλαδή, το χρέος θα είναι βαρίδι για τις επόμενες γενιές και τα επόμενα 50 χρόνια… Απλά να θυμίσουμε ότι το αρχικό κόστος από την επιτροπή διεκδίκησης των Ο.Α. ήταν μόλις 2,2 δις ευρώ για να οκταπλασιαστεί λίγα χρόνια αργότερα. Άλλωστε τρώγοντας ανοίγει και η όρεξη…
Αλλά αυτή η οικονομική διάσταση των αγώνων αποτελεί μια από τις όψεις του ζητήματος, διότι άλλη πολύ σημαντική ήταν τα εργατικά δυστυχήματα-δολοφονίες, τα ατυχήματα και οι αναπηρίες εργατών. Τα επίσημα στοιχεία μιλούν για 13 θανάτους εργαζομένων και για απροσδιόριστα μεγάλο αριθμό ατυχημάτων. Για να επιτευχθούν μεγαλύτερα συμβόλαια κατασκευής από τις τεχνικές εταιρείες έπρεπε τα έργα να ξεκινήσουν στο παρά πέντε. Έτσι η χρονική πίεση αύξησε τα ατυχήματα και παράλληλα τα κέρδη των εταιρειών. Επιπλέον πολλά από τα έργα -δημόσια- δεν είχαν πάρει άδεια από την πολεοδομία-Κράτος! Αυτό ήταν γνωστό αλλά επιβεβαιώθηκε πρόσφατα με το πρόβλημα στατικότητας που προέκυψε στη στέγη Καλατράβα στο Ολυμπιακό Στάδιο. Εκεί οι «αρμόδιοι» και «υπεύθυνοι» δήλωναν ότι δεν μπορούσε να συντηρηθεί διότι χαρακτηριζόταν ως «αυθαίρετη»! Είναι αλήθεια, ότι κάτι τέτοιες πρακτικές μάς δημιουργούν την απορία, πώς η πλειοψηφία των ανθρώπων που κατοικούν στον ελλαδικό χώρο έχει πίστη στο Κράτος και τις λειτουργίες του!
Μια άλλη σημαντική παράμετρος που αναπτύχθηκε σχετικά με τους Ο.Α. 2004 ήταν το ζήτημα του ελέγχου και της καταστολής. Μόλις τρία χρόνια πριν είχε γίνει η 11η Σεπτέμβρη και οι Ο.Α της Αθήνας ήταν οι πρώτοι που διεξήχθησαν υπό το νέο καθεστώς τρομοκράτησης των ανθρώπων από την εξουσία σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, Ζακ Ρογκ, δήλωνε: «Προτεραιότητα έχει η ασφάλεια και θα πρέπει να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα. Αν χρειαστεί ακόμη και τα στάδια θα φρουρούνται από στρατό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εισερχόμαστε σε μία αστυνομοκρατούμενη κοινωνία και θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτό. Ειλικρινά δεν ενοχλούμαι από τα μέτρα. Ο κόσμος στον οποίο μπορούσες να ταξιδέψεις οπουδήποτε χωρίς κίνδυνο έχει χαθεί πια». Κάμερες στήνονται παντού και τα μέτρα ελέγχου αυξάνονται ραγδαία. Η αρωγή του ΚΚΕ στους κρατικούς σχεδιασμούς και στη διεξαγωγή των Ο.Α. ήταν δεδομένη, με την τότε γ.γ. του κόμματος Α. Παπαρήγα να υποδέχεται την Γιάννα Αγγελοπούλου και να της προσφέρει τα διαπιστευτήρια της, σχετικά με την ασφάλεια των αγώνων και όχι μόνο.
Ο αναρχικός χώρος από την πρώτη στιγμή επέδειξε μια ζωηρή στάση με πληθώρα εκδηλώσεων, πορειών, εντύπων, δράσεων σε όλη την ελλαδική επικράτεια. Το αντι-2004 πνεύμα ήταν διάχυτο και είχε συχνό μότο το «Ας πεθάνουν οι ολυμπιακοί αγώνες στον τόπο που γεννήθηκαν». Κατάφερε να αναδείξει ζητήματα και θέματα που τέθηκαν από την εξουσία υπογείως μέσω της διεξαγωγής των Ο.Α., καθώς και την αγαστή συνεργασία των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων.
