Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Journal of Modern Greek Studies 29. Η Katerina Stefatos είναι επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πόλης της Νέας Υόρκης και συντονίστρια του προγράμματος ελληνικών σπουδών του Πανεπιστημίου Κολούμπια.
Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας
Εισαγωγή
Κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου και της περιόδου που ακολούθησε, χιλιάδες πολίτες, μεταξύ των οποίων μεγάλος αριθμός γυναικών, εκτελέστηκαν, εκτοπίστηκαν, φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν σε μια σειρά από επεισόδια διαρκούς πολιτικής βίας και καταπίεσης. Οι γυναίκες διώχθηκαν και καταπιέστηκαν πολιτικά, συχνά ανεξάρτητα από το βαθμό και το χαρακτήρα της εμπλοκής και της συμμετοχής τους στο Αντιστασιακό Κίνημα και τον Εμφύλιο Πόλεμο. Σε όλη αυτή την πολιτικά ταραγμένη περίοδο των μεγάλων κοινωνικών αναταραχών, οι εθνικιστικές και μιλιταριστικές αφηγήσεις αναβιώθηκαν και έγιναν μέρος της επίσημης ρητορικής, εδραιώνοντας ξανά τις παραδοσιακές ιεραρχίες και έμφυλες νόρμες. Ο πολιτικός και κοινωνικός τόπος που προέκυψε αποτέλεσε τη βάση για τον υποβιβασμό των γυναικών σε ανήθικες, σε μια προσπάθεια όχι μόνο να τις ατιμάσουν πολιτικά αλλά και για να εξασφαλιστεί ο εθνικός εξαγνισμός. Το εθνικιστικό καθεστώς υποβίβασε στην ιδιωτική σφαίρα τις γυναίκες που δραστηριοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του Αντιστασιακού Κινήματος και του Εμφυλίου Πολέμου, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την εθνική καθαρότητα μέσω της τιμωρίας και της εθνικής αναμόρφωσης όσων είχαν παραβιάσει το καθιερωμένο σύστημα σχέσεων εξουσίας. Οι πρώην αντάρτισσες και αντιφρονούσες ανήκαν σε αυτή την κατηγορία. Με το χαρακτηρισμό τους ως ακάθαρτων και παραπλανημένων, η αναμόρφωση τους προβαλλόταν ως υποχρεωτική. Μέσω της καταπιεστικής νομοθεσίας και της εθνικιστικής και θρησκευτικής αναμόρφωσης θεσπίστηκαν η εξορία και η αποστέρηση. Η πολιτική συνείδηση των γυναικών πολιτικών αντιπάλων εξισώθηκε σκόπιμα με την ανηθικότητα, προκειμένου να νομιμοποιηθεί ακόμη περισσότερο η βάρβαρη μεταχείρισή τους.
Στόχος του δοκιμίου αυτού είναι να αναδείξει τα έμφυλα χαρακτηριστικά της πολιτικής βίας κατά των γυναικών και να τα αναλύσει μέσα στο πλαίσιο της εθνικιστικής ιδεολογίας και των παραδοσιακών ρόλων των φύλων μέσω των οποίων θεσμοθετήθηκαν και νομιμοποιήθηκαν οι καταπιεστικοί μηχανισμοί. Η εστίαση μου δεν εστιάζει μόνο στις ανοιχτά βίαιες και καταπιεστικές τακτικές και συμπεριφορές, αλλά και σε αυτό που η Nancy Henley αποκαλεί «μικρο-πολιτική», δηλαδή τις ανεπαίσθητες μορφές αποκλεισμού που παραμένουν πολύ αποτελεσματικές μορφές εξουσίας και κυριαρχίας. Το δοκίμιο αυτό βασίζεται σε γνώσεις προερχόμενες από τις σπουδές φύλου και την ανάλυση λόγου σε μια προσπάθεια να καταδείξει όχι μόνο τις σύνθετες σχέσεις και τις πολύπλευρες διαστάσεις της έμφυλης βίας και του εξαναγκασμού, αλλά και τις θεσμοθετημένες μορφές εξουσίας που βρίσκονται στη ρίζα αυτής της βίας. Οι πηγές περιλαμβάνουν καταγεγραμμένες μαρτυρίες γυναικών και δημοσιευμένα απομνημονεύματα, πολιτικά έγγραφα και αρχεία, καθώς και συνεντεύξεις γυναικών που συμμετείχαν στα γεγονότα του Εμφυλίου Πολέμου.
Η Θέση των Γυναικών στη Μεταπολεμική Ελλάδα
Ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος ξεκίνησε επίσημα το 1946 και ήταν το αποτέλεσμα μιας εξαιρετικά πολωμένης, κοινωνικά και πολιτικά ασταθούς περιόδου, στενά συνδεδεμένης με τη βίαιη γερμανική, ιταλική και βουλγαρική Κατοχή (1941-1944). Η αντιπαράθεση μεταξύ των αριστερών και δεξιών δυνάμεων ξεκίνησε το 1943 και κλιμακώθηκε σε μια αδελφοκτόνο εμφύλια σύγκρουση. Οι κυβερνητικές δυνάμεις, υποστηριζόμενες από το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες, δημιούργησαν έναν αντικομμουνιστικό μηχανισμό που υποβοηθήθηκε από παραστρατιωτικές δεξιές ομάδες. Αυτό το φαινόμενο εκφοβισμού, σεξουαλικού εκφοβισμού και κακοποίησης, βασανιστηρίων και δολοφονιών πήρε τεράστιες διαστάσεις μεταξύ 1945 και 1947, μια περίοδος που στη συνέχεια χαρακτηρίστηκε ως «λευκή τρομοκρατία». Η τελευταία πράξη του δράματος του εμφυλίου πολέμου διαδραματίστηκε το καλοκαίρι του 1949, με την ήττα των κομμουνιστών στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας. Για τον αριστερό πληθυσμό ειδικά, η λήξη του Εμφυλίου είχε ως αποτέλεσμα εκτεταμένες διώξεις, καταστολή και κακοποίηση, καθώς το Κομμουνιστικό Κόμμα παρέμεινε παράνομο μέχρι το 1974 και τα μέλη και οι φίλοι του αντιμετωπίστηκαν ως κοινωνικοί και πολιτικοί παρίες. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, γυναίκες κάθε ηλικίας, προέλευσης και επιπέδου πολιτικής ευαισθητοποίησης μεταφέρονταν από τις κυβερνητικές δυνάμεις σε κέντρα κράτησης και στρατόπεδα συγκέντρωσης (συνήθως σε απομακρυσμένα νησιά). Διώκονταν πολιτικά και σε πολλές περιπτώσεις δέχονταν σεξουαλικές επιθέσεις ως τιμωρία ή σωφρονιστική πρακτική επειδή είχαν «λανθασμένες» ή «ύποπτες» πολιτικές πεποιθήσεις. Ο πόνος των γυναικών, με τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του και τις βαθιές προσωπικές και κοινωνικές επιπτώσεις του, έχει περιθωριοποιηθεί ή υποβαθμιστεί από την επίσημη ρητορική του ελληνικού κράτους, τον δημόσιο διάλογο και από τις ίδιες τις γυναίκες-θύματα. Ακόμη και μετά το τέλος της επταετίας της στρατιωτικής δικτατορίας (1967-1974) και την υπόσχεση διαφάνειας που προανήγγειλε το νέο κράτος, η πολιτική της σιωπής συνεχίστηκε. Μόνο τα τελευταία χρόνια έχουν ακουστεί οι ιστορίες τους, συνήθως στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτικής δίωξης των αριστερών εκείνης της εποχής. Οι δικές τους ιστορίες, ωστόσο, δεν είναι μόνο μια ιστορία πολιτικής, αλλά και μια ιστορία σωματικής και συμβολικής κακοποίησης που δεν μπορεί να περιοριστεί μέσα στα αφηγηματικά πρότυπα της ιστορίας με επίκεντρο το φύλο, που δίνει έμφαση στο ιδιωτικό μέσα στη δημόσια σφαίρα, ή της ιστορίας με επίκεντρο το έθνος, που δίνει έμφαση στο δημόσιο μέσα στο ιδιωτικό.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 και στις αρχές της δεκαετίας του 1940, οι γυναίκες, ιδίως στις αγροτικές περιοχές της Ελλάδας, περιορίζονταν στην ιδιωτική σφαίρα, ως μέσο διασφάλισης της οικογενειακής δομής, συνέχειας και σταθερότητας. Η σεμνότητα και η παρθενία, αλλά κυρίως ο ηθικός κώδικας της τιμής, ήταν τα μέσα αυτού του περιορισμού. Η έννοια της τιμής ήταν ιδιαίτερα σημαντική στο περιβάλλον της οικογένειας και στην κοινωνική δομή της Ελλάδας και λειτούργησε ως μηχανισμός αποκλεισμού των γυναικών από τον κοινωνικό και πολιτικό στίβο. Μέχρι το 1952, όταν οι γυναίκες απέκτησαν το δικαίωμα ψήφου, η ιδιότητα τους ως πολίτες ήταν κυριολεκτικά ανύπαρκτη. Πριν από αυτό, το κίνημα της Αντίστασης και οι πολιτικές συνθήκες του εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε, έδωσαν στις γυναίκες την ευκαιρία να συμμετέχουν ενεργά στον πολιτικό χώρο, μέσω της συμμετοχής τους σε πολιτικές οργανώσεις, χωρίς ωστόσο να παραβιάζουν τις έμφυλες ιεραρχίες που προϋπήρχαν. Η Μαργαρίτα Κωτσάκη, πρώην πολιτική κρατούμενη, συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο αυτή τη καινούρια πολιτική φωνή στα απομνημονεύματά της, Μια Ζωή Γεμάτη Αγώνες (1987). Η Ελληνίδα γυναίκα, λέει, πριν από τη συμμετοχή της στο κίνημα της Αντίστασης, «ήταν παραμελημένη, κατώτερο φύλο σε σχέση με τους άνδρες – μαθημένη ότι προοριζόταν μόνο για το