Απόσπασμα από το βιβλίο Late fascism: race, capitalism and the politics of crisis (Verso, 2023). Ο Alberto Toscano είναι πολιτισμικός κριτικός, κοινωνικός κριτικός, φιλόσοφος, μεταφραστής και καθηγητής κριτικής θεωρίας στο Κολλέγιο Γκόλντσμιθ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και στο τμήμα επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Σάιμον Φρέιζερ.


Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

 

Η φασιστική αγάπη για την ελευθερία

Ενώ το πρακτικό έργο του περιορισμού και της αντιστροφής της καταστροφικής πορείας της δεξιάς εξακολουθεί να στερείται στρατηγικής και έντασης σε πάρα πολλά μέτωπα, η πρόσφατη διεθνής συζήτηση πάνω στα νέα πρόσωπα της αντίδρασης ήταν ζωηρή, αλλά όχι παραγωγική πάντοτε. Σε αυτό το κείμενο μελετώ ορισμένα από τα προβλήματα που εμφανίζονται κατά την επανεξέταση της θεωρητικής συζήτησης για τον φασισμό σε μια εποχή της οποίας η κυβερνητική ιδεολογία και η κυρίαρχη ταξική στρατηγική πολλοί εξακολουθούν να πιστεύουν ότι αποτυπώνονται καλύτερα από την ιδέα του νεοφιλελευθερισμού – όσο μεταλλαγμένος, αλλαγμένος ή ανίατος και αν είναι ο τελευταίος.

Πώς, θέλω να ρωτήσω, πρέπει να συλλογιστούμε τη σχέση μεταξύ των νέων παραλλαγών αυτού που ο Karl Polanyi κάποτε ονόμασε «φασιστικό ιό» και των μεταβαλλόμενων ενσαρκώσεων του νεοφιλελευθερισμού, πέρα από τη γνωστή, αν και λανθασμένη, αποδοχή μιας βασικής ασυμβατότητας μεταξύ αυτών των δύο συμπλεγμάτων πολιτικών ιδεών και πρακτικών; Μπορεί μια πιο διαφοροποιημένη θεωρητικοποίηση της θέσης του κράτους στη φασιστική και τη νεοφιλελεύθερη πρακτική να προσφέρει κάποια εικόνα των φασιστικών πιθανοτήτων που κρύβει η τωρινή μας στιγμή; Και πώς θα μπορούσε αυτή η θεωρητικοποίηση να σχετίζεται με το αμφιλεγόμενο καθεστώς της ελευθερίας στον φασιστικό λόγο;

Η υπάρχουσα γνώση λέει πως στον πυρήνα των ιστορικών φασισμών βρισκόταν μια βίαιη αποστροφή προς τον φιλελευθερισμό σε όλες τις μορφές του, που εμφορούνταν από μια ανεξέλεγκτη λατρεία του κράτους ως το ιερό όχημα για την εθνική και φυλετική αναγέννηση μέσω της εσωστρεφούς και εξωστρεφούς βίας. Ο φασισμός, όπως διαβεβαίωνε ο φιλόσοφος Giovanni Gentile – υπουργός Παιδείας κατά τα δύο πρώτα χρόνια του καθεστώτος και ο συγγραφέας-φάντασμα πίσω το «Δόγμα του Φασισμού» του Mussolini το 1932 – θα αποτελούσε μια «κρατολατρεία». Αντίθετα, η κοινή άποψη για το νεοφιλελευθερισμό τον έχει παρουσιάσει ως καθοδηγούμενο από μια πραγματική φοβία για το κράτος, μια επιθυμία να περιοριστούν τα παρεμβατικά εμπόδια του τελευταίου στις ελευθερίες της αγοράς και στις επιδιώξεις του κτητικού ατόμου ή του επιχειρηματικού υποκειμένου.

Στην ατελείωτη εναλλαγή αναλογιών και αναντιστοιχιών που καταλαμβάνει τόσο μεγάλο μέρος της δημόσιας και ακαδημαϊκής συζήτησης σχετικά με την επικαιρότητα του φασισμού, η έννοια της ελευθερίας έχει παίξει έναν καθόλου αμελητέο, αν και κατά καιρούς καλυμμένο ή σιωπηλό, ρόλο. Οι φιλελεύθερες καταγραφές των στοιχείων του φασισμού συχνά αναγνωρίζουν την εξύψωση του κράτους και την απόρριψη της ελευθερίας ως κύρια σημεία του, βρίσκοντας ότι τα σύγχρονα κινήματα και οι ιδεολογίες της άκρας δεξιάς στερούνται αυτού του τομέα. Οι σημερινοί ανανεωμένοι αυταρχικοί λαϊκισμοί γεννούν διάφορα Κόμματα Ελευθερίας, και η ελευθερία είναι το κύριο κίνητρό τους – η ελευθερία από τον λεγόμενο «ιατρικό ολοκληρωτισμό», για και την ιδιοκτησία, ή ως δείκτης πολιτισμικής διαφοράς από τους μετανάστες και τις θρησκείες τους. Υπάρχουν πολυάριθμα παραδείγματα αυτής της τάσης στο εντυπωσιακό πανόραμα του Andreas Malm και της Zetkin Collective για τον αναδυόμενο «φασισμό των ορυκτών καυσίμων»:

«Το δόγμα της ‘ενεργειακής κυριαρχίας’ εξηγήθηκε με κάποιο κλασικό αμερικανικό λόγο περί ελευθερίας, όταν το Υπουργείο Ενέργειας το 2019 άρχισε να αναφέρεται στο ορυκτό αέριο ως ‘αέριο ελευθερίας’, προς εξαγωγή χωρίς περιορισμούς σε όλο τον κόσμο. Τα επίσημα έγγραφα του συγκεκριμένου  υπουργείου, του οποίου εξακολουθεί να ηγείται ο Rick Perry, μιλούσαν για τα ορυκτά καύσιμα ως ‘μόρια αμερικανικής ελευθερίας’».

Αλλού βρίσκουμε τον Rainer Kraft, τον υπεύθυνο για το κλίμα της ξενοφοβικής Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), να καταγγέλλει το γεγονός ότι τα κυρίαρχα κόμματα στη Γερμανία «τρομοκρατούν με το τέλος του κόσμου και υποδαυλίζουν τη μαζική υστερία, έτσι ώστε οι άνθρωποι να αποδεχτούν να τους κλέβουν όλο και μεγαλύτερο κομμάτι τη ιδιοκτησίας και της ελευθερίας». Αλλά μήπως οι φιλελεύθερες, νεοφιλελεύθερες και ελευθεριακές νότες στο σύγχρονο λόγο της ακροδεξιάς δείχνουν μια αγεφύρωτη ασυνέχεια με τους ιστορικούς φασισμούς του μεσοπολέμου;

Θέλω εν συντομία να διερευνήσω την θέση πως, με διάφορους τρόπους, οι αντιλήψεις της ελευθερίας (τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο) δεν ήταν (και δεν είναι) ξένες προς το φασισμό και ότι μπορούμε να κερδίσουμε στην κατανόηση των φασιστικών πιθανοτήτων και υποκειμενικοτήτων αν σταθούμε σε αυτό το προφανές οξύμωρο, τη φασιστική ελευθερία. Όπως θα δείξω, αυτό απαιτεί να αναιρέσουμε τη σπασμωδική ταύτιση του φασισμού με ένα μονολιθικό, γραφειοκρατικό κράτος και την αντίθεσή του στον φιλελευθερισμό σε όλες του τις μορφές. Οι σχέσεις του φασισμού τόσο με τον φιλελευθερισμό όσο και με την ελευθερία είναι πολύ πιο βασανιστικές και λιγότερο ανακουφιστικές απ’ ό,τι υποτίθεται πως είναι οι αντιθέσεις τους. Η ακύρωση της κοινής μας αντίληψης σχετικά με τη θέση της ελευθερίας και του κράτους στους φασιστικούς σχηματισμούς μπορεί επίσης να ανοίξει το δρόμο για μια πιο διαφοροποιημένη κατανόηση των φασιστικών πιθανοτήτων εντός του νεοφιλελευθερισμού και του τρόπου με τον οποίο αυτές μπορεί να τροφοδοτούνται από ρατσιστικά οράματα της καπιταλιστικής τάξης.

Στο πρόσφατο βιβλίο του White Freedom: The Racial History of an Idea, ο αείμνηστος ιστορικός Tyler Stovall, έχοντας ανιχνεύσει τις φυλετικές εμπλοκές των ιδεολογιών της ελευθερίας στον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό, την αποικιοκρατία των εποίκων και τη δουλεία των φυτειών, παρατηρεί με σοφία πως «οι ιδέες της ελευθερίας έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιδεολογία του φασισμού» – κάτι που ίσως δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη, δεδομένου ότι αυτά τα ιστορικά φαινόμενα κυριαρχίας διαμόρφωσαν την αυτοαντίληψη του φασισμού. Γράφοντας το 1941 στις σελίδες του Studies in Philosophy and Social Science, του αγγλόφωνου περιοδικού του εξόριστου Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών, ο Herbert Marcuse θα δηλώσει ότι «υπό τον τρόμο που απειλεί τώρα τον κόσμο, το ιδεώδες περιορίζεται σε ένα μόνο και ταυτόχρονα κοινό ζήτημα. Αντιμέτωποι με τη φασιστική βαρβαρότητα, όλοι γνωρίζουν τι σημαίνει ελευθερία». Δυστυχώς, αυτό μπορεί να μην ισχύει πάντα.

Το ρόπαλο του νυχτοφύλακα

Η σχέση του ιταλικού φασισμού με τον φιλελευθερισμό δεν ήταν ανεπιφύλακτα ανταγωνιστική. Στα πρώτα χρόνια του καθεστώτος του Mussolini, ακόμη και μια προσωπικότητα όπως ο Luigi Einaudi – που αργότερα έγινε μέλος της νεοφιλελεύθερης Mont Pelerin Society και πρόεδρος της Ιταλίας – καλωσόρισε τις προσπάθειες της φασιστικής κυβέρνησης για την εξισορρόπηση των προϋπολογισμών και τον περιορισμό των κοινωνικών δαπανών, περιγράφοντάς τες ως «γόνιμη επιστροφή του ιταλικού φορολογικού συστήματος στις κλασικές φιλελεύθερες παραδόσεις του». Το 1923, ο Gentile, με την εγγραφή του στο Εθνικό Φασιστικό Κόμμα (Partito Nazionale Fascista), έγραψε στον ίδιο τον Mussolini:

«Έχω πεισθεί ότι ο φιλελευθερισμός, όπως τον αντιλαμβάνομαι εγώ και όπως τον αντιλαμβάνονται οι άνδρες της ένδοξης δεξιάς που ηγήθηκαν της Ιταλίας στην Ενοποίηση, ο φιλελευθερισμός της ελευθερίας του νόμου και, επομένως, του ισχυρού κράτους και του κράτους που νοούμενου ως ηθική πραγματικότητα, δεν εκπροσωπείται σήμερα στην Ιταλία από τους φιλελεύθερους, οι οποίοι είναι λιγότερο ή περισσότερο ανοιχτά εναντίον σας, αλλά, από εσάς τον ίδιο».