Αναδημοσιεύουμε, από τον Ιούλιο του 2004, σχετικά αποσπάσματα από κείμενο της Συσπείρωσης Αναρχικών, όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 27.
«Ο Δούρειος Ίππος ήταν ανέκαθεν το μέσο, η βιτρίνα, το περίβλημα που έκρυβε τον ερχομό της καταστροφής. Τα οικονομικά πακέτα φέρνουν ‘‘έργα’’ απ’ όπου θα προέλθουν κι άλλα κέρδη. Αυτό είναι μια πραγματικότητα απ’ όπου έχουν αποκρυβεί παρά πολλά ακόμα. Όπως το γεγονός πως τα έξοδα για πολλά χρόνια μετά την ολυμπιάδα θα τρέχουν σαν χρέη, μιας και δεν θα καλυφθούν από τα «έσοδα».
Εδώ είναι που έρχεται το ενδιαφέρον για την ασφάλεια των αγώνων, η πληθωρικότητα των μέσων επιτήρησης και καταστολής, οι δεκάδες χιλιάδες μπάτσοι, πράκτορες, χαφιέδες, στρατιωτικοί, σεκιουριτάδες, τα ηλεκτρονικά μέσα παρακολούθησης και καταγραφής και τόσα άλλα. Κι από την άλλη τα μετρό, τα τραμ, οι διάφοροι τεμαχισμοί ολόκληρων περιοχών, οι καλωδιώσεις (υπόγειες και εναέριες), οι δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας, πεζόδρομοι και απαγορευτικοί κανόνες.
Μια νέα κατάσταση στήνεται, καταστρέφοντας την χωροταξία και την δομή των πόλεων και των χώρων επιβίωσης, κατασκευάζοντας καινούργιες συνθήκες και χώρους όπου θα «ευδοκιμήσει» το κέρδος. Προϋπόθεση, όμως, είναι η ασφάλεια. Μια αλληλοδιαπλοκή και διασύνδεση κέρδους και καταστολής, καταπίεσης και εκμετάλλευσης, αλλοτρίωσης και απανθρωπισμού. Ένας διαρκής κύκλος, μαζί με το κέρδος και την αλλαγή των χώρων κίνησης και επιβίωσης των ανθρώπων, έρχονται να προαναγγείλουν το καθεστώς μιας «νέας εποχής» που στήνει τους όρους για μια κοινωνία περισσότερο υποταγμένων, από προηγούμενα, ανθρώπων. Η ζωή και οι ρυθμοί επιβίωσης μεταβάλλονται προς όφελος της κυριαρχίας. Έτσι, η ολυμπιάδα αποτελεί την αιχμή του δόρατος αλλά και τον δούρειο ίππο μέσα από τον οποίο θα ξεχυθούν τα νέα δεινά και θα απλωθούν τα δίχτυα της κυριαρχίας.
Έχουμε λοιπόν μια καθολική επίθεση. Που έχει ξεκινήσει από πολύ παλιότερα, αλλά τώρα έχει αποκτήσει μια συγκεκριμένη ένταση και έκταση. Οι ρυθμοί την επιβολής στην «νέα εποχή» θέλουν να είναι γρήγοροι. Έτσι η κοινωνία να μην μπορεί να αντιμετωπίσει όλη αυτή την κατάσταση.
Κι από την άλλη η ιδεολογική τρομοκρατία. Ο υπερτονισμός του ιδεολογικού παράγοντα των αγώνων που είναι κατασκεύασμα του ελληνικού πολιτισμού (δηλαδή της συγκροτημένης σε πόλεις–κράτη κυριαρχίας).
Όμως αυτοί οι ίδιοι επαινετικοί λόγοι για την ολυμπιάδα, οι φανφαρονισμοί και οι εθνικιστικές κορώνες στηρίζονται στο πιο άθλιο κατασκεύασμα της εξουσίας.