σπίτι, το νοικοκυριό, την κλειστή ζωή, πως δεν έχει δικαιώματα». Οι οργανώσεις της Αντίστασης υπό κομμουνιστική ηγεσία, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) και η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ), προσέφεραν το έδαφος για την διεκδίκηση ισότητας και χειραφέτησης. Η Γιούλια, μία από τις γυναίκες που τους πήρα συνέντευξη για το παρόν δοκίμιο, αναφέρει πως οι γυναίκες, μέσω της συμμετοχής τους στην ΕΠΟΝ, είχαν τη μοναδική ευκαιρία να βγουν από τα σπίτια τους και να αγωνιστούν κοινωνικά και πολιτικά (Συνέντευξη που παραχωρήθηκε στις 11 Μαρτίου 2010). Υποστηρίζει επίσης όμως πως παρόλο που το κίνημα διακήρυττε την ισότητα, στην πραγματικότητα αυτή δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Αναμφίβολα, υπό αυτές τις συνθήκες, οι γυναίκες απέκτησαν μεγαλύτερη αυτονομία και, σε κάποιο βαθμό, ισότητα, έστω και για σύντομο χρονικό διάστημα και υπό συνθήκες ακραίων δυσκολιών και φόβου. Η πολυπλοκότητα και οι δυσκολίες που αφορούν τη συμμετοχή και την κινητοποίηση των γυναικών έγιναν εμφανείς ιδιαίτερα στο πλαίσιο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Η συμμετοχή των γυναικών ήταν αξιοσημείωτη τόσο από πλευράς αριθμού όσο και από πλευράς συνεισφοράς, ιδιαίτερα στις τελευταίες φάσεις της εμφύλιας διαμάχης. Η ιστορικός Μαργαρίτα Πούλου υποστηρίζει ότι ο ΔΣΕ θεωρούσε τη στρατολόγηση γυναικών ως καθοριστικής σημασίας λόγω της σημαντικής έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού και πως οι γυναίκες εντάχθηκαν στον ΔΣΕ ως αντίδραση στη ωμή βία που ασκούσαν οι δεξιές ομάδες. Η Ελένη, πρώην μέλος του ΔΣΕ, στη συνέντευξή της για το παρόν δοκίμιο, το επιβεβαιώνει εμφατικά αυτό. Καθώς η οικογένειά της ήταν ήδη πολιτικά σημαδεμένη, αφού ο πατέρας της ήταν αντάρτης που δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής, είπε ότι εντάχθηκε στο ΔΣΕ για να γλιτώσει από τις τρομοκρατικές ομάδες της Δεξιάς που κυκλοφορούσαν στα χωριά. Χαρακτηριστικά δηλώνει: «Οι παραστρατιωτικοί βίαζαν, κουρεύανε, δολοφονούσαν γυναίκες. Η μητέρα μου ενημερώθηκε από τους χωρικούς ότι θα με κυνηγούσαν, οπότε αποφάσισα να φύγω στο βουνό με τους αντάρτες» (Συνέντευξη που παραχωρήθηκε στις 9 Απριλίου 2009). Όπως υποστηρίζει η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη, τα όρια μεταξύ εξαναγκασμού και συναίνεσης, και εθελοντικής συμμετοχής και στρατολόγησης είναι ασαφής και, αφού η κομμουνιστική ηγεσία στόχευε στην κινητοποίηση των γυναικών χωρίς να αμφισβητεί την κοινωνική συναίνεση και τις ιεραρχίες των φύλων, κατά συνέπεια, το Κομμουνιστικό Κόμμα υιοθέτησε μια πατριαρχική ρητορική.
Επαναπροσδιορισμός της Πολιτικής Βίας Κατά των Γυναικών
Παρά τους διαφορετικούς ορισμούς της, η έννοια της εξουσίας βρίσκεται στον πυρήνα κάθε προσπάθειας προσέγγισης και συγκειμενοποίησης της βίας. Αν και μπορεί κανείς να έχει πλήρη επίγνωση των δυσκολιών και των κινδύνων του ορισμού ή να λάβει υπόψη του την ποικιλία των ταξινομήσεων, δεν είναι εύκολο να κάνει σαφή διάκριση μεταξύ ατομικής και συλλογικής, οργανωμένης και τυχαίας ή δημόσιας και ιδιωτικής βίας. Θα πρέπει να αποφεύγεται η χάραξη μιας αυστηρής γραμμής μεταξύ αυτού που οι Robben και Suarez-Orozco αποκαλούν «σκληρή» βία (σωματική) και «μαλακή» βία (έμμεση ή ψυχολογική). Μια αυστηρή διάκριση μεταξύ φυσικής βίας και εξαναγκασμού και των έμμεσων μη σωματικών πρακτικών θα απαιτούσε έναν ορισμένο βαθμό αυθαιρεσίας. Οι περισσότερες ακαδημαϊκές έρευνες επικεντρώνονται στη σωματική βία, δεδομένου ότι είναι ευκολότερο να αποδειχθεί και να ποσοτικοποιηθεί σε σχέση με τη συμβολική και τη ψυχολογική τρομοκρατία. Η άμεση κρατική καταπίεση και η πολιτική βία μπορούν να οριστούν ως «η εντολή για διάπραξη βίαιων πράξεων που υποκινούνται από την επιθυμία, συνειδητή ή ασυνείδητη, για την απόκτηση ή τη διατήρηση πολιτικής εξουσίας». Νοητική, ή ψυχολογική, η κακοποίηση και ο σεξουαλικός υπαινιγμός είναι εξίσου σκληρές τεχνικές καταπίεσης, που έχουν ως αποτέλεσμα το τραύμα των εξόριστων και πολιτικών κρατουμένων γυναικών. Αυτές οι έμμεσες πρακτικές (π.χ. αποκλεισμός, εξαναγκασμός και τρομοκράτηση) προσεγγίζονται επίσης ως στρατηγικές εξουσίας και κυριαρχίας στο πλαίσιο ευρύτερων, κυρίαρχων ιδεολογιών.
Η έμφυλη βία, η δεύτερη βασική έννοια που χρησιμοποιείται σε αυτό το δοκίμιο, έχει οριστεί, κυρίως από φεμινίστριες, ως «η επίθεση στη σωματική και ψυχική ακεραιότητα ενός ατόμου» και ως «βία που ενσωματώνει τις ανισορροπίες εξουσίας που είναι εγγενείς σε μια πατριαρχική κοινωνία». Η προσέγγιση αυτή είναι σημαντική για να πετύχουμε μια γενικότερη κατανόηση του φαινομένου, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι οι έμφυλες ιδιότητες της βίας παραμένουν «ανέγγιχτες» και η ίδια η έννοια της βίας υποβαθμίζεται. Η βία είναι εξαιρετικά πολύπλοκη, όχι μόνο λόγω των διαφορετικών μορφών της, «αλλά και λόγω του πλήθους των αιτιωδών και κινητήριων παραγόντων της». Η έμφυλη βία αποτελεί εδώ και καιρό κομμάτι του διεθνούς ακαδημαϊκού διαλόγου για την καταπίεση των γυναικών. Αν και γνωρίζω αυτό το πλαίσιο, ο στόχος μου εδώ είναι να τοποθετήσω την πολιτικά υποκινούμενη βία κατά των γυναικών στο πλαίσιο μιας ευρύτερης θεωρητικής συζήτησης για τον εθνικισμό, προκειμένου να δείξω το ρόλο της ως απαραίτητου παράγοντα της εθνικιστικής ιδεολογίας και να μην αντιμετωπιστεί απλώς ως συμπτωματική στις ένοπλες συγκρούσεις.
Η ανάλυση του ρόλου της σεξουαλικής κακοποίησης και της πολιτικής τρομοκρατίας σε σχέση με το φύλο προϋποθέτει την αναγνώριση της πραγματικότητας της βίας που ασκείται από το κράτος, συμπεριλαμβανομένης της βίας που ασκείται από ομάδες που το κράτος, δεν ελέγχει άμεσα ούτε και τις περιορίζει κατά τη διάρκεια του πολέμου ή της ένοπλης σύγκρουσης. Από την άποψη αυτή, τα επιχειρήματα που παρέχουν οι φεμινίστριες ακαδημαϊκοί είναι σημαντικά. Η Crawley, ειδικότερα, βασιζόμενη στην Pettman, αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου, «τα σώματα, τα όρια, η βία και η εξουσία συνενώνονται σε ένα καταστροφικό συνδυασμό». Τα σώματα των γυναικών, μέσω της συμβολικής τους άρθρωσης κατά τη διάρκεια της κοινωνικής και πολιτικής αναταραχής, «γίνονται ο τόπος που σηματοδοτεί την κυριαρχία της μιας ομάδας επί της άλλης». Έτσι, καταλήγει η Crawley, η βία κατά των γυναικών, ανεξάρτητα από το αν είναι σεξουαλική ή/και σωματική, πρέπει να επαναπροσδιοριστεί ως επίθεση, όχι μόνο στο σώμα και τον ψυχισμό των γυναικών, αλλά και στο πολιτικό σώμα, καθώς η βία αυτή αποτελεί πρωταρχικά άσκηση πολιτικής εξουσίας και κυριαρχίας.
Το πλαίσιο που περιγράφεται στρέφει την προσοχή στην αλληλεπίδραση μεταξύ φύλου και πολιτικής βίας· πρόκειται για μια σχέση που συνήθως αγνοείται, καθώς η ανάλυση των συγκρούσεων παραβλέπει τη διάσταση του φύλου στη δυναμική της πολιτικής βίας κατά τη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων. Η έμφυλη βία τείνει να συνδέεται με την ενδοοικογενειακή βία, ακόμη και κατά τη διάρκεια του πολέμου, και έτσι ο ρόλος των διαφόρων παραγόντων στη σύγκρουση συνήθως υπεραπλουστεύεται. Οι φεμινίστριες ακαδημαϊκοί αναφέρουν πως οι χώροι της βίας συνδέονται μεταξύ τους, καθώς η στρατιωτικοποιημένη βία δεν εμφανίζεται μόνο κατά τη διάρκεια του πολέμου αλλά και πριν και μετά τη σύγκρουση. Για να σπάσει το διαρκές συνεχές της βίας, πρέπει να αμφισβητηθεί το σύστημα των σχέσεων εξουσίας που διαμορφώνει την πολιτική των φύλων και εκλογικεύει τη βία.