Ο ίδιος ο Mussolini θα έλεγε αργότερα: «Αν η ελευθερία πρέπει να είναι το χαρακτηριστικό των ζωντανών ανθρώπων και όχι των άβουλων ανδρείκελων που επινόησε ο ατομικιστικός φιλελευθερισμός, τότε ο φασισμός πρεσβεύει την ελευθερία και τη μόνη ελευθερία που αξίζει να υπάρχει, την ελευθερία του Κράτους και του ατόμου μέσα στο Κράτος».

Η πρώιμη ταύτιση του ιταλικού φασισμού με τις φιλελεύθερες αντιλήψεις της οικονομικής ελευθερίας φαίνεται στην άκρως μυθοποιημένη αρχή του καθεστώτος του. Στις 29 Οκτωβρίου 1922, ο Mussolini ανέβηκε στην εξουσία με την πορεία στη Ρώμη, εγκαινιάζοντας την l‘era fascista (φασιστική εποχή). Το 1927, το καθεστώς θα την αναγνώριζε επίσημα ως την πρώτη ημέρα του έτους 1 του φασιστικού ημερολογίου. Όπως κάθε ιδρυτικό γεγονός, η Πορεία ήταν επίσης η διοργάνωση ενός θεάματος και η σφυρηλάτηση ενός θρύλου. Πρώιμος και καιροσκόπος αναγνώστης των Σκέψεων Πάνω στη Βία του Georges Sorel, ο Mussolini είχε πειστεί ότι η πολιτική ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μυθοποιητική διαδικασία, ότι ήταν ένα είδος μυθοποιίας. Στην ομιλία του στη Νάπολη, λίγες ημέρες πριν από την Πορεία, δήλωσε:

«Έχουμε δημιουργήσει τον μύθο μας. Ο μύθος είναι μια πίστη, ένα πάθος. Δεν είναι απαραίτητο να είναι πραγματικότητα. Είναι μια πραγματικότητα στο βαθμό που είναι ένα κίνητρο, μια ελπίδα, μια πίστη, ένα θάρρος. Ο μύθος μας είναι το Έθνος, ο μύθος μας είναι το μεγαλείο του Έθνους. Και σε αυτόν τον μύθο, σε αυτό το μεγαλείο – που θέλουμε να μεταφράσουμε σε μια ολοκληρωμένη πραγματικότητα – υποτάσσουμε όλα τα άλλα. Γιατί το Έθνος είναι πάνω απ’ όλα Πνεύμα και όχι μόνο έδαφος».

Ο μύθος του Έθνους, του χαμένου και μελλοντικού μεγαλείου του, συνεχίζει να εμψυχώνει την αναγεννημένη ακροδεξιά σε όλο τον κόσμο. Δείτε την ομιλία που εκφώνησε τον Οκτώβριο του 2022 η νέα πρωθυπουργός της Ιταλίας Giorgia Meloni, πριν από την επιτυχή παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Ακολουθώντας ένα οικείο σενάριο, οι επικλήσεις της εθνικής ανανέωσης συνοδεύονταν από ύμνους στην ελευθερία που προωθούνταν ως αντίδοτο στις υποβόσκουσες υποψίες για αυταρχισμό. Αυτή η ελευθερία δεν νοείται ως χειραφέτηση ή απελευθέρωση, αλλά ως ελευθερία της αγοράς που συνδέεται με αυτό που η Meloni, παραθέτοντας τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β’, αποκάλεσε ελευθερία του «δικαιώματος να κάνει κανείς αυτό που πρέπει». Χωρίς να σπεύδουμε σε επισφαλείς αναλογίες, η επανεξέταση των απαρχών του φασισμού μπορεί επίσης να λειτουργήσει ώστε να περιπλέξει την ευρέως διαδεδομένη αντίληψή του, που επιστρατεύει αμυντικά η Meloni, ως το αντίθετο του φιλελευθερισμού.

Η Πορεία ως μύθος – ως η τολμηρή και ανδροπρεπής επίδειξη δύναμης που γέννησε το φασιστικό κράτος – δεν ήταν μόνο η φασιστική αγιογραφία ή η αναδρομική σκηνογραφία της Έκθεσης της Φασιστικής Επανάστασης, που πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1932. Χρησίμευσε επίσης ως πρότυπο – ένας σπουδαίος μύθος – για τους συμμάχους και τους θαυμαστές του Mussolini, πάνω απ’ όλα για τους Ναζί. Η «επιτραπέζια συζήτηση» του Hitler το 1941 καταγράφει τον ακόλουθο ισχυρισμό για το «ηρωικό έπος» της «αδελφής επανάστασης» του εθνικοσοσιαλισμού:

«Το φαιό χιτώνιο πιθανόν να μην υπήρχε χωρίς το μαύρο χιτώνιο. Η πορεία προς τη Ρώμη, το 1922, ήταν ένα από τα σημεία καμπής στην ιστορία. Και μόνο το γεγονός ότι κάτι τέτοιο μπορούσε να επιχειρηθεί και να πετύχει, μας έδωσε ώθηση… Αν ο Mussolini είχε ξεπεραστεί από τον μαρξισμό, δεν ξέρω αν θα καταφέρναμε να αντέξουμε. Εκείνη την περίοδο ο εθνικοσοσιαλισμός ήταν ένας πολύ εύθραυστος οργανισμός».

Τόσο εύθραυστη, μάλιστα, που όταν ο Hitler επιχείρησε το δικό του πραξικόπημα το 1923, ο ιταλικός τύπος το χλεύασε ως «γελοία καρικατούρα» του φασιστικού προτύπου του.

Σε αντίθεση με αυτή τη μυθολογία, οι ιστορικές αναφορές της Πορείας συχνά υποβαθμίζουν τη σημασία της. Ο Robert Paxton, στο διαυγές και συνθετικό έργο του Η Ανατομία του Φασισμού, αποδίδει την επιτυχία της στις αδυναμίες και την αδεξιότητα των ιταλικών πολιτικών τάξεων. Δεν ήταν «η δύναμη του φασισμού που έκρινε το ζήτημα», γράφει, «αλλά η απροθυμία των συντηρητικών να ρισκάρουν τη δύναμή τους» απέναντι σε εκείνη του Il Duce και των ανδρών του. Η «Πορεία στη Ρώμη» ήταν μια γιγαντιαία μπλόφα που λειτούργησε και λειτουργεί ακόμη στην κοινή αντίληψη της «κατάληψης της εξουσίας» από τον Mussolini. Ο Salvatore Lupo, στη μελέτη του για την πολιτική ιστορία του ιταλικού φασισμού, σημειώνει παρόμοια πως με την Πορεία,

«η επαρχιακή Ιταλία του squadrismo επιθυμούσε να πιέσει το χέρι εκείνου του μεγάλου τμήματος του φιλελεύθερου-συντηρητικού [liberal-moderato], μοναρχικού, στρατιωτικού και καπιταλιστικού [confindustriale] κατεστημένου, το οποίο έβλεπε με συμπάθεια τους Μαυροχίτωνες, αλλά έπρεπε να νιώσει κάποια απειλητική πίεση για να εγκαταλείψει την επιλογή μιας κεντροδεξιάς κυβέρνησης».

Υπό αυτό το πρίσμα, η Πορεία προς τη Ρώμη δεν ήταν ένα ηρωικό έπος, αλλά η επίτευξη ενός «μέγιστου αποτελέσματος με ελάχιστο κίνδυνο», σύμφωνα με τη διατύπωση του Emilio Gentile.

Αν και είναι χρήσιμο να υπονομεύουμε τους μύθους του φασισμού για τον εαυτό του, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στο να μεγεθύνουμε τον παρασιτισμό του στην αδυναμία των εχθρών του και τη συνενοχή των κληρονόμων του. Με τον τρόπο αυτό, κινδυνεύουμε να τον παρουσιάσουμε ως ένα ανυπόστατο, σχεδόν ανεξήγητο φαινόμενο. Από την άλλη, είναι διδακτικό να ανατρέξουμε στην αντιμετώπιση της Πορείας από τον εμπνευσμένο και διφορούμενο χρονογράφο της εποχής του, τον Curzio Malaparte. Στο Technique du coup d’état το 1931, το οποία ο Mussolini απαγόρευσε για να μην δυσαρεστήσει τον Hitler (ο οποίος χλευάζονταν έντονα με μη κολακευτικές συγκρίσεις με τον Ντούτσε), ο Malaparte, πρώιμος συμμετέχων στον squadrismo και «αριστερός» φασίστας, σχολιάζει ασεβώς ότι ο Mussolini μπορούσε να διοικήσει τη «φασιστική εξεγερτική μηχανή» με το τρόπο που το έκανε μόνο λόγω του «μαρξισμού» του. Με αυτό ο Malaparte εννοούσε διαστρεβλωτικά την αναγνώριση από τον Mussolini τη στρατηγική σημασία του να επικρατήσει της εργατικής τάξης – μια νίκη που θα απομυζούσε επίσης κάθε δύναμη αντίστασης στο εσωτερικό του κράτους.

Αυτό που καταλήγει να περιγράφει ο Malaparte είναι κάτι σαν μια τακτική του κενού. Όπως παρατηρεί:

«Το θέμα δεν ήταν μόνο η αποτροπή της γενικής απεργίας, αλλά και το ενιαίο μέτωπο της κυβέρνησης, του κοινοβουλίου και του προλεταριάτου. Ο φασισμός αντιμετώπιζε την ανάγκη να δημιουργήσει ένα κενό γύρω του, να μετατρέψει σε tabula rasa κάθε οργανωμένη δύναμη, είτε πολιτική είτε συνδικαλιστική, είτε προλεταριακή είτε αστική, συνδικάτα, συνεταιρισμούς, συνεταιρισμούς, εργατικούς κύκλους, Εργατικά Κέντρα (Camere del lavoro), εφημερίδες, πολιτικά κόμματα».