Επειδή, ακόμα κι αν δεν υπήρχαν τα αναβολικά και τα κάθε είδους ντοπαρίσματα, τα τσιμέντα, οι μίζες, οι γιγάντιες επιχειρήσεις καταστολής και επέκτασης του ελέγχου των ανθρώπων κλπ. και πάλι θα έπρεπε να είμαστε απόλυτα εχθρικοί στους ολυμπιακούς αγώνες και σε κάθε μορφή ολυμπιάδας. Γιατί οι ολυμπιακοί αγώνες είναι η οργάνωση και η προσπάθεια επιβεβαίωσης της εξουσιαστικής θριαμβολογίας. Των «ικανών» και των… «ανίκανων». Είναι η επιβράβευση αυτών που «ξεχωρίζουν» από τους άλλους.
Οι φυσικές ικανότητες (όταν και εάν υπάρχουν), τα χαρίσματα που προσφέρει η φύση στον κάθε άνθρωπο (άνδρα ή γυναίκα) δεν είναι κάτι που έκανε κάποια προσπάθεια για να τα αποκτήσει, χαρίστηκαν. Η χρησιμότητα και η σκοπιμότητά τους είναι να συμβάλλουν στην ανθρώπινη αλληλοβοήθεια, την αμοιβαιότητα και την αλληλεγγύη κι όχι να μετατρέπονται σε μέσα επιβολής και προβολής. Οι υπόλοιποι χειροκροτούν σαν θεατές και θαυμαστές των πρωταθλητών, των «άξιων». Ένας ανταγωνισμός που, ακόμα κι όταν δεν αποσκοπεί στο κέρδος, εξακολουθεί να είναι η ντροπή και η διαρκής προσβολή προς το ανθρώπινο γένος.
Και για να μην παρεξηγούμαστε. Άλλο το παιχνίδι και η χαρά, η διασκέδαση και η ευχαρίστηση κι άλλο πράγμα η αγωνία για την εξουσία, την επιβολή και τον ανταγωνισμό. Τα πρώτα δεν χρειάζονται οργάνωση και αναβολικά. Είναι μέσα στην ανθρώπινη φύση. Τα άλλα είναι η αγωνία της εξουσίας να επιβεβαιωθεί και να καθιερώνεται στη συνείδηση και τη ζωή των ανθρώπων. Παλιότερα σκόπευε να δικαιώσει τους άρχοντες και τους αξιωματούχους. Στην Ιλιάδα, για παράδειγμα, οι βασιλιάδες (Οδυσσέας, Αχιλλέας και το υπόλοιπο σκυλολόι που πολιορκεί την Τροία) βάζουν έπαθλα, ακόμα και γυναίκες («…πολλά δ’ επίστατο έργα» = που πολλά ήξερε να κάνει), για τους νικητές που θα προκύψουν από τους αγώνες μεταξύ τους. Οι απλοί στρατιώτες ούτε καν συμμετέχουν.
Αυτός λοιπόν, ο υποβιβασμός του ανθρώπου σε θεατή τού μεταλλαγμένου πρωταθλητή, είναι ακριβώς ό,τι πιο αντιανθρώπινο υπάρχει. Είναι εξωφρενικό, αλλά συμβαίνει. Κάθε χειροκρότημα προς τον «νικητή» είναι ένα ισχυρό κτύπημα στον αυτοσεβασμό του χειροκροτητή. Ανύψωση της κενότητας και υποβιβασμός του ανθρώπου.
Γι’ αυτούς τους ουσιαστικούς λόγους, η υπεράσπιση των ανθρώπινων χαρακτηριστικών και προπαντός της φυσικότητας και του σεβασμού του ανθρώπινου γένους είναι που δεν μπορεί να μας κάνει να ανεχτούμε αυτήν αλλά και την οποιαδήποτε ολυμπιάδα…».
Πρόσφατες και επίκαιρες έννοιες, λοιπόν, όπως υπερτουρισμός, εξευγενισμός, χωροταξία αποτέλεσαν τον δούρειο ίππο για να ενταθεί η υποβάθμιση, ο έλεγχος, η καταστολή. Από το λαμπερό και πολυδιαφημιζόμενο παράδειγμα της Βαρκελώνης του 1992, στον υπερτουρισμό και στη βάσανο των κατοίκων της. Που όλοι σιχτιρίζουν…
Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.251, Σεπτέμβριος 2024