Κρατική Καταπίεση και Γυναίκες Μέσα στο «Φανταστικό» Ελληνικό Έθνος
Ο έμφυλος χαρακτήρας της καταπίεσης κατά των γυναικών είναι ορατός στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της καταπίεσης και της θυματοποίησής τους. Στόχος μου στο δοκίμιο αυτό είναι να τονίσω όχι μόνο την ένταση και την έκταση των διώξεων και της βίας κατά των γυναικών και του έμφυλου καταναγκασμού, αλλά και τη σημασία της ενσωμάτωσης και ανάλυσης της έμφυλης βίας ως αναπόσπαστου παράγοντα της εθνικιστικής ιδεολογίας. Σε περιόδους πολιτικής κρίσης, ο πατριαρχικός και εθνικιστικός λόγος συχνά επανεμφανίζεται ως δόγμα και οι ρόλοι των γυναικών γίνονται παραδοσιακοί ξανά. Ο εθνικισμός επαναφέρει τις γυναίκες στην «σωστή» ταυτότητα φύλου ως βιολογικών αναπαραγωγέων του έθνους. Οι γυναίκες ως εθνικά σύμβολα και εξαγνισμένες μητέρες εξασφαλίζουν τη διάδοση του έθνους και μετατρέπονται στα «πολυτιμότερα αγαθά του έθνους· οι κύριοι φορείς της μετάδοσης των αξιών ολόκληρου του έθνους από τη μια γενιά στην άλλη· οι τροφοί των μελλοντικών γενεών της κοινότητας – χοντρικά, εθνικιστικές μήτρες». Στο ελληνικό πλαίσιο, οι αριστερές γυναίκες εξαναγκάστηκαν σε παραδοσιακούς ρόλους μέσω της φυλάκισης, της εξορίας και της κατήχησης με βάση το εθνικό τρίπτυχο του πατρίς, θρησκεία, οικογένεια.
Αν και που ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως εθνοτική σύγκρουση, η επιβολή του «εξελληνισμού» αποτέλεσε βασικό κομμάτι του εθνικιστικού σχεδίου. Το πρόσφατο και πιο μακρινό παρελθόν επιστρατεύτηκε και η εθνοτική διάσταση εμφανίστηκε ως ζωτικής σημασίας. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της ελληνικής Μακεδονίας, όπως επισημαίνει η Riki Van Boeschoten, «αυτό το ξανά επιστρατευμένο παρελθόν ήταν η σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων στις αρχές του αιώνα, γνωστής ως Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908)». Κατά συνέπεια, «όλα τα μέλη της μακεδονικής μειονότητας θεωρήθηκαν Βούλγαροι και προδότες του έθνους». Δεν ήταν μόνο οι κάτοικοι των σλαβόφωνων περιοχών της Ελλάδας, αλλά και οι κομμουνιστές και τα πρώην μέλη των αντιστασιακών ομάδων τοποθετήθηκαν σε αυτό το επαναχρησιμοποιημένο παρελθόν και θεωρήθηκαν κακόβουλοι και άθεοι «Βούλγαροι». Με αμοιβαίο τρόπο, αυτή η εθνοτική και ιδεολογική ταξινόμηση επικύρωνε την τρομοκράτηση και την εξορία των γυναικών και των ανδρών που ανήκαν όχι μόνο στην εθνική μακεδονική μειονότητα, αλλά και κάθε πολίτη που θα μπορούσε να «χαρακτηριστεί» κομμουνιστής ή φιλικός προς τους αντάρτες. Η γεωγραφική περιοχή, η εθνικότητα και η πολιτική ένταξη, από τον 19ο αιώνα αποτελούν τους παραδοσιακούς δείκτες των αφηγήσεων για το έθνος, στη συγκεκριμένη περίπτωση επιβεβαιώνουν την εθνική ταυτότητα με αρνητικό τρόπο και όχι με τον αρμονικό τρόπο που χαρακτηρίζει τις εθνικές φαντασιώσεις. Αυτή η εξίσωση μεταξύ εθνοτικής ταυτότητας και πολιτικής υπαγωγής θεσμοθετήθηκε μέσω της ενεργοποίησης ενός αυστηρού νομοθετικού σχήματος. Οι νόμοι έκτακτης ανάγκης, το Τρίτο Ψήφισμα (1946) και ο Νόμος 509 (1947), ειδικότερα, προσδιόριζαν «κάθε απόπειρα ανατροπής του υπάρχοντος κοινωνικού συστήματος ή απόσπασης τμήματος της χώρας» ως πολιτικό έγκλημα. Με το ίδιο σκεπτικό, το Τρίτο Ψήφισμα επέβαλε τη θανατική ποινή σε όσους «οργάνωσαν ή υποκίνησαν επανάσταση ή ήρθαν σε συνεννόηση με ξένους ή οργανωμένες ένοπλες ομάδες». Μέσα στο νομικό πλαίσιο αυτό και το πολιτικά κατασταλτικό πλαίσιο, και με την εθνικοφροσύνη ως «κύριο στοιχείο της κυρίαρχης μετεμφυλιακής ιδεολογίας, οι κομμουνιστές απεικονίζονταν ως εντελώς ξένοι προς το έθνος».
Η μεταπολεμική ελληνική κοινωνία ήταν διαιρεμένη μεταξύ των «πιστών» (εθνικόφρονες) Ελλήνων και των εθνικά και πολιτικά «ακάθαρτων» «ΕΑΜοβούλγαρων» που αποκλείονταν από το πολιτικό σώμα. Η διάκριση ήταν ακόμη πιο σκληρή για τις γυναίκες: ήταν είτε ενάρετες και αξιοπρεπείς μητέρες του έθνους είτε «Βουλγάρες πουτάνες». Με έναν κυκλικό τρόπο, οι εθνικοί χαρακτηρισμοί που αποδίδονταν στις αριστερές γυναίκες οριοθετούνταν στη βάση μιας περαιτέρω νομιμοποίησης της εξορίας και της καταστολής τους. Με άλλα λόγια, όσο περισσότερο διώκονταν, τόσο περισσότερο δεν ήταν Ελληνίδες. Οι διώκτες τους νομιμοποιούσαν τη δίωξη εξαιτίας του ακτιβισμού τους και τον εγκλεισμό τους με τη δικαιολογία ότι δεν στόχευαν συμπατριώτες τους Έλληνες αλλά «Σλάβους» και εν δυνάμει προδότες. Με αυτό το σκεπτικό, καθώς ο κομμουνισμός εξομοιώθηκε με μια μεταδοτική, ξένη ασθένεια που προερχόταν από το ανατολικό μπλοκ, οι κομμουνίστριες ή/και οι θεωρούμενες κομμουνίστριες μετατράπηκαν όχι μόνο σε «μίασμα», σε πολιτικό «άλλο», αλλά και σε εθνοτικό «άλλο». Αυτή η αλλοτρίωση των γυναικών και η θεσμοθέτηση της πολιτικής και εθνοτικής τους «ετερότητας» έγινε η νομιμοποιητική βάση της καταπίεσής τους και το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η αναγκαία εθνική τους εξιλέωση. Η εξιλέωση είχε τίμημα: αυτό της ίδιας τους της ζωής, σε πολλές περιπτώσεις, ή του αποκλεισμού τους από τη ζωή του έθνους για όσες επέζησαν. Η δήλωση του βασιλικού δικαστή-επίτροπου λοχαγού Σκόρδα είναι ένα παράδειγμα της πρώτης περίπτωσης. Κατά τη διάρκεια της δίκης της πολιτικής κρατούμενης Έλλης Σβώρου, μετά την άρνηση της Έλλης να αποκηρύξει το Κομμουνιστικό Κόμμα, είπε: «Αυτές [οι γυναίκες] είναι δηλητηριώδεις οχιές που οι φλέβες τους δεν έχουν ελληνικό αίμα αλλά βουλγαρικό. Δεν έχουν Έλληνες πατέρες, αλλά Βούλγαρους». Καταδίκασε την Έλλη σε θάνατο για να μη δηλητηριάσει, όπως και άλλες σαν κι αυτή, «το σώμα της πατρίδας μας». Η άρνηση και/ή ο ευτελισμός του ρόλου των γυναικών ως ανταρτισσών και πολιτικών αντιφρονουσών είναι ένα παράδειγμα της δεύτερης περίπτωσης, εκείνης όπου οι γυναίκες επιβίωσαν από τη σωματική βία που ασκήθηκε πάνω τους, αλλά όχι από τη συμβολική διαγραφή των πράξεων τους. Σύμφωνα με τη Βερβενιώτη, «ο τίτλος συναγωνίστρια – ένας τιμητικός όρος προσφώνησης σε όλη την Αντίσταση – έγινε συνώνυμο της γυναίκας ‘χαλαρών ηθών’». Ήταν απαράδεκτο για τις Ελληνίδες, τις προστάτριες της ηθικής και τις «ιερές μητέρες» του έθνους να ασχολούνται με πολιτικές δραστηριότητες εκτός των εθνικά προκαθορισμένων καθηκόντων τους. Μέσα στον εθνικό χώρο και στον δημόσιο λόγο, η παρθενία και η ηθική των ανταρτισσών απαξιώθηκαν. Όπως τονίζει η Vesna Kesic σε σχέση με την κατασκευή των έμφυλων και εθνικών ταυτοτήτων στην πρώην Γιουγκοσλαβία, «οι παραδοσιακές πατριαρχικές/θρησκευτικές εικόνες και τα στερεότυπα που ενσαρκώνουν τον παραδοσιακό ρόλο της γυναίκας ως μητέρας, συζύγου, τροφού – κατά προτίμηση παρθένας … που εύκολα μετατρέπεται σε πόρνη και αμαρτωλή – ήρθαν στην επιφάνεια στο δημόσιο λεξιλόγιο και εικονογραφία». Παρομοίως, στο πλαίσιο της ελληνικής εθνικής εικόνας, οι αριστερές γυναίκες ήταν αυτές που έπρεπε να εξυγιανθούν, καθώς η πολιτική τους ταυτότητα και οι κομμουνιστικές πεποιθήσεις θεωρούνταν μεταδοτική ασθένεια, απειλή για το έθνος και την «ιερή ελληνική οικογένεια».