Η φασιστική εξεγερσιακή μηχανή ήταν ένας τρομερός μηχανισμός για την οργάνωση της απο-οργάνωσης, την υπερπολιτική επιβολή μιας αποχαυνωτικής αποπολιτικοποίησης – κάτι που έκανε στις παράλληλες διαδρομές της άμεσης βίας και των συνωμοσιών. Ο Malaparte δείχνει την υλικοτεχνική ευφυΐα που αφιερώθηκε στην τακτική αυτού που ο Guardian περιέγραψε τότε ως «αναίμακτη επανάσταση». Όχι τόσο οι δρόμοι ή τα πιο ορατά κέντρα εξουσίας, αλλά διάφοροι υλικοί και θεσμικοί κόμβοι – σημεία κλειδιά στο δίκτυο πολιτικής ενέργειας της Ιταλίας – αποτέλεσαν το επίκεντρο της προσοχής των squadristi στα προπαρασκευαστικά στάδια της Πορείας. Όπως αφηγείται ο Malaparte:

«Οι μελανοχίτωνες είχαν καταλάβει αιφνιδιαστικά όλα τα στρατηγικά σημεία της πόλης και της χώρας, δηλαδή τα όργανα τεχνικής οργάνωσης, τα εργοστάσια φυσικού αερίου, τα εργοστάσια ηλεκτρικής ενέργειας, τα κεντρικά ταχυδρομεία, τα τηλεφωνικά και τηλεγραφικά κέντρα, τις γέφυρες, τους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές βρέθηκαν απροετοίμαστες από αυτή την αιφνίδια επίθεση».

Εξ ου και η μελαγχολική διορατικότητα στη δήλωση του Giovanni Giolitti, του επί μακρόν πρωθυπουργού της Ιταλίας κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα: «Είμαι υπόχρεος στον Mussolini που έμαθα πως ένα κράτος δεν πρέπει να αμύνεται ενάντια στο πρόγραμμα μιας επανάστασης, αλλά ενάντια στην τακτική της».

Ποιο πρόγραμμα όμως συνόδευσε αυτές τις τακτικές; Εδώ είναι που η απλή αντίθεση μεταξύ φασισμού και φιλελευθερισμού αρχίζει να ξετυλίγεται. Ο μελετητής του Gramsci, Fabio Frosini συνέταξε πρόσφατα μια εξαιρετική κριτική ανθολογία των ομιλιών και των γραπτών του Mussolini από το 1921 έως το 1932 με τίτλο The Construction of the New State. Οι διακηρύξεις που οδήγησαν στην πορεία συντονίζονται σε μεγάλο βαθμό με την αντίληψη του Malaparte. Οι βίαιες μέθοδοι του Squadrismo υποστηρίζονταν από έναν ψευδο-Νιτσεϊκό αριστοκρατισμό που αντιπαρέθετε τη μετασχηματιστική δύναμη των πολεμικών ελίτ με τις ειρηνιστικές τάσεις του προλεταριάτου. Στην εναρκτήρια ομιλία του στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ο Mussolini διακήρυξε πως

«είναι αδιαμφισβήτητο, πλέον, ότι στο έδαφος της βίας οι εργαζόμενες μάζες θα ηττηθούν… οι εργαζόμενες μάζες είναι από φυσικού, θα τολμούσα να πω ευλογημένα, ειρηνόφιλες, επειδή αντιπροσωπεύουν πάντα τα στατικά αποθέματα των ανθρώπινων κοινωνιών, ενώ το ρίσκο, ο κίνδυνος, η προτίμηση για περιπέτεια ήταν πάντα καθήκον και προνόμιο των μικρών αριστοκρατιών».

Αυτή η «ανθρωπολογική» απόρριψη της ικανότητας των μαζών για πάλη συνοδεύτηκε από την απόρριψη του μαρξισμού, ο οποίος νοείται ως ένα αμάλγαμα του κρατικού σοσιαλισμού και της θεωρίας της ταξικής πάλης ως ιστορικής κινητήριας δύναμης: «Αρνούμαστε ότι υπάρχουν δύο τάξεις, επειδή υπάρχουν πολλές περισσότερες, αρνούμαστε ότι ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία μπορεί να εξηγηθεί από τον οικονομικό ντετερμινισμό». Στη «σύνθεση των αντιθέσεων» του φασισμού – τάξης και έθνους – ο διεθνισμός έπρεπε να αποκρουστεί σθεναρά. Για τον Mussolini, σε μια φόρμουλα που βρίσκει μυριάδες απηχήσεις στη ρητορική της σύγχρονης αντίδρασης, ο διεθνισμός ήταν ένα «αγαθό πολυτελείας, το οποίο μπορεί να ασκηθεί μόνο από τις ανώτερες τάξεις, ενώ οι άνθρωποι είναι μοιραία δεμένοι με την πατρίδα τους».

Αλλά το modus operandi του φασισμού πριν από την Πορεία στη Ρώμη δεν ήταν απλώς ένας πόλεμος ενάντια στον ταξικό πόλεμο. Απορρίπτοντας τον πρώιμο ρεπουμπλικανισμό του για καιροσκοπικά εγκώμια στο στρατό και το βασιλιά, αποκρυσταλλώθηκε σε ένα εγχείρημα δημόσιας βίας υπέρ του ιδιωτικού κεφάλαιου. Ενώ η οικοδόμηση του φασιστικού κράτους τελικά συνεπαγόταν σημαντική μετατόπιση προς τον διοικητικό συγκεντρωτισμό και την ανάμειξη στην οικονομική σφαίρα, ο Mussolini του 1921-22 ήταν εμφατικός ως προς τη ουσιαστικά φιλελεύθερη οικονομική φιλοσοφία του φασισμού. Στην εναρκτήρια κοινοβουλευτική του ομιλία, ο Mussolini είπε στους αριστερούς αντιπάλους του ότι η αναθεωρητική σοσιαλιστική λογοτεχνία τον είχε διαποτίσει με την πεποίθηση ότι «μόλις τώρα αρχίζει η αληθινή ιστορία του καπιταλισμού, διότι ο καπιταλισμός δεν είναι μόνο ένα σύστημα καταπίεσης, αλλά και μια επιλογή αξιών, ένας συντονισμός ιεραρχιών, μια πιο ανεπτυγμένη αίσθηση ατομικής ευθύνης».

Η πίστη στη ζωτικότητα του καπιταλισμού στήριξε τη σχεδιασμένη συρρίκνωση του κράτους που απαιτούσε ο φασίστας ηγέτης στην αρχή. Η διάσωση του κράτους, υποστήριξε, απαιτούσε μια «χειρουργική επέμβαση». Αν το κράτος είχε εκατό χέρια, τα ενενήντα πέντε χρειάζονταν ακρωτηριασμό, με δεδομένη «την ανάγκη να περιοριστεί το κράτος στην καθαρά νομική και πολιτική του έκφραση». Διαβάζοντας αποσπάσματα όπως τα παρακάτω, δεν είναι καθόλου μυστηριώδες γιατί οι ομοϊδεάτες του Ludwig von Mises υποδέχτηκαν την άνοδο του φασισμού ως σωτηρία του φιλελευθερισμού:

«Ας μας δώσει το κράτος μια αστυνομία, για να σώζει τους κυρίους από τους αχρείους, έναν στρατό έτοιμο για κάθε ενδεχόμενο, μια εξωτερική πολιτική προσαρμοσμένη στις εθνικές ανάγκες. Όλα τα άλλα, και δεν εξαιρώ ούτε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ανήκουν στην ιδιωτική δραστηριότητα του ατόμου. Αν θέλετε να σώσετε το κράτος, πρέπει να καταργήσετε το κολεκτιβιστικό κράτος … και να επιστρέψετε στο Κράτος του Μάντσεστερ».

Στο 3ο Εθνικό Φασιστικό Συνέδριο στις 8 Νοεμβρίου 1921, ο Mussolini θα επαναλάμβανε ότι όταν αφορούσε οικονομικά θέματα, οι φασίστες ήταν «δηλωμένα αντισοσιαλιστές», δηλαδή «φιλελεύθεροι».

Το «ηθικό κράτος» έγινε αντιληπτό ως ο εχθρός του μονοπωλιακού και γραφειοκρατικού κράτους, ως ένα κράτος που περιορίζει τις λειτουργίες του στα απολύτως απαραίτητα. Ο Mussolini τόνισε ακόμη και την ανάγκη «να επανέρθουν οι σιδηρόδρομοι και οι τηλέγραφοι σε ιδιωτικές επιχειρήσεις· επειδή ο σημερινός μηχανισμός είναι τερατώδης και ευάλωτος σε όλα του τα τμήματα». Στο Ούντινε, ένα μήνα πριν από τη Πορεία, δήλωνε:

«Όλα τα στολίδια του κράτους καταρρέουν σαν σκηνικό παλιάς οπερέτας, όταν λείπει η βαθιά πεποίθηση ότι κάποιος εκτελεί ένα καθήκον, ή πιο σωστά μια αποστολή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θέλουμε να αφαιρέσουμε από το κράτος όλα τα οικονομικά του γνωρίσματα. Αρκετά με το κράτος των σιδηροδρομικών, το κράτος των ταχυδρόμων, το κράτος των ασφαλιστών. Αρκετά με το Κράτος που λειτουργεί σε βάρος όλων των Ιταλών φορολογουμένων και επιδεινώνει τα εξαντλημένα οικονομικά της Ιταλίας».

Η αιτιολόγηση αυτής της αναγωγής του κράτους στους κατασταλτικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς του δεν ήταν απλώς πραγματιστική αλλά ιδεαλιστική: «Ας μην ειπωθεί ότι το άδειο με αυτό το τρόπο κράτος παραμένει μικρό. Όχι! Παραμένει ένα πολύ σπουδαίο πράγμα, επειδή διατηρεί όλη την κυριαρχία των ψυχών [spiriti], ενώ παραιτείται από όλη την κυριαρχία της ύλης».

Σήμερα, καθώς παλεύουμε με τις μετεμψυχώσεις και τις επαναλήψεις του φασισμού, μας είναι χρήσιμο να θυμόμαστε ότι ήρθε στην εξουσία λίγο πριν από εκατό χρόνια, όχι ως μια μορφή «ολοκληρωτισμού» που συνένωσε το πολιτικό και το οικονομικό, αλλά ως ένα ιδιαίτερα βίαιο στέλεχος του κρατικοδίαιτου αντικρατισμού. Και ως τέτοια την καλωσόρισαν αρχικά πολλοί φιλελεύθεροι, από τον Einaudi μέχρι τον Benedetto Croce. Αυτό που ο Mussolini παρουσίασε ως τον ηθικό, απελευθερωτικό, επιλυτικό χαρακτήρα της «χειρουργικής» βίας του φασισμού, διατυπώθηκε ρητά το 1921-22 ως αντιδημοκρατική βία για τη λύτρωση ενός έθνους και ενός κράτους που θεμελιωνόταν στην ιδιωτική συσσώρευση. Όπως δήλωσε στο Εθνικό Φασιστικό Συνέδριο: «Θα απορροφήσουμε τους φιλελεύθερους και τον φιλελευθερισμό, γιατί με τη μέθοδο της βίας έχουμε θάψει όλες τις προηγούμενες μεθόδους».

Αυτή η υπόσχεση του φιλελευθερισμού με ανελεύθερα μέσα δεν ήταν ο μικρότερος λόγος που αυτό που έφερε τον φασισμό στην εξουσία (το 1922 όπως και το 1933) δεν ήταν τελικά μια εξέγερση, αλλά μια πρόσκληση για σχηματισμό κυβέρνησης από κυρίαρχες συνταγματικές αρχές (βασιλιάς Βιτόριο Εμανουέλε Γ’, πρόεδρος Paul von Hindenburg). Όπως παρατήρησε ο Daniel Guérin στο έργο του Fascism and Big Business, που δημοσιεύθηκε αρχικά το 1936, εδώ βρισκόταν η «ζωτική διαφορά» μεταξύ σοσιαλισμού και φασισμού όταν επρόκειτο για την κατάληψη της εξουσίας: ο πρώτος ήταν ο ταξικός εχθρός του αστικού κράτους, «ενώ ο φασισμός βρίσκεται στην υπηρεσία της τάξης που εκπροσωπείται από το κράτος» – ή τουλάχιστον, αγκαλιάστηκε και υποστηρίχθηκε οικονομικά ως τέτοιος στην αρχή. Αναλογιζόμενοι τις καταστροφές του νεοφιλελευθερισμού ως εμφυλίου πολέμου στις αρχές του 21ου αιώνα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο φασισμός ήρθε πρώτα στην εξουσία σε έναν εμφύλιο πόλεμο για οικονομικό φιλελευθερισμό.

Επιτελώντας Γερμανική Ελευθερία

Στη μελέτη του Libres d‘óbeir (Ελεύθεροι να Υπακούν), για τις ναζιστικές καταβολές των μεταπολεμικών θεωριών και πρακτικών διοίκησης, ο Γάλλος ιστορικός Johann Chapoutot διερεύνησε με διεισδυτικότητα μια βαθιά γραμμή της εθνικοσοσιαλιστικής πνευματικής παραγωγής, με πρωτεργάτες νέους νομικούς, ορισμένοι από τους οποίους ήταν μέλη των SS, η οποία θέτει υπό σοβαρή αμφισβήτηση την κεντρική θέση του κράτους στο σχέδιο του φυλετικού ιμπεριαλισμού (κάτι που είχε ήδη επισημάνει ο Franz Neumann στο Behemoth, με τις πρωτοποριακές του ιδέες για το ναζιστικό «μη κράτος»). Για τους διανοούμενους που μελέτησε ο Chapoutot, το κράτος αποτελούσε ένα αντι-επιλεκτικό εμπόδιο για την «γερμανική ελευθερία» που αντιλαμβάνονταν ως ένα είδος φυλετικού αυθορμητισμού, ο οποίος ήταν ικανός να δημιουργήσει το δικό του έμφυτο δικαίωμα ή νόμο. Μια τέτοια ελευθερία θα μπορούσε να καθοδηγήσει τις ευέλικτες, εφευρετικές, στοχευμένες «παραστάσεις» που αξιωματούχοι θα πραγματοποιούσαν με επιχειρησιακή ελευθερία και με αυτονομία όσον αφορά τα μέσα που επέλεγαν. Η γερμανική ελευθερία – παλιό κεντρικό θέμα του γερμανικού εθνικισμού, που παραπέμπει σε μια «ελευθερία των δασών» που αντιτίθεται στους στεγνούς, αφηρημένους, απρόσωπους («ιουδαιορωμαϊκούς») νόμους – είναι εδώ το προϊόν ενός sui generis φυλετικού μαρασμού του κράτους που προανήγγειλε την επιστροφή σε αυθεντικά γερμανικά κοινοτικά μοντέλα πέρα από τον ατομικισμό, πέρα από το κράτος και πέρα από τη σύγχρονη κυριαρχία. Όπως αναφέρει λεπτομερώς ο Chapoutot στο Ο Νόμος του Αίματος:

«Σύμφωνα με το γερμανικό θετικό δίκαιο, όπως ίσχυε πριν από το 1933, το ‘πρόσωπο’ ορίζεται από την ‘ελευθερία’ του. [Ο ναζιστής νομικός Karl] Larenz κατήγγειλε αυτή την ‘ελευθερία’ ως εντελώς ‘αφηρημένη και αρνητική’, επειδή συχνά παρουσιαζόταν ως προστασία του υποκειμένου από το κράτος και από τους άλλους. Ο Larenz υποστήριξε ότι η ελευθερία ήταν συγκεκριμένη και θετική. Υποστήριξε πως αντί να συνδέεται με μια ιδιότητα, μια έννοια που έχει τις ρίζες της σε μια στατική κατανόηση του δικαίου, η ελευθερία ήταν ένα ζήτημα θέσης, αυτό της ‘νομικής θέσης του ατόμου, το οποίο δεν είναι πλέον ένα πρόσωπο, αλλά ένα συγκεκριμένο ον-μέλος’».

Σε ένα φαινομενικά επιπόλαιο αν και όχι λιγότερο προβληματικό μητρώο, «η Deutsche Leibeszucht, το περιοδικό του ναζιστικού κινήματος γυμνιστών, υποστήριζε ακράδαντα ότι ‘η γύμνια στη φύση δεν είναι καθόλου ανήθικη… Απελευθερωμένοι από τα δεσμά που τους επιβάλλει ο πολιτισμός και η κουλτούρα’, οι άνθρωποι θα μπορούσαν να βιώσουν την ‘ελευθερία’ και την ‘υγεία’ σε όλα τα μέρη που είχε να προσφέρει η φύση».

Αυτή η σκόπιμη οπισθοδρόμηση ήταν συμβατή με την υπέρβαση των γραφειοκρατικών αρχών της διοίκησης προς την κατεύθυνση μιας πλήρως διευθυντικής αντίληψης της άσκησης της εξουσίας (και της βίας). Όπως παρατήρησε πρόσφατα ο Chapoutot:

«Οι εθνικοσοσιαλιστές προσποιήθηκαν τουλάχιστον ότι οι άνθρωποι που εφάρμοζαν τις ιδέες τους ήταν ελεύθεροι στη δουλειά τους. Εδώ βλέπουμε και πάλι την εικόνα που είναι θεμελιώδης για τη ναζιστική ιδεολογία: «Εμείς οι Γερμανοί είμαστε ελεύθεροι. Πέρα στην Ανατολή, στην ΕΣΣΔ – δηλαδή στην Ασία – ζούσαν υπάνθρωποι που κυβερνούνταν από τους Εβραίους με το μαστίγιο. Εμείς οι Γερμανοί είμαστε διαφορετικοί, είμαστε ελεύθεροι».

Όταν ένας από τους κυριότερους νομικούς και οργανωτικούς διανοούμενους των Ναζί, ο Reinhard Höhn, έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο στη μεταπολεμική περίοδο, η αλλαγή δεν ήταν τόσο δραστική: «Ο Höhn είχε το πλεονέκτημα να προτείνει μια θεωρία διοίκησης με το μοντέλο του Χάρτζμπουργκ που ήταν προσαρμοσμένη στο πνεύμα της εποχής. Οι ιδέες του κυριάρχησαν στον γερμανικό χώρο: ‘Είμαστε ελεύθεροι ως παραγωγοί, όπως είμαστε ελεύθεροι ως ψηφοφόροι ή ως καταναλωτές. Εμείς είμαστε ελεύθεροι, ενώ εκείνοι εκεί πέρα – υπό τον κομμουνισμό – είναι ανελεύθεροι’».

Στο διαχειριστικό μητρώο που, σύμφωνα με τον Chapoutot, προωθήθηκε από το ναζιστικό μη-κράτος, η «γερμανική ελευθερία» καθορίστηκε από μια αρχή επιτέλεσης (Leistungsprinzip). Ο κάθε αξιωματικός των SS είχε τη μέγιστη δυνατή πρωτοβουλία και ευελιξία στην εκτέλεση της αποστολής του, ενώ η κοινότητα του λαού οριζόταν ως Leistungsgemeinschaft, μια «κοινότητα επίτευξης».