Στην εθνική ρητορική, που χρησιμοποιήθηκε για να κατηχήσει όλες τις γυναίκες και όχι μόνο τις πολιτικοποιημένες, η αντίθεση ήταν μεταξύ της «Βουλγάρας» και της «πόρνης» από τη μια πλευρά και της «Ελληνίδας» και της «μάνας» από την άλλη. Οι γυναίκες πρώην αντάρτισσες και ακτιβίστριες, στην αφήγηση αυτή περί έθνους, ήταν προορισμένες να χάσουν την ιερή αποστολή τους ως προστάτιδες της ελληνικής οικογένειας και τελικά της «μητέρας πατρίδας». Παρουσιάστηκαν όχι μόνο ως εθνικά ακατάλληλες και ηθικά ακάθαρτες, αλλά και ως ακατάλληλες μητέρες, αφού είχαν απορρίψει τον προκαθορισμένο ρόλο τους, όπως αυτός είχε εντυπωθεί στο πεδίο της οικογένειας και των σχέσεων των δύο φύλων. Η έννοια της μητρότητας – μια έννοια κομβικής σημασίας μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον και την κοινωνική δυναμική της Ελλάδας – τονίστηκε ιδιαίτερα στο πλαίσιο του λόγου της αναμόρφωσης και της εξιλέωσης, «ακριβώς επειδή ο ριζοσπαστισμός και η κοινωνική κινητοποίηση της δεκαετίας του 1940 είχαν αλλάξει την κοινωνικοποίηση των γυναικών». Στο πλαίσιο αυτό, οι Ivekovic και Mostov υποστηρίζουν ότι οι γυναίκες ως μητέρες θεωρούνται αυτές που γεννούν το έθνος, θεωρούνται όμως και ως πιθανές απειλές ή εχθροί του έθνους. Οι γυναίκες «είναι κατά κάποιον τρόπο, πάντα ύποπτες· είναι σύμβολο της αγνότητας του έθνους, αλλά πάντα ευάλωτες στη επιμόλυνση· ενσαρκώνουν την πατρίδα, αλλά είναι πάντα ένας πιθανός κίνδυνος».
Ο γυναικείος πολιτικός ακτιβισμός, έξω από τον προδιαγεγραμμένο και περιχαρακωμένο χώρο της ελληνικής θηλυκότητας, αναμενόταν να καταλήξει σε επίθεση κατά της αρετής και της τιμής τους. Ο εθνικιστικός λόγος της περιόδου, επαναδιατύπωσε το «δίπολο» της γυναίκας ως «πόρνη» και «παρθένα». Από τη μία πλευρά, οι γυναίκες προβάλλονταν ως η συνέχεια του έθνους και, από την άλλη, θεωρούνταν κατώτερα πολιτικά υποκείμενα και περιορίζονταν στον ιδιωτικό τομέα προκειμένου να ελέγχονται. Η Αφροδίτη Μαυροειδή-Παντελέσκου καταγράφει στο ημερολόγιό της στη Μακρόνησο ένα αρκετά συνηθισμένο περιστατικό λεκτικής βίας και εθνικιστικού ζήλου που χαρακτήριζε τη μεταχείριση των πολιτικοποιημένων γυναικών:
«Αξιωματικοί και αλφαμίτες όρμησαν μέσα στις σκηνές μας σαν μεθυσμένοι κανίβαλοι. Πουτάνες ετοιμαστείτε. Παραταχθείτε. Σήμερα θα πιούμε το αίμα σας. Ο συνταγματάρχης Βασιλόπουλος είπε απευθυνόμενος στους αλφαμίτες: ‘Πιστά παιδιά της Ελλάδας. Σας τις παραδίνω. Κάντε με αυτές ό,τι θέλετε. Χρησιμοποιήστε τη φαντασία σας. Λιώστε τις. Είναι τα αποβράσματα της Ελλάδας. Είναι πόρνες. Έχουν προδώσει το έθνος μας. Αυτές οι γυναίκες φταίνε. Να είστε έτοιμοι να εκτελέσετε τις εντολές σας χωρίς οίκτο».
Στρατιωτικοί δικαστές, αστυνομικοί και αξιωματικοί του στρατού αναφέρονταν στις γυναίκες αυτές με τέτοιους όρους, όχι μόνο όταν ήταν φυλακισμένες ή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά και μετά· όποτε οι γυναίκες χρειάζονταν ένα δημόσιο έγγραφο, η πολιτική τους ταυτότητα ήταν ανοιχτή για να τη χρησιμοποιούν όλοι όπως ήθελαν. Το τρίπτυχο πατρίς, θρησκεία, οικογένεια επανενεργοποιούνταν κάθε φορά που η ελληνική εθνική ταυτότητα ήταν υπό αμφισβήτηση. Και οι τρεις αυτοί θεσμοί ήταν έτοιμοι και πρόθυμοι να διασφαλίσουν την εθνική ενότητα μέσω της επανεδραίωσης των γυναικών ως μητέρων του «έθνους».
Το καλοκαίρι του 1948, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Χίου, σχεδόν διακόσιες γυναίκες χαρακτηρίστηκαν ως «επικίνδυνες» και μεταφέρθηκαν σε ξεχωριστό κτίριο, όπου πραγματοποιήθηκε ένας άλλος διαχωρισμός μεταξύ των «Βουλγάρων» (γυναίκες που είχαν συγγενείς στο Δημοκρατικό Στρατό) και των «Ρωσίδων» (γυναίκες που θεωρούνταν κομμουνίστριες και είχαν ασκήσει κάποιου είδους πολιτική δραστηριότητα). Εδώ ήταν, επίσης, όπου ξεκίνησε η αναμόρφωση των γυναικών πολιτικών εξόριστων μέσω των μαθημάτων Ηθικής Αγωγής, με πολιτικούς, ιερείς και επιφανή μέλη της τοπικής κοινωνίας να λειτουργούν ως διδάσκοντες και αναμορφωτές. Η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στην «εθνική προσπάθεια» και στην οικοδόμηση της εθνικιστικής ιδεολογίας και αποτέλεσε επίσης αναπόσπαστο παράγοντα της εθνικ(ιστικ)ής αναμόρφωσης στο στρατόπεδο της Μακρονήσου. «Οι Βούλγαροι ως έθνος και φυλή», «Ο Χριστιανισμός και η γυναίκα» και «Ο σλαβικός κίνδυνος» ήταν μερικά από τα τυπικά θέματα των διαλέξεων. Είναι αρκετά αποκαλυπτικά για τον προπαγανδιστικό χαρακτήρα της εθνικιστικής και θρησκευτικής διαφώτισης που προσφερόταν σε αυτές τις συνεδρίες. Οι θρησκευτικοί συμβολισμοί υποδεικνύουν όχι μόνο τις προσπάθειες αναμόρφωσης των κρατουμένων στο πλαίσιο της εθνικιστικής ρητορικής, αλλά και τους έμφυλους δείκτες που εγγράφονται μεταξύ των ανδρών και των γυναικών κρατούμενων. Η πολιτική κινητοποίηση των αριστερών γυναικών απεικονιζόταν ως παρόμοια με το ηθικό ολίσθημα και τον εθνικό εκφυλισμό· μπορούσαν ακόμα να σωθούν μέσω του εγκλεισμού και της εξιλέωσης τους. Ο Παντελεήμων, επίσκοπος Χίου, χαρακτήρισε τις πολιτικές εξόριστες ως «αδέσποτα παιδιά» που, όπως η πόρνη στα Ιεροσόλυμα που μετά τη μετάνοιά της ευλογήθηκε από τον Ιησού Χριστό, μπορούσαν να σωθούν και αυτές. Οι κατασταλτικές τεχνικές κατά των γυναικών νομιμοποιήθηκαν και δικαιολογήθηκαν έτσι ως απαραίτητες όχι μόνο για τη δική τους θρησκευτική αναμόρφωση και κοινωνική ένταξη αλλά και για τη σωτηρία του έθνους. Ο θρησκευτικός λόγος, και ειδικότερα η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία, δικαιολογούσε και συναινούσε πρόθυμα στις αναμορφωτικές πρακτικές του καθεστώτος, ακόμη και όταν η «αναμόρφωση» συνεπαγόταν τη σωματική κακοποίηση των αντιφρονουσών γυναικών. Οι εθνικιστικοί κρατικοί μηχανισμοί περιλάμβαναν ένα σύστημα πολιτικών διώξεων, εγκλεισμού και βασανιστηρίων, προκειμένου να εξοντωθεί η πολιτική και κοινωνική διαφωνία και να εξασφαλιστεί το νέο, ελληνικό, χριστιανικό και ηθικό εθνικό σώμα. Υπό αυτή την έννοια, η ανασυγκρότηση του ελληνικού «Έθνους» επιτεύχθηκε μέσω του εξαγνισμού των γυναικών.
Η αποκατάσταση των αμετανόητων γυναικών πήρε ανησυχητική τροπή τον Νοέμβριο του 1949, όταν το στρατόπεδο Τρικερίου πέρασε στον έλεγχο του Οργανισμού Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου και του στρατού. Οι αναμορφωτές δεν ήταν απλώς πρώην «μετανοημένοι», αλλά μέλη της τοπικής αυτοδιοίκησης· και κληρικοί, υπουργοί, υψηλόβαθμοι αξιωματικοί του Εθνικού Στρατού, εξέχοντα μέλη της διανόησης και επίσκοποι που πραγματοποιούσαν την εθνική εκπαίδευση. Δύο από τους πρώτους που επισκέφθηκαν το νησί ήταν ο υπουργός Δημόσιας Τάξης και ο επίσκοπος Λάρισας, ο οποίος δήλωσε ότι «οι μόνες πραγματικότητες εδώ είναι το Ελληνικό Έθνος και ο Εθνικός Στρατός, που με τη βοήθεια του Χριστού έχουν θριαμβεύσει επί των βαρβάρων». «Ξεχάστε όλες αυτές τις παραπλανητικές ιδέες περί ισότητας», προέτρεψε ο επίσκοπος, «και επιστρέψτε στον Χριστό». Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα κέντρα κράτησης προπαγάνδιζαν αφηρημένες έννοιες της αγνότητας και της τιμής μέσω της φυσικής άσκησης της πατριαρχικής εξουσίας και νοητικών και ψυχολογικών τεχνικών που στόχευαν τη γυναικεία έμφυλη ταυτότητα. Στόχος τους ήταν να επανεντάξουν τις γυναίκες κρατούμενες που είχαν παραβιάσει τους ηθικούς και χριστιανικούς κώδικες της ντροπής, της παρθενίας και της μητρότητας, στους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων που επιτελούσαν προηγουμένως. Κατά συνέπεια, οι γυναίκες που δεν κατάφεραν να αποδείξουν τη συμμόρφωσή τους στο επιβαλλόμενο σύστημα των σχέσεων των φύλων έπρεπε να «εξυγιανθούν» και να μεταφερθούν στην ιδιωτική σφαίρα. Η διάκριση δημόσιου/ιδιωτικού ως κρατικά ρυθμισμένη κατασκευή ενεργοποιήθηκε ξανά στο πλαίσιο της εθνικιστικής ηγεμονίας προκειμένου να δικαιολογηθεί η βάναυση μεταχείριση και περιθωριοποίηση των γυναικών.
Η σεξουαλική θυματοποίηση των γυναικών πολιτικών κρατουμένων στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο
Στο πλαίσιο του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, η έμφυλη διάσταση της βίας ήταν διακριτή, όπως και ο σεξουαλικός χαρακτήρας τόσο της ένοπλης σύγκρουσης όσο και του επακόλουθου καταπιεστικού καθεστώτος. Η σεξουαλική βία σε καιρό πολέμου δεν αποτελεί μόνο επίθεση στο γυναικείο σώμα· έχει επίσης ως πρωταρχικό στόχο να πνίξει το πολιτικό σώμα. Κατά την εξέταση της ιστορίας αυτής της περιόδου, είναι σαφές ότι η κατανόηση της σεξουαλικής βίας θα πρέπει να προσεγγιστεί πέρα από τη διάκριση δημόσιου/ιδιωτικού που εστιάζει στο υλικό σώμα και θα πρέπει επίσης να αντιμετωπιστεί ως επίθεση στο πολιτικό σώμα. Στο ελληνικό πλαίσιο, η νομιμοποίηση αυτής της μορφής θυματοποίησης των γυναικών χρησίμευε κυρίως ως άσκηση πολιτικής εξουσίας. Οι ρόλοι των γυναικών ως αντάρτισσες και ακτιβίστριες ακυρώθηκαν, ενώ το σώμα τους στοχοποιήθηκε σεξουαλικά προκειμένου να μετατραπούν από αντιφρονούσες σε ανήθικες γυναίκες και, έτσι, να νομιμοποιηθεί η κακοποίησή τους. Ο στόχος αυτής της πολιτικής καταπίεσης και βίας δεν ήταν μόνο το σώμα αλλά και η κοινότητα, η διάλυση της οποίας αποδόθηκε από το κράτος και τους εκπροσώπους του στα ίδια τα θύματα που κακοποιούσε. Όπως υποστηρίζει η Riki Van Boeschoten, «όλες αυτές οι μορφές βίας πάνω στο γυναικείο σώμα ήταν σαφείς παραβάσεις του κοινωνικού κώδικα τιμής». Παρομοίως, η Pettman τονίζει ότι με αυτού του είδους την κακοποίηση, «τόσο το άτομο όσο και η κοινωνία αποσυντίθενται τόσο πολύ που παραλύουν και αναιρούνται». Υπάρχει στενή σχέση μεταξύ του κράτους και της σεξουαλικής κακοποίησης, μετατρέποντας αυτό το είδος βίας σε άσκηση πολιτικού ελέγχου και κυριαρχίας. Οι Ivekovic και Mostov υποστηρίζουν ότι «η εργαλειοποίηση της πολιτικής του εθνικού σώματος διευκολύνει την εδραίωση του έθνους-κράτους μέσω ρυθμιστικών πρακτικών που έχουν τις ρίζες τους στη σεξουαλικοποίηση των γυναικών και την ευαλλωτότητα τους στη σεξουαλική κακοποίηση».
Τα ψυχολογικά βασανιστήρια, μαζί με τη σεξουαλική και σωματική κακοποίηση, χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου για τη δημιουργία κλίματος κοινωνικής αναστάτωσης και πολιτικού υποβιβασμού. Το παρακάτω απόσπασμα από τα ημερολόγια που κρατούσαν οι πολιτικές εξόριστες Βικτώρια Θεοδώρου και Αφροδίτη Μαυροειδή-Παντελέσκου αναδεικνύει μερικές από τις συνήθεις μορφές σεξουαλικού εκφοβισμού και πολιτικής ατίμωσης:
Για να μας ταπεινώσουν περισσότερο, είπαν [οι αξιωματικοί στο στρατόπεδο Τρικερίου] στους φρουρούς ότι ήμασταν καταδικασμένες πόρνες και φόνισσες. Οι φρουροί θεώρησαν δεδομένο ότι θα ήμασταν εύκολη λεία στις επιθυμίες τους. Όταν συνάντησαν την περιφρονητική μας αντίδραση και συνειδητοποίησαν ότι ήμασταν πολιτικές κρατούμενες, στράφηκαν εναντίον μας με διπλάσια μανία, τιμωρώντας μας επειδή περιφρονούσαμε τις σεξουαλικές τους προτάσεις καθώς και επειδή αντιστεκόμασταν στην πίεσή τους να υποκύψουμε πολιτικά».
Όπως εύστοχα επισημαίνει η Mayer, «όταν το έθνος, το φύλο και η σεξουαλικότητα διασταυρώνονται, το σώμα γίνεται ένας σημαντικός δείκτης – ακόμη και όριο – για το έθνος». Η προσπάθεια πολιτικής πειθάρχησης του γυναικείου σώματος πραγματοποιήθηκε μέσω των τεχνολογιών της εξουσίας. Ενώ ο έλεγχος στόχευε τις αμετανόητες γυναίκες, την ίδια στιγμή, τα σώματα και ο ψυχισμός των γυναικών τρομοκρατούνταν και δέχονταν επιθέσεις, μετατρέποντάς τες σε πειθήνιες κρατούμενες. «Το σώμα», γράφει η Antjie Krog, δημοσιογράφος και συγγραφέας με εκτεταμένη έρευνα για τη βία στη Νότια Αφρική, «είναι η μόνη πραγματικότητα που μπορούμε να κατέχουμε … και όταν το σώμα γίνεται τόπος βασανιστηρίων και σοβαρών τραυμάτων, επηρεάζεται ένας σημαντικός δίαυλος για τη βίωση της πραγματικότητας». Η Krog τονίζει αυτό που έχουν επιβεβαιώσει και άλλοι ερευνητές, οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το φύλο και τη βία: τα σώματα των γυναικών σε περιόδους πολέμου, πολιτικής αστάθειας και οικονομικής ανισότητας θυματοποιούνται σεξουαλικά και συμβολικά. Η ψυχολογική τρομοκράτηση και η σεξουαλική θυματοποίηση χρησιμοποιούν το ευάλωτο, σεξουαλικοποιημένο σώμα, αλλά στοχεύουν επίσης στις έννοιες της τιμής, της αγνότητας και της παρθενίας, που ήταν – και ως ένα βαθμό εξακολουθούν να είναι – πολύ σημαντικές στην πατριαρχική οικογένεια και την κοινοτική δομή της Ελλάδας, προκειμένου να επηρεάσουν την εμπειρία και την αντίληψη της πραγματικότητάς από το υποκείμενο. Όπως αποκάλυψε πρόσφατα η Ελισάβετ, πολιτική κρατούμενη στις φυλακές Αβέρωφ, «μόνο το ζήτημα της τιμής, μέσω του βιασμού ή ακόμη και της απειλής του, θα με ανάγκαζε να ενδώσω και να υπογράψω δήλωση μετάνοιας» (Συνέντευξη που παραχωρήθηκε στις 17 Ιουλίου 2008).
Οι πολιτικές αντιφρονούσες δεν ήταν οι μόνοι στόχοι αυτής της σεξουαλικής και συμβολικής βίας του καταπιεστικού καθεστώτος κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Ο άμαχος πληθυσμός, ιδίως κατά το πρώιμο (1946-1947) και το ύστερο (1949) στάδιο της σύγκρουσης, σήκωσε επίσης το κύριο βάρος της. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι γυναίκες του άμαχου πληθυσμού δεν είχαν άμεσους δεσμούς ούτε με τον Δημοκρατικό Στρατό ούτε με το Κομμουνιστικό Κόμμα, ωστόσο εξακολουθούσαν να δέχονται μαζικές επιθέσεις και να τρομοκρατούνται ως μέσο αποτροπής της στρατολόγησής τους από τον Δημοκρατικό Στρατό. Κατά τη διάρκεια της περιόδου της «λευκής τρομοκρατίας» (1945-1947) και του πρώιμου σταδίου του εμφυλίου πολέμου (1946-1947), γυναίκες βιάζονταν ομαδικά, εξαναγκάζονταν σε πορνεία, ακρωτηριάζονταν, δέχονταν σεξουαλικές επιθέσεις σε δημόσιους χώρους ή μπροστά στους συγγενείς τους, τους ξυρίζονταν τα κεφάλια και γυμνώνονταν. Η τρομοκρατία συνεχίστηκε και έγινε εντονότερη το 1949. Όπως προκύπτει από την πρόσφατη επιστημονική έρευνα, το αρχειακό υλικό και τις συνεντεύξεις που πραγματοποίησα, οι γυναίκες, κυρίως από τη Βόρεια Ελλάδα, εντάχθηκαν στον Δημοκρατικό Στρατό από τον φόβο του βιασμού, της εξορίας, της φυλάκισης και της εκτέλεσης, και όχι μόνο λόγω των ιδεολογικών τους πεποιθήσεων. Στις προφορικές μαρτυρίες, ο βιασμός αναφέρεται συχνά ως συνήθης πρακτική των δεξιών παραστρατιωτικών, ιδίως κατά την περίοδο 1945-1947. Ωστόσο, στις επίσημες στατιστικές δεν υπάρχει πλήρης απολογισμός του πραγματικού αριθμού των σεξουαλικών επιθέσεων. Σύμφωνα με το Υπόμνημα που υπέβαλε ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) στα Ηνωμένα Έθνη τον Μάρτιο του 1947, καταγράφηκαν 211 βιασμοί σε 16 νομούς μέσα στο έτος 1945-1946. Δεν περιλαμβάνονται, ωστόσο, ολόκληρες περιοχές, όπως η Αθήνα, για παράδειγμα, και τα νησιά και άλλα μέρη της ηπειρωτικής Ελλάδας. Δεν υπάρχει ούτε ιστορικό εύρος: οι καταγεγραμμένες περιπτώσεις αναφέρονται σε βιασμούς που συνέβησαν μέχρι τον Μάρτιο του 1947. Αναμφίβολα, ο πραγματικός αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος, καθώς οι κώδικες της ντροπής και της τιμής ήταν αυστηροί και οι περισσότερες περιπτώσεις δεν καταγγέλλονταν. Όσο η εμφύλια σύγκρουση γίνονταν πιο έντονη, τα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης αυξάνονταν. Στην πραγματικότητα, τα αρχειακά στοιχεία αναφέρουν τον μαζικό βιασμό 300 νεαρών γυναικών προσφύγων σε έναν καταυλισμό στα Ιωάννινα το 1945· οι γυναίκες αυτές εξαναγκάστηκαν αργότερα στην πορνεία σε μια προσπάθεια να αποτραπεί η στρατολόγησή τους από τον Δημοκρατικό Στρατό.