Η ίδια η πιθανότητα μιας φασιστικής ελευθερίας – και η ανησυχητική επιταγή να συλογιστούμε πάνω στις διαρκείς δυνατότητες των λευκών, αποικιοκρατικών, ιδιοκτησιακών, αρρενωπών απεικονίσεων της ελευθερίας – αποκόπτεται από τη συζήτηση για τον «ολοκληρωτισμό». Αυτό ισχύει ακόμη και για την πιο φιλοσοφικά και ιστορικά γενεσιουργό παραλλαγή του τελευταίου, δηλαδή για τις Απαρχές του Ολοκληρωτισμού της Hannah Arendt, η αναγνώριση από την οποία του φαινομένου μπούμερανγκ της αποικιοκρατίας θα έπρεπε να την είχε ευαισθητοποιήσει στους φυλετικούς υπερ-προσδιορισμούς της ελευθερίας. Για την Arendt, είναι καθοριστικό πως «η ολοκληρωτική κυριαρχία … στοχεύει στην κατάργηση της ελευθερίας, ακόμη και στην εξάλειψη του ανθρώπινου αυθορμητισμού εν γένει, και σε καμία περίπτωση σε έναν περιορισμό της ελευθερίας, όσο τυραννικός κι αν είναι. Αν και μιλάει σίγουρα για τη φαινομενολογία της φασιστικής τρομοκρατίας, του στρατοπέδου, η θέση της Arendt πως ο ολοκληρωτισμός – με τον λογικό εξαναγκασμό του και την εξαφάνιση του χώρου για την ανθρώπινη κίνηση και αλληλεπίδραση – είναι ο εχθρός του αυθορμητισμού, αυτής της γενέθλιας ικανότητας για μια «νέα αρχή» που νοείται ως η ίδια η πηγή της ελευθερίας, είναι τελικά πολύ παρήγορη. Μας απαλλάσσει από την αντιμετώπιση του αυθορμητισμού και της απόλαυσης που προσφέρει ο φασισμός στους διαχειριστές, τους αγωνιστές ή τα τσιράκια του. Αν «η ελευθερία ως εσωτερική ικανότητα του ανθρώπου είναι ταυτόσημη με την ικανότητα να ξεκινά, όπως ακριβώς η ελευθερία ως πολιτική πραγματικότητα είναι ταυτόσημη με έναν χώρο κίνησης μεταξύ των ανθρώπων», όπως λέει η Arendt, είμαστε σίγουροι ότι ο φασισμός είναι καθαρά και απλά το άλλο της ελευθερίας, η απόλυτη άρνησή της;

Αλλά αν σκοπεύουμε να αντιμετωπίσουμε τη διεστραμμένη σχέση ελευθερίας και φασισμού, θα πρέπει μάλλον να ερευνήσουμε βαθύτερα την ψυχική ζωή του τελευταίου. Από την άποψη αυτή, είναι ίσως χαρακτηριστικό πως μια προσπάθεια να απεικονιστεί η «ψυχολογία του ναζισμού» ως πραγματική αποθέωση μιας «φυγής από την ελευθερία» αιώνων, το ομώνυμο θέμα του βιβλίου του Erich Fromm κατά τη διάρκεια του πολέμου, περιέχει επίσης έναν προβληματισμό σχετικά με έναν, όπως φαίνεται, πολύ σύγχρονο ψυχοκοινωνικό τύπο, τον αυταρχικό επαναστάτη. Για τον Fromm, τέτοιοι επαναστάτες

«μοιάζουν με πρόσωπα που, με βάση την εσωτερική τους δύναμη και ακεραιότητα, πολεμούν τις δυνάμεις που εμποδίζουν την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους. Ωστόσο, ο αγώνας του αυταρχικού χαρακτήρα κατά της εξουσίας είναι ουσιαστικά απείθεια. Πρόκειται για μια προσπάθεια να επιβληθεί στην και να ξεπεράσει την ίδια την αίσθηση αδυναμίας του, πολεμώντας την εξουσία, αν και η λαχτάρα για υποταγή παραμένει παρούσα, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα. Ο αυταρχικός χαρακτήρας δεν είναι ποτέ ‘επαναστάτης’· θα ήθελα να τον αποκαλέσω ‘στασιαστή’. Υπάρχουν πολλά άτομα και πολιτικά κινήματα που προκαλούν αμηχανία στον επιφανειακό παρατηρητή εξαιτίας αυτού που μοιάζει να είναι μια ανεξήγητη αλλαγή από τον ‘ριζοσπαστισμό’ στον ακραίο αυταρχισμό. Ψυχολογικά, αυτοί οι άνθρωποι είναι οι τυπικοί ‘στασιαστές’…. Ο αυταρχικός χαρακτήρας αγαπά τις συνθήκες εκείνες που περιορίζουν την ανθρώπινη ελευθερία, αγαπά να υποτάσσεται στη μοίρα».

Είναι η φασιστική αγάπη για την ελευθερία είναι απλώς μια παράκαμψη στο δρόμο προς την υποταγή – αυτό που ο Marcuse ονόμασε όχι ελευθερία αλλά «συναινετική άδεια»; Αυτό είναι ένα ερώτημα πάνω στο οποίο νομίζω πως θα πρέπει η αντιφασιστική θεωρία να σταθεί περισσότερο, ειδικά ως μια στιγμή για την αποσαφήνιση της δικής της φιλοσοφίας της απελευθέρωσης.

Μη-κράτη και αντι-κράτη: μεταξύ φασισμού και νεοφιλελευθερισμού

Παρά τους ύμνους του προς το ολοκληρωτικό κράτος, αλλά κατά μία έννοια και εξαιτίας τους, ο φασισμός θα μπορούσε να κατανοηθεί ως η ταυτόχρονη εντατικοποίηση και διάλυση της σύγχρονης μορφής του κράτους. Όχι ένας Χομπσιανός Λεβιάθαν, αλλά, για να δανειστώ τον τίτλο της πρωτοποριακής ανάλυσης του Neumann για το ναζιστικό μη-κράτος, ένα Μεγαθήριο (Behemoth) – ένας ασταθής, πολυκρατικός οργανισμός φυλετικού ιμπεριαλισμού που επιταχύνει τις κοινωνικές αντιφάσεις του μονοπωλιακού καπιταλισμού σε «μια μορφή κοινωνίας όπου λαμβάνει χώρα άμεση κυριαρχία επί του πληθυσμού, μια κυριαρχία που βασίζεται στην άρνηση των διαμεσολαβήσεων που απορρέουν από την ύπαρξη μιας σχετικά ανεξάρτητης και σταθερής εξουσίας όπως το κράτος»· «μια ανορθολογική, χαοτική, άνομη, άναρχη κατάσταση κυριαρχίας, χωρίς συνεκτική πολιτική θεωρία, ένα μη-κράτος που διατήρησε με τη βία την οικονομία σε λειτουργία για τη συσσώρευση εξουσίας ενός ηγέτη και το κέρδος των μεγάλων βιομηχανικών καπιταλιστών». Δεν είναι τυχαίο ότι ο Neumann διαμόρφωσε την ανάλυσή του σε ιδεολογική σύγκρουση με τον πρώην συνομιλητή του Carl Schmitt, ο οποίος, στο έργο του Staat, Bewegung, Volk (Κράτος, Κίνημα, Λαός) του 1933, είχε προσπαθήσει να δώσει δογματική μορφή σε αυτή την υπονόμευση της ανεξαρτησίας του κράτους από την Führerprinzip και την οντολογία της φυλής και της δύναμης – ενώ παράλληλα αποκήρυξε τον καπιταλιστικό γκανγκστερισμό και το εκβιασμό που ο Neumann περιγράφει τόσο ενδελεχώς. Ο στενός φίλος του Neumann, Herbert Marcuse, απηχούσε αυτές τις ιδέες – ερχόμενοι σε αντίθεση στη πορεία με τη θέση που συμμερίζονταν οι συνάδελφοί τους, μέλη του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών, Friedrich Pollock και Max Horkheimer, σύμφωνα με τους οποίους ο ναζισμός είχε γεννήσει μια ιστορικά νέα και δυνητικά σταθερή μορφή αυταρχικού κρατικού καπιταλισμού.

Για τον Marcuse, ο ναζισμός είχε ουσιαστικά καταργήσει τη διάκριση μεταξύ κράτους και κοινωνίας, από την οποία εξαρτιόταν η έννοια του πρώτου, οδηγώντας σε μια ασταθή κατάσταση που βασιζόταν στην «απευθείας και άμεση αυτοκυβέρνηση των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων επί του υπόλοιπου πληθυσμού» – μια de facto κατάργηση όχι μόνο της σύγχρονης μορφής του κράτους αλλά και του σύγχρονου δικαίου, την οποία ο Marcuse βρίσκει νομιμοποιημένη και μυστικοποιημένη στο επιχείρημα του Schmitt για μια «πολλαπλότητα των τάξεων» που καταργεί κάθε έστω και νοητή υπέρβαση του νομικού. Αν και μπορεί κανείς να θέλει ήδη να μιλήσει εδώ για ολοκληρωτισμό, δεν υπήρχε ολοκληρωτικό κράτος σε μια κατάσταση όπου κυριαρχούσε η τριπλή κυριαρχία του κεφαλαίου, του κόμματος και του στρατού και στην οποία ο Hitler λειτουργούσε ως τόπος συμβιβασμού – το κράτος γινόταν έτσι απλώς «η κυβέρνηση των ενσαρκωμένων οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων». Όχι ένα ολοκληρωτικό κράτος, αλλά ένα κράτος-μηχανή, του οποίου η απόδοση μετριέται από την αποτελεσματικότητά του.

Για τον Marcuse, η μηχανή-κράτος εδώ «μοιάζει να κινείται από την ίδια της την αναγκαιότητα και εξακολουθεί να είναι ευέλικτη και υπάκουη στην παραμικρή αλλαγή στη συγκρότηση των κυρίαρχων ομάδων. Όλες οι ανθρώπινες σχέσεις απορροφούνται από το αντικειμενικό έργο του ελέγχου και της επέκτασης». Αντί να απηχεί την μάλλον αντιδιαλεκτική αντιπαράθεση μεταξύ της κοινωνίας της αγοράς και του ολοκληρωτισμού που διατύπωναν τότε ορισμένα μέλη της εξόριστης Σχολής της Φρανκφούρτης, ο Marcuse επισήμανε τη σύνθετη γενετική και δομική σχέση μεταξύ του φασισμού και του φιλελεύθερου καπιταλισμού – κάτι που είχε ήδη αρχίσει να σκιαγραφεί στο δοκίμιο του 1934 με τίτλο «Ο αγώνας κατά του φιλελευθερισμού στην ολοκληρωτική θεώρηση του κράτους», όπου επίσης ανέφερε την περιβόητη αναφορά του Ludwig von Mises στο έργο του Φιλελευθερισμός του 1927 στον φασισμό ως σωτήρα του δυτικού πολιτισμού, αν και «πρόχειρο μπάλωμα» που θα αντικατασταθεί από μια οχυρωμένη φιλελεύθερη τάξη. Όπως δήλωσε ο Marcuse το 1942:

«Η εμφάνιση του Τρίτου Ράιχ είναι η εμφάνιση του πιο αποτελεσματικού και αδίστακτου ανταγωνιστή. Το εθνικοσοσιαλιστικό κράτος δεν είναι η αντιστροφή αλλά η τελειοποίηση του ανταγωνιστικού ατομικισμού. Το καθεστώς απελευθερώνει όλες εκείνες τις δυνάμεις του βάναυσου ατομικού συμφέροντος που οι δημοκρατικές χώρες προσπάθησαν να περιορίσουν και να συνδυάσουν με το συμφέρον της ελευθερίας. Όπως κάθε άλλη μορφή ατομικιστικής κοινωνίας, ο εθνικοσοσιαλισμός λειτουργεί στη βάση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Κατά συνέπεια, αποτελείται από δύο διαμετρικά αντίθετα στρώματα, τον μικρό αριθμό εκείνων που ελέγχουν την παραγωγική διαδικασία και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού που, άμεσα ή έμμεσα, εξαρτάται από τους πρώτους. Στο πλαίσιο του εθνικοσοσιαλισμού είναι η θέση του ατόμου σε αυτό το στο δεύτερο στρώμα που έχει αλλάξει πιο δραστικά. Και εδώ, ωστόσο, οι αλλαγές καρποφορούν μάλλον παρά έρχονται σε αντίθεση με ορισμένες τάσεις της ατομικιστικής κοινωνίας».