Είναι δύσκολο να υποστηριχθεί ότι τα σεξουαλικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν βασίζονταν σε ένα ειδικά οργανωμένο σχέδιο που καθοδηγούνταν από μια κεντρική αρχή. Το μεγαλύτερο μέρος των σεξουαλικών επιθέσεων πραγματοποιήθηκε από παραστρατιωτικές μονάδες με τη βοήθεια των δεξιών συμμοριών που συγκροτήθηκαν από την κυβέρνηση το 1946 με τις ονομασίες ΜΑΥ (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου) και ΜΑΔ (Μονάδες Αποσπασμάτων Διώξεως). Ένα χρόνο αργότερα, οι μονάδες αυτές μετατράπηκαν σε Ταγματα Εθνοφρουράς στενά συνδεδεμένα με το στρατό. Η συνεργασία των ένοπλων παραστρατιωτικών ομάδων με τις δυνάμεις ασφαλείας επιβεβαιώθηκε από τον υπουργό Δημόσιας Τάξης, Σ. Μερκούρη, στις 20 Μαρτίου 1946. Οι γυναίκες ανακρίνονταν σε αστυνομικά τμήματα ή σε καθορισμένα κέντρα, όπως στρατόπεδα. Γυναίκες από όλη την Ελλάδα, συχνά χωρίς προηγούμενη πολιτική συμμετοχή, αντιμετώπισαν σωματικό, ψυχολογικό και σεξουαλικό εκφοβισμό. Η Wendy Bracewell, η οποία καταγράφει τις σεξουαλικές θηριωδίες που έλαβαν χώρα στο Κοσσυφοπέδιο και αναλύει τους βιασμούς μέσα από το πρίσμα του σερβικού εθνικισμού της δεκαετίας του 1980, επισημαίνει την ανάγκη να έχουμε επίγνωση της σιωπής και της ατιμωρησίας, μαζί με τη γενικότερη ατμόσφαιρα της περιόδου, «μέσα στην οποία ο βιασμός γίνεται πιθανός ως μέσο εθνικής πολιτικής». Στην περίπτωση της Ελλάδας, η Van Boeschoten συζητά αυτή την ατιμωρησία ως μέσο εθνικής και πολιτικής κάθαρσης σε σχέση με τη σιωπή και την αορατότητα. Αν και θυμίζει τα γεγονότα στο Κοσσυφοπέδιο, στην ελληνική περίπτωση, ο βιασμός ήταν κυρίως μια μορφή πολιτικής και όχι εθνικής/εθνοτικής εκμηδένισης, όπως συνέβη στο Κοσσυφοπέδιο. Οι δράστες των σεξουαλικών επιθέσεων στην Ελλάδα ήταν κυρίως δεξιοί παραστρατιωτικοί, χωροφύλακες και αξιωματικοί του στρατού. Οι γιατροί, οι οποίοι είτε ήταν πειθήνιοι είτε συνεργάζονταν με το καθεστώς, συχνά διευκόλυναν την κακοποίηση των γυναικών, ενώ το δικαστικό σύστημα νομιμοποιούσε τις διώξεις και τις παρενοχλήσεις τους. Η περίπτωση της Πέπης Καραγιάννη, μιας δασκάλας που βιάστηκε ενώ ήταν φυλακισμένη και αναίσθητη, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της συνέργειας του στρατιωτικού, ιατρικού και δικαστικού κρατικού μηχανισμού. Καταδικασμένη σε θάνατο από τους στρατιωτικούς δικαστές βάσει του νόμου 509/1947 με την κατηγορία ότι ενεργούσε ως κατάσκοπος κατά του έθνους για λογαριασμό ξένης χώρας. Οι γιατροί όχι μόνο γνώριζαν για την επίθεση, αλλά, όταν καταδικάστηκε σε θάνατο, απέρριψαν την αρχική καταγγελία για βιασμό, επειδή το θύμα αρνήθηκε να υποβληθεί σε δεύτερη ιατρική εξέταση. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι γιατροί έγιναν οι εξαναγκαστές των σεξουαλικών επιθέσεων. Σε άλλες, ήταν οι δράστες: δύο γιατροί (ένας από αυτούς ήταν ο στρατιωτικός γιατρός του αστυνομικού τμήματος Λάρισας) βίασαν τη Γλυκερία, μια 22χρονη πολιτική κρατούμενη, με τη χρήση των ιατρικών τους εργαλείων.
Η απειλή του βιασμού ή της σεξουαλικής κακοποίησης ήταν διαρκης για τις γυναίκες κρατούμενες: στα ανακριτικά κέντρα, στα αστυνομικά τμήματα και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στις γυναίκες υπενθύμιζαν συνεχώς ότι αν δεν υπέγραφαν τις δηλώσεις μετάνοιας, θα τις χτυπούσαν και θα τις παρενοχλούσαν ή θα τους έπαιρναν τα παιδιά τους. Η δημοσιογράφος Αφροδίτη Μαυροειδή-Παντελέσκου, πολιτική εξόριστη στη Μακρόνησο και στο Τρίκερι, θυμάται:
«Αυτό που μας τρόμαξε περισσότερο ήταν όταν μας έβγαζαν [από τις σκηνές] στο σκοτάδι. Δεν ξέραμε ποιος ήταν ο σκοπός αυτών των νυχτερινών απαγωγών και τρέμαμε. Το μόνο που ξέραμε ήταν ότι επέλεγαν τις νεαρές γυναίκες και ένας απροσδιόριστος φόβος για κάτι τρομερό μας αναστάτωνε».
Η Άννα Σολωμού περιγράφει στα απομνημονεύματά της το 2004 τους μηχανισμούς τρομοκράτησης που χρησιμοποιήθηκαν εναντίον των γυναικών και των ανδρών αντιφρονούντων και περιλάμβαναν σεξουαλική ταπείνωση και κακοποίηση. Εκτός από το ότι υπέστη τη φάλαγγα και την παναγίτσα, η Άννα απειλήθηκε ότι, αν δεν αποκάλυπτε τους συντρόφους της, είτε θα την πετούσαν από το παράθυρο είτε θα τη βίαζαν. Παρά τις απειλές, παρέμεινε σιωπηλή και δεν αποκάλυψε τους συντρόφους της. Η σιωπή κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ήταν μια συνήθης πρακτική μεταξύ των αντιφρονούντων. Η περίπτωση της Άννας ήταν μία από τις πολλές. Η Ηλέκτρα Αποστόλου, που και η ίδια κακοποιήθηκε βάναυσα και δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια της ανάκρισής της, είχε γράψει σε επιστολή της: «Κάθε φορά που με συλλαμβάνουν δεν ανησυχώ καθόλου … αφού δεν έχω πια μνήμη, δεν έχω αυτιά, δεν έχω γλώσσα … . Δεν έχω ούτε μια μέρα παρελθόν».
Ο πολεμικός βιασμός φέρει την πολιτισμική σημασία του ελέγχου και της διείσδυσης στις γυναίκες-«εχθρό» μιας διαφορετικής φυλής, θρησκείας και, στην περίπτωση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, πολιτικής τοποθέτησης. Μεταμορφωμένος σε πολιτική στρατηγική, ο βιασμός στις ένοπλες συγκρούσεις πρέπει να εξεταστεί ως σκόπιμη τακτική και ως ένα ιδιαίτερα επιδιωκόμενο και δομημένο κοινωνικό και πολιτικό βίωμα. Στο παράδειγμα του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, η εμπειρία αυτή ήταν εμπειρία ρήξης, τόσο εσωτερικής όσο και εξωτερικής. Η Ολυμπία Παπαδούκα, κρατούμενη στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ, θυμάται μια τρομακτική σκηνή μεταξύ ενός «παιδιού βιασμού» και της μητέρας του, μια σκηνή που αποτελεί παράδειγμα αυτής της ρήξης. Υπήρχαν στιγμές, λέει η Παπαδούκα, που η μητέρα χτυπούσε το παιδί και άλλες που το αγκάλιαζε, βασανισμένη από ενοχές και τραύματα. Γεννημένο στη φυλακή, ένα «παιδί βιασμού», όπως το αποκαλούσαν οι γυναίκες πολιτικές κρατούμενες, ήταν προϊόν εξαναγκαστικής γονιμοποίησης. Οι πρώην πολιτικές κρατούμενες Έλλη, Καίτη και Μαίρη, κρατούμενες στις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ, αφηγήθηκαν επίσης το περιστατικό κατά τη διάρκεια συνέντευξης που έδωσαν για αυτή την (Συνεντεύξεις που παραχωρήθηκαν στις 20 Νοεμβρίου 2006). Θύματα ενός βίαιου μηχανισμού, που χρησιμοποιείτε συστηματικά από τους παράγοντές του με σκοπό την πολιτική απαξίωση των αντιφρονουσών και τη διατάραξη της κοινωνικής συνοχής, η μητέρα και το παιδί λειτουργούν και συμβολικά ως η πρωταρχική σκηνή αυτής της εθνικής και πολιτικής μάχης.