Μαζί με τη σύντομη ανακάλυψη της πρώιμης αυτό-εικόνας του ιταλικού φασισμού ως βίαιου εθνικισμού που αποσκοπούσε στην επιβολή του οικονομικού φιλελευθερισμού, αυτή η κατανόηση της ναζιστικής Γερμανίας ως «μη-κράτους» – την ασταθή αρένα για πολιτικούς και οικονομικούς ανταγωνισμούς εξουσίας, που καθοδηγείται και νομιμοποιείται από τον φυλετικό ιμπεριαλισμό – θα πρέπει να βοηθήσει να αποδυναμωθεί η ανεξέλεγκτη εξάρτησή μας από ένα παράδειγμα ολοκληρωτισμού που αντιμετωπίζει τον φασισμό και τον φιλελευθερισμό ως απλά αντίθετα. Ο φασισμός δεν εξηγείται πλήρως και επαρκώς ως κρατολατρεία, ούτε ως υπαγωγή των αγορών στο κράτος. Ο φιλελευθερισμός, από την πλευρά του, ταυτίζεται μόνο με τον περιορισμό της κρατικής και πολιτικής εξουσίας με κόστος την εκκένωση της ιστορικής του πραγματικότητας.

Τι γίνεται με την ιδέα ότι ο νεοφιλελευθερισμός μπορεί να κατανοηθεί επαρκώς ως κρατοφοβία, ως μια οικονομική πολεμική μηχανή με στόχο τη διάλυση των κρατικών δυνατοτήτων; Αυτό το χρήσιμο παραμύθι έχει καταρριφθεί επαρκώς από όλες τις σοβαρές πρόσφατες έρευνες για την πνευματική και πολιτική ιστορία του νεοφιλελευθερισμού. Στην σημαντική πολεμική ιστορία του νεοφιλελευθερισμού, Le choix de la guerre civile (Η επιλογή του εμφυλίου πολέμου), οι Pierre Dardot, Haud Guéguen, Christian Laval και Pierre Sauvêtre συνοψίζουν αυτή τη θέση με απόλυτη καθαρότητα: Όπως καταγράφει η ιστορία τους, από το Σαντιάγο της Χιλής μέχρι το Μάαστριχτ, από τη Μπραζίλια μέχρι την Ουάσιγκτον, «δεν υπάρχει άλλος νεοφιλελευθερισμός εκτός από τον αυταρχικό», καθώς στον πυρήνα του βρίσκεται η «κυριαρχία του ιδιωτικού δικαιώματος που εγγυάται μια ισχυρή εξουσία» – ένα ισχυρό κράτος για μια ελεύθερη αγορά. Αυτό συνεπάγεται ουσιαστικά «ένα πολιτικό σχέδιο εξουδετέρωσης του σοσιαλισμού σε όλες τις μορφές του και, πέραν αυτού, όλων των μορφών του αιτήματος για ισότητα, μια απαίτηση που προβάλλουν οι θεωρητικοί και οι δοκιμιογράφοι που είναι επίσης, εξ αρχής, πολιτικοί επιχειρηματίες». Για το σκοπό αυτό, «η νεοφιλελεύθερη κοινωνική κατασκευή αναδιαρθρώνει τις σχέσεις κράτους/κοινωνίας, όχι με στόχο την αποδυνάμωση του κράτους, αλλά μάλλον με στόχο την ενίσχυση των κρατικών θεσμών που δημιουργούν και οχυρώνουν την πειθαρχική δύναμη των αγορών».

Αλλά αν θέλουμε να ασχοληθούμε με τις φασιστικές δυνατότητες του νεοφιλελευθερισμού, είναι επιτακτική ανάγκη να ασχοληθούμε με αναλύσεις που δίνουν έμφαση στη διαμορφωτική λειτουργία της φυλής και του ρατσισμού στην ανάπτυξη και εμπέδωση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και ιδεολογιών. Πιο συγκεκριμένα, νομίζω ότι μπορούμε να πούμε ότι η εστίαση στα φυλετικά καθεστώτα του νεοφιλελευθερισμού παρέχει ασύγκριτες αποδείξεις για τη θέση ότι θεσπίζει μια διαφορική ενίσχυση του κράτους, η οποία με τη σειρά της επιτείνει και επαναδραστηριοποιεί εκείνες τις «μοιραίες συζεύξεις εξουσίας και διαφοράς» που, σύμφωνα με τον Stuart Hall, καθορίζουν τη δημιουργία, την διάλυση και την αναδιαμόρφωση της φυλής. Από την άποψη αυτή, πιστεύω ότι πολλά μπορούν να κερδηθούν από τη διερεύνηση της εννοιολογικής και αναλυτικής φόρμουλας που προωθεί η Ruth Wilson Gilmore στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης πολιτικής και γεωγραφικής διερεύνησης της σύνδεσης των κρατικών δυνατοτήτων, του ταξικού πολέμου και της φυλετικοποίησης στο «βιομηχανικό σύμπλεγμα των φυλακών» – το αντικρατικό κράτος. Σε ένα δοκίμιο που έγραψε το 2008 μαζί με τον Craig Gilmore, με τίτλο «Restating the Obvious», η Gilmore μας παρέχει ορισμένα σημαντικά στοιχεία για την υλιστική ανάλυση της θέσης του κράτους στον αντιδραστικό πολιτικό κύκλο στον οποίο βρισκόμαστε. Θα ήθελα εν συντομία να αναλύσω τρία από αυτά εδώ, με σκοπό να υποδείξω τη χρησιμότητά τους ως εργαλεία με τα οποία μπορούμε να σκεφτούμε το παρόν και τις φασιστικές του δυνατότητες.

Πρώτον, μια αναλυτική διάκριση μεταξύ κράτους και κυβέρνησης. Το κράτος ορίζεται εδώ ως «ένα εδαφικά περιορισμένο σύνολο σχετικά εξειδικευμένων θεσμών που αναπτύσσονται και αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου στα κενά και τις ρωγμές των κοινωνικών συγκρούσεων, του συμβιβασμού και της συνεργασίας», ενώ οι κυβερνήσεις είναι «οι κινητήριες δυνάμεις – πολιτικές και προσωπικό – που θέτουν σε κίνηση τις κρατικές δυνατότητες και οργανώνουν ή εξαναγκάζουν τους ανθρώπους στη δικαιοδοσία τους να ζουν τη ζωή τους σύμφωνα με τους κεντρικά διαμορφωμένους και επιβαλλόμενους κανόνες». Το κράτος κατανοείται ουσιαστικά υπό όρους δυνατοτήτων, δηλαδή των υλικά θεσπισμένων και εφαρμόσιμων εξουσιών – να διανέμει ή να ιεραρχεί, να αναπτύσσει ή να εγκαταλείπει, να φροντίζει ή να ποινικοποιεί. Ένας από τους κύριους στόχους του νεοφιλελευθερισμού (ιδίως στην υπερφίαλη εμμονή του με τη συνταγματοποίηση της τάξης της αγοράς) είναι να «ενσωματώσει» τις αρχές του στις κρατικές δυνατότητες αυτές καθαυτές, έτσι ώστε ακόμη και μια κατ’ όνομα σοσιαλιστική ή σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση να είναι αναγκασμένη να εφαρμόζει νεοφιλελεύθερες πολιτικές.

Δεύτερον, στα πολιτεύματα που δομούνται από τις μακροχρόνιες κληρονομιές και τα μεταβλητά καθεστώτα του φυλετικού καπιταλισμού, το κράτος είναι επίσης ένα φυλετικό κράτος, το οποίο μπορεί κάλλιστα να λειτουργεί διοικητικά και νομικά μέσω μιας δηλωμένης δέσμευσης για «αχρωματοψία». Όπως γράφουν οι Gilmore, σε ένα απόσπασμα που συμπυκνώνει εύστοχα τις αρετές μιας ιστορικής-υλιστικής γεωγραφικής ευαισθησίας όταν αφορά τη σύνδεση πολιτικής και φυλής:

«Η διαχείριση των φυλετικών κατηγοριών από το κράτος είναι ανάλογη με τη διαχείριση των αυτοκινητοδρόμων ή των λιμανιών ή των τηλεπικοινωνιών: οι ρατσιστικές ιδεολογικές και υλικές πρακτικές είναι υποδομές που πρέπει να ανανεώνονται, να αναβαθμίζονται και να εκσυγχρονίζονται περιοδικά: αυτό εννοείται με τον όρο φυλετικοποίηση. Και το ίδιο το κράτος, όχι μόνο συμφέροντα ή δυνάμεις εξωτερικές προς το κράτος, οικοδομείται και ενισχύεται μέσω αυτών των πρακτικών. Μερικές φορές αυτές οι πρακτικές έχουν ως αποτέλεσμα την ‘προστασία’ ορισμένων φυλετικών ομάδων και άλλες φορές τη θυσία τους».

Τρίτον, ενώ το κράτος υπήρξε βέβαια αναπόσπαστος υλικός και συμβολικός εταίρος σε όλη την ιστορία του καπιταλισμού, το παρόν έχει καταλήξει να ορίζεται από μια μοναδική ρητορική – συνδεδεμένη με την τροχιά του νεοφιλελευθερισμού αλλά και που την υπερβαίνει – δηλαδή αυτή του αντικρατικού κράτους, ενός κράτους που υπόσχεται την ίδια του την καταστροφή και που χρησιμοποιεί αυτή την υπόσχεση για να αυξήσει, να εντείνει και να διαφοροποιήσει τις δυνατότητες του, τις εξουσίες του. Η μαχητική εκδοχή – σκεφτείτε τη ρήση του Ronald Reagan: «Οι εννέα πιο τρομακτικές λέξεις στην αγγλική γλώσσα είναι: Είμαι από την Κυβέρνηση, και ήρθα να βοηθήσω» (The nine most terrifying words in the English language are: I’m from the Government, and I’m here to help) – ενισχύεται από μοιρολατρική ακαδημαϊκή απολογία· θυμηθείτε τους τετριμμένους ψαλμούς της «παγκοσμιοποίησης» ως έκλειψη του κράτους. Σε αντίθεση με το όραμα της μαζικής φυλάκισης ως το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας ιδιωτικοποίησης, η έκτακτη, ρατσιστική αύξηση των φυλακών είναι εσωτερική και εμβληματική των μεταλλάξεων που συμβαίνουν στο κράτος, στη σύνθεση των φορέων και των πόρων του, τις οποίες συχνά συσκοτίζει μια μονοδιάστατη κατανόηση του νεοφιλελευθερισμού – ένας «οικονομισμός χαμηλών πτήσεων», για να δανειστώ το σλόγκαν του Stuart Hall. Όπως σημειώνουν οι Gilmore:

«Επειδή οι φυλακές και οι κρατούμενοι αποτελούν μέρος της δομής του κράτους, επιτρέπουν στις κυβερνήσεις να εδραιώσουν την κρατική νομιμότητα μέσω του ισχυρισμού ότι παρέχουν κοινωνική ‘προστασία’ σε συνδυασμό με το μονοπώλιο της άσκησης μέσω ανάθεσης της βίας. Το κράτος εδραιώνει τη νομιμότητα ακριβώς επειδή κυριαρχεί βίαια σε ορισμένους ανθρώπους και έτσι τους ορίζει (και τους καθιστά ορατούς στους άλλους) ως το είδος των ανθρώπων που πρέπει να καταπιέζονται. Διαμορφώνοντας τη συμπεριφορά της πολιτείας, το αντικρατικό κράτος φυσικοποιεί τη βίαιη κυριαρχία».

Μιλώντας για την εμπλοκή του συμπλέγματος βιομηχανίας- φυλακών με το αντικρατικό κράτος ως «ένα κράτος που αναπτύσσεται με την υπόσχεση της συρρίκνωσης», οι Gilmore συνδέονται με τις πρωτοποριακές αναλύσεις του Antonio Negri για το κράτος της κρίσης, και ιδιαίτερα με την οξυδερκή θέση του πως:

«Η αντεπανάσταση του καπιταλιστή επιχειρηματία σήμερα μπορεί να λειτουργήσει αυστηρά μόνο από ένα πλαίσιο αύξησης των καταναγκαστικών εξουσιών του κράτους. Η ‘νέα δεξιά’ ιδεολογία του laissez-faire συνεπάγεται την επέκταση νέων τεχνικών καταναγκαστικής και κρατικής παρέμβασης στην κοινωνία στο σύνολό της».

Αλλά αυτό που η οπτική του Negri – αυτή των μαζικών κινητοποιήσεων και του υφέρποντος εμφυλίου πολέμου στην Ιταλία τη δεκαετία του 1970 – μπορεί να μην τον έχει προετοιμάσει πλήρως για να τις αντιληφθεί, και αυτό στο οποίο πρέπει να σταθούμε για να διακρίνουμε τις φασιστικές πιθανότητές στο αντικρατικό κράτος, είναι εκείνες οι υποκειμενικές επενδύσεις στις φυσικοποιήσεις της βίαιης κυριαρχίας που συνοδεύουν την προώθηση κτητικών και ρατσιστικών αντιλήψεων για την ελευθερία. Εδώ πρέπει να αναλογιστούμε όχι μόνο το γεγονός ότι ο νεοφιλελευθερισμός λειτουργεί μέσω ενός ρατσιστικού κράτους ή πως, όπως οι σχολιαστές έχουν αρχίσει να αναγνωρίζουν και να περιγράφουν λεπτομερώς, διαμορφώνεται από ένα ρατσιστικό και πολιτισμικό φαντασιακό που οριοθετεί ποιος είναι άξιος για τις ελευθερίες της αγοράς. Πρέπει επίσης να προσέξουμε το γεγονός ότι το αντικρατικό κράτος θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο λαϊκής προσκόλλησης ή καλύτερα λαϊκιστικής επένδυσης μόνο μέσω της διαμεσολάβησης της φυλής.

Στις πρώιμες αναλύσεις του για τον Θατσερισμό, ο Stuart Hall κατέδειξε – με τρόπους που εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα επίκαιροι για την εποχή μας – πώς ο αυταρχικός λαϊκισμός κυοφορήθηκε στις δεκαετίες του 1960 και 1970 γύρω από μια πλημμύρα φυλετικών ηθικών πανικών. Αυτή η διαδικασία διαδραμάτισε βασική διαμεσολαβητική, παγιωτική και αναπαραγωγική λειτουργία για την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού στην πολιτική πρωτοκαθεδρία. Ο ρατσισμός ήταν υπό αυτή την έννοια ένα είδος εσωτερικού συμπληρώματος του νεοφιλελευθερισμού. Με τη γκραμσιανή ορολογία του Hall, κατέστησε δυνατή (υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες μιας Αγγλίας που μαστιζόταν από την κρίση) την εξουδετέρωση «της αντίφασης μεταξύ λαού και κράτους/εξουσιαστικού μπλοκ και [να κερδίσει] τόσο αποφασιστικά λαϊκές εγκλήσεις υπέρ της Δεξιάς». Ο αυταρχικός λαϊκισμός θα μπορούσε κατά συνέπεια να κατανοηθεί ως

«το εγχείρημα, κεντρικής σημασίας στην πολιτική του θατσερισμού, να θεμελιώσει τη νεοφιλελεύθερη πολιτική άμεσα σε μια έκκληση προς ‘το λαό’· να τον ριζώσει στις ουσιοκρατικές κατηγορίες της εμπειρίας της κοινής λογικής και του πρακτικού ηθικισμού – και αυτό για να κατασκευάσει, όχι απλώς να αφυπνίσει, τάξεις, ομάδες και συμφέροντα σε έναν συγκεκριμένο ορισμό του ‘λαού’».

Αυτή η κατασκευή ήταν και παραμένει ρατσιστικοποιημένη – με διαδοχικές απεικονίσεις του μη- ή α-ανθρώπου (στο Ηνωμένο Βασίλειο, από νεαρούς μαύρους προλετάριους που παρουσιάζονται ως «ληστές», μέχρι μουσουλμάνους στο μονοπάτι της «ριζοσπαστικοποίησης» και, πιο πρόσφατα, ανατολικοευρωπαίους εργάτες που απειλούν τις «βρετανικές θέσεις εργασίας»). Στην αγγλική παραλλαγή του, ο νεοφιλελευθερισμός στην εξουσία εκφράστηκε αρχικά ως εθνικολαϊκισμός (και, στο εγχείρημα των Φόκλαντ, ως αναγεννημένος κοινωνικός ιμπεριαλισμός), και σε μεγάλο βαθμό παραμένει τέτοιος. Για αυτό και η κρίσιμη πράξη της εξαφάνισης διαμεσολαβητών όπως ο Enoch Powell, του οποίου η πιο ανοιχτή και πολεμική ρατσιστική ρητορική έσπειρε έναν πιο ευρύ διάδοχο (μια δυναμική που παραλληλίζεται με τη σχέση μεταξύ Goldwater και Nixon στο πλαίσιο των ΗΠΑ, ή το ρόλο του Εθνικού Μετώπου στην επιτάχυνση της δεξιάς διολίσθησης της καθιερωμένης γαλλικής πολιτικής).

Για τον Hall, η ιδεολογική σταυροφορία στα μέσα της δεκαετίας του 1970 – η αντεπανάσταση του καπιταλιστή επιχειρηματία κατά τον Negri – απαιτούσε διείσδυση σε «κάποιες από τις βασικές και ριζικές κοινωνικές ιδέες του πληθυσμού» και τη σκηνοθεσία ενός είδους λαϊκής «εγγαστριμυθίας» που θα μπορούσε να βασιστεί στις «πραγματικές υλικές πηγές της λαϊκής δυσαρέσκειας», προσδένοντας τους ανθρώπους στις πρακτικές του κυρίαρχου μπλοκ και αντλώντας από τη «τρομερά συντηρητική δύναμη» της «παραδοσιακής και μη διορθωμένης κοινής λογικής». Από αυτή την άποψη, σε αντίθεση με τον σοσιαλδημοκρατικό (Εργατικό) προηγούμενο του, αυτός ο αυταρχικός λαϊκιστικός νεοφιλελευθερισμός αποτέλεσε ένα είδος παθητικής επανάστασης που στηριζόταν σε «ακατάπαυστες προσπάθειες να οικοδομηθεί το κίνημα προς ένα πιο αυταρχικό καθεστώς από μια μαζική λαϊκιστική βάση». Με άλλα λόγια, ο νεοφιλελευθερισμός πρέπει να είναι λαϊκιστικός επειδή δεν μπορεί να είναι λαϊκοδημοκρατικός.

Ο Hall, όπως είδαμε εν συντομία στη συζήτησή μας για τον φυλετικό φασισμό, έβαζε στο προσκήνιο την ιδιαιτερότητα του θατσερισμού μέσω της κριτικής αντίθεσης με μια επιπόλαιη αριστερή στάση που ισοπέδωνε όλο τον αυταρχισμό σε ένα γνωστό φασιστικό φάσμα – ένα μάθημα που εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα. Ωστόσο, δεν είναι άσχετο να αναρωτηθούμε πώς ένας νεοφιλελευθερισμός που ήρθε στην εξουσία ως εθνικιστικός ή και νεοϊμπεριαλιστικός λαϊκισμός, εργαλειοποιώντας ρατσιστικούς ηθικούς πανικούς και ρατσιστικούς (και έμφυλους) ταξικούς αγώνες, προετοίμασε επίσης τη σύγχρονη αναβίωση μιας ακροδεξιάς που παραμένει βασισμένη «όχι στην ανατροπή αλλά στην κορύφωση του ανταγωνιστικού ατομικισμού». Όπως αποδεικνύεται από τις περιπτώσεις των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Βραζιλίας, της Γερμανίας και άλλων χωρών, δεν υπάρχουν στεγανά μεταξύ των μαχητικών νεοφιλελευθερισμών και των πολυάριθμων παραλλαγών της σύγχρονης αντίδρασης, συμπεριλαμβανομένων των νεο- ή μεταφασιστικών. Είναι χρήσιμο θυμηθούμε εδώ τον ισχυρισμό των Dardot και άλλων πως ο νεοφιλελευθερισμός «δεν μπορεί να οριστεί θετικά από ένα συγκεκριμένο πολιτικό καθεστώς»:

«Εδώ βρίσκεται η καρδιά της αυταρχικής διάστασης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής: η δομή του κράτους μπορεί να ποικίλλει, το πολιτικό προσωπικό και η συμπεριφορά του επίσης, αυτό που είναι βασικό είναι ότι οι κυβερνώντες πρέπει να είναι αρκετά ισχυροί ώστε να επιβάλλουν τη συνταγματικοποίηση του ιδιωτικού δικαιώματος και να περιορίζουν έτσι το πεδίο του τι μπορεί να συζητηθεί».