Η αστάθεια, το μίσος και οι εθνοτικές και εθνικιστικές διαφορές μεταμορφώνουν τα σώματα των γυναικών σε πεδία μάχης. Ο βιασμός, η εξαναγκαστική γονιμοποίηση και η θεσμοθετημένη πορνεία αποτελούν κοινές πρακτικές σε πολλά εθνικιστικά καθεστώτα. Κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, οι υποστηρίκτριες της Αριστεράς και οι σλαβόφωνες γυναίκες ξεχωρίστηκαν και στοχοποιήθηκαν σεξουαλικά. Η συντριπτική πλειονότητα των πολεμικών βιασμών έλαβε χώρα στα σλαβόφωνα χωριά της βόρειας Ελλάδας. Στα χωριά της Καστοριάς και της Φλώρινας στη βορειοδυτική Ελλάδα, όπου ο σλαβόφωνος πληθυσμός ήταν σημαντικός, οι σεξουαλικές επιθέσεις, οι βιασμοί και οι ακρωτηριασμοί κατευθύνονταν κυρίως σε γυναίκες που ανήκαν στην εθνική μειονότητα. Σύμφωνα με το Υπόμνημα του ΔΣΕ, στο σλαβόφωνο χωριό Φτελιά, 30 γυναίκες και νεαρά κορίτσια «ατιμάστηκαν» (ο όρος συνήθως αναφέρεται σε βιασμό) από τις ένοπλες παραστρατιωτικές ομάδες. Με παρόμοιο τρόπο, στο χωριό Φιλιάτες στην περιοχή των Ιωαννίνων τον Μάρτιο του 1945, η τρομοκρατική ομάδα του ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος) «ατίμασε» 30 γυναίκες της μειονότητας των Τσάμηδων. Η Βερβενιώτη αναφέρει πως οι γυναίκες πολιτικές αντιφρονούσες κατάφεραν να ξεπεράσουν το τραύμα του χαρακτηρισμού «Βουλγάρα» πιο εύκολα από εκείνον της «πόρνης». Το εθνοτικό στίγμα, ωστόσο, σημάδεψε τις σλαβόφωνες γυναίκες, οι οποίες ταυτόχρονα θεωρούνταν κομμουνίστριες, και τις επόμενες δεκαετίες και παρείχε τη νομιμοποίηση για τη σεξουαλική κακοποίησή τους και τη συνεχιζόμενη κοινωνικοπολιτική περιθωριοποίησή τους. Παρά το γεγονός ότι η εθνοτική κατηγοριοποίηση, όπως ανέφερα, ήταν ένα μέσο για τη «δικαιολόγηση» των σεξουαλικών επιθέσεων, δεν μπορεί να υποστηριχθεί το επιχείρημα ότι η σεξουαλική θυματοποίηση ήταν μέρος μιας στρατηγικής εθνοκάθαρσης· αντίθετα, όπως δείχνει η Van Boeschoten, οι σεξουαλικές επιθέσεις είχαν περισσότερο να κάνουν με την κατασκευή του εχθρού σε εθνοτική βάση. Παρόλο που οι περισσότεροι μελετητές περιγράφουν τον βιασμό ως μέσο πολέμου και εθνοκάθαρσης και ως μέθοδο αναπαραγωγής της εθνικής ομάδας, στο πλαίσιο του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, ο βιασμός έγινε κυρίως ιδεολογικό και συμβολικό συστατικό της σεξουαλικής και πολιτικής βίας. Στην ελληνική περίπτωση, ήταν το «εθνοτικό», κυρίως, που βρισκόταν στην υπηρεσία του «πολιτικού» και όχι το πολιτικό στην υπηρεσία του εθνοτικού.
Η επίθεση στο ανδρικό σώμα στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο
Η επαναξιολόγηση της έμφυλης πολιτικής βίας δεν πρέπει να υποβαθμίζει τα δεινά των ανδρών· όχι μόνο επειδή και οι άνδρες έπεσαν θύματα σωματικής, σεξουαλικής και ψυχολογικής βίας, αλλά και επειδή ο όρος «φύλο», αν και χρησιμοποιείται το δοκίμιο αυτό κυρίως για να υποδηλώσει τις γυναίκες, δεν αποτελεί αποκλειστικό δείκτη γι’ αυτές· περιέχει, αναγκαστικά, και άλλους προσδιορισμούς, όπως αρσενικό ή ομοφυλόφιλο. «Το φύλο διατρέχει όλα τα επίπεδα αιτιότητας και διαμορφώνει τόσο τη συμμετοχή των γυναικών όσο και των ανδρών στη βία και την εμπειρία της», σύμφωνα με την Moser. Η Cynthia Cockburn, ωστόσο, προσφέρει μια διαφορετική οπτική για το ζήτημα του φύλου κατά τη διάρκεια του πολέμου και της ειρήνης, υποστηρίζοντας ότι «οι άνδρες και οι γυναίκες συχνά βασανίζονται και κακοποιούνται με διαφορετικούς τρόπους, τόσο λόγω των φυσικών διαφορών μεταξύ των φύλων όσο και λόγω των διαφορετικών σημασιών που αποδίδονται πολιτισμικά στο ανδρικό και στο γυναικείο σώμα». Στη βαρβαρότητα της σωματικής και της σεξουαλικής θυματοποίησης κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων και της πολιτικής τρομοκρατίας, οι διαφορές του φύλου τονίζονται, υποστηρίζει η Cockburn και καταλήγει: «Τα μέσα με τα οποία κακοποιείται το σώμα προκειμένου να σπάσει το πνεύμα διαφοροποιούνται ως προς το φύλο και, στην περίπτωση των γυναικών, να σεξουαλικοποιούνται». Οι εμπειρίες τόσο των γυναικών όσο και των ανδρών απαιτούν μια ανάλυση μέσα από τον φακό του φύλου, αφού οι όροι ανάλυσης, τα «εργαλεία» που χρησιμοποιούνται για την υπέρβαση του ανδρικού και του γυναικείου σώματος και ψυχισμού είναι επίσης έμφυλα.
Είναι γεγονός ότι η πολιτική καταστολή και η εθνικιστική αποκατάσταση ασκούνταν κατά των ανδρών πολιτικών κρατουμένων, ιδίως των ανήλικων, με μια ιδιαίτερη αγριότητα που στόχευε τόσο την πολιτική όσο και την έμφυλη ταυτότητά τους. Σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, στις φυλακές Κηφισιάς στην Αθήνα, όπου κρατούνταν ανήλικοι άνδρες και γυναίκες, στις αρχές του 1948 η Διεύθυνση του Σωφρονιστικού Κέντρου προχώρησε σε μια σειρά από ψυχικές, σωματικές και σεξουαλικές μεθόδους εξευτελισμού και εκφοβισμού. Η στρατηγική εξόντωσης που τέθηκε σε εφαρμογή κατά των ανήλικων ανδρών πολιτικών κρατουμένων περιελάβανε υποβολή σε υποσιτισμό, δίψα, άγριο ξυλοδαρμό, εξαναγκαστική γύμνια, ασέλγεια και βιασμό. Στόχος αυτών των ακραίων μορφών παρενόχλησης δεν ήταν μόνο η υπογραφή της Διακήρυξης Μετάνοιας και η αποκήρυξη του κομμουνισμού, αλλά πρωτίστως ο παραδειγματισμός, η τρομοκράτηση και ο ηθικός και σωματικός εξευτελισμός των αντιφρονούντων. Όπως και με την κακοποίηση και τον εκφοβισμό των γυναικών, στόχος ήταν η αποδυνάμωση του ηθικού των αντιφρονούντων και η επανατοποθέτηση τους ως εχθρών, ώστε να μετατραπούν σε κατώτερα υποκείμενα και να εκλογικευτούν τα βασανιστήρια. Υπήρχε ένα ιεραρχικό σύστημα φύλου, όπου οι άνδρες κρατούμενοι δέχονταν επίθεση προκειμένου να μετατραπούν σε ευάλωτα, ελεγχόμενα υποκείμενα και οι γυναίκες αντιφρονούσες βασανίζονταν ως τιμωρία για την παραβίαση των καθιερωμένων κανόνων της θηλυκότητας. Οι πολιτικοί κρατούμενοι στις Φυλακές Ιτζεδίν στην Κρήτη, που πριν κρατούνταν ως ανήλικοι στις Φυλακές Κηφισιάς, μαζί με 330 ανήλικους εξόριστους στη Μακρόνησο, αναφέρουν ότι μια κοινή μέθοδος παρενόχλησης ήταν αυτό που αποκαλούσαν «μπαλόνι». Ξεκινούσε με ξυλοδαρμό με κάλτσες που ήταν γεμισμένες με τσιμέντο και με συρματόσχοινα, συνεχιζόταν με αναγκαστική κατάποση σαπουνιού και κατέληγε με τον κρατούμενο, ενώ αιμορραγούσε ακόμη, να παραδίδεται στον διευθυντή για το τελευταίο χτύπημα. Ο διευθυντής του κέντρου, ο Μουζάκης, ήταν είτε παρών στα περισσότερα περιστατικά κακοποίησης είτε ο ίδιος ο κύριος δράστης. Οι κρατούμενοι κατήγγειλαν επίσης το κάψιμο των γεννητικών οργάνων με τσιγάρα και πρωκτική διείσδυση με διάφορα αντικείμενα.
Τόσο στη σωματική όσο και στη ψυχολογική βία, τα έμφυλα χαρακτηριστικά είναι αξιοσημείωτα. Η σεξουαλική διαφορά και η ηγεμονική αρρενωπότητα τονίστηκαν και αποδείχθηκαν αποτελεσματικές όταν επρόκειτο να δημιουργήσουν αγωνία, φόβο και ευαλλωτότητα μεταξύ των ανήλικων κρατούμενων. Οι ανήλικοι ήταν συνήθως γυμνοί κατά τη διάρκεια της ανάκρισης και των βασανιστηρίων· η γύμνια, μαζί με τα σεξουαλικά υπονοούμενα, προκαλούσε ευαλλωτότητα και ντροπή. Η απώλεια της αξιοπρέπειας ήταν ιδιαίτερα σημαντική στην ελληνική κοινωνία. Μια σεξουαλική επίθεση σε βάρος ανδρών και γυναικών κρατουμένων εκλαμβανόταν ως παραβίαση του παραδοσιακού κώδικα τιμής και είχε προεκτάσεις στην οικογένεια και την κοινότητα. Η σεξουαλική θυματοποίηση των ανδρών στόχευε ιδιαίτερα στη θηλυκοποίησή τους, αμφισβητώντας την ανδρική τους ταυτότητα. Στις περιπτώσεις κακοποίησης ανδρών, όπως τα περιστατικά που έλαβαν χώρα στις φυλακές Κηφισιάς, η πρόθεση ήταν να πληγούν κυρίως ανήλικοι άνδρες πολιτικοί κρατούμενοι με τρόπο που θα τους έκανε ευάλωτους και εύθραυστους, χαρακτηριστικά που συνδέονται με τη θηλυκότητα. Η βία αυτή στόχευε στην αντίληψη της ανδρικής τιμής, η οποία ήταν εξαιρετικά κυρίαρχη στην πατριαρχική ιδεολογία της εποχής και στην υπάρχουσα κοινωνική τάξη.
Παρόλο που και οι άνδρες βασανίστηκαν και, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, σε ορισμένες περιπτώσεις κακοποιήθηκαν σεξουαλικά, ήταν μέσω της κακοποίησης των γυναικών και των γυναικείων σωμάτων ή των θηλυκοποιημένων ανδρικών σωμάτων που αυτοί οι δείκτες του φύλου αναδείχθηκαν ως εθνικές φαντασιώσεις και προσδοκίες στο πλαίσιο της εξιδανικευμένης εθνικιστικής αρρενωπής σωματικής πολιτικής. Επιπλέον, η διαφορά με την περίπτωση των γυναικών είναι ότι την τραυματική εμπειρία των ξεκάθαρα φυσικών πράξεων βίας ακολούθησε η κοινωνική καταπίεση και ο αποκλεισμός. Η έλλειψη στέγης και η ανεργία αποτελούσαν μέρος του τελευταίου και αποτελούσαν παράδειγμα μιας μορφής κοινωνικοπολιτικού «εξοστρακισμού» που υποκινούνταν και χειραγωγούνταν όχι μόνο από το κράτος αλλά, σε πολλές περιπτώσεις, και από το ίδιο το Κομμουνιστικό Κόμμα. Η μετάβαση από την ένοπλη σύγκρουση στην ειρηνευτική διαδικασία δεν ήταν απρόσκοπτη ούτε και για τις γυναίκες. Η έλλειψη στέγης, ο εκτοπισμός, η επανεγκατάσταση, ή ακόμη και η επιστροφή στο σπίτι, έφεραν διαφορετικά σημάδια και περιπλοκές για τις γυναίκες. Μετά τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο οι έμφυλες προκαταλήψεις και οι περιορισμοί επανεμφανίστηκαν μαζί με τις πατριαρχικές ιδεολογίες, και ο πολιτικός αγώνας και τα ζητήματα γύρω από το τραύμα των γυναικών πέρασαν στην αφάνεια για χρόνια. Αντίθετα, στο μεταπολεμικό πλαίσιο, οι άνδρες κατάφεραν να «εξαργυρώσουν» πολιτικά και κοινωνικά τον πόνο και την κινητοποίησή τους. Όπως επισημαίνει με ευστοχία η Meertens, επικαλούμενη τη Hannah Arendt, οι έμφυλες διαφορές του τρόμου και του ξεριζωμού σχετίζονται με την «τριπλή απώλεια» του νοήματος, της ιδιότητας του πολίτη και των κοινωνικών δεσμών για τις γυναίκες.
Πάνω στη βάση αυτή, στο σημαντικό της δοκίμιό «Can the Subaltern Speak?», η Gayatri Chakravorty Spivak προσεγγίζει εκ νέου την αυτοκτονία μιας νεαρής γυναίκας από τη Βεγγάλη, της Bhuvaneswari Bhaduri, της οποίας ο θάνατος αποδόθηκε σε έναν παράνομο έρωτα. Ωστόσο, η νεαρή γυναίκα αυτοκτόνησε ενώ είχε έμμηνο ρύση, προκειμένου να αποφευχθούν οι υποθέσεις των ανθρώπων ότι η αυτοκτονία ήταν αποτέλεσμα εγκυμοσύνης. Στην πραγματικότητα, ανακαλύφθηκε ότι ήταν μέλος του αγώνα για την ανεξαρτησία της Ινδίας κατά της βρετανικής κυριαρχίας, της είχε ανατεθεί να κάνει μια πολιτική δολοφονία· μη μπορώντας να την πραγματοποιήσει, αποφάσισε να κρεμαστεί. Η Spivak ασκεί πρωτοποριακή κριτική στην πατριαρχία, τον ιμπεριαλισμό και τον εθνικισμό, μέσα από την ιστορία της Bhuvaneswari, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι υποτελείς μέσα στο αποικιακό και νεοαποικιακό πλαίσιο δεν μπορούν να μιλήσουν. Παρόλο που η αυτοκτονία της Bhuvaneswari έγινε για πολιτικό σκοπό, η Spivak φτάνει στο συμπέρασμα πως «ανάμεσα στην πατριαρχία και τον ιμπεριαλισμό, τη συγκρότηση του υποκειμένου και τη διαμόρφωση του αντικειμένου, η εικόνα της γυναίκας εξαφανίζεται. […] Δεν υπάρχει χώρος από τον οποίο να μπορεί να μιλήσει το έμφυλο υποτελές υποκείμενο». Στο ελληνικό πλαίσιο, οι ιστορίες των υποτελών γυναικών πολιτικών κρατούμενων δεν περιλαμβάνουν μόνο αφηγήσεις πόνου και τραύματος, αλλά και αποσιώπησης και αποκλεισμού, που επιβάλλονται από την επίσημη κρατική ρητορική, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Έτσι, η αποσιώπηση και περιθωριοποίηση που επιβλήθηκαν, τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, παρουσιάζεται ως υποχρεωτική και αναπόφευκτη μόλις τελειώσει ο πόλεμος ή ο αγώνας. Συγχρόνως, στο πλαίσιο του επιβαλλόμενου συστήματος σχέσεων εξουσίας, μόλις επιτευχθούν οι στόχοι του ανδρικού πολιτικού σώματος, οι γυναίκες φιμώνονται και αποδυναμώνονται, ενώ αναμένεται η έμφυλη συμμόρφωση και η άρνηση της γυναικείας αυτενέργειας.
Συμπέρασμα
Σκοπός του δοκιμίου αυτού ήταν να εξετάσει την κρατική καταπίεση και την πολιτική τρομοκρατία κατά των γυναικών και να δείξει τη λειτουργία της ως αναπόσπαστου παράγοντα μιας εθνικιστικής ιδεολογίας και ενός μιλιταριστικού καθεστώτος. Η έμφυλη βία ως μέσο πολιτικής εξόντωσης δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός της ταραχώδους πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας κατά τις δεκαετίες του 1940 και του 1950· αντίθετα, αποτέλεσε συστατικό στοιχείο ενός κρατικά καθοδηγούμενου εθνικιστικού σχεδίου που συνεχίστηκε και μετά από αυτή τη περίοδο. Αυτή η ιστορία καταδεικνύει ότι οι εθνικές ταυτότητες συνδέονται με την οικειοποίηση των γυναικών ως αναπαραγωγών και προστατών του έθνους. Μέσα στο εθνικιστικό κίνημα, οι σχέσεις εξουσίας και οι πατριαρχικές δομές προωθούσαν επί μακρόν μια εξιδανικευμένη άποψη για τις γυναίκες ως θεματοφύλακες της ηθικής και της συνέχειας. Τα σώματα, οι πράξεις και οι πεποιθήσεις των γυναικών πρέπει να ελέγχονται και να τιμωρούνται, ώστε να μην είναι σε θέση να αμφισβητήσουν τις κυρίαρχες ιεραρχίες φύλου και εξουσίας. Στη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, επιβλήθηκε μια ηγεμονική πατριαρχία μέσω ενός εθνικιστικού κινήματος που επέβαλε βίαια τα θρησκευτικά και τα μιλιταριστικά αφηγήματα του, ώστε να εξασφαλίσει τη σταθερότητα του κράτους και την εθνική ταυτότητα μέσω του ελέγχου της ταυτότητας του φύλου. Στήθηκε ένας κατασταλτικός και εθνικιστικός μηχανισμός που ήταν υπεύθυνος για τη διασφάλιση της συνέχειας και την αποτροπή της διάλυσης του έθνους, χρησιμοποιώντας τον εξαναγκασμό και τον εκφοβισμό εναντίον των γυναικών που αμφισβητούσαν αυτούς τους στόχους, προλαμβάνοντας έτσι και την πιθανότητα να το κάνουν άλλες στο μέλλον. Οι γυναίκες, μέσω της πατριαρχικής τάξης, μετατράπηκαν σωματικά και συμβολικά σε βιολογικές και πολιτισμικές τροφούς του έθνους· μέσα σε αυτό το σύστημα σχέσεων εξουσίας που επιβλήθηκε, η ανασυγκρότηση του έθνους έπρεπε να περάσει μέσα από τα «σώματα» των γυναικών.
Ο εθνικιστικός και ο πολιτικός λόγος είναι πάντα έμφυλοι, με την έννοια ότι οι γυναίκες περιθωριοποιούνται, ελέγχονται και βιάζονται σωματικά, πολιτικά και κοινωνικά. Ο έλεγχος και ο αποκλεισμός κανονικοποιούνται, όχι μόνο από τον κρατικό μηχανισμό, αλλά και μέσω κρατικά ρυθμισμένων κατασκευών (όπως η διάκριση δημόσιου/ιδιωτικού) που βασίζονται στις σχέσεις εξουσίας του φύλου. Το συνολικό σχέδιο της ανοικοδόμησης και της αναγέννησης του έθνους είναι να επιτευχθεί η συναίνεση της υποταγής των γυναικών μέσω πατριαρχικών προτύπων ελέγχου και αποσιώπησης.