Το κατά πόσον ένας ρεβανσιστικός δεξιός λαϊκισμός μπορεί, ηθελημένα ή όχι, να απειλήσει αυτή τη συνταγματοποίηση δεν είναι ξεκάθαρο – ακόμη και οι σημερινές προστατευτικές κινήσεις σέβονται τις αξίες του νεοφιλελευθερισμού και τις ταξικές επιταγές του. Ίσως αντί για αυτά τα δογματικά ζητήματα – που συχνά θολώνουν από την ιδεολογική ευελιξία και τον καιροσκοπισμό της δεξιάς – θα έπρεπε να προσέξουμε τις κοινωνικές και πολιτικές διαδρομές που συνδέουν τις πιθανότητες φασιστικής αναζωπύρωσης με τα νοσηρά συμπτώματα του νεοφιλελευθερισμού.

Εδώ είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε την πρόσφατη ανάλυση του Grégoire Chamayou για τη γέννηση του «αυταρχικού φιλελευθερισμού» στην Ευρώπη το μοιραίο έτος 1932 και τις ανησυχητικές ομοιότητες του με το παρόν, και συγκεκριμένα σε αυτό που αποκαλεί

«ο συντηρητικο-αυταρχικός μηχανισμός [engrenage]: τα κοινωνικά καταστροφικά αποτελέσματα του απορριφθέντος οικονομικού προγράμματος [της κυβέρνησης] εξάντλησαν τη ξεφτισμένη πολιτική βάση στην οποία μπορούσε ακόμη να στηριχθεί, έτσι ώστε σύντομα δεν μπορούσε να συνεχίσει προς την ίδια κατεύθυνση, παρά μόνο ανεβάζοντας την ένταση του αυταρχισμού της για να επιβάλει μέτρα του ίδιου είδους που παρήγαγαν το ίδιο είδος αποτελεσμάτων, και ούτω καθεξής».

Το αντικρατικό κράτος δεν εκδηλώνεται μόνο ως «μια σειρά από πειθαρχικές αντιδράσεις στο χάος που διευκόλυνε», αλλά, όπως ο Ugo Palheta έχει αποδείξει για τη γαλλική περίπτωση, οι παρατεταμένες κρίσεις ηγεμονίας και κοινωνικής αναπαραγωγής που επέφεραν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές συνέβαλαν στην άνθηση των φασιστικών δυνατοτήτων. Η κρίση του 2007-8 ήταν μια ιδιαίτερη στιγμή από αυτή την άποψη, τόσο στη Γαλλία όσο και αλλού, αποκαλύπτοντας ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει κοινωνικά αποδεκτές λύσεις, ότι το μόνο που μπορεί να προσφέρει είναι ένας φαινομενικά ατελείωτος ορίζοντας λιτότητας, στασιμότητας, μείωσης του βιοτικού επιπέδου, αυξανόμενης ανισότητας, συσσώρευσης μέσω της αποστέρησης, οργανωμένης εγκατάλειψης και της κατασταλτικής ενίσχυσης του κράτους απέναντι σε κάθε πρόκληση ή εναλλακτική λύση. Οι ανασυνδυασμοί του νεοφιλελευθερισμού φανερώνουν την ενίσχυση των αυταρχικών τάσεων, σε ένα πλαίσιο κυριαρχίας χωρίς ηγεμονία, στο οποίο οι άρχουσες τάξεις υφίστανται μια διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης, ένα πλαίσιο στο οποίο η συνέχιση της κυριαρχίας τους εξαρτάται από την αποψίλωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και δυνατοτήτων.

Είναι δύσκολο να μη θυμηθούμε στο σημείο αυτό τη ρήση του Karl Polanyi ότι «για να κατανοήσουμε τον γερμανικό φασισμό, πρέπει να επιστρέψουμε στη Ρικαρδιανή Αγγλία» και τη σχετική παρατήρησή του, σύμφωνα με την οποία ο φασισμός ήταν «απλώς το αποτέλεσμα της αμοιβαίας ασυμβατότητας της Δημοκρατίας και του Καπιταλισμού στην εποχή μας». Ο φασισμός, για τον συγγραφέα του Μεγάλου Μετασχηματισμού, είναι «εκείνη η επαναστατική λύση που κρατάει ανέγγιχτο τον καπιταλισμό». Πίσω από αυτό βρισκόταν η θέση μιας μακράς διάρκειας των φασιστικών πιθανοτήτων, η οποία βασιζόταν στην «αναζωπύρωση της παλιάς εχθρότητας του καπιταλισμού προς τη λαϊκή διακυβέρνηση». Η ανελέητη εχθρότητα προς μια ουσιαστική, κοινωνικοοικονομική έννοια της δημοκρατίας, όπως αυτή του Polanyi, δεν είναι απλώς κάτι που το αντικρατικό κράτος, ως ρητορική και πρακτική του νεοφιλελευθερισμού, μοιράζεται από κοινού με τα νέα πρόσωπα της αντίδρασης. Η ρατσιστική αντιδημοκρατική εμπάθεια του νεοφιλελευθερισμού δημιουργεί τις υλικές και ιδεολογικές συνθήκες για τις προσπάθειες να κερδηθούν λαϊκές παρεμβάσεις για την ακροδεξιά, τόσο στην εκλογική αρένα και όσο πέρα από αυτή. Ο τρόπος μέσω του οποίου αναδύονται φασιστικές δυνατότητες ή τροχιές μέσα από τα «διασπαστικά στελέχη» του νεοφιλελευθερισμού περιλαμβάνει την υπερτροφοδότηση των εγγενών χαρακτηριστικών της νεοφιλελεύθερης τάξης – λεηλάτηση της φύσης για χάρη του κέρδους, επιθέσεις στη διανομή του κοινωνικού μισθού, εξύμνηση του κτητικού ατομικισμού και της ληστρικής επιχειρηματικότητας – υπό την κάλυψη της αμφισβήτησης ορισμένων από τις υποτιθέμενες καθοριστικές διαστάσεις της. Ο αντικρατισμός της σύγχρονης αντίδρασης παντρεύει θέματα πολιτιστικού πολέμου και εταιρικές ντιρεκτίβες, ιδίως εκείνες του κεφαλαίου των ορυκτών καυσίμων – αναλογιστείτε το διαβόητο κάλεσμα του Steve Bannon για την «αποδόμηση του διοικητικού κράτους».

Η σημερινή ακροδεξιά συνδυάζει έναν κυνικά επιλεκτικό αντικρατισμό με έναν ρεβανσιστικό εθνο-εθνικισμό που συνδέεται με πάθος με τον συμβολισμό και την πραγματικότητα του κατασταλτικού κράτους – σκεφτείτε την αμερικανική σημαία της «λεπτής μπλε γραμμής» (thin blue line), τα συνθήματα «οι μπλε ζωές έχουν αξία» (blue lives matter) και άλλα παρόμοια. Ο ύστερος φασισμός είναι επομένως τόσο μια αντίδραση ενάντια σε ορισμένες πτυχές της νεοφιλελεύθερης στιγμής (αυτές που κωδικοποιούνται και ενίοτε ρατσιστικοποιούνται ως «παγκοσμιοποιητικές») όσο και μια παθιασμένη υπερταύτιση με τις καταναγκαστικές διαστάσεις του αντικρατικού κράτους. Φέρνει στο προσκήνιο την απενοχοποιημένη εξάρτηση του νεοφιλελευθερισμού από τις πολιτιστικές αφηγήσεις της λευκής υπεροχής, ενώ παρατείνει τον αντιφατικό εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση της υποδομής του φυλετικού κράτους. Αυτός ο όψιμος φασισμός, που έρχεται μετά τις κούφιες προφητείες για τη νεοφιλελεύθερη εξουδετέρωση του πολιτικού, είναι ένα είδος δεύτερης τάξης ή αντανακλαστικής επιβεβαίωσης του αυταρχικού υποστρώματος του νεοφιλελευθερισμού. Διατηρείται από τη θόλωση των συνόρων μεταξύ των φιλελεύθερων αντιλήψεων για την ελευθερία και τον ατομικισμό (ως ελευθερία της αγοράς, ελευθερία της ιδιοκτησίας, ελευθερία από παρεμβάσεις στην ατομική κυριαρχία) και αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε φασιστικό όραμα της ελευθερίας (ελευθερία να κυριαρχείς, να κυβερνάς) – και τα δύο έλκονται προς επιθετικές φαντασιώσεις ανταγωνισμού ή «καταλληλότητας» και από την απέχθεια προς την αλληλεγγύη, τη φροντίδα, την ευαλλωτότητα.

Εκείνοι των οποίων ο ορίζοντας παραμένει ο ριζικός μετασχηματισμός του κράτους, το οποίο νοείται ως συμπύκνωση και φορέας της ταξικής εξουσίας και της κοινωνικής βίας – οι οποίοι στοχεύουν, ως κομμουνιστές, σε ένα «μη κρατικό κράτος» – θα πρέπει επομένως να αντιμετωπίσουν την ενσωμάτωση φασιστικών πιθανοτήτων στο αντικρατικό κράτος. Τέτοια δυναμικά μπορεί, σε περιόδους κρίσης, να οργανωθούν γύρω από νέες μορφές εκείνης της εξοντωτικής και επιχειρηματικής βίας που καθόρισε το ναζιστικό μεγαθήριο ως μη-κράτος.

Δείτε: Alberto Toscano: Late Fascism. Παρουσίαση και συζήτηση του βιβλίου Late Fascism στο Πανεπιστήμιο Σάιμον Φρέιζερ

 
από: https://geniusloci2017.wordpress